[[ δαμ-ων ]]
Α΄. Ο Μύθος
Η Αριάδνη έμελλε να γίνει η αγαπημένη του Διόνυσου. Ήταν κόρη του ξακουστού βασιλιά της Κρήτης Μίνωα και της Πασιφάης. Ο πατέρας της Μίνωας, ο βασιλιάς των βασιλιάδων και μεγάλος θαλασσοκράτορας, γεννήθηκε από την ένωση του Δία με την Ευρώπη, που την είχε απαγάγει έχοντας μεταμορφωθεί σε χαριτωμένο ολόλευκο ταύρο. Η μητέρα της Πασιφάη ήταν κόρη του Ήλιου και της Κρήτης. Η Αριάδνη σαν είδε τον Θησέα, που είχε έρθει από την Αθήνα, ένιωσε την γλυκιά ανατριχίλα στο παρθενικό κορμί της, που προκαλεί η θεά του έρωτα Αφροδίτη. Ο Θησέας, ο γιος του βασιλιά της Αθήνας Αιγέα, με δική του παράκληση ήταν ανάμεσα στους νέους, που προορίζονταν για τροφή του ζωάνθρωπου Μινώταυρου, ο οποίος κατοικούσε μέσα στο Λαβύρινθο, αυτό το θαυμαστό κατασκεύασμα του Δαίδαλου. Το βασιλόπουλο από την Αθήνα ήταν το πιο όμορφο από όλα τα παλικάρια που έφερε το αθηναϊκό καράβι στην Κνωσό. Θέλοντας να απαλλάξει την χώρα του από τον φόρο αίματος που πλήρωνε στον βασιλιά της Κρήτης, και να την γλιτώσει μια για πάντα από την ταπείνωση, είχε κατά νου να σκοτώσει τον Μινώταυρο και γι αυτό αποφάσισε να συνοδέψει τους άτυχους νέους και νέες, που η κλήρωση καθόρισε να γίνουν βορά του αποκρουστικού θηρίου.
Σαν έμαθε η βασιλοπούλα το σκοπό του ταξιδιού του όμορφου Αθηναίου, προσφέρθηκε να τον βοηθήσει. Έτσι η ερωτευμένη Αριάδνη έδεσε με όρκο τον αγαπημένο της πως, φεύγοντας νικητής, θα την έπαιρνε μαζί του και σαν έφταναν στην Αθήνα θα γινόταν γυναίκα του. Ο Θησέας για να σωθεί μετά από το κατόρθωμά του, δεν έπρεπε να χαθεί μέσα στους διαδρόμους του Λαβύρινθου. Η Αριάδνη του υπέδειξε τον τρόπο για να βρει την έξοδο από τον Λαβύρινθο. Είχε ακούσει από τον Δαίδαλο, πως για να βγει κάποιος από τον Λαβύρινθο, έπρεπε να πάρει ένα κουβάρι νήμα και να έδενε την άκρη του στην είσοδο. Μετά μπορούσε να προχωρήσει όσο ήθελε μέσα στους πολύπλοκους διαδρόμους ξετυλίγοντας το νήμα καθώς προχωρούσε. Για να ξαναβγεί στο φως αρκεί να μάζευε το νήμα. Η Αριάδνη έδωσε το νήμα στον Θησέα και τις οδηγίες για βρει την έξοδο, όπως τις είχε ακούσει από τον κατασκευαστή.
Η συνέχεια >>> εδώ …
Ο ήρωας ακολούθησε τις οδηγίες και μετά το κατόρθωμά του, κρυφά τη νύχτα μπήκε στο καράβι με τα παλικάρια του, παίρνοντας μαζί του την Αριάδνη και την αδελφή της Φαίδρα, κι ανοίγοντας τα πανιά άφησαν τον Ποσειδώνα να τους οδηγήσει στην πορεία της επιστροφής. Το αθηναϊκό καράβι επιστρέφοντας από την Κρήτη πρώτα προσορμίστηκε στο νησί Δία, την σημερινή Νάξο. Εκεί στην υγρή αμμουδιά αποκαμωμένος ξάπλωσε ο Θησέας για να ξαποστάσει έχοντας δίπλα του την Αριάδνη. Όμως ένα όνειρο διατάραξε τον γλυκό του ύπνο. Η θεά της πόλης του, η Παλλάδα Αθηνά, του παρουσιάστηκε και τον πρόσταξε να παρατήσει την κοιμισμένη κόρη από την Κρήτη και να φύγει για την Αθήνα ( άλλοι λένε πως ο ίδιος ο Διόνυσος παρουσιάστηκε στον ύπνο του Θησέα και τον απείλησε ). Δίχως να φέρει αντίρρηση το βασιλόπουλο έφυγε κρυφά. Σαν ανέτειλε ο ήλιος, άνοιξε τα μάτια της η Αριάδνη κι αντίκρισε πως ήταν μόνη στην έρημη αμμουδιά, ενώ στο βάθος του ορίζοντα φαινόταν το αθηναϊκό σκαρί με τα μαύρα πανιά, που πάνω στη χαρά τους ο Θησέας και οι δικοί του είχαν ξεχάσει να αλλάξουν, όπως είχαν συμφωνήσει με τον πατέρα του Αιγέα. Πίκρα κι απελπισία γέμισαν τα νεανικά στήθη της ενώ δάκρυα πλημμύρισαν τα, στο χρώμα της παιγνιδιάρας θάλασσας, μάτια της. Ολοφυρόταν η δύσμοιρη κόρη χτυπώντας το κεφάλι της στην αμμουδιά, και τα ξέπλεκα μαύρα σαν έβενος μαλλιά της γέμισαν χρυσή άμμο, που λαμπίριζε στις ακτίνες του φωτοδότη ήλιου, ο οποίος ανηφόριζε στον ουρανό πάνω στο λαμπρό του άρμα.
Η θεά της ομορφιάς Αφροδίτη, που της ενέπνευσε τον έρωτα για τον Θησέα, φανερώθηκε στην απαρηγόρητη για την εγκατάλειψη Αριάδνη, της έδωσε θάρρος, τη διαβεβαίωσε πως θα έχει την μεγάλη τιμή να γίνει γυναίκα του Διόνυσου και θα απολάμβανε μεγάλη δόξα. Ο θαμπωμένος από την ομορφιά την κόρης θεός, που την λιμπίστηκε σαν την είδε να κοιμάται τη νύχτα πάνω στην υγρή άμμο ενώ το δροσερό αεράκι της παρέσυρε το υφαντό της φόρεμα με αποτέλεσμα να αντιφεγγίζει η αργυρόχρωμη σελήνη στο ημίγυμνο κορμί της, παρουσιάστηκε στην Αριάδνη με καλοσύνη κι αγάπη. Εκεί, στο μέρος που λαχταρούσε να σμίξει με τον Θησέα όταν ξαπόσταινε, ενώθηκε με τον Διόνυσο, που της πρόσφερε ένα ολόχρυσο στεφάνι. Το στεφάνι αυτό το είχε φτιάξει ο Ήφαιστος και το είχε στολίσει με πολύτιμα πετράδια, που είχε φέρει ο Διόνυσος από τις Ινδίες. Ήταν τόσο περίτεχνο και λαμπρό, που οι θεοί αργότερα το έβαλαν στον ουρανό, για να λάμπει πλάι στ’ άλλα αστέρια. ( Άλλοι λένε πως το ολόχρυσο στέμμα ήταν δώρο της Αφροδίτης και των Ωρών στο γάμο της Αριάδνης με τον Διόνυσο ).
Οι δυο τους αποτέλεσαν ένα αγαπημένο ζευγάρι κι απόκτησαν πολλά παιδιά, τον Θόαντα, τον Πεπάρηθο, τον Λάτραμυ, τον Ευανθή, τον Στάφυλο, τον Οινοπίωνα και τον Ταυρόπολη.
Β΄. Σχόλια
* Ο Όμηρος στην Οδύσσεια, αναφέρει τις γυναίκες, που συνάντησε, όταν κατέβηκε στον Άδη ο Οδυσσέας. Ανάμεσά τους ήταν και η Αριάδνη, για την οποία αναφέρει πως τη σκότωσε για χάρη του Διόνυσου η αδελφή του, από άλλη μητέρα, θεά Άρτεμη.
« Τη Φαίδρα και την Πρόκριδα, την Αριάδνη είδα,
την κόρη του κακόγνωμου του Μίνωα, εκείνη
που ο Θησέας έφερνε, μάταια, απ’ την Κρήτη
στης Αθήνας της ιερής το λόφο. Κει στη Δία
η Άρτεμη τη σκότωσε για χάρη του Διονύσου.» ( Ομήρου “Οδύσσεια” , ραψ. Λ, 321-325 )
* Την εκδοχή του Ομήρου σχετικά με την Αριάδνη, που αναφέραμε στον μύθο, θα σας μεταφέρουμε από άλλη μετάφραση και θα την σχολιάσουμε:
« Δίπλα από τη Φαίδρα και την Πρόκριδα, την ωραία Αριάδνη,
τη θυγατέρα του Μίνωα του σκληρού, που άλλοτε ο Θησέας,
γυρνώντας απ’ την Κρήτη στους εύφορους κάμπους της ιερής Αθήνας,
μαζί του έφερε, αλλά χωρίς για τούτο να χαρεί
γιατί, πριν δικιά του την κάνει, η Άρτεμη τη σκότωσε,
στης Δίας το νησί, κατά του Διόνυσου την πεθυμιά ».
Κατά την άποψη του Welker, ο Διόνυσος είχε προκαλέσει τον σκοτωμό της Αριάδνης από την Άρτεμη, για να την αρπάξει από το Θησέα, και να κατακτήσει στο πρόσωπό της μια θεϊκή σύζυγο. Η θνητή κόρη, που απήγαγε ο αθηναίος ήρωας είχε βρει το θάνατο στη Δία ( Νάξο), όπου δείχνανε τον τάφο της, ενώ η αθάνατη σύζυγος του θεού είχε την θέση της στον Όλυμπο δίπλα του.
Η Αριάδνη έχει διπλό χαρακτήρα και η μυθική της ιστορία έχει δύο όψεις, με αποτέλεσμα οι διάφορες παραλλαγές να παρουσιάζουν τις ίδιες αντιθέσεις. Έτσι η Αριάδνη πεθαίνει κάτω στη γη και ξαναζεί πάνω στον ουρανό, αποκοιμιέται με θνητό και ξυπνάει με θεό, είναι η απελπισμένη ερωμένη στο κατώτερο, το κοσμικό επίπεδο, του Θησέα και η αγαπημένη, σε ανώτερο επίπεδο, το θείο, του Διόνυσου. Γι’ αυτό στη Νάξο ξεχώριζαν δύο Αριάδνες, τη θνητή, που εγκαταλείφτηκε από τον γιο του Αιγαία, κι η οποία πέθανε στο νησί τους. Και τη θεία σύζυγο του Διογενή Διόνυσου, που από την ένωσή τους γεννήθηκαν ο Στάφυλος και ο Οινοπίωνας. Οι Ναξιώτες γιόρταζαν και τις δύο πλευρές της Αριάδνης. Για τη μία, είχαν γιορτές θλίψης και πένθους. Για την άλλη γιορτές χαρούμενες με τέλεση αγώνων και κραυγές χαράς, που αντιλαλούσαν σ’ όλο το νησί και τραγούδια, όπως στα Ωσχοφόρια (*1) της Αθήνας. Τραγουδούσαν το τραγούδι της Άνοιξης, τον χαρούμενο διθύραμβο, που κατά την μαρτυρία του Πίνδαρου, πρώτοι για χάρη του θεού και της συζύγου του Αριάδνης τραγούδησαν οι Ναξιώτες. Οι αντιθέσεις αυτές της ειμαρμένης της Αριάδνης, που εκφραζόταν με το διπλό χαρακτήρα των γιορτών, απεικόνιζε τις αντιθέσεις της φύσης, που κοιμάται και πεθαίνει τον χειμώνα, για να ξυπνήσει την άνοιξη και να ανθήσει μέσα στη χαρά της καινούργιας ζωής. Εδώ έχουμε ανάλογο εορτασμό με αυτόν, που βασίζεται στο μύθο της Κόρης. Οι Βακχικές γιορτές έχουν τον ίδιο χαρακτήρα με αυτές της Κόρης.
* Μετά από την παιδική ηλικία, την περίοδο του κυνηγιού, των διωγμών και των διαφόρων εμφανίσεων του Διόνυσου, οι αφηγητές μιλούσαν επίσης για τον θρίαμβό του. Ο όρος θρίαμβος σημαίνει : ύμνος στον Διόνυσο, και ψαλλόταν στην αρχαιότητα σε πανηγυρικές πομπές προς τιμήν του Βάκχου. Ήταν ταυτόχρονα και προσωνυμία του θεού. Από τον θρίαμβο ετυμολογείται και το επίθετο “θριαμβοδιθύραμβος” , που μας παραδίδει ο Πρατίνας ο Φλειούντιος. Από εμάς πήραν τούτη τη λέξη οι Ετρούσκοι και οι Ρωμαίοι.
Στη θριαμβευτική πομπή, που αρχικά την αποτελούσαν πρώην παραμάνες και μαινόμενες γυναίκες που τώρα μεταμορφώθηκαν σε ευτυχισμένη συντροφιά, προσθέτονταν Σάτυροι και Σειληνοί , κρατώντας στα χέρια τους θύρσους και δάδες, ενώ έπαιζαν σύριγγα και χτυπούσαν κύμβαλα. Οι χοροί και οι πομπές τους παλαιότερα θεωρούνταν πως αντιπροσώπευαν μια μεγάλη θεά και τις αντιπροσώπους της, τις Νύμφες. Ο μισογυναικείος χαρακτήρας του θεού, που παραστάθηκε με μακρύ φόρεμα ( ποδήρη χιτώνα ) γενειοφόρου Διόνυσου, στεφανωμένος με χλωρά φύλλα κισσού και δάφνης, και με ερμαφροδιτικό σώμα γυμνού νεανικού Βάκχου, τράβηξε κοντά του τα φαλλικά όντα. Έτσι ήταν επίσης και οι βακχιάζουσες γυναίκες. Όταν ειπώθηκε πως ο Διόνυσος με την θριαμβευτική του πομπή είχε καταλάβει τις Ινδίες –πρόκειται για μια κατοπινή ποιητική εικόνα της εκστρατείας του Μ. Αλέξανδρου – εμφανίστηκαν στην ακολουθία του ακόμα πιο πολλά εξωτικά ζώα. Τα μεγάλα σαρκοφάγα – λιοντάρια, πάνθηρες, λεοπαρδάλεις – όλα ημερωμένα από το κρασί, βρίσκονταν ήδη από παλιά στην ακολουθία.
Οι διονυσιακές γυναίκες των Ετρούσκων είχαν στα σπίτια τους ημερωμένες λεοπαρδάλεις. Οι πρώτες Μαινάδες είχαν γύρω στα χέρια τους ημερωμένα φίδια και ο θεός τους φανερωνόταν με τη μορφή ταύρου. Τα δέρματα των ζαρκαδιών στους ώμους του τα είχαν θηρέψει οι ίδιες, ενώ οι τράγοι που βλέπουμε στις βακχικές πομπές προορίζονταν για αιματηρή θυσία. Με τον θριαμβευτή θεό οι διηγήσεις συνδέανε προ παντός μια σύντροφο, τη γυναίκα του Διόνυσου, την μοναδική , την αληθινή συντρόφισσα, την Αριάδνη. Η Αριάδνη – αρχικά Αριάγνη – σήμαινε την ιερή και την αγνή. Λεγόταν επίσης Αριδήλα, εκείνη που φαίνεται από μακριά. Λένε πως αυτό το όνομα το πήρε όταν ανέβηκε στον ουρανό με τον Διόνυσο.
* Μια άλλη έννοια που συνδέεται με τον Διόνυσο είναι ο διθύραμβος. Απετέλεσε αρχικά προσωνύμιο του θεού. Στις “ Βάκχες ” του Ευριπίδη διαβάζουμε :
« θ’ Διθύραμβ’ εμάν άρσενα τάνδε βάθι νυδίν
αναφαίνω σε τοδ’ ω Βάκχες ».
Ο Ολυμπιόδωρος ( βίος Πλάτωνος ) μας λέει : « Διθύραμβος καλείται ο Διόνυσος ως εκ δυο θυρών εξελθών, της τε Σεμέλης και του Διός ».
Η πληροφορία του Πλάτωνα ( Νομ.3,700b ), ότι περιείχε τον μύθο της γέννησης του Διόνυσου, είναι διατυπωμένη με αμφιβολία : « Διονύσου γένεσις, οίμαι, εκ δύο θυρών ».
Με το προσωνύμιο αυτό υπονοούν την διπλή γένεση του θεού, από τη Σεμέλη και από τον μηρό του Δία. Μια άλλη εκδοχή είναι πως το επίθετο προέκυψε από την σπηλιά, που τον ανέθρεψαν οι Νύμφες, η οποία είχε δυο εισόδους (θύρες).
Εκτός από προσωνύμιο ο διθύραμβος είναι ένα είδος ενθουσιαστικού ποιήματος, που ψαλλόταν προς τιμήν του Διόνυσου στα εαρινά Διονύσια. Ήταν , λοιπόν, ένα χορικό άσμα της διονυσιακής λατρείας, που αρχικά ήταν αυτοσχέδιο, όπου πρώτος άρχιζε την αντιφώνηση ο κορυφαίος και στη συνέχεια ακολουθούσε η ομάδα.
Η πρώτη μαρτυρία για τον διθύραμβο προέρχεται από τον Αρχίλοχο, όπου σε ένα απόσπασμά του ( 77 Diehl ), που ακμάζει το πρώτο μισό του 7ου π.χ. αιώνα, διαβάζουμε : «ως Διωνύσοι’ άνακτος καλόν εξάρξαι μέλος
Οίδα διθύραμβον, οίνω ξυγκεραυνωθείς φρένας ».
Εξάρχειν σημαίνει: αρχίζω, βάζω μπροστά, οδηγώ. Tόσο το “ εξάρξαι ”, όσο κι η παρακινημένη από το κρασί έμπνευση, μαρτυρούν πως δεν έχουμε εδώ φιλολογικό , μα αυτοσχέδιο τραγούδι ( 15 ).
Για τον Αρχίλοχο ο διθύραμβος είναι “ το όμορφο τραγούδι του Διόνυσου ”.
Δυο άλλες μαρτυρίες για τον αρχαϊκό διθύραμβο συναντάμε : α) Στον 13ο Ολυμπιόνικο του Πίνδαρου, όπου ο Θηβαίος λυρικός ποιητής τον παρουσιάζει σαν Κορινθιακό εφεύρημα ( στ. 18 ) :
« ται Διονύσου πόθεν εξέφανεν
συν βοηλάτα χάριτες διθυράμβω ».
Αλλού όμως παρουσιάζει το ίδιο τραγούδι σαν εύρημα των κατοίκων της Νάξου κι αλλού σαν εύρημα των Θηβαίων (απόσπασμα 71 Schr).
β ) Σε απόσπασμα του Αισχύλου :
« μιξοβόαν πρέπει
διθύραμβον ομαρτείν
σύγκωμον Διονύσου ».
Εδώ έχουμε την βαρυσήμαντη μαρτυρία πως ο διθύραμβος είναι “το τραγούδι του κώμου του Διόνυσου ”.
Από τα παραπάνω συνάγεται ο αυτοσχέδιος και διονυσιακός χαρακτήρας του αρχαϊκού διθύραμβου καθώς και η σύνδεσή του με τον διονυσιακό κώμο.
Παρακολουθώντας τη διάδοση της διονυσιακής θρησκείας, που υποστηρίχθηκε πολύ από τους τύραννους σαν θρησκεία του αγροτικού πληθυσμού, διαπιστώνουμε πως ο διθύραμβος γνώρισε λαμπρή σταδιοδρομία και εξελίχθηκε από τη μια σε κλάδο της χορικής ποίησης κι από την άλλη στο τραγικό δράμα, την τραγωδία. Αφετηρία της πρώτης εξέλιξης είναι η Κόρινθος, όπου με υποστηριχτή τον Περίανδρο, ο Αρίων δίνει στο αυτοσχέδιο τραγούδι μια τεχνική μορφή. Ο Ηρόδοτος σε ένα χωρίο ( Α’ 23 ) παρουσιάζει τον ποιητή Αρίωνα ως τον « διθύραμβον πρώτον ανθρώπων των ημείς ίδμεν ποιήσαντά τε και ονομάσαντα και διδάξαντα εν Κορίνθω ». ο διθύραμβος όμως είναι πολύ αρχαιότερος του Αρίωνα, απλά αυτός τον μορφοποίησε όπως μας πληροφορεί το λεξικό Σούδα, όπου στο λήμμα “ Αρίων ” αναφέρει : « και πρώτος χορόν στήσαι λέγεται και διθύραμβον άσαι και ονομάσαι το αδόμενον υπό του χορού ». Συνδυάζοντας τις δυο παραπάνω περικοπές προκύπτει το συμπέρασμα : “πρώτος ο Αρίων σχημάτισε χορό που κρατεί σε ορισμένο σημείο, δηλ. γύρω από τον βωμό, αντί των περιπλανήσεων των κωμαστών εδώ κι εκεί, και σχημάτισε το τραγούδι σε κανονικό ποίημα, με καθορισμένο θέμα, απ’ όπου έλαβε και την ονομασία του”.
Αυτός ο τεχνικός πελοποννησιακός διθύραμβος ήρθε στην Αθήνα, όπου καθιερώθηκε όταν ηγεμόνευε ο Πεισιστρατίδης Ίππαρχος. Βασικά μεταφέρθηκε από τον Λάσο τον Ερμιονέα, που αναδείχτηκε σε σπουδαίο ποιητή διθυράμβων και ανακαινιστή της διθυραμβικής μουσικής. Ο ίδιος, όπως αναφέρεται, εγκαινίασε στην Αθήνα κι ένα είδος διθυραμβικών αγώνων. Οι αγώνες αυτοί καθιερώθηκαν αργότερα και τους τελούσαν πριν τους τραγικούς αγώνες στα Μεγάλα Διονύσια ( το 509 ή το 508 π.χ. ).
Αρχικά η μορφή του ήταν μονοστροφική και με εφύμνιο, εξελίχτηκε με την πάροδο του χρόνου σε :
i ) περίτεχνη και βαριά τριαδική σύνθεση ( στροφή-αντιστροφή-επωδό ), που επικρατούσε στη δωρική και αριστοκρατική ποίηση,
ii ) στην Αττική σε λαικό δράμα, απ’ όπου προέκυψε η τραγωδία.
Ο Αριστοτέλης ( Ποιητ. Δ’ σ. 1449 α ) μας πληροφορεί πως η τραγωδία ήταν αρχικά αυτοσχεδιαστική, όπως ο πρωτόγονος διθύραμβος, και ότι αναπτύχθηκε « από των εξαρχόντων τον διθύραμβον », δηλαδή από τους κορυφαίους των χορικών ομάδων. Ο κορυφαίος αυτός εξελίχτηκε στον πρώτο υποκριτή, και μόνο αρχικά, που συναντάμε στα πρώτα στάδια της τραγωδίας.
* Ο κώμος ήταν λαϊκή και αγροτική γιορτή αφιερωμένη στις παραγωγικές δυνάμεις της φύσης, προπάντων όμως στον Διόνυσο και την ακολουθία του. Στην Αττική, μας είναι γνωστό, πως από τα παμπάλαια χρόνια οργάνωναν κατά τον τρυγητό πομπές εύθυμες από άνδρες ( κωμαστές ), που περιφέρονταν άλλοτε πεζοί στην εξοχή κι άλλοτε πάνω σε άμαξες κρατώντας τον φαλλό ( φαλλοφόροι ) κι έψαλλαν χαρούμενα τραγούδια ( τα φαλλικά ) για να εκφράσουν τη χαρά τους για την καινούργια σοδειά και να τιμήσουν το θεό της αμπελουργίας. Στα τραγούδια τους χρησιμοποιούσαν αυτοσχέδια και άσεμνα πειράγματα, με τα οποία περιγελούσαν όσους συναντούσαν στο δρόμο τους ή έκαναν σατιρικά και καυστικά σχόλια για συμπολίτες τους που είχαν παρεκτραπεί. Αυτούς τους αυτοσχεδιασμούς τους παρενέβαλλαν ή τους προσέθεταν στο τέλος των τραγουδιών.
Οι φαλλοφόροι , κατά την επικρατέστερη άποψη, δεν φορούσαν προσωπεία, όμως κάλυπταν τα πρόσωπά τους με άνθη, κισσό κι άλλα συμβολικά φυτά και πιθανότατα να φορούσαν δέρματα.
Ο Αριστοτέλης μνημονεύει και τους “ εξάρχοντες τα φαλλικά ”, απ’ όπου μπορεί κανείς να συμπεράνει πως υπήρχε κι ένας κορυφαίος κωμαστής στην πομπή του κώμου, ο οποίος καθοδηγούσε την ομάδα και το τραγούδι της. Υποστηρίζεται ότι από τον κώμο αυτής της μορφής προήλθε ο κλασικός κωμικός χορός.
Στα κατοπινά χρόνια, κώμο ονόμαζαν κάθε εύθυμη “ παρέα ” από νεαρούς κυρίως άνδρες, που περιφερόντουσαν μεθυσμένοι στους δρόμους τραγουδώντας και αστεϊζόμενοι, ύστερα από κάποιο ξεφάντωμα σε συμπόσιο ή σε γλέντι.
-------------------------------------------------------------------------------------
(*1). Ωσχοφόρια ή Οσχοφόρια: μια από τις ημέρες της αθηναϊκής γιορτής Σκίρα ή Σκιροφόρια, που γινόταν τις πρώτες μέρες του μήνα Πυανεψίωνα, δηλ. τη τελευταία βδομάδα του Οκτώβρη, μετά το συμπλήρωμα του τρύγου, με καθαρά ευετηριακό (*2) χαρακτήρα. Στη γιορτή αυτή έφηβοι από καλές οικογένειες, ντυμένοι με γυναικεία ρούχα, κρατώντας όσχους, κλαδιά με τσαμπιά σταφύλια, κάλυπταν τη διαδρομή από το ναό του Διόνυσου στις Λίμνες μέχρι το ναό της Σκιδάδος Αθηνάς στο Φάληρο. ( « Αθήνησιν αγώνα επιτελείσθαι των εφήβων δρόμου. Τρέχειν δε αυτούς έχοντας αμπέλου κλάδον κατάκαρπον, τον καλούμενον όσχον» ).
(*2).Ευετηρία ( ευ-έτος ): εύφορο έτος, καλοχρονιά, καλή σοδειά, ευτυχής χρονική περίοδος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου