[[ δαμ- ων ]]
Στην Εκκλησία μας τη δεύτερη Κυριακή του Τριωδίου ο ιερέας διαβάζει από το Ευαγγέλιο την παραβολή του ασώτου υιού. Με αυτή την παραβολή μεταφέρεται το μήνυμα της άπειρης αγάπης που έχει ο Θεός για κάθε άνθρωπο και μάλιστα για τον αμαρτωλό. Όταν ο άνθρωπος μετανοήσει και θελήσει να επιστρέψει στον “οίκο του Πατρός του”, Αυτός είναι έτοιμος να τον δεχτεί με μεγάλη χαρά.
Ανήκουμε στην κάστα των ανθρώπων που θέλουν να πάνε τα πράγματα λίγο παραπέρα από ‘κει που “κάποιοι” βάζουν σαν όριο. Γιατί ο ανήσυχος νους δε γνωρίζει από όρια, δε βολεύεται από τις τετριμμένες ερμηνείες. Η παραβολή μιλάει για δύο αδελφούς και αναφέρει τον μεγαλύτερο αδερφό του ασώτου. Μα εμείς μπορούμε να πλάσουμε στο μυαλό μας μια άλλη παραβολή, στην οποία να υποθέσουμε πως υπήρχε και τρίτος αδερφός, ένας μικρότερος, πιο ανήσυχος και πιο τολμηρός από τον δεύτερο. Σίγουρα θα συναντήσουμε την αντίρρηση των θρησκόληπτων που θα αντιτάξουν ότι στις ιερές γραφές δε χωρούν προσθήκες, πως απαγορεύονται οι παραποιήσεις. Πώς κάθε προσπάθεια να αλλοιωθεί η Γραφή είναι έργο του Πειρασμού! Κι όμως… Μπορούν ακόμη και τα λόγια του Πειρασμού να φέρουν θετικό αποτέλεσμα. Μη ξεχνάμε πως ο Πειρασμός δεν είναι αντίμαχος μόνο του Θεού, όπως λέει η εκκλησία, είναι και συνεργάτης Του και συνομιλητής Του! (διάβασε προσεχτικά το βιβλίο “Ιώβ” και σκέψου πάνω στο πάλεμα του Ιησού με τον πειρασμό στην έρημο). Ο Ν. Καζαντζάκης στο μυθιστόρημα “Ο Φτωχούλης του Θεού” έχει παρόμοια άποψη: [[ Συχνά τα λόγια του Πειρασμού και τα λόγια του Θεού, φράτε Λεόνε, είναι ένα• κάποτε πέμπει ο Θεός τον Πειρασμό να μας μηνύσει το θέλημά του. ]]
Η Αλκυόνη Παπαδάκη διακρίνει τρεις κατηγορίες ανθρώπων γράφοντας:« Είναι μερικοί άνθρωποι που δεν μπόρεσαν ποτέ να διαβάσουν το μυστικό σημείωμα που άφησε μέσα τους ο Θεός. Δεν είχαν το απαιτούμενο φως για να το διαβάσουν.
Και τ' άφησαν διπλωμένο να κιτρινίζει σε ένα κρυφό συρταράκι της ψυχής τους.
Είναι μερικοί άνθρωποι που πίστεψαν αλήθεια πως ο Θεός αγαπάει τους μουτρωμένους.
Χαρά σ' αυτούς που γέμισαν την ψυχή τους και διάβασαν τραγουδιστά το μυστικό τους σημειωματάκι.
Αν το 'σκισαν μετά, αν το 'καψαν, το έκαναν μόνο και μόνο για το κέφι τους. Για να κλείσουν μάτι στο Θεό.»
Πεποίθησή μας είναι πως ο Θεός καμαρώνει για όσους Του κλείνουν το μάτι… Έστω και στα κρυφά είναι υπερήφανος γ’ αυτούς τους αντάρτες στη σκέψη, γιατί δεν Του αρέσουν οι νωθροί, οι χλιαροί, οι παθητικά πιστοί και υπάκουοι. Θέλει αντάρτες, παιδιά Του που ξεστρατίζουν από την πεπατημένη οδό. Υιούς και κόρες που τραβάνε το δικό τους μονοπάτι γνωρίζοντας πως θα ξεσκίσουν τα πόδια τους, θα ματώσουν τα γόνατα, αλλά αυτό θα είναι το μονοπάτι τους. Και στο τέρμα τους περιμένει Εκείνος, γιατί όλα τα μονοπάτια και όλοι οι δρόμοι είναι δικά Του μονοπάτια και δικοί Του δρόμοι που στο τέλος οδηγούν σ’ Εκείνον!
Η συνέχεια >>>> εδώ …
Θα αναφέρουμε αρχικά τη γνωστή παραβολή από μετάφραση:
[[ Είπε ο Κύριος αυτή την παραβολή. Ένας άνθρωπος είχε δυο γιους. Και είπε ο πιο μικρός από αυτούς στον πατέρα του• πατέρα, δώσ’ μου, το μερίδιο που μου ανήκει από την περιουσία. Και τους μοίρασε την περιουσία. Και ύστερα από λίγες μέρες τα μάζεψε όλα ο μικρότερος γιος και έφυγε σε μακρινή χώρα• και εκεί διασκόρπισε την περιουσία του κάνοντας άσωτη ζωή. Και όταν αυτός τα ξόδεψε όλα, έπεσε μεγάλη πείνα σ' εκείνη τη χώρα• και αυτός άρχισε να στερείται. Τότε πήγε και προσκολλήθηκε σ' έναν από τους πολίτες εκείνης της χώρας και εκείνος τον έστειλε στα χωράφια να βόσκει χοίρους. Και λαχταρούσε να γεμίσει την κοιλιά του από τα ξυλοκέρατα που έτρωγαν οι χοίροι και κανένας δεν του έδινε. Τότε ήρθε στον εαυτόν του και είπε. Πόσοι υπηρέτες του πατέρα μου τρώνε ψωμί και τους περισσεύει και εγώ πεθαίνω της πείνας; Θα σηκωθώ και θα πάω στον πατέρα μου και θα του πω• Πατέρα' ήμαρτον στον ουρανό και σε σένα και δεν αξίζω πια να με πεις παιδί σου• κάνε με σαν έναν από τους υπηρέτες σου.
Και σηκώθηκε και ήρθε στον πατέρα του. Και ενώ ήταν ακόμη μακριά, τον είδε ο πατέρας του και τον πόνεσε η ψυχή του και έτρεξε και έπεσε στο λαιμό του και τον φίλησε καλά καλά. Τότε του είπε ο γιος• Πατέρα, ήμαρτον στον ουρανό και σε σένα και δεν αξίζω πια να με πεις παιδί σου. Και ο πατέρας είπε στους υπηρέτες του• βγάλτε και φέρτε την πιο καλή φορεσιά και ντύστε τον και βάλτε δαχτυλίδι στο χέρι του και υποδήματα στα πόδια• και φέρτε και σφάξτε το θρεμμένο μοσχάρι, και ας φάμε και ας χαρούμε• γιατί τούτο το παιδί μου ήταν πεθαμένο και ξανάζησε και ήταν χαμένο και βρέθηκε. Και άρχισαν να διασκεδάζουν.
Και ήταν ο μεγαλύτερος γιος του στο χωράφι' και όπως ερχόταν και πλησίασε στο σπίτι, άκουσε όργανα και τραγούδια, και κάλεσε έναν από τους υπηρέτες και ζητούσε να μάθει τι τάχα να ήσαν τούτα. Και ο υπηρέτης του είπε πως ήρθε Ο αδελφός σου και ο πατέρας σου έσφαξε το θρεμμένο μοσχάρι, γιατί τον είδε και ήρθε πίσω γερός. Τότε Οργίστηκε και δεν ήθελε να μπει στο σπίτι.
Βγήκε λοιπόν ο πατέρας του και τον παρακαλούσε. Και εκείνος αποκρίθηκε και είπε στον πατέρα• τόσα χρόνια σε δουλεύω και ποτέ δεν παραμέλησα εντολή σου, και ποτέ δεν έδωκες σε μένα ένα κατσίκι για να διασκεδάσω με τους φίλους μου• αλλά όταν ήρθε τούτος ο γιος σου, που σου έφαγε όλο το βίος με τις αμαρτωλές, έσφαξες για χάρη του το θρεμμένο μοσχάρι. Τότε Ο πατέρας του είπε• παιδί μου, συ πάντα είσαι μαζί μου και όλα τα δικά μου είναι δικά σου• αλλά έπρεπε να διασκεδάσουμε και να χαρούμε, γιατί τούτος ο αδελφός σου ήταν πεθαμένος και ξανάζησε και ήταν χαμένος και βρέθηκε. ]] (Λουκάς, ιε΄ 11- 32)
Ο κρητικός συγγραφέας Ν. Καζαντζάκης, που δεν ήταν αντίθεος αλλά αντιθέτως φλεγόταν από Θεό, πήγε την παραβολή λίγο παραπέρα, γιατί η ψυχή του δε βολευόταν με όσα έγραψαν οι Ευαγγελιστές, δεν ικανοποιούταν με την ερμηνεία των Πατέρων της εκκλησίας. Στη μυθιστορηματική αυτοβιογραφία του με τίτλο “Αναφορά στον Γκρέκο” γράφει:
[[ Ο αρχοντάρης με ζύγωσε:
- Είναι μεσημέρι, είπε• κοπιάστε στην Τράπεζα.
Κάθουνταν οι καλόγεροι σ’ ένα μακρουλό τραπέζι, ο γούμενος στην κορφή. Έφερε ο τραπεζάρης το φαΐ- αστακούς βρασμένους με χόρτα, ψωμί, μια κούπα κρασί του καθενός. Άρχισαν οι πατέρες να τρων, κανένας δε μιλούσε. Ο διαβαστής ανέβηκε σ’ ένα χαμηλό άμβωνα κι άρχισε να διαβάζει ψαλμουδιστά την ερμηνεία του σημερινού Ευαγγέλιου, την Επιστροφή του Ασώτου.
Συχνά έχω ζήσει το λειτουργικό τούτο ρυθμό του τραπεζιού σε πολλά Μοναστήρια• το φαΐ έτσι παίρνει τη μυστική του μεγάλη σημασία• ένας ραβίνος είπε: «Ο ενάρετος άνθρωπος που τρώει, λευτερώνει το Θεό που βρίσκεται μέσα στο ψωμί.»
Ο διαβαστής τερέριζε για τον άσωτο Υιό, πώς βασανίστηκε και ταπεινώθηκε μακριά από το πατρικό σπίτι, πώς έτρωγε ξυλοκέρατα σαν τους χοίρους και πώς μια μέρα δεν μπορούσε πια να βαστάξει και γύρισε πίσω στον πατέρα…
Κι εγώ, μέσα στη χριστιανική ετούτη κατάνυξη συλλογίζουμουν: Σ’ ένα άλλο Μοναστήρι, πιότερο αρμοσμένο στη σημερινή ανησυχία κι ανταρσία της ψυχής, θα διάβαζαν το λαμπρό συμπλήρωμα που έκαμε ένας σύγχρονος ανήσυχος στην παραβολή του Ασώτου: Ο άσωτος γύρισε κουρασμένος, νικημένος στο γαληνό πατρικό σπίτι• και το βράδυ, όταν ξάπλωσε στο μαλακό κρεβάτι να κοιμηθεί, άνοιξε σιγά η πόρτα και μπήκε μέσα ο μικρότερός του αδερφός. «Θέλω να φύγω, δε με χωράει πια το σπίτι του πατέρα», είπε. Κι ο αδερφός που είχε απόψε γυρίσει νικημένος, χάρηκε να το ακούσει, αγκάλιασε τον αδερφό του, κι άρχισε να του δίνει συμβουλές, τι να κάμει, κατά που να πάει, και τον έσπρωχνε να φανεί πιο γενναίος από αυτόν, πιο περήφανος, και να μην καταδεχτεί να γυρίσει πια στο πατρικό στάβλο, έτσι έλεγε το πατρικό σπίτι. Τον προβόδησε ως την πόρτα, του ΄σφιξε το χέρι. «Ίσως να βγει τούτος πιο δυνατός από μένα και να μη γυρίσει», συλλογίστηκε. ]]
Θα αποπειραθούμε να πάρουμε το τόλμημα της σκέψης του κρητικού διανοητή και να το πάμε ακόμη παραπέρα:
[[ Ο μικρότερος γιος του άρχοντα μετά την ενθάρρυνση από τον μεσαίο αδερφό του, πήγε ήσυχα στο δωμάτιό του κι έκαμε έναν μικρό μπόγο με λίγα ρούχα. Μετά στο δισάκι του έβαλε μισό καρβέλι ψωμί, δυο φούχτες ελιές και λίγο τυρί. Γέμισε το φλασκί του με νερό κι αφού τέλειωσε τις ετοιμασίες ξάπλωσε ήρεμος στο κρεβάτι του. Με το πρώτο λάλημα των κοκοριών σηκώθηκε, έριξε στον ώμο του τα πράγματα της στράτας και πήρε στο χέρι το ραβδί του. Έκαμε το σταυρό και κίνησε να βρει τον γονιό του.
- Πατέρα, πήρα την απόφαση να φύγω από το σπιτικό. Θα πάω να γνωρίσω τις συνήθειες άλλων ανθρώπων και να κάμω την τύχη μου στα ξένα. Δε θέλω το μερτικό μου από την περιουσία. Θέλω μονάχα την ευκή σου. Σου δίνω την υπόσχεση σε δέκα χρόνια να έρθω να σε βρω, του είπε.
- Γιέ μου, δε θέλω να σου στερήσω την ελευθερία σου. Κάμε όπως σε φωτίσει ο Θεός. Από καρδιάς σου δίνω την ευχή μου, απάντησε ο πατέρας.
Ο μικρός φίλησε το χέρι του πατέρα, τον ασπάστηκε και πήρε το δρόμο της ξενιτειάς. Βάδισε αρκετές μέρες. Πέρασε από χωριά και μικρές πόλεις, από βουνά και λιβάδια, από ποτάμια και καρπερά χωράφια, ώσπου έφτασε σε μια μεγάλη πολιτεία. Θαμπωμένος από τα πλούσια μεγάλα σπίτια, τα μαγαζιά με την πολύ πραμάτεια, τους πολύβουους δρόμους, τις μεγάλες πλατείες με τα σιντριβάνια και τ’ αγάλματα, τρεις μέρες περιφερόταν και έβλεπε χωρίς χορτασμό. Την τέταρτη διάβασε σε ένα μεγάλο εμπορικό: “Ζητείται υπάλληλος”. Διάβηκε την είσοδο του καταστήματος και ζήτησε να δει το αφεντικό. Έκαμε εντύπωση το ευγενικό παρουσιαστικό του νέου στον καταστηματάρχη και τον πήρε στη δούλεψή του. Ήταν πρόσχαρος, υπομονετικός με τους πελάτες και πολύ εξυπηρετικός. Μόλις το αφεντικό του ζητούσε να του κάμει μια δουλειά, χωρίς δεύτερη κουβέντα την έκαμε και με τον καλύτερο τρόπο. Τόσο ενθουσιάστηκε με τον νέο, που στο χρόνο απάνω τον πάντρεψε με την μοναχοκόρη του, μια ωραιότατη και ευγενική νέα. Το δεύτερο χρόνο του ανέθεσε τη διεύθυνση του καταστήματος. Ο γερο-καταστηματάρχης αραίωσε την παραμονή στο μαγαζί, γιατί ο γαμπρός του ήταν πολύ πιο προκομμένος απ’ αυτόν και οι δουλειές πήγαιναν καλύτερα. Τον τρίτο χρόνο αγόρασαν και το διπλανό κτίριο, που το γέμισαν κι αυτό μ’ εμπόρευμα. Όλοι σέβονταν κι αγαπούσαν τον προκομμένο νέο που είχε έρθει από μακριά.
Στον ελεύθερο χρόνο του ο νέος διάβαζε πολύ και με τον καιρό έγινε ένας πολύξερος πολίτης, που όλοι τον συμβουλεύονταν. Η γυναίκα του, που την έκαμε ξέχωρα ευτυχισμένη, του χάρισε δυο χαριτωμένα αγόρια. Όλα πήγαιναν κατ’ ευχή και ο νέος ήταν ικανοποιημένος που έφυγε από το πατρικό σπίτι. Μα έφτασε ο δέκατος χρόνος, από τότε που αποχωρίστηκε τους δικούς του στη μικρή τους πόλη κι έπρεπε να κρατήσει την υπόσχεση προς το γονιό του. Ήθελε πολύ να αγκαλιάσει τον πατέρα και τη γλυκιά του μάνα, τα αδέρφια του και να γνωρίσει τα ανίψια του.
Διάλεξε για όλους δώρα και μια μέρα έβαλε στην άμαξα την οικογένεια παίρνοντας το δρόμο για μια ολιγοήμερη επίσκεψη στους δικούς του. Σαν έφτασαν στο πατρικό, ο πατέρας κι η μάνα βγήκαν να υποδεχτούν το στερνοπαίδι τους. Ο τρίτος γιος δεν έπεσε στα πόδια του πατέρα, όπως ο άσωτος, αλλά τον κοίταξε με νόημα στα μάτια, έσκυψε του φίλησε το χέρι με σεβασμό και μετά τον έσφιξε στην αγκαλιά του. Ο γερο- πατέρας δάκρυσε από διπλή ευχαρίστηση, και που είδε το γιο, και που ο γιος τον είχε ξεπεράσει σε αξιοσύνη! Ο δεύτερος, ο άσωτος, καμάρωνε που ο μικρός τον ξεπέρασε και τα κατάφερε! Ο νεοφερμένος τους γνώρισε την οικογένειά του και το βράδυ όλοι μαζί γιόρτασαν τον ερχομό του πετυχημένου γιου κι αδερφού… ]]
Τολμήσαμε και πήγαμε την ιστορία πιο πέρα… Ο τρίτος αδερφός τα κατάφερε! Έφυγε από το πατρικό χωρίς υλική περιουσία. Πήρε μαζί του τα ψυχικά χαρίσματα που κληρονόμησε από τους γονιούς του και την ευχή τους! Αυτή ισοδυναμούσε με πολλά πουγκιά λίρες. Αλλά και τα ψυχικά χαρίσματα ήσαν πολύ ανώτερα από την περιουσία που κατασπατάλησε ο άσωτος αδερφός. Τα υλικά αγαθά μπορούν να φθαρούν και να σε φθείρουν. Τα ψυχικά δεν φθείρονται και αντίθετα σε βελτιώνουν σαν χαρακτήρα και σε εξελίσσουν τείνοντας να σε κάνουν τέλειο σύμφωνα με την προτροπή: «έσεσθε ουν υμείς τέλειοι, ώσπερ ο πατήρ υμών ο εν τοις ουρανοίς τέλειός εστιν» (Ματθαίος, ε΄ 48)
Ο στιχουργός Δημήτρης Αποστολάκης έγραψε ένα τραγούδι με τίτλο “Η επιστροφή του ασώτου”, από το οποίο παραθέτουμε ένα μέρος, στο οποίο περιγράφεται η βραδινή συνάντηση του μικρότερου αδερφού με τον δεύτερο και οι συμβουλές του προς τον μικρό:
« Κι όπως εξετυλίγονταν τα όνειρα τα πρώτα
ο αδερφός του χτύπησε της κάμαρας την πόρτα
και τού ‘πε πως από καιρό τον τυρρανά η σκέψη
μα απόψε τ’ αποφάσισε αλάργο να μισέψει.
Επόνεσε όπως πονεί παλιά πληγή π’ ανοίγει
και του διπλοπαράγγελνε τι πρέπει ν’ αποφύγει
“Εκεί στα ξένα που θα πας, μην πιείς νερό αδερφέ μου
τση λησμονιάς και μαραθείς, ανθέ και καντιφέ μου.
Κάμε σαΐτα την καρδιά να σκίσει τον αέρα
να φτάσεις όπου έφτασα κι ακόμη παραπέρα.
Και το στερνό που θα σου πω πριν από τη φυγή σου
πρόσεξε στο ταξίδι σου μη χάσεις την ψυχή σου”.»
Πολύ σπουδαία η προτροπή να μη χάσει την ψυχή ο μικρός και πολυαγαπημένος!
Στην ίδια οικογένεια οι ίδιοι γονείς έφεραν στον κόσμο τρεις γιους. Ο πρώτος ήταν δουλευτής της γης, αλλά άνθρωπος άξεστος και χωρίς αγάπη. Ο δεύτερος επιπόλαιος, άμυαλος, με καλύτερο ψυχικό κόσμο. Ο τρίτος συνετός, άνθρωπος που γνώριζε τι ήθελε, που είχε στόχους και πίστευε στον εαυτό του. Με πλούσια ψυχικά χαρίσματα, τα οποία βελτίωσε. Θέλησε να ξεφύγει από το πατρικό σπίτι, να δοκιμάσει τις δυνάμεις του και κυρίως να μάθει. Η γνώση απαιτεί αναζήτηση, θέλει ανθρώπους ανήσυχους, μη βολεμένους. Ο Όμηρος αρχίζει την Οδύσσεια με τους στίχους:
«Τον άντρα τον πολύτροπο, Μούσα, τραγούδησέ μου,
που χώρες πέρασε πολλές, σαν κούρσεψε της Τροίας
τ’ άγιο κάστρο, πολλών θνητών γνώρισε τόπους, τρόπους…»
Η γνώση αποκτάται με ταξίδια και συναναστροφή των ανθρώπων από κοντά: «πολλῶν δ᾿ ἀνθρώπων ἴδεν ἄστεα καὶ νόον ἔγνω». Ο Πυθαγόρας και ο Πλάτωνας έγιναν σοφοί γιατί γύρισαν πολλές χώρες, γνώρισαν πολλούς ανθρώπους και ήρθαν σε επαφή με τα ήθη τους, τον πολιτισμό τους. Πήραν στοιχεία του πολιτισμού και των θρησκευτικών δοξασιών από τους κατοίκους των χωρών που επισκέφτηκαν και με τη δύναμη της δικής τους σκέψης δόμησαν τη δική τους φιλοσοφική θεωρία. Μόνο αν αποφασίσεις να απομακρυνθείς από τον «πατρικό στάβλο», που λέει ο Καζαντζάκης, μπορείς να γνωρίσεις, δηλαδή ν’ αποκτήσεις γνώση. Οι πρωτόπλαστοι, που βρίσκονταν στον κήπο της Εδέμ, απόκτησαν τη γνώση όταν αποφάσισαν να φάνε τον καρπό, έστω κι αν ήταν απαγορευμένος: «… και έφαγον• και διηνοίχθησαν οι οφθαλμοί των δύο, και έγνωσαν …». Και τότε βγήκαν από τον παράδεισο της απραξίας και με μόχθο και πόνο άρχισαν να γνωρίζουν. Ο Ν. Καζαντζάκης γράφει στο μυθιστόρημα “Ο Φτωχούλης του Θεού”:
[[ Κάθουνται ο Αδάμ κι η Εύα στην παράδεισο και κουβεντιάζουν:
- Ν’ ανοίγαμε την πόρτα να φύγουμε!
- Πού να πάμε, αγαπημένη;
- Ν’ ανοίγαμε την πόρτα να φύγουμε!
- Έξω είναι η αρρώστια, ο πόνος, ο θάνατος!
- Ν’ ανοίγαμε την πόρτα να φύγουμε! ]]
Αψήφησαν την αρρώστια, τον πόνο και τον θάνατο κι άνοιξαν την πόρτα… Ο παντογνώστης Πατέρας δεν γνώριζε την ανυπακοή; Φυσικά και την γνώριζε. Αν ήθελε θα έβρισκε κάποιον τρόπο να εμποδίσει τον Πειρασμό να τους παραπλανήσει… Για να γίνουν όλα καταπώς έγιναν, το πιθανότερο είναι να συμπεριλαμβάνονταν στο Θείο Σχέδιο. Ο άυλος Πατέρας έπρεπε να αποκτήσει τη γνώση της υλικής φύσης της δημιουργίας Του. Ο Ανρί Λακοντέρ είχε πει πως: «Η γνώση είναι το μάτι που φιλάει, που ερευνά, που συγκρίνει, που σκέφτεται, που περιμένει, που αρπάζει το φως, που προσθέτει στους περασμένους αιώνες το βάρος των καινούριων και υπομονετικός φρουρός του χρόνου αποσπά ένα-ένα απ' το σύμπαν τα αιώνια μυστικά του.» Ο άνθρωπος θέλει να διεισδύσει στο μυστήριο του σύμπαντος, να αποκτήσει τη γνώση του σύμπαντος. Κι αυτό ήταν κατορθωτό αν ο άνθρωπος βιωματικά το γνώριζε από κοντά. Έπρεπε να απομακρυνθεί από τον παράδεισο, να πειραματιστεί με τον υλικό κόσμο, να τον μελετήσει, να τον καταγράψει, να εννοήσει τους νόμους του, να αποκτήσει την εμπειρία του, κι όλα αυτά να καταγραφούν στο συνειδητό του σαν γνώση. Στο τέλος των καιρών, όταν όλα και πάλι γυρίσουν στην αγκάλη του αιώνιου Ενός και Αυτός τα απορροφήσει, η καταγεγραμμένη εμπειρία και γνώση των μερών Του θα γίνει δική Του εμπειρία και γνώση. Στον επόμενο κύκλο δημιουργίας το Σύμπαν θα είναι αρτιότερο και πληρέστερο…
Ο Πατέρας δεν επιθυμεί τα τέκνα Του να παραμένουν παθητικά και να δουλεύουν μόνο σαν τα ζώα, όπως έκανε ο μεγαλύτερος αδερφός της παραβολής. Μα ούτε θέλει να έχουν την τύχη του ασώτου. Όσο κι αν χάρηκε με την επιστροφή του ασώτου, που κατάφερε και βγήκε από τον βούρκο, αφού κατάλαβε τα λάθη του γυρνώντας νικημένος από τη ζωή στο πατρικό σπίτι, κατά βάθος ήταν μελαγχολικός γιατί ο γιος δεν προόδευσε. Δε μπόρεσε να εξελίξει την ψυχή του. Η επιστροφή ήταν επιστροφή ηττημένου που αναζήτησε το πατρικό λιμάνι για να αράξει. Ο μικρότερος ήταν αυτός που εξελίχθηκε και ανέβηκε πνευματικά. Ανάπτυξε την ψυχή του, την εξύψωσε. Από άνθρωπος- ύλη έγινε άνθρωπος- πνεύμα. Επιστρέφοντας στην πατρική εστία, έκανε υπερήφανο τον Πατέρα για την πρόοδό του. Κοιτάχτηκαν στα μάτια- μάτια που άστραφταν από ικανοποίηση- γιατί γνώριζαν ότι ο μικρός από το «κατ’ εικόνα» πέτυχε το «καθ’ ομοίωσιν». Ο υιός του ανθρώπου έγινε Υιός του Πατρός!
Λέγοντας γνώση, δεν εννοούμε την εγωιστική γνώση ή την γνώση του “ξερόλα” ημιμαθή, η οποία σε τίποτα δεν τον βοηθάει, αλλά αντίθετα τον υποβιβάζει βάζοντας φραγμούς στην ψυχική του ανάπτυξη. Πολλές φορές τον οδηγεί να κάνει κακό στους γύρω του ή να φέρει σε αμηχανία τους συνανθρώπους του. Σκεφτείτε για παράδειγμα τη γνώση ενός γιατρού που χρηματίζεται για να κάνει μια χειρουργική επέμβαση απαιτώντας φακελάκι από κάποιον που δεν έχει χρήματα, υποχρεώνοντάς τον να πουλήσει κάποιο κτήμα για να σώσει τον άνθρωπό του. Και πόσο ζημιογόνος είναι η γνώση της πυρηνικής ενέργειας όταν δίνει βόμβες πυρηνικού ολέθρου. Πολύ σωστά ο Πλάτωνας είχε πει: «Γνώση χωρίς δικαιοσύνη πρέπει να ονομάζεται πανουργία και όχι εξυπνάδα.»
Χρησιμοποιούμε τη λέξη γνώση, εννοώντας τη γνώση του σοφού, τη γνώση εκείνου που ανιδιοτελώς θα προσφέρει τις υπηρεσίες του στους μη γνωρίζοντες και θα τους βοηθήσει να προχωρήσουν και να γίνουν καλύτεροι υλοποιώντας το: « καγώ εάν υψωθώ εκ της γης, πάντας ελκύσω προς εμαυτόν» (Ιωάννης, ιβ΄32). Για να προσθέσει ο Τόμας Φούλερ: «Αν έχεις γνώσεις, δώσε από το φως τους στους συνανθρώπους σου για ν' ανάψουν τις δάδες τους.» Ο μύστης της γνώσης και των μυστηρίων, ο Πλούταρχος από τον Ορχομενό, έδωσε με ελάχιστες λέξεις την τεράστια σημασία της γνώσης: «Οι γνώσεις είναι για το πνεύμα ό,τι τα μάτια για το σώμα, δηλαδή, το φως της διάνοιας. Αντίθετα, η άγνοια και η αμάθεια είναι το σκοτάδι.» Ο μικρότερος αδερφός του ασώτου αναζήτησε τη γνώση, την απέκτησε και την χρησιμοποίησε επωφελώς για την πνευματική του εξέλιξη, ώστε να επιστρέψει στον Πατέρα του χωρίς ενοχές και κόμπλεξ. Δεν είχε ενοχές για προπατορικά αμαρτήματα, για αμαρτωλότητες κι αποστασίες. Ο απογαλακτισμός, η απομάκρυνση από τον “Οίκο” του Πατέρα ήταν για να Του δείξει ότι μπορούσε όχι κατά “χάριν” αλλά να κατακτήσει με το σπαθί του τη θέση που του είχε προορίσει να σταθεί δίπλα Του! Τον κοίταξε στα μάτια με νόημα και ήταν σαν να του έλεγε: «Πατέρα, χρησιμοποίησα την ελευθερία μου κι απόκτησα την γνώση για να γίνω αυτό που Εσύ επιθυμούσες: να ομοιωθώ μ’ Εσένα και να είσαι υπερήφανος για το Γιο Σου! Από εικόνα σου, όταν γεννήθηκα, με την προσπάθειά μου έγινα ομοίωσή Σου! Πατέρα, καλώς σε βρήκα!»
Και τότε ο Πατέρας, σφίγγοντάς τον στην αγκαλιά Του, ψιθύρισε με νόημα: «Ούτος εστίν ο υιός μου ο αγαπητός, εν ω ευδόκησα»…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου