[[ δαμ-ων ]]
Ο γάμος για τους αρχαίους Έλληνες ήταν ιερός. Σκοπός του ήταν η από κοινού συμβίωση του άντρα με τη γυναίκα ώστε να υπάρχει αλληλοβοήθεια στη ζωή και η τεκνοποίηση. Έτσι η κοινωνία ευδαιμονούσε και τροφοδοτούνταν με υγιή, τόσο στο σώμα όσο και στην ψυχή και το πνεύμα, νέα μέλη. Ο Ξενοφών στον “Οικονομικό” μας λέει: « Εμοί γαρ τοι, έφη, φάναι, και οι θεοί, ω γύναι, δοκούσι πολύ διεσκεμμένως μάλιστα το ζεύγος τούτο συντεθεικέναι ό καλείται θήλυ και άρρεν, όπως ότι ωφελιμώτατον ή αυτώ εις την κοινωνίαν. πρώτον μεν γαρ του μη εκλιπείν ζώων γένη τούτο το ζεύγος κείται μετ’ αλλήλων τεκνοποιούμενον, έπειτα το γηροβοσκούς κεκτήσθαι εαυτοίς εκ τούτου του ζεύγους τοις γουν ανθρώποις πορίζεσθαι.» ( Ξενοφ. Οικονομ. VII. 18 ). Kαι συνεχίζει πιο κάτω: « Συνεπαινεί δε, έφη φάναι, και ο νόμος αυτά, συζευγνύς άνδρα και γυναίκα, και κοινωνούς ώσπερ των τέκνων ο θεός εποίησεν, ούτω και ο νόμος του οίκου κοινωνούς καθίστησι.» ( Ξενοφ. Οικονομ. VII. 30 )
Ο μεγάλος επικός ποιητής Όμηρος μας παρουσιάζει δύο θαυμάσια παραδείγματα συζύγων, του Οδυσσέα και της Πηνελόπης, του Έκτορα και της Ανδρομάχης. Η αφοσίωση της Ανδρομάχης με σπαραγμό δίνεται στην προσπάθειά της να αποτρέψει τον Έκτορα από το να βγει στη μάχη με τον Αχιλλέα:
« Η ορμή σου το θάνατο, άμοιρε, θα σου φέρει.
το μωρό σου δε συμπονάς, την άμοιρη εμένα,
που χήρα γοργά θα μείνω. όλοι γοργά ορμώντας
πάνω σου θα σε σκοτώσουν. αν στερηθώ εσένα,
ν’ ανοίξει η γη και να χωθώ καλύτερα για μένα.
Δε θα έχω άλλη ζεστασιά, αν τώρα συ πεθάνεις,…
Για μένα είσαι, Έκτορα, και μάνα και πατέρας
και αδελφός και δυνατός της κλίνης σύντροφός μου…( Ομήρου Ιλιάδα, ραψ. Ζ’, στ. 407-430 )
Το εγκώμιο της Πηνελόπης πλέκει ο Αγαμέμνονας:
« Μίλησε τότε η ψυχή του γιου του Ατρέα κι είπε:
- Καλότυχε, Λαέρτη γιε, πολύσοφε Οδυσσέα,
γυναίκα συ απόκτησες μ’ ασύγκριτες τις χάρες.
Πόσο άψογη στη σκέψη της ήταν η Πηνελόπη,
η κόρη του Ικάριου! Δεν ξέχασε ποτέ της
τον άντρα της! Η δόξα της αρετής θα μείνει.
και θα της κάμουν οι θεοί πανέμορφο τραγούδι
πάνω στη γη να τραγουδούν όλη την Πηνελόπη…» ( Ομήρου Οδύσσεια, ραψ. Ω’, στ. 191- 198 ).
Η ιερότητα του γάμου δηλώνεται στην πλατωνική πολιτεία: « Δήλον δε ότι γάμους το μετά τούτο ποιήσομεν ιερούς εις δύναμιν ότι μάλιστα…». Ο γάμος μεταξύ συγγενικών ατόμων δεν ήταν επιτρεπτός, ούτε το ερωτικό σμίξιμο. Το ίδιο ανεπίτρεπτο ήταν ο άντρας να έχει πολλές γυναίκες. Ο Ευριπίδης μέσα από το στόμα της Ερμιόνης απευθύνει τα ακόλουθα λόγια προς την Ανδρομάχη, τη γυναίκα του Έκτορα, που σκλάβα στην Ελλάδα έχει μεταφερθεί μετά της Τροίας το κούρσεμα:
« Κι έχεις σε τόση αναισθησία φτάσει,
που τολμάς να πλαγιάζεις, κακομοίρα,
με το γιο εκεινού που ‘χει σκοτώσει
τον άντρα σου και τέκνα έχεις γεννήσει
με το φονιά. Το γένος των βαρβάρων
τέτοιο. Γονιός με θυγατέρα σμίγει,
μάνα με γιο, αδερφός την αδερφή του.
ο συγγενής το συγγενή του σφάζει
κι οι νόμοι τους αυτά δεν τα εμποδίζουν.
Τέτοιες συνήθειες εδώ μη φέρνεις.
Δεν είναι ωραίο ένας άντρας να ‘χει δύο
γυναίκες. Όποιοι θέλουν να πηγαίνει
καλά το σπιτικό τους, ένα μόνο
κρεβάτι νυφικό τους φτάνει. » ( Ευριπίδου “Ανδρομάχη”, στ. 170- 181)
Η γυναίκα έπρεπε να κοσμείται από αρετές, γιατί « ου το κάλλος, ώ γύναι, αλλ’ αρεταί τέρπουσι τους ξυνευνέτας » [ Μετάφρ.: οι αρετές μας κι όχι τα κάλλη του κορμιού γλυκαίνουν τους άντρες.]
( Ευριπίδου “Ανδρομάχη”, στ.207-208 ). Δεν κυνηγούσαν νύφες με πλούσια προίκα, αλλά επεδίωκαν η σύντροφος να είχε ευγενικό ήθος και τρόπους. Η κατάληξη γάμων από συμφέρον πολλές φορές οδηγούσε ( αλλά και σε όλες τις εποχές οδηγεί ) σε συμφορές. Είναι χαρακτηριστική η γεμάτη απόγνωση αποστροφή του Πηλέα, του γονιού του Αχιλλέα, όταν έμαθε το θάνατο του εγγονού του Νεοπτόλεμου, που δολοφονήθηκε στο ιερό των Δελφών από τον Ορέστη, ο οποίος διεκδικούσε τη γυναίκα του δολοφονημένου, Ερμιόνη:
« κάτ’ ου γαμείν δήτ’ εκ τε γενναίων χρεών
δούναί τ’ ες εσθλούς, όστις εύ βουλεύεται,
κακών δε λέκτρων μη ‘πιθυμίαν έχειν,
μηδ’ εί ζαπλούτους οίσεται φερνάς δόμοις;
ου γάρ ποτ’ αν πράξειαν εκ θεών κακώς. »
[Μετάφρ.: Ο γνωστικός πρέπει να σμίγει πάντα μ’ ευγενική γενιά και τα παιδιά του
μ’ ευγενική γενιά να τα παντρεύει, γάμους ανάξιους να μη θέλει μήτε
πολύχρυση κι αν πάρει προίκα. Αν κάνουν έτσι, κακό οι θεοί δε θα τους δώσουν.] ( Ευριπίδου “Ανδρομάχη” , στ. 1289-1283 ).
Ο Πλάτωνας στην “Πολιτεία” καθορίζει και την κατάλληλη ηλικία για γάμο, λαμβάνοντας υπόψη την ακμή του σώματος και της φρόνησης καθώς και την ωριμότητα για τεκνογονία. Έτσι για τη γυναίκα καθόριζε το 20ο έτος της ηλικίας και για τον άντρα το 30ο. Προηγείτο αρραβώνας, όπου οι γονείς της κόρης έδιναν εγγυήσεις, που τις ονόμαζαν “εγγύαι” (*1), και καθόριζαν την προίκα, που ονομαζόταν “φερνή” και “έδνον”.
Τον γάμο τελούσαν σε ορισμένο μήνα, που τον αποκαλούσαν Γαμηλιώνα ( σημερινό Ιανουάριο και αρχές Φεβρουαρίου ) διαλέγοντας να είναι αίθριος και γαλήνιος ο καιρός (*2) και ημέρα κοντά σε πανσέληνο. Πριν το γάμο προηγούνταν γιορτή αφιερωμένη στους γαμήλιοιυς θεούς, στους οποίους θυσίαζαν, την οποία ονόμαζαν προγάμεια ή προτέλεια (*3).
Υπήρχε η συνήθεια πριν από το γάμο να τελείται και η γιορτή του λουτρού, κατά την οποία η μελλόνυμφος έπαιρνε το λουτρό του γάμου σε ορισμένη κρήνη ( βρύση ), πηγή ή ποταμό. Στην Αθήνα γινόταν η τελετή στην κρήνη Καλλιρρόη, ενώ στη Θήβα στον Ισμηνό ποταμό. Ο Θουκυδίδης μας αναφέρει: « Και τη κρήνη τη νυν μεν των τυράννων σκευασάντων Εννεακρούνω καλουμένη, το δε πάλαι φανερών ουσών των πηγών Καλλιρρόη ωνομασμένη, εκείνοί τε εγγύς ούση, τα πλείστου αξία εχρώντο, και νυν έτι από του αρχαίου πρό τε γαμικών και εις άλλα των ιερών έτι νομίζεται χρήσθαι. » Ο Ευριπίδης στις “Φοίνισσες” γράφει: « ανυμέναια δ’ Ισμηνός εκυδεύθη λουτροφόρου χλιδάς. ανά δε Θηβαίων πόλιν εσιγάθη σας έσοδοι νύμφας ».
Όταν ο γαμπρός έκανε τον πρώτο του γάμο, ο ίδιος έπαιρνε τη νύφη από το πατρικό της σπίτι και την οδηγούσε στο σπίτι του με άμαξα, την οποία ονόμαζαν “απήνη” (*4). Η νύφη ήταν ντυμένη με λαμπρή στολή, φορώντας εσθήτα με στολίδια, περιδέραιο και δαχτυλίδια με πολύτιμους λίθους, ήταν μυρωμένη μ’ ευωδιαστά μύρα, στο κεφάλι είχε ευρύ και μακρύ βέλος και ήταν στεφανωμένη. Πάνω στην άμαξα κάθονταν τρεις, στη μέση η νύφη και δεξιά κι αριστεράς ο γαμπρός και ο παράνυμφος ή πάροχος ( ο σημερινός κουμπάρος ) (*5). Στεφανωμένοι ήσαν επίσης ο γαμπρός και ο πάροχος. Το σπίτι της νύφης στολιζόταν με κλαδιά ελιάς και δάφνης. Τη συνοδεία των νεονύμφων αποτελούσαν όλοι οι συγγενείς και οι φίλοι. Από τις πληροφορίες που έχουμε, θα πρέπει η γαμήλια πομπή να σχηματιζόταν το βράδυ, γιατί μπροστά πήγαιναν οι δαδούχοι, φέροντας τις νυφικές δάδες, ενώ άλλοι έψαλλαν με τη συνοδεία αυλού τον υμέναιο, δηλ. το νυφικό τραγούδι και οι υπόλοιποι επαναλάμβαναν. Η νύφη στη διάρκεια της μεταφοράς της, που περνούσαν από την αγορά κι έβγαιναν στο δρόμο για να τους ευχηθούν οι συμπολίτες τους, είχε το πρόσωπο καλυμμένο με το πέπλο.
Ο Ησίοδος κάνει μια πολύ ωραία περιγραφή:
« …παρά δ’ εύπυργος πόλις ανδρών,
χρύσειαι δε μιν είχον υπερθυρίοις αραρυίαι
επτά πύλαι. τοι δ’ άνδρες εν αγλαϊαις τε χοροίς τε
τέρψιν έχον. τοι μεν εϋσσώτρου επ’ απήνης
ήγοντ’ ανδρί γυναίκα, πολύς δ’ υμέναιος ορώρει.
τήλε δ’ απ’ αιθομένων δαϊδων σέλαε ειλύφαζε
χερσίν ενί δμωών. ται δ’ αγλαίη τεθαλυίαι
πρόσθ’ έκιον, τήσιν δε χοροί παίζοντες έποντο.
τοι μεν υπό λιγυρών συρίγγων ίεσαν αυδήν
εξ απαλών στομάτων, περί δε σφισιν άγνυτο ηχώ.
αι δ’ υπό φορμίγγων άναγον χορόν ιμερόεντα. »
[Μετάφρ.: Δίπλα υπήρχε ανθρώπων πόλη με ωραίους πύργους
Πύλες εφτά την κλείνανε χρυσές στ’ ανώφλια τους
καλόκλειστες. Κι ο κόσμος σε πανηγύρια και χορούς χαιρόταν.
Άλλοι σε αμάξια μ’ ωραίους τροχούς γυναίκα στο σπίτι
του γαμπρού οδηγούσανε και το νυφιάτικο τραγούδι ζωηρό υψωνόταν.
Μακριά απ’ τα φλεγόμενα δαδιά το φως τους στριφογύρναγε,
σαν τα κρατάγανε στα χέρια τους οι δούλες. Κι εκείνες,
με τη γιορτή χαρούμενες, πηγαίναν μπρος και πίσω τους
ακολουθούσαν παίζοντας χοροί.
Οι άντρες κάτω απ’ τον ήχο των γλυκόφωνων συρίγγων αφήνανε φωνή
απ΄ τα απαλά τους στόματα και γύρω τους η ηχώ σκορπούσε.
Και οι γυναίκες κάτω απ’ της φόρμιγγας τον ήχο εράσμιο έσερναν χορό.] ( Ησιόδου “Η ασπίδα του
Ηρακλή”, στ. 270-280 )
Και ο Όμηρος μας δίνει παρόμοια περιγραφή:
« Έβαλε και δυο όμορφες θνητών ανθρώπων πόλεις.
Στη μια απ’ αυτές γίνονταν γάμοι και χαροκόπια.
νύφες από τα σπίτια τους με φωτιά, με λαμπάδες
μες στους δρόμους συνόδευαν, τραγούδια αντιλαλούσαν.
χορευτές στιφογύριζαν. στη μέση αντηχούσαν
κιθάρες, αυλοί. στις πόρτες στέκονταν οι γυναίκες
και καθεμιά τους έβλεπε με θαυμασμό τους γάμους. » ( Ομήρου Ιλιάδα, ραψ. Σ’, στ. 490- 496 ).
Αν, όμως, ο γαμπρός έκανε δεύτερο γάμο, δεν επιτρεπόταν να παραλάβει ο ίδιος τη νύφη, αλλά την οδηγούσε σ’ αυτόν κάποιος από τους φίλους του, που λεγόταν νυμφαγωγός ή νυμφοστόλος.
Όταν η πομπή έφτανε στο σπίτι του γαμπρού, που ήταν κι αυτό στολισμένο με κλαδιά ελιάς και δάφνης, τη νύφη υποδεχόταν η μητέρα του γαμπρού κρατώντας στα χέρια δάδες. Οι συγγενείς έριχναν στους νεόνυμφους σύκα κι άλλα καλούδια, που τα έλεγαν καταχύσματα (*6), για να έχει το ζευγάρι ευπορία και εύθυμο βίο.
Σε ορισμένα μέρη της Βοιωτίας υπήρχε η συνήθεια να καίνε μπροστά στη κεντρική πύλη ή την πόρτα τον άξονα της άμαξας, με την οποία έφεραν τη νύφη στο σπίτι του γαμπρού. Αυτό δήλωνε την υποχρέωση της νύφης να είναι προσηλωμένη στον άντρα της και στο σπιτικό της.
Με την είσοδο της νύφης στο σπίτι του γαμπρού, παραθέτανε γαμήλιο τραπέζι, την γαμική θοίνη, στο οποίο καλούσαν άντρες και γυναίκες, για να υπάρχουν πολλοί μάρτυρες σχετικά με τη νομιμότητα του γάμου. Έτρωγαν, όμως, ξεχωριστά, σε άλλο δωμάτιο οι άντρες και σ’ άλλο οι γυναίκες και ανάμεσα σ’ αυτούς στεκόταν η νύφη, φορώντας πάντα το πέπλο. Στα εδέσματα συμπεριλαμβανόταν ο φτιαγμένος από σουσάμι μεγάλος πλακούντας (*7), σύμβολο πολυτεκνίας. Ο Αριστοφάνης μας λέει:
« εδόκουν γαρ εν τοις γάμοις σήσαμον διδόναι,
ός έστι πλακούς γαμικός από σησάμου,πεποιημένος
δια το πολύγονον, ως φησί Μένανδρος.» ( Αριστοφάνους “Ειρήνη”, στ. 869-871)
Τα φαγητά ήσαν πλούσια με πολλά σφάγια. Ας αφήσουμε τον Όμηρο να κάνει την περιγραφή:
« Στην πολυφάραγγη Σπάρτη , στη βαθουλή, σαν πήγαν,
προς το παλάτι τράβηξαν του ένδοξου Ατρείδη.
Τον βρήκαν να γιορτάζει εκεί μ’ ένα σωρό δικούς του
γιου γάμο, κόρης άψογης στο σπιτικό του μέσα.
Την κόρη του έστελνε στο γιο του αντρείου Αχιλλέα.
την είχε τάξει απαρχής στην Τροία, για γυναίκα
να του τη δώσει. Κι οι θεοί ξετέλειωναν το γάμο.
μ’ αμάξια και με άλογα την έστελνε να πάει
στων Μυρμιδόνων τη λαμπρή πόλη που κυβερνούσε…
Έτσι μες στο ψηλόροφο ξεφάντωναν παλάτι
γείτονες και συμπέθεροι του ένδοξου Ατρείδη
και χαίρονταν. και δίπλα τους κρατώντας την κιθάρα
ο έξοχος τραγουδιστής τραγουδούσε. στη μέση
δύο ακροβάτες χόρευαν στριφογυρνώντας όλο….
Τότε ο ξανθός Μενέλαος τους είπε χαιρετώντας:
«-Τρώτε, λοιπόν, κι έχετε γειά! Κι όταν αποφάτε,
Ώρα να σας ρωτήσουμε ποιοι άνθρωποι να είστε…»
Έτσι είπε και τους έδωσε παχιά βοδίσια πλάτη
Ψητή, στα χέρια πιάνοντας, σ’ αυτού που είχαν δώσει.
Σ’ έτοιμα φαγητά αυτοί τα χέρια τους κινούσαν…
( Ομήρου Οδύσσεια, ραψ. Δ’, αποσπάσματα στ. από 1 έως 67 ).
Αφού φρόντιζαν για τους καλεσμένους οι νεόνυμφοι, μετά αποσύρονταν σ’ ένα θάλαμο για να φάνε μαζί το πρώτο τους δείπνο. Στην αρχή τους έδιναν να φάνε γλυκό κυδώνι για να έχουν γλυκιά και τερπνή ομιλία. Για όσο χρόνο έτρωγαν νέοι και νέες τους τραγουδούσαν τον υμέναιο και τον επιθαλάμιο ύμνο (*8). Ταυτόχρονα λαμπροντυμένες παρθένες στεφανωμένες με υακίνθους έψαλλαν και χόρευαν. Μετά τα μεσάνυχτα έληγε η γαμήλια τελετή κι ακολουθούσε η λεγόμενη μυστική νύχτα, όπου έσμιγαν ερωτικά οι νεόνυμφοι. Όταν ξημέρωνε η επόμενη μέρα, δεχόντουσαν δώρα οι συζευγμένοι νέοι, τα λεγόμενα επαύλια, ενώ τα δώρα που έπαιρναν τη δεύτερη μετά το γάμο μέρα λεγόντουσαν απαύλια (*9) και της τρίτης μέρας οπτήρια και ανακαλυπτήρια, γιατί αυτή τη μέρα η νύφη έβγαζε το πέπλο της κι έβλεπαν το πρόσωπό της.
Από τα παραπάνω φαίνεται πως ο γάμος διαρκούσε τέσσερις μέρες, όπως και μέχρι πριν από χρόνια, περί τα μέσα του 20ου αιώνα.
Ο Πλάτωνας τονίζει πως ο άνθρωπος με το γάμο πρέπει να αποβλέπει στη διαιώνιση του είδους, αφήνοντας πίσω του απογόνους, που θα υπηρετούν τον θεό. Την πρώτη μέρα του γάμου πρέπει να είναι προσεχτικοί να μη μεθύσουν. Στο βιβλίο του “Νόμοι” διαβάζουμε:
« Ιδιαίτερα την ημέρα του γάμου, του πιο σημαντικού γεγονότος της ζωής τους, τόσο ο γαμπρός όσο και η νύφη πρέπει να δείξουν αυτοσυγκράτηση, αφού δεν ξέρουν πότε με τη βοήθεια του θεού θα συλληφθεί το παιδί τους, ώστε να είναι βέβαιοι ότι δεν ήσαν μεθυσμένοι όταν τεκνοποίησαν. Είναι γνωστό ότι η σύλληψη δεν πρέπει να γίνεται από μεθυσμένους γονείς αλλά χωρίς κανέναν εξωτερικό επηρεασμό, ώστε το έμβρυο να αναπτυχθεί κανονικά και αδιατάραχτα. Όταν ο άνθρωπος είναι μεθυσμένος πηγαινοέρχεται σαν τρελός κάτω από την επίδραση του ποτού. Έτσι το σπέρμα του είναι ανεπαρκές και σε κακή κατάσταση, με αποτέλεσμα να φέρει στον κόσμο παιδιά με κακό χαρακτήρα και, πολύ πιθανό, με ανάπηρο σώμα και ψυχή. Για το λόγο αυτό, κατά τη διάρκεια όλου του χρόνου αλλά και της ζωής του, και προπάντων στο διάστημα της τεκνοποιίας, πρέπει κανείς να προσέχει πολύ να μην κάνει τίποτα που να βλάψει την υγεία του ή θα προκαλέσει βιαιότητες και αδικίες, αφού όλα αυτά αποτυπώνονται στα σώματα και τις ψυχές των παιδιών του, που μοιάζουν με τον πατέρα τους και γίνονται δυστυχισμένα πλάσματα. Ιδιαίτερα πρέπει να προσέχει την πρώτη μέρα και την πρώτη νύχτα του γάμου του, γιατί, αν η αρχή γίνει σωστά και προσεχτικά, υπάρχει η εγγύηση των θεών ότι όλα θα πάνε καλά. Αν τηρήσει τα παραπάνω απολαμβάνει και τις ανάλογες τιμές. » ( Πλάτωνος “Νόμοι”, βιβλίο ΣΤ, 775c-e )
------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
(*1). Eγγύη: εγγύηση σε μνηστεία, που έδινε ο πατέρας στον γαμπρό ενώπιον μαρτύρων (« εγγύην δε είναι κυρίαν πατρός μεν πρώτον»)
Φερνή: καθετί που φέρνει η γυναίκα στο σπίτι του άντρα όταν παντρεύονται.
Έδνον: το υπό του μνηστήρος καταβαλλόμενο τίμημα προς τον πατέρα της μνηστής, αλλά και τα προσφερόμενα δώρα στη νύφη από τους συγγενείς του πατέρα και της μητέρας.
(*2). Γνωρίζουμε ότι αυτή την περίοδο υπάρχουν τέτοιες μέρες, οι λεγόμενες “αλκυονίδες μέρες”.
(*3). Προγάμεια: θρησκευτική τελετή με θυσίες που τελούσαν πριν το γάμο, αφιερωμένη στους προστάτες θεούς του γάμου, όπως το Δία, την Ήρα, την Άρτεμη, κατά την οποία η νύφη έκοβε και πρόσφερε ως απαρχή μπούκλες από τα μαλλιά της.
Στο λεξικό Σουϊδα διαβάζουμε: « προτέλεια, ημέραν ούτως ονομάζουσιν, εν ή εις την ακρόπολιν την γαμουμένην παρθένον άγουσιν οι γονείς εις τον θεόν και θυσίαν επιτελούσι ».
(*4). Απήνη: τετράτροχη άμαξα που την έσερναν ημίονοι ή βόδια. Γενικότερα κάθε είδους άμαξα ή άρμα. Ο Όμηρος στην Ιλιάδα μας λέει: « ημίονοι έλκον τετράκυκλον απήνη ».
(*5). Πάροχος: αυτός που κάθεται κοντά σε κάποιον πάνω σ’ ένα όχημα, ο παροχούμενος, ο συνέποχος, ο παράνυμφος.
Κατά το λεξικό του Φωτίου « πάροχος, ο παροχούμενος εκ τρίτων τω νυμφίω και τη νύμφη επί της αμάξης » ενώ κατά το Σουϊδα « πάροχοι λέγονται και οι παράνυμφοι, παρά το παροχείσθαι τοις νυμφίοις. επ’ οχήματος γαρ τας νύμφας ήγον ».
--------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
(*6). Καταχύσματα: μίγμα από ξηρούς καρπούς, όπως σύκα, φοίνικες, αμύγδαλα, καρύδια, φουντούκια, στραγάλια, σταφύδες, κάστανα κ.α. με τα οποία έραιναν τους νεονύμφους και όλους τους παρευρισκόμενους, για να προοιωνίσουν την ευπραγία.
(*7). Πλακούς: είδος γλυκίσματος από ζύμη με ζάχαρη, αρώματα κ.α., που είχε πεπλατυσμένο σχήμα, σαν πίττα.
(*8). Παραθέτουμε εδώ αποσπάσματα του επιθαλάμιου ύμνου της Ελένης, όπως μας έχει διασωθεί:
« Εν ποκ’ άρα Σπάρτα ξανθότριχι παρ Μενελάω παρθενικαί θάλλοντα
κόμαις υάκινθον έχοισι πρόσθεν νεογράπτω θαλάμω χορόν εστάσαντο,…»
[Μετάφρ.: Με τα ζουμπούλια στα μαλλιά οι δώδεκα παρθένες, που ήταν οι καλύτερες από τη Λακωνία,
στην Σπάρτη όταν ήρθανε, στου Μενέλαου το σπίτι, του ξανθομάλλη γιου του Ατρέα,
εστάθηκαν έξω από την κάμαρα την καινουργιοβαμμένη, που είχαν κλείσει μέσα κει
τη νιόπαντρη γυναίκα, την κόρη του Τυνδάρεω, την όμορφη Ελένη,
και στήσανε εκεί χορό και όλες τραγουδούσαν, πλέκοντας τα ποδάρια τους
που ρυθμικά κροτούσαν, κι αντιλαλούσε η κάμαρα του γάμου το τραγούδι…
Σαν την αυγή το χάραμα την όψη της που δείχνει, σαν άνοιξη κατάλευκη
σαν φεύγει ο χειμώνας, τέτοια η Ελένη η χρυσή λάμπει ανάμεσά μας.
Στολίδι μέσ’ τον εύφορο αγρό είναι το κυπαρίσσι, όταν ψηλό ορθώνεται
μα και στο περιβόλι, ή άλογο θεσσαλικό στο άρμα είν’ στολίδι,
στην Λακωνία στόλισμα η ροδαλή Ελένη…
Είθε να δώσει η Λητώ, Λητώ η παιδομάνα, πολλά παιδιά
κι η Κύπριδα να σας μοιράσει αγάπη. Του Κρόνου ο γιος
ο Ζευς άφθονα να δώσει από φαμίλια αρχοντικιά σε αρχοντικιά να πάνε.
Κοιμάστε αναπνέοντας αγάπη ο ένας του άλλου και σηκωθείτε
την αυγή για να μην ξεχαστείτε. Εμείς θα ‘ρθούμε την αυγή
όταν γλυκολαλήσει απ’ τη φωλιά του ο πετεινός τραγουδιστής
ο πρώτος, με ψηλωμένο το λαιμό, φτερά που έχει ωραία.
Νιώσε χαρά, Υμέναιε, για τούτονε το γάμο. ]
(*9). Αυτό το έθιμο πραγματεύεται ο Ευστάθιος λέγοντας ότι κατά τον Παυσανία: « εκάλουν επαυλίαν ημέραν, καθ’ ήν εν τη του νυμφίου οικία η νύμφη πρώτον επηύλισται, και απαύλια τα μετά την εχομένην ημέραν του γάμου δώρα παρά της νύμφης πατρός φερόμενα τοις νυμφίοις εν σχήματι πομπής. Παις γάρ, φησίν, ηγείτο χλανίδα (*10) λευκήν έχων και λαμπάδα καιομένην. Έπειτα παίς ετέρα κανηφόρος, είτα λοιπαί φέρουσαι λεκανίδας, σμήγματα, φορεία, κτένας…»
(*10) Χλανίς: είδος λεπτού και ελαφριού επενδύτη, που φορούσαν άνδρες και γυναίκες περισσότερο διακοσμιτικά και λιγότερο για να προφυλαχθούν από το κρύο « γαμικήν χλανίδα δότω τις δεύρό μοι…»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου