Πέμπτη 25 Νοεμβρίου 2010

O ι Ε π ί γ ο ν ο ι

[[ δαμ-ων ]]

Α΄. Ο Μύθος
Πέρασαν δέκα χρόνια από την φοβερή σφαγή της εκστρατείας των επτά κατά της Θήβας, όπου και οι επτά πολέμαρχοι της στρατιάς των Αργείων σκοτώθηκαν. Τα παιδιά τους όμως είχαν ορκιστεί να πάρουν εκδίκηση όταν μεγαλώσουν. Τα παλικάρια των επτά στρατηγών μεγάλωσαν με την απόφαση όταν έρθει το πλήρωμα του χρόνου, να πάρουν το αίμα πίσω, κυριεύοντας τη Θήβα. Γι αυτό ετοιμαζόντουσαν, μαθαίνοντας τη τέχνη του πολέμου και τα τεχνάσματα της μάχης. Πολλές ώρες ήσαν στα γυμναστήρια ασκώντας το σώμα, μα και το μυαλό. Τα χέρια γίνηκαν επιδέξια να χειρίζονται το σπαθί, το τόξο και το δόρυ, να βάζουν την ασπίδα καλύπτρα του κορμιού τους και ν’ αποφεύγουν το ξίφος και το ακόντιο του εχθρού, να οδηγούν τα άλογα, τα ζεμένα στο άρμα.
Ανάμεσά τους ήταν ο άνδρας, που είχαν χρέος να αποκαταστήσουν στο θρόνο της χώρας, η οποία έγινε ο τάφος των αγαπημένων γονιών τους. Ήταν ο Θέρσανδρος, ο γιος του Πολυνείκη, που μεγάλωσε στο Άργος, στη χώρα του παππού του Άδραστου, πατέρα της μάνας του Αργείας. Στη πατρίδα του πατέρα του, στη Θήβα, βασίλευε ο πρωτοξάδελφός του Λαοδάμας, ο γιος του Ετεοκλή. Ο Θέρσαντος πιθανό να είχε κι άλλα αδέλφια, τον Τιμέα ή Τιμία ή Ανδρότιμο και τον Αλάστορα ή Άλαστο ή Άδραστο, που ήταν το όνομα του παππού του. Δόθηκε το σύνθημα της σύναξης, κι έτσι άρχισαν να μαζεύονται τα στρατεύματα στο Άργος. Αυτή τη φορά ήρθαν με περισσότερη προθυμία μεγάλο πλήθος από πολεμιστές όχι μόνο από την Αργολίδα, την Αρκαδία και τη Μεσσηνία, μα κι από την Κόρινθο, τα Μέγαρα, ακόμη ήρθε κι από την Αθήνα ο Πετεός, φίλος εγκάρδιος και πιστός του μάντη Πολύειδου.

H ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΔΩ
Άξιοι πολεμιστές, ισότιμοι των γονιών τους, ήρθαν κι ενώθηκαν με τους γιους του Πολυνείκη. Ήρθε ο Σθένελος, γιος του Καπανέα, ο Πολύδωρος, γιος του Ιππομέδοντα, ο γιός του Παρθενοπαίου ο Πρόμαχος, που άλλοι τον έλεγαν Στρατόλαο κι άλλοι Τλησιμένη ή Τισιμένη. Παρόντες ήσαν κι ο Μέδων, ο γιος του Ετέοκλου, ο Ευρύαλος, ο γιος του Μηκιστέα, κι ο ονομαστός Διομήδης, γιος του Τυδέα Ήρθαν επίσης οι γιοι του Αμφιάραου, ο Αλκμαίωνας με τον Αμφίλοχο κι ο γιος του Άδραστου, ο Αιγιαλέας. Αυτοί ήσαν οι στρατηγοί της νέας εκστρατείας, που τους ονόμασαν Επιγόνους. Αρχηγός Επιγόνων ορίστηκε ο γιος του βασιλιά Άδραστου, ο Αιγιαλέας. Άλλοι, βέβαια, λένε πως έγινε ο γιος του Αμφιάραου, ο Αλκμαίονας.
Προτού δοθεί το σύνθημα της αναχώρησης κάποιο γεγονός στάθηκε αφορμή για μια μικρή αναβολή της εκστρατείας. Στην Καλυδώνα της Αιτωλίας, την πατρίδα του Τυδέα, τα πράγματα είχαν πάρει δυσάρεστη τροπή μετά την εξορία και το θάνατό του. Ανέτρεψαν τον Οινέα, τον πατέρα του Τυδέα, οι γιοι του Άγριου, και στο θρόνο επέβαλαν τον δικό τους πατέρα. Κακοποίησαν τον καημένο γέροντα Οινέα και τον έριξαν σε ανήλιαγη φυλακή. Σαν έμαθε τα κακά μαντάτα για τον πάππο του ο Διομήδης, δεν μπορούσε να κινήσει για τη Θήβα, αφήνοντας να σαπίζει τον πάππο στη φυλακή και τους άλλους δικούς του να κακοπερνούν. Έσπευσε για να τους βοηθήσει, έχοντας στο πλευρό του τον μεγάλο γιο του Αμφιάραου, τον Αλκμαίοντα. Μαζί πήραν το δρόμο για την Καλυδώνα, όπου μπήκαν χωρίς να τους πάρουν είδηση οι γιοι του Άγριου, τους οποίους αιφνιδίασαν και σκότωσαν μερικούς, ενώ οι υπόλοιποι πρόφτασαν και το’ βαλαν στα πόδια. Επειδή ο Οινέας ήταν γέρος κι άρρωστος από τις κακουχίες της φυλακής, άφησαν στο θρόνο τον Ανδραίμονα, γαμπρό του Οινέα, και τον γέροντα τον πήραν μαζί τους στην Πελοπόννησο. Όμως για κακή τους τύχη οι γιοι του Άγριου, που πρόλαβαν και το ‘σκασαν, πέτυχαν τον Οινέα στην Αρκαδία και σ’ αυτόν έβγαλαν τη μανία τους δολοφονώντας τον. Ο Διομήδης με θλίψη έφερε το σώμα του παππού του στο Άργος, όπου το ‘θαψε με τιμές. Εκεί, αργότερα, κτίστηκε μια πόλη, που πήρε το όνομά του, η Οινόη.
Αφού τελείωσε για το Διομήδη αυτή η οικογενειακή υπόθεση, μπορούσαν πια να ξεκινήσουν για τη Θήβα. Όπως είχε κάνει πριν από δέκα χρόνια, ανέλαβε την οργάνωση της εκστρατείας ο Άδραστος και τους έδωσε το καταστάλαγμα της πείρας του ορμηνεύοντας το τι να κάμουν. Λένε πως γύρισε στη Θήβα, όπου γνώρισε την ήττα, σαν συμπαραστάτης κι έμπειρος σύμβουλος των νέων στρατηγών. Προτού κινήσουν είχαν πάρει χρησμό από το μαντείο των Δελφών. Ο Φοίβος Απόλλωνας τους προμάντεψε τη νίκη, μα για να νικήσουν έπρεπε μαζί τους να αγωνιστεί ο γιος του Αμφιάραου, του μάντη του θεού, ο Αλκμαίονας. Αυτός, όπως κι ο πατέρας του στην πρώτη εκστρατεία, αρνιόταν να πάρει μέρος. Δε φοβόταν γιατί θα σκοτωθεί, όπως ο Αμφιάραος, αλλά τον έδενε όρκος να πάρει εκδίκηση από τη μάνα του Εριφύλη για το χαμό του πατέρα του, κι αυτό το χρέος, τη στερνή πεθυμιά του πατέρα του τη στιγμή που του έδινε το τελευταίο φιλί στο τρυφερό παιδικό του μάγουλο, ακόμα δε το είχε εκπληρώσει. Όντας σε δίλημμα έστειλε έμπιστο άτομο να ρωτήσει στους Δελφούς, τι πρέπει να κάνει. Ανέλαβε ο Θέρσανδρος να πείσει τον Αλκμαίονα να σμίξει μαζί τους σ’ αυτή την επιχείρηση, που στο κάτω-κάτω της γραφής το όφειλαν στους γονιούς τους. Έπρεπε να τιμωρήσουν και τους Θηβαίους, που αρνήθηκαν να τους επιτρέψουν να θάψουν τους πεσόντες Αργείους, μαζί και τους γονιούς τους, κάτι που ήταν ενάντιο και στους νόμους των θεών. Χρησιμοποίησε κι ο Θέρσανδρος την Εριφύλη, όπως είχε κάνει ο Πολυνείκης, για να μεταπείσει τον αρνητή. Για να τη δελεάσει της πρόσφερε τον πολύτιμο πέπλο της Αρμονίας, της γυναίκας του πρόγονου Κάδμου, τον υφασμένο από την ίδια τη θεά Αθηνά, όπως ο Πολυνείκης της είχε προσφέρει το περιδέραιο. Αφού εξαγοράστηκε η ματαιόδοξη μάνα, βάλθηκε να πείσει τους γιους της να πάνε στην εκστρατεία.
Γύρισε ο άνθρωπος του Αλκμαίονα από το μαντείο φέρνοντας χρησμό, που έλεγε να γδικηθεί τη μάνα για τις δύο προδοσίες, του πατέρα αλλά και του ίδιου, αλλά και να πάει στη Θήβα να γδικηθεί το θάνατο του πατέρα του. Έτσι ενώθηκε κι αυτός με τους άλλους πολέμαρχους.
Προτού ξεκινήσουν ο Άδραστος έκαμε και πάλι συμπόσιο στο παλάτι, όπως είχε κάνει και στην πρώτη στρατιά, όπου υποδέχτηκε τους νέους αρχηγούς. Εκεί έδωσαν και πάλι όρκο και μετά η στρατιά ξεκίνησε. Πρώτος σταθμός τους ήταν η Νεμέα, όπου και πάλι διοργάνωσαν αγώνες, στους οποίους διακρίθηκε ο Θέρσανδρος. Τα σημάδια από το πουλιά και τις θυσίες τώρα ήσαν ευοίωνα. Αυτό τους γέμισε θάρρος και στη συνέχεια αφού πέρασαν από τον Κιθαιρώνα και τον Ασωπό στάθηκαν στις Ποτνιές, στα νότια της Θήβας. Εκεί ήταν το μέρος, που άνοιξε η γη και δέχτηκε ολοζώντανο τον μάντη Αμφιάραο, το “μάτι της στρατιάς” των πατεράδων τους. Μαζεύτηκαν γύρω από το μαντείο οι πολεμιστές κι ο Αλκμαίονας ζήτησε σημάδι από τον πατέρα του για την τύχη της εκστρατείας. Φανερώθηκε τότε το πνεύμα του Αμφιάραου και αποκάλυψε πως η έκβαση του αγώνα τώρα θα ήταν καλή, πως ο στρατός των Αργείων θα μπει νικητής στην επτάπυλη Θήβα, και πως τώρα θα επιζήσουν οι γιοι αυτών που σκοτώθηκαν τότε, και θα σκοτωθεί μόνο ένας, ο Αιγιαλέας, ο γιος του Άδραστου, ο οποίος ήταν τότε ο μόνος, που επέζησε.
Στη Θήβα βασίλευε ο Λαοδάμας, ο γιος του Ετεοκλή, που στο μεταξύ είχε ανδρωθεί, κι έτσι τερματίστηκε η αντιβασιλεία του Κρέοντα. Μαθαίνοντας οι Θηβαίοι για τη νέα εκστρατεία των Αργείων, οργάνωσαν την άμυνά τους πάλι, με αρχηγό το νέο βασιλιά τους. Με ευκολία κυρίεψαν οι Επίγονοι όλα τα μέρη γύρω από την πόλη της Θήβας κι ερήμωσαν τα περίχωρα. Μετά θέλησαν να στρατοπεδεύσουν στον Γλίσαντα, κοντά στην Τευμησσό, στο δρόμο για τη Χαλκίδα. Εκεί είχαν στήσει το στρατόπεδό τους και οι γονιοί τους. Οι Θηβαίοι για να τους αιφνιδιάσουν έκαμαν γιουρούσι κι έπεσαν πάνω τους μ’ ορμή. Ήθελαν να τους διώξουν μακριά από την πατρίδα τους και να τους στείλουν ηττημένους πίσω στην Πελοπόννησο. Πολέμησαν αντρειωμένα οι πολεμιστές κι από τις δυο παρατάξεις. Στην αναμέτρηση ο Λαοδάμας έμπηξε το σπαθί του στο σώμα του Αιγιαλέα, ο οποίος σωριάστηκε άψυχος στο χώμα, που δεν είχε ποτιστεί από του γονιού του το αίμα, του Άδραστου, γιατί ήταν ο μόνος που σώθηκε στην πρώτη εκστρατεία. Σαν είδε τον συγγενή του να πέφτει, όρμησε ο Αλκμέονας στο βασιλιά της Θήβας και τον διαπέρασε με το δόρυ του. Έτσι οι Θηβαίοι έχασαν και πάλι το βασιλιά τους, όπως πριν από δέκα χρόνια. Βλέποντας νεκρό τον αρχηγό τους λιποψύχησαν οι Θηβαίοι κι άτακτα υποχώρησαν στο άπαρτο μέχρι τότε κάστρο της πόλης τους για να σωθούν. Άφησαν στο πεδίο της μάχης πολλούς νεκρούς.
Ετοιμάστηκαν να αντιμετωπίσουν τους επιδρομείς μέσα από την ασφάλεια, που τους πρόσφεραν τα τείχη κι όταν έβρισκαν την ευκαιρία με αντεπίθεση να τους διώξουν μακριά. Γρήγορα όμως κατάλαβαν πως δεν ήταν μπορετό να τα βγάλουν πέρα με το νέο εχθρό. Τότε κι ο μάντης Τειρεσίας, που είδε τα σημάδια των θεών, τους συμβούλεψε να διαπραγματευτούν με τους Αργείους και πως καλύτερα θα ήταν να εγκαταλείψουν την πόλη. Έτσι έστειλαν κήρυκα για να ρυθμίσει τα σχετικά με τη διαπραγμάτευση, ενώ ταυτόχρονα ετοίμασαν και την κρυφή τους έξοδο. Μέσα στη σιγουριά της νύχτας, φόρτωσαν στις άμαξες τα γυναικόπαιδα κι όσα πράγματα μπορούσαν να κουβαλήσουν και κέντρισαν τα βόδια, παίρνοντας της ξενιτιάς το δρόμο από πύλη, που δεν μπορούσαν να ελέγξουν οι εχθροί.
Σαν είδαν ερημιά στην πόλη, οι Αργείοι άνοιξαν τις καστρόπορτες και μπήκαν στη Θήβα, την κούρσεψαν, γκρέμισαν συνθέμελα τα τείχη , τα φτιαγμένα κατά θαυμαστό τρόπο από τους Διόσκουρους Αμφίονα και Ζήθο, και την παρέδωσαν στο Θέρσανδρο, τον εγγονό του Οιδίποδα, να βασιλέψει στην πόλη, απ’ όπου έφυγε εξόριστος ή αυτοεξόριστος ο πάππος του κι αποδιωγμένος ο γονιός του. Μετά οι κατακτητές, φορτωμένοι λάφυρα, γύρισαν με το καλό στις πατρίδες τους. Ο Θέρσανδρος έμεινε με τους δικούς του και βάλθηκε να ξανακτίσει την πόλη.
Οι ξεριζωμένοι Θηβαίοι τράβηξαν δυτικά προς το βουνό Τιλφούσιο ή Τιλφωσσαίο, που στην περιοχή της Αλιάρτου, στο δρόμο για τη Λειβαδιά. Εκεί κουρασμένος άφησε την τελευταία του πνοή, μετά από ζωή εφτά γενιών, ο μάντης Τειρεσίας, όπου κουρασμένος σταμάτησε για ν’ αποκάμει και να δροσιστεί από το νερό της κρήνης Τιλφούσας. Οι Θηβαίοι επιτόπου τον έθαψαν με μεγάλες τιμές, αναγνωρίζοντας την προσφορά του στην πόλη με τους χρησμούς και τις ορμήνιες του. Σαν ισόθεο τον τίμησαν. Μετά τράβηξαν διαφορετικούς δρόμους. Άλλοι πήγαν στην Ήπειρο, στους Εγχελείς και τους Ιλλυριούς, όπου ο πρόγονός τους Κάδμος είχε βασιλέψει. Αυτοί, που δεν ήσαν πρόθυμοι για μια τόση μεγάλη πορεία, πήγαν στη θεσσαλική Ομόλη. Άλλοι τράβηξαν για τη Δωρίδα κι άλλοι εγκαταστάθηκαν στην Ιστιαία της Εύβοιας. Λένε, πως μετά από λίγα χρόνια μερικοί γύρισαν στη Θήβα, όπου ο νέος βασιλιάς τους, ο Θέρσανδρος, τους επέτρεψε να κατοικήσουν ξανά στις παλιές τους εστίες.
Όσοι Θηβαίοι δεν θέλησαν να αφήσουν τα σπιτικά τους και να πάρουν της ξενιτιάς το δρόμο, πιάστηκαν αιχμάλωτοι. Οι Επίγονοι είχαν κάμει τάμα να τους αφιερώσουν στους Δελφούς, στον Απόλλωνα, που είχε δώσει το χρησμό της νίκης. Πολλοί απ’ αυτούς μετά βρέθηκαν στη Μικρά Ασία.
Ανάμεσα στους αιχμαλώτους ήταν κι η κόρη του Τειρεσία, η Μαντώ ή Δάφνη. Για την τύχη της υπάρχουν τρεις εκδοχές. Η πρώτη λέει πως εγκαταστάθηκε στους Δελφούς, όπου διακρίθηκε για τη μαντική τέχνη, που της δίδαξε σαν μεγάλος δάσκαλος ο πατέρας της. Εκεί στο ναό του Φοίβου έδινε χρησμούς, κι η φήμη της ξαπλώθηκε σ’ όλη την Ελλάδα. Η δεύτερη αναφέρει πως πήρε χρησμό να παντρευτεί τον πρώτο άντρα, που θα συναντούσε βγαίνοντας από το ναό. Αυτός ήταν ο Ράκιος, που η καταγωγή του κρατούσε από τους Μυκηναίους, κατ’ άλλους από τους Κρητικούς, και μετά πήγαν στην Κολοφώνα. Σύμφωνα με την τρίτη εκδοχή, ο θεός την μαντικής, Απόλλων, της έδωσε χρησμό, με τους δικούς της, να περάσει απέναντι στην Ασία, και να εγκατασταθεί στην περιοχή της Κολοφώνας, όπου θα’ πρεπε να τον υπηρετήσει. Μα σαν έφτασαν στην Κλάρο, τους έστησαν ενέδρα κάποιοι Κρητικοί, που είχαν εκεί αποικία, και τους οδήγησαν στον Ράκιο, που ήταν ο αρχηγό τους. Αυτός τους δέχτηκε σαν μακρινούς συγγενείς, συνδέοντας την Ευρώπη, που είχε εγκατασταθεί στην Κρήτη κι είχε γεννήσει το μεγάλο βασιλιά τους Μίνωα, και τον αδελφό της Κάδμο, τον γενάρχη της Θήβας. Έτσι οι εξόριστοι Θηβαίοι εγκαταστάθηκαν σ’ αυτή την αποικία, όπου ο Ράκιος παντρεύτηκε τη Μαντώ και γεννήθηκε ο γιος τους Μόψος, που κι αυτός έγινε μάντης.


Β΄. Σχόλια
* Στον μύθο μας εμπλέκεται ο γιος του Αμφιάραου, ο Αλκμαίωνας. Ας συνεχίσουμε τη μυθική εξιστόρηση με την παράθεση της συνέχειας της δικής του ιστορίας, στην οποία συνεχίζουν οι κακοδαιμονίες λόγω των δώρων των θεών στους γάμους του Κάδμου και της Αρμονίας, του πέπλου και του περιδέραιου.
Χρέος είχε, μετά την άλωση της Θήβας, να εκτελέσει την επιθυμία του πατέρα του, του Αμφιάραου, που τον είχε στείλει, παρά τη θέλησή του, στην εκστρατεία κατά της Καδμείας, όπου αφανίστηκε, η ματαιοδοξία της γυναίκας του Εριφύλης. Έπρεπε να τιμωρήσει τη μάνα, που τον έφερε στον κόσμο.
Στην αρχή δίστασε. Πώς ήταν δυνατό να σκοτώσει τη γυναίκα που τον βύζαξε; Γι’ αυτό πάλι ρώτησε τον Απόλλωνα, τι ήταν πρέπον να κάνει. Η μάντισσα του φανέρωσε πως δεν πρόδωσε μόνο τον άντρα της μα και τον ίδιο, για ένα καταραμένο δώρο. Έτσι αγανακτισμένος γύρισε στο Άργος, όπου με τη βοήθεια του αδελφού του Αμφίλοχου, σκότωσε την Εριφύλη. Αυτή ξεψυχώντας καταράστηκε το φονιά γιο της μα κι όποια χώρα θα του’ δινε καταφύγιο.
Όταν τα χέρια του Αλκμαίονα βάφηκαν από το αίμα της μητέρας του, οι Ερινύες, οι θεές του γδικιωμού, άρχισαν να τον καταδιώκουν, χωρίς να μπορεί να βρει πουθενά ησυχία. Περιπλανήθηκε πολύν καιρό με την ελπίδα να βρει κάπου καταφύγιο και να μπορέσει να εξαγνιστεί από το κρίμα του. Πήγε στην αρχή στην Αρκαδία, όπου ζούσε ο παππούς του Οϊκλής, ο φημισμένος και σεβάσμιος πατέρας του Αμφιάραου. Μετά πήρε το δρόμο για το βουνό Ερύμανθο κι έφτασε στη πόλη Ψωφίδα, όπου βασίλευε ο Φηγέας. Αυτός έκανε καθαρμούς και τον καθάρισε από το μίασμα. Αφού είχε απαλλαγεί από το κρίμα, του έδωσε για γυναίκα την κόρη του Αρσινόη ή Αλφεσίβοια. Ο Αλκμαίονας χάρισε στη γυναίκα του σαν γαμήλια δώρα το πέπλο και το περιδέραιο, που είχε πάρει από τη μητέρα του Εριφύλη, τα οποία κρατούσαν την καταγωγή τους από τον Κάδμο και την Αρμονία, το πρώτο βασιλικό ζευγάρι της Καδμείας.
Του κάκου όμως πάσχιζε να φτιάξει τη ζωή του και να ζήσει ευτυχισμένα. Οι κατάρες της μάνας του τον κυνηγούσαν παντού. Η γη που τον φιλοξενούσε έπαψε να καρπίζει και λοιμός και φοβερή αρρώστια πλάκωσε τους κατοίκους. Οι κάτοικοι έριξαν την κακοτυχία τους στο μητροκτόνο. Έτσι αναγκάστηκε ν’ αφήσει τη Ψωφίδα, παρατώντας στο παλάτι του Φαγέα τη γυναίκα του Αρσινόη και το γιο του Κλύτιο, και τράβηξε για την Καλυδώνα, όπου τον φιλοξένησε ο βασιλιάς της χώρας, που ήταν εγγόνι του Οινέα, του πατέρα του Τυδέα και πάππου του φίλου του Διομήδη. Μετά περιπλανήθηκε στη Θεσπρωτία, μα κι από ‘κει τον έδιωξαν οι κάτοικοι, γιατί σκιάζονταν από τη μάνητα των θεών. Η απελπισιά σαν μαύρο σύννεφο, που θα φέρει καταιγίδα, τον έζωσε και κατέφυγε στο μαντείο των Δελφών, όπου η ιέρεια Πυθία του έδωσε χρησμό. Του είπε πως δεν πρόκειται να βρει γιατρειά προτού ανακαλύψει την χώρα, που δεν υπήρχε στο φως του ήλιου τη μέρα του φονικού της μάνας του κι έτσι δεν αντιλάλησαν σ’ αυτήν τα λόγια της κατάρας της Εριφύλης.. Αυτήν έπρεπε να βρει και να κατοικήσει. Σ’ αυτό θα τον βοηθούσε ο θεός Αχελώος, που διαφέντευε και το ομώνυμο ποτάμι. Σαν άκουσε το χρησμό, πήρε το δρόμο για τις πηγές του Αχελώου. Ο θεός τον κράτησε κοντά του, ανέλαβε τον καθαρμό και του ‘δωσε γυναίκα την κόρη του Καλλιρρόη. Μετά τους έδωσε να κατοικήσουν μια περιοχή, που είχε δημιουργηθεί από τις προσχώσεις του Αχελώου ποταμού, στις εκβολές του. Ήταν η μόνη, που μπορούσε να τους φιλοξενήσει, γιατί σ’ όλες τις άλλες είχαν αντιλαλήσει τα λόγια της κατάρας και γι’ αυτόν ήσαν μιασμένες από τη μητροκτονία, αυτή δεν υπήρχε όταν η μάνα ξεστόμισε τις φοβερές κουβέντες.
Ο Αλκμαίονας έζησε αυτού κι απόχτησε δυο γιους, τον Ακαρνάνα, από τον οποίο πήρε το όνομα Ακαρνανία η χώρα, και τον Αμφότερο. Μα η τύχη έμελλε να του παίξει κι άλλα δυσάρεστα παιγνίδια.
Η νέα γυναίκα του, η Καλλιρρόη, σαν έμαθε για τα πολύτιμα κειμήλια, που ανήκαν στον άντρα της, θέλησε να τα πάρει στην κατοχή της. Εξάλλου της ανήκαν, καταπώς το νόμιζε, γιατί τώρα μ’ αυτήν μοιραζόταν το συζυγικό κρεβάτι ο Αλκμαίονας, στον οποίο χάριζε του έρωτα τα χάδια και την ηδονή. Ζήτησε, λοιπόν, από τον άντρα της να της τα προσφέρει. Δεν γνώριζε η άμυαλη γυναίκα πως αυτά τα δώρα φέρνουν τον αφανισμό σ’ αυτόν, που τα κατέχει. Ο Αλκμαίονας δεν ήθελε να χολώσει τη γυναίκα του και πήγε στη Ψωφίδα να τα πάρει. Προφασίστηκε πως ήθελε να τα αφιερώσει στο ιερό του τοξοβόλου Απόλλωνα, στους Δελφούς, γιατί είχε κάμει τάμα, θέλοντας να εξιλεωθεί από το φονικό της μάνας του. Ο Φηγέας και η πρώτη γυναίκα του Αλκμαίονα, η Αρσινόη, πίστεψαν τα ψεύτικα λόγια του και με χαράς του έδωσαν τα κειμήλια. Μα σε λίγο, αφού ο Αλκμαίονας είχε πάρει της επιστροφής το δρόμο, από έναν υπηρέτη ο βασιλιάς της Ψωφίδας έμαθε πως το πέπλο και το περιδέραιο δεν θα κοσμούσαν το ιερό ηλιόφωτου θεού, αλλά την Καλλιρρόη. Θύμωσε τότε ο Φηγέας για το πλανερό ψέμα του γαμπρού του κι έβαλε τους γιους του, τον Πρόνοο και τον Αγήνορα, να τον τιμωρήσουν. Αυτοί έστησαν ενέδρα στον Αλκμαίονα καθώς γύρναγε στον Αχελώο και τον σκότωσαν.
Η αδελφή τους Αρσινόη, σαν έμαθε το θάνατο του άντρα της, που τον αγαπούσε ακόμα πολύ, διαμαρτυρήθηκε έντονα και καταράστηκε τ’ αδέλφια της για το φονικό. Τότε αυτοί την έβαλαν μέσα σ’ ένα κιβώτιο και την πούλησαν σκλάβα στον Αγαπήνορα, το βασιλιά της Τεγέας στην Αρκαδία. Άλλοι λένε πως την κατηγόρησαν στον Αγαπήνορα πως αυτή δολοφόνησε τον πρώην άντρα της κι έτσι καταδικάστηκε σε θάνατο.
Στο μεταξύ η Καλλιρρόη έμαθε το φόνο του άντρα της. Έτσι ζήτησε από το βροντορίχτη βασιλιά των θεών, το Δία, που ερωτοτροπούσε μαζί της, με τη δύναμή του να κάνει τα αγόρια της, που μωρά βυζανιάρικα ήσαν ακόμη στην κούνια, να μεγαλώσουν αμέσως για να γδικηθούν το θάνατο του πατέρα τους. Ο Δίας δε της χάλασε το χατήρι, τη συνάκουσε και μεμιάς αντρώθηκαν οι γιοι, σε μια νύχτα μέσα έγιναν λεβεντονιοί. Ατρόμητοι, με τη συμπαράσταση του πιότερου δυνατού θεού, έφτασαν στο παλάτι του Αγαπήνορα και οι τρανοδύναμοι γιοι του Αλκμαίονα σκότωσαν τους γιους του Φηγέα. Μετά πήγαν στη Ψωφίδα, όπου είχαν την ίδια τύχη με τα παλικάρια τους ο Φηγέας με τη γυναίκα του. Οι Ψωφιδείς τους κυνήγησαν μέχρι τη Τεγέα, μα οι Τεγεάτες τους υπερασπίστηκαν.
Έτσι οι γιοι του Αλκμαίονα πήραν τα πολύτιμα κειμήλια και νικητές γύρισαν στην πατρίδα τους, πίσω στη μάνα τους. Εκεί ο παππούς τους Αχελώος, τους έδωσε τη συμβουλή να μην κρατήσουν τα δώρα των θεών με τη μαγική δύναμη, που φέρνουν τον αφανισμό σε όσους τα κατέχουν, αλλά να αφιερώσουν στον Απόλλωνα, Ενώ ο γονιός τους το’ πε σαν πρόφαση, αυτοί να το κάνουν έργο. Έτσι τα δώρα των θεών, ο πέπλος, που είχε υφάνει η Αθηνά και το περιδέραιο, που είχε περίτεχνα πλαστουργήσει ο Ήφαιστος, και το χάρισε η θεά της ομορφιάς Αφροδίτη, στην κόρη της Αρμονία, γίνηκαν ιερά αφιερώματα στο Φοίβο, το γιο του Δία από τη Λητώ.
Υπήρχε όμως και ο μύθος, πως ο Αλκμαίονας μετά την άλωση της Θήβας, πήρε για γυναίνα του τη κόρη του τυφλού μάντη Τειρεσία, τη Μαντώ. Μαζί έκαναν τον Αμφίλοχο και την Τισιφόνη. Καθώς δεν είχε αναπαμό από το κυνήγι, που του ‘καμαν οι Ερινύες, άφησε τα παιδιά του, βρέφη ακόμα, και πήρε, καταδιωγμένος από τις φοβερές θεές, της περιπλάνησης τους σκοτεινούς δρόμους. Την οικογένειά του εμπιστεύτηκε στο βασιλιά της Κορίνθου, τον Κρέοντα, που ανέλαβε την κηδεμονία τους. Μαζί του μεγάλωσαν τα παιδιά. Σαν μεγάλωσαν όμως, ζήλεψε την ομορφιά της Τισιφόνης η γυναίκα του Κρέοντα και φοβούμενη μήπως την κατακτήσει ο άντρας της, κρυφά την πούλησε σκλάβα. Μη έχοντας βρει αναπαμό ακόμη, στις περιπλανήσεις του ο πατέρας της Αλκμαίονας τη βρήκε και την αγόρασε, χρησιμοποιώντας την για υπηρέτρια, χωρίς να ξέρει την αλήθεια. Αυτήν, την έμαθε αργότερα, σαν γύρισε στην Κόρινθο για να πάρει την οικογένειά του.
* Στον παραπάνω μύθο έχουμε το γιο, που παίρνει εκδίκηση για τον άδικο χαμό του πατέρα του, τιμωρώντας με θάνατο την ένοχη μάνα του. Παρόμοια είναι η ιστορία του Ορέστη, που σκότωσε τη Κλυταιμήστρα, για να εκδικηθεί το φόνο του πατέρα του Αγαμέμνονα. Η εκδίκηση αυτή είναι σύμφωνη με τις αυστηρές δωρικές πατριαρχικές αντιλήψεις, που εκφράζονται τόσο με τις πατρικές εντολές, που από σεβασμό ο γιος πρέπει να ακολουθήσει, όσο κι από την συμπαράσταση του Απόλλωνα πριν και μετά την πράξη της μητροκτονίας (1). Ο φόνος της Εριφύλης πρέπει να έγινε μετά την εκστρατεία των Επιγόνων, γιατί δεν μπορεί να συνδεθεί η νικηφόρα έκβασή της με το πρόσωπο του αρχηγού Αλκμαίονα, που ήταν μητροκτόνος. Αυτό ήταν αντίθετο με τα θέσφατα, δεν μπορούσαν να το επιτρέψουν οι θεοί, που εκπροσωπούσαν το δίκαιο και το ηθικό.

Δεν υπάρχουν σχόλια: