Σάββατο 3 Ιουλίου 2010

Σπαρτοί - Αμφίων και Ζήθος


[[ δαμ-ων ]]

ΓΕΝΙΚΑ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΣΠΑΡΤΟΥΣ

Στις προηγούμενες δημοσιεύσεις, όπου εξετάσαμε τους μύθους του Κάδμου και της γενιάς του Κάδμου, αναφέραμε ότι ο Κάδμος όταν σκότωσε το δράκοντα, με προτροπή της θεάς Αθηνάς, έσπειρε τα δόντια του δράκοντα και φύτρωσαν από τη γη άντρες οπλισμένοι, που τους ονόμασαν ‘‘Σπαρτούς’’. Σαν τους είδε όμως ο ήρωας οπλισμένους και φοβερούς στην όψη φοβήθηκε, πήρε πέτρες και τις πέταξε προς αυτούς, που νόμισαν πως κάποιος απ’ αυτούς ξεκίνησε το πετροβόλημα. Παραξηγήθηκαν κι άρχισαν να μαλώνουν και να χτυπιούνται μεταξύ τους. Έτσι αλληλοεξοντώθηκαν. Απόμειναν μόνο πέντε, που τα ονόματά τους ήσαν : Εχίων, Χθόνιος, Ουδαίος, Υπερήνωρ και Πέλωρ.
Μετά τον Κάδμο, οι Σπαρτοί είχαν τη μεγαλύτερη δύναμη και έγιναν οι πρώτου κάτοικοι της Θήβας, αποτελώντας τους γενάρχες των πιο ονομαστών οικογενειών της πόλης, πλάι στους Καδμείους. Στον πιο γενναίο απ’ αυτούς, τον Εχίωνα, έκανε την τιμή ο Κάδμος να τον βάλει στο παλάτι σαν γαμπρό του, δίνοντάς του γυναίκα την κόρη του Αγαύη. Απόκτησαν έναν γιο , τον Πενθέα, που έγινε βασιλιάς της Θήβας, αλλά είχε κακό τέλος, αφού κατακρεουργήθηκε από τις Μαινάδες, όπου ανάμεσά τους ήταν και η μητέρα του. Αυτή ήταν η τιμωρία του γιατί εναντιώθηκε στη λατρεία του Διόνυσου.
Ο δεύτερος από τους Σπαρτούς, ο Χθόνιος, έγινε πατέρας δυο γιων, που τα ονόματά τους ήσαν Νυκτέας και Λύκος. Ο Νυκτέας απόχτησε, με τη σειρά του, δυο κόρες, τη Νυκτηίδα και την Αντιόπη. Την πρώτη απ’ αυτές , την Νυκτηίδα, παντρεύτηκε ο μοναχογιός του Κάδμου, ο Πολύδωρος, ο οποίος διαδέχτηκε στον θρόνο της Θήβας τον πατέρα του, όταν αναγκάστηκε να φύγει στην Ήπειρο. Μαζί της απόχτησε τον Λάβδακο, που τον άφησε διάδοχο, και που είναι ο πρώτος της μεγάλης, αλλά και τραγικής οικογένειας, των Λαβδακιδών.
Την άλλη κόρη, την Αντιόπη, την ξεμυάλισε ερωτικά ο Δίας, με τον οποίο ζευγαρώθηκε κρυφά, φέρνοντας στον κόσμο τον Αμφίονα και τον Ζήθο, αυτούς που μεγάλωσαν και περιτείχισαν την πόλη της Θήβας με το περίφημο τείχος της. Ο δεύτερος γιος του Χθονίου, ο Λύκος, διετέλεσε δυο φορές επίτροπος των απογόνων του Κάδμου, κι έτσι κάθισε δυο φορές στο θρόνο του βασιλιά της Θήβας, τη μια στη θέση του Λάβδακου και την άλλη στη θέση του Λάιου.
Όταν βασίλεψε για δεύτερη φορά, τον παραμέρισαν οι Θηβαίοι Διόσκουροι Αμφίων και Ζήθος. Σαν πέθαναν οι δίδυμοι, οι κάτοικοι της Θήβας έδωσαν το θρόνο στον Λάιο. Κάποιος απόγονος του Λύκου, που είχε το ίδιο όνομα, βρήκε την ευκαιρία, τον καιρό που ο Ηρακλής είχε κατέβηκε στον Άδη για να ανεβάσει στον πάνω κόσμο τον Κέρβερο, τον τρικέφαλο σκύλο-φύλακα του κάτω κόσμου, κι έκανε εκστρατεία από την Εύβοια στη Θήβα. Σκότωσε τον Κρέοντα και πήρε της εξουσία της πόλης των προγόνων του. Σαν επέστρεψε όμως ο μεγαλύτερος ήρωας της Θήβας, αλλά κι ολόκληρης της Ελλάδας, ο ημίθεος Ηρακλής, ο κατακτητής όχι μόνο έχασε τη ζωή την εξουσία, αλλά και τη ζωή του.
Απόγονος του Ουδαίου, άλλου Σπαρτού, ήταν ο Ευήρης, που από το σμίξιμό του με τη νύμφη Χαρικλώ, έγινε ο πατέρας του πιο ξακουστού μάντη της Θήβας, του Τειρεσία. Από τη γενιά των Σπαρτών κρατούσε κι ο Μενοικέας, ο πατέρας του Κρέοντα, που το όνομά του τόσο πολύ απασχόλησε τους τραγωδούς της αρχαιότητας.

Η συνέχεια >>> εδώ…

ΑΜΦΙΩΝ ΚΑΙ ΖΗΘΟΣ
Α΄ Ο μύθος Ο Νυκτέας, που ήταν γιος του Σπαρτού Χθονίου, ζούσε στις Υσιές της Βοιωτίας με τον αδελφό του Λύκο, όπου είχαν καταφύγει, επειδή είχαν σκοτώσει τον Φλυγέα, που με τους άντρες του , τους Φλεγύες, αποτελούσαν τον τρόμο της Βοιωτίας. Ο Νυκτέας είχε μια κόρη, ξακουστή για την ομορφιά της , την Αντιόπη. Βλέποντάς την ο Δίας, έμεινε έκθαμβος από την ομορφιά της και θέλησε να την κατακτήσει. Μεταμορφώθηκε σε σάτυρο, ενώθηκε ερωτικά μαζί της και σαν πολύ γόνιμος που ήταν, την άφησε έγκυο. Μόλις το αντιλήφθηκε ο πατέρας της θύμωσε πολύ και θέλησε να την τιμωρήσει για την προσβολή. Η Αντιόπη για να αποφύγει την τιμωρία από το πάθημά της έφυγε κρυφά από την πόλη κι αφού περιπλανήθηκε αρκετά, έφτασε στη Σικυώνα, όπου συνάντησε τον Επωπέα, τον βασιλιά της χώρας, που την πήρε γυναίκα του. Του Νυκτέα όμως του κόστισε διπλά που η κόρη του έχασε την τιμή της και μετά το’ σκασε από το σπίτι τους κι έπεσε στο κρεβάτι άρρωστος του θανατά. Ζήτησε από τον αδελφό του Λύκο, που στο μεταξύ είχε αναλάβει επίτροπος στη Θήβα για τον ανήλικο βασιλόπαιδα Λάιο, να βρει με κάθε τρόπο την κόρη του, που τον ατίμασε, να την φέρει πίσω και να την τιμωρήσει σκληρά. Ο Λύκος αναγκάστηκε να υποσχεθεί στον ετοιμοθάνατο αδελφό του πως θα εκτελέσει την επιθυμία του.
Σαν πέθανε ο Νυκτέας, ο Λύκος συγκέντρωσε στρατό και ξεκίνησε για τη Σικυώνα, ώστε να εκπληρωθεί η παραγγελιά του αδελφού του. Ο Επωπέας ωστόσο είχε ερωτευθεί την Αντιόπη και δεν ήθελε με κανένα τρόπο να την δώσει πίσω. Αυτή η άρνηση προκάλεσε πόλεμο, στον οποίο όχι μόνο νικήθηκε ο βασιλιάς της Σικυώνας, αλλά έχασε και τη ζωή του, υπερασπιζόμενος την γυναίκα του. Μετά τη νίκη του ο επίτροπος της Θήβας, με τη βία πήρε την ανιψιά του για να την οδηγήσει αιχμάλωτη πίσω στην πατρίδα της. Όταν όμως έφτασαν στον Κιθαιρώνα, έπιασαν την Αντιόπη οι πόνοι της γέννας και μη μπορώντας να προχωρήσει άλλο, γέννησε εκεί δυο δίδυμα αγόρια. Με πόνο καρδιάς αναγκάστηκε να τα εγκαταλείψει εκεί που τα γέννησε, στις Ελευθερές, σε μια σπηλιά με πηγή, όπου τα βρήκε ένας βοσκός, που φύλαγε τα πρόβατα του Λύκου, ο οποίος πήρε τα δυο παιδιά να τα μεγαλώσει.
Αμέσως μετά τη γέννα η Αντιόπη αναγκάστηκε να συνεχίσει το δρόμο της για τη Θήβα, όπου σαν έφτασαν, ο Λύκος την παρέδωσε στη γυναίκα του, τη Δίρκη, για να τη φυλάει. Εκείνη την είχε σε περιορισμό στο παλάτι και της φερόταν σαν να ήταν αιχμάλωτη. Επειδή ζήλευε την ομορφιά της, φανταζόταν πως ο άντρας της δημιούργησε ερωτικές σχέσεις με την ανιψιά του και ζηλόφθονη κακομεταχειριζόταν την Αντιόπη. Στο τέλος, για να την αποτελειώσει, πρόσταξε και την έδεσαν με αλυσίδες, που έσφιγγαν τις σάρκες στους καρπούς και τα σφυρά, και σε ανήλιαγο μπουντρούμι την έριξε να κάμει παρέα σε αρουραίους. Έτσι, μέσα στη μιζέρια και την κακομεταχείριση, περνούσαν τα χρόνια, ώσπου δεν άντεξε η νέα και μη μπορώντας άλλο να υποφέρει τη βαριά σκλαβιά, ζήτησε τη βοήθεια του εραστή της, του Δία, που ήταν υπεύθυνος για τα βάσανά της. Ο θεός τη λυπήθηκε, και με τη δύναμη που κατείχε, έκαμε τα δεσμά να λυθούν από μόνα τους και τη πόρτα της φυλακής διάπλατα να ανοίξει Έτσι η Αντιόπη κατάφερε να αποδράσει και να διαφύγει στον Κιθαιρώνα.
Ο βοσκός, που βρήκε τα δίδυμα αγόρια, τους έδωσε τα ονόματά τους. Το ένα αγόρι ονόμασε Αμφίονα
( από το : αμφ’ οδόν, γιατί γεννήθηκε σε σταυροδρόμι ) και το άλλο αγόρι το είπε Ζήθο ( από το : από του ζητείν τόπον, γιατί η Αντιόπη έψαχνε να βρει τόπο να γεννήσει ).
Τα δυο αδέλφια καθώς μεγάλωναν στην ηρεμία της υπαίθριας ζωής, διαμόρφωσαν δυο εντελώς διαφορετικούς χαρακτήρες, παρουσιάζοντας διαφορετικές κλίσεις και ταλέντα. Ο Ζήθος ήταν δυνατός και σκληρός, ο τύπος του πρακτικού ανθρώπου. Επιδόθηκε στα όπλα, στο κυνήγι, στην ποιμενική και την καλλιέργεια της γης. Ο Αμφίονας ήταν τρυφερός κι ευαίσθητος, ο τύπος του θεωρητικού ανθρώπου. Του άρεσε να καταπιάνεται με τη μουσική, αγαπούσε το τραγούδι ενώ στα χέρια του η λύρα έκανε τους ανθρώπους να φτάνουν σε έκσταση και τα ζώα να ημερεύουν. Ο Ζήθος έγινε ο γενναίος πολεμιστής κι ο ατρόμητος κυνηγός, που κανένας δεν του παράβγαινε στη δύναμη και στην επιδεξιότητα των όπλων και της σαΐτας το σημάδι, που δεν αγαπούσε παρά μονάχα της μάχης τον αχό και το σπαρτάρημα των θυραμάτων. Ο Αμφίονας ήταν ο αγαπημένος λυράρης του Απόλλωνα και οι μαγικές νότες της χρυσόχορδης λύρας, που του χάρισε ο αργυροδοξαράτος θεός κατάφερναν να σαλεύουν ακόμα και τα δέντρα και τα βράχια. Η αντίθεση αυτή του χαρακτήρα τους, κατέστησε τα δύο αδέλφια στα μάτια του κόσμου, ώστε να γίνουν οι εκπρόσωποι της μουσικής αρμονίας, αλλά και των χειρονακτικών τεχνών, του φιλοσοφικού στοχασμού, αλλά και της πρακτικής ζωής.
Τα δυό παλληκάρια ζούσαν στο σπίτι του βοσκού δίχως να ξέρουν τους γονείς τους. Δεν κάτεχαν πως πατέρας τους ήταν ο τρομερός κεραυνοβρόντης Δίας, ο βασιλιάς όλου του κόσμου και μάνα τους μια δύστυχη ομορφογυναίκα, που τη βασάνιζε η βασίλισσα της Θήβας.
Η Αντιόπη μετά από την απόδρασή της, αφού περιπλανήθηκε αρκετά, έφτασε κάποτε στο μέρος που ζούσαν τα παιδιά της. Αυτά, μέχρι τότε δεν είχαν μάθει τίποτα για τη μητέρα τους. Η τύχη τα’ φερε έτσι ώστε η μάνα τους να ζητήσει την φιλοξενία τους, όμως ο Ζήθος την έδιωξε νομίζοντας πως ήταν κάποια σκλάβα του Λύκου, που το έσκασε από το παλάτι.
Μετά από λίγο ήρθαν στην περιοχή η σκληρόκαρδη Δίρκη μ’ άλλες γυναίκες, θιασώτες του Βάκχου, για να γιορτάσουν με χαρούμενη βακχική τελετή τον θεό Διόνυσο στο δάσος. Η Δίρκη, μεσ’ στο βακχικό ενθουσιασμό καθώς περιπλανιόταν στην εξοχή στεφανωμένη με κισσού στεφάνι στο κεφάλι και θύρσο κρατώντας στο χέρι, συνάντησε εκεί την φυγάδα Αντιόπη. Έφυγε μεμιάς η τελετουργική ημεράδα και το μίσος, που ‘τρεφε στη καρδιά της ξεχείλισε ακράτητο. Την παραπλάνησε και την παρέσυρε μαζί της έχοντας σκοπό να την σκοτώσει. Βρήκε τα παλληκάρια να βόσκουν τα πρόβατα και πιο πέρα ο γερο-βοσκός να παίζει τη γλυκόλαλη φλογέρα. Ζήτησε από τους νιούς να δέσουν την Αντιόπη στα κέρατα του άγριου ταύρου, που’ βοσκε εκεί σιμά, γιατί, τάχατες, ήταν γυναίκα που εναντιωνόταν στο θεό. Μα ο βοσκός γνώρισε τη μάνα των παιδιών κι αφήνοντας τη φλογέρα έκαμε τη μεγάλη αποκάλυψη στους γιους :
«- Δυστυχισμένοι, τι ανόσιο κρίμα, η φθονερή βασίλισσα, σας βάζει να κάνετε! Δίχως να ξέρετε της μάνας σας το θάνατο ετοιμάζετε. Αυτή η δύστυχη γυναίκα, που με φριχτό θάνατο στου Άδη τα μαύρα σκοτάδια θέλετε να στείλετε, είναι η μάνα, που σας έφερε στου ήλιου το λαμπερό φως!» Φρίκη έπιασε τους γιους της Αντιόπης σαν κατάλαβαν την ανομία, που η σκληρόκαρδη Δίρκη τους ζήτησε να κάνουν. Για να την εκδικηθούν για όσα τους έβαζε να κάνουν στην ίδια τους τη μάνα , έδεσαν από τα μαλλιά τη Δίρκη στα κέρατα του ταύρου, που έμελλε να κατακρεουργήσει τη μάνα τους, κι αυτός τρέχοντας την έσυρε στη γη ώσπου τη σκότωσε. Μετά πέταξαν το πτώμα της σε μια πηγή, που από τότε πήρε το όνομά της και διασώζεται μέχρι σήμερα ως πηγή ή κρήνη της Δίρκης.
Οι δίδυμοι αδελφοί στη συνέχεια θέλησαν να τιμωρήσουν το θείο τους Λύκο για τη βάναυση συμπεριφορά του προς τη μητέρα τους κι αποφάσισαν να τον σκοτώσουν. Πήγαν στη Θήβα, έχοντας μαζί τους και την Αντιόπη. Παράγγειλαν στον αντιβασιλέα πως θέλουν να του παραδώσουν τάχα την σκλάβα , που είχε δραπετεύσει, με σκοπό να τον σκοτώσουν Όμως μπήκε στη μέση ο Ερμής, απαγορεύοντάς τους τον φόνο, και τους άλλαξε τα σχέδια. Έδωσε την εντολή στον Λύκο να παραχωρήσει την εξουσία στον Αμφίονα, κι έτσι απέδωσε δικαιοσύνη. Τα δυο αδέλφια έδιωξαν μετά και τον ανήλικο Λάιο, οπότε μόνοι τους βασίλεψαν στη Θήβα.
Η πόλη, της οποίας ανέλαβαν την διακυβέρνηση, ήταν μέχρι τότε ατείχιστη κι έτσι αφύλαχτη από τους γειτονικούς λαούς. Για να την προστατέψουν απ’ αυτούς, και ιδιαίτερα από τους Φλεγύες , που είχαν καταντήσει ο φόβος κι ο τρόμος της Βοιωτίας, μετά από προσταγή του Απόλλωνα, έχτισαν ένα μεγαλοπρεπές τείχος. Στην περιτείχιση της πόλης, ο χεροδύναμος Ζήθος δούλεψε με τα χέρια του κουβαλώντας ογκώδεις λίθους, τους οποίους συνταίριαζε ο Αμφίονας χρησιμοποιώντας τους ήχους της λύρας του. Με τη θεσπέσια μουσική, οι τεράστιες πέτρες μετακινιόντουσαν από μόνες τους, ταιριάζοντας αρμονικά, η μια δίπλα στην άλλη, κι έτσι χτίστηκε το τείχος, που είχε 7 πύλες, όσες και οι χορδές της λύρας του θεϊκού μουσικού Αμφίονα. Ο Αμφίονας είχε πάρει τη λύρα κι έμαθε την ουράνια τέχνη της μουσικής από τον Ερμή ( κατ’ άλλους από τον Δία ή τον Απόλλωνα ή τις Μούσες ) και την χρησιμοποιούσε με τέτοιο πάθος κι εσωτερική δύναμη, ώστε να σαγηνεύει ζώα και πράγματα.
Οι Αμφίονας και Ζήθος, οι Διόσκουροι της Θήβας, οίκισαν την Καδμεία, που είχε χτίσει ο Κάδμος και με τη σειρά τους έχτισαν την κάτω πόλη, που αργότερα ονομάστηκε Θήβα, σύμφωνα με την άποψη ορισμένων ιστορικών, από τη γυναίκα του Ζήθου, τη Θήβη. Ο Αμφίονας είχε πάρει γυναίκα τη Νιόβη.
Ο Διόνυσος για να εκδικηθεί τον θάνατο της Δίρκης, που ήταν στην ακολουθία του, χτύπησε με τρέλα την Αντιόπη, η οποία άρχισε να περιπλανιέται σε όλη την Ελλάδα, ώσπου συνάντησε τον Φώκο, που την γιάτρεψε από την τρέλα της. Μετά παντρεύτηκαν κι όταν πέθαναν τους έθαψαν μαζί στην Τιθορέα.
Όταν τα δίδυμα αδέλφια πέθαναν, βρήκαν την ευκαιρία οι Φλεγύες, με αρχηγό τον Ευρύμαχο, να κυριέψουν την Θήβα, την οποία ερήμωσαν.

Β΄ Παραλλαγές του μύθου
* Κάποτε ζούσε στη Θήβα ο Νυκτέας, που ήταν επίτροπος του ανήλικου βασιλιά Λάβδακου, του γιου του Πολύδωρα. Ο επίτροπος είχε κόρη την Αντιόπη, που ήταν σ’ όλη την Ελλάδα ονομαστή για την ομορφιά της. Την κόρη ερωτεύτηκε ο βασιλιάς της Σικυώνας Επωπέας, που την άρπαξε χρησιμοποιώντας δόλο και την μετέφερε στον τόπο του. Για να ξεπλύνουν την προσβολή οι Θηβαίοι, με αρχηγό το Νύκτέα ξεκίνησαν πόλεμο κατά του απαγωγέα, αλλά στη μάχη πληγώθηκαν τόσο ο Επωπέας όσο κι ο Νυκτέας. Τότε οι Θηβαίοι πήραν τον θανάσιμα τραυματισμένο αντιβασιλέα τους κι επέστρεψαν στην πόλη τους. Λίγο πριν πεθάνει ο Νυκτέας, παραχώρησε την εξουσία στον αδελφό του Λύκο και του παράγγειλε να πάρει στρατό και να τιμωρήσει τον Επωπέα, κι επιπλέον να φέρει πίσω στη Θήβα την Αντιόπη και να την τιμωρήσει κι εκείνη. Πράγματι ο νέος αντιβασιλιάς εκστράτευσε κατά της Σικυώνας πάλι, όπου στο μεταξύ είχε πεθάνει ο Επωπέας από το τραύμα του. Δεν χρειάστηκε να γίνει πόλεμος, γιατί στον Λύκο, που έφτασε με το στρατό του, ο Λαομέδων, ο οποίος διαδέχθηκε στο θρόνο τον Επωπέα, παρέδωσε χωρίς αντιρρήσεις την Αντιόπη. Παίρνοντας το δρόμο της επιστροφής, όταν έφτασαν στις Ελευθερές, η Αντιόπη γέννησε τα δίδυμα αγόρια της.

* Υπάρχει και άλλη παραλλαγή του μύθου. Η Αντιόπη ήταν παντρεμένη με τον Λύκο. Ο Επωπέας, ο βασιλιάς της Σικυώνας, σαν την είδε θαμπώθηκε από την ομορφιά της και καταλήφθηκε από πόθο για τη γυναίκα, την οποία βίασε χρησιμοποιώντας δόλο. Όταν ο Λύκος άμαθε πως ενέδωσε η γυναίκα του στον βιασμό της, θύμωσε πολύ και την έδιωξε από το σπίτι. Κατά την περιπλάνησή της, την είδε ο Δίας, που την πόθησε λόγω της ωραιότητάς της κι έσμιξε ερωτικά μαζί της αφήνοντάς την έγκυο. Ο Λύκος, αφού έδιωξε την άπιστη Αντιόπη, ξαναπαντρεύτηκε και πήρε την Δίρκη. Αυτή, έχοντας υποψίες πως ο άντρας συνέχιζε να έχει σχέσεις με την Αντιόπη, έβαλε να την συλλάβουν και την φυλάκισε στο παλάτι. Σαν πλησίαζε ο καιρός να γεννήσει, ο εραστής της θεός, ο Δίας, βοήθησε την Αντιόπη να το σκάσει από το παλάτι κι αυτή κατέφυγε στον Κιθαιρώνα. Εκεί την έπιασαν οι πόνοι της γέννας κι έφερε στον κόσμο τα δυο αγόρια της, που τα έδωσε σε κάποιο βοσκό να τα μεγαλώσει. Η ίδια ξαναγύρισε στο παλάτι. Αφού έμεινε πολλά χρόνια, χωρίς να δει τα παιδιά της, ,έφυγε πάλι από την πόλη, γιατί δεν μπορούσε να αντέξει τη σκλαβιά και την καταπίεση της Δίρκης. Καταφεύγοντας στο δάσος βρήκε τα παλικάρια της.

Γ΄. Σ χ ό λ ι α
* Η ιστορία των αδελφών Αμφίονα και Ζήθου, κυκλοφορούσε κατά την αρχαιότητα σε πολλές παραλλαγές, Αυτό προκύπτει από τις πληροφορίες που δίνουν οι αρχαίες πηγές. Οι διαφορετικές εκδοχές βασικά αναφέρονται στον τρόπο με τον οποίο έφυγε η Αντιόπη από τη Θήβα.
Ο Ευριπίδης έκανε μια σύνθεση αυτών των παραδόσεων, κι από την ποικιλία των μύθων έγραψε την τραγωδία “Αντιόπη”. Η επιλογή και η σύνθεσή του επεκράτησε σαν ένας πλέον ενιαίος μύθος. Έχουν διασωθεί κάποια αποσπάσματα, από τα οποία φαίνεται πως βασική υπόθεση του έργου ήταν η σύγκρουση δύο ανθρώπινων τύπων, του θεωρητικού Αμφίονα και του πρακτικού Ζήθου. Έχουμε την αντιπαράθεση δύο πλευρών της ζωής, που εκφράζεται μέσα από τον χαρακτήρα και τις πράξεις δυο ανθρώπινων τύπων, που είναι δίδυμοι, που έχουν κυηθεί στην ίδια κοιλιά. Αυτή η αντίθεση, που προκύπτει από την φύση, οδηγεί στην εξέλιξη, παράγει έργο, δίνει ώθηση για κινητικότητα και υπερνίκηση της αδράνειας.
Την ίδια αντίθεση συναντούμε και σε άλλες περιπτώσεις της μυθολογίας μας, όπως στην περίπτωση του Κάστορα και του Πολυδεύκη, του γήινου και του ουράνιου, του θνητού και του αθάνατου.
Εκτός από το παραπάνω σημείο της αντίθεσης, υπάρχουν κι άλλα σημεία, που αποτελούν κοινούς τόπους της μυθολογίας, τα οποία απαρτίζουν και τον σκελετό του μύθου, όπως : Ένας θεός έρχεται σε ερωτική επαφή ή βιάζει μια θνητή γυναίκα, παίρνοντας τη μορφή ανθρώπου ή σάτυρου. Η μητέρα γεννά τα παιδιά της αβοήθητη στο δάσος, όπου αναγκάζεται να τα εγκαταλείψει. Τα απροστάτευτα μωρά ανευρίσκονται από ένα βοσκό, που τα λυπάται, τα παίρνει και τα μεγαλώνει. Τα παιδιά, όταν μεγαλώσουν αναγνωρίζουν τους γονείς τους, συνήθως τη μητέρα, βρίσκουν και τιμωρούν τους ένοχους για τα δεινά και την τύχη τους, ενώ στη συνέχεια διεκδικούν τα δικαιώματά τους.
Οι δίδυμοι του Δία και της Αντιόπης, οι “ λευκόπωλοι ” γιοι, εκπροσωπούν, όπως οι Διόσκουροι της Σπάρτης, τον ήλιο και τη σελήνη, ή τον Εωσφόρο και τον Έσπερο, που οι φωτοδότρες ακτίνες τους φαίνονται πρώτες να κυριαρχούν λαμπυρίζοντας στις γυαλιστερές κορυφές των βουνών, όπως και στον Κιθαιρώνα.
Στην αρχαιότητα θεωρούσαν τον Αμφίονα σαν τον πρώτο θνητό, που ανακάλυψε τη μουσική. Ήταν αυτός που τελειοποίησε την τρίχορδη λύρα, την οποία του έδωσε ο Ερμής, προσθέτοντας μια τέταρτη χορδή. Άλλοι λένε πως αξιοποίησε τόσο τη λύρα, που την έκανε επτάχορδη. Με το παίξιμο της λύρας του μάγευε ζώα και πράγματα όπως ο Αρίωνας και ο Ορφέας. Έτσι με τη λύρα του και μόνο μπορούσε να μετακινεί πελώριες πέτρες για να τειχίσει τη Θήβα. Ο Παυσανίας γράφει στα “ Βοιωτικά ”: « Αμφίων ήδε και το τείχος εξειργάζετο προς την λύραν… ».
Ας δούμε όμως, σε μετάφραση, τα όσα αναφέρει στο κεφ. 5, σχετικά με τους Θηβαίους Διόσκουρους:
« Κατά τη δεύτερη εποπτεία του Λύκου ο Αμφίων και ο Ζήθος μάζεψαν στρατό και γύρισαν στη Θήβα. Στη μάχη ο Λύκος νικήθηκε από τους γιους της Αντιόπης. Το Λάιο όμως έσωσαν κρυφά οι Θηβαίοι, που ήθελαν να μη σβήσει στο μέλλον η γενιά του Κάδμου. Ως βασιλείς ο Αμφίων και ο Ζήθος, προσάρτησαν την κάτω πόλη στην Καδμεία και έβαλαν ( στις δύο εγκαταστάσεις) το όνομα Θήβαι για τη συγγένειά τους με τη Θήβη. Αυτό επιβεβαιώνεται από τα λεγόμενα του Ομήρου στη Οδύσσεια: που πρώτου ίδρυσαν τη Θήβα την επτάπυλη και με πύργους την περιέβαλαν, γιατί σ’ ανοχύρωτη τη Θήβα την απλόχωρη δεν μπορούσαν να μείνουν παρά τη δύναμή τους.
Πώς ο Αμφίων τραγουδούσε και το τείχος χτιζόταν υπό τους ήχους της λύρας του δεν το ανάφερε στο ποίημα του ο Όμηρος. Ο Αμφίων φημίστηκε ως δεξιοτέχνης στη μουσική, γιατί και τη λυδική αρμονία είχε μάθει από τους Λυδούς, αφότου συγγένεψε με τον Τάνταλο και γιατί επινόησε λύρα με τρεις χορδές επιπλέον πλην των τεσσάρων που υπήρχαν παλαιότερα. Ο ποιητής του σχετικού με την Ευρώπη έπους λέει πως ο Αμφίων πρώτος μεταχειρίστηκε λύρα, διδαγμένος από τον Ερμή. Ο ίδιος λέει πως όταν τραγουδούσε τραβούσε κοντά του πέτρες και ζώα. Η Μυρώ από το Βυζάντιο, ποιήτρια επών και ελεγείων, λέει πως ο Αμφίων πρώτος ίδρυσε βωμό για τον Ερμή και σ’ αντάλλαγμα πήρε απ’ αυτόν τη λύρα. Λένε πως ο Αμφίων τιμωρείται στον Άδη, γιατί κι αυτός είχε μεμφθεί τη Λητώ και τα παιδιά της. Το επικό ποίημα “Μινυάς” κάνει λόγο για την τιμωρία του Αμφίονα, αναφερόμενο από κοινού στον Αμφίονα και στο Θράκα Θάμυρι. Όταν η οικογένεια του Αμφίονα ξεκληρίστηκε από επιδημική αρρώστια και όταν το γιο του Ζήθου τον σκότωσε από κάποιο λάθος η μητέρα του και ο ίδιος ο Ζήθος πέθανε από λύπη, οι Θηβαίοι επανέφεραν το Λάιο και τον έκαναν βασιλιά». Σε κατάλογο μουσικών, που βρέθηκε στη Σικυώνα, ο Αμφίονας βρισκόταν στην κορυφή, ενώ η παράδοση αναφέρει πως ανάμεσα στους μουσικούς, όπως οι Ορφέας, Θάμυρις, Λίνος, Αρίων, ο μουσικός της Θήβας θεωρούνταν ο αρχαιότερος.
Το ορμητήριο των δύο αδελφών, όταν εξεστράτευσαν κατά της Θήβας, ήταν η Εύτρησις, κοντά στα Λέυκτρα, στα νοτιοδυτικά της Θήβας. Οι δυο γιοι της Αντιόπης είχαν πριν οχυρώσει την Εύτρηση, όλως αργότερα θα οχυρώσουν και τη Θήβα.
Η παράδοση πως το τείχος της Καδμείας χτίστηκε αυτόματα υπό τους ήχους της λύρας του Αμφίονα ήταν γνωστή στους καλλιτέχνες της εποχής του Παυσανία. Τονίζοντας την επ’ αυτού σιωπή του Ομήρου, ο Παυσανίας αποκλείει την αρχαιότητα του μύθου. Επίγραμμα του Κορίνθιου Ονέστου, γραμμένο ένα τουλάχιστον αιώνα πριν από τον Παυσανία, ονόμαζε το τείχος της Θήβας: « χάρμα άκοπο των χεριών του Αμφίονα, ο οποίος την εφτάπυλη πατρίδα του τείχισε με εφτάχορδη κιθάρα»
« Σης χερός, Αμφίων, άπονος χάρις, επτάπυλον γαρ
πάτρην επταμίτω τείχισας εν κιθάρη».

* Σε μια άλλη διάσταση του μύθου των Διόσκουρων της Θήβας τονίζεται η ικανότητά τους να χτίζουν τείχη, να είναι τειχοποιοί. Ο Όμηρος μας λέει πως ήσαν οι πρώτοι που έκτισαν τείχος στην Καδμεία.
« Οι πρώτοι Θήβης έδος έκτισαν επταπύλοιο
πύργωσαν τ’, επεί ου μεν απύργωτον γ’ εδύσαντο
ναιέμεν ευρύχωρον Θήβην, κρατερώ περ’ εόντε » ( Οδύσσεια, Λ, 260 )
Πρόσφατα αποκαλύφθηκε και λείψανο του προμηκυναϊκού κυκλώπειου αυτού τείχους στην Καδμεία, κοντά στο Αμφείο, το οποίο χρονολογήθηκε στους πρωτοελλαδικούς χρόνους, δηλαδή στην ίδια εποχή που διαμορφώθηκε το Αμφείο σε βαθμιδωτή πυραμίδα.
Όπως και στην περίπτωση του Κάδμου, οι Ζήθος και Αμφίονας αναφέρεται πως τείχισαν και άλλα μέρη, όπως την Εύτρηση στις Θεσπιές. Χτίζοντας το τείχος της Θήβας μπαίνουν στον μύθο της ίδρυσης της πόλης και συσχετίζονται μα τον Κάδμο και τους απογόνους του. Η σχέση των δυο γενών όμως εξελίσσεται ανταγωνιστικά.
Η Αντιόπη κατάγεται από Σπαρτό και βρίσκεται σε αντίθεση με τον απόγονο του Κάδμου Διόνυσο. Οι Σπαρτοί είναι πολέμαρχοι ενώ οι Καδμίδες χαρακτηρίζονται από θρησκευτικότητα. Οι Νυκτέας και Λύκος είναι αρχικά οι πολέμαρχοι- αντικαταστάτες για τους ανήλικους βασιλόπαιδες Λάβδακο και Λάιο, ενώ αργότερα οι αδελφοί Αμφίονας και Ζήθος, αφού διώξουν τον Λάιο, αναλαμβάνουν οι ίδιοι τη βασιλεία. Τόσο ο τειχισμός της κάτω πόλης, όσο και ο εποικισμός της ακρόπολης, υποδηλώνει την αντίθεση των δυο γενών. Θα μπορούσαμε να τοποθετήσουμε στο ίδιο πλαίσιο την σύγκρουση του Αμφίονα με τον Απόλλωνα σαν αντίθεση προς το γένος των Καδμιδών, οι οποίοι είναι πιο κοντά στη λατρεία του Απόλλωνα καθώς και προς το μαντείο των Δελφών.

* Τα δυο αδέλφια Αμφίονας και Ζήθος, οι Θηβαίοι Διόσκουροι, θάφτηκαν σε ένα κοινό μνήμα, που βρίσκεται στο βόρειο μέρος της Καδμείας, ακριβώς έξω από τις “ Βορραίες Πύλες ”, σε ένα τύμβο, όπου κατά τον Παυσανία ( “ Βοιωτικά ” 17.4 ) « γης χώμα εστίν ου μέγα ». Αυτό το μνημείο είναι γνωστό σε λίγους σήμερα με το όνομα “ Aμφείον ”ή “ Άμφιον ”, όπως το ονόμαζαν οι πρόγονοί μας, « και αγαγόντες επί το Αμφείον θέσται εκέλευον τα όπλα » ( Ξενοφώντος Ελληνικά, 5,48 ), « Ο δε Αρχίας καλέσας τον Θεόκριτον και τω Λυσανορίδα προσαγαγών ιδία λαλεί πολύν χρόνον εκνεύσας της οδού μικρόν υπό το Άμφιον » ( Πλουτάρχου, Περί του Σωκράτους δαιμονίου, 4 ).
Aς αφήσουμε τον Παυσανία να μας διηγηθεί την περιήγησή του ( Βοιωτικά, κεφ. 17, 2-7) :
« Η πυρά των παιδιών του Αμφίονα απέχει από τους τάφους μισό περίπου στάδιο. Η στάχτη από την πυρά διατηρείται ακόμη(*1). Δύο λίθινα αγάλματα της Αθηνάς, της επονομαζόμενης ζωστηρίας(*2) λένε πως τα αφιέρωσε ο Αμφιτρύων, γιατί σ’ αυτό το μέρος είχε φορέσει τα όπλα ο Αμφιτρύων, όταν επρόκειτο ν’ αντιταχθεί κατά των Ευβοέων και του Χαλκώδοντα (*3). Το να φορέσει κανείς τα όπλα οι παλιοί το έλεγαν ζώσασθαι. Όταν ο Όμηρος παρουσιάζει τον Αγαμέμνονα να μοιάζει στη “ζώνη” με τον Άρη, λένε, πως αναφέρεται στην ομοιότητα του οπλισμού τους.
Ο κοινός τάφος του Ζύθου και του Αμφίονα είναι ένας σωρός χώματος, όχι μεγάλος. Οι κάτοικοι της Φωκικής Τιθορέας θέλουν να κλέψουν χώμα απ’ αυτόν, όταν ο ήλιος περνάει δια του αστερισμού του ταύρου. Αν τότε πάρουν απ’ αυτόν χώμα και μ’ αυτό περιβάλλουν τον τάφο της Αντιόπης, η χώρα των Τιθορέων θα γίνει εύφορη, ενώ η χώρα των Θηβαίων θα είναι λιγότερο εύφορη. Γι’ αυτό οι Θηβαίοι κατά το χρονικό τούτο διάστημα φρουρούν τον τάφο. Οι δύο πόλεις το πίστεψαν αυτό εξ αφορμής των χρησμών του Βάκι, όπου αναφέρονται τα εξής:
“Αλλ’ όταν κάποιος από την Τιθορέα κάνει για τον Αμφίονα και το Ζήθο
χοές εξιλαστήριες και ευχές,
τότε που η δύναμη του λαμπρού ήλιου ζεσταίνει τον ταύρο,
φυλάξου από κακό όχι μικρό
που επέρχεται στην πόλη, γιατί οι καρποί φθίνουν σ’ αυτή,
αν πάρουν χώμα και το φέρουν στον τάφο του Φώκου”.
Το ονομάζει “τάφο του Φώκου” ο Βάκις για τον εξής λόγο: Η σύζυγος του Λύκου τιμούσε περισσότερο από όλους τους θεούς το Διόνυσο. Όταν αυτή έπαθε ό,τι αναφέρουν οι παραδόσεις, ο Διόνυσος αγανάκτησε κατά της Αντιόπης. Κάποια μνησικακία συνοδεύει πάντα τις από μέρους των θεών υπερβολικές τιμωρίες. Λένε πως η Αντιόπη τρελάθηκε και, μέσα στην παραφροσύνη της, πλανώνταν σ’ όλη την Ελλάδα, ώσπου ο Φώκος, ο γιος του Ορνυτίωνα, γιου του Σισύφου, τη συνάντησε και τη νυμφεύτηκε, αφού τη γιάτρεψε. Γι’ αυτό έχει γίνει κοινός τάφος για την Αντιόπη και το Φώκο. Οι παρά τον τάφο του Αμφίονα λίθοι που έχουν χρησιμοποιηθεί και που δεν είναι με επιμέλεια δουλεμένοι, λένε πως είναι οι βράχοι που ακολούθησαν το άσμα του Αμφίονα. Παρόμοια λέγονται και για τον Ορφέα, πως δηλαδή τον ακολουθούσαν τα θηρία, όταν κιθαρωδούσε».
Ο τύμβος των Αμφίονα και Ζήθου ανακαλύφθηκε και ανασκάφτηκε κατά τα έτη 1971-73 από τον αρχαιολόγο Θεόδωρο Σπυρόπουλο, στον λόφο που βρίσκεται πίσω από το σημερινό Αρχαιολογικό Μουσείο, προς το βόρειο τμήμα της πόλης. ( Θ.Σπυρόπουλος, “ Αμφείον : Έρευνα και Μελέτη του Μνημείου του Αμφείου Θηβών ”, 1981 ). Τo πιο σημαντικό στον τύμβο του Αμφείου έγκειται στο γεγονός πως είναι το μοναδικό κτίσμα στην Ελλάδα με σχήμα κλιμακωτής πυραμίδας, ανάλογο με αυτήν του Ζοζέρ στην Αίγυπτο, που αποτελεί το αριστούργημα του Ιμχοτέμπ.
Το μνημείο αυτό ανάγεται στην προμυκηναϊκή- πρωτοελλαδική περίοδο, ενώ ο κιβωτιόσχημος τάφος στην κορυφή του λόφου ανάγεται στην Μεσοελλαδική εποχή. Δηλαδή το Αμφείο είναι ένα πανάρχαιο μνημείο, σύγχρονο των Αιγυπτιακών βαθμιδωτών πυραμίδων της 5ης και 6ης Δυναστείας ( 2500-2000 π.χ.).
Όπως αναφέρει ο ίδιος ο αρχαιολόγος, που ανέσκαψε τον λόφο, στο περιοδικό “ Τρίτο Μάτι ”, για την τοποθεσία και την ονοματοθεσία του λόφου υπήρχαν βάσιμες και ασφαλείς καταγραφές της αρχαίας παράδοσης. Οι τραγικοί μας ποιητές του 5ου και 4ου π.χ. αιώνα, που η θεματογραφία των δραματικών τους έργων υπήρξε ο “ Θηβαικός Κύκλος ”, όπως ήταν αναγκαίο τοπογράφησαν τις θέσεις των φυσικών και μνημειακών αναφορών τους, στα πλαίσια των οποίων εξελίχθηκε η δράση των ηρώων των τραγωδιών τους. Ο Αισχύλος, όπως προκύπτει από την τραγωδία “ Επτά επί Θήβας ”, κάνει μια λαμπρή αναφορά αλλά και περιγραφή για τα φυσικά ορόσημα της Θηβαϊκής ακρόπολης, της περίφημης Καδμείας, επίσης περιγράφει και τις πύλες του τείχους. Όλοι οι μελετητές της Θηβαϊκής μνημειακής τοπογραφίας, όπως ο Fabricius, o Willamowitz και ιδιαίτερα ο Αντ. Κεραμόπουλος, συμφωνούν στην τοπογραφική θέση του Αμφείου, δηλαδή πως είναι ο λόφος που βρίσκεται βόρεια της Καδμείας. Απ’ αυτήν τον χωρίζει ένας αυχένας, που ήταν βαθύτερος αρχικά, όμως ρηχότερος σήμερα λόγω προσχώσεων. Ο Αισχύλος ( “ Επτά επί Θήβας”, 526 ) γράφει:
« Τον δε πέμπτον αυ, λέγω
πέμπταισι προσταχθέντα βορραίαις πύλας
τύμβον κατ’ αυτόν διογενούς Αμφίονος ».
Είναι προφανές πως “ αι Βορραιαί Πύλαι ”, που αναφέρει ο Αισχύλος, μόνο στο βόρειο άκρο της ωοειδούς Καδμείας μπορούν να τοποθετηθούν, η οποία μάλιστα σ’ αυτό το άκρο στενεύει. Απέναντι απ’ αυτές τις πύλες υπάρχει μόνον ο λόφος και ο τύμβος των Διογενών αδελφών, που φέρει το όνομα “ Αμφείον ”. Γύρω απ’ αυτό το λόφο απλώνεται η εύφορη Θηβαϊκή πεδιάδα, το αρχαίο “Αόνιον Πεδίον ”. O Αισχύλος επίσης αναφέρει το ταφικό μνημείο ως μετέωρο, δηλαδή σαν υψηλό ορόσημο. Στην τραγωδία “ Ικέτιδες ”, 662, γράφει :
« Αρμάτων δ’ οχήματα ( ορώ )
ένερθε σεμνών μνημάτων Αμφίονος ».
Ο Ευριπίδης ιστορεί πως ο Παρθενοπαίος για να παρατάξει τον στρατό του προ των πυλών της Καδμείας, αυτών που λέγονται “ Βορραίες ” ή “ Ωγύγιες Πύλες ”, παρέκαμψε τον λόφο με το μνήμα του Ζήθου ( Ευριπίδου, “ Φοίνισσαι, 145 ) : « αμφί μνήμα Ζήθου περά ». Σχετική είναι και η αναφορά του Παυσανία : « Ζήθω δε και Αμφίονι εν κοινώ Γης χώμα έστιν ου μέγα ». Έτσι ο περιηγητής του 2ου μ.Χ. αιώνα αναπαράγει την παράδοση που θέλει τους Θηβαίους Διόσκουρους να έχουν ταφεί στο ίδιο μνήμα, αλλά περιγράφει και τον τύμβο, που επισκέφθηκε.
Τον κοινό τάφο αποκάλυψε ο Θ. Σπυρόπουλος κατά την περίοδο 1970-1973, οπότε η μυθολογική παράδοση ενός σεπτού και σημαντικού μνημείου του προϊστορικού πολιτισμού της πατρίδας μας, αποδείχτηκε πέρα για πέρα ακριβής. Ο τύμβος, που κάλυπτε τον κοινό τάφο, αποδείχτηκε πως δεν ήταν απλά χώμα. Ήταν μια κατασκευή σε σχήμα κόλουρου κώνου, φτιαγμένη με πλίνθους, όπου στο βόρειο τμήμα της είχε γίνει ο κιβωτιόσχημος τάφος των δυο ηρώων. Ανακαλύφτηκε μια μνημειώδης ταφική εγκατάσταση με πελώρια καλυπτήρια πλάκα και διπλή πόρτα στη βόρεια πλευρά της.
Ο τάφος δεν ήταν ανέπαφος, αλλά συλημένος. Σ’ αυτόν βρέθηκαν διασκορπισμένα σκελετικά λείψανα και τρία χρυσά κοσμήματα κρινοπαπύρων ύψους 33mm ( χιλιοστών ), με διπλή αντιθετική σπείρα στη βάση των ανθήρων και στέλεχος που κατέληγε σε θηλιά ανάρτησης. Σίγουρα θα υπήρχαν περισσότερα τμήματα από ένα ή δύο περιδέραια, τα οποία αναδείκνυαν το βασιλικό και ιερατικό αξίωμα των Διοσκούρων. Τα χρυσά κοσμήματα, από τα ωραιότερα του Ελληνικού χώρου, και τα άλλα ευρήματα του τάφου ( σκύφος, σαλτσιέρα ) χρονολογούν την κατασκευή του τάφου και του τύμβου, που τον καλύπτει, κατά τους πρωτοελλαδικούς ΙΙ χρόνους, δηλαδή κατά την περίοδο 2700-2400 π.χ.
Οι κλιτύες του λόφου του Αμφείου έχουν διαμορφωθεί τεχνητά σε επάλληλα κωνικά άνδηρα, ώστε το όλο μνημείο να αποκτήσει κλιμακωτή μορφή πυραμίδας με τέσσερις βαθμίδες, με στόχο να είναι ορατό από μακριά ( τηλεφανές ). Ο λόφος, λοιπόν, είχε λαξευτεί ώστε να πάρει το τρίβαθμο σχήμα, στην κορυφή του οποίου χτίστηκε ο τύμβος με τον κοινό τάφο του Αμφίονα και του Ζήθου. Είναι εμφανέστατοι οι περίδρομοι ( διάδρομοι ) σε κάθε βαθμίδα ακόμη και σήμερα, που όχι μόνο έχει εγκαταλειφθεί το μνημείο ώστε να γίνει σκουπιδότοπος, αλλά τμήματα του λόφου έχουν παραχωρηθεί, ώστε να γίνουν παιδικός σταθμός, παιδική χαρά, πνευματικό κέντρο ( παλιά ΔΕΗ ) και χώρος αποθήκευσης υλικού για την συγκέντρωση των απορριμμάτων του δήμου. Οι κώνοι μετρήθηκαν, και έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον το ύψος τους, γιατί ο κάτω κώνος έχει διπλάσιο ύψος από τον ανώτερό του!
Τύμβος : 2,20 m
Πρώτος κώνος : 4,40 m
Δεύτερος κώνος : 8,80 m
Τρίτος κώνος : 17, 60 m.
Μέσα στο Αμφείο ο Θ. Σπυρόπουλος ανακάλυψε ένα καταπληκτικό, πανάρχαιο σύστημα από φρεάτια, στοές, κλίμακες και κόγχες. Στη βάση του λόφου υπάρχει το βραχώδες σώμα του λόφου, όπου από τον Κεραμόπουλο είχαν βρεθεί προμυκηναϊκά όστρακα αγγείων, μετά είναι το “ λευκάζον στρώμα γης ” και τελευταίος ο τύμβος.
O λόφος έχει ψαμμολιθική σύσταση και γίνεται εύκολα η λάξευση. Στο εσωτερικό του οι σήραγγες διατηρήθηκαν σε άριστη κατάσταση, σε βάθος πάνω από 20m.Η πρόσβαση στο εσωτερικό γίνεται βασικά από ένα κατακόρυφο φρέαρ, που αποκαλύφτηκε στην περίμετρο του πλίνθινου τύμβου, στα βόρεια του μεγάλου τάφου, που υπάρχει στην κορυφή. Το φρέαρ έχει διάμετρο περίπου 1m. Υπάρχει και δεύτερο φρέαρ στη δυτική πλευρά, ελαφρώς κεκλιμένο, που πιθανώς να εξυπηρετούσε στον φωτισμό του εσωτερικού χώρου και στον εξαερισμό, κάτι που συμβαίνει και στα υπόγεια αιγυπτιακά μνημεία. Το όλο έργο είναι περίτεχνο κι επιμελές. Οι σήραγγες διατρέχουν το εσωτερικό του λόφου σε ευθύγραμμα τμήματα, που σε ορθές γωνίες σχηματίζουν μια μαιανδροειδή σχάρα σε όλο το εσωτερικό του λόφου. Το ύψος των σηράγγων είναι 5m , το πλάτος τους 1,80m και η οροφή τους είναι σε σχήμα καμάρας. Στο βράχο έχουν ανοιχτεί αμφίπλευρα κόγχες ύψους 2,5m, καμαρωτές στο πάνω μέρος τους.
Δυστυχώς κι εδώ συνέβη αυτό που ο σοφός λαός μας έχει συνοψίσει στη φράση « η Ελλάδα τρώει τα παιδιά της »! Ας ακούσουμε το παράπονο του ίδιου του ερευνητή αρχαιολόγου :
« Αλλά δυστυχώς δεν μας άφησαν! Ούτε καν προλάβαμε να διατρέξουμε όλες τις υπόγειες σήραγγες, να τις σχεδιάσουμε και να τις φωτογραφίσουμε…Το περίτεχνο αυτό πλέγμα δεν ερευνήθηκε, διότι ο υπογράφων ανασκαφέας μετατέθηκε από την έδρα του το έτος 1973…Παρ’ ότι η έρευνα του Αμφείου έμεινε ημιτελής, το φρέαρ κλείστηκε με τσιμέντο…».
Φίλε αναγνώστη, οι Έλληνες στο όνομα αλλά ανθέλληνες πνευματικά για μια ακόμη φορά προσπάθησαν να διαγράψουν ένα σημαντικότατο ταφικό μνημείο, που καταδεικνύει πως η μυθολογία μας δεν είναι παραμύθια που διηγούνται οι παππούδες και οι γιαγιάδες στα εγγόνια τους, αλλά η πραγματική μας ιστορία, όπως μας την παραδίδει η παράδοσή μας! Τα ευρήματα και τα στοιχεία του Αμφείου υπήρξαν αρκετά για να τεκμηριώσουν την ερμηνεία του ως ταφικού βαθμιδωτού μνημείου της Πρώιμης Εποχής του Χαλκού, της εποχής 2600-2400 π.χ., δηλαδή αρχαιότερου από την Μεγάλη Πυραμίδα! Έτσι ανατρέπονταν τα σχέδια αυτών που θέλουν τον αρχαίο Ελληνικό πολιτισμό να προέρχεται από τον ανατολικό και τον Αιγυπτιακό. Μερικά κυβικά τσιμέντο έλυσαν το πρόβλημα… και δεν διατάραξαν τις ισορροπίες… Όμως το ψέμα και η απάτη έως πότε θα επικρατήσουν; Δεν είναι μακριά ο καιρός που το σκοτάδι της πλάνης θα σκορπιστεί και θα ‘ρθει η αυγή όπου το “ Απολλώνειο Φως ” της αλήθειας θα λάμψει…

* Το εσωτερικό του Αμφείου εξυπηρετούσε μια ταφική οικονομία και πρακτική. Η περίτεχνη διαδρομή των σηράγγων μπορεί να ερμηνευθεί σαν ένα τέχνασμα παραπλάνησης των τυμβωρύχων. Υπάρχει μεγάλη ομοιότητα με τα αιγυπτιακά ταφικά μνημεία του Αρχαίου και Μέσου Βασιλείου, στα οποία υπάρχουν επίσης σήραγγες, κλίμακες και κόγχες, όπως και στο Αμφείο.
Σύμφωνα με την παράδοση οι κάτοικοι της Τιθορέας στην Φωκίδα έπαιρναν κρυφά χώμα από το Αμφείον, όταν ο ήλιος περνούσε από τον αστερισμό του Ταύρου ( Μάιος ). Ο Παυσανίας αναφέρει ( “Βοιωτικά”, 17.4 ) : « επειδάν τον εν τω ουρανώ ταύρον ο ήλιος διεξίη ». Οι Τιθορείς παίρνοντας κρυφά χώμα από το Αμφείο, το έφερναν στο μνήμα της Αντιόπης, της μητέρας των Θηβαίων Διοσκούρων, κι έτσι η χώρα τους γινόταν πιο εύφορη, ενώ μειωνόταν η ευφορία της Θηβαικής γης.
Υπήρχε και χρησμός του Βάκιδος, ενός μάντη των αρχαϊκών χρόνων από την Αρκαδία, σύμφωνα με τον οποίο οι Θηβαίοι έπρεπε να φυλάνε το ταφικό μνημείο από τους Τιθορείς. Έτσι, όπως αναφέρει ο Παυσανίας : « Επί τούτω φρουράν οι Θηβαίοι τότε έχουσι του μνήματος ». Γι’ αυτή την “κλοπή” ο Παυσανίας χρησιμοποίησε το ρήμα “ υφαιρείσθαι”, γράφοντας χαρακτηριστικά : « Υφαιρείσθαι δ’ εθέλουσιν απ’ αυτού της γης οι Τιθορέαν την εν τη Φωκίδι έχοντες ». Αυτή η “υφαίρεση” υποδηλώνει πως έπαιρναν το χώμα από το εσωτερικό, δηλαδή υπήρχαν σήραγγες.
Η βαθμιδωτή πυραμίδα του Αμφείου συνδέεται με ένα αστρονομικό φαινόμενο, την είσοδο του ήλιου στον αστερισμό του Ταύρου. Αυτός ο αστερισμός πήρε το όνομά του Ταύρος, γιατί απεικονίζει τον ταύρο στον οποίο μεταμορφώθηκε ο Δίας, όταν άρπαξε την Ευρώπη, την αδελφή του Κάδμου, που υπήρξε ο θείος ιδρυτής της Θήβας. Να σημειώσουμε εδώ πως ο αστερισμός του Ταύρου βρίσκεται δίπλα στον αστερισμό του Ωρίωνα, που οποίου γεωμετρική προβολή αποτελούν οι πυραμίδες της Γκίζας στην Αίγυπτο.
Υπάρχει, επομένως, ένα σαφέστατο γεωδαιτικό χαρακτηριστικό του προσανατολισμού του Αμφείου. Προσανατολισμένη είναι και η σήραγγα που οδηγεί στον υπόγειο ταφικό θάλαμο, έχοντας την κατεύθυνση Ν-Β, δηλαδή προς τον Πολικό Αστέρα.

-----------------------------------------------------------------------------------------------------------
(*1) Εκτός από τους τάφους των παιδιών του Αμφίονα και της Νιόβης, των Νιοβιδών, τους οποίους ο Παυσανίας αναφέρει στο κεφ. 16, 7, ( οι Θηβαίοι έχουν εδώ και τάφους των παιδιών του Αμφίονα, χωριστά για τα’ αγόρια κι έναν ιδιαίτερο για τα κορίτσια), διατηρούσαν στη Θήβα ως ιερό κατάλοιπο την πυρά από την καύση τους, η οποία απείχε από τους τάφους 80-90m.

(*2) Aπό το επίθετο αυτό προκύπτει πως οι Θηβαίοι τιμούσαν την Αθηνά ως προστάτη τους στη μάχη. Ίσως να ήταν χαρακτηριστική η λατρεία της Παλλάδας στην περιοχή, όπου εμφανιζόταν ως προστάτρια στον πόλεμο, γιατί και στην Τανάγρα υπήρχε κοινό ιερό της θεάς με τον πατέρα της, τον Δία μαχανέα, δηλ. τον Δία σωτήρα, που μηχανευόταν τρόπους σωτηρίας. Από την Τανάγρα είναι γνωστός λίθινος πίνακας με την αναθηματική επιγραφή : «Διός μαχανέος, Αθανάς ζωστειρίας».

(*3) Ο Αμφιτρύων, σύζυγος της Αλκμήνης, της μητέρας του Ηρακλή, έκανε τον πόλεμο με τους Άβαντες της Εύβοιας, που είχαν βασιλιά τον Χαλκώδοντα, με σκοπό να απαλλάξει τη Θήβα από το φόρο υποτέλειας προς αυτούς. Στη μάχη σκοτώθηκε ο Χαλκώδων και ο τάφος του ήταν στο δρόμο Θήβας- Χαλκίδας, πριν το Άρμα και τη Μυκαλησσό. (4 )
---------------------------

Δεν υπάρχουν σχόλια: