[[ δαμ-ων ]]
Α΄. Ο Μύθος
Ήταν από τη μοίρα γραφτό ο Οιδίποδας να αποκτήσει από τη μάνα του Ιοκάστη τα παιδιά του, που έσυραν το χορό της κακοδαιμονίας των Λαβδακιδών. Καρπός της αιμομιξίας του άμοιρου γιου και της δύστυχης μάνας ήταν η απόκτηση δύο γιων, του Πολυνείκη και του Ετεοκλή, και δύο θυγατέρων, της Αντιγόνης και της Ισμήνης. Η κατάρα της γενιάς τους συνεχίστηκε στα παιδιά. Αυτή η κατάρα κρατούσε από την εποχή του Λάιου, όταν αυτός ασέβησε προς τους θεούς. Έλεγαν πως ο ίδιος ο Απόλλωνας είχε καταραστεί τη γενιά των Λαβδακιδών να μη συναντήσει ευτυχία και να ξεκληριστεί.
Σαν έγιναν οι φοβερές αποκαλύψεις στο παλάτι της Θήβας, πως ο Οιδίποδας ήταν ο φονιάς του γονιού του μα συνάμα κι αυτός που μοιράστηκε το συζυγικό κρεβάτι με τη μάνα του, απ’ όπου γεννήθηκαν τα παιδιά τους με ανόσιο τρόπο, ο τυφλός βασιλιάς παρέδωσε την εξουσία στον Κρέοντα. Τα δυό αδέλφια Πολυνείκης και Ετεοκλής άφησαν αρχικά το θρόνο στο θειό τους γιατί ήσαν ανήλικοι. Αντί να παρασταθούν στη δυστυχία τον πατέρα τους, του φέρθηκαν με σκληρό τρόπο, καταπώς δεν του άξιζε και δεν άρμοζε κατά τις συνήθειες των αρχαίων, γιατί βαριοί άγραφοι νόμοι των αθάνατων θεών μα και θεσπισμένοι από τους θνητούς όριζαν τα παιδιά να τιμούν τους γονιούς τους και να τους παραστέκουν στην ανημποριά τους.
Αφού δεν σεβάστηκαν τα πατροπαράδοτα ιερά σκεύη και τον ατίμωσαν με το να του στείλουν τα χειρότερα μέρη του σφάγιου από τη θυσία, ο πατέρας τους καταράστηκε να μην αξιωθούν να τον διαδεχτούν στην εξουσία και να μη χαρούν τα αγαθά που κληρονόμησαν, αλλά θανάσιμο μίσος να τους χωρίσει και στο τέλος να σκοτωθούν ο ένας από το αδερφοκτόνο χέρι του αλλουνού.
Μετά οι άπονοι γιοί έδιωξαν τον τυφλό πατέρα, που πήρε τον πικρό δρόμο της ξενιτιάς. Ένας δαίμονας μπήκε στο μυαλό τους και ζήτησαν να αναλάβουν αυτοί τη βασιλεία, που δικαιούνταν. Μερικοί λένε πως ήσαν δίδυμοι, κι από τους δυό πρώτος είδε το φως της ζωής ο Πολυνείκης και γι’ αυτό λογαριαζόταν μεγαλύτερος. Σαν δίδυμοι αποφάσισαν να μοιραστούν την εξουσία και να βασιλέψουν εναλλακτικά από ένα χρόνο ο καθένας τους. Αφού πρώτος βασίλεψε ο Ετεοκλής, αν κι ήταν ο νεώτερος, σαν τελείωσε ο χρόνος του, του καλάρεσε το μεγαλείο της εξουσίας κι αρνήθηκε να παραδώσει το θρόνο στον αδελφό του. Όχι μόνο δεν κράτησε τη συμφωνία τους, αλλά έδιωξε τον Πολυνείκη από τη γενέτειρά τους, την επτάπυλη Θήβα.
Ο αποδιωγμένος Πολυνείκης κατέφυγε στο Άργος, όπου βασίλευε ο Άδραστος, που ήταν γόνος των Αμυθαόνων. Από πού όμως κρατούσε αυτή η καταγωγή; Ας πάρουμε την γενιά από την αρχή, για να δούμε και πως εμπλέκονται οι ήρωες, που αργότερα έκαναν την εκστρατεία κατά της Θήβας.
Η συνέχεια >>> εδώ …
Ο ήρωας Αμυθάονας είχε δυό γιους, που τους απόκτησε από την Ειδομένη, τον μεγάλο μάντη Μελάμποδα και τον Βία. Ο Μελάμποδας, που ίσως να ήταν ο πρώτος θνητός, στον οποίο οι θεοί έδωσαν το χάρισμα της μαντικής τέχνης, βοήθησε με τις ικανότητές του να βρουν τα λογικά τους οι κόρες του Προίτου, που είχαν τιμωρηθεί από τον Διόνυσο, γιατί δεν τον τιμούσαν. Άλλοι έλεγαν πως την μανία είχε στείλει η Ήρα, που ήταν οργισμένη γιατί δεν την λάτρευαν οι κόρες κι άλλοι μιλούσαν για την Αφροδίτη. Για να γιάνει όμως τις σαλεμένες κόρες είχε πρώτα ζητήσει σαν αντάλλαγμα το ένα τρίτο του βασιλείου αυτός κι ένα τρίτο ακόμα για τον αδελφό του. Ο βασιλιάς Προίτος πάνω στην απελπισία του δέχτηκε να μοιράσει το βασίλειό του στα τρία, να κρατήσει για τον εαυτό του το ένα τρίτο και τα άλλα δύο τρίτα να τα δώσει στα αδέλφια, τους γιους του Αμυθάοντα, που τους πάντρεψε ύστερα με τις γιατρεμένες θυγατέρες του, τον Μελάμποδα με την Ιφιάνασσα και τον Βίαντα με τη Λυσίππη. Ο Μελάμποδας απόκτησε δύο γιους, τον Αντιφάτη και τον Μαντίο. Ο Αντιφάτης με τη σειρά του απόκτησε τον Οϊκλέα κι αυτός τον Αμφιάραο, τον σοφό μάντη. Ο Βίας είχε γιό τον Ταλαό, που απόχτησε δύο αγόρια, τον Άδραστο και τον Πρώνακτα και μια κόρη, την Εριφύλη.
Σαν βασίλευε ο Ταλαός, οι υπόλοιποι από την βασιλική οικογένεια ξεσηκώθηκαν ενάντιά του , έχοντας αρχηγό τον Αμφιάραο, σκότωσαν κατά τη διάρκεια της στάσης τον γιό του βασιλιά, τον Πρώνακτα, και πήραν την εξουσία. Τότε ο αδελφός του νεκρού, ο Άδραστος, αναγκάστηκε να αφήσει το Άργος και να καταφύγει στη Σικυώνα, όπου βασίλευε ο Πόλυβος. Εκεί παντρεύτηκε την κόρη του Πόλυβου, και έγινε βασιλιάς. Καθώς απόκτησε δύναμη, θέλησε να ξαναπάρει το θρόνο της πατρίδας του, που με βία τους είχαν αποσπάσει οι συγγενείς του. Κατέβηκε στο Άργος, όπου δεν βρήκε αντίσταση από το συνετό Αμφιάραο, φίλιωσε με τους αντιπάλους, που με τη σειρά τους του αναγνώρισαν τα δικαιώματά του στο θρόνο. Αφού μόνιασαν με τον κύριο αντίπαλό του Αμφιάραο, για να επισφραγίσουν τη συμφιλίωση, του έδωσε για γυναίκα την αδελφή του Εριφύλη. Ορκίστηκαν, όποτε παρουσιαστεί διαφορά ανάμεσά τους, να’ ναι κριτής η Εριφύλη, που θα τους λύνει τις διαφορές, κι αυτοί να υπακούουν ολότελα στις αποφάσεις της. Ούτε καν πέρναγε από του νου του Αμφιάραου πως αυτή η απόφαση προμηνούσε τον αφανισμό του και το χαντάκωμα όλου του σογιού του.
Στο παλάτι του Άδραστου κατέληξε να βρει καταφύγιο ο διωγμένος από τη Θήβα Πολυνείκης. Έφτασε μια σκοτεινή νύχτα, που τα αστραπόβροντα έσχιζαν τον κατάμαυρο ουρανό κι έσειαν τη γη. Ο αγέρας λυσσομανούσε, κάνοντας τα δέντρα να τον προσκυνούν στο διάβα του, ενώ έδινε περισσή δύναμη στις χοντρές στάλες της βροχής να μαστιγώνουν το κάθε τι, καθώς με μανία έπεφταν πάνω του. Με δυσκολία έσερνε τα βήματά του μέσα στην καταιγίδα ο Πολυνείκης, και στο φως των αστραπών είδε τον σκοτεινό όγκο του παλατιού. Κατευθύνθηκε προς τα ‘κει για να βρει κατάλυμα. Σαν έφτασε στο προαύλιο του παλατιού και πήγε ολοΐσια σ’ ένα υπόστεγο, όπου έπαψε η βροχή να του μαστιγώνει το πρόσωπο, βρήκε έναν αγριεμένο άντρα, να του φράζει το δρόμο. Ήταν ο αδάμαστος Τυδέας, βασιλόπουλο κι αυτός από την Καλυδώνα της Αιτωλίας. Πατέρας του ο βασιλιάς Οινέας, που τον απόκτησε από την Περίβοια. Είχε κι αυτός καταφύγει στο Άργος έχοντας γνωρίσει την εξορία γιατί σκότωσε τον θείο του και δύο ξαδέρφια του.
Ο Πολυνείκης δεν έκαμε πίσω και ο Τυδέας άδραξε τα άρματα. Αμέσως το βασιλόπουλο από τη Θήβα έσυρε το σπαθί και πρόβαλε την ασπίδα του. Άγρια μάχη ξέσπασε ανάμεσα στα αντριωμένα βασιλόπουλα. Σαν λυσσασμένα λιοντάρια όρμησαν ο ένας στον άλλο διασταυρώνοντας τα σπαθιά τους κι αυτά άλλοτε καμπάνιζαν χτυπώντας στις χαλκόλαμπρες ασπίδες. Ο σάλαγος από τα χτυπήματα των σπαθιών και τα μουγκρητά των παλικαριών ξύπνησαν τον Άδραστο, που τρίβοντας τα μάτια ξεπρόβαλε από τη βασιλική κάμαρα κι αντίκρισε τα ξένα βασιλόπουλα σαν θεριά να μάχονται για το ποιός θα πάρει κατάλυμα για να ξεκουράσει το καταπονημένο από την οδοιπορία σώμα του. Ξαφνιάστηκε ο βασιλιάς στην αρχή βλέποντας τα παλικάρια να χτυπιούνται με μανία, μα μπήκε ανάμεσά τους ήρεμα και πατρικά και τους χώρισε. Μετά τους έμπασε στο παλάτι, κάθισαν γύρω από τη φωτιά στο τζάκι να στεγνώσουν τα παλικαρόπουλα και τους μόνιασε μιλώντας τους ήρεμα και πατρικά. Πρόθυμα πρόσφερε τη φιλοξενία του, αφού έμαθε την καταγωγή των νεαρών. Ο Πολυνείκης του είπε πως έφυγε από τη Θήβα διωγμένος από τον αδελφό και για την πατρογονική κατάρα κι ο Τυδέας για την εξορία του μετά τους φόνους, που έκαμε. Ο βασιλιάς ανέλαβε να τον καθαρίσει από το μίασμα του φόνου. Συνάμα θυμήθηκε κι έναν παλιό χρησμό, που τον ορμήνευε να παντρέψει τις θυγατέρες του με το λιοντάρι και τον κάπρο. Ο Πολυνείκης φορούσε δέρμα λιονταριού με την πανοπλία του ενώ ο Τυδέας τομάρι κάπρου. Κάποιοι άλλοι λένε πως πάνω στις ασπίδες τους είχαν τους θυρεούς του οίκου τους, που ήταν ανάγλυφες οι κεφαλές του θηβαϊκού λέοντα και του Καλυδώνιου κάπρου. Έτσι σε λίγο καιρό τους πάντρεψε με τις κόρες του, τον Πολυνείκη με την Αργεία και τον Τυδέα με τη Δηϊπύλη.
Σαν γαμήλιο δώρο ο Πολυνείκης πρόσφερε στη γυναίκα του τα πιο πολύτιμα κειμήλια του οίκου της Θήβας, το περιδέραιο και το πέπλο της Αρμονίας. Το ζευγάρι απόκτησε γιό, τον Θέρσαντο, που έμελλε να κυριεύσει τη Θήβα και να βασιλέψει πετυχαίνοντας αυτό που δεν κατόρθωσε ο πατέρας του. Οι δύο γαμπροί του Άδραστου συνδέθηκαν με βαθιά φιλία, που έμεινε παροιμιώδης. Ο Τυδέας με τη Δηϊπύλη έζησαν πολύ ευτυχισμένα κι απόχτησαν τον ξακουστό ήρωα Διομήδη, τον οποίο είχε με εύνοια η θεά Αθηνά, κι αξιώθηκε να κυριεύσει τη Θήβα μ’ άλλους ήρωες και μετά να πατήσει την Τροία, στην μεγάλη εκστρατεία των Ελλήνων.
Oι μέρες περνούσαν και οι γαμπροί του Άδραστου, που εκτός από τη συγγενική σχέση συνδέθηκαν με βαθιά φιλία, ζούσαν ευτυχισμένοι στο Άργος, με τις γυναίκες τους να τους αγαπούν, μεσ’ στα πλούσια αρχοντικά τους , έχοντας μεγάλα κοπάδια από ήρεμα πρόβατα, ανήσυχα γίδια και δυνατά βόδια, καρπερά χωράφια που τους έδιναν κάθε αγαθό της βλάστησης και εκατοντάχρονα φουντωτά λιόδεντρα. Ο βασιλιάς πεθερός του ήταν πολύ ευχαριστημένος από τους γαμπρούς, που έκαμε, ενώ οι Αργείοι πολύ τους συμπαθούσαν. Στη δεύτερη πατρίδα τους τα παλικάρια έκαναν πολλούς φίλους και η ζωή κυλούσε όμορφα. Μα όλα αυτά δεν μπορούσαν να βγάλουν τον καημό για τον εξαναγκασμό να φύγουν από τη γενέτειρά τους και την επιθυμία να γυρίσουν πίσω. Ήταν και το σαράκι της εκδίκησης που τους έτρωγε την καρδιά. Αποφάσισαν λοιπόν να μιλήσουν στον συνετό και σεβαστό ηγεμόνα του Άργους, γιατί μόνον αυτός θα μπορούσε να διοργανώσει μια μεγάλη εκστρατεία, διαθέτοντας όχι μόνο τον στρατό του αλλά να προτρέψει να ακολουθήσουν κι άλλες φιλικές πόλεις.
Σαν του έκαμαν γνωστή την επιθυμία τους, στην αρχή δίστασε γιατί δεν ήξερε τι στάση θα κρατήσουν οι άλλοι άρχοντες καθώς και οι φίλοι και σύμμαχοι. Μετά σκέφτηκε πόσο θα μπορούσε να ωφεληθεί από μια τέτοια εκστρατεία και στη δύναμη μα και στη φήμη και ανέλαβε την υποχρέωση να αποκαταστήσει τους γαμπρούς του στους θρόνους της Θήβας και της Καλυδωνίας. Ορκίστηκε να τους συνδράμει, μα έβαλε σαν όρο να πάρει μέρος οπωσδήποτε ο άξιος πολεμιστής αλλά και τρανός μάντης Αμφιάραος. Έτσι βάλθηκαν να κάνουν τις ετοιμασίες της εκστρατείας ενώ συνάμα κάλεσαν και τις συμμαχικές πόλεις να βοηθήσουν στέλνοντας τα πιο αντρειωμένα παλικάρια τους.
Προτού ξεκινήσουν τη μεγάλη επιχείρηση, θέλησαν να κάνουν την ύστατη χειρονομία καλής θέλησης, κάνοντας μια προσπάθεια να συμβιβαστούν τα δύο αδέλφια κι έτσι να αποφύγουν τον σκοτωμό τόσων παλικαριών εξαιτίας της φιλοδοξίας και του εγωισμού του Ετεοκλή. Συμφώνησαν, λοιπόν, να κινήσει για τη Θήβα ο Τυδέας, για να μιλήσει με τον σφετεριστή βασιλιά.
Καθώς κατευθυνόταν στη Θήβα , παρουσιάστηκε η Αθηνά στον Τυδέα, που τον είχε υπό την προστασία της εκτιμώντας τον πολεμικό του χαρακτήρα και την αντριωσύνη του, και τον συμβούλεψε να αποφύγει κάθε πρόκληση και να φερθεί μυαλωμένα σαν φτάσει στη Θήβα και συναντηθεί με τον Ετεοκλή. Έτσι, χωρίς να προκαλέσει ο τρομερός πολεμιστής, πέρασε τα τείχη της πόλης και ζήτησε να δει τον βασιλιά. Εκείνος δέχτηκε τον ξένο στο παλάτι και τον κάθισε στο βασιλικό τραπέζι, όπου τρώγοντας και πίνοντας ο Τυδέας του μίλησε ήρεμα και του ζήτησε την επιστροφή του Πολυνείκη, στον οποίο θα αναγνώριζε της αρχική συμφωνία, που τα δυό αδέλφια είχαν κάνει για το μοίρασμα της εξουσίας. Σαν άκουσε τον απεσταλμένο ο βασιλιάς. πρότεινε την επιστροφή του αδελφού του και την απόδοση του μεριδίου της βασιλικής περιουσίας, που του αναλογούσε, όμως με κανένα τρόπο δεν δεχόταν να μοιραστεί η εξουσία, αξιώνοντας να παραιτηθεί ο Πολυνείκης από κάθε διεκδίκηση του θρόνου.
Ο άτρομος πολεμιστής, για να συνετίσει τον αλαζόνα βασιλιά, δείχνοντάς του τι είδους παλικάρια θα πολιορκούσαν τη Θήβα, προκάλεσε σε μονομαχία όλους του αντρειωμένους της βασιλικής ακολουθίας με τη σειρά. Όλους τους νίκησε, τον ένα μετά τον άλλον, με τη βοήθεια της Παλλάδας Αθηνάς. Πίστευε πως έτσι θα ένιωθε χειροπιαστά ο Ετεοκλής πόσο θα του στοίχιζε η άρνησή του να τα βρει με τον αδελφό του. Αν κι αντίκρισε το στραπάτσο των εκλεκτών της φρουράς του, ο εγωισμός τύφλωσε τον βασιλιά, που δεν έκαμε καμιά υποχώρηση. Έτσι, κι αφού είχε κατασκοπεύσει τη δύναμη αλλά και τα τρωτά σημεία των αντιπάλων, ο Τυδέας πήρε το δρόμο της επιστροφής.
Οι άντρες του Ετεοκλή ένιωσαν βαριά την ταπείνωση από τον Αργείο φιλοξενούμενο και θέλησαν να βγάλουν τη ντροπή από πάνω τους. Αρμάτωσαν μια κουστωδία από πενήντα άντρες, με αρχηγούς τον Μαίονα και τον Πολυφόντη και τους έστειλαν να του στήσουν ενέδρα στο δρόμο της επιστροφής. Έτσι θα τον τιμωρούσαν για την ατίμωση, θα του στέκονταν εμπόδιο να καυχηθεί στο Άργος για το κατόρθωμά του, ενώ συνάμα θα εμψύχωναν και τους συμπατριώτες τους, που φόβος τους κατέλαβε σαν έμαθαν τη νίκη του ξένου.
Βλέποντας να ξεπετιούνται με τα γυμνά σπαθιά τους, που τα χτυπούσαν στις ασπίδες τους για να τον φοβίσουν, ο άγριος πολεμιστής δεν ξαφνιάστηκε, έσυρε κι αυτός το σπαθί του και χτυπήθηκε με λύσσα μαζί τους. Για πολλή ώρα ακουγόντουσαν τα κροταλίσματα των σπαθιών, οι μανιασμένες πολεμικές κραυγές των μαχητών μα και τα βογκητά των τρυπημένων, από το φονικό σπαθί του Τυδέα, Θηβαίων, που έπεφταν στη διψασμένη για αίμα γη. Όλους τους ξέκανε, με τη συμπαράσταση της Αθηνάς, ο άντρας από το Άργος, και χάρισε τη ζωή μόνο στον Μαίονα, προστάζοντάς τον να τρέξει στην πατρίδα του και να εξιστορήσει τον άθλο του. Έτσι ο Τυδέας γύρισε σώος στο Άργος, όπου τους είπε για όσα έγιναν στη Θήβα.
Β΄. Π α ρ α λ λ α γ έ ς
* Ο Οιδίποδας δεν απόχτησε παιδιά από τη μάννα του Ιοκάστη, που κρεμάστηκε μόλις έμαθε το φοβερό μυστικό της αιμομιξίας. Μερικοί λένε πως πέθανε από ντροπή κι αβάσταχτη θλίψη για τη τύχη τους. Μετά από το θάνατο της Ιοκάστης, ο Οιδίποδας έκανε κανονικό γάμο με την Ευρυγάνη ή Ευτυγάνεια, από την οποία απόχτησε τα παιδιά του.
Υπάρχει η εκδοχή οι γιοι του Οιδίποδα να μην έχουν τα ονόματα Ετεοκλής και Πολυνείκης, αλλά να τους λένε Φράστορα και Λαόνυτο. Αυτοί δεν αξιώθηκαν να διαδεχτούν τον πατέρα τους στο θρόνο της Θήβας, γιατί σκοτώθηκαν στον πόλεμο, που έκαμαν οι Θηβαίοι με τους Μινύες του Ορχομενού, υπερασπίζοντας την πατρίδα τους.
Σχετικά με την κατάρα του Οιδίποδα στους γιους του, λένε, πως τα αδέλφια Ετεοκλής και Πολυνείκης έβλεπαν με ερωτική διάθεση την τρίτη γυναίκα του Οιδίποδα, τη νεαρή Αστυμέδουσα, κι ερωτοτροπούσαν μαζί της, οργίζοντας τον πατέρα τους, που τους καταράστηκε γιατί δε τον σεβάστηκαν. Υπάρχει και το ενδεχόμενο να μην έβλεπαν τα’ αδέλφια ερωτικά τη μητριά τους, αλλά αυτή να τους κατηγόρησε, αφού ισχυρίστηκε πως, τάχα, της ρίχτηκαν με ερωτική διάθεση, για να βγάλει από τη μέση τα προγόνια της.
Τέλος υπάρχει και η παραλλαγή πως τα αδέλφια ήσαν καρπός άνομου ζευγαρώματος του Οιδίποδα με άλλες γυναίκες, κι έτσι να τους χωρίζει θανάσιμο μίσος, που τους οδήγησε στη μοιραία μονομαχία.
* Για τη διαμάχη των αδελφών, λένε πως πρώτα βασίλεψε ο Πολυνείκης, που ήταν μεγαλύτερος, ο οποίος παρέδωσε το θρόνο στον αδελφό του, όταν έληξε η θητεία του. Αφού βασίλεψε ο Ετεοκλής για τον επόμενο χρόνο, του καλοάρεσε η εξουσία κι αρνήθηκε να την παραδώσει στον αδελφό του, τον οποίο ανάγκασε να φύγει από την πατρίδα τους.
Υπάρχει κι η εκδοχή να ήταν μεγαλύτερος ο Ετεοκλής, που πρώτος βασίλεψε, και τελειώνοντας τη θητεία του, αρνήθηκε να παραδώσει το θρόνο στον αδελφό του, κρατώντας αυθαίρετα την εξουσία, κι έδιωξε τον Πολυνείκη.
Μερικοί λένε πως οι δυο γιοι του Οιδίποδα ούτε διαφώνησαν κι ούτε υπήρξε αυθαιρεσία, αλλά όλα διευθετήθηκαν ειρηνικά. Τα αδέλφια συμφώνησαν να κρατήσει την εξουσία ο Ετεοκλής κι ο Πολυνείκης να απομακρυνθεί από τη Θήβα. Πήρε μαζί του όλη την κινητή περιουσία της οικογένειας. Ανάμεσα στα πολύτιμα κειμήλια ήσαν το πέπλο και το περιδέραιο της προγιαγιάς τους Αρμονίας, τα γαμήλια δώρα της Αθηνάς και της Αφροδίτης, που είχαν ανυπολόγιστη αξία μα και μαγική δύναμη.
Υπάρχει επίσης η εκδοχή ότι ο Πολυνείκης από μόνος του έκρινε, πως θα ήταν καλύτερα να απομακρυνθεί από τη γενέτειρά του, για να μη δώσει αφορμή να εκδηλωθεί καμιά κατάσταση δυσάρεστη. Έτσι από αγάπη προς τη Θήβα έφυγε, κι αργότερα, σαν πέθανε ο Οιδίποδας, ο Ετεοκλής τον κάλεσε να επιστρέψει από τον τόπο της αυτοεξορίας του για να μοιράσουν την πατρική περιουσία. Όμως διαφώνησαν κατά τη διανομή των αγαθών τους γιατί ο Πολυνείκης ζητούσε περισσότερα απ’ αυτά που ο Ετεοκλής είχε τη διάθεση να του παραχωρήσει. Έτσι ξανάφυγε από την αγαπημένη του πόλη ο Πολυνείκης οργισμένος κι έχοντας εχθρικές διαθέσεις κατά του αδελφού του.
* Σε παραλλαγή του μύθου αναφέρεται πως ο Πολυνείκης δεν πρωτογνώρισε τη γυναίκα του Αργεία όταν πήγε στο Άργος, αλλά την είχε γνωρίσει στη Θήβα, όπου η κόρη είχε πάει καλεσμένη στους μεγάλους αγώνες για τον ηρωïκό θάνατο του Οιδίποδα. Σύμφωνα μ’ αυτή την εκδοχή ο Οιδίποδας δεν είχε πεθάνει εξόριστος στον Κολωνό, αλλά έπεσε για την πατρίδα του σε μάχη. Εκεί, λοιπόν, συναντήθηκαν οι νέοι και συνδέθηκαν με ερωτικό δεσμό.
Άλλοι λένε πως όταν το ζευγάρι ήρθε στη Θήβα για τους αγώνες, στη μνήμη του πατέρα Οιδίποδα, ήταν ήδη παντρεμένο, και διέμενε στο Άργος, όπου με τη θέλησή του είχε καταφύγει ο Πολυνείκης. Τότε τα δυο αδέλφια τσακώθηκαν στη μοιρασιά της πατρικής περιουσίας κι ο Πολυνείκης πήρε τη γυναίκα του και ξανάφυγε από τη Θήβα, αποφασισμένος να ξαναγυρίσει και να πάρει το θρόνο, τιμωρώντας τον Ετεοκλή.
Γ΄. Σχόλιο
* Όταν στο Άργος βασίλευε ο Ταλαός, ο πατέρας του Άδραστου, από τους Βιαντίδες, τα άλλα δύο βασιλικά σόγια του Άργους, οι Μελαμποδίδες και οι Αναξαγορίδες στασίασαν κατά της αρχής του Ταλαού. Τον ανέτρεψαν από το θρόνο και τον σκότωσαν. Άλλοι λένε πως ο Ταλαός πέθανε από γηρατειά σαν βασιλιάς του Άργους και μετά το θάνατό του τον διαδέχτηκε ο γιος του Πρώνακτας, ο αδελφός του Άδραστου. Τότε στασίασαν οι δύο άλλες βασιλικές οικογένειες του Άργους, κι αφού σκότωσαν τον Πρώνακτα, ανέλαβε την εξουσία ο Αμφιάραος. Έτσι τα άλλα μέλη της οικογένειας των Βιαντίδων πήρε το δρόμο της εξορίας. Ο Άδραστος αναγκάστηκε να καταφύγει στη Σικυώνα, όπου βασίλευε ο Πόλυβος, αδελφός της μητέρας του Άδραστου, της Λυσιμάχης. Εκεί ο Πόλυβος τον όρισε για διάδοχό του, γιατί ήταν άτεκνος, ή δεν είχε αγόρια και είχε μόνο μια κόρη, οπότε τον ζευγάρωσε με τη μοναχοκόρη του. Σαν επέστρεψε ο Άδραστος στο Άργος, ο ξάδελφός του Αμφιάραος του παρέδωσε τη βασιλεία.
Α΄. Ο Μύθος
Ήταν από τη μοίρα γραφτό ο Οιδίποδας να αποκτήσει από τη μάνα του Ιοκάστη τα παιδιά του, που έσυραν το χορό της κακοδαιμονίας των Λαβδακιδών. Καρπός της αιμομιξίας του άμοιρου γιου και της δύστυχης μάνας ήταν η απόκτηση δύο γιων, του Πολυνείκη και του Ετεοκλή, και δύο θυγατέρων, της Αντιγόνης και της Ισμήνης. Η κατάρα της γενιάς τους συνεχίστηκε στα παιδιά. Αυτή η κατάρα κρατούσε από την εποχή του Λάιου, όταν αυτός ασέβησε προς τους θεούς. Έλεγαν πως ο ίδιος ο Απόλλωνας είχε καταραστεί τη γενιά των Λαβδακιδών να μη συναντήσει ευτυχία και να ξεκληριστεί.
Σαν έγιναν οι φοβερές αποκαλύψεις στο παλάτι της Θήβας, πως ο Οιδίποδας ήταν ο φονιάς του γονιού του μα συνάμα κι αυτός που μοιράστηκε το συζυγικό κρεβάτι με τη μάνα του, απ’ όπου γεννήθηκαν τα παιδιά τους με ανόσιο τρόπο, ο τυφλός βασιλιάς παρέδωσε την εξουσία στον Κρέοντα. Τα δυό αδέλφια Πολυνείκης και Ετεοκλής άφησαν αρχικά το θρόνο στο θειό τους γιατί ήσαν ανήλικοι. Αντί να παρασταθούν στη δυστυχία τον πατέρα τους, του φέρθηκαν με σκληρό τρόπο, καταπώς δεν του άξιζε και δεν άρμοζε κατά τις συνήθειες των αρχαίων, γιατί βαριοί άγραφοι νόμοι των αθάνατων θεών μα και θεσπισμένοι από τους θνητούς όριζαν τα παιδιά να τιμούν τους γονιούς τους και να τους παραστέκουν στην ανημποριά τους.
Αφού δεν σεβάστηκαν τα πατροπαράδοτα ιερά σκεύη και τον ατίμωσαν με το να του στείλουν τα χειρότερα μέρη του σφάγιου από τη θυσία, ο πατέρας τους καταράστηκε να μην αξιωθούν να τον διαδεχτούν στην εξουσία και να μη χαρούν τα αγαθά που κληρονόμησαν, αλλά θανάσιμο μίσος να τους χωρίσει και στο τέλος να σκοτωθούν ο ένας από το αδερφοκτόνο χέρι του αλλουνού.
Μετά οι άπονοι γιοί έδιωξαν τον τυφλό πατέρα, που πήρε τον πικρό δρόμο της ξενιτιάς. Ένας δαίμονας μπήκε στο μυαλό τους και ζήτησαν να αναλάβουν αυτοί τη βασιλεία, που δικαιούνταν. Μερικοί λένε πως ήσαν δίδυμοι, κι από τους δυό πρώτος είδε το φως της ζωής ο Πολυνείκης και γι’ αυτό λογαριαζόταν μεγαλύτερος. Σαν δίδυμοι αποφάσισαν να μοιραστούν την εξουσία και να βασιλέψουν εναλλακτικά από ένα χρόνο ο καθένας τους. Αφού πρώτος βασίλεψε ο Ετεοκλής, αν κι ήταν ο νεώτερος, σαν τελείωσε ο χρόνος του, του καλάρεσε το μεγαλείο της εξουσίας κι αρνήθηκε να παραδώσει το θρόνο στον αδελφό του. Όχι μόνο δεν κράτησε τη συμφωνία τους, αλλά έδιωξε τον Πολυνείκη από τη γενέτειρά τους, την επτάπυλη Θήβα.
Ο αποδιωγμένος Πολυνείκης κατέφυγε στο Άργος, όπου βασίλευε ο Άδραστος, που ήταν γόνος των Αμυθαόνων. Από πού όμως κρατούσε αυτή η καταγωγή; Ας πάρουμε την γενιά από την αρχή, για να δούμε και πως εμπλέκονται οι ήρωες, που αργότερα έκαναν την εκστρατεία κατά της Θήβας.
Η συνέχεια >>> εδώ …
Ο ήρωας Αμυθάονας είχε δυό γιους, που τους απόκτησε από την Ειδομένη, τον μεγάλο μάντη Μελάμποδα και τον Βία. Ο Μελάμποδας, που ίσως να ήταν ο πρώτος θνητός, στον οποίο οι θεοί έδωσαν το χάρισμα της μαντικής τέχνης, βοήθησε με τις ικανότητές του να βρουν τα λογικά τους οι κόρες του Προίτου, που είχαν τιμωρηθεί από τον Διόνυσο, γιατί δεν τον τιμούσαν. Άλλοι έλεγαν πως την μανία είχε στείλει η Ήρα, που ήταν οργισμένη γιατί δεν την λάτρευαν οι κόρες κι άλλοι μιλούσαν για την Αφροδίτη. Για να γιάνει όμως τις σαλεμένες κόρες είχε πρώτα ζητήσει σαν αντάλλαγμα το ένα τρίτο του βασιλείου αυτός κι ένα τρίτο ακόμα για τον αδελφό του. Ο βασιλιάς Προίτος πάνω στην απελπισία του δέχτηκε να μοιράσει το βασίλειό του στα τρία, να κρατήσει για τον εαυτό του το ένα τρίτο και τα άλλα δύο τρίτα να τα δώσει στα αδέλφια, τους γιους του Αμυθάοντα, που τους πάντρεψε ύστερα με τις γιατρεμένες θυγατέρες του, τον Μελάμποδα με την Ιφιάνασσα και τον Βίαντα με τη Λυσίππη. Ο Μελάμποδας απόκτησε δύο γιους, τον Αντιφάτη και τον Μαντίο. Ο Αντιφάτης με τη σειρά του απόκτησε τον Οϊκλέα κι αυτός τον Αμφιάραο, τον σοφό μάντη. Ο Βίας είχε γιό τον Ταλαό, που απόχτησε δύο αγόρια, τον Άδραστο και τον Πρώνακτα και μια κόρη, την Εριφύλη.
Σαν βασίλευε ο Ταλαός, οι υπόλοιποι από την βασιλική οικογένεια ξεσηκώθηκαν ενάντιά του , έχοντας αρχηγό τον Αμφιάραο, σκότωσαν κατά τη διάρκεια της στάσης τον γιό του βασιλιά, τον Πρώνακτα, και πήραν την εξουσία. Τότε ο αδελφός του νεκρού, ο Άδραστος, αναγκάστηκε να αφήσει το Άργος και να καταφύγει στη Σικυώνα, όπου βασίλευε ο Πόλυβος. Εκεί παντρεύτηκε την κόρη του Πόλυβου, και έγινε βασιλιάς. Καθώς απόκτησε δύναμη, θέλησε να ξαναπάρει το θρόνο της πατρίδας του, που με βία τους είχαν αποσπάσει οι συγγενείς του. Κατέβηκε στο Άργος, όπου δεν βρήκε αντίσταση από το συνετό Αμφιάραο, φίλιωσε με τους αντιπάλους, που με τη σειρά τους του αναγνώρισαν τα δικαιώματά του στο θρόνο. Αφού μόνιασαν με τον κύριο αντίπαλό του Αμφιάραο, για να επισφραγίσουν τη συμφιλίωση, του έδωσε για γυναίκα την αδελφή του Εριφύλη. Ορκίστηκαν, όποτε παρουσιαστεί διαφορά ανάμεσά τους, να’ ναι κριτής η Εριφύλη, που θα τους λύνει τις διαφορές, κι αυτοί να υπακούουν ολότελα στις αποφάσεις της. Ούτε καν πέρναγε από του νου του Αμφιάραου πως αυτή η απόφαση προμηνούσε τον αφανισμό του και το χαντάκωμα όλου του σογιού του.
Στο παλάτι του Άδραστου κατέληξε να βρει καταφύγιο ο διωγμένος από τη Θήβα Πολυνείκης. Έφτασε μια σκοτεινή νύχτα, που τα αστραπόβροντα έσχιζαν τον κατάμαυρο ουρανό κι έσειαν τη γη. Ο αγέρας λυσσομανούσε, κάνοντας τα δέντρα να τον προσκυνούν στο διάβα του, ενώ έδινε περισσή δύναμη στις χοντρές στάλες της βροχής να μαστιγώνουν το κάθε τι, καθώς με μανία έπεφταν πάνω του. Με δυσκολία έσερνε τα βήματά του μέσα στην καταιγίδα ο Πολυνείκης, και στο φως των αστραπών είδε τον σκοτεινό όγκο του παλατιού. Κατευθύνθηκε προς τα ‘κει για να βρει κατάλυμα. Σαν έφτασε στο προαύλιο του παλατιού και πήγε ολοΐσια σ’ ένα υπόστεγο, όπου έπαψε η βροχή να του μαστιγώνει το πρόσωπο, βρήκε έναν αγριεμένο άντρα, να του φράζει το δρόμο. Ήταν ο αδάμαστος Τυδέας, βασιλόπουλο κι αυτός από την Καλυδώνα της Αιτωλίας. Πατέρας του ο βασιλιάς Οινέας, που τον απόκτησε από την Περίβοια. Είχε κι αυτός καταφύγει στο Άργος έχοντας γνωρίσει την εξορία γιατί σκότωσε τον θείο του και δύο ξαδέρφια του.
Ο Πολυνείκης δεν έκαμε πίσω και ο Τυδέας άδραξε τα άρματα. Αμέσως το βασιλόπουλο από τη Θήβα έσυρε το σπαθί και πρόβαλε την ασπίδα του. Άγρια μάχη ξέσπασε ανάμεσα στα αντριωμένα βασιλόπουλα. Σαν λυσσασμένα λιοντάρια όρμησαν ο ένας στον άλλο διασταυρώνοντας τα σπαθιά τους κι αυτά άλλοτε καμπάνιζαν χτυπώντας στις χαλκόλαμπρες ασπίδες. Ο σάλαγος από τα χτυπήματα των σπαθιών και τα μουγκρητά των παλικαριών ξύπνησαν τον Άδραστο, που τρίβοντας τα μάτια ξεπρόβαλε από τη βασιλική κάμαρα κι αντίκρισε τα ξένα βασιλόπουλα σαν θεριά να μάχονται για το ποιός θα πάρει κατάλυμα για να ξεκουράσει το καταπονημένο από την οδοιπορία σώμα του. Ξαφνιάστηκε ο βασιλιάς στην αρχή βλέποντας τα παλικάρια να χτυπιούνται με μανία, μα μπήκε ανάμεσά τους ήρεμα και πατρικά και τους χώρισε. Μετά τους έμπασε στο παλάτι, κάθισαν γύρω από τη φωτιά στο τζάκι να στεγνώσουν τα παλικαρόπουλα και τους μόνιασε μιλώντας τους ήρεμα και πατρικά. Πρόθυμα πρόσφερε τη φιλοξενία του, αφού έμαθε την καταγωγή των νεαρών. Ο Πολυνείκης του είπε πως έφυγε από τη Θήβα διωγμένος από τον αδελφό και για την πατρογονική κατάρα κι ο Τυδέας για την εξορία του μετά τους φόνους, που έκαμε. Ο βασιλιάς ανέλαβε να τον καθαρίσει από το μίασμα του φόνου. Συνάμα θυμήθηκε κι έναν παλιό χρησμό, που τον ορμήνευε να παντρέψει τις θυγατέρες του με το λιοντάρι και τον κάπρο. Ο Πολυνείκης φορούσε δέρμα λιονταριού με την πανοπλία του ενώ ο Τυδέας τομάρι κάπρου. Κάποιοι άλλοι λένε πως πάνω στις ασπίδες τους είχαν τους θυρεούς του οίκου τους, που ήταν ανάγλυφες οι κεφαλές του θηβαϊκού λέοντα και του Καλυδώνιου κάπρου. Έτσι σε λίγο καιρό τους πάντρεψε με τις κόρες του, τον Πολυνείκη με την Αργεία και τον Τυδέα με τη Δηϊπύλη.
Σαν γαμήλιο δώρο ο Πολυνείκης πρόσφερε στη γυναίκα του τα πιο πολύτιμα κειμήλια του οίκου της Θήβας, το περιδέραιο και το πέπλο της Αρμονίας. Το ζευγάρι απόκτησε γιό, τον Θέρσαντο, που έμελλε να κυριεύσει τη Θήβα και να βασιλέψει πετυχαίνοντας αυτό που δεν κατόρθωσε ο πατέρας του. Οι δύο γαμπροί του Άδραστου συνδέθηκαν με βαθιά φιλία, που έμεινε παροιμιώδης. Ο Τυδέας με τη Δηϊπύλη έζησαν πολύ ευτυχισμένα κι απόχτησαν τον ξακουστό ήρωα Διομήδη, τον οποίο είχε με εύνοια η θεά Αθηνά, κι αξιώθηκε να κυριεύσει τη Θήβα μ’ άλλους ήρωες και μετά να πατήσει την Τροία, στην μεγάλη εκστρατεία των Ελλήνων.
Oι μέρες περνούσαν και οι γαμπροί του Άδραστου, που εκτός από τη συγγενική σχέση συνδέθηκαν με βαθιά φιλία, ζούσαν ευτυχισμένοι στο Άργος, με τις γυναίκες τους να τους αγαπούν, μεσ’ στα πλούσια αρχοντικά τους , έχοντας μεγάλα κοπάδια από ήρεμα πρόβατα, ανήσυχα γίδια και δυνατά βόδια, καρπερά χωράφια που τους έδιναν κάθε αγαθό της βλάστησης και εκατοντάχρονα φουντωτά λιόδεντρα. Ο βασιλιάς πεθερός του ήταν πολύ ευχαριστημένος από τους γαμπρούς, που έκαμε, ενώ οι Αργείοι πολύ τους συμπαθούσαν. Στη δεύτερη πατρίδα τους τα παλικάρια έκαναν πολλούς φίλους και η ζωή κυλούσε όμορφα. Μα όλα αυτά δεν μπορούσαν να βγάλουν τον καημό για τον εξαναγκασμό να φύγουν από τη γενέτειρά τους και την επιθυμία να γυρίσουν πίσω. Ήταν και το σαράκι της εκδίκησης που τους έτρωγε την καρδιά. Αποφάσισαν λοιπόν να μιλήσουν στον συνετό και σεβαστό ηγεμόνα του Άργους, γιατί μόνον αυτός θα μπορούσε να διοργανώσει μια μεγάλη εκστρατεία, διαθέτοντας όχι μόνο τον στρατό του αλλά να προτρέψει να ακολουθήσουν κι άλλες φιλικές πόλεις.
Σαν του έκαμαν γνωστή την επιθυμία τους, στην αρχή δίστασε γιατί δεν ήξερε τι στάση θα κρατήσουν οι άλλοι άρχοντες καθώς και οι φίλοι και σύμμαχοι. Μετά σκέφτηκε πόσο θα μπορούσε να ωφεληθεί από μια τέτοια εκστρατεία και στη δύναμη μα και στη φήμη και ανέλαβε την υποχρέωση να αποκαταστήσει τους γαμπρούς του στους θρόνους της Θήβας και της Καλυδωνίας. Ορκίστηκε να τους συνδράμει, μα έβαλε σαν όρο να πάρει μέρος οπωσδήποτε ο άξιος πολεμιστής αλλά και τρανός μάντης Αμφιάραος. Έτσι βάλθηκαν να κάνουν τις ετοιμασίες της εκστρατείας ενώ συνάμα κάλεσαν και τις συμμαχικές πόλεις να βοηθήσουν στέλνοντας τα πιο αντρειωμένα παλικάρια τους.
Προτού ξεκινήσουν τη μεγάλη επιχείρηση, θέλησαν να κάνουν την ύστατη χειρονομία καλής θέλησης, κάνοντας μια προσπάθεια να συμβιβαστούν τα δύο αδέλφια κι έτσι να αποφύγουν τον σκοτωμό τόσων παλικαριών εξαιτίας της φιλοδοξίας και του εγωισμού του Ετεοκλή. Συμφώνησαν, λοιπόν, να κινήσει για τη Θήβα ο Τυδέας, για να μιλήσει με τον σφετεριστή βασιλιά.
Καθώς κατευθυνόταν στη Θήβα , παρουσιάστηκε η Αθηνά στον Τυδέα, που τον είχε υπό την προστασία της εκτιμώντας τον πολεμικό του χαρακτήρα και την αντριωσύνη του, και τον συμβούλεψε να αποφύγει κάθε πρόκληση και να φερθεί μυαλωμένα σαν φτάσει στη Θήβα και συναντηθεί με τον Ετεοκλή. Έτσι, χωρίς να προκαλέσει ο τρομερός πολεμιστής, πέρασε τα τείχη της πόλης και ζήτησε να δει τον βασιλιά. Εκείνος δέχτηκε τον ξένο στο παλάτι και τον κάθισε στο βασιλικό τραπέζι, όπου τρώγοντας και πίνοντας ο Τυδέας του μίλησε ήρεμα και του ζήτησε την επιστροφή του Πολυνείκη, στον οποίο θα αναγνώριζε της αρχική συμφωνία, που τα δυό αδέλφια είχαν κάνει για το μοίρασμα της εξουσίας. Σαν άκουσε τον απεσταλμένο ο βασιλιάς. πρότεινε την επιστροφή του αδελφού του και την απόδοση του μεριδίου της βασιλικής περιουσίας, που του αναλογούσε, όμως με κανένα τρόπο δεν δεχόταν να μοιραστεί η εξουσία, αξιώνοντας να παραιτηθεί ο Πολυνείκης από κάθε διεκδίκηση του θρόνου.
Ο άτρομος πολεμιστής, για να συνετίσει τον αλαζόνα βασιλιά, δείχνοντάς του τι είδους παλικάρια θα πολιορκούσαν τη Θήβα, προκάλεσε σε μονομαχία όλους του αντρειωμένους της βασιλικής ακολουθίας με τη σειρά. Όλους τους νίκησε, τον ένα μετά τον άλλον, με τη βοήθεια της Παλλάδας Αθηνάς. Πίστευε πως έτσι θα ένιωθε χειροπιαστά ο Ετεοκλής πόσο θα του στοίχιζε η άρνησή του να τα βρει με τον αδελφό του. Αν κι αντίκρισε το στραπάτσο των εκλεκτών της φρουράς του, ο εγωισμός τύφλωσε τον βασιλιά, που δεν έκαμε καμιά υποχώρηση. Έτσι, κι αφού είχε κατασκοπεύσει τη δύναμη αλλά και τα τρωτά σημεία των αντιπάλων, ο Τυδέας πήρε το δρόμο της επιστροφής.
Οι άντρες του Ετεοκλή ένιωσαν βαριά την ταπείνωση από τον Αργείο φιλοξενούμενο και θέλησαν να βγάλουν τη ντροπή από πάνω τους. Αρμάτωσαν μια κουστωδία από πενήντα άντρες, με αρχηγούς τον Μαίονα και τον Πολυφόντη και τους έστειλαν να του στήσουν ενέδρα στο δρόμο της επιστροφής. Έτσι θα τον τιμωρούσαν για την ατίμωση, θα του στέκονταν εμπόδιο να καυχηθεί στο Άργος για το κατόρθωμά του, ενώ συνάμα θα εμψύχωναν και τους συμπατριώτες τους, που φόβος τους κατέλαβε σαν έμαθαν τη νίκη του ξένου.
Βλέποντας να ξεπετιούνται με τα γυμνά σπαθιά τους, που τα χτυπούσαν στις ασπίδες τους για να τον φοβίσουν, ο άγριος πολεμιστής δεν ξαφνιάστηκε, έσυρε κι αυτός το σπαθί του και χτυπήθηκε με λύσσα μαζί τους. Για πολλή ώρα ακουγόντουσαν τα κροταλίσματα των σπαθιών, οι μανιασμένες πολεμικές κραυγές των μαχητών μα και τα βογκητά των τρυπημένων, από το φονικό σπαθί του Τυδέα, Θηβαίων, που έπεφταν στη διψασμένη για αίμα γη. Όλους τους ξέκανε, με τη συμπαράσταση της Αθηνάς, ο άντρας από το Άργος, και χάρισε τη ζωή μόνο στον Μαίονα, προστάζοντάς τον να τρέξει στην πατρίδα του και να εξιστορήσει τον άθλο του. Έτσι ο Τυδέας γύρισε σώος στο Άργος, όπου τους είπε για όσα έγιναν στη Θήβα.
Β΄. Π α ρ α λ λ α γ έ ς
* Ο Οιδίποδας δεν απόχτησε παιδιά από τη μάννα του Ιοκάστη, που κρεμάστηκε μόλις έμαθε το φοβερό μυστικό της αιμομιξίας. Μερικοί λένε πως πέθανε από ντροπή κι αβάσταχτη θλίψη για τη τύχη τους. Μετά από το θάνατο της Ιοκάστης, ο Οιδίποδας έκανε κανονικό γάμο με την Ευρυγάνη ή Ευτυγάνεια, από την οποία απόχτησε τα παιδιά του.
Υπάρχει η εκδοχή οι γιοι του Οιδίποδα να μην έχουν τα ονόματα Ετεοκλής και Πολυνείκης, αλλά να τους λένε Φράστορα και Λαόνυτο. Αυτοί δεν αξιώθηκαν να διαδεχτούν τον πατέρα τους στο θρόνο της Θήβας, γιατί σκοτώθηκαν στον πόλεμο, που έκαμαν οι Θηβαίοι με τους Μινύες του Ορχομενού, υπερασπίζοντας την πατρίδα τους.
Σχετικά με την κατάρα του Οιδίποδα στους γιους του, λένε, πως τα αδέλφια Ετεοκλής και Πολυνείκης έβλεπαν με ερωτική διάθεση την τρίτη γυναίκα του Οιδίποδα, τη νεαρή Αστυμέδουσα, κι ερωτοτροπούσαν μαζί της, οργίζοντας τον πατέρα τους, που τους καταράστηκε γιατί δε τον σεβάστηκαν. Υπάρχει και το ενδεχόμενο να μην έβλεπαν τα’ αδέλφια ερωτικά τη μητριά τους, αλλά αυτή να τους κατηγόρησε, αφού ισχυρίστηκε πως, τάχα, της ρίχτηκαν με ερωτική διάθεση, για να βγάλει από τη μέση τα προγόνια της.
Τέλος υπάρχει και η παραλλαγή πως τα αδέλφια ήσαν καρπός άνομου ζευγαρώματος του Οιδίποδα με άλλες γυναίκες, κι έτσι να τους χωρίζει θανάσιμο μίσος, που τους οδήγησε στη μοιραία μονομαχία.
* Για τη διαμάχη των αδελφών, λένε πως πρώτα βασίλεψε ο Πολυνείκης, που ήταν μεγαλύτερος, ο οποίος παρέδωσε το θρόνο στον αδελφό του, όταν έληξε η θητεία του. Αφού βασίλεψε ο Ετεοκλής για τον επόμενο χρόνο, του καλοάρεσε η εξουσία κι αρνήθηκε να την παραδώσει στον αδελφό του, τον οποίο ανάγκασε να φύγει από την πατρίδα τους.
Υπάρχει κι η εκδοχή να ήταν μεγαλύτερος ο Ετεοκλής, που πρώτος βασίλεψε, και τελειώνοντας τη θητεία του, αρνήθηκε να παραδώσει το θρόνο στον αδελφό του, κρατώντας αυθαίρετα την εξουσία, κι έδιωξε τον Πολυνείκη.
Μερικοί λένε πως οι δυο γιοι του Οιδίποδα ούτε διαφώνησαν κι ούτε υπήρξε αυθαιρεσία, αλλά όλα διευθετήθηκαν ειρηνικά. Τα αδέλφια συμφώνησαν να κρατήσει την εξουσία ο Ετεοκλής κι ο Πολυνείκης να απομακρυνθεί από τη Θήβα. Πήρε μαζί του όλη την κινητή περιουσία της οικογένειας. Ανάμεσα στα πολύτιμα κειμήλια ήσαν το πέπλο και το περιδέραιο της προγιαγιάς τους Αρμονίας, τα γαμήλια δώρα της Αθηνάς και της Αφροδίτης, που είχαν ανυπολόγιστη αξία μα και μαγική δύναμη.
Υπάρχει επίσης η εκδοχή ότι ο Πολυνείκης από μόνος του έκρινε, πως θα ήταν καλύτερα να απομακρυνθεί από τη γενέτειρά του, για να μη δώσει αφορμή να εκδηλωθεί καμιά κατάσταση δυσάρεστη. Έτσι από αγάπη προς τη Θήβα έφυγε, κι αργότερα, σαν πέθανε ο Οιδίποδας, ο Ετεοκλής τον κάλεσε να επιστρέψει από τον τόπο της αυτοεξορίας του για να μοιράσουν την πατρική περιουσία. Όμως διαφώνησαν κατά τη διανομή των αγαθών τους γιατί ο Πολυνείκης ζητούσε περισσότερα απ’ αυτά που ο Ετεοκλής είχε τη διάθεση να του παραχωρήσει. Έτσι ξανάφυγε από την αγαπημένη του πόλη ο Πολυνείκης οργισμένος κι έχοντας εχθρικές διαθέσεις κατά του αδελφού του.
* Σε παραλλαγή του μύθου αναφέρεται πως ο Πολυνείκης δεν πρωτογνώρισε τη γυναίκα του Αργεία όταν πήγε στο Άργος, αλλά την είχε γνωρίσει στη Θήβα, όπου η κόρη είχε πάει καλεσμένη στους μεγάλους αγώνες για τον ηρωïκό θάνατο του Οιδίποδα. Σύμφωνα μ’ αυτή την εκδοχή ο Οιδίποδας δεν είχε πεθάνει εξόριστος στον Κολωνό, αλλά έπεσε για την πατρίδα του σε μάχη. Εκεί, λοιπόν, συναντήθηκαν οι νέοι και συνδέθηκαν με ερωτικό δεσμό.
Άλλοι λένε πως όταν το ζευγάρι ήρθε στη Θήβα για τους αγώνες, στη μνήμη του πατέρα Οιδίποδα, ήταν ήδη παντρεμένο, και διέμενε στο Άργος, όπου με τη θέλησή του είχε καταφύγει ο Πολυνείκης. Τότε τα δυο αδέλφια τσακώθηκαν στη μοιρασιά της πατρικής περιουσίας κι ο Πολυνείκης πήρε τη γυναίκα του και ξανάφυγε από τη Θήβα, αποφασισμένος να ξαναγυρίσει και να πάρει το θρόνο, τιμωρώντας τον Ετεοκλή.
Γ΄. Σχόλιο
* Όταν στο Άργος βασίλευε ο Ταλαός, ο πατέρας του Άδραστου, από τους Βιαντίδες, τα άλλα δύο βασιλικά σόγια του Άργους, οι Μελαμποδίδες και οι Αναξαγορίδες στασίασαν κατά της αρχής του Ταλαού. Τον ανέτρεψαν από το θρόνο και τον σκότωσαν. Άλλοι λένε πως ο Ταλαός πέθανε από γηρατειά σαν βασιλιάς του Άργους και μετά το θάνατό του τον διαδέχτηκε ο γιος του Πρώνακτας, ο αδελφός του Άδραστου. Τότε στασίασαν οι δύο άλλες βασιλικές οικογένειες του Άργους, κι αφού σκότωσαν τον Πρώνακτα, ανέλαβε την εξουσία ο Αμφιάραος. Έτσι τα άλλα μέλη της οικογένειας των Βιαντίδων πήρε το δρόμο της εξορίας. Ο Άδραστος αναγκάστηκε να καταφύγει στη Σικυώνα, όπου βασίλευε ο Πόλυβος, αδελφός της μητέρας του Άδραστου, της Λυσιμάχης. Εκεί ο Πόλυβος τον όρισε για διάδοχό του, γιατί ήταν άτεκνος, ή δεν είχε αγόρια και είχε μόνο μια κόρη, οπότε τον ζευγάρωσε με τη μοναχοκόρη του. Σαν επέστρεψε ο Άδραστος στο Άργος, ο ξάδελφός του Αμφιάραος του παρέδωσε τη βασιλεία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου