Δευτέρα 17 Μαΐου 2010

Αισθητός και Νοητός Κόσμος


[[ δαμ-ων ]]

Οι αρχαίοι Έλληνες φιλόσοφοι παραδέχονται την ύπαρξη δύο διαφορετικών κόσμων: Ο ένας είναι ο γνωστός μας υλικός ή αισθητός ή φυσικός κόσμος και ο άλλος είναι ο ουράνιος ή νοητός κόσμος των πνευματικών οντοτήτων. Ο πρώτος είναι γεννητός και φθαρτός, ενώ ο δεύτερος αιώνιος και άφθαρτος. Σε αυτό το άρθρο θα εξετάσουμε την μετεξέλιξη αυτών των δύο εννοιών.
Προτού αναφέρουμε τις απόψεις των φιλοσόφων, θα κάνουμε μια σύνδεση με τη σύγχρονη εποχή παραθέτοντας ένα απόσπασμα από την “Ασκητική” του Ν. Καζαντζάκη:
[[ Χωρίς μάταιες ανταρσίες να δεις και να δεχτείς τα σύνορα του ανθρώπινου νου, και μέσα στ’ αυστηρά τούτα σύνορα αδιαμαρτύρητα, ακατάπαυτα να δουλεύεις. Με αντρεία, με σκληρότητα στερέωσε απάνω στο σαλευόμενο χάος το καταστρόγγυλο, το καταφώτιστο αλώνι του νου, ν’ αλωνίσεις, να λιχνίσεις, σα νοικοκύρης, τα σύμπαντα.
Καθαρά να ξεχωρίσεις κι ηρωικά να δεχτείς τις πικρές γόνιμες τούτες, ανθρώπινες, σάρκα από τη σάρκα μας, αλήθειες: α) ο νους του ανθρώπου φαινόμενα μονάχα μπορεί να συλλάβει, ποτέ την ουσία• β) κι όχι όλα τα φαινόμενα, παρά μονάχα τα φαινόμενα της ύλης• γ) κι ακόμα στενώτερα: όχι καν τα φαινόμενα τούτα της ύλης, παρά μονάχα τους μεταξύ τους συνειρμούς• δ) κι οι συνειρμοί τούτοι δεν είναι πραγματικοί, ανεξάρτητα από τον άνθρωπο• είναι κι αυτοί γεννήματα του ανθρώπου• ε) και δεν είναι οι μόνοι δυνατοί ανθρώπινοι• παρά μονάχα οι πιο βολικοί για τις πραχτικές και νοητικές του ανάγκες.
Μέσα στα σύνορα τούτα, ο νους είναι ο νόμιμος απόλυτος μονάρχης. Καμιά άλλη εξουσία στο βασίλειό του δεν υπάρχει.
Αναγνωρίζω τα σύνορα τούτα, τα δέχουμαι μ’ εγκαρτέρηση, γενναιότητα κι αγάπη, κι αγωνίζουμαι μέσα στην περιοχή τους άνετα σα να ‘μουν ελεύτερος.
Υποτάζω την ύλη, την αναγκάζω να γίνει καλός αγωγός του μυαλού μου. Χαίρουμαι τα φυτά, τα ζώα, τους ανθρώπους, τους θεούς σαν παιδιά μου. Όλο το Σύμπαντο το νιώθω να σοφιλιάζει απάνω μου και να με ακλουθάει σα σώμα…
Ο νους βολεύεται, έχει υπομονή, του αρέσει να παίζει• μα η καρδιά αγριεύει, δεν καταδέχεται αυτή να παίξει, πλαντάει και χιμάει να ξεσκίσει το δίχτυ της ανάγκης.
Να υποτάξω τη γης, το νερό, τον αγέρα, να νικήσω τον τόπο και τον καιρό, να νιώσω με ποιους νόμους αρμολογούνται κι έρχουνται και ξανάρχουνται οι αντικαθρεφτισμοί που αναβαίνουν από την πυρωμένην έρημο του νου, τι αξίαν έχει;
Έν μονάχα λαχταρίζω: Να συλλάβω τι κρύβεται πίσω από τα φαινόμενα, τι είναι το μυστήριο που με γεννάει και με σκοτώνει, κι αν πίσω από την ορατή ακατάπαυτη ροή του κόσμου κρύβεται μια αόρατη ασάλευτη παρουσία.
Αν ο νους δεν μπορεί, δεν είναι έργο του να επιχειρήσει πέρα από τα σύνορα την ηρωικήν απελπισμένην έξοδο, να ‘ταν να μπορούσε η καρδιά μου!

Η συνέχεια >>> εδώ…

Πέρα! Πέρα! Πέρα! Πέρα από τον άνθρωπο ζητώ το αόρατο μαστίγι που τον βαράει και τονε σπρώχνει στον αγώνα. Πέρα από τα ζώα ενεδρεύω να δω το πρόσωπο το αρχέγονο που μάχεται δημιουργώντας, συντρίβοντας, ξαναχύνοντας τις αρίφνητες μάσκες να τυπωθεί στο ρεούμενο κρέας. Πέρα από τα φυτά αγωνίζουμαι να ξεχωρίσω τα πρώτα παραπατήματα του Αόρατου μέσα στη λάσπη…
Αφουγκράζομαι τις δυο φωνές τους• δικές μου είναι κι οι δυο και τις χαίρουμαι και καμιά δεν αρνιέμαι. Ένας χορός των πέντε αιστήσεων είναι η καρδιά μου. Ένας αντίχορος της απάρνησης των πέντε αιστήσεων είναι η καρδιά μου.
Αρίφνητες δυνάμεις ορατές κι αόρατες αγάλουνται και με ακολουθούν, όταν με αγωνία, ενάντια στο παντοδύναμο ρέμα, ανηφορίζω. Αρίφνητες δυνάμεις ορατές κι αόρατες ανακουφίζουνται και γαληνεύουν όταν, κατηφορίζοντας, γυρίζω πίσω στα χώματα. ]] Ας δούμε τώρα τις σκέψεις των προγόνων μας και τη Βυζαντινή τους μετάπλαση.
Στον Ηράκλειτο η ουσία του κόσμου αποκαλείται “αείζωον πυρ”. Ένα μέρος του πυρός αυτού «σβήνεται» σχηματίζοντας τον αισθητό κόσμο, του οποίου η ύλη διά της “εκπυρώσεως” θα επανέλθει στην αρχική της κατάσταση: «πάλιν δε τον κόσμον και τα σώματα πάντα υπό του πυρός αναλούσθαι εν τη εκπυρώσει» (Αέτιος ΙΙΙ 11, 1 (DK 22 A 5). Στον Εμπεδοκλή ο ενιαίος κόσμος αποκαλείται “Σφαίρος”. Εξ αυτού η δύναμη της φθοράς, το “Νείκος”, αποσπά περιοδικώς τμήματα εκ της ουσίας του, σχηματίζοντας τον κόσμο των αντιθέσεων, ενώ η δύναμη της ενότητας, η “Φιλότης”, τα επαναφέρει εντός του Σφαίρου.
Η βασική διαφορά μεταξύ των δύο κόσμων είναι ότι ο μεν νοητός χαρακτηρίζεται από την πλήρη ενότητα των πάντων, ενώ ο υλικός κυριαρχείται από τις παντοίες αντιθέσεις, όπως θερμό-ψυχρό, πυκνό-αραιό, σκληρό-μαλακό, ωραίο-άσχημο, καλό-κακό κλπ. Παραμένοντας στο επίπεδο της ύλης, βλέπουμε ότι κι αυτή κυριαρχείται από τις αντιθέσεις. Είπαμε, όμως, ότι η ουσία προέκυψε από την ουσία του νοητού κόσμου, η οποία δεν εμπεριέχει αντιθέσεις. Ο τρόπος εμφάνισης των αντιθέσεων στον κόσμο μας αποτελεί έναν από τους θεμελιώδεις προβληματισμούς της προσωκρατικής φιλοσοφίας. Σημειωτέον μάλιστα ότι για όλους τους αρχαίους φιλοσόφους πραγματικός κι αληθινός κόσμος είναι μόνον ο νοητός, ενώ ο υλικός κόσμος είναι φαινομενικός και απατηλός, διότι λαμβάνουμε γνώση της ύπαρξής του μέσω των απατηλών κι αναξιόπιστων αισθήσεών μας.
Για τους αρχαίους Έλληνες, με βασικό εκπρόσωπο τον Παρμενίδη, το “Είναι”, το “νοείν” και το “λέγειν” αποτελούν μια ενότητα. Το “Είναι” αποτελεί την οντολογική και λογική προϋπόθεση της ύπαρξης του ενεργοποιημένου “νοείν” και “λέγειν”, γιατί τα όντα καθεαυτά υπάρχουν βεβαίως πριν έρθει ο νους για να τα συλλάβει, να τα κατανοήσει και να τα εντάξει στο περιεχόμενό του. Κάθε τι στο περιβάλλον μας υπάρχει για τον καθένα από τη στιγμή που θα το αντιληφθεί με τις αισθήσεις του και το συλλάβει με τη νόησή του. Στη συνέχεια γίνεται αντικείμενο του έναρθρου λόγου, περιγράφοντας αυτό που υπέπεσε στην αντίληψή μας κι όπως το κατανοήσαμε, με βάση την αντιληπτική μας ικανότητα.
Το “Είναι” και το “νοείν” ταυτίζονται, σύμφωνα με τον Παρμενίδη: « τὸ γὰρ αὐτό νοεῖν ἔστιν τε καὶ εἶναι ». Λέγοντας ο Παρμενίδης ότι το “Είναι” και το “νοείν” είναι το ίδιο πράγμα, εννοεί την ενότητα της σκέψης, της νοητικής ενέργειας του ανθρώπου με τα πράγματα ως αντικείμενά της, γιατί δεν μπορεί να υπάρξει σκέψη χωρίς αντικείμενο σκέψης. Επομένως, η σκέψη και η γλώσσα του ανθρώπου αναφέρονται πάντοτε, και αναγκαστικά, σε πράγματα, που είτε υπάρχουν ( αισθητά ), είτε είναι προϊόντα της φαντασίας μας. Έτσι ο Παρμενίδης μας δηλώνει ρητά πως είναι αδύνατο να υπάρξει σκέψη χωρίς κάποιο αντικείμενο αναφοράς της, χωρίς κάποιο “Είναι” ( με την έννοια του σημείου αναφοράς της ): « οὐ γὰρ ἄνευ τοῦ ἐόντος, ἐν ᾧ πεφατισμένον ἐστίν, εὑρήσεις το νοεῖν » [ μετάφρ.: γιατί δεν θα βρεις το νοείν χωριστά από το ον ( πράγμα ) στο οποίο αναφέρεται ]. Για τον Ελεάτη φιλόσοφο υπάρχει αδιάσπαστη ενότητα της σκέψης με το αντικείμενό της: « ταὐτόν δ’ ἐστί νοεῖν τε καὶ οὕνεκεν ἐστί νόημα » [ μετάφρ.: είναι το ίδιο πράγμα η σκέψη και το αντικείμενο της σκέψης που είναι η αιτία της ]. Η σκέψη, λοιπόν, θεμελιώνεται πάνω στο “Είναι”,το οποίο δεν είναι απαραίτητα εμπράγματο, αλλά μπορεί να είναι και νοούμενο.
Ο Πλάτωνας, επηρεαζόμενος από την ορφική και τη πυθαγόρεια διδασκαλία, σχημάτισε την περίφημη θεωρία των ιδεών. Σύμφωνα με αυτήν ο κόσμος διακρίνεται στον αισθητό και στον νοητό. Ο αισθητός κόσμος είναι αυτός που αντιλαμβανόμαστε. Ο κόσμος αυτός μεταβάλλεται διαρκώς – όπως έλεγε και ο Ηράκλειτος – και τα πάντα βρίσκονται σε μια διαδικασία φθοράς και αναγεννήσεως. Στην πραγματικότητα τα αισθητά πράγματα δεν υπάρχουν, αλλά είναι μια απατή των αισθήσεων. Είναι είδωλα, απεικάσματα που μοιάζουν αληθινά, σαν την εικόνα που αντικατοπτρίζεται στον καθρέπτη. Για τον λόγο αυτό ο άνθρωπος δεν μπορεί να γνωρίσει τα αισθητά πράγματα. Από την άλλη μεριά, υπάρχει ο νοητός κόσμος, ο κόσμος των ιδεών. Αυτός είναι ο κόσμος που περιέχει τις ιδέες και εξασφαλίζει στον άνθρωπο, όχι μόνο την αληθινή γνώση, αλλά και την ύπαρξή του. Οι ιδέες του Πλάτωνα δεν είναι νοητά κατασκευάσματα, αλλά η αρχή και η ουσία των όντων που αντιλαμβανόμαστε με τις αισθήσεις μας. Οι ιδέες αυτές είναι άυλες, αμετάβλητες και αναλλοίωτες και βρίσκονται έξω από την αισθητή πραγματικότητα. Η αντίληψή τους δεν γίνεται με τις αισθήσεις, αλλά με το νου μας.
Οι ιδέες αναπαριστάνονται στα αισθητά πράγματα (αυτά που με τις αισθήσεις μας αντιλαμβανόμαστε) και αποκτούν μορφή. Έτσι, αν δεν υπήρχαν οι ιδέες, δεν θα υπήρχαν και τα αισθητά αντικείμενα. Ακόμα και στον λόγο μας προσδιορίζουμε τα πράγματα με τους επιμέρους όρους που αναφέρονται σε συγκεκριμένα αντικείμενα και γεγονότα, και τους γενικούς όρους. Οι γενικοί όροι εκφράζουν γενικά, ποιοτικά και καθολικά (όχι εξειδικευμένα και εξατομικευμένα) τα αντικείμενα. Για παράδειγμα γενικοί όροι είναι η λευκότητα και η ευρύτητα. Οι γενικοί όροι, για να υπάρχουν στο νου και την ομιλία μας, υφίστανται στον κόσμο των ιδεών. Η γνώση του ανθρώπου σχετίζεται με τις ιδέες, το “όντως ον”, κάτι που δεν συνειδητοποιεί ο άνθρωπος γιατί είναι εγκλωβισμένος στον απατηλό κόσμο των αισθήσεων. Η απόκτηση της γνώσης επιτυγχάνεται με τον απεγκλωβισμό του νου μας από τις εντυπώσεις των αισθήσεων και την θέαση των ιδεών. Η θέαση του Πλάτωνα σχετίζεται με τους όρους “Θεός” και “θέωση”, όλα παράγωγα του αρχαιοελληνικού ρήματος “θεάομαι” – “θεώμαι” που σημαίνει παρατηρώ, εξετάζω με προσοχή. Ο Πλάτωνας στο έργο του “Τίμαιος”, μέσα από την αφήγηση του Τίμαιου, μας λέει ότι τα αισθητά ανήκουν στον κόσμο της γένεσης, που είναι δημιουργημένα. Κάθε δημιουργημένη υπόσταση έχει την αιτία της. Έτσι, η αιτία του αισθητού κόσμου είναι ο δημιουργός της, ο οποίος, όπως κάθε τεχνίτης, εργάζεται με βάση κάποιο σχέδιο, κάποιο υπόδειγμα. Ο δημιουργός, ως άριστος, επέλεξε το υπόδειγμα, που, επειδή συγκεντρώνει κάθε είδους ωραιότητα και τελειότητα, είναι ποιοτικά υπέρτερο κι επομένως αιώνιο κι αμετάβλητο. Επομένως, ο αισθητός κόσμος δημιουργήθηκε σαν εικόνα του αιώνιου κι άριστου υποδείγματος. Ας ακολουθήσουμε, όμως τη σκέψη του Τίμαιου: « Ἔστιν οὖν δὴ κατ’ ἐμήν δόξαν πρῶτον διαιρετέον τάδε· τί τὸ ὂν αεί, γένεσιν δὲ οὐκ ἔχον, καὶ τί τὸ γιγνόμενον μὲν ἀεί, ὂν δὲ οὐδέποτε; τὸ μὲν δὴ νοήσει μετά λόγου περιληπτόν, ἀεί κατά ταὐτά ὄν τὸ δ’ αὖ δόξῃ μετ’ αἰσθήσεως ἀλόγου δοξαστόν, γιγνόμενον καὶ ἀπολύμενον, ὄντως δὲ οὐδέποτε ὄν… γέγονεν· ὁρατός γὰρ ἁπτός τέ ἐστιν καί σῶμα ἔχων, πάντα δὲ τὰ τοιαῦτα αἰσθητά, τα δ’ αἰσθητά, δόξῃ περιληπτά μετ’ αἰσθήσεως, γιγνόμενα και γεννητά ἐφάνη… » Στη συνέχεια θα δώσουμε την μετάφραση, την οποία θα συνεχίσουμε και γι’ άλλα αποσπάσματα του κειμένου: [ Μετάφρ.: Πρώτα απ’ όλα πρέπει, κατά τη γνώμη μου, να κάνουμε την εξής διάκριση: Τι είναι αυτό που υπάρχει πάντα και δε γεννιέται ποτέ, και τι είναι εκείνο που γεννιέται συνεχώς αλλά δεν υπάρχει ποτέ; Το πρώτο μπορεί να γίνει αντιληπτό με τη σκέψη και με λογικούς συλλογισμούς, επειδή είναι αμετάβλητο. Το δεύτερο γίνεται αντιληπτό με τη δοξασία και με την αίσθηση, χωρίς λογικούς συλλογισμούς, αφού γεννιέται και χάνεται χωρίς ποτέ να υπάρχει πραγματικά. Άλλωστε, όλα γίνονται κατ’ ανάγκη από κάποια αιτία• χωρίς αυτή είναι αδύνατο να δημιουργηθεί οτιδήποτε. Επομένως, όταν ο δημιουργός φτιάχνει κάτι και του δίνει σχήμα και λειτουργικότητα αποβλέποντας στο αιώνιο και αμετάβλητο κι έχοντας αυτό για πρότυπό του, τούτο αναγκαίως θα είναι καλό… Αν ο κόσμος γύρω μας είναι όμορφος και ο δημιουργός του αγαθός, τότε γίνεται φανερό ότι προς το αιώνιο απέβλεπε• διαφορετικά, κάτι που ούτε να το πει κανείς επιτρέπεται, αν ο κόσμος δεν είναι καλός ούτε ο δημιουργός του αγαθός, τότε απέβλεπε προς κάτι που γεννήθηκε. Είναι όμως φανερό σε όλους ότι φτιάχτηκε σύμφωνα με το αιώνιο, επειδή ο κόσμος είναι ο ομορφότερος απ’ όλους όσοι γεννήθηκαν κι ο δημιουργός του είναι η ανώτερη απ’ όλες τις αιτίες. Αφού λοιπόν φτιάχτηκε έτσι, σύμφωνα με τους λόγους μας, καταλαβαίνουμε ότι φτιάχτηκε σύμφωνα με το αμετάβλητο πρότυπο που γίνεται αντιληπτό από τη λογική και τη σκέψη… Ας εξετάσουμε λοιπόν για ποιο λόγο έφτιαξε ο δημιουργός τη γένεση και τον κόσμο. Ήταν αγαθός, και ο αγαθός δεν έχει κανένα φθόνο μέσα του για τίποτα• γι’ αυτό θέλησε να γίνουν τα πάντα όσο το δυνατόν πιο όμοια με τον ίδιο… Ο θεός, θέλοντας να κάνει όλα τα πράγματα όσο το δυνατόν πιο καλά και χωρίς ασχήμιες, πήρε όλη την ορατή ύλη που ποτέ δεν ησύχαζε, αλλά βρισκόταν σε άτακτη και ακανόνιστη κίνηση, και την έβαλε από την αταξία σε τάξη, πιστεύοντας ότι αυτή σε κάθε περίπτωση είναι η καλύτερη… Αφού λοιπόν σκέφτηκε καλά, κατάλαβε πως οτιδήποτε ορατό από τη φύση και χωρίς λογικό δεν θα είναι ποτέ ωραιότερο από κάποιο άλλο σύνολο με νου, αλλά και πως δεν είναι δυνατό να υπάρξει σε κάτι νους χωρίς ψυχή. Με αυτή τη σκέψη έβαλε το λογικό στην ψυχή, και βάζοντας την ψυχή στο σώμα δημιούργησε το σύμπαν, ώστε το έργο του να είναι από τη φύση του το καλύτερο και το ωραιότερο. Σύμφωνα λοιπόν μ’ αυτό τον πιθανό συλλογισμό πρέπει να δεχτούμε ότι ο κόσμος αυτός δημιουργήθηκε ζωντανός, με ψυχή και με λογικό χάρη στην πρόνοια του θεού… ] ( Πλάτωνος “Τίμαιος”, 27d-30c ). Στον παραπάνω διάλογο αναφέρεται ότι το σύμπαν είναι ορατό και απτό. Αυτό οφείλεται στα στοιχεία, τα οποία του προσδίδουν αυτές τις ιδιότητες, που είναι το πυρ και η γη αντίστοιχα, και τα οποία σαν τρισδιάστατα συνδέονται με δύο άλλα συνδετικά στοιχεία, τον αέρα και το ύδωρ. Αυτά τα τέσσερα στοιχεία, κάτω από δεδομένη και σταθερή αναλογία, συναποτελούν τον κόσμο, που είναι αδύνατο να διασπαστεί από εξωγενείς παράγοντες. Ο δημιουργός εφοδίασε τον κόσμο με την κοσμική ψυχή, που είναι το προϊόν της αμερίστου, της μεριστής και μιάς τρίτης ουσίας, η οποία προέκυψε από την ανάμειξη των δύο άλλων.
« Τῶν δὲ δὴ τεττάρων ἓν ὅλον ἕκαστον εἴληφεν ἡ τοῦ κόσμου σύστασις. ἐκ γὰρ πυρός παντός ὕδατός τε καὶ ἀέρος καὶ γῆς συνέστησεν αὐτόν ὁ συνιστάς, μέρος οὐδέν οὐδενός οὐδέ δύναμιν ἔξωθεν ὑπολιπών, τάδε διανοηθείς, πρῶτον μὲν ἵνα ὅλον ὅτι μάλιστα ζῷον τέλειον ἐκ τελέων τῶν μερῶν εἴη, πρὸς δὲ τούτοις ἕν, ἅτε οὐχ ὑπολελειμμένων ἐξ ὧν ἄλλο τοιοῦτον γένοιτ’ ἄν,…σχῆμα δὲ ἔδωκεν αὐτῷ τὸ πρέπον και το συγγενές. τῷ δὲ τὰ πάντα ἐν αὑτῷ πάντα ὁπόσα σχήματα• διὸ καὶ σφαιροειδές, ἐκ μέσου πάντῃ πρὸ τὰς τελευτάς ἴσον ἀπέχον, κυκλοτερές αὐτό ἐτορνεύσατο, πάντων τελειώτατον ὁμοιότατόν τε αὐτό ἑαυτῷ σχημάτων, νιμίσας μυρίῳ κάλλιον ὅμοιον ἀνομοίου. »
[ Μετάφρ.: Έτσι, στη δημιουργία του κόσμου έχουν περιληφθεί ολόκληρα αυτά τα τέσσερα στοιχεία, αφού ο δημιουργός του χρησιμοποίησε ολόκληρη τη φωτιά, το νερό, τον αέρα και το χώμα που υπήρχε, χωρίς να αφήσει έξω τίποτα με το οποίο θα μπορούσε να φτιαχτεί οτιδήποτε άλλο. Και τούτο γιατί σκέφτηκε αυτά• πρώτο, να φτιάξει ένα σύνολο κατά το δυνατόν τέλειο και ολοκληρωμένο, αποτελούμενο από τέλεια μέρη• δεύτερο, να είναι μοναδικό, αφού δεν θα έχει μείνει κανένα στοιχείο έξω απ’ αυτό ώστε να δημιουργηθεί άλλο τέτοιο…Του έδωσε επίσης το σχήμα που του ταίριαζε περισσότερο και ήταν πιο συγγενικό προς αυτόν. Στον ζωντανό όμως κόσμο που είχε σχεδιαστεί για να κλείσει μέσα του κάθε πλάσμα, καταλληλότερο ήταν το σχήμα που μπορούσε να τα περιλάβει όλα τα σχήματα που υπάρχουν. Γι’ αυτό το λόγο τον έκανε κυκλικό και σφαιρικό, με το κέντρο του σε ίση απόσταση απ’ όλα τα σημεία της περιφέρειάς του, ένα σχήμα, δηλαδή, που είναι τελειότερο απ’ όλα τ’ άλλα και περισσότερο όμοιο με τον εαυτό του, πιστεύοντας ότι το όμοιο είναι απείρως ωραιότερο από το ανόμοιο.] ( Πλάτωνος “Τίμαιος”, 32c- 33b ).
Ο θεός εφοδίασε τον κόσμο με ψυχή: « ψυχήν δὲ εἰς τὸ μέσον μέσον αὐτοῦ θείς », την οποία κατασκεύασε πριν από το σώμα « προτέραν καὶ πρεσβυτέραν ψυχήν σώματος ὡς δεσπότιν καὶ ἄρξουσαν », με τον ακόλουθο τρόπο: « τῆς ἀμερίστου καὶ ἀεὶ κατά ταὐτά ἐχούσης οὐσίας καὶ τῆς αὖ περί τὰ σώματα γιγνομένης μεριστῆς τρίτον ἐξ ἀμφοῖν ἐν μέσῳ συνεκεράσατο οὐσίας εἶδος, τῆς τε ταὐτοῦ φύσεως αὖ πέρι καὶ τῆς τοῦ ἑτέρου, καὶ κατά ταὐτά συνέστησεν ἐν μέσῳ τοῦ κατά τὰ σώματα μεριστοῦ ».
[ Μετάφρ.: Ανάμεσα στην ουσία που είναι αδιαίρετη και αμετάβλητη, και στην ουσία που γίνεται διαιρετή και μεταβλητή στα σώματα ανακάτεψε ένα τρίτο είδος ουσίας που αποτελείται τόσο από αμετάβλητο όσο και από μεταβλητό. Την τοποθέτησε λοιπόν ανάμεσα στην αδιαίρετη και στη διαιρετή ουσία των πραγμάτων.] ( Πλάτωνος “Τίμαιος”, 35a ). H διήγηση της δημιουργίας συνεχίζεται, από την οποία παραθέτουμε και το ακόλουθο μεταφρασμένο απόσπασμα: « Όταν ολοκληρώθηκε η σύνθεση της ψυχής με τη θέληση του δημιουργού, τότε εκείνος δημιούργησε το σώμα. Έπειτα τα σύνδεσε και τα εναρμόνισε κέντρο με κέντρο. Η ψυχή, ξεκινώντας από το μέσον, απλώθηκε μέχρι τα τελευταία άκρα του ουρανού, τον κάλυψε κυκλικά απ’ έξω κι άρχισε να γυρίζει γύρω από τον εαυτό της, σε μια αιώνια και σώφρονα ζωή. Το σώμα του ουρανού είναι ορατό, ενώ της ψυχής αόρατο. Εκείνη όμως μετέχει στη λογική και στην αρμονία, ως ψυχή των νοητών και των αιώνιων όντων, και είναι η ανώτερη απ’ όλα τα όντα που έχουν γεννηθεί, αφού δημιουργήθηκε από το άριστο… Κι όταν έχει σχέση με το αισθητό, τότε ο κύκλος του μεταβλητού που κινείται σε ευθεία γραμμή το κάνει γνωστό σ’ ολόκληρη την ψυχή, κι έτσι δημιουργούνται οι γνώμες και οι πεποιθήσεις οι απόλυτα βέβαιες και αληθινές. Όταν όμως αναφέρεται στο νοητό, που ο γρήγορος κύκλος του αμετάβλητου το μεταφέρει αμέσως στην ψυχή, τότε το αποτέλεσμα είναι η νόηση και η γνώση. Κι αν κανείς ισχυριστεί ποτέ ότι αυτό από το οποίο δημιουργήθηκαν αυτά τα δύο πράγματα είναι κάτι το διαφορετικό από την ψυχή, τότε ασφαλώς οτιδήποτε άλλο εκτός από την αλήθεια λέει.
Ο δημιουργός χάρηκε όταν διαπίστωσε ότι ο κόσμος κινείται και μοιάζει με τους αιώνιους θεούς και, ευχαριστημένος απ’ αυτό, σκέφτηκε να τον κάνει ακόμα πιο όμοιο με το πρότυπο που είχε χρησιμοποιήσει. Ξέροντας ότι το πρότυπό του είναι ζωντανό και αιώνιο, προσπάθησε να κάνει το ίδιο με τον κόσμο. Επειδή όμως η φύση εκείνου του πρότυπου είναι αιώνια και δεν μπορούσε να τη μεταδώσει απόλυτα στον κόσμο, σκέφτηκε να τον κάνει σαν κινητή εικόνα της αιωνιότητας. Βάζοντας τάξη στον ουρανό, έφτιαξε της σταθερής αιωνιότητας την εικόνα, η οποία κινείται σύμφωνα με τους νόμους των αριθμών, αυτό που βέβαια ονομάζουμε χρόνο, και ταυτόχρονα δημιούργησε τις ημέρες, τις νύχτες, τους μήνες και τα χρόνια που δεν υπήρχαν πριν δημιουργηθεί ο ουρανός. Όλα αυτά είναι μέρη του χρόνου. Τα μέλλον και το παρελθόν είναι επίσης μορφές του χρόνου…» ( Πλάτωνος “Τίμαιος”, 36e- 37e ) Ο κόσμος συνολικά κινείται σύμφωνα με την κίνηση που μεταδίδει στη σωματική υπόσταση του σύμπαντος το ψυχικό του τμήμα. Διαπιστώνοντας ότι ο κόσμος δεν μπορεί ποιοτικά να ταυτιστεί με το αιώνιο κι αναλλοίωτο πρότυπο, με βάση το οποίο κατασκευάστηκε, οδηγούμαστε στη δημιουργία του χρόνου, ο οποίος είναι διαιρετός και για τη μέτρησή του δημιουργήθηκαν από τον θεό τα αισθητά που κινούνται στον ουρανό. Οι περιφορές αυτών των αισθητών ρυθμίστηκαν με βάση τους κύκλους του ταυτού και του μεριστού. Ο Θεός δημιούργησε, επίσης, τα όντα που εγκατοίκησαν στο σύμπαν, τα οποία χωρίζονται σε τέσσερις κατηγορίες: τους ουράνιους θεούς, δηλ. τα άστρα τα κατασκευασμένα από φωτιά, τα φτερωτά όντα, τα υδρόβια και τα χερσαία. Τα κατώτερα όντα εφοδιάστηκαν με ψυχή που είναι ανάλογη της κοσμικής, όχι, όμως, της ίδιας καθαρότητας. Τα κατώτερα όντα δημιουργήθηκαν από τους κατώτερους θεούς.
Ας παρακολουθήσουμε και πάλι το πλατωνικό κείμενο:
« ἐπεί δ’ οὖν πάντες ὅσοι τε περιπολοῦσιν φανερῶς καὶ ὅσοι φαίνονται καθ’ ὅσον ἂν ἐθέλωσιν θεοί ἔσχον, λέγει πρὸς αὐτούς ὁ τόδε τὸ πᾶν γεννήσας τάδε- “ Θεοί θεῶν, ὧν ἐγώ δημιουργός πατήρ τε ἔργων, δι’ ἐμοῦ γε μὴ ἐθέλοντος…». Στη συνέχεια θα δώσουμε τη μετάφραση όλου του αποσπάσματος που μας ενδιαφέρει.
[ Μετάφρ.: Όταν γεννήθηκαν λοιπόν όλοι οι θεοί, κι εκείνοι που περιφέρονται φανερά κι εκείνοι που εμφανίζονται όποτε θέλουν, ο δημιουργός του σύμπαντος τους είπε:
« Θεοί θεών, που εγώ δημιούργησα και γέννησα, θα είστε άφθαρτοι όπως τα έργα μου, όσο θέλω να υπάρχετε και να μην εξαφανιστείτε. Ό,τι είναι συναρμολογημένο μπορεί να λυθεί, αλλά αυτός που θα επιχειρήσει να χαλαρώσει κάτι φτιαγμένο σωστά, ασφαλώς κάνει κακή πράξη. Επομένως κι εσείς, επειδή ακριβώς γεννηθήκατε κάποτε, δεν είστε ούτε αθάνατοι ούτε άφθαρτοι. Δεν θα φθαρείτε όμως ποτέ ούτε θα υποκείψετε στον θάνατο, γιατί με τη θέλησή μου διαθέτετε δεσμό πολύ μεγαλύτερο και στερεότερο από εκείνους με τους οποίους συνδεθήκατε τη στιγμή της γέννησής σας. Ακούστε λοιπόν τι έχω να σας πω. Απομένουν αγέννητα ακόμη τρία θνητά γένη, που αν δεν δημιουργηθούν ο κόσμος δεν θα είναι τέλειος, καθώς θα του λείπουν πολλά είδη πλασμάτων. Πρέπει λοιπόν να δημιουργηθούν, αν θέλουμε να είναι απόλυτα τέλειος. Αν αυτά τα γένη γίνουν από μένα και τους δώσω εγώ ζωή, θα είναι τα ίδια με τους θεούς. Για να γίνουν θνητά και για να είναι το σύμπαν πραγματικό σύμπαν, πρέπει ν’ αναλάβετε εσείς, όπως προστάζει η φύση, να δημιουργήσετε τα ζωντανά πλάσματα, έχοντας για παράδειγμα τη δική μου ενέργεια, όταν σας δημιούργησα. Θα σπείρω όμως, θα προετοιμάσω και θα σας παραδώσω εκείνο το μέρος τους που πρέπει να χαρακτηρίζεται αθάνατο, να θεωρείται θείο και να επιβάλλεται σε όσα θέλουν να υπακούουν πάντα στη δικαιοσύνη και σε σας τους ίδιους. Όσο για το υπόλοιπο, φτιάξτε το εσείς συνδυάζοντας το θνητό με το αθάνατο, δημιουργήστε ζωντανά όντα, θρέψτε τα για να μεγαλώσουν και, όταν πεθάνουν, πάρτε τα πάλι πίσω.»
Αφού τα είπε αυτά, ανακάτεψε πάλι στο δοχείο και με τον ίδιο τρόπο ό,τι είχε απομείνει από τις ουσίες που είχε χρησιμοποιήσει πιο πριν, και έφτιαξε την ψυχή των πάντων…] ( Πλάτωνος “Τίμαιος”, 41a- d).
Πώς, όμως, συνεχίστηκε η δημιουργία; Κι εδώ ο Πλάτωνας έχει απαντήσεις: « …καὶ λαβόντες ἀθάνατον ἀρχήν θνητοῦ ζῴου, μιμούμενοι τὸν σφέτερον δημιουργόνν, πυρός και γῆς ὕδατός τε καὶ ἀέρος ἀπό τοῦ κόσμου δανειζόμενοι μόρια ὡς ἀποδοθησόμενα πάλιν, εἰς ταὐτόν τὰ λαμβανόμενα συνεκόλλων, οὐ τοῖς ἀλύτοις οἷς αὐτοί συνείχοντο δεσμοῖς…» Στην μετάφραση θα προσθέσουμε και το κείμενο, που προηγείται του παραπάνω αποσπάσματος, καθώς κι αυτό που έπεται. [ Μετάφρ.: Όταν έδωσε αυτές τις εντολές, ο δημιουργός κλείστηκε πια στον εαυτό του με τον συνηθισμένο του τρόπο. Κι όσο βρισκόταν σ’ αυτή την ήρεμη κατάσταση, τα παιδιά του κατανόησαν τις διαταγές που είχαν πάρει και υπάκουσαν σ’ αυτές. Πήραν λοιπόν την αθάνατη αρχή του θνητού πλάσματος και, με παράδειγμα τον πατέρα τους, δανείστηκαν από τον κόσμο τμήματα φωτιάς, γης, νερού και αέρα, με την υπόσχεση να του τα επιστρέψουν (*1) πάλι αργότερα, κι άρχισαν να τα συνδέουν μεταξύ τους, για να φτιάξουν ένα ενιαίο σύνολο, όχι με τους αδιάλυτους δεσμούς που είχαν δεθεί εκείνα τα ίδια αλλά στερεώνοντας τα υλικά με αμέτρητα καρφιά, τόσο μικρά που ήταν αόρατα. Έτσι έφτιαξαν κάθε σώμα ανεξάρτητο από τα άλλα και μέσα του έβαλαν τις περιφορές της αθάνατης ψυχής. Τότε οι ψυχές, κλεισμένες μέσα στο σώμα σαν σε μεγάλο ποτάμι, ούτε το κατεύθυναν ούτε κατευθύνονταν απ’ αυτό, αλλά μόνο παρέσυραν και παρασύρονταν βίαια, κάνοντας έτσι ολόκληρο το ζωντανό πλάσμα να κινείται άτακτα κι ακατάστατα σε οποιαδήποτε κατεύθυνση, αφού διέθετε και τις έξι κινήσεις… Όλες οι κινήσεις που οφείλονταν σ’ αυτές τις αιτίες περνούσαν από το σώμα κι έπεφταν πάνω στην ψυχή. Γι’ αυτό τον λόγο ονομάστηκαν τότε αισθήσεις (*2), όπως δηλαδή εξακολουθούν να ονομάζονται και σήμερα…]
Οι λειτουργίες των αισθήσεων, όπως της όρασης και της ακοής, αποσκοπούν στο να οδηγήσουν τον άνθρωπο στην πρόσληψη « της του παντός φύσεως » καθώς και στην εναρμόνιση της δικής του φύσης προς την ουράνια τάξη. Τα κυρίαρχα αισθητηρικά όργανα, οι κατώτεροι θεοί, που δημιούργησαν τον άνθρωπο, τα τοποθέτησαν στο κεφάλι: « Τὰς μὲν δὴ θείας περιόδους δύο οὔσας, τὸ τοῦ παντός σχῆμα ἀπομιμησάμενοι περιφερές ὄν, εἰς σφαιροειδές σῶμα ἐνέδησαν, τοῦτο ὃ νῦν κεφαλήν ἐπονομάζομεν, ὃ θειότατόν τέ ἐστιν καὶ τῶν ἐν ἡμῖν πάντων δεσποτοῦν· ᾧ καὶ πᾶν τὸ σῶμα παρέδοσαν ὑπηρεσίαν αὐτῷ συναθροίσαντες θεοί, κατανοήσαντες ὅτι πασῶν ὅσαι κινήσεις ἔσοιντο μετέχοι.» [ Μετάφρ.: Αφού μιμήθηκαν τη σφαιρική μορφή του σύμπαντος, έκλεισαν τις δύο θεϊκές περιφορές σ’ ένα σφαιρικό σχήμα, που ονομάζουμε κεφάλι, το πιο θεϊκό τμήμα του σώματός μας, το οποίο εξουσιάζει όλα τ’ άλλα μέρη που υπάρχουν μέσα μας. Οι θεοί το έβαλαν στην κορυφή του σώματος, που αποτελεί τον υπηρέτη του, φροντίζοντας να μετέχει το κεφάλι σε όλες τις κινήσεις που γίνονται.] Θα συνεχίσουμε τη διήγηση από μετάφραση, παραθέτοντας ακόμη μερικά αποσπάσματα. « …έδωσαν στο κεφάλι το σώμα σαν όχημα και μέσο μεταφοράς… Επειδή όμως οι θεοί πίστευαν ότι το μπροστινό μέρος του σώματος είναι το πιο πολύτιμο από το πίσω και το πιο κατάλληλο να μας διευθύνει, κανόνισαν να βαδίζουμε κυρίως προς αυτή την κατεύθυνση. Γι’ αυτό έπρεπε το μπροστινό μας μέρος να είναι ξεχωριστό και διαφορετικό από το πίσω. Έτσι, αφού αρχικά εφοδίασαν με όργανα κατάλληλα για την εξυπηρέτηση της και διέταξαν να είναι οδηγός του υπόλοιπου σώματος αυτό που από τη φύση του ήταν μπροστά. Τα πρώτα όργανα που έφτιαξαν ήταν τα μάτια που είχαν το φως, που τα έβαλαν στο πρόσωπο γι’ αυτό το λόγο… Αυτό επομένως ας παραδεχτούμε, πως αιτία που ο θεός δημιούργησε και χάρισε την όραση είναι για να βλέπουμε τις περιφορές του νου στον ουρανό και να τις χρησιμοποιούμε σαν πρότυπα της δικής μας νόησης, που είναι συγγενική με την πρώτη, έστω κι αν εκείνη είναι σταθερή και η δεύτερη συνεχώς ακατάστατη. Μαθαίνοντας λοιπόν και μετέχοντας στη φυσική ορθότητα των συλλογισμών με τη μίμηση των σταθερών περιφορών του θεού, θα καταφέρουμε να βάλουμε σε τάξη τις ακατάστατες περιφορές που υπάρχουν μέσα μας…»
Ο Πλάτωνας μας λέει ότι ο αισθητός κόσμος δημιουργείται από τη σύμπραξη του νου και της ανάγκης. Η σχέση μεταξύ τους ρυθμίζεται από του νου, που έχει ηγετικό ρόλο. Η ανάγκη, η “πλανωμένη αιτία”, αντιπροσωπεύει ό,τι εξακολουθεί να διατηρείται πέρα απ’ οποιαδήποτε λογική ερμηνεία. Παράλληλα με τα μεγέθη του νοητού και του αισθητού κόσμου, εισάγεται μια Τρίτη κατηγορία, η υποδοχή, η οποία είναι χωρικό μέγεθος, δηλ. ο τόπος ( χώρα ) που γίνεται αντιληπτός « λογισμώ τινι νόθω » και παρέχει στα όντα τη δυνατότητα της κατά χώρον ύπαρξης. Η υποδοχή αποτελεί συναίτιον στη διαδικασία της δημιουργίας παράγοντας τα τέσσερα υλικά στοιχεία.
Η Απόκρυφη επιστήμη αναγνωρίζει επτά Κοσμικά Στοιχεία: τέσσερα καθαρά φυσικά και το πέμπτο ημι-υλικό, τον Αιθέρα. Αυτό θα γίνει ορατό καθώς αναπτύσσονται οι αισθήσεις του ανθρώπου στο τέλος του Τέταρτου Γύρου μας. Ο Αιθέρας θα κυριαρχήσει στα γνωστά μας στοιχεία ( γη- νερό- αέρα- φωτιά ) κατά τη διάρκεια του Πέμπτου Γύρου. Τα υπόλοιπα δύο στοιχεία βρίσκονται έξω από τη σημερινή αντιληπτική ικανότητα του ανθρώπου και θα γίνουν γνωστά γνωστά στον 6ο και τον 7ο Γύρο. Τα επτά αυτά στοιχεία με τα πάρα πολλά υποστοιχεία τους, που είναι πολύ περισσότερα απ’ αυτά που είναι γνωστά μας χημικά στοιχεία (*3), είναι απλά οι εξαρτημένες τροποποιήσεις του ΕΝΟΣ και μόνον Στοιχείου, που αποτελεί την Πηγή των υπόλοιπων στοιχείων. Το στοιχείο αυτό είναι το στοιχείο “Πατέρας –Μητέρα” της αρχαιότητας. Ο μύστης και αλχημιστής Νεύτωνας, ο θεμελιωτής της κλασικής Φυσικής, σε μια επιστολή του, με ημερομηνία 7 Δεκεμβρίου 1675, προς τον Χένρυ Όλντενμπουργκ, έγραφε: « Η φύση είναι ένας ασταμάτητος εργάτης, που εργάζεται κυκλικά: γεννάει ρευστά από στερεά• σταθερά πράγματα από πτητικά και πτητικά από σταθερά• λεπτά από χονδροειδή και χονδροειδή από λεπτά… Έτσι, ίσως, όλα τα πράγματα μπορεί να προέρχονται από τον Αιθέρα.»
Το στοιχείο Πηγή, ή το στοιχείο “Πατέρας- Μητέρα” δεν είναι ο Αιθέρας, όπως νόμιζε ο Νεύτωνας, αλλά κάτι ανώτερο αυτού. Από πολλούς ονομάστηκε ανώτερος αιθέρας, γιατί δεν υπήρχε πιο δόκιμη ονομασία. Μεταφυσικά κι εσωτερικά υπάρχει μόνο ΕΝΑ Στοιχείο στη φύση, στη ρίζα του οποίου βρίσκεται η Θεότητα. Τα πέντε στοιχεία ( γη- ύδωρ- αήρ- πυρ και αιθήρ ) αποτελούν το ένδυμα, το πέπλο της θεότητας. Κατευθείαν από την ουσία της θεότητας προέρχεται ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ, η οντότητα που ονομάσαμε Ουράνιο Άνθρωπο ή Αδάμ- Κάδμο. Από αυτά τα πέντε στοιχεία προέρχονται τα γνωστά μας 88 στοιχεία της χημείας, που βρίσκουμε στη φύση, καθώς κι αυτά που φτιάξαμε στο εργαστήριο, το ονομαζόμενα τεχνητά στοιχεία. Τα στοιχεία των αρχαίων είναι το εξωτερικό ένδυμα των Κοσμικών Θεών, στους οποίους ο Ένας και Μοναδικός Θεός, όπως μας λέει ο Πλάτωνας στον “Tίμαιο”, ανέθεσε να δημιουργήσουν τα όντα του Σύμπαντος.
Τα τέσσερα πρώτα στοιχεία παριστάνονται με τα τέσσερα ζώα των Ευαγγελιστών, που συναντούμε στην Καινή Διαθήκη. Στο βιβλίο με τίτλο “Σέφερ Γιεσιρά” αναφέρεται: « Δέκα Σεφιρόθ προβάλλουν από το Αλάθητο. Μια είναι Εκείνη, το Πνεύμα των Ελοϊμ των Ζωών…που ζει για αιωνιότητες! Φωνή και Πνεύμα και Λέξη και αυτό είναι το Άγιο Πνεύμα. Δυο: Πμεύμα από Πνεύμα. Σχεδίασε και πελέκησε μ’ αυτά είκοσι δυο γράμματα θεμελίωσης, τρεις Μητέρες, επτά Διπλά και Δώδεκα Απλά κι ένα πνεύμα απ’ αυτά. Τρία: Νερό από πνεύμα• σχεδίασε και πελέκησε μ’ αυτά το άγονο και το κενό, τη λάσπη και τη γη. Τα σχεδίασε σαν παρτέρι, τα πελέκησε σαν τοίχο, τα σκέπασε σαν καλντερίμι. Τέσσερα: Πυρ από νερό. Σχεδίασε και πελέκησε το θρόνο της δόξας και τους τροχούς και τους σεραφείμ και τα άγια ζώα και τους υπηρετικούς αγγέλους και από τα τρία θεμελίωσε την κατοικία Του. Όπως ειπώθηκε, φτιάχνει τους αγγέλους του πνεύματα και τους λειτουργούς του πύρινες φλόγες! (*4)»
Ο Αριστοτέλης δίνει τον ακόλουθο ορισμό για τον κόσμο (αισθητό): « Κόσμον μεν ουν έστι σύστημα εξ ουρανού και γης και των εν τούτοις περιεχομένων φύσεων. Λέγεται δε και ετέρως κόσμος η των όλων τάξις τε και διακόσμησις, υπό θεού τε και δια θεόν φυλαττομένη. » [ Μεταφρ.: Ο κόσμος λοιπόν είναι σύστημα που αποτελείται από τον ουρανό και τη γη και από τα στοιχεία που περιέχονται σε αυτά. Με άλλη έννοια κόσμος ονομάζεται η ευταξία και η διακόσμηση των πάντων, που οφείλεται στο θεό και φυλάσσεται από το θεό.]
Κατά τον Αριστοτέλη, ο αισθητός κόσμος είναι και ο πραγματικός και η ουσία των όντων εμπεριέχεται στον κόσμο αυτό, δηλαδή στον κόσμο που μας περιβάλλει και σε κανέναν άλλο μεταφυσικό ή νοητικό κόσμο. Το ον (αυτό που υπάρχει) χαρακτηρίζεται από δευτερεύοντα χαρακτηριστικά που εκφράζουν ιδιότητες του, όπως ποσότητα, ποιότητα κτλ. Τα χαρακτηριστικά αυτά ονομάζονται “συμβεβηκότα” και έχουν δευτερεύουσα σημασία για το ον.
Για τον Σταγειρίτη φιλόσοφο ο αισθητός κόσμος βρίσκεται σε μια κατάσταση συνεχούς φθοράς και γένεσης: « ο γαρ περί ημάς του αισθητού τόπος εν φθορά και γενέσει διατελεί μόνος ων ». Η ύπαρξη των αισθητών προϋποθέτει την ύπαρξη του νοητού κόσμου, που συνδέεται με τον έμψυχο κόσμο: « όλως τ’ είπερ έστι το αισθητόν μόνον, ουθέν αν είη μη όντων των εμψύχων• αίσθησις γαρ ουκ αν είη.»
Ο Αριστοτέλης μας μεταφέρει πως ο Εμπεδοκλής πιστεύει ότι η ψυχή αποτελείται απ’ όλα τα στοιχεία, και πως καθένα από αυτά είναι ψυχή, λέγοντας τα εξής:
« γαίῃ μὲν γὰρ γαῖαν ὀπώπαμαν, ὕδατι δ’ ὕδωρ,
αἰθέρι δ’ αἰθέρα δῖαν, ἀτάρ πυρί πῦρ αΐδηλον,
στοργῇ δὲ στοργήν, νείκος δέ τε νείκει λυγρῷ.»
[ Μετάφρ.: με τη γη βλέπουμε τη γη, με το νερό το νερό,
με τον αιθέρα το θείο αιθέρα, και, πάλι με φωτιά τη φωτιά που καταστρέφει•
με την αγάπη την αγάπη, και με την έχθρα τη μισητή την έχθρα.]
Με το δικό του τρόπο ο Αριστοτέλης υιοθετεί τις “Ιδέες” του Πλάτωνα, αλλά τις ονομάζει “Είδη”. Καθώς δέχεται τον κόσμο ως μια ιεραρχία με βάση και κορυφή, και θεωρεί πως στην κορυφή βρίσκεται η “πρώτη ακίνητη ουσία”, η οποία είναι και η αιτία κάθε γενέσεως, και στη βάση βρίσκονται οι “πρώτες ουσίες”, ως ατομικές υποστάσεις, που είναι και αυτές ακίνητες, θεωρεί πως ανάμεσα στη βάση και στην κορυφή υπάρχουν οι δεύτερες ουσίες, οι οποίες κινούνται ασταμάτητα και κάνουν τα είδη και τα γένη των όντων. Αυτές ακριβώς οι δεύτερες ουσίες που βρίσκονται σε μία ασταμάτητη κίνηση είναι οι πλατωνικές Ιδέες που εδώ, όμως, ονομάζονται Είδη.
Από τους νεοπλατωνικούς ο Πλωτίνος επιζητούσε την υπέρβαση του αισθητού σώματος, με σκοπό την άνοδο στον νοητό κόσμο και τη θέαση της απόλυτης αρχής και πηγής των πάντων. Η ραχοκοκαλιά της φιλοσοφίας του Πλωτίνου είναι ένα οντολογικό σχήμα – μια ιεραρχημένη ακολουθία οντοτήτων η οποία αποτελεί το διάγραμμα του κόσμου. Κάθε επίπεδο της ακολουθίας προέρχεται από ένα τελειότερο και πρότερο οντολογικά και λογικά επίπεδο. Κάθε επίπεδο συγκροτείται ως τέτοιο σε αναφορά με το προηγούμενο και τελειότερό του και προέρχεται από αυτό. Εν – Νους – Ψυχή – αισθητός κόσμος: Αυτό είναι το ιεραρχημένο οντολογικό σχήμα του Πλωτίνου. Το Εν βρίσκεται επέκεινα του όντος –δηλαδή επέκεινα του νοητού κόσμου– και είναι αρχή των πάντων. Ο Νους και η Ψυχή αποτελούν τον νοητό κόσμο, με την Ψυχή να ανήκει στον νοητό κόσμο αλλά να μορφοποιεί τον κατώτερό της αισθητό κόσμο. Ο Νους γεννάται από το Εν, η Ψυχή γεννάται από τον Νου και ο αισθητός κόσμος γεννάται από την Ψυχή.
Ο Πλωτίνος θεωρούσε ότι οι κατώτερες οντότητες διαθέτουν μια εγγενή, θα λέγαμε, επιθυμία να επιστρέψουν στην ανώτερη οντότητα από την οποία προήλθαν. Η επιστροφή αυτή νοείται ως στροφή της προσοχής από ένα πράγμα σε ένα άλλο. Για παράδειγμα, η Ψυχή που κατέρχεται σε ένα αισθητό σώμα επιθυμεί να επιστρέψει στον νοητό κόσμο στον οποίο ανήκει, στρέφοντας την προσοχή της στον ανώτερό της Νου. Για να το πούμε διαφορετικά, η Ψυχή, διαθέτοντας ένα νου, είδωλο του τέλειου Νου που την γέννησε, συγκεντρώνει την προσοχή της (πρόκειται για νοητική διεργασία) στον Νου έως τη στιγμή που θα ενωθεί με αυτόν. Από εδώ ακριβώς απορρέει η θέση του Πλωτίνου ότι ο φιλοσοφικός βίος οφείλει εκτός των άλλων, και κυρίως, να είναι μια διαρκής άσκηση που θα απαλλάξει την Ψυχή από τις φροντίδες του αισθητού σώματος, ώστε η Ψυχή να ανέλθει στον Νου και ως καθαρή νόηση, ως Νους, να θεαθεί το Εν, το Αγαθό. Η Ψυχή ενόσω ενυπάρχει σε κάποιο αισθητό σώμα αποτελεί το ένα επίπεδο του εγώ. Το αρχέτυπο όμως του προηγούμενου επιπέδου είναι η Ψυχή που ενώνεται με τον Νου. Αυτό αποτελεί το νοητό εγώ. Η ταύτιση με τον πραγματικό εαυτό σημαίνει στον Πλωτίνο ταύτιση με τον ίδιο τον Νου. Μια από τις πιο σημαντικές σχέσεις που προσδιορίζει τη φύση του Νου είναι ότι ο Νους, τα νοητά και η νόηση ταυτίζονται. Ο Νους, διαφορετικά, είναι η ενότητα της πολλαπλότητας των νοητών. Επομένως, η καθαρή και άμεση νόηση είναι για τον Πλωτίνο αυτονόηση, εφόσον ο Νους, νοώντας τα νοητά με τα οποία ταυτίζεται, νοεί τον εαυτό του. Όπως θα ανέμενε κανείς για έναν φιλόσοφο που έτασσε τον εαυτό του στην πλατωνική φιλοσοφική παράδοση, ο Πλωτίνος αντιλαμβανόταν το Αγαθό ως απολύτως επιθυμητό. Η επιθυμία της Ψυχής για το Αγαθό μετατρέπεται στην ανώτατη μορφή της ερωτικής εμπειρίας.
Τι συμβαίνει όμως όταν η Ψυχή επανέλθει στο αισθητό σώμα ύστερα από την εμπειρία που βίωσε στον νοητό κόσμο; Ηθική διδαχή του Πλωτίνου είναι να ασκεί κανείς την αρετή στον καθημερινό βίο, ώστε να προετοιμάζει την Ψυχή του για να καταφέρει και πάλι να αναχθεί στον νοητό κόσμο. Η ταύτιση με τον αληθινό, νοητό εαυτό απαιτεί την άσκηση των πολιτικών αρετών (σωφροσύνη, δικαιοσύνη, ανδρεία) που αποτελούν είδωλα της σοφίας του Νου.
Η παρουσία της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας μέχρι τον 9ο αιώνα είναι έντονη και γίνεται η μετάπλαση από τους Βυζαντινούς των όρων “Γενητό” και “Αγένητο”. Αυτοί οι όροι χρησιμοποιούνται από τον Πλάτωνα για να χαρακτηρίσουν τον αισθητό και τον νοητό κόσμο. Στα πλατωνικά έργα Φαίδων και Τίμαιος, “γενητό” είναι ο αισθητός κόσμος, ενώ “αγένητο” ο νοητός. Και το “γενητό” και το “αγένητο” υπάρχουν από πάντα, αλλά το “γενητό” συνεχώς μεταβάλλεται και αλλάζει μορφή, ενώ το “αγένητο”, όπως είναι η ψυχή και το θείο, παραμένει αμετάβλητο και δίνει τη μορφή και το σχήμα στο γενητό.
Οι Βυζαντινοί συγγραφείς χρησιμοποιούν τους δύο όρους, αλλά και πάλι με εντελώς διαφορετικό περιεχόμενο. “Γενητό” για τους Βυζαντινούς είναι όλη η δημιουργία, την οποία ονομάζουν και “κτιστό”. Συνεχώς τρέπεται γιατί έχει αρχή, και υπάρχει επειδή τη συντηρεί ο Θεός. “Αγένητο”, το οποίο ονομάζεται και “άκτιστο”, είναι στα βυζαντινά κείμενα μόνο ο Τριαδικός Θεός, και είναι άτρεπτο, αναλλοίωτο και αυθύπαρκτο. Βέβαια μεταξύ των γενητών – κτισμάτων υπάρχουν διαφορές. Διαφορετικό κτίσμα είναι ο άγγελος, διαφορετικό ο άνθρωπος, διαφορετικό το ζώο, ο ουρανός και η γη, η φωτιά, ο αέρας και το νερό, όμως όλα είναι γενητά, δηλαδή κτίσματα. Δεν υπάρχουν και οι δυο κατηγορίες από πάντα και το γενητό – κτιστό αλλάζει απλώς μορφή, όπως έλεγε ο Πλάτωνας, αλλά το γενητό δημιουργείται εξολοκλήρου από τον άκτιστο Τριαδικό Θεό, ο οποίος είναι ο μόνος που υπάρχει από πάντα. Καταλαβαίνουμε πως για τους Πατέρες της Εκκλησίας α) η ψυχή είναι και αυτή δημιούργημα του αγένητου, δηλαδή άκτιστου, Τριαδικού Θεού και δεν είναι συγγενής με το θείο, όπως την ήθελε ο Πλάτωνας και β) και τα νοητά (νους, ψυχή) είναι γενητά (κτιστά) εκτός βέβαια από τον νοητό Τριαδικό Θεό. Ο Πλάτωνας αναφέρει τους όρους γενητὸ και ἀγένητο για να περιγράψει τον κόσμο των Ιδεών, βασικό σημείο της διδασκαλίας του, ενώ οι Πατέρες της Εκκλησίας για να περιγράψουν τη βιβλική αλήθεια πως μόνο δύο πράγματα υπάρχουν, ο Θεός και η δημιουργία, η οποία συνεχώς ζωοποιείται από τον ἄκτιστο Θεό, στην προσπάθεια τους να απαντήσουν σε μεγάλους αιρετικούς της εποχής τους. Δεν έχουμε τη συνέχιση της φιλοσοφίας του Πλάτωνα στο Βυζάντιο, αλλά τη χρησιμοποίηση της πλατωνικής γλώσσας, εύχρηστης κατά πάντα, για να ντύσουμε τη θεολογική αλήθεια. Το ίδιο συνέβηκε και με τις πλατωνικές Ιδέες και τα αριστοτελικά Είδη. Οι Βυζαντινοί και σε αυτό το σημείο αφομοιώνουν μεταπλαστικά τους παραπάνω όρους, για να μιλήσουν για τους λόγους των όντων. Όλα τα δημιουργήματα για τους Πατέρες της Εκκλησίας υπάρχουν από πάντα, αλλά μόνο ως σκέψη στο νου του Θεού, δηλαδή ως λόγοι των όντων. Σε αποτελεσμένη κατάσταση υπάρχουν μόνο από κάποιο σημείο και μετά. Γι’ αυτό η θεολογία, κατά το Διονύσιο Αρεοπαγίτη, καλεί τους λόγους των όντων θελήματα, προορισμούς και παραδείγματα του νου του Θεού, σύμφωνα με τα οποία παρήχθη ο κόσμος, στην αποτετελεσμένη του μορφή: « Πολλῷ γε μᾶλλον ἐπί τῆς καὶ αὐτοῦ καὶ πάντων αἰτίας, προϋφεστᾶναι τὰ πάντα τῶν ὄντων παραδείγματα, κατὰ μία ὑπερούσιον ἔνωσιν συγχωρητέον˙ ἐπεὶ καὶ οὐσίας παράγει κατὰ τὴν ἀπὸ οὐσίας ἔκβασιν. Παραδείγματα δε φαμεν εἶναι τοὺς ἐν τῷ Θεῷ τῶν ὄντων οὐσιοποιοὺς καὶ ἐνιαίως προϋφεστῶτας λόγους, οὔς ἡ θεολογία προορισμοὺς καλεῖ, καὶ θεία καὶ ἀγαθὰ θελήματα, τῶν ὄντων ἀφοριστικὰ καὶ ποιητικὰ καθ’ οὔς ὁ ὑπερούσιος τὰ ὄντα πάντα καὶ προώρισεν καὶ παρήγαγεν». Οι λόγοι των όντων δεν είναι ιδέες, είδη και αρχέτυπα στο μυαλό του Θεού, αλλά τα αιώνιο θέλημα Του, το οποίο καθώς είναι άκτιστο, άτρεπτο, απόλυτο και εκτός χρόνου, δεν μπορεί να αλλάζει γνώμη από κάποια στιγμή και μετά (εδώ φαίνεται ότι ο Θεός είναι εκτός χρόνου, το μετά είναι χρονικό και ο χρόνο υπάρχει από την ώρα της δημιουργίας και μετά), αλλά πάντοτε είναι ίδιο. Πάντοτε ήθελε ο Θεός να φτιάξει τον κόσμο, και τον έφτιαξε. Στον Πλάτωνα ταυτίζεται η ουσία κάθε πράγματος με τη θεία ιδέα του, ενώ στα βυζαντινά κείμενα των Πατέρων τα κτίσματα είναι ετερούσια με το Θεό και οι λόγοι των όντων είναι η ιδέα του Θεού για τον κόσμο. Το Σύμπαν αποτελείται από τους δύο κόσμους, τον αισθητό και τον νοητό. Ο άνθρωπος αποτελεί μέρος του Σύμπαντος. Επομένως, πέρα από τη θέση της εκκλησίας, αποτελεί ένα αμάλγαμα των δύο κόσμων… μετέχει και των δύο!
--------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
(*1). « καὶ ἐπιστρέψῃ ὁ χοῦς ἐπὶ τὴν γῆν, ὡς ἦν, καὶ τὸ πνεῦμα ἐπιστρέψῃ πρὸς τὸν Θεόν » ( Εκκλησιαστής ιβ’, 8 )

(*2). Ο Τίμαιος έμμεσα ετυμολογεί τη λέξη αίσθηση, αφήνοντας να εννοήσουμε ότι προέρχεται από κάποια άλλη, που σημαίνει “γρήγορη κίνηση”. Ο Πρόκλος θεωρεί πως αναφέρεται στον Όμηρο: « ὁ δ’ ἔβραχε θυμόν ἀίσθων », ή επίσης και στο “ἀίσσειν”, όπως αναφέρει στα σχόλιά του πως το αίσθησις ορίζεται ως ψυχής φορά. (18)

(*3). Οι Ροδόσταυροι αναφέρουν στις διδασκαλίες τους πως υπάρχουν 144 στοιχεία. Η Χημεία μέχρι σήμερα έχει ανακαλύψει 112 στοιχεία, από τα οποία τα 88 βρέθηκαν στη φύση και τα υπόλοιπα είναι τεχνητά. Αντιλαμβάνεσθε ότι η επιστήμη δεν έχει πει την τελευταία της λέξη. Ας μη ξεχνάμε ότι όταν ο Ρώσσος Χημικός Dmitri Mendeleev το 1896 κατέταξε τα στοιχεία σε ομάδες και περιόδους, φτιάχνοντας τον “περιοδικό πίνακα”, είχαν ανακαλυφθεί μόλις 63 στοιχεία.

(*4). « ὁ ποιῶν τοὺς ἀγγέλους αὐτοῦ πνεύματα καὶ τοὺς λειτουργούς αὐτοῦ πυρός φλόγα » ( Ψαλμ. ργ’ 4 )


Δεν υπάρχουν σχόλια: