[[ δαμ-ων ]]
Α΄. Ο Μύθος
Κάποια μέρα ο Διόνυσος καθόταν νωχελικά πάνω σ’ ένα βράχο σ’ ένα ακρωτήρι κι αγνάντευε τη θάλασσα. Έμοιαζε με νιο στην πρώτη του εφηβεία, όμορφο και δυνατό παλικαρόπουλο. Τα κατάμαυρα κατσαρά μαλλιά στεφάνωναν την κεφαλή του κι ανέμιζαν στο δροσερό μαϊστράλι παίζοντας ναζιάρικα παιγνίδια χαϊδεύοντάς του το μέτωπο, ενώ ένας λαμπρός πορφυρός μανδύας σκέπαζε τους δυνατούς του ώμους. Κείνη την ώρα έτυχε να σχίζει τα νερά της θάλασσας, που λαμπύριζε κάτω από το φως του χρυσαφένιου ήλιου, ένα καράβι με Τυρρηνούς κουρσάρους. Η κακιά τους μοίρα το ’φερε, το ασκημένο μάτι τους να διακρίνει τα πολύτιμα πράματα κι ανθρώπους, να τον δουν στο αγνάντεμά του, και το πήραν για βασιλόπουλο. Αμέσως γνεύτηκαν μεταξύ τους για το αναπάντεχο θησαυρό, που τους έλαχε. Καθώς έστεκε ξεμοναχιασμένος, είχαν μπροστά τους μια καλή ευκαιρία να τον αρπάξουν και να ζητήσουν μπόλικα λύτρα από τον βασιλιά πατέρα του, για να τον δώσουν πίσω. Με νοήματα, χωρίς να χάσουν καιρό, μάϊναραν τα πανιά στα κατάρτια, πλεύρισαν στη στεριά και πηδώντας έξω πλησίασαν αθόρυβα, τον άρπαξαν με μεγάλη τους χαρά και τον μετέφεραν στο καράβι. Λέγανε πως θα ‘ταν γιοι κάποιου από τον Δία αγαπημένου βασιλιά και δοκίμασαν, για να μη τους ξεφύγει η πολύτιμη λεία, να τον δέσουν χειροπόδαρα με δεσμά που εξασφαλίζουν τον θησαυρό αλλά προκαλούν τον πόνο. Μα όσες φορές κι αν δοκίμασαν γερά για να τον δέσουν, τα σχοινιά γλιστρούσαν, λύνονταν και πετάγονταν μακριά του. Ο θεός δεν μιλούσε, αλλά παράμενε αδιάφορος χωρίς να φέρνει καμιάν αντίσταση, και τους κοιτούσε με τα μαύρα του λαμπερά μάτια Σαν είδε ο πλοηγός, από τη θέση του δίπλα στο περίτεχνα σκαλιστό τιμόνι, την μάταιη προσπάθεια των συντρόφων του, κατάλαβε πως ο αιχμάλωτός τους δεν ήταν θνητός, παρά κάποιος θεός με ανθρώπινη μορφή.
Η Συνέχεια >>> εδώ …
Φώναξε τότε στους άλλους : « - Σταθείτε, δυστυχισμένοι φίλοι μου, γιατί θαρρώ, πως αυτός που πιάσατε και με δεσμά προσπαθείτε να φυλακίσετε, μοιάζει με δυνατό θεό του Ολύμπου! Ακόμη και το καλοταρσανισμένο γερό καράβι μας δεν μπορεί να τον κρατήσει! Μην είναι ο πατέρας των θεών Δίας ή ο Απόλλωνας με το αργυρό το τόξο ή ο άρχοντας της θάλασσας Ποσειδώνας; Γιατί δεν μοιάζει με τους θνητούς που χάνονται, αλλά με τους θεούς που κατοικούν στον Όλυμπο. Χαμένοι, λευτερώστε τον αμέσως, όσο είναι καιρός. Ελεύθερο, ας τον αφήσουμε πάνω στη σκιερή γη, και γρήγορα. Κανείς ας μην απλώσει πάνω του χέρι, μήπως μας θυμώσει και πάνω στην οργή του μας στείλει κακούς αγέρες και μας πνίξει σηκώνοντας φουρτούνες και φοβερές καταιγίδες με ανεμοζάλες ». Μα που ν’ ακούσουν οι κουρσάροι! Ο καπετάνιος τον αποστόμωσε βάζοντάς του τις φωνές : «- Άθλιε, εσύ να κοιτάζεις τη δουλειά σου! Το μάτι να βλέπει μόνο τον ούριο άνεμο. Κράτα καλά τα ξάρτια και άνοιξε πάλι τα πανιά. Άφησε εμάς, τους μαχητές άντρες, να γνοιαζόμαστε για τα υπόλοιπα. Λογαριάζω να φτάσουμε γι’ αυτόν στην Αίγυπτο ή στην Κύπρο ή στους Υπερβόρειους ή κι ακόμα πιο μακριά. Στο τέλος θα σπάσει και θα μας φανερώσει ποιοι είναι οι δικοί του και πόσα τα πλούτη του. Πρέπει κάποιος θεός να τον έριξε στα χέρια μας, για να κερδίσουμε πολλά!» Αυτά είπε ο καπετάνιος ελπίζοντας να πάρει πολλά λύτρα για τον νεαρό. Απλώσανε τα πανιά, ο αγέρας φύσηξε κι άρχισαν να αρμενίζουνε. Τότε σα να συνέβη ένα θαύμα, δεν μπορούσαν να πιστέψουν στα μάτια τους! Κρασί κυλούσε στο γρηγοροτάξιδο σκαρί, γλυκό πιοτό αρωματισμένο το πλημμύρισε και θεία ευωδιά πλανιόταν ολόγυρά του. Ψηλά στο πανί απλώθηκε κλήμα με πλήθος αρωματικά σταφύλια. Γύρω από το κατάρτι τυλίχθηκε ανθισμένος κισσός, ενώ οι σκαρμοί των κουπιών στεφανώθηκαν με λουλουδένιες πλεξούδες. Σαν τα είδαν αυτά οι κωπηλάτες τα’ χασαν και φώναξαν στον τιμονιέρη να αλλάξει γραμμή και να γυρίσει το καράβι κατά την ξηρά.
Τότε ο θεός μεταμορφώθηκε σε φοβερό λιοντάρι, που με ολόρθη τη χαίτη από την πλώρη με άγριους βρυχηθμούς τους έδειχνε τα κοφτερά του δόντια. Αμέσως μετά, στη μέση του καραβιού, μια πελώρια καστανόμαυρη δασύτριχη αρκούδα, ολόρθη στα πισινά της πόδια, κουνούσε απειλητικά τα μπροστινά της πόδια, έτοιμη να τους ριχτεί. Τρομαγμένοι οι κουρσάροι έτρεξαν στην πρύμνη γύρω από τον ήρεμο τιμονιέρη, που ’ξερε πως ο θεός, όποιος κι αν ήταν, θα τον λυπόταν και δε θα του έκαμε κακό. Το λιοντάρι τινάχτηκε και μ’ ένα μεγάλο άλμα άρπαξε τον καπετάνιο, που δε σεβάστηκε τον θεό, κομματιάζοντάς τον με τα κοφτερά του δόντια. Οι άλλοι, για να γλιτώσουν από τη θλιβερή τους τύχη, ρίχτηκαν τρομαγμένοι στη θάλασσα, όπου μεταμορφώθηκαν σε δελφίνια. Στο καράβι είχαν απομείνει ο τιμονιέρης και ο Διόνυσος. Ο θεός του εμφανίστηκε μ’ όλη του την μεγαλοπρέπεια, τον έσφιξε στην αγκαλιά του και του είπε :
«- Τίποτα μη φοβάσαι, πιστέ μου γέροντα! Είσαι ακριβός για την καρδιά μου! Είμαι ο ζωηρός Διόνυσος, που γέννησε η Σεμέλη η Καδμεία, αφού ενώθηκε ερωτικά με τον νεφεληγερέτη Δία».
Η δύναμη του Διόνυσου αναγνωρίστηκε τότε από όλον τον κόσμο, ακόμη κι από τους Αργείους, οπότε ο θεός μπορούσε να επιστρέψει στον Όλυμπο, έχοντας επιβάλει στη γη την λατρεία του.
Άλλοι λένε πάλι πως κάποτε ο θεός θέλησε να περάσει στη Νάξο, ζητώντας από τους Τυρρηνούς πειρατές να τον εξυπηρετήσουν. Αυτοί δέχτηκαν κι έβαλαν πλώρη για το νησί, όμως καταμεσίς στο πέλαγος που αρμενίζανε άλλαξαν γνώμη, τον αιχμαλώτισαν και παίρνοντας άλλη πορεία θέλησαν να τον ανταλλάξουν με λύτρα γιατί τον πέρασαν για βασιλόπουλο. Η συνέχεια μας είναι γνωστή.
Β΄. Σχόλια
* Ο Ευριπίδης στην αρχή της τραγωδίας του “Κύκλωψ” αναφέρεται στην απαγωγή του Διόνυσου από τους πειρατές. Μας παρουσιάζει τον Σειληνό και τους Σάτυρους να ταξιδεύουν στη θάλασσα ψάχνοντας για τον απαχθέντα Διόνυσο. Όμως, άγριος άνεμος τους παρέσυρε στη Σικελία, όπου τους έπιασε ο Πολύφημος, ο Κύκλωπας που αργότερα τύφλωσε ο Οδυσσέας, και τους χρησιμοποιούσε σαν βοσκούς των κοπαδιών του και υπηρέτες. Η τραγωδία αρχίζει με τον Σειληνό, που μονολογεί:
« Ω! Βάκχε, για χατίρι σου τραβάω
βάσανα μύρια τώρα κι όταν είχα,
στα νιάτα μου, κορμί γεροδεμένο.
Και πρώτα τότε που μανίες ο νους σου
γέμισε από την Ήρα και τις Νύμφες
τις ορεινές που σ΄ είχαν αναθρέψει,
τις παράτησες κι έφυγες. Κατόπι,
σαν πολεμούσες τους αρματωμένους
γίγαντες, στάθηκα στα δεξιά σου
συμπαραστάτης και με το κοντάρι
χτυπώντας τον Εγκέλαδο στη μέση
της ασπίδας τον σκότωσα- για στάσου,
το είδα στ’ όνειρό μου και το λέω;
A! ;όχι, μα το Δία, έδειξα κιόλας
τα λάφυρα στο Βάκχο. Τώρα ωστόσο
βάσανα πιο μεγάλα με παιδεύουν.
Γιατί όταν η Ήρα Τυρρηνούς κουρσάρους
έστειλε να σ’ αρπάξουν και σε τόπους
να σε πουλήσουν μακρινούς για σκλάβο,
σαν το ‘μαθα, μαζί με τα παιδιά μου
πήρα πλεούμενο να σε γυρέψω.
Στην πρύμνα, αφέντη μου, διπλό τιμόνι
βαστώντας κυβερνούσα το καράβι
κι οι Σάτυροι στους πάγκους καθισμένοι
με τα κουπιά τους το γαλάζιο κύμα
το γέμιζαν αφρούς και σε ζητούσαν.
Σαν είχαμε ζυγώσει στο Μαλέα,
φύσηξε αγέρας άγριος και στης Αίτνας
μας έριξε τα βράχια εδώ που ζούνε
στις έρημες σπηλιές οι μονομάτες,
ανθρωποφάγοι Κύκλωπες, τα τέκνα
του Ποσειδώνα. Κάποιος από τούτους
μας έπιασε και τώρα δούλοι
μες στο λημέρι του. Τα’ αφεντικό μας
Πολύφημο το λεν, κι αντί τραγούδια
να τραγουδούμε βακχικά, βοσκάμε
του Κύκλωπα του ανόσιου τα κοπάδια. » ( Ευριπίδου “Κύκλωψ”, 1-26 )
Η διήγηση αυτής της περιπέτειας του Διόνυσου δίνεται σ’ ένα σύντομο, αλλά πολύ σπουδαίο ομηρικό ύμνο. Είναι τόσο ποιητικός, που θα ήταν παράληψη να μη τον παραθέσουμε:
« Τραγουδώντας το Διόνυσο, το γιο της δοξασμένης Σεμέλης,
θενά θυμίσω, πως μια μέρα, πάνω στην ανεξάντλητη θάλασσα,
στην ακρότατη ενός ακρωτηρίου την προεξοχή, φάνηκε,
όμοιος μ’ έφηβο, στο άνθος της νιότης: τα ωραία του μαύρα μαλλιά
κυμάτιζαν πάνω στους δυνατούς του ώμους, που μαντύας πορφυρός τους σκέπαζε.
Ξάφνου, άντρες που βρίσκονταν πάνω σ’ ώριο καράβι, πειρατές Τυρρηνοί,
γοργά πλησιάζουν, τα σκοτεινά σκίζοντας κύματα: μαύρη μοίρα τους φέρνει.
Είχανε το θεό δει, ο ένας στον άλλο κάναν σινιάλο, και πηδάνε στη γη.
Ευτύς αρπάζουνε τη λεία τους, στο καράβι τήνε φέρνουνε, κι η καρδιά τους γιομίζει χαρά.
Τον είχαν νομίσει για γιο ενός βασιλιά, του Δία απόγονου,
και θέλαν μ’ αλυσίδες βαριές να τον δέσουν, όμως ο θεός δε δέθηκε,
τα δεσμά πέφτουν απ’ τα χέρια τα πόδια του, μακριά, κι εκείνος ,
καθισμένος, με τα μαύρα μάτια χαμογελά.
Ο τιμονιέρης τον κοιτάει και λέει στους συντρόφους του λόγια αυστηρά:
“ Δύστυχοι, ποιός είν’ αυτός που έχετε πιάσει και να τόνε δέσετε θέλετε;
Ποιος είναι τούτος ο δυνατός θεός; Το στέρεό μας καράβι να τόνε σηκώσει δεν το μπορεί,
γιατί ο Δίας είναι ή ο Απόλλωνας με τ’ αργυρό του δοξάρι ή ο Ποσειδώνας θενάναι,
αφού με θνητούς ανθρώπους δε μοιάζει, μα με θεούς, που στο παλάτι του Όλυμπου
αυτοί κατοικούν. Ελάτε, ας τον αφήσουμε, χωρίς ν’ αργούμε, στη μαύρη στεριά,
και μη βάζετε χέρι απάνω σ’ αυτόν, μην κι η οργή του άγριους σηκώσει
και τρικυμίες άγριες και φοβερές”. Λέει, κι ο καπετάνιος του καραβιού τον μαλώνει σκληρά:
“ Δύστυχε, πρόσεχε να μας βοηθήσει ο άνεμος. Όρτσα τα πανιά!
Όσο γι’ αυτόν, οι άντρες μας ύστερα θα φροντίσουνε. Ελπίζω στην Αίγυπτο θα φτάσει
ή στην Κύπρο ή στους Υπερβόρειους σιμά ή ακόμα πιο μακριά,
και θα μας πει στο τέλος που είναι οι δικοί του, που τα πλούτια του και οι γονιοί του,
αφού στα χέρια μας να πέσει έκανε ο θεός”. Στα λόγια αυτά όρθωσε
τ’ άλμπουρο του καραβιού και τεντωθήκανε τα πανιά. Φύσηξε ο αγέρας,
φούσκωσε τα πανιά κι όλα τα ξάρτια βοήθησαν. Μα, στη στιγμή,
τα μάτια τους σαστίσαν, παράξενα θάματα και μια λάμψη τρανή, Στην αρχή,
σ’ όλο το μάκρος του ολοσκότεινου και ταχύπλοου καραβιού, κυλούνε κύματα,
μουρμουρίζοντας, εξαίσιου, αρωματικού κρασιού, που σκορπάει θεϊκιά μυρωδιά.
Στο θέαμα τούτο τα χάσαν οι ναυτικοί. Και σύγκαιρα βλέπουν ν’ αναριχιέται
ως πάνω στο πανί κλήμα αμπελιού, που ρίχνει τα κλώνια του εδώ κι εκεί,
κι απ’ όπου κρέμουνται πολλά τσαμπιά. Γύρω απ’ το κατάρτι τυλίγεται ένας κισσός
με το σκοτεινό του φύλωμμα, ολάνθιστο, κι απ’ όπου γεννιούνται ωραίοι καρποί,
στεφάνια έχουν των κωπηλατών οι αστράγαλοι. Σαν είδαν τούτα οι ναύτες
προστάζουν τον πιλότο να πάει στη στεριά. Αλλά λιοντάρι τότε έγινε ο θεός,
λιοντάρι που, στην πλώρη, βγάζει μανιασμένα μουγκρητά. Στη μέση του πλοίου,
δίνοντας της δύναμης του αυτός σημάδια, φτιάχνει μιαν αρκούδα
με τριχωτό λαιμό, που μανιασμένη ορθώνεται, ενώ ο λιόντας,
στην άκρη του καταστρώματος, ματιές τρομερές έριχνε.
Οι ναύτες όπου φύγει- φύγει προς τη πρύμνα, κοντά στο φρόνιμο τον τιμονιέρη
και σταματούν εκεί χαμένοι. Ξάφνου, ο λιόντας ορμάει
κι αρπάει τον αρχηγό. Οι άλλοι, βλέποντας ετούτα, για να ξεφύγουν τη μαύρη μοίρα,
όλοι μαζί, πηδήσανε στη θάλασσα τη θεϊκιά, και γίνανε δελφίνια.
Ο Βάκχος τον τιμονιέρη τον λυπήθηκε, τον έσωσε, ευτυχισμένο τον έκανε, και τούπε:
“ Ήσυχος μείνε, εξαίρετε πιλότε, εσύ ο αγαπητός μου της καρδιάς, ο Διόνυσος είμαι,
ο θεός ο βροντερός, που μια μητέρα, κόρη του Κάδμου,
η Σεμέλη, τόνε γέννησε, σαν έσμιξε με το Δία ερωτικά”.»
Στον παραπάνω ομηρικό ύμνο καταδεικνύεται, πανηγυρικά, ο πρώτος θρίαμβος του Διόνυσου με τα πολυάριθμα θαύματα. Αυτά μπορούν να συνδεθούν με την επίδραση του κρασιού. Σε ορισμένους το κρασί προκαλεί μια πυρετική ενέργεια, μια έξαρση των μυϊκών δυνάμεων, όπου ο άνθρωπος ξεπερνάει τις δυνατότητές του ($2). Ο θεός, που προκαλεί τέτοιες εξάρσεις, τιμάται ως ο ισχυρός θεός, ο θεός θριαμβευτής που επιβάλλεται παντού. Μερικές φορές το κρασί μπορεί να οδηγήσει τον άνθρωπο σε βίαιες πράξεις, σε ανάδυση των κατώτερων, των ζωικών του ενστίκτων. Όταν εκδηλώνεται το ζώο που κρύβει μέσα του, μεταμορφώνεται σαν τον Διόνυσο σε λιοντάρι, σε αρκούδα ή σε ταύρο.
* Ο Διόνυσος συχνά μεταμορφωνόταν. Εκτός από την θεϊκή δύναμη της μεταμόρφωσης μπορούμε να αποδώσουμε την ικανότητα αυτή και στη μεταμορφωτική ισχύ του κρασιού, που μπορεί να μεταμορφώνει και να αποκτηνώνει τον άνθρωπο. Έτσι του απέδιδαν ισχύ ταύρου και λιονταριού. Ο Ευριπίδης έβαλε στο στόμα των “ Βακχών ” την ακόλουθη προσφώνηση :
« Ω Διόνυσε, τέλεσαν ταυρόκερον θεόν,
Στεφάνωσάν τε δρακόντων στεφάνοις,
Ένθεν άγραν θυρσοφόροι μαινάδες αμφιβάλλονται πλοκάμοις ».
Και συνεχίζει:
« - φάνηθι ταύρος ή πολύκρανος [ Μετάφρ.: Έλα, Βάκχε, βανερώσου ή σαν ταύρος ή σαν δράκος
δράκων ή πυριφλέγων οράσθαι λέων.» πολυκέφαλος ή λιόντας που φωτιές βγάζει και φλόγες.]
Έτσι ο Βάκχος επονομάστηκε « ταυρόκερος », « βούκερος », « ταυρομέτωπος ». Στην Ήλιδα οι γυναίκες απεύθυναν προς τον θεό αυτήν την προσευχή :
« - Ελθείν, ήρω Διόνυσε, άλιον ες ναόν αγνόν, συν χαρίτεσσιν ες ναόν τω βοέω ποδί θύων ». [ Μετάφρ.: Έλα, ήρωα Διόνυσε, έλα μαζί με τις χάριτες, στον άγιο σου ναό στ’ ακρογιάλι. Πήδα με το ταυρίσιο του πόδι.]
Κι αποκρίνονταν όλες μαζί, επαναλαμβάνοντας δυο φορές :
« - Άξιε ταύρε ! »
« - Άξιε ταύρε ! »
* Ο Διόνυσος σαν θεός έκανε διάφορα θαύματα, που προκαλούσαν τον θαυμασμό των θνητών. Ο Ευριπίδης στις “Βάκχες” του αναφέρει κάποια, που δείχνουν τη θεία δύναμή του. Αυτή τη δύναμη μπορούσε να μεταγγίσει και στα άτομα της ακολουθίας του. Φρόντισε πρώτα να ελευθερώσει τις Μαινάδες του, που ο Πενθέας είχε φυλακίσει:
« Κι οι Βάκχες που τις άρπαξες, τις έδεσες, τις έβαλες
στη φυλακή να μείνουν, δραπέτευσαν και φύγανε
πηδώντας στα λιβάδια. Καλούσαν το θεό Βρόμιο
κι όλο χαρά σκιρτούσαν.
Από τα πόδια τα δεσμά μονάχα τους λυθήκαν
Κι οι κλειδαριές ανοίξανε χωρίς ανθρώπου χέρι.
Κι ακόμη τούτο να σου πω: Αφέντη, αυτός ο άνθρωπος
στη Θήβα που έχει έλθει, θα κάνει κι άλλα θαύματα. » ( Ευριπίδου Βάκχαι, στιχ. 443-450 )
Όταν διαπίστωσε ότι ο βασιλιάς Πενθέας ήταν ακόμη ενάντιός του, με θαυμαστό τρόπο του γκρέμισε το παλάτι:
« Γυναίκες, Ασιάτισσες, τόσος σας πήρε φόβος
και πέσατε κατάχαμα; Φαίνεται αισθανθήκατε
πως του Πενθέα τ’ ανάκτορα ο Βάκχος καταγκρέμισε.
Ελάτε, ορθώστε το κορμί, το σώμα δυναμώστε,
το φόβο αμέσως διώξτε. » ( Ευριπίδου “Βάκχαι”, στιχ. 604-607 )
Κι όταν ο βασιλιάς αλυσόδεσε το θεό, ακολούθησαν πολλά θαυμαστά συμβάντα:
« ΧΟ. Αλλά, πως ελευθερώθηκες από τον ανόσιο άνδρα;
ΔΙ. Μονάχος τα κατάφερα κι εύκολα, χωρίς κόπο.
ΧΟ. Τα χέρια σου δεν τα ’δεσε με σχοίνινες θηλιές;
ΔΙ. Εδώ είναι που τον ντρόπιασα. Νομίζοντας πως μ’ έδενε
ούτε που μ’ ακουμπούσε, μ’ ελπίδες ξεγελιόταν.
Και καθώς μέσα μ’ έκλεινε στις φάτνες ταύρο βρήκε
κι έδενε πόδια, γόνατα σφιχτά με τις θηλιές του,
ασκοφυσώντας με θυμό, ίδρωνε το κορμί του
και δάγκωνε τα χείλη του.
Κι εγώ κοντά ήμουνα, παρών ήσυχος και τον κοίταζα.
Αιφνίδια εκείνη τη στιγμή ήρθε και τα παλάτια
ο Βάκχος ανατίναξε και μια φωτιά που άναψε
στον τάφο της μητρός του είδε ο Πενθέας και νόμισε
πως καίνε το παλάτι και πέρα δώθε έτρεχε
τους δούλους διατάζοντας τον Αχελώο να φέρουν
και τούτοι αγωνίζονταν, μα, μάταια μοχθούσαν.
Άφησε την προσπάθεια καθώς εγώ είχα φύγει.
Από δωμάτιο κρυφό ξίφος αρπάζει μαύρο
κι εκίνησε να μ’ εύρει. Κι αίφνης μου φάνηκε, θαρρώ,
ο Βρόμιος στην αυλή έπλασε φάσμα, ομοίωμά μου.
Ορμά ο Πενθέας πάνω του σαν να ‘σφαζε εμένα,
μα, στην ουσία έσφαζε τον λαμπερό αέρα.
Κοντά σ’ αυτά κι άλλα πολλά δεινά του ‘καμε ο Βάκχος:
Τ’ ανάκτορα του γκρέμισε και ρημαδιό όλα γίναν.
Σαν είδε πως πικρό γι΄ αυτόν ήταν το δέσιμό μου
μόνος του και μ’ απόγνωση πέταξε το σπαθί του,
τι ήταν θνητός που τόλμησε θεό να πολεμήσει. » ( Ευριπίδου Βάκχαι, στιχ. 613-636 )
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου