Τρίτη 8 Νοεμβρίου 2011

Σύζυγοι και τέκνα του Δία: vi. Λητώ- Απόλλωνας- Άρτεμ

[[ δαμ- ων ]]

Απόλλωνας (Α΄ μέρος)

Με το που γεννήθηκε ο Απόλλωνας, η μάνα του η Λητώ δεν πρόλαβε να του προσφέρει το στήθος της για να βυζάξει καθόλου το νεογέννητο θεό. Αμέσως τον πήρε η Θέμιδα κι έσταξε στο στόμα του μερικές σταγόνες νέκταρ και λίγη αμβροσία. Μεμιάς οι θεές είδαν γεγονότα θαυμαστά: λύθηκαν φασκιές και σπάργανα πέφτοντας από το σώμα του και το βρέφος άρχισε να μεγαλώνει απότομα. Οι θεές θαμπώθηκαν από την ομορφιά του και τον καμάρωναν να κάνει βόλτες πάνω στο νησί.
Πολύ ωραία περιγραφή αυτού του γεγονότος έχουμε στο ακόλουθο απόσπασμα του Ομηρικού Ύμνου:
« Η μάνα δεν τον θήλασε τον χρυσότοξο Απόλλωνα,
αλλά η Θέμιδα νέκταρ και αμβροσία λαχταριστή
του πρόσφερε με τα αθάνατά της χέρια• χάρηκε η Λητώ
για τον τοξότη και πανίσχυρο γιο που ‘χε γεννήσει.
Σαν, όμως, Φοίβε, έφαγες όλη την ουράνια τροφή,
δεν σε βαστούσαν άλλο τα χρυσά σπάργανα, μες στο σπαρτάρισμά σου,
ούτε σ’ εμπόδιζαν τα δεσμά, κι όλες σου οι φασκιές λυθήκαν.
Μεμιάς ο Φοίβος Απόλλων μίλησε στις αθάνατες:
«Είθε να μου είναι αγαπητά η κιθάρα και τα καμπύλα τόξα
και θα αποκαλύπτω στους ανθρώπους του Δία την άσφαλτη σκέψη».

Η συνέχεια >>> εδώ …

Έτσι είπε και πορεύτηκε στη γη με τους μεγάλους δρόμους
ο Φοίβος ο μακρυμάλλης σαϊτορίχτης• κι εκείνες όλες
θαμπώθηκαν οι αθάνατες, κι όλη η Δήλος με χρυσάφι γέμισε,
βλέποντας το γέννημα του Δία και της Λητώς,
ευφρ’οσυνη που ο θεός για το γενέθλιό του τόπο την εδιάλεξε
από νησιά κι από στεριές, και πιότερο την αγάπησε μες στην καρδιά του. » (Ομηρικός Ύμνος 3, “Στον Απόλλωνα”, 123- 138)
Αμέσως ο Απόλλωνας ανέβηκε στον Όλυμπο να πάρει την ευχή του παντοδύναμου πατέρα του, μα και για να γνωρίσει τους υπόλοιπους θεούς. Ο Δίας καλοδέχτηκε το γιο του και του πρόσφερε πάρα πολλά πλούσια και πανέμορφα δώρα. Ανάμεσα σ’ αυτά ήταν μια ολόχρυση μίτρα στολισμένη με ρουμπίνια και σμαράγδια, που συμβόλιζε τη δύναμη του θεού και είχε πάνω σκαλισμένες σκηνές από τη ζωή των Ολυμπίων. Επίσης, ο Δίας του χάρισε μια λύρα που ο Απόλλωνας την αγαπούσε πολύ και κάθε φορά που έπαιζε, με τη μουσική του μάγευε θεούς και ανθρώπους. Επιπλέον ένα πανώριο άρμα ζεμένο με εφτά ολόλευκους κύκνους που μετέφεραν το θεό σε όποιο σημείο της γης ή του ουρανού επιθυμούσε. Αμέσως μετά ο Δίας διέταξε τις Ώρες να στρώσουν τραπέζι με νέκταρ και αμβροσία για να καλωσορίσουν όλοι μαζί τον καινούριο θεό πάνω στον Όλυμπο. Ακολούθησε τρικούβερτο γλέντι μέχρι το πρωί. Ο Απόλλωνας έπαιζε με τη λύρα του και χόρευαν οι Χάριτες, η Αρμονία, η Ήβη, η Αφροδίτη και η Άρτεμη. Στο χορό μπήκαν και ο Ερμής με τον Άρη, καλωσορίζοντας τον αδελφό τους.
Εδώ να παραθέσουμε μερικά σχετικά με τη σημασία της θεϊκής τροφής και των θεϊκών γευμάτων, όπως μας τα έχει αναλύσει ο Πρόκλος:
«Η τροφή του νέκταρος δηλώνει την ελευθερία, την ευελιξία και την ικανότητα της πρόνοιας να προχωρά ανέπαφη, ενώ η τροφή της αμβροσίας δηλώνει τη μονιμότητα και τη σταθερή εδραίωσή της μέσα στα ανώτερα• και το μείγμα και των δύο ότι οι θεοί και μένουν σταθεροί και προοδεύουν προς τα πάντα, και ότι ούτε η αμεταβλησία και η αφθαρσία τους είναι άγονη ούτε η γόνιμη δύναμη και πρόοδός τους ασταθής, αλλά ότι προοδεύουν μένοντας σταθεροί και προνοούν για τα επόμενά τους ανέπαφοι και εδραιωμένοι μέσα στους προηγούμενούς τους.
Το νέκταρ λοιπόν και η αμβροσία είναι τελειότητες των θεών, στον βαθμό που είναι θεοί… Αντίστοιχη με το πέρας πρέπει να θεωρήσουμε την αμβροσία και με το άπειρο το νέκταρ. Γι’ αυτό το ένα είναι υγρό και δεν περιορίζεται από μόνο του, ενώ το άλλο σαν στερεό και έχει από μόνο του περιορισμό. Το νέκταρ λοιπόν είναι η γονιμότητα και η τελειοποιητική ικανότητα της δεύτερης παρουσίας των θεών και το αίτιο της δύναμης και της ισχύος που προνοεί για τα πάντα και της άπειρης και αδιάλειπτης παροχής• η αμβροσία είναι η σταθερή τελειότητα με τη μορφή του πέρατος και η αιτία για τους θεούς της εδραίωσης μέσα στον εαυτό τους και η χορηγός της σταθερής και αναλλοίωτης νόησης. Πριν από αυτά τα δύο βρίσκεται η μία πηγή και εστία κάθε τελειότητας για όλους τους θεούς, την οποία αποκαλεί ο Πλάτωνας τροφή και «γεύμα και συμπόσιο», καθώς τελειοποιεί ενιαία το διαμοιρασμένο πλήθος των θεών και επιστρέφει τα πάντα στον εαυτό της μέσω της θείας νόησης. Γιατί το γεύμα δηλώνει τη διαμοιρασμένη διανομή της θείας τροφής προς τα πάντα• και το συμπόσιο την ενωμένη επιστροφή των πάντων προς αυτή, γιατί είναι νόηση των θεών, στον βαθμό που είναι θεοί• και καθεμιά από τις δύο δυνάμεις η τροφή τη συγκρατεί, καθώς είναι το συμπλήρωμα των νοητών αγαθών και η ενιαία τελειότητα της θείας αυτάρκειας.» (Πρόκλος, “Περί της κατά Πλάτωνα Θεολογίας”, Δ΄, 46- 48)
Όλοι οι θεοί σεβόντουσαν τον ξανθομάλλη Απόλλωνα και μόλις έφτανε στα Ολύμπια παλάτια σηκωνόντουσαν από τους θρόνους τους για να τον καλωσορίσουν. Μόνο οι σεβαστοί γονιοί του, ο κεραυνόχαρος βασιλιάς του κόσμου Δίας, και η ομορφοπλέξουδη Λητώ, δεν σηκωνόντουσαν και καμάρωναν για το γιό. Η μάνα ήταν η μόνη που μπορούσε να τον βοηθήσει να ξεκρεμάσει από τον ώμο το τεντωμένο δοξάρι και τη φαρέτρα με τις σαΐτες για να κρεμάσει σε μαλαματένιο καρφί στη κολόνα δίπλα στο θρόνο του πατέρα του. Κι όταν ο βασιλιάς πατέρας του πρόσφερε το νέκταρ σε χρυσό ποτήρι, μόνο τότε οι άλλοι θεοί τολμούσαν να καθίσουν. Γι’ αυτό και ο ύμνος αναφέρει:
« Θα μνημονεύσω, δε θα ξεχάσω, τον μακροβόλο Απόλλωνα,
που κι οι θεοί στου Δία το παλάτι τον τρέμουν σαν τοξεύει•
και σηκώνονται όταν κοντεύει να έρθει
όλοι από τις θέσεις τους, όταν τα λαμπρά τόξα του τεντώνει.
Μόνο η Λητώ έμεινε κοντά στον βροντόχαρο το Δία,
του έλυσε το τόξο και του έκλεισε τη φαρέτρα
κι από τους δυνατούς του ώμους με τα χέρια της τραβά
το τόξο και το κρεμάει στην κολόνα του πατέρα του
σε χρυσό πάσσαλο• κι αυτόν τον οδήγησε στον θρόνο του να κάτσει.
Του έδωσε ο πατέρας νέκταρ για να πιει σε χρυσό κύπελλο
δείχνοντας τον αγαπημένο του γιο, κι έπειτα οι άλλοι οι θεοί
κάθονται εκεί• και χαίρεται η σεβαστή Λητώ
που γέννησε γιο τοξότη και δυνατό.
Χαίρε μακάρια Λητώ, που γέννησες ένδοξα τέκνα
τον βασιλιά Απόλλωνα και την τοξεύτρα Άρτεμη,
αυτήν στην Ορτυγία, αυτόν στη Δήλο τη βραχώδη,
σαν έγειρε στο ψηλό βουνό, στον Κύθνιο λόφο,
πολύ κοντά στο φοίνικα, στο ρέμα του Ινωπού.
Πώς να σε υμνήσω τον πολυτραγουδισμένο;
Στ’ αλήθεια, Φοίβε, για χάρη σου θεσπίστηκαν οι ψαλμοί παντού,
στη γη που τα γελάδια τρέφει κι επίσης στα νησιά.
Κι όλες οι βίγλες σου αρέσουν και οι ακροκορφές
των υψηλών ορέων και τα ποτάμια που στη θάλασσα χύνονται
και οι ακτές που στο νερό ακουμπούν και τα λιμάνια της θαλάσσης.
Να πω πώς πρώτον εσένα γέννησε η Λητώ, χαρά για τους ανθρώπους,
γέρνοντας στου Κύθνου το βουνό, στην πετρώδη νήσο
Δήλο την περίβρεχτη; Ολόγυρα το σκοτεινό το κύμα
Ξέσπαγε στη στεριά με ανέμους που σφύριζαν•
από εκεί ξεκίνησες και σ’ όλους τους ανθρώπους βασιλεύεις. » (Ομηρικός Ύμνος 3, “Στον Απόλλωνα”, 1- 29)
Ο Ιωαν. Σταματάκος στο “λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσης” γράφει ότι το όνομα Απόλλων συνδέεται με το θέμα απλ- (= είμαι δυνατός), οπότε η λέξη Απλων (=είμαι δυνατός, ο βοηθών) σχετίζεται με το Απέλλων. Ο τύπος Απόλλων προήλθε από την κλητική του Άπολλον< Άπελλον. Όλες αυτές οι λέξεις ανάγονται στη ριζική βάση apel (= διεγείρειν, κινείν, προκαλείν), οπότε Απόλλων (= ο δημιουργός, ο προκαλών, ο διεγείρων). Από παλιό λεξικό έχουμε και την ακόλουθη ερμηνεία: “Απόλλων”: «Παρά το απολύειν τους ανθρώπους των κακών• ο απελαύνων και απολύων αφ’ ημών τας νόσους• ιατρός γαρ και μάντις. Ή παρά το απολύειν τας ακτίνας• ο αυτός γαρ τω ηλίω. Ή παρά το απλούν και λύσειν το συνεστώς της ουσίας, και το σκότος.» (Μέγα Ετυμολογικόν)
Για το ίδιο θέμα ο Πλάτωνας αναφέρει:
« ΣΩΚ.: Το όνομα του Απόλλωνα, κατά τη γνώμη μου, έχει δοθεί ωραιότατα σε σχέση με τη δύναμή του.
ΕΡΜ.: Δηλαδή;
ΣΩΚ.: Θα προσπαθήσω να σου εξηγήσω τι νομίζω• δεν υπάρχει άλλο όνομα το οποίο, ενώ είναι ένα μόνο, να ένωσε τέσσερις ιδιότητες που έχει αυτός ο θεός, ώστε να τις περιέχει όλες και να δηλώνει κατά ορισμένο τρόπο τη μουσική, τη μαντική, την ιατρική και την τοξευτική.
ΕΡΜ.: Λέγε λοιπόν• μου παρουσιάζεις άλλωστε το όνομα παράδοξο.
ΣΩΚ.: Είναι όμως αρμονικό, καθώς και ο θεός είναι μουσικός. Κατ’ αρχάς δηλαδή η κάθαρση και οι καθαρμοί που τελούνται σύμφωνα με την ιατρική και τη μαντική, και όσα γίνονται με ιατρικά φάρμακα και με μαντικά θειαφίσματα, και τα λουτρά σε ανάλογες περιστάσεις και τα ραντίσματα, όλα τούτα μια δυνατότητα έχουν, ν’ αποδώσουν τον άνθρωπο καθαρό κατά το σώμα και κατά την ψυχή. Ή όχι;
ΕΡΜ.: Ασφαλώς.
ΣΩΚ.: Λοιπόν αυτός δεν είναι θεός που καθαρίζει και που λούζει και απαλλάσσει από τα κακά αυτά;
ΕΡΜ.: Ασφαλώς.
ΣΩΚ.: Επειδή λοιπόν απαλλάσσει και καθαρίζει, θεωρούμενος γιατρός των τέτοιου είδους κακών, θα μπορούσε να ονομάζεται “Απολούων”. Σύμφωνα με τη μαντική και την αλήθεια και το απλό (ενιαίο)- αυτά άλλωστε ταυτίζονται- θα ήταν σωστό να ονομάζεται όπως τον ονομάζουν οι Θεσσαλοί• “Άπλουν” δηλαδή ονομάζουν τον θεό αυτό οι Θεσσαλοί. Επειδή μάλιστα είναι ικανότατος στις βολές, “Αειβάλλων” είναι (ρίχνει συνεχώς τα βέλη του τόξου). Για τη μουσική, θα πρέπει να σκεφτούμε όπως ακριβώς για τις λέξεις ακόλουθος και άκοιτις, ότι το άλφα σε πολλές περιπτώσεις σημαίνει το “ομού”• έτσι και εδώ σημαίνει την “ομού πόλησιν” (κοινή περιστροφή) γύρω από τον ουρανό, που ονομάζεται “πόλοι”, και στην αρμονία του άσματος, που ονομάζεται συμφωνία, γιατί όλα αυτά, όπως λένε οι ειδικοί στη μουσική και στην αστρονομία, σύμφωνα με κάποια αρμονία “πολεί άμα πάντα” (περιστρέφονται όλα ταυτόχρονα)• επιβλέπει αυτός ο θεός την αρμονική κίνηση “ομοπολών” (κινώντας μαζί) όλα, και τα θεϊκά και τα ανθρώπινα. Όπως λοιπόν τον “ομοκέλευθον” ονομάζουμε “ακόλουθον” και την “ομόκοιτιν” ονομάσσμε “άκοιτιν”, βάζοντας “α-” αντί για “ομο-” , έτσι και αντί για “Ομοπωλών” είπαμε “Απόλλων”, βάζοντας και δεύτερο λάμδα, γιατί γινόταν ομόηχο με την κακή λέξη (*1). Όπως και τώρα• μερικοί το υποψιάζονται, επειδή δεν εξετάζουν σωστά τη δύναμη του ονόματος και το φοβούνται, γιατί τάχα είναι δηλωτικό καταστροφής. Τούτο, λοιπόν, όπως αναφέρθηκε πρωτύτερα, περιλαμβάνει όλες τις ιδιότητες του θεού, “απλού, αεί βάλλοντος, απολούοντος, ομοπολούντος” (που είναι ενιαίος, τοξεύει συνεχώς, αποκαθαίρει, δημιουργεί περιστροφές). » (Πλάτωνας, “Κρατύλος”, 404e- 406a)
Η παράδοση αναφέρει ότι με τη μουσική του Απόλλωνα και των Μουσών τα πάντα ημέρευαν. Ο Πίνδαρος έλεγε χαρακτηριστικά ότι παραλύει κάθε ωμή βία, όπου και να βρίσκεται, ακόμη και στον ουρανό. Ο ήχος της γλυκόλαλης κιθάρας του σβήνει στον Όλυμπο τον κεραυνό του κεραυνόχαρου Δία, αποκοιμίζει πάνω στο σκήπτρο του βασιλιά των θεών τον αητό, το ιερό πτηνό του, κάνει τον φοβερό θεό του πολέμου, τον Άρη, να αποκοιμηθεί αφήνοντας το αιματηρό του δόρυ. Κι ενώ οι Ολύμπιοι νιώθουν χαρά και αγαλλίαση με τη θαυμάσια μουσική, μόνο οι αλυσοδεμένοι στα Τάρταρα Τιτάνες τρέμουν και νιώθουν μίσος γι’ αυτήν. Και γι’ αυτό υμνούν τον θεό οι πρόγονοί μας με τον ακόλουθο ύμνο:
« Πηγαίνει, τότε, ο σεβάσμιος γιος της Λητώς παίζοντας
τη φόρμιγγα τη σκαλιστή στη βραχώδη Πυθώ
με θεία ενδύματα ευωδιαστά• κι η φόρμιγγά του
κάτω από το χρυσό το πλήκτρο βγάζει ήχο μαγευτικό.
Από κει, από τη γη πάει στον Όλυμπο, όμοια με τον νου,
στου Δία το παλάτι, στη σύναξη των άλλων θεών•
κι ευθύς οι αθάνατοι δίνονται στην κιθάρα και το τραγούδι.
Τότε όλες οι Μούσες στη σειρά με όμορφη φωνή
υμνούν των θεών τα ανώλεθρα δώρα και των ανθρώπων τα βάσανα,
όσα αποκτούν απ’ τους αθάνατους θεούς
και ζουν ανόητοι και άτεχνοι, κι ούτε μπορούν
να βρουν θανάτου γιατρικό και γερατειών λυτρωμό.
Και οι ομορφοπλέξουδες Χάριτες και οι καλόγνωμες Ώρες
κι η Αρμονία και η Ήβη κι η κόρη του Δία Αφροδίτη
χορεύουνε πιασμένες χέρι χέρι•
κι ανάμεσά τους τραγουδά, όχι άσχημη ούτε κατώτερή τους,
αλλά ψηλή στη θωριά και θαυμαστή στη μορφή,
η Άρτεμη η τοξεύτρα, η αδερφή του Απόλλωνα.
Ανάμεσά τους και ο Άρης και ο σκοπευτής Αργοφονιάς παίζουνε•
Ο Φοίβος Απόλλων κιθαρίζει μ’ όμορφο και περήφανο βηματισμό,
και φως τον περιτυλίγει καθώς λάμπουν τα πόδια του κι ο καλοΰφαντος χιτώνας.
Χαίρεται η μεγάλη καρδιά τους, καθώς βλέπουν
η Λητώ η χρυσοπλέξουδη και ο συνετός ο Δίας τον
αγαπημένο τους γιο να παίζει με τους αθανάτους θεούς.
Πώς λοιπόν να υμνήσω εσένα τον πολυτραγουδισμένο; » (Ομηρικός Ύμνος 3, “Στον Απόλλωνα”, 182- 207)
Από την πρώτη μέρα της γέννησής του ο Φοίβος είχε αποφασίσει να ιδρύσει ένα ονομαστό μαντείο, για να φανερώνει στους θνητούς την αλάθευτη βουλή του μεγάλου πατέρα του. Έπρεπε να εκλέξει την κατάλληλη τοποθεσία. Γι’ αυτό διάβηκε όλη την Ελλάδα. Διάλεξε στο τέλος την τοποθεσία που ονομάστηκε αργότερα Δελφοί, στη πλαγιά του περήφανου Παρνασσού. Ας γνωρίσουμε μέσα από τους στίχους του ομηρικού ύμνου μερικά μέρη από την περιπλάνηση του Απόλλωνα, μέχρι να καταλήξει στην πηγή, που κατοικούσε ο δράκος, τον οποίο σκότωσε ο γιος του Δία, στους Δελφούς:
« Ή πώς το πρώτο μαντείο για τους ανθρώπους
αναζητώντας, διάβηκες κάτω τη γη, μακροβόλε Απόλλωνα;
Πρώτα κατέβηκες στην Πιερία από τον Όλυμπο•
προσπέρασες το Λέκτο τον αμμουδερό και τους Αινιάνες
και τους Περραιβούς• γοργά έφτασες στην Ιωλκό,
και πάτησες στο κηναίο της Εύβοιας με τα καλά τα πλοία•
στάθηκες στο Ληλάντιο πεδίο, όπου στην καρδιά σου δεν άρεσε
να φτιάξεις ναό και άλση δεντρόφυτα.
Από κει, αφού πέρασες τον Εύριπο, μακροβόλε Απόλλωνα,
ανέβηκες στο πανίερο βουνό το βλαστερό• γοργά από κει ανεβαίνοντας
έφτασες στη Μυκαλησσό και στην παχύβλαστη Τευμησσό.
‘Ηρθες ,ετά στα μέρη της Θήβας τα δασοσκεπή•
γιατί ποτέ κανείς θνητός δεν έμεινε στην ιερή τη Θήβα,
κι ούτε υπήρχανε ποτέ μήτε ατραποί μήτε δρόμοι
στο σιτοφόρο κάμπο της Θήβας, μόνο δάση.
Έφυγες κι από κει μετά Απόλλωνα μακροβόλε,
και έφτασες στην Ογχηστό, το λαμπρό άλσος του Ποσειδώνα•
……………………………………………………………………
Κι από κει ευθύς τραβάς θυμωμένος προς την οροσειρά
κι έφτασες στην Κρίσα κάτω απ’ τον χιονισμένο Παρανασσό
με την πλαγιά που κοιτάει στη δύση, και από πάνω
κρέμεται βράχος, ενώ από κάτω περνάει φαράγγι κοίλο
και τραχύ• εκεί αποφάσισε ο βασιλιάς Φοίβος Απόλλων
ναό να χτίσει ιερό και είπε λόγο:
Εδώ, λοιπόν, να χτίσω ωραιότατο ναό
να ‘ναι μαντείο για τους ανθρώπους, που πάντα
εδώ θα μου προσφέρουνε σωστές εκατόμβες,
όσοι στην πλούσια Πελοπόνησσο κατοικούν και την Ευρώπη
και τα νησιά που ζώνει η θάλασσα,
ψάχνοντας για χρησμό• εγώ την άσφαλτη κρίση μου σ’ αυτούς
όλους θα δίνω χρησμό μέσα στον πλούσιο ναό.
Έτσι είπε κι έβαλε τα θεμέλια ο Φοίβος Απόλλων
πλατιά και επιμήκη• επάνω τους λίθινο σκαλί έβαλαν ο Τροφώνιος και ο Αγαμήδης
γιοι του Εργίνου, αγαπημένοι στους θεούς τους αθανάτους•
και γύρω έφτιαξαν ναό τα ατέλειωτα πλήθη των ανθρώπων
με λίθους χτιστούς, αξιομνημόνευτους να ‘ναι για πάντα.
Και κοντά η βρύση η καλλίρροη όπου τη δράκαινα σκότωσε
ο βασιλιάς, του Δία γιος με το πανίσχυρό του τόξο,
τέρας μεγάλο άγριο χοντοθρεμμένο, που δεινά
έκανε στους ανθρώπους πάνω στη γη, πολλά σ’ αυτούς,
πολλά και στα λυγερόποδα τ’ αρνιά, και ήταν για κείνους κακό ματοβαμμένο. » (Ομηρικός Ύμνος 3, “Στον Απόλλωνα”, 214- 230 και 280- 304)

--------------------------------------------------------------------------------------------------
(*1) Αποφεύγεται από τον ονοματοθέτη η ομοιότητα με το ρήμα απόλλυμι (= χάνω, καταστρέφω) και τη μετοχή μέλλοντος “απολών”.

Δεν υπάρχουν σχόλια: