Τετάρτη 16 Ιουνίου 2010

Τα παιδιά και οι εγγονοί του Κάδμου


[[ δαμ-ων ]]

Δ΄, Α υ τ ο ν ό η - Α κ τ α ί ω ν

Ο Μύθος
Η τέταρτη αδελφή, η Αυτονόη, παντρεύτηκε τον Αρισταίο (*1). Ο γιος που απέκτησαν, ο Ακταίων, ήταν ο ονομαστός κυνηγός, ο οποίος χάθηκε άδικα τιμωρημένος από την Άρτεμη.
Λένε, πως ήταν κι αυτή μια από τις μαινάδες, που κατακρεούργησαν τον Πενθέα.
Μη μπορώντας να αντέξει τον πρόωρο κι άδικο θάνατο του γιου της, άφησε τη Θήβα και κατέφυγε στην Ερένεια της Μεγαρίδας, όπου και πέθανε. Σε κατοπινούς χρόνους έδειχναν εκεί τον τάφο της. Ο Παυσανίας αναφέρει πως στην εποχή του υπήρχε μνημείο της.
Ο Ακταίων, ο γιος της Αυτονόης, είχε ανατραφεί στο Πήλιο από τον σοφό Κένταυρο Χείρωνα (*2), έχοντας εγκατασταθεί στη σπηλιά του. Ο Κένταυρος του έμαθε πολλά, αλλά κυρίως του έμαθε την τέχνη του δοξαριού κι έγινε εξαίρετος κυνηγός. Κανένα βράδυ δε γύρισε στο σπίτι με άδειο τον κυνηγητικό του σάκο. Αργότερα και μέχρι τον 2ο αιώνα μ.Χ. στον Κιθαιρώνα έδειχναν την ‘‘κοίτη του Ακταίονα’’, δηλαδή το βράχο, όπου κατά την παράδοση, έγερνε και κοιμόταν ο ξακουστός κυνηγός για να ξεκουραστεί.
Ο Ακταίονας είχε πενήντα λαγωνικά, για το οποία ήταν περήφανος. Το καθένα είχε το όνομά του όπως Χάροντας, Άρπυια, Παμφάγος, Τίγρης, Νεβροφόνος, Κόρακας, Λυκόττας, Λυγκεύς, Βαλίος, Σπαρτός, Ώμαγρος, Βορής κ.λ.π. Η φήμη του διαδόθηκε τόσο, που δεν άργησε να γίνει σύντροφος της ίδιας της θεάς του κυνηγιού, στα κυνήγια της.
Ένα καλοκαιριάτικο σούρουπο η θεά Άρτεμις, κουρασμένη από το ολοήμερο περπάτημα, έτυχε να αποτραβηχτεί σε μια ρεματιά, με πεντακάθαρα νερά, του Κιθαιρώνα για να δροσιστεί στα νερά της Παρθένιας πηγής της. Τα κρυσταλλένια της νερά αυλάκωναν μια ολάνθηστη κοιλάδα, με μύρια τόσα πετούμενα να τιτιβίζουν, πολύχρωμες πεταλούδες να προσθέτουν το χρώμα τους στο χρώμα των λουλουδιών και μέλισσες να βουίζουν πετώντας από λούλουδο σε λούλουδο αναζητώντας της φύσης το νέκταρ, όπου πλατάνια και μυρσίνες φύτρωναν τριγύρω από το ρέμα που το γάργαρο νερό πότιζε τη γη. Ορθόστηθα ξεπετιούνταν τα κυπαρίσσια, σαν πελώριες μαύρες σαΐτες και πιο πάνω άρχιζαν τα ελάτια να σκορπούν το άρωμά τους.
Κάπου έκαναν της πηγής τα νερά μια λιμνούλα, στολισμένη με ροδόλευκα νούφαρα. Εκεί σ’ ένα σκιερό πλάτανο, που τον κορμό του ζώναν δέκα λεβεντονιοί, κρέμασε η περθενοταγμένη κόρη της Λητώς το τόξο με τη σκληρή χορδή και τις σαΐτες, που ήσαν με τάξη βαλμένες σε φαρέτρα καμωμένη από ελαφοτόμαρο, ζωγραφισμένη με σκηνές του κυνηγιού. Οι συντρόφισσες Νύμφες (*3) τη βοήθησαν να βγάλει τα σαντάλια, της ‘δεσαν τα μαλλιά κι άρχισαν με τα κρινοδάχτυλά τους να ρίχνουν νερό στης θεάς την κεφαλή.
Όμως για κακή του τύχη πήγε και ο Ακταίονας να ποτίσει τα σκυλιά του κι έτσι, χωρίς να το θέλει, αντίκρισε για μια στιγμή τη θεά να λούζεται.
Υπάρχει θνητός άντρας, που είδε ποτέ θεά γυμνή και δεν το πλήρωσε, έστω κι αν δεν έφταιγε;
Τσιρίσματα από τις Νύμφες αντήχησαν στη ρεματιά, κάνοντας τα γλυκόλαλα αηδόνια να πάψουν το τραγούδι τους με το οποίο υμνούσαν τα κάλλη της θεάς, κι ευθύς κύκλο έκαμαν για να κρύψουν τη γύμνια της σαϊτορίχτρας παρθενοκόρης.

Η συνέχεια >>> εδώ…

Το ακούσιο αμάρτημά του ο Ακταίονας το πληρώνει πολύ βαριά. Όπως ο ήλιος βάφει πορφυρά τα νέφη, σαν αρχίζει τον ανηφορικό του δρόμο στην ανατολή ή σαν γέρνει αποσταμένος προς τη μεριά της δύσης, έτσι κοκκίνισε μανιασμένη η Άρτεμη και τα μάτια της άστραψαν από θυμό και φάνταζε, έτσι, ακόμα πιο ωραία. Έφερε το ένα χέρι μα σκεπάσει τα τορνευτά της ροδόστηθα και σκύβοντας με το άλλο πήρε νερό, που το ‘ριξε στο πρόσωπό του νέου μεταμορφώνοντάς τον σε γοργοπόδαρο ξανθό ελάφι. Έτσι λέπτυναν τα πόδια του, μάκρυνε ο λαιμός του, μεγάλωσαν τ’ αυτιά του κι έγιναν μυτερά, το κορμί του γέμισε τρίχες και στο κεφάλι του φύτρωσαν κέρατα κλαδωτά. Ταυτόχρονα ενέβαλε λύσσα στους σκύλους, που χωρίς να ξέρουν τι κάνουν, πήραν στο κυνήγι τον κύριό τους, που τρομαγμένος το ‘βαλε στα πόδια. Αλυχτώντας τα μανιασμένα σκυλιά κυνήγησαν πολλή ώρα τον μεταμορφωμένο σε ελάφι εγγονό του Κάδμου. Σιγά- σιγά οι δυνάμεις του τον εγκατέλειψαν κι ένιωσε την πρώτη σουβλερή δαγκωματιά στα ιδρωμένα του καπούλια. Φώναξε ικετευτικά στους αγριεμένους σκύλους :
«- Λυπηθείτε με! Εγώ είμαι ο Ακταίονας, τ’ αφεντικό σας ». Μα του κάκου, τα κυνηγόσκυλα δεν καταλάβαιναν πως κομμάτιαζαν τον αφέντη τους.
Κι όπως αναφέρει ο Απολλόδωρος : “ πρώτοι γαρ μέλαν αίμα πίον σφετέροιο άνακτος ”. Μετά, αφού πέρασε το κακό, τα σκυλιά γύριζαν, αλυχτώντας θλιμμένα, σε όλη τη χώρα και γύρευαν τον κύριό τους, ώσπου έφτασαν στη σπηλιά του Χείρωνα. Αυτός τα λυπήθηκε, βλέποντας τον καημό τους, και έφτιαξε ένα ομοίωμα ( είδωλον κατεσκεύασεν Ακταίωνος ) του Ακταίονα για να το βλέπουν και να ξεγελιούνται.
Μετά από τον αποτρόπαιο θάνατό του ο Ακταίονας στοίχειωσε και σαν φάντασμα τριγύριζε στη χώρα των Ορχομενίων, προκαλώντας ζημιές αλλά και τον τρόμο στους κατοίκους.
Στην απόγνωσή τους οι Ορχομένιοι (*4) ζήτησαν τη συμβουλή από το μαντείο των Δελφών, τι πρέπει να κάνουν για να γλιτώσουν από το κακό, που τους είχε βρει. Πήραν την εντολή να ψάξουν και να βρουν τα κόκαλα από το σώμα του Ακταίονα, που είχαν απομείνει και να τα θάψουν. Μετά να φτιάξουν μια χάλκινη εικόνα, όμοια με το φάντασμα που έβλεπαν, και να την καρφώσουν πάνω σ’ ένα βράχο με σιδερένιο καρφί.

Ε΄, Π ο λ ύ δ ω ρ ο ς

Ήταν ο μοναχογιός του Κάδμου και της Αρμονίας, που διαδέχτηκε τον πατέρα του στο θρόνο της Θήβας, όταν ο Κάδμος εγκατέλειψε τη πόλη, που ίδρυσε, για να εγκατασταθεί στην Ιλλυρία.
Επειδή εναντιώθηκε στη λατρεία του Διόνυσου, έλεγαν πως είχε το ίδιο οικτρό τέλος, μ’ αυτό που είχε ο Πενθέας.
Παντρεύτηκε τη Νυκτηίδα, την κόρη του Νυκτέα, από τη γενιά των Σπαρτών, από την οποία απόκτησε τον Λάβδακο. Έτσι έμεινε στη μνήμη των ανθρώπων ως ο πατέρας του Λάβδακου, που η ιστορία κατέγραψε ως αρχηγό της μεγάλης θηβαϊκής δυναστείας των Λαβδακιδών (*5).

Παραλλαγή
Κατά τον Διόδωρο τον Σικελιώτη η Άρτεμις τιμώρησε τον Ακταίονα, γιατί προσπάθησε να σμίξει ερωτικά με τη θεά, και για να την εξαναγκάσει, κρέμασε στο ιερό της τα ακροθίνια (*6) από το κυνήγι του.
Άλλη παραλλαγή του μύθου αναφέρει πως η θεά θύμωσε γιατί ο Ακταίων περηφανεύτηκε ότι ήταν καλύτερος κυνηγός από την Άρτεμη και αυτή για να τον τιμωρήσει για την υπερηφάνειά του, έστρεψε τους σκύλους εναντίον του.
Στην αρχαϊκή και την κλασική εποχή, κατά τον Στησίχορο και τον Ακουσίλαο του Άργους, για τον θάνατο του Ακταίωνα ήταν γνωστή περισσότερο μια άλλη αιτία. Έλεγαν πως ο Ακταίων πεθύμησε την θεία του κι αδελφή της μητέρας του, την αγαπημένη του Δία, τη Σεμέλη. Εξαιτίας αυτής της “ ύβρεως” (*7) τιμωρήθηκε από τον πατέρα των θεών, που ανέθεσε στην Άρτεμη την εκπλήρωση της τιμωρίας.

Σχόλια
* O τρόπος τιμωρίας του Ακταίονα είναι διονυσιακός. Η κατασπάραξη ζώου, όπως συμβαίνει με τον μεταμορφωμένο σε ελάφι Ακταίονα, είναι τυπική για τις μαινόμενες μαινάδες του Διόνυσου. Οι γονείς του είναι ταυτισμένοι με τον θεό, καθόσον ο Αρισταίος, πατέρας του Ακταίονα, παλιός αγροτικός θεός, συνδέεται στενά με τον Διόνυσο ενώ η μητέρα του Αυτονόη ανήκει στον διονυσιακό θίασο.
Ο μύθος αυτός υπήρξε πηγή έμπνευσης για τους καλλιτέχνες και τους ποιητές. Τραγωδίες με θέμα τη μοίρα του Ακταίονα εμπνεύστηκαν, όπως μας είναι γνωστό, οι Αθηναίοι τραγικοί Φρύνιχος, Κλεοφών και Ιοφών, ενώ ο Αισχύλος έγραψε με αυτό το θέμα την τραγωδία του “Τοξότιδες’’, όπου ο τίτλος έχει σχέση με τον χορό, που τον αποτελούσαν οι ακόλουθες της Άρτεμης στο κυνήγι.
O Παυσανίας γράφει για τον Ακταίονα: « Τοις δε εκ Μεγάρων ιούσι πηγή τε εστιν εν δεξια και προελθούσιν ολίγον πέτρα. καλούσι δε την μεν Ακταίωνος κοίτην, επί ταύτη καθεύδειν φάμανοι τη πέτρα τον Ακταίωνα οπότε κάμοι θηρεύων, ες δε την πηγήν ενιδείν λέγουσι αυτόν λουομένην Αρτέμιδος εν τη πηγή. Στησίχορος δε ο ιμεραίος έγραψεν ελάφου περιβαλείν δέρμα Ακταίωνι την θεόν, παρασκευάζουσάν οι τον εκ των κυνών θάνατον, ίνα δη μη γυναίκα Σεμέλην λάβοι. Εγώ δε άνευ θεού πείθομαι νόσον λύσσας του Ακταίωνος επιλαβείν τους κύνας. μανέντες δε και ου διαγινώσκοντες διαφορήσειν έμελλον πάντα τινά ότω περιτύχοιεν. Καθότι δε του Κιθαιρώνος Πενθεί τω Εχίονος εγένετο η συμφορά ή Οιδίποδα όπη τεχθέντα εξέθεσαν, οίδεν ουδείς, καθάπρε γε ίσμεν την Σχιστήν οδόν την επό φωκέων, εφ’η τον πατέρα Οιδίπους απέκτεινεν…Ο δε Κιθαιρών το όρος ιερόν κιθαιρωνίου εστίν. » [ Μετάφρ.: Οι ερχόμενοι από τα Μέγαρα έχουν δεξιά μια πηγή, και λίγο πιο πέρα ένα βράχο, που ονομάζεται “κρεβάτι του Ακταίονα”. Λένε πως πάνω στο βράχο αυτό κοιμόταν ο Ακταίονας, όποτε κουραζόταν κυνηγώντας και στην πηγή είχε κοιτάξει ο Ακταίονας, την ώρα που η Άρτεμη έκανε το λουτρό σ’ αυτή. Ο ιμεραίος Στησίχορος έγραψε πως η θεά είχε περιβάλει με δορά ελαφιού προετοιμάζοντας τη θανάτωσή του από τα σκυλιά για να μη νυμφευθεί τη Σεμέλη. Εγώ πιστεύω πως, χωρίς θεϊκή συνεργασία, τα σκυλιά του Ακταίονα τα κατέλαβε λύσσα και μέσα στη μανία τους μη γνωρίζοντας κανένα, ήταν φυσικό να ξέσκιζαν όποιον συναντούσαν. Σε ποιο μέρος του Κιθαιρώνα συνέβη η συμφορά στον Πενθέα, το γιο του Εχίονα, ή σε ποιο μέρος εξέθεσαν τον Οιδίποδα μετά τη γέννησή του κανείς δεν ξέρει με όση ακρίβεια ξέρουμε τη Σχιστή οδό στη Φωκίδα, όπου ο Οιδίποδας σκότωσε τον πατέρα του… Το όρος Κιθαιρώνας ήταν αφιερωμένο στον κιθαιρώνιο Δία.] ( Παυσανίου “Ελλάδος Περιήγησις-Βοιωτικά”, ΙΧ 2, 3-4).
H πηγή που έδειξαν στον περιηγητή ήταν η σημερινή πηγή Βεργουτιάνι, που βρίσκεται ανάμεσα στις Ερυθρές και τις Πλαταιές. Πιθανόν, η εκδοχή της τιμωρίας του Ακταίονα, για να ματαιώσει η θεά το γάμο του με τη Σεμέλη, να είναι επινόηση του Στησίχορου από την Ιμέρα της Σικελίας, που έζησε γύρω στα 580 π.χ.
O Παυσανίας μας αναφέρει για τους γονείς του Ακταίωνα:
« Χρόνια ύστερα από τους λίβυες ήρθε από την Ελλάδα στο νησί ( Σαρδηνία ) ο Αρισταίος και οι δικοί του. Ο Αρισταίος λένε πως ήταν γιος του Απόλλωνα και της Κυρήνης. Θλιμμένος υπερβολικά για τη συμφορά του Ακταίονα και, μισώντας τη Βοιωτία και άλλο τόσο και την Ελλάδα ολόκληρη, λένε πως ο Αρισταίος αποφάσισε να μετοικήσει στη Σαρδηνία. Άλλοι νομίζουν πως ο Δαίδαλος απόδρασε τότε από την Ίνυκο εξ αιτίας των κρητών και έλαβε μέρος στην αποικία της Σαρδηνίας μαζί με τον Αρισταίο. Δεν θα ήταν όμως λογικό να δεχθεί κανείς πως ο Δαίδαλος που ήταν σύγχρονος με τον Οιδίποδα, το βασιλιά των Θηβών, έλαβε μέρος σε αποικία ή σ’ οτιδήποτε άλλο μαζί με τον Αρισταίο, ο οποίος είχε νυμφευθεί την Αυτονόη, την κόρη του Κάδμου. » ( Παυσανίου “Ελλάδος Περιήγησις- Βοιωτικά”, Χ 17, 3-4 ).
Εδώ να δώσουμε την πληροφορία ότι η μητέρα του Αρισταίου και γιαγιά του Ακταίονα, η Κυρήνη, ήταν κόρη του Βασιλιά των Παπιθών, που την απήγαγε ο Απόλλωνας και την έφερε στη Λιβύη. Εκεί γεννήθηκε ο Αρισταίος.
Από τις οδηγίες, που έδωσε το μαντείο των Δελφών στους Ορχομένιους, για να απαλλαγούν από το φάντασμα του Ακταίονα, πιστοποιούμε πως οι αρχαίοι πρόγονοί μας πίστευαν ότι ο νεκρός, όσο το σώμα του ή μέρος απ’ αυτό δεν είναι θαμμένο, δεν βρίσκει ησυχία, αλλά βρικολακιάζει και τριγυρίζει στον Απάνω Κόσμο. Με το κάρφωμα της εικόνας έχουμε ένα είδος μαγείας ( ομοιοπαθητική μαγεία ), γνωστή ως ‘‘ κατάδεσμα’’, όπου δένοντας το ομοίωμα, δένεις το αντίστοιχο πρόσωπο (*8).

* Εκτός από τον Πενθέα, άδικο θάνατο είχε κι ο ξάδελφός του Ακταίονας, γιος της Αυτονόης από τον Αρισταίο. Ο Ευριπίδης μας παρουσιάζει το θάνατό του να είχε προηγηθεί απ’ αυτόν του Πενθέα. Αυτό φαίνεται από το γεγονός ότι ο παππούς Κάδμος, θέλοντας να συνετίσει τον Πενθέα, που αγνοούσε το θεό Διόνυσο, του θυμίζει το οικτρό τέλος του ξαδέλφου του Ακταίονα. Ο ιδρυτής της Καδμείας απευθύνεται στον εγγονό του Πενθέα με τα ακόλουθα λόγια:
« Θυμήσου τον Ακταίωνα τι θάνατο που είχε.
οι σκύλες του που τάιζε ζωντανό τον εφάγαν
μέσα στα βουνοτόπια, γιατί περηφανεύτηκε
πως στο κυνήγι πιο καλός από την Άρτεμη είναι.
Μη πάθεις συ τα ίδια.
Έλα, στεφάνι από κισσό σου βάζω στο κεφάλι,
και το θεό Διόνυσο τίμα κι εσύ μαζί μας. » ( Ευριπίδου “Βάκχαι”, στιχ.337- 342 )
Οι θεοί ελέγχουν τους θνητούς για την υπεροψία τους, κι όταν υπερβαίνουν τα όρια, φτάνοντας σε βλάσφημες καταστάσεις, προκαλούν τιμωρίες στους παρεκτρεπόμενους, ώστε να συνετιστούν οι υπόλοιποι. Ο χορός των Βακχών δίνει το στίγμα στις σχέσεις θεών- ανθρώπων:
« Για στόματα αχαλίνωτα και για άνομη αφροσύνη
το τέλος δυστυχία. Όπου έχει βίο ήσυχο
κι ασάλευτη τη σκέψη το σπίτι του θα σώσει.
Μακριά κι αν οι ουρανοί κι αν μένουν στον αιθέρα,
ελέγχουν απ’ τα πέρατα τα έργα των ανθρώπων.
Σοφία δεν είν’ ό,τι σοφό περνάει σ’ υπεροψία
και των θνητών τα αμέτρα.
Ο χρόνος της ζωής βραχύς, όπου μεγάλα κυνηγά
για ν’ απολάψει δεν μπορεί όσα στο χέρι έχει. » ( Ευριπίδου “Βάκχαι”, στιχ. 386-399 )

--------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
(*1). Αρισταίος: Γιός του Απόλλωνα και της Νύμφης Κυρήνης. Παντρεύτηκε την Αυτονόη από την οποία απόχτησε εκτός από τον Ακταίονα και μια κόρη την Μάκριδα, που πρόσφερε μεγάλη υπηρεσία στον Διόνυσο. Ο Αρισταίος δίδαξε στους ανθρώπους την κτηνοτροφία και τη μελισσοκομία, και γι’ αυτό θεωρείται ευεργέτης της ανθρωπότητας.

(*2). Κένταυρος Χείρωνας: γιος του Κρόνου, που είχε μεταμορφωθεί σε ίππο, και της Ωκεανίδας Φιλύρας και ήταν αθάνατος Ζούσε σε μια σπηλιά στο Πήλιο, το “χειρώνιον άντρον”, και είχε γυναίκα την Χαρικλώ, από την οποία απόκτησε 4 παιδιά. Διέφερα από του άλλους Κενταύρους τόσο στα εξωτερικά χαρακτηριστικά, γιατί τα πόδια του ήσαν ανθρώπινα κι όχι αλογίσια, όσο και στον χαρακτήρα. Οι άλλοι Κένταυροι ήσαν πρωτόγονοι, ορμητικοί και βίαιοι, ενώ αυτός ήταν ευσεβέστατος, σώφρονας και καλλιεργημένος, πασίγνωστος για τη σοφία και τις μαντικές του ικανότητες. Δεν υπήρχε τέχνη που να μην τη γνώριζε, ενώ ήταν άριστος γνώστης της ιατρικής. Σπουδαίος κυνηγός, επιδέξιος στη χρήση των όπλων κι έμπειρος στην τέχνη του πολέμου. Θεωρείται ο εφευρέτης της λύρας κι ήταν εξαίρετος μουσικός. Ξακουστός για τις παιδαγωγικές του ικανότητες, για τις οποίες η παράδοση του αποδίδει σαν μαθητές πολλούς ήρωες αλλά και θεούς. Ο Απόλλωνας του ζήτησε να του μάθει μουσική και το παίξιμο της λύρας, ενώ του εμπιστεύτηκε την ανατροφή του Ασκληπιού, που του δίδαξε την ιατρική μαθαίνοντάς του ακόμη πώς να επιβραδύνει το θάνατο των ανθρώπων ή και πώς να τους ανασταίνει. Σχεδόν όλοι οι μεγάλοι ήρωες μαθήτευσαν κοντά του. Ο Θησέας, ο Πηλέας και ο Ιάσονας, ο Αχιλλέας και ο Πάτροκλος, ο Οδυσσέας καθώς και άλλοι ήρωες του Τρωικού πολέμου, ο Αμφιάραος, ο Κάστορας, ο Πολυδεύκης, ο Μελέαγρος κι άλλοι ήρωες που έλαβαν μέρος στο κυνήγι του Καλυδωνίου κάπρου. Ο μάντης Τειρεσίας στον Χείρωνα οφείλει την μαντική του τέχνη.
Ο Χείρωνας βρήκε το θάνατο, αν και αθάνατος στον Μαλέα, όπου είχε καταφύγει μαζί με τους άλλους Κενταύρους, διωγμένος από το Πήλιο από τους Λαπίθες. Πως όμως πέθανε; Ένα από τα βέλη του Ηρακλή τον πλήγωσε στο πόδι ( « εμπήγνυται τω γόνατι του Χείρωνος » μας αναφέρει ο Απολλόδωρος ) και υπέφερε από αφόρητους πόνους. Ο θάνατος δε μπορούσε να τον ανακουφίσει, γιατί ήταν αθάνατος. Μπροστά σ’ αυτή την αφόρητη κατάσταση δέχτηκε να ανταλλάξει την αθάνατη φύση του με τη θνητή του Προμηθέα κι έτσι με το θάνατό του έγινε συγκάτοικος των θεών.
Μια μεταγενέστερη παράδοση μας λέει ότι δεν κατέβηκε στον Άδη, αλλά καταστερίστηκε ανεβαίνοντας στον ουρανό σαν αστερισμός ( Τοξότης ή Κένταυρος ).

(*3) Νύμφες: κατώτερες γυναικείες θεότητες, που προσωποποιούσαν τις θεϊκές δυνάμεις της φύσης. Θεωρούνταν κόρες του Δία, αλλά δεν ήσαν αθάνατες. Τις θεωρούσαν ημίθεες και πως ζούσαν όμως πάρα πολλά χρόνια. Ήσαν νέες και ωραίες γυναίκες, που κατοικούσαν στα βουνά, στα δάση, σε νησιά, σε δέντρα και κυρίως σε πηγές, γι’ αυτό ανάλογα με τον τόπο κατοικίας έπαιρναν και τα ονόματά τους. Αναφέρονται Νύμφες των πηγών, των ποταμών και του νερού στο οποίο προδίδουν ιαματικές ιδιότητες ( Ναϊάδες, Ποταμηίδες, Κρηνίδες, Υδριάδες, Κασταλίδες, Αχελωίδες κ.α. ), Νύμφες των βουνών ( Παρνασσίδες, Νυσιάδες, Ορεστιάδες κ.α. ), Νύμφες των αγρών και των λειμώνων ( Λειμωνιάδες ), Νύμφες των δασών, των άλσεων και των δέντρων ( Αλσηίδες, Δρυάδες, Αμαδρυάδες, Ναπαίες κ.α. ). Αγαπούσαν το τραγούδι, την μουσική και το χορό. Τις θεωρούσαν αγαθοποιά και καλοπροαίρετα πνεύματα με ευεργετική επίδραση στους ανθρώπους. Είχαν καλή επίδραση στη βλάστηση κι επομένως ήσαν γονιμικές θεότητες. Βοηθούσαν του κυνηγούς στο κυνήγι τους και συμπαραστέκονταν στους αρρώστους. Εμφυσούσαν την ποιητική ή ακόμη και την προφητική δύναμη στους ανθρώπους ( όσοι είχαν μαντικές ιδιότητες, που οφείλονταν στις Νύμφες ονομάζονταν “νυμφόληπτοι” ).
Συχνά ερωτεύονταν θνητούς και μαζί τους αποκτούσαν απογόνους. Μερικές φορές φερόντουσαν σκληρά στις σχέσεις τους. Οι νέες τις θεωρούσαν προστάτριές τους, ιδίως αυτές που θα παντρευόντουσαν, ενώ συχνά οι μελλόνυμφες βυθίζονταν στα νερά κάποιας ιερής πηγής. Για τις Νύμφες δεν είχαν ιερά, αλλά απλούς βωμούς μέσα σα βράχους ή σπηλιές, τα γνωστά ως “νυμφαία”, όπου θυσίαζαν ή άφηναν τις προσφορές τους. Η μυθολογία μας αναφέρει τις Νύμφες σαν τροφούς θεών, όπως του Ερμή και του Διόνυσου κι αποτελούσαν μέλη της ακολουθίας θεών, όπως του Απόλλωνα, της Άρτεμης, του Διόνυσου, του Πάνα, των Σειληνών και των Σατύρων.

(*4). Οι κάτοικοι του Ορχομενού πρόσφεραν ηρωικές τιμές στον Ακταίονα ακόμα και στα χρόνια του Παυσανία, τον 2ο αιώνα μ.Χ. Η λατρεία του ήρωα επεκτάθηκε. Στα 479 π.χ. ο Αθηναίος στρατηγός Αριστείδης, πριν τη μάχη των Πλαταιών, σε ερώτησή του για την έκβαση της μάχης στο μαντείο των Δελφών, παίρνει τη διαβεβαίωση πως θα νικήσει το Μαρδόνιο, όμως έπρεπε να θυσιάσει σε ορισμένες θεότητες και τοπικούς ήρωες, ανάμεσα στους οποίους και στον Ακταίονα.
Αυτή η εντολή ασφαλώς προϋποθέτει τη λατρεία του Ακταίονα στις Πλαταιές.

(*5). Λαβδακίδες: γένος με γενάρχη τον Λάβδακο, που ήταν εγγονός του Κάδμου, γιος του Πολύδωρου. Γιός του Λάβδακου ήταν ο Λάϊος, από τον οποίο γεννήθηκε ο Οιδίποδας, του οποίου η οικογένεια αποτέλεσε το βασικό θέμα πολλών τραγωδιών. Ετεοκλής, Πολυνείκης, Αντιγόνη, Ισμήνη είναι διαχρονικά τραγικά πρόσωπα, ενώ δύο μεγάλες εκστρατείες, η εκστρατεία των επτά και των επιγόνων σημάδεψαν την μυθολογική ιστορία της Θήβας., δίνοντας υλικό στους ποιητές να γράψουν μεγαλειώδη έργα.
(*6). Ακροθίνια: ( ακροθίνιο= ακρο-<ι>+θις, το ανώτερο ή καλύτερο μέρος από ένα σωρό ) οι απαρχές από σωρό σταριού ή κριθαριού. Επίσης οι απαρχές, το άριστο μέρος των πολεμικών λαφύρων, που αφιέρωναν στους θεούς. Στο παραπάνω κείμενο τα καλύτερα από τα θηράματά του.
(*7). Ύβρις: αλαζονική, προπετής συμπεριφορά, διαγωγή που πηγάζει από ζωηρό πάθος ή την συναίσθηση υπερβολικής δύναμης, αυθάδεια, αναίδεια.
Στην κλασική ελληνική ηθική και θρησκευτική σκέψη είναι η οίηση, η αλαζονεία, που υποδηλώνει ασέβεια και περιφρόνηση του μέτρου και των ορίων που διέπουν τις ανθρώπινες πράξεις στα πλαίσια της τάξης του σύμπαντος. Είναι η αμαρτία στην οποία είναι περισσότερο επιρρεπείς οι ισχυροί και προικισμένοι άνθρωποι. Ο υβριστής διαταράσσοντας την τάξη του σύμπαντος, της οποίας εγγυητής είναι ο Δίας, προκαλεί πάντοτε την “μήνιν” των θεών. Η Νέμεσις και η Άτη μοιραία θα επιφέρουν την συντριβή του υβριστή.


(*8). Κατάδεσμα ή κατάδεσμος: μαγική πράξη για την πρόκληση βλάβης σε κάποιον ή και γι’ άλλους λόγους. Η μαγική πράξη ασκείται με ορισμένη διαδικασία, που περιλαμβάνει και εκφώνηση μαγικών κειμένων ( επωδών κ.α.). Ανάλογα με τον τρόπο που πραγματοποιούνται, τα καταδέσματα διακρίνονται σε καρφώματα και σε δεσίματα. Τα καρφώματα γίνονται με καρφιά ή πασσαλίσκους ή καρφίτσες ή βελόνες σε ομοίωμα ( κούκλα καμωμένη από κουρέλια ή κερί ή πλάκα από σαπούνι τυλιγμένη με τρίχες του θύματος ) ή κάποιο αντικείμενο( π.χ. παπούτσι ) του ανθρώπου, που θέλει κάποιος να του κάνει κακό. Το κάρφωμα μπορεί να γίνει στον ίσκιο του ανθρώπου, σύμφωνα με την αρχέγονη πίστη στη συνταύτιση σκιάς και ψυχής. Το δέσιμο γίνεται δένοντας κόμπους σε κλωστή ή σχοινί ή σε λουρί από δέρμα ζώου ή τρίχα του ανθρώπου, προς το οποίο απευθύνεται το κατάδεσμα. Καταδέσματα δεν γίνονται μόνο για το κακό. Μπορούν να γίνουν για εξουδετέρωση ασθενειών, σωματικών παθήσεων, για προφύλαξη από ληστές ή ανθρώπους που θέλουν να μας κάνουν κακό κ.λ.π.



Δεν υπάρχουν σχόλια: