[[ δαμ-ων ]]
Μπήκαμε στη Μεγάλη Βδομάδα. Μέρες με ιδιαίτερο πνευματικό νόημα. Μπροστά μας θα παιχτεί το θείο δράμα. Η θυσία του Θεού για τον άνθρωπο! Ο θλιμμένος και μέσα στον πόνο Ιησούς, μόνος, εγκαταλειμμένος από τους συντρόφους του, απαρνημένος και προδομένος από τους δικούς του ανθρώπους, θα οδηγηθεί στον μαρτυρικό Γολγοθά, όπου θα πει το μεγάλο: «Τετέλεσται». Εκεί τελείωσε το επί γης έργο Του, να δείξει στον άνθρωπο πως είναι «ένας εν δυνάμει θεός» και έχει χρέος να γίνει τέλειος όπως ο Πατέρας του: «Έσεσθε ουν υμείς τέλειοι, ώσπερ ο πατήρ υμών ο εν τοις ουρανοίς τέλειός εστιν» (Ματθαίος, ε΄, 48) αφού ανακαλύψει την κρυμμένη θεότητα μέσα του.
Ο Ιησούς έδινε σημαντικές διδαχές με παραβολές. Μια παραβολή της λαϊκής σοφίας θα χρησιμοποιήσουμε στο σημερινό μας άρθρο:
[[ Τα πολύ παλιά χρόνια οι άνθρωποι είχαν πολύ στενή επαφή με τους θεούς και ήσαν κι αυτοί μικροί θεοί. Μα καταχράστηκαν τη θεία δύναμή τους και ο βασιλιάς των θεών αποφάσισε να αφαιρέσει από τους ανθρώπους τη θεία δύναμη και να την κρύψει σ’ ένα μέρος που δε θα μπορούσαν να την ξαναβρούν. Δημιουργήθηκε σ’ αυτόν το μεγάλο ερώτημα: πού θα έβρισκε μια σίγουρη κρυψώνα. Γι’ αυτό κάλεσε στο θεϊκό παλάτι όλους τους θεούς για ν’ ακούσει τις προτάσεις τους. Πήρε το λόγο ο πρώτος θεός και πρότεινε να την κρύψουν στην πιο απρόσιτη κορυφή του ψηλότερου βουνού. «Όχι», είπε ο Θεός, «ο άνθρωπος μπορεί να φτάσει με μεγάλη ευκολία και να τη βρει». Ο δεύτερος θεός είπε να την κρύψουν πολύ βαθιά στη γη. «Ο άνθρωπος είναι άξιος να φτάσει ακόμα και κέντρο της γης και να τη βρει» απάντησε ο Θεός. Τότε να τη κρύψουμε στο πάτο του βαθύτερου ωκεανού, αντιπρότεινε ένας τρίτος θεός. «Ακόμη και σε τόσο μεγάλο βάθος μπορεί να φτάσει ο άνθρωπος» είπε ο Θεός. Να την κρύψουμε στην πιο πυκνή ζούγκλα, με τα αγριότερα θηρία, είπε μια θεά. «Εκεί θα είναι παιγνιδάκι να φτάσει ο άνθρωπος» απάντησε ο Θεός. Να την κρύψουμε σε έναν κρατήρα στο φεγγάρι, είπε χαμογελώντας ένας νεαρός θεός, σίγουρος πως εκεί ήταν αδύνατο να φτάσει ο άνθρωπος. «Και εκεί θα φτάσει κάποτε ο άνθρωπος» είπε ο Θεός. Έτσι στη σύναξη των θεών έπεσε μεγάλη αμηχανία γιατί κατάλαβαν πως δεν υπάρχει τίποτα απροσπέλαστο για τον άνθρωπο. Όλοι έστρεψαν το βλέμμα στο Θεό, περιμένοντας να δώσει αυτός τη λύση. Τότε ο Θεός τους κοίταξε όλους, έναν- έναν, και με ένα πλατύ χαμόγελο τους είπε: «Ξέρω τι θα κάνουμε με τη θεότητα του ανθρώπου. Θα την κρύψουμε μέσα του, στην καρδιά του, όπου είναι το μόνο μέρος που ποτέ δε θα πάει ο νους του. Ο άνθρωπος θα έχει τη θεότητα μέσα του, τόσο κοντά του, και δε θα το ξέρει, ψάχνοντας στα πιο απρόσιτα μέρη.» Έτσι κι έκανε. Έκρυψε τη θεότητα του ανθρώπου μέσα του. Και του έβαλε στο νου τη λαχτάρα να ψάξει να τη βρει. ]]
Η συνέχεια >>> εδώ ….
Ο κάθε άνθρωπος έχει τη θεότητα μέσα του, σε μια μυστική θέση στη καρδιά του, σε ένα μικρό ντουλαπάκι. Και η θεότητα λαχταρά να εκδηλωθεί, να την ανακαλύψει ο άνθρωπος και να τη φέρει στο φως. Άνθρωπος και θεότητα να γίνουν Ένα. Μα ο άνθρωπος άσκοπα τη ψάχνει στα πιο απίθανα μέρη, εξερευνά την ύλη, ολόκληρο το σύμπαν, αναρριχάται στις ψηλότερες κορυφές, καταδύεται στα μεγαλύτερα βάθη των ωκεανών, ταξιδεύει στο φεγγάρι, σε λίγο και στον Άρη, χωρίς να μπορεί να βρει την κρυμμένη θεότητα! Ψάχνει με πανάκριβα πειράματα στο ερευνητικό κέντρο του CERN της Ελβετίας να ανακαλύψει το σωματίδιο του Θεού, το περίφημο μποζόνιο του Higgs, χωρίς να μπει στον κόπο να κάνει μια μικρή κατάδυση στον εαυτό του. Το άνθρωπε «γνώθι σ’ αυτόν» του αρχαίου ιερού τον αφήνει αδιάφορο. Όμως το βαθύτερο νόημα του γνωμικού ήταν: Άνθρωπε γνώρισε τον εαυτό σου για να γνωρίσεις το Θεό κι ολόκληρο το σύμπαν. Γιατί τα πάντα είναι Ένα. «Εν το παν» λένε οι αλχημιστές. Δεν είναι ανάγκη να βάζει σε τροχιά διαστημικά τηλεσκόπια, όπως αυτό του Hubble για να ανακαλύψει τα μυστικά του σύμπαντος. Γιατί ο ίδιος ο άνθρωπος είναι σμικρογραφία του σύμπαντος, ο μικρόκοσμος του μεγάκοσμου, δηλαδή ο άνθρωπος είναι η αποτύπωση και συμπύκνωση του μεγάκοσμου, του σύμπαντος.
Ο Χριστός, όταν ετοιμαζόταν να εγκαταλείψει τη γη για να αναληφθεί στους ουρανούς, είπε στους μαθητές του: «αναβαίνω προς τον πατέρα μου και πατέρα υμών, και Θεόν μου και Θεόν υμών.» (Ιωάννης, κ΄, 17). Μας δείχνει έτσι τη θεία μας καταγωγή, λέγοντας ότι Αυτός κι εμείς έχουμε τον ίδιο Πατέρα. Σε κάποια άλλη συζήτηση τονίζει με σαφήνεια τη μεγάλη μας καταγωγή: «απεκρίθη αυτοίς ο Ιησούς• ουκ έστι γεγραμμένον εν τω νόμω υμών, εγώ είπα, θεοί εστέ;» (Ιωάννης, ι΄, 34)
Τη μεγάλη συγγένεια ανθρώπων- θεών γνώριζαν και οι αρχαίοι Έλληνες. Ο Ησίοδος μιλάει για το χρυσό γένος της ανθρωπότητας, που ζούσε όπως οι θεοί. Ο Βοιωτός ποιητής στο έργο του “Έργα και Ημέρες” μας μιλά για τα διάφορα γένη που εμφανίστηκαν και διαδέχτηκαν το ένα το άλλο επάνω στην γη από την αρχή της ανθρωπότητας. Στην αρχή υπήρχε το Χρυσό γένος. Ήταν η εποχή που στο ουρανό βασίλευε ο Κρόνος. Οι άνθρωποι ζούσαν τότε όπως οι θεοί ανέμελοι και μακριά από βάσανα και δυστυχίες. Δεν ήταν αθάνατοι αλλά δεν γνώριζαν τα γηρατειά και έμεναν πάντοτε νέοι περνώντας τον καιρό τους με γιορτές Όταν έφτανε η ώρα να πεθάνουν αποκοιμούνταν γλυκά. Όλα τα αγαθά από μόνα τους ήταν στην διάθεση των ανθρώπων που ζούσαν ειρηνικά στην εξοχή. Με τον ερχομό του Δία το χρυσό γένος χάθηκε και οι άνθρωποι αυτής της εποχής έγιναν φύλακες των θνητών και χορηγοί των αγαθών.
Ας δούμε αυτό το απόσπασμα, όπως έχει μεταφραστεί από το αρχαίο κείμενο:
« Πρώτο απ’ όλα το χρυσό το γένος των θνητών ανθρώπων
έφτιαξαν οι αθάνατοι που τα Ολύμπια τα δώματα κατέχουν.
Κι έζησαν τούτοι τον καιρό του Κρόνου, τότε που ήταν βασιλιάς στον ουρανό.
Ζούσανε σαν θεοί κι είχανε την καρδιά τους δίχως θλίψεις,
από κόπους μακριά και δυστυχίες. Κι ούτε τα ελεεινά
τα γηρατειά σ’ αυτούς υπήρχαν, μα πάντα ανάλλαχτοι στα πόδια και τα χέρια
χαίρονταν σ’ ευωχίες, έξω απ’ όλα τα κακά.
Και σαν παραδομένοι σε ύπνο πέθαιναν. Και όλα τα αγαθά
σ’ αυτούς υπήρχαν. Καρπό τους έδινε η σιτοδότρα γη
από μόνη της πολύ και άφθονο. Κι εκείνοι με προθυμία
ζούσαν ήσυχοι απ’ τα χωράφια τους μέσα σε αγαθά πολλά,
πλούσιοι σε κοπάδια, αγαπητοί στους μακάριους θεούς.
Όμως αφού το γένος τούτο το σκέπασε το χώμα,
Γίνανε εκείνοι δαίμονες αγαθοί, με τη θέληση του Δία του μεγάλου,
πάνω στη γη φύλακες των θνητών ανθρώπων
που προσέχουν δίκαιες κρίσεις κι άδικα έργα
ντυμένοι ομίχλη, σ’ όλη τη γη γυρνώντας,
πλουτοδότες. Τούτο το βασιλικό προνόμιο αποκτήσαν.
Δεύτερο πάλι γένος, το αργυρό, πολύ κατώτερο
φτιάξανε κατόπιν οι θεοί που τα ολύμπια δώματα κατέχουν,
ανόμοιο στο σώμα και το νου με το χρυσό το γένος.
Χρόνια εκατό ανατρεφόταν το παιδί πλάι στη μάνα την πιστή
παίζοντας χαρωπά, ανόητο πολύ, μέσα στο σπίτι του.
Μα όταν έφτανε η ώρα να γίνουν νέοι, επάνω στην ακμή της νιότης,
για λίγο χρόνο ζούσαν κι υποφέρανε
εξαιτίας της μωρίας τους. Γιατί τις μεταξύ τους ανόσιες προσβολές
να αποφύγουν δεν μπορούσαν, ούτε τους αθανάτους να λατρεύουν
θέλανε, ούτε θυσίες να κάνουν στους ιερούς των μακαρίων θεών βωμούς,
πράγμα σωστό για τους ανθρώπους κατά τις συνήθειές τους. » (Ησίοδος, “Έργα και Ημέρες”, 109- 137)
Κι ενώ οι άνθρωποι ήσαν πολύ κοντά στους θεούς, με την πάροδο του χρόνου απομακρύνθηκαν απ’ αυτούς. Έτσι φτάσαμε στο σημερινό γένος, το πέμπτο γένος, που ο Ησίοδος το αποκαλεί σιδηρούν γένος, που έχει απομακρυνθεί εντελώς από τους θεούς και επικρατεί η αδικία. Γι’ αυτό ο ποιητής από την Βοιωτική Άσκρη λέει:
« Μακάρι εγώ ανάμεσα στου πέμπτου γένους τους ανθρώπους
να μην ήμουν, μα είτε πιο μπροστά να πέθαινα ή ύστερα να γεννιόμουν.»
Ο Βοιωτός ποιητής αν και περιγράφει τους ανθρώπους της εποχής του, μετά από σχεδόν 2800 χρόνια, με τα ίδια λόγια περιγράφει και τους ανθρώπους της δικής μας εποχής:
« Στη βία των χεριών το δίκιο τους. Κι ο ένας την πόλη του άλλου θ’ αφανίσει.
Διόλου δε θα τιμάται ο πιστός στον όρκο του, ο αγαθός,
ο δίκαιος, μα του κακού το δράστη θα τιμήσουν πιο πολύ και τον ακόλαστο.
Στη βία των χεριών το δίκαιο κι η ντροπή θα είναι,
ο άντρας ο κακός θα βλάπτει τον καλύτερο,
θα τον κατηγορεί με λόγια διεστραμμένα, δίνοντας κι από πάνω όρκο.
Ο φθόνος χαιρέκακος, κακόγλωσσος, στην όψη μισητός,
θα συνοδεύει όλους τους ταλαίπωρους ανθρώπους. » (Ησίοδος, “Έργα και Ημέρες”, 189- 196)
Γι’ αυτό η παραμελημένη θεότητα από τον άνθρωπο, κρύφτηκε από το Θεό κι όποιος θυμηθεί τη θεία του καταγωγή πρέπει να ανακαλύψει τη θεότητα, να την εκφράσει με λόγια και έργα, ώστε να έχει «κοινωνία Θεού». Ο Ιησούς μας έδειξε με τον τρόπο ζωής Του, τη διδασκαλία Του, και τα έργα Του πώς θα βρούμε μέσα μας τη θεότητα. Κι επιπλέον για να μας δείξει τις δυνατότητές μας, είπε: «αμήν αμήν λέγω υμίν, ο πιστεύων εις εμέ, τα έργα α εγώ ποιώ κακείνος ποιήσει, και μείζονα τούτων ποιήσει» (Ιωάννης, ιδ΄, 12)
Επειδή ξεχάσαμε αυτή την υψηλή σύνδεση ο απόστολος των Εθνών κάνει την ερώτηση: «Ουκ οίδατε ότι ναός Θεού εστε και το Πνεύμα Θεού οικεί εν υμίν;» (Απ. Παύλος, Α΄ επιστολή προς Κορινθίους, γ΄, 16)
Στο όνομα του Χριστού στήθηκε ένα πολυεθνικό super market με το όνομα “Καθολική εκκλησία” κι ένα μικρότερης έκτασης με το όνομα “Ορθόδοξη εκκλησία”, πουλώντας φόβο και ελπίδα. Ανακάτεψαν έντεχνα την κόλαση και τον παράδεισο, οι Καθολικοί έβαλαν επιπλέον μια δόση από Καθαρτήριο, και αυτό το μίγμα κατάλληλα το πλασάρουν στους πιστούς, εκμεταλλευόμενοι την πηγαία πίστη στο Θεό, αλλά και την ταυτόχρονη άγνοια περί Θεού. Ο πανάγαθος Πατέρας που μας παρουσίασε ο Ιησούς, ο γεμάτος αγάπη για τα επί γης τέκνα Του- και ήταν τόση η αγάπη Του προς εμάς, ώστε μας έστειλε τον Υιό Του για μας ελευθερώσει από την άγνοια και να μας υπενθυμίσει την κρυμμένη θεότητα- αναμίχθηκε με τον φοβερό και εκδικητικό Κύριο των Εβραίων. Από παιδιά Του μας βάφτισε το ιερατείο δούλους, αν και ο ίδιος ο Χριστός, που υποτίθεται πως υπηρετούν, μας είπε με σαφήνεια: «ουκέτι υμάς λέγω δούλους, ότι ο δούλος ουκ οίδε τι ποιεί αυτού ο κύριος• υμάς δε είρηκα φίλους, ότι πάντα α ήκουσα παρά του πατρός μου εγνώρισα υμίν.» (Ιωάννης, ιε΄, 15)
Ο μεγάλος στοχαστής Ν. Καζαντζάκης στο έργο του “Αναφορά στον Γκρέκο” ξεδιπλώνει τις σκέψεις του και γράφει:
[[ Ήξερα πως η θηλυκιά καρδιά του ανθρώπου έχει ανάγκη πάντα από παρηγοριά• κι ο νους, ο τετραπέρατος σοφιστής, είναι πάντα έτοιμος να την εξυπηρετήσει. Κάθε θρησκεία που υπόσχεται στον άνθρωπο ό,τι αυτός επιθυμεί άρχισε να μου φαίνεται καταφύγι για τους φοβητσιάρηδες, ανάξιο του αληθινού αντρός. Είναι ο δρόμος του Χριστού, έλεγα, αυτός που φέρνει στη λευτέρωση του ανθρώπου; Ή μπας κι είναι ένα καλά οργανωμένο παραμύθι, που υπόσχεται τον Παράδεισο και την αθανασία, έξυπνα πολύ, με τέχνη πολλή, ποτέ ο πιστός να μην μπορέσει να μάθει αν δεν είναι ο Παράδεισος ετούτος αντικαθρεφτισμός της δίψας μας• γιατί μονάχα μετά το θάνατο μπορείς να το κρίνεις• και κανένας δε γύρισε μήτε θα γυρίσει από τον Άδη να μας το πει.
Ας διαλέξουμε λοιπόν την πιο ανέλπιδη κοσμοθεωρία, κι αν τυχόν γελιόμαστε κι υπάρχει ελπίδα, τόσο το καλύτερο• πάντως έτσι δε θα ντροπιαστεί η ψυχή μας και ποτέ δε θα μπορέσει να την περιγελάσει μήτε θεός μήτε δαίμονας, πως σαν χασισοπότισσα μέθυσε κι έπλασε, από αφέλεια ή αναντρία, φανταστικούς Παράδεισους για να σκεπάσει την άβυσσο. Η πιο ανέλπιδη πίστη μου φάνηκε ίσως όχι η πιο αληθινή παρά η πιο αντρίκεια• κι η μεταφυσική ελπίδα ένα δόλωμα που ένας αληθινός άντρας δεν καταδέχεται να το τσιμπήσει. Ποιο ΄ναι το πιο δύσκολο, θέλω να πω το πιο αντάξιο του ανθρώπου, που δεν κλαψουρίζει, δεν παρακαλάει, δε ζητιανεύει; Αυτό θέλω.
Κι άξαφνα η εκκλησία του Χριστού, όπως την κατάντησαν οι ρασοφόροι, μου φάνταξε μια μάντρα, όπου μερόνυχτα βελάζουν, ακουμπώντας το ένα στο άλλο, χιλιάδες πρόβατα κυριεμένα από πανικό κι απλώνουν το λαιμό κι αγλείφουν το χέρι και το μαχαίρι που το σφάζει• κι άλλα τρέμουν γιατί φοβούνται πως θα τα σουβλίσουν αιώνια στις φλόγες, κι άλλα βιάζονται να σφαχτούν για να βόσκουν στους αιώνες των αιώνων σε αθάνατο ανοιξιάτικο χορτάρι.
Μα ο αληθινός άντρας δεν είναι πρόβατο μήτε μαντρόσκυλο, μήτε λύκος μήτε βοσκός• είναι ένας βασιλιάς που κουβαλάει μαζί του το βασίλειό του και πηγαίνει, και ξέρει πού πηγαίνει, φτάνει στα χείλια της άβυσσος, βγάζει από το κεφάλι του και πετάει τη χάρτινη κορόνα του, γδύνεται το βασίλειό του, και σαν βουτηχτής, ολόγυμνος, σμίγει τα χέρια του και τα πόδια και ρίχνεται, με το κεφάλι μπροστά, στο χάος και χάνεται. ]]
Αν ο κόσμος δεν ήταν πρόβατα μέσα στην ποίμνη των εκκλησιών, όπου κυριαρχεί ο φαρισαϊσμός, αν είχε την κατάλληλη παιδεία και πνευματική καθοδήγηση, ίσως ο κόσμος μας να ήταν πολύ καλύτερος. Στον άνθρωπο δεν παρουσιάστηκε η πραγματική του διάσταση, οι μεγάλες του δυνατότητες, το τεράστιο χρέος του. Δεν άφησαν τα οργανωμένα κέντρα ποδηγέτησης στον ανοργάνωτο άνθρωπο να προσανατολιστεί στην κατεύθυνση που θα έδειχνε η πυξίδα της ψυχής του. Στα σχολεία από την παιδική μας ηλικία παίρνουμε μια στείρα γνώση. Μια γνώση που ξεχωρίζει την ύλη από το πνεύμα και πολλές φορές τα παρουσιάζει να είναι αντίμαχοι αντί για συνεργάτες.
Όπως η φυσική διδάσκει σήμερα πως η ύλη και η ενέργεια δεν είναι δυο ξεχωριστές έννοιες, αλλά οι όψεις του ίδιου νομίσματος και η μία μορφή μετατρέπεται στην άλλη, κατά τον ίδιο τρόπο ύλη και πνεύμα είναι δύο όψεις της ίδιας οντότητας. Η διαφορά τους είναι η κραδασμικότητα, η συχνότητα. Αν η κραδασμικότητα είναι χαμηλή, εκδηλώνεται σαν ύλη. Η ποικιλία χαμηλής κραδασμικότητας έχει σαν αποτέλεσμα την ποικιλία ύλης από το άτομο μέχρι τον γαλαξία και από το ορυκτό βασίλειο μέχρι το ανθρώπινο βασίλειο. Αν η κραδασμικότητα είναι υψηλή, έχουμε την εκδήλωση ως πνεύμα με τις διαφοροποιήσεις του, από το ενοικούν πνεύμα στον άνθρωπο μέχρι το Πνεύμα Θεού. Επομένως, η γνώση σήμερα που παράγει μόνο επιστήμονες σε ορισμένο γνωστικό αντικείμενο, ξεκομμένη από την αρετή και την αγάπη σε όλες τις μορφές εκδήλωσης του θείου, είναι στείρα και ακρωτηριασμένη. Ο άνθρωπος διστάζει να επικεντρώσει την προσοχή του στην ψυχή.
Μπορεί η επιστήμη να έχει κάνει τεράστια άλματα, αλλά έχει εξετάσει μόνο την ύλη. Έτσι είναι κολοβωμένη. Μπορεί να διδάσκει πως στην αρμονία που συναντάμε στη φύση ισχύει ο νόμος της χρυσής αναλογίας. Και πράγματι, ο κόσμος είναι αρμονικός. Ο λόγος: πνεύμα/ ύλη= 1,618. Εμείς έχουμε επικεντρωθεί στο μικρότερο τμήμα του λόγου, την ύλη. Μας διαφεύγει το σημαντικότερο τμήμα, το πνεύμα. Κάποιοι, το ιερατείο των μεγάλων μονοθεϊστικών θρησκειών, έβαλαν φραγμό για να παρουσιάσουν το εαυτό τους ως αντιπρόσωπο του πνεύματος. Ο Θεός πλησιάζεται, γνωρίζεται, μόνο με τη δική τους μεσολάβηση. Μπορείς να είσαι ασφαλής, είσαι άξιος να λυτρωθείς, όταν βρίσκεσαι μέσα στη μάντρα των προβάτων. Από τη στιγμή της γέννησής σου σε σταμπάρουν με το σημάδι του προπατορικού αμαρτήματος. Σε βαφτίζουν ως δούλο, σε παντρεύουν ως δούλο και σε στέλνουν στον άλλο κόσμο ως δούλο. Επομένως από τη στιγμή της γέννησης μέχρι τη στιγμή της ταφής σου είναι ο δούλος ή η δούλη. Η τεράστια ωστική δύναμη της ψυχής εσκεμμένα αποσιωπάται. Πολύ σωστά αναφέρει ο Καζαντζάκης στο έργο που ήδη μνημονεύσαμε: [[ Από τη μέρα εκείνη κατάλαβα πως η ψυχή του ανθρώπου είναι ένα ελατήριο φοβερό κι επικίντυνο• μια εκρηκτικιά δύναμη μεγάλη κουβαλούμε, τυλιγμένη μέσα στις σάρκες και στα ξίγκια μας, και δεν το ξέρουμε. Και το χειρότερο, δε θέμε να το ξέρουμε• γιατί τότε η ατιμία, ανταρσία, η ψευτιά είναι αδικαιολόγητες• δεν μπορούμε πια να κρυφτούμε πίσω από την κακομοιριά τάχατε και την ανημποριά του ανθρώπου. Αν είμαστε άτιμοι, άναντροι, ψεύτες, εμείς φταίμε• γιατί έχουμε μέσα μας μια δύναμη παντοδύναμη και δεν τολμούμε να τη μεταχειριστούμε, γιατί φοβόμαστε μη μας κάψει• μα την αφήνουμε, έτσι μας είναι βολικό, σιγά να ξεθυμαίνει και να καταντάει κι αυτή ξίγκι και κρέας. Τι φοβερό να μην το ξέρουμε• αν το ξέραμε, θα καμαρώναμε την ψυχή του ανθρώπου• γης και ουρανού, τίποτα δεν υπάρχει τόσο να μοιάζει με το Θεό όσο η ψυχή του ανθρώπου. ]]
Παρ’ όλο που δεν έχει καταλάβει πως έχει κρυμμένη μέσα του τη θεότητα, ο άνθρωπος πασχίζει να τη βρει. Κάτι μέσα του τον ωθεί να υπερβεί τη θνητή του φύση. Ο Κρητικός μύστης γράφει στο “Αναφορά στο Γκρέκο”: [[ Τρία πλάσματα του Θεού πάντα με μαύλιζαν κι ένιωθα μαζί τους μια μυστική ενότητα• σαν σύμβολο μου φάνταζαν πάντα και συμβόλιζαν την πορεία της ψυχής μου: το σκουλήκι που γίνεται πεταλούδα, το χελιδονόψαρο που τινάζεται από τα νερά μοχτώντας να ξεπεράσει τη φύση του, κι ο μεταξοσκούληκας που κάνει το σπλάχνο του μετάξι… Η λαχτάρα του σκουληκιού να γίνει πεταλούδα στάθηκε για μένα πάντα το πιο επιτακτικό και συνάμα το πιο νόμιμο χρέος του σκουληκιού και του ανθρώπου. Να σε κάμει ο Θεός σκουλήκι, κι εσύ με τον αγώνα σου να γίνεις πεταλούδα. ]]
Μέσα στον άνθρωπο γίνεται μια αλχημική διεργασία: η μετουσίωση της σάρκας σε πνεύμα. Έτσι ο άνθρωπος βρίσκει την κρυμμένη μέσα του θεότητα και φτάνει, μετά από πολύ αγώνα, στην εκστατική κατάσταση να πει: «εγώ και ο πατήρ εν εσμέν». Αλχημεία ονομάστηκε στον Μεσαίωνα μια απόκρυφη τέχνη, που είχε, εκτός των άλλων, σαν σκοπό τη μεταστοιχείωση των μετάλλων, τη μετατροπή δηλ. των λεγόμενων “αγενών μετάλλων”, όπως του σιδήρου, του χαλκού, του υδράργυρου, του κασσίτερου και του μόλυβδου, σε “ευγενή μέταλλα”, όπως ο άργυρος και ο χρυσός, και την εύρεση της λεγόμενης “Φιλοσοφικής Λίθου”. Ο εξαγνισμός των μετάλλων και η μεταστοιχείωση σε χρυσό, επεκτείνεται στον άνθρωπο και αποκτάει πνευματικό νόημα. Ταυτίζεται με τον εξαγνισμό του ανθρώπου και την Χριστοποίησή του, δηλαδή τη μετατροπή του ανθρώπου (Αδάμ) σε θεάνθρωπο (Χριστό). Στον καθένα μας υπάρχει όπως μέσα στη στάχτη μια σπίθα φωτιάς, ο θείος σπινθήρας- το χριστικό στοιχείο- ο εν υμίν Χριστός, που περιμένει υπομονετικά, όπως η σπίθα να γίνει φωτιά θερμαντική και φωτιστική, ο θείος σπινθήρας να γίνει μια ακτινοβόλα γεμάτη αγάπη Οντότητα, ένας πραγματικός Υιός Θεού, Χριστός κι αυτός όπως ο Πρεσβύτερος Αδελφός μας, ικανός να μετακινεί όρη και να κάνει θαύματα! Αυτή την αλχημική διεργασία πετυχαίνουν οι Άγιοι. Αυτή αναγνωρίζει ο Καζαντζάκης να έχει γίνει στον άγιο που σημάδεψε τη ζωή του, στον Άγιο Φραγκίσκο της Ασίζης, όπως γράφει στο έργο που αναφέραμε πιο πάνω: [[ Είχε βρει ο Φραγκίσκος το μυστικό που αγωνίζουνταν να βρουν οι Αλχημιστές του Μεσαίωνα• το μυστικό που μετουσιώνει και το πιο πρόστυχο μέταλλο σε αμάλαγο χρυσάφι. Γιατί η “φιλοσοφική λίθος” δεν ήταν για το Φραγκίσκο κάτι απροσπέλαστο, έξω από τον άνθρωπο, που έπρεπε, αναστατώνοντας τους φυσικούς νόμους, να το βρει• η φιλοσοφική λίθος ήταν η καρδιά του. Κι έτσι, με το θάμα αυτό της μυστικής αλχημείας, υπόταξε την πραγματικότητα, λευτέρωσε τον άνθρωπο από την ανάγκη, έκαμε, μέσα του, όλη τη σάρκα πνέμα. ]]
Παντού, λοιπόν, το πνεύμα εγκλωβισμένο ή κρυμμένο. Όπως γράφει ο Καζαντζάκης στο ίδιο έργο: [[ Στο κάθε χορταράκι αφουγκράζουμουν να παραστέκεται ένα πνεύμα, να το βοηθάει να μεγαλώσει και να τελέψει απάνω στη γης το χρέος του. Ένιωθα εδώ, στην απόρθητη μοναξιά μου, πως και το πιο ασήμαντο πλάσμα του Θεού, ένα σπυρί σιτάρι, ένα σκουλήκι, ένα μερμήγκι, θυμάται ξαφνικά τη θεϊκιά καταγωγή του, κυριεύεται από ένθεη μανία και θέλει ν’ ανέβει από σκαλοπάτι σε σκαλοπάτι και ν’ αγγίξει το Θεό• να τον αγγίξει και να σταθεί πλάι του, το σιτάρι, το σκουλήκι, το μερμήγκι, μαζί με τους αγγέλους κι αρχαγγέλους• άγγελος κι αυτό κι αρχάγγελος. ]]
Αυτή η ένθεη μανία κυριεύει κάποιους ανθρώπους, που κάνουν το μεγάλο άλμα, ανακαλύπτοντας την κρυμμένη θεότητα μέσα τους. Τότε ο άνθρωπος αξιώνεται να σταθεί κοντά στο Θεό, γιατί ο Θεός τον έπλασε ανώτερο από τον άγγελο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου