[[ δαμ- ων ]]
Μετά την Γερμανική κατοχή του 41 και τον εμφύλιο πόλεμο, ζούμε ως έθνος τη δυσκολότερη περίοδο. Είναι μοιρόγραφο κάθε γενιά να ζει μια πικρή περίοδο για να παίρνει τα μαθήματά της και να βγάλει από πάνω της τη σκουριά. Όταν η υλιστική ζωή μας απορροφά εντελώς και ξεχάσουμε το άλλο μας μισό- το πιο σημαντικό- ότι είμαστε και πνεύμα, πιάνουμε μια πατίνα- έχετε δει τον χαλκό που πιάνει μια πράσινη κρούστα ή το ασήμι που πιάνει ένα γκριζόμαυρο επίχρισμα- που χαλάει την ωραία λάμψη του μετάλλου. Για να λάμψει και πάλι το μέταλλο είναι ανάγκη να απομακρυνθεί η κρούστα της σκουριάς. Έτσι όταν ξεχάσουμε την πνευματική μας πλευρά και κυριαρχήσει η υλιστική πλευρά, η Ζωή, που καθορίζεται από αμετάβλητους Νόμους επιφέρει και πάλι την “τάξη”. Μας θυμίζει ότι δεν είμαστε ένα σώμα όπου ενοικεί το πνεύμα, αλλά ένα πνεύμα που έχει ένα προσωρινό σώμα. Πως κάναμε μια λανθασμένη μετατόπιση του κέντρου βάρους- και η εμπειρία μας λέει πως η μετατόπιση του βάρους στα καράβια μπορεί ακόμη και να τα μπατάρει- που πρέπει να διορθωθεί. Αυτή η διόρθωση ίσως να κρύβει οδύνη και στενοχώρια, όταν όμως επιτευχθεί είναι μια μεγάλη ωφέλεια στην οντότητα άνθρωπος. Όσα αναφέραμε δεν αφορούν μόνο μεμονωμένα τους ανθρώπους, αλλά και ολόκληρα έθνη.
Ζήσαμε τριάντα χρόνια, από τη μεταπολίτευση μέχρι τις εκλογές του 2009 με σχετική ηρεμία. Η ηρεμία και ο εφησυχασμός μερικές φορές κρύβουν δυσάρεστες εκπλήξεις. Να σκεφτούμε ότι ήρεμα είναι και τα νερά στα έλη, σε σχέση με τα νερά στη θάλασσας, που πολλές φορές ανταριάζει. Κάτω από τα νερά στα έλη υπάρχει βούρκος κι έτσι και τα ανακατέψουμε λίγο αναδύεται δυσοσμία. Χάσαμε- ή μάλλον ήταν κούφια τα λόγια για “αλλαγή”- τη μεγάλη ευκαιρία η χώρα να κάνει το μεγάλο άλμα ανάπτυξης και προόδου. Πολύ γρήγορα το όραμα για “αλλαγή” ξέφτισε. Το τρίπτυχο της εξέγερσης του Πολυτεχνείου: ψωμί- παιδεία- ελευθερία, αποδείχτηκε πως ήταν ένα βεγγαλικό, σύντομο κι απατηλό, που γιορτάζεται κάθε χρόνο με κούφιες εκδηλώσεις στα σχολεία και στα πανεπιστήμια, όπου οι φοιτητές απλά αναμετρούν τις πολιτικές δυνάμεις σε ξεχωριστές πορείες- ενώ αυτή η επέτειος επιτακτικά έπρεπε να είναι ενωτική. Τα χρήματα που πήραμε από την Ε.Ο.Κ. ή την Ε.Ε. σπαταλήθηκαν σε βίλες και κότερα με νοοτροπία νεόπλουτου, αντί να διοχετευτούν στην ελληνική οικονομία για επενδύσεις, σωστή βιομηχανία, βιοτεχνία, γεωργία, κτηνοτροφία και τουρισμό. Η παιδεία μετατράπηκε σε α-παιδευσία, με προγράμματα σπουδών βγαλμένα από γραφεία καλοβολεμένων ημετέρων, που δεν έχουν καμία επαφή με την αίθουσα διδασκαλίας. Καμία μέριμνα για τη μάθηση. Μοναδικός γνώμονας οι Πανελλήνιες εξετάσεις με επιπόλαιες επιτροπές που θαρρούν ότι δεν εξετάζουν μαθητές, οι οποίοι θα πάρουν ένα απολυτήριο λυκείου και οι επιμελείς θα εισαχθούν σε κάποια σχολή για να γίνουν οι αυριανοί επιστήμονες, αλλά πως απευθύνονται στους μελλοντικούς Αϊνστάιν. Τα ήθη αμβλύνθηκαν με πιθηκισμό και παπαγαλισμό ξένων, σαθρών προτύπων. Χάσαμε την ταυτότητά μας. Από το «η Ελλάδα ανήκει στους Έλληνες» μεταπηδήσαμε στο «η Ελλάδα ανήκει στη Δύση» χάνοντας την εθνική μας ταυτότητα και υιοθετήσαμε μια ξενική κουλτούρα και νοοτροπία, που πολύ γρήγορα μας ξέρασε.
Η συνέχεια >>> εδώ …
Δοσίλογοι πολιτικοί υπέγραψαν την εκχώρηση εδαφικής κυριαρχίας σε άλλες χώρες και οικονομικούς οίκους. Γνώριζαν εδώ και χρόνια πού οδηγούν τη χώρα. Αυτά που διαδραματίστηκαν από το 2010 και μετά, η κ. Ψαρούδα- Μπενάκη τα είχε περιγράψει από το 2005 στον πρόεδρο της δημοκρατίας. Ο Π. Ευθυμίου το 2008 είχε πει εμπιστευτικά σε φιλικό του πρόσωπο ότι η Ελλάδα μετά το 2010 θα θυμίζει την κατοχική Ελλάδα. Επομένως πολλοί γνώριζαν και έπαιζαν τα ιερόσυλα παιγνίδια τους στην πλάτη του λαού μας, οδηγώντας τον σε ιδιότυπη σκλαβιά. Ακόμη και ο μπουνταλάς πρωθυπουργός, της πρώτης πολιτικής δυναστείας, που κατοικούσε στη Ραφήνα κι είχε δύο αδυναμίες: τα πλέι στέισιον και τα κοψίδια- ο σεμνά και ταπεινά που κοκορεύτηκε πως θα τα βάλει με τους ταβαντζήδες της πολιτικής ζωής- μόλις του παράγγειλαν πως κινδυνεύει η ζωή του, έβαλε το τομάρι του πάνω από το έθνος του. Ο διάδοχός του, της δεύτερης δυναστείας- ο αμερικανοθρεμένος μαμάκιας με το γυμνασμένο σώμα και το μαλθακό μυαλό- μας έριξε στο λάκκο με τα μνημόνια. Ο δοτός πρωθυπουργός- ο υπάλληλος της τριμερούς- με τη βοήθεια των σημερινών αρχηγών της Ν.Δ και του ΠΑΣΟΚ έβαλε την ταφόπλακα πάνω από το πτώμα της πατρίδας μας. Η πατρίδα μας δολοφονήθηκε και συνεργοί στο ειδεχθές έγκλημα είναι οι πολιτικοί, οι Εφιάλτες και οι Νενέκοι, ή τα χαζοβιόλικα ζωντόβολα που ψήφιζαν στα πλαίσια της κομματικής πειθαρχίας σαν άβουλα στρατιωτάκια, χωρίς να μπουν στον κόπο να διαβάσουν τι ψήφιζαν.
Κι έτσι φτάσαμε να ζούμε αυτές τις μέρες, που δεν ξέρουμε που θα μας οδηγήσουν. Βρισκόμαστε σε μαύρο σκοτάδι, πίσσα, κατράμι. Κι ούτε ένα αμυδρό αστέρι, ένα τοσοδά φωτάκι, να φωτίσει λιγουλάκι την καρδιά μας και να την εγκαρδιώσει.
Θα παραθέσουμε ένα απόσπασμα από το βιβλίο του Ν. Καζαντζάκη “Ο Τελευταίος Πειρασμός”:
[[- Με παραβολές πάλι θα μιλήσω, είπε ο Ιησούς στους συντρόφους, που ‘χαν πια βυθιστεί στο σκοτάδι∙ μια παραβολή, τη στερνή, πριν κινήσουμε για τη μάχη: Η γης, μάθετέ το, είναι στερεωμένη απάνω σ’ εφτά κολόνες, κι οι κολόνες απάνω στο νερό, και το νερό απάνω στο σύννεφο, και το σύννεφο στον άνεμο, κι ο άνεμος στην καταιγίδα, κι η καταιγίδα στον κεραυνό∙ κι ο κεραυνός ακουμπάει στα πόδια του Θεού, σαν τσεκούρι. ]]
Κάθε μέρα που περνάει, μικρά τσεκούρια γίνονται τα λόγια μας. Και πασχίζουμε να διακρίνουμε κολόνες να στηριχτούμε. Κολόνες είναι τα φωτεινά μυαλά. Μια τέτοια κολόνα, ο λόγος του κρητικού στοχαστή. Καταιγίδα έπεσε στην πατρίδα μας και φυσομανάει ο αέρας. Κολόνες θέλουμε, να πιαστούμε να μη μας παρασύρει η καταιγίδα. Κολόνες του λόγου, που να μας εγκαρδιώσουν.
Ανοίγουμε την “Αναφορά στο Γκρέκο” του Ν. Καζαντζάκη, όπου διαβάζουμε:
[[ Οι Κινέζοι έχουν μια παράξενη κατάρα: «Την κατάρα μου να ‘χεις και να γεννηθείς σε μια ενδιαφέρουσα εποχή.» Γεννηθήκαμε σε μια ενδιαφέρουσα εποχή, γεμάτη αλλοπρόσαλλες απόπειρες, περιπέτειες και σύγκρουσες∙ σύγκρουσες όχι μονάχα, όπως άλλοτε, ανάμεσα στις αρετές και τις κακίες, παρά- κι αυτό είναι το πιο τραγικό- ανάμεσα στις ίδιες τις αρετές. Οι παλιές αναγνωρισμένες αρετές αρχίζουν να χάνουν το κύρος τους, δεν μπορούν πια να επαρκέσουν στο θρησκευτικό, ηθικό, πνευματικό, κοινωνικό αίτημα της σύγχρονης ψυχής. Θαρρείς κι η ψυχή του ανθρώπου μεγάλωσε και δε χωράει πια στα παλιά καλούπια. Τα σπλάχνα της εποχής μας, στα σπλάχνα κάθε συγχρονισμένου ανθρώπου, είτε συνειδητά είτε ασύνειδα, ξέσπασε ένας εμφύλιος πόλεμος, χωρίς έλεος, ανάμεσα στο παλιό, παντοδύναμο μύθο, που ξεθύμανε μα πολεμάει απελπισμένα να ρυθμίσει ακόμα τη ζωή μας, και στο νέο μύθο, που μάχεται, αδέξια ακόμα κι ανοργάνωτα, να κυβερνήσει τις ψυχές μας. Γι’ αυτό κάθε ζωντανός άνθρωπος σήμερα σπαράζεται από τη δραματική μοίρα του καιρού του.
Και περισσότερο απ’ όλους ο δημιουργός. Υπάρχουν ευαίσθητα χείλια κι ακροδάχτυλα, που, όταν ζυγώνει η καταιγίδα, νιώθουν απάνω τους μερμηδίσματα, σαν να τα τσιμπούν χιλιάδες βελόνες∙ τέτοια τα χείλια και τ’ ακροδάχτυλα του δημιουργού. Κι όταν μιλάει με τόση βεβαιότητα για την καταιγίδα που έρχεται καταπάνω μας, δεν είναι η φαντασία που μιλάει, είναι τα χείλια του και τ’ ακροδάχτυλα που δέχουνται κιόλα τις πρώτες σπίθες της καταιγίδας. Πρέπει ηρωικά να το πάρουμε απόφαση∙ η γαλήνη, η αμέριμνη χαρά, η λεγόμενη ευτυχία ανήκουν σε άλλες εποχές, περασμένες ή μελλούμενες, όχι στη δικιά μας. Μπήκαμε εμείς στον αστερισμό της αγωνίας. ]]
Ζούμε τις μέρες της αγωνίας, της απελπισίας και του φόβου. Κάποιοι, θες από την άκρα απελπισία, θες γιατί στάθηκαν κομμάτι κιοτήδες της ζωής, έκοψαν το νήμα της ζωή τους με το δικό τους χέρι. Στη χώρα του γέλιου και της αισιοδοξίας έκανε κατοχή η θλίψη κι η απόγνωση. Κάποια αδέρφια μας- θες γιατί ήσαν ελαφροκόκαλα, θες γιατί ήσαν ελαφρόψυχα- δεν άντεξαν τη μπόρα, κι αντί να ορθοκορμίσουν, λύγισαν. Αυτό που είδαν μπροστά τους ήταν πως:
« Σελδζούκοι ροπαλοφόροι καραδοκούν.
Χαγάνοι ορνεοκέφαλοι βυσσοδομούν.
Σκυλοκοίτες και νεκρόσιτοι κι ερεβομανείς
κοπροκρατουν το μέλλον.» (Οδ. Ελύτης, “Άξιον εστί”)
Έμειναν σ’ αυτούς τους στίχους, δεν προχώρησαν παρακάτω. Γιατί αμέσως μετά ο ποιητής λέει:
« Όπου και να σας βρίσκει το κακό, αδελφοί,
όπου και να θολώνει ο νους σας,
μνημονεύετε Διονύσιο Σολωμό
και μνημονεύετε Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη.
Η λαλιά που δεν ξέρει από ψέμα
θ' αναπαύσει το πρόσωπο του μαρτυρίου
με το λίγο βάμμα του γλαυκού στα χείλη.»
Στους ποιητές μας ανατρέχουμε και στους πεζογράφους. Στους ιστορικούς που έχουν ιστορήσει τα περασμένα για να πάρουμε θάρρος για τα μελλούμενα. Στους αρχαίους ρήτορες που έχουν αυστηρά ελέγξει την πολιτική φαυλότητα κι ανικανότητα. Στους φιλόσοφους, που μας μίλησαν για την ιδανική πολιτεία, και για φιλόσοφους πολιτικούς που βάζουν πάνω απ’ όλα τον άνθρωπο, κι όχι τους τεχνοκράτες, που βάζουν πάνω από τον άνθρωπο τα λογιστικά νούμερα και το κέρδος.
Τους διαβάζουμε και αναπτερώνουμε το ηθικό μας. Ατσαλώνουμε τη σκέψη μας, γρανιτεύουμε τη θέλησή μας. Πλάθουμε όνειρα για το μελλούμενο κόσμο. Τούτος ήταν περισσά ψεύτικος. Μας έφτασε το χείλος του γκρεμού. Χάσαμε την ισορροπία- εμείς που στα πολύ παλιά χρόνια λατρεύαμε την αρμονία- και αιωρούμαστε πάνω του- μια να πέσουμε και να χαθούμε στα τάρταρα, μια να σωθούμε, έστω κι αν σωριαστούμε στη λάσπη και λερώσουμε το μούτρο μας και τη φορεσιά μας. Αν σωθούμε, μπορούμε να βρούμε καθαρό νερό να πλύνουμε το μούτρο μας. Ρούχα, να αλλάξουμε τη φορεσιά μας. Αρνούμαστε να τροφοδοτήσουμε τη μηχανή που θα μας αλέσει και θα μας βγάλει όλους- όλους τους μικρομεσαίους Έλληνες, όλους τους λαούς- κιμά για να γίνουμε οι κεφτέδες να χορτάσει η Νέα Τάξη.
Δίνουμε αντιστύλι το χέρι ό ένας στον άλλο και τραγουδάμε:
« Δω πέρα ο ουρανός δε λιγοστεύει ούτε στιγμή το λάδι του ματιού μας -
δω πέρα ο ήλιος παίρνει πάνω του το μισό βάρος της πέτρας που σηκώνουμε πάντα στη ράχη,
σπάνε τα κεραμίδια δίχως αχ κάτου απ' το γόνα του μεσημεριού
οι άνθρωποι παν μπροστά απ' τον ίσκιο τους σαν τα δελφίνια μπρος απ' τα σκιαθίτικα καΐκια
ύστερα ο ίσκιος τους γίνεται ένας αϊτός που βάφει τα φτερά του στο λιόγερμα
και πιο ύστερα κουρνιάζει στο κεφάλι τους και συλλογιέται τ' άστρα
όταν αυτοί πλαγιάζουνε στο λιακωτό με τη μαύρη σταφίδα.
Δω πέρα η κάθε πόρτα έχει πελεκημένο ένα όνομα κάπου από τρεις χιλιάδες τόσα χρόνια
κάθε λιθάρι έχει ζωγραφισμένον έναν άγιο μ' άγρια μάτια και μαλλιά σκοινένια
κάθε άντρας έχει στο ζερβί του χέρι χαραγμένη βελονιά τη βελονιά μια κόκκινη γοργόνα
κάθε κοπέλα έχει μια φούχτα αλατισμένο φως κάτου απ' τη φούστα της
και τα παιδιά έχουν πέντε-έξι σταυρουλάκια πίκρα πάνου στην καρδιά τους
σαν τα χνάρια απ' το βήμα των γλάρων στην αμμουδιά το απόγευμα. »
Δε χρειάζεται να θυμηθείς. Tο ξέρουμε.
Όλα τα μονοπάτια βγάζουνε στα Ψηλαλώνια. O αγέρας είναι αψύς κει πάνου. (Γ. Ρίτσος, “Ρωμιοσύνη”)
Οι αμόρφωτοι από ελληνική παιδεία πολιτικοί μας- να τα βράσουμε τα πτυχία από τα μεγάλα πανεπιστήμια του εξωτερικού, όπου έμαθαν να ξεθωριάζει η εικόνα του ανθρώπινου προσώπου από μπροστά τους και να βλέπουν μόνο μια αόριστη μονάδα που θα θυσιαστεί για το κέρδος των ολίγων, και τις έδρες που κατέχουν στα πανεπιστήμια, γιατί αρκετοί είναι καθηγητάδες- λησμόνησαν πως έτσι και δεν πέσουμε στα τάρταρα, θα πάρουμε ξανά το μονοπάτι, που όσο κακοτράχαλο κι αν είναι, θα μας βγάλει στα Ψηλαλώνια. Στα Ψηλαλώνια της φυλής μας εκείνοι δεν θα έχουν θέση. Ο αψύς αγέρας που φυσάει ‘κει πάνω θα τους γκρεμίσει. Και να μη λησμονάνε τούτο: με άλλα γράμματα η ιστορία έγραψε το όνομα του Λεωνίδα και μ’ άλλα του Εφιάλτη.
Αν οι σπουδασμένοι στο εξωτερικό πολιτικοί μας διάβαζαν τους έλληνες λογογράφους, τα απομνημονεύματα των αγωνιστών, δε θα πουλούσαν για τριάκοντα αργύρια τον αγώνα των ηρώων του 1821. Θα έπαιρναν μαθήματα από την αντίσταση στους Γερμανούς το 1941. Θα γνώριζαν πως οι Έλληνες βροντοφωνάζουν ΟΧΙ και ΜΟΛΩΝ ΛΑΒΕ.
Οι Έλληνες ηγέτες απαντούν σε όσους επιβουλεύονται την ανεξαρτησία και εδαφική ακεραιότητα όπως ο Κων. Παλαιολόγος: «το δε την πόλιν σοι παραδούναι ούτε εμόν εστί ούτε άλλου τινός των κατοικούντων εν ταύτη. Κοινή γαρ γνώμη πάντες αυτοπροαιρέτως αποθανούμεν και ου φεισόμεθα της ζωής ημών» ( μεταφρ.: το να σου παραδώσουμε την Πόλη δεν είναι αρμοδιότητα δική μου ούτε κανενός άλλου από αυτούς που κατοικούν σ' αυτήν, γιατί όλοι μας αυτοπροαίρετα (με ελεύθερη απόφασή μας) και ομόφωνα είμαστε έτοιμοι να πεθάνουμε με αξιοπρέπεια και δε νοιαζόμαστε για τη ζωή μας).
Δεν παραδίδουν αμαχητί τη χώρα τους, ούτε παραποιούν τα οικονομικά στοιχεία για να την παραδώσουν στα χέρια των σφετεριστών της.
Ο Καζαντζάκης στο μυθιστόρημα “Ο καπετάν Μιχάλης” γράφει:
[[ Η τύχη μας, λέει ο Μακρυγιάννης, έχει τους Έλληνες πάντα ολίγους∙ παλαιόθε ως τώρα, όλα τα θηρία πολεμούν να μας φάνε και δεν μπορούν∙ τρώνε, τρώνε, μα μένει πάντα μαγιά. Αυτή τη μαγιά τηνε λέω σπίθα. Είναι η σπίθα που καίει αθάνατη μέσα στα σωθικά της Ελλάδας.
Αυτό ‘ναι το μυστικό της Ελλάδας∙ σαν το παραμυθένιο πουλί καίγεται, γίνεται στάχτη, κι από τη στάχτη ξεπετιέται ανανιωμένη. Δε θα πεθάνει λοιπόν ποτέ η ράτσα ετούτη; Δεν μπορεί να την εξαφανίσει από το πρόσωπο της γης μήτε καν η διχόνοια; Όχι, δεν μπορεί∙ σίγουρα υπάρχει μέσα της κάτι το αναπάντεχο, το ακατάπαυτα ανανεούμενο, το αληθινά θεϊκό∙ κι είχαν δίκιο τα παιδικά μας μάτια να ταυτίζουν τα Πάθη του Χριστού με τα πάθη της Ελλάδας∙ και περιμένουν με ακλόνητη πίστη την Ανάσταση. Μα ωσότου να ‘ρθει η ανάσταση, η ράτσα μας θα μένει σταυρωμένη και θα φωνάζει.
Θυμηθείτε το απόκρυφο ευαγγέλιο που αναφέρει πως ο αγαπημένος μαθητής Ιωάννης στέκουνταν κάτω από το Σταυρό και κοίταζε με βουρκωμένα μάτια το σωτήρα σταυρωμένο. Έβλεπε καθαρά το πρόσωπο του Ιησού να σπαράζει από τον πόνο∙ μα σιγά σιγά το πρόσωπο αφανίζουνταν, κι ο Ιωάννης άξαφνα κυριεύτηκε από τρόμο: δεν έβλεπε πια απάνω στο Σταυρό το πρόσωπο του Χριστού, παρά χιλιάδες πρόσωπα- άντρες, γυναίκες και παιδιά- σταυρωμένα. Κι έπειτα, ολομεμιάς, όλα αφανίστηκαν∙ δεν έμεινε πια στον έρημο βράχο παρά ο σταυρός, κι απάνω στο Σταυρό μια Κραυγή σταυρωμένη. Η κραυγή σήμερα ετούτη η σταυρωμένη, η γεμάτη πόνο κι ανάσταση, είναι η Ελλάδα.]]
Ο απλός λαός, σαν ένα πελώριο σώμα, είναι σταυρωμένος στο σταυρό του κέρδους. Ο Χριστός σταυρώθηκε από εκείνους που έτρεμαν μπροστά στην αποκάλυψή Του προς τα πλήθη πως οι άνθρωποι είναι τέκνα του Θεού κι όχι δούλοι Του και στην ακόμη μεγαλύτερη αποκάλυψη: «Θεοί εστέ, υιοί υψίστου πάντες». Το ιερατείο, οι γραμματείς και οι φαρισαίοι, έχαναν το ρόλο σαν μεγαλοτσελιγκάδες να κατευθύνουν, να αρμέγουν και να θυσιάζουν στο άνομο συμφέρον τους τα πρόβατα του ποιμνίου, που δήθεν τους παρέδωσε ο Γιαχβέ. Οι σημερινοί σταυρωτήδες μας τρέμουν μπροστά στον ανθρωποκεντρικό πολιτισμό που νομοτελειακά θα ανατείλει από τον ελληνικό πολιτισμό. Που θα μάθει τον καθένα μας να σέβεται την προσωπικότητα του άλλου, γιατί όλοι είμαστε συνοδοιπόροι στο ίδιο πνευματικό ταξίδι και έχουμε το χρέος οι πιο δυνατοί να συντρέχουν τους αδύναμους. Να μην τους εκμεταλλεύονται. Και επιπλέον να σεβόμαστε τη φύση. Να μην την πληγώνουμε, να μη την ρυπαίνουμε, να μην κάνουμε υπερεκμετάλλευση. Να την τιμούμε ως “παμμήτειρα”. Και η μανία τους είναι ακόμη μεγαλύτερη γιατί ξέρουν κι αυτό: τη σταύρωση τη διαδέχεται σίγουρα η ανάσταση! Και αμέσως μετά η ανάληψη!
Στο πιο μυστικό μέρος της καρδιάς του πραγματικού Έλληνα- γιατί στην αγορά βρίσκουμε και κάμποσους “ιμιτασιόν”, είναι αυτοί που συνειδησιακά φράγκεψαν- υπάρχει μια σπίθα. Μια σπίθα που κάποιες φορές κάνει θαύματα. Ο Καζαντζάκης μας λέει στον καπετάν Μιχάλη:
[[Το ελληνικό Γένος αν σώθηκε ως τα σήμερα, αν επέζησε ύστερα από τόσους εχτρούς- εξωτερικούς κι εσωτερικούς, προπάντων εσωτερικούς- ύστερα από τόσους αιώνες κακομοιριά, σκλαβιά και πείνα, το χρωστάει όχι στη λογική- θυμηθείτε τους τρεις εμποράκους που ίδρυσαν τη Φιλική Εταιρεία, θυμηθείτε το 21- το χρωστάει στο θάμα. Στην ακοίμητη σπίθα που καίει μέσα στα σωθικά της Ελλάδας.
Ευλογημένη η σπίθα αυτή που αψηφάει τις φρόνιμες συμβουλές της λογικής, κι όταν φτάσει το γένος στα χείλια του Γκρεμού βάζει φωτιά σε ολόκληρη την ψυχή και φέρνει το θάμα. Στο θάμα χρωστάει η Ελλάδα τη ζωή της.
Πατρίδα, πατρίδα, αναστενάζει ο Μακρυγιάννης, ήσουν άτυχη από ανθρώπους να σε κυβερνούν∙ μόνο ο Θεός σε κυβερνάει και σε διατηρεί ακόμη. Αλήθεια μόνο ο Θεός, μόνο η σπίθα∙ τη στιγμή που κιντυνεύει σε μια γωνιά της Ελλάδας να σβήσει, πετιέται σε μιαν άλλη και γίνεται πυρκαγιά. ]]
Έχουμε την ατυχία, σήμερα, που χρειαζόμαστε πολιτικούς με ανάστημα, να ζητούν την ψήφο μας χαμανδράκια, οσφυοκάμπτες, ανδρείκελα έτοιμα να πουλήσουν ακόμη και τη μάνα τους. Όλοι έπεσαν πάνω μας να μας πείσουν πώς να σωθούμε. Μόνο αν μείνουμε στη στρούγκα της Ε.Ε.- για να μας πετάξει σαν άδειο σακί μόλις εξασφαλίσει να πάρει τα πετρέλαια, το φυσικό αέριο και τον άλλο ορυκτό μας πλούτο- μπορούμε να εξασφαλίσουμε το μισθό και τη σύνταξη του επόμενου μήνα, μας λένε. Νισάφι πια, δε θέλουμε άλλο σώσιμο. Κάποιον, που να μας πει προεκλογικά, πώς να μας σώσει από τους σωτήρες μας, θέλουμε. Προσμένουμε αυτόν που περιγράφει ο ποιητής:
«Ένας μαντατοφόρος φτάνει απ' τη Mεγάλη Λαγκαδιά κάθε πρωινό
στο πρόσωπό του λάμπει ο ιδρωμένος ήλιος
κάτου από τη μασκάλη του κρατεί σφιχτά τη ρωμιοσύνη
όπως κρατάει ο εργάτης την τραγιάσκα του μέσα στην εκκλησία.
“Ήρθε η ώρα, λέει. Nάσαστε έτοιμοι.
Kάθε ώρα είναι η δικιά μας ώρα.”» (Γ. Ρίτσος, “Ρωμιοσύνη”)
Η δικιά μας ώρα θα έρθει όταν καταλάβουμε πως για όλα φταίμε εμείς! Και κανείς δε θα μας σώσει. Εμείς θα σώσουμε τον εαυτό μας, την πατρίδα μας. Σε εμάς έλαχε ο κλήρος να σώσουμε το σύμπαν! Αρκεί να ζητήσουμε το αδύνατο όπως λέει ο Καζαντζάκης στο ιστορικό μυθιστόρημα “Ο καπετάν Μιχάλης”:
[[Πώς να πιστέψουν οι άπιστοι τι θάματα μπορεί να γεννήσει η πίστη; Ξεχνούν πως η ψυχή του ανθρώπου γίνεται παντοδύναμη όταν συνεπαρθεί από μια μεγάλη ιδέα. Τρομάζει όταν, ύστερα από πικρές δοκιμασίες, καταλάβεις πως μέσα μας υπάρχει μια δύναμη που μπορεί να ξεπεράσει τη δύναμη του ανθρώπου∙ τρομάζεις, γιατί από τη στιγμή που θα καταλάβεις πως υπάρχει η δύναμη αυτή δεν μπορείς πια να βρεις δικαιολογίες για τις ασήμαντες ή άναντρες πράξεις σου, για τη ζωή σου τη χαμένη, ρίχνοντας το φταίξιμο στους άλλους∙ ξέρεις πια πως εσύ, όχι η τύχη, όχι η μοίρα, μήτε οι ανθρώποι γύρα σου, εσύ μονάχα έχεις, ό,τι κι αν κάμεις, ό,τι κι αν γίνεις, ακέραιη την ευθύνη. Και ντρέπεσαι τότε να γελάς, ντρέπεσαι να περγελάς αν μια φλεγόμενη ψυχή ζητάει το αδύνατο. ]]
Και συμπληρώνει παρακάτω:
[[Καλά πια καταλαβαίνεις πως αυτή ‘ναι η αξία του ανθρώπου: να ζητάει και να ξέρει πως ζητάει το αδύνατο∙ και να ‘ναι σίγουρος πως θα φτάσει, γιατί ξέρει πως αν δε λιποψυχίσει, αν δεν ακούσει τι του κανοναρχάει η λογική, μα κρατάει με τα δόνται την ψυχή του κι εξακολουθεί με πίστη, με πείσμα να κυνηγάει το αδύνατο, τότε γίνεται το θάμα, που ποτέ ο αφτέρουγος κοινός νους δε θα μπορούσε να το μαντέψει: το αδύνατο γίνεται δυνατό. ]]
Χρέος μας το αδύνατο να το κάνουμε δυνατό. Πολλές φορές το έκαναν οι πρόγονοί μας. Έχουμε μπροστά μας πάμπολλα παραδείγματα γι’ αυτό- το να γίνει το ακατόρθωτο, κατορθωτό. Αυτή η αποκοτιά κυλάει στο αίμα μας. Είναι η αποκοτιά που μας διατηρεί μέσα στους αιώνες, όπως το αλάτι συντηρεί τα τρόφιμα Είναι η σπίθα, που αναφέραμε πιο πάνω. Η σπίθα να κάνουμε θαύματα. Να κάνουμε την ανθρωπότητα να μιλάει με θαυμασμό, και- γιατί όχι;- με ζήλεια για τη ράτσα μας.
Αυτό το χρέος υπολανθάνει μέσα μας. Δεν το καταλαβαίνουμε. Χρειάζεται ένα κίνητρο, μια αιτία. Την αιτία την έχουμε. Ήρθε η ώρα! Αυτό, που μένει να ξεδιαλύνουμε, είναι αν έχουν δίκιο οι Κινέζοι, που θεωρούν κατάρα το γεγονός να ζεις σε μια ενδιαφέρουσα εποχή. Η δική μας αποκοτιά θεωρεί αυτό το γεγονός ως ευχή. Στη χώρα, όπου στη ζωή των ανθρώπων είχαν σημαντική θέση τα μυστήρια και οι μυστηριακές τελετές, υπάρχει η βεβαιότητα ότι το “φοβερό” δεν είναι κατ’ ανάγκην κακό. Είναι ένα μέσο για σε φέρει πιο κοντά στο θείο. Να σε κάνει να δεις πιο βαθιά στο κοσμικό σχέδιο, όπου οι διάφορες συνιστώσες δίνουν μία συνισταμένη, που φέρει το όνομα: εξέλιξη.
Ο Ν. Καζαντζάκης γράφει στο έργο του “Αναφορά στον Γκρέκο”:
[[Μα περισσότερο κι από τις αγωνίες με τυραννούσαν και με μαύλιζαν, και μάχουμουν να στερεώσω το πρόσωπό τους, οι μεγάλες αόριστες ακόμα μετατοπιζόμενες ελπίδες, που μας κάνουν και στεκόμαστε ακόμα όρθιοι και κοιτάζουμε μπροστά μας, πέρα από την καταιγίδα, τη μοίρα του ανθρώπου μ’ εμπιστοσύνη.
Με τάραζε η έγνοια όχι τόσο του σημερινού ανθρώπου που αποσυντίθεται, παρά, προπάντων, του μελλούμενου που συντίθεται και γεννιέται. Και λόγιαζα ο δημιουργός σήμερα αν διατυπώσει άρτια τα πιο βαθιά μέσα του ψυχανεμίσματα, θα βοηθήσει να γεννηθεί, μια ώρα αρχύτερα, μια στάλα αρτιότερα, ο μελλούμενος άνθρωπος.
Ολοένα μάντευα και πιο καθαρά την ευθύνη του δημιουργού. Η πραγματικότητα, συλλογίζουμουν, δεν υπάρχει τελειωμένη κι έτοιμη, ανεξάρτητη από μας∙ γίνεται με τη συνεργασία του ανθρώπου∙ είναι ανάλογη με την αξία του ανθρώπου. Αν ανοίξουμε, γράφοντας, ενεργώντας, μια κοίτη ποταμού, μπορεί η πραγματικότητα να χυθεί στην κοίτη αυτή, που, αν δεν επεμβαίναμε, δε θα την έπαιρνε∙ κι έχουμε εμείς όχι βέβαια όλη, όμως μεγάλη ευθύνη. ]]
Έχουμε μπει στον αστερισμό της αγωνίας! Είναι ένας ενδιάμεσος αστερισμός, ένα μικρό σκαλοπάτι που οδηγεί στον αστερισμό του Υδροχόου, του ζωδίου των μεγάλων αλλαγών. Ο άνθρωπος ετοιμάζεται να κάνει- έστω κι αν δεν το ξέρει- το «μετέωρο βήμα του πελαργού». Θα πάψει να πιστεύει πως είναι σκουλήκι της γης, και θα βγάλει φτερά. Θα καταλάβει ότι η γη είναι ένας ενδιάμεσος, σύντομος σταθμός. Στην αλλαγή αυτή το παλιό αντιστέκεται. Δε θέλει να δώσει τη θέση του στο νέο. Και όσο πιο ριζωμένη είναι μια νοοτροπία, τόσο περισσότερο αντιστέκεται. Τώρα γίνεται η μεγάλη μάχη. Πολλά τα θύματα. Στις μυστικές- και σκοτεινές- συνάξεις τους οι επικυρίαρχοι έχουν αποφασίσει να θυσιάσουν στο βωμό των συμφερόντων τους την πατρίδα μας. Την θεωρούν αναλώσιμο είδος. Ένα πράγμα καθαρά υλικό. Όπως στα εργαστήρια χρησιμοποιούν τα ποντίκια για τα πειράματά τους, έτσι χρησιμοποιούν εκείνοι που προωθούν την Παγκόσμια Δικτατορία τους Έλληνες σαν πειραματόζωα. Μα ξέχασαν την σπίθα, που λέγαμε.
Τώρα αντιμάχονται με λόγια δύο ετερόδοξες ομάδες: οι “λογικοί” και οι ασυμβίβαστοι. Και πάλι θα αφήσουμε να μιλήσει στις ψυχές μας ο Καζαντζάκης μέσα από το μυθιστόρημα “Καπετάν Μιχάλης”:
[[Πάλι οι φρόνιμοι, οι λιγόπιστοι, δίνουν νηφάλιες, πολύ λογικές συμβουλές∙ πώς μπορεί, λένε, μια σπίθα φως να τα βάλει με τόσο παντοδύναμο σκοτάδι; Όμως ο αληθινός άντρας δεν απελπίζεται∙ ξέρει αυτός πως στον άτιμο, αλλοπρόσαλλο τούτον κόσμο ζουν, ας είναι σε λιγοστά στήθια, μερικές θεμελιακές αρχές, θυγατέρες του ανθρώπου, που αυτός τις έπλασε με ιδρώτα, αίμα και κλάματα, κι είναι αθάνατες∙ οι περισσότερες γεννήθηκαν στην Ελλάδα∙ δυο οι πιο τρανές: η ελευθερία κι η αξιοπρέπεια του ανθρώπου.
Υπάρχει στον κόσμο τούτον ένα μυστικός νόμος- αν δεν υπήρχε, ο κόσμος θα ‘ταν από χιλιάδες χρόνια χαμένος- σκληρός κι απαραβίαστος: το κακό πάντα στην αρχή θριαμβεύει και πάντα στο τέλος νικάται. Θαρρείς κι είναι απαραίτητος αγώνας πολύς κι ιδρώτας πολύς για να εξαγοράσει ο άνθρωπος το δίκιο του- κι η ελευτερία είναι το πιο ακριβαγόραστο αγαθό∙ δε δίνεται δωρεάν μήτε από τον άνθρωπο μήτε από το Θεό∙ πηγαίνει από χώρα σε΄χώρα, όπου τη φωνάξουν, από καρδιά σε καρδιά, ανύπνωτη, ανυπόταχτη, χωρίς συμβιβασμό. ]]
Ποδοπατήθηκαν η ελευθερία του Έλληνα- γιατί οι πολιτικοί μας εκχώρησαν εξουσίες σε ξένα κέντρα, όπως στο διευθυντήριο της Ε.Ε. και στην τρόικα- και κυρίως η αξιοπρέπειά του. Το κακό θριαμβεύει σε όλο τον κόσμο εδώ και χρόνια. Αλλά για πόσο; Μετά το βαθύ σκοτάδι έρχεται το φως!
Γνωρίζοντας ότι σε λίγο έρχεται το φως, πιάνουμε ο ένας τον ώμο του άλλου, ενώνουμε τα μικρά μας θάρρη, ο ένας στηρίζει τον άλλο και τραγουδάμε όλοι μαζί:
« Σώπα, όπου νάναι θα σημάνουν οι καμπάνες.
Aυτό το χώμα είναι δικό τους και δικό μας.
Kάτου απ' το χώμα, μες στα σταυρωμένα χέρια τους
κρατάνε της καμπάνας το σκοινί - προσμένουνε την ώρα, δεν κοιμούνται,
προσμένουν να σημάνουν την ανάσταση. Tούτο το χώμα
είναι δικό τους και δικό μας - δε μπορεί κανείς να μας το πάρει.» (Γ. Ρίτσος, “Ρωμιοσύνη”)
Και τη σημερινή δική μας αγωνία την μετατρέπουμε σε αυριανή αγωνία της Παγκόσμιας Διακυβέρνησης. Δε θα της περάσει… Γιατί η σπίθα μέσα μας θα γίνει φωτιά και θα φέρει φως.!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου