[[ δαμ-ων ]]
Υπάρχουν φορές που και οι δυνατοί φοβούνται. Όσο κι αν αισθάνονται δυνατοί, νιώθουν το φόβο να τους λυγίζει τα γόνατα, την καρδιά να χτυπάει δυνατά μέσα στο στήθος τους, το αίμα να παγώνει στις φλέβες τους. Ακόμα και ο Θεός που ενσαρκώθηκε στη γη, φορώντας το θνητό ένδυμα του ανθρώπου, ένιωσε φόβο στον κήπο της Γεθσημανή. Ήταν δε τόσο έντονος ώστε «εγένετο δε ο ιδρώς αυτού ωσεί θρόμβοι αίματος καταβαίνοντες επί την γην» (Λουκάς, κβ΄, 44). Είχε έλθει σ’ αυτόν τον κόσμο για να σταυρωθεί για την ανθρωπότητα. Γνώριζε ότι ο θάνατός Του θα ήταν μόνο για τρεις μέρες και μετά τον ανέμενε η λαμπρή ανάσταση και η ανάληψη στους Ουρανούς όπου θα καθόταν στα δεξιά του Πατρός Του, κι όμως με περισσή αγωνία ζήτησε: «πάτερ μου, ει δυνατόν εστι, παρελθέτω απ’ εμού το ποτήριον τούτο» (Ματθαίος, κστ΄, 39). Σ’ αυτές τις στιγμές αγωνίας και έντονου ανθρώπινου φόβου είχε ψυχική συμπαράσταση: «ώφθη δε αυτώ άγγελος απ’ ουρανού ενισχύων αυτόν» (Λουκάς, κβ΄, 43). Ο Ιησούς ως Θεός γνώριζε το μυστήριο του θανάτου και της ανάστασής Του. Κι όμως, καταλήφθηκε από φόβο! Φανταστείτε τον φόβο του θνητού ανθρώπου που δεν γνωρίζει την έκβαση της ζωή του και που δεν έχει τον προοπτική της άμεσης ανάστασης και της αποκατάστασης με δόξα και λαμπρότητα.
Πολλές φορές ο έντονος χτύπος της καρδιάς, που χτυπούσε σαν ταμπούρλο, μπροστά στο ξαφνικό, το αναπάντεχο, το φοβερό, και ο κρύος ιδρώτας που έλουσε το μέτωπό μας, μας έδειξε την αδυναμία μας. Την καθ’ όλα αποδεκτή αδυναμίας μας, την οποία, όμως, πρέπει να αντιμετωπίσουμε.
Ζούμε σε μια πολύ περίεργη και τρελή εποχή. Είναι η εποχή του παράλογου. Η εποχή όπου ο ρεαλισμός, η κοινή λογική και η αρμονία έχουν παραδώσει τα σκήπτρα στον παραλογισμό, στην χωρίς όρια και τέλος κοινωνική ανισορροπία και στην πλήρη αταξία και ψυχική δυσαρμονία. Φυσικό κι επόμενο στην καρδιά πολλών να έχει φωλιάσει ο φόβος.
Η συνέχεια >>> εδώ …
Η ιστορία που θα χρησιμοποιήσουμε σήμερα έχει τίτλο: “Το λιοντάρι, ο Προμηθέας κι ο ελέφαντας” και μιλάει για τον φόβο των δυνατών:
[[ Μια μέρα το λιοντάρι παρουσιάστηκε στον Προμηθέα.
- Έχω πολλά παράπονα, του είπε.
- Με ποιον τα ‘χεις;
- Με σένα που μ’ έπλασες.
Ο Προμηθέας παραξενεύτηκε.
- Με μένα τα ‘χεις τα παράπονα; ρώτησε. Μήπως δεν σ’ έπλασα ένα αγρίμι μεγάλο κι όμορφο;
- Ναι, παραδέχτηκε το λιοντάρι.
- Μήπως δεν σου ‘δωσα δόντια δυνατά, που μπορείς να συντρίψεις μ’ αυτά και τα πιο χοντρά κοκάλα;
- Μου τα ‘δωσες.
- Δεν σου έδωσα πόδια δυνατά και γρήγορα;
- Μου έδωσες.
- Δεν σου έδωσα νύχια δυνατά και κοφτερά;
- Κι αυτά μου τα έδωσες, παραδέχτηκε το λιοντάρι.
- Τότε, γιατί παραπονιέσαι με μένα, απόρησε ο Προμηθέας.
- Παραπονιέμαι γιατί, ενώ είμαι μεγάλο, όμορφο και δυνατό θηρίο, φοβάμαι τον πετεινό, του εξήγησε το λιοντάρι.
- Τότε με τον εαυτό σου να τα βάζεις και όχι με μένα. Η ψυχή η δική σου φοβάται τον πετεινό κι εγώ δεν έπλασα την ψυχή σου.
Το λιοντάρι κατέβασε το δυνατό του κεφάλι, γιατί δεν είχε τι να πει στον Προμηθέα, μια που εκείνος δεν είχε πλάσει την ψυχή του και μια που η ψυχή του έφταιγε, που φοβότανε τον πετεινό. Γύρισε λοιπόν στενοχωρημένο στο άγριο δάσος, όπου ζούσε και μερόνυχτα ολόκληρα βασανιζότανε μ’ αυτή τη σκέψη: γιατί φοβότανε τον πετεινό; Πώς θα ‘κανε να κατανικήσει εκείνο τον παράξενο φόβο του; Κι επειδή δεν έβρισκε καμιά λύση, αποφάσισε να αυτοκτονήσει.
Την ώρα λοιπόν που πήγαινε να αυτοκτονήσει, αντάμωσε στο δρόμο του ένα πελώριο ελέφαντα, που κουνούσε διαρκώς τα τεράστια αυτιά του.
- Πες μου, τον ρώτησε περίεργο το λιοντάρι, γιατί κουνάς διαρκώς τα αυτιά σου;
- Κουράζομαι, αλλά δεν μπορώ να κάνω κι αλλιώς, του ομολόγησε ο ελέφαντας. Φοβάμαι αυτό το κουνούπι! Αυτό το μικροσκοπικό έντομο, που βουίζει διαρκώς, με κάνει και τρελαίνομαι από το φόβο μου, κι αλίμονό μου αν χωθεί μέσα, βαθιά στο αυτί μου.
Το λιοντάρι ακούγοντας εκείνα τα λόγια του ελέφαντα, γύρισε πίσω στη σπηλιά του.
«Τι ανόητο που ήμουν», έλεγε μέσα του, «να πηγαίνω να αυτοκτονήσω, γιατί φοβάμαι τον πετεινό. Εγώ είμαι πιο δυνατό κι από τον ελέφαντα ακόμη, μια που εγώ τουλάχιστον φοβάμαι τον πετεινό, ενώ εκείνος φοβάται το κουνούπι!»
Κι αποφάσισε να ζήσει, έστω κι αν φοβότανε τον πετεινό. Είχε πάρει, βλέπετε, θάρρος, μια που είδε πως υπήρχε και χειρότερος φόβος από το δικό του. ]]
Δύο ζώα, λοιπόν, ο βασιλιάς των ζώων, το δυνατό και φοβερό λιοντάρι, και το μεγαλύτερο θηλαστικό της ζούγκλας, ο ελέφαντας, έχουν τους φόβους τους, που οφείλονται σε ζώα πολύ κατώτερα απ’ αυτά. Το λιοντάρι φοβόταν τον πετεινό και ο ελέφαντας το κουνούπι. Κι ο φόβος ήταν τόσο έντονος και τρομώδης, που το λιοντάρι είχε πάρει την απόφαση να δώσει τέλος στη ζωή του. Θα έφτανε στην αυτοκτονία! Φανταστείτε πόσος εφιαλτικός είχε γίνει ο φόβος του… Μα είδε πως υπήρχε και εφιαλτικότερος φόβος, που μετρίασε τον δικό του. Ήταν ο φόβος του πελώριου ελέφαντα μπροστά στο μηδαμινό κουνούπι!
Η πατρίδα μας από το 2009 μπήκε στον αστερισμό της αγωνίας και του φόβου. Καθώς περνούν οι ημέρες ο φόβος γίνεται εντονότερος. Πολλών συνανθρώπων μας η ζωή ανατράπηκε ριζικά, ενώ όλων μας η ζωή άλλαξε προς το χειρότερο. Το πιο ανησυχητικό- αυτό που σε γεμίζει πανικό- είναι πως η πολιτική ηγεσία είναι εντελώς ανίκανη να δώσει λύσεις- ίσως να είναι δέσμια της υποχρέωσης που έχει αναλάβει να μη δώσει λύσεις αλλά να επιτείνει την κρίση- και να βγάλει τη χώρα από τα αδιέξοδα, στα οποία η ίδια την οδήγησε. Γίνεται πλέον βεβαιότητα ότι έχουμε πέσει ως έθνος θύμα μιας διεθνούς συνομωσίας με συνεργούς το ντόπιο πολιτικό σύστημα και τους ισχυρούς οικονομικούς παράγοντες. Αυτοί οι δύο παράγοντες, που θεσμικά έπρεπε να γίνουν η ασπίδα για να αποκρουστεί η συνομωσία, έπαιξαν το ρόλο του Εφιάλτη και του Νενέκου ανοίγοντας τη σύγχρονη Κερκόπορτα. Αυτοί λειτούργησαν ως Δούρειος Ίππος για την άλωση και την εκ θεμελίων καταστροφή του έθνους μας! Κι όταν ο εχθρός κουρσεύει την κατασκαμμένη πολιτεία, ο λαός πανικοβάλλεται. Τον κυριεύει ο φόβος.
Ζούμε μία από τις χειρότερες περιόδους της ιστορίας μας. Την αποδόμηση της πατρίδας μας. Την αποδόμηση που με μαθηματική ακρίβεια οδηγεί στην εθνική τραγωδία. Και σιωπούμε! Ο Θουκυδίδης πριν από 2400 χρόνια είχε γράψει: «Ησυχίαν είχεν ο Δήμος και αντέλεγε ουδείς, δεδιώς και ορών ότι πολύ το ξυνεστηκός.» (μετάφρ.: ο λαός σώπαινε, και κανείς δεν μιλούσε, γιατί ήταν φοβισμένος και έβλεπε πως οι συνωμότες ήταν πολλοί). Κι όπως είπε ο Bertrand Russel: «Κανένας άνθρωπος, ούτε ομάδα, ούτε έθνος δεν μπορεί να ενεργήσει ανθρώπινα ή να σκεφθεί σωστά υπό το κράτος ενός μεγάλου φόβου». Ο φόβος και ο πανικός μας θυμίζουν μυθολογικά τον πανικό που κυρίευσε τους ολύμπιους θεούς όταν έκλεψε τις χορδές των νεύρων του βασιλιά Δία ο παράφρονας Τυφωέας. Όπως λέει ο μύθος οι θεοί μεταμορφωμένοι σε πτηνά έφευγαν από το Όλυμπο πανικόβλητοι. Ας θυμηθούμε τον σχετικό μύθο, όπως τον είχαμε παραθέσει παλιά, όταν γράψαμε τον μύθο του Κάδμου:
[[ Όταν ο Κάδμος περνούσε από την Κιλικία, και προχωρούσε ανάμεσα στα πυκνά δέντρα ενός δάσους από κέδρους, πέρασε ένα σμήνος πουλιών, που πετάριζαν γεμάτα τρόμο, πηγαίνοντας προς το νοτιά. Τα είδε με απορία, γιατί ο καιρός δεν προμηνούσε αιφνίδια αλλαγή, ούτε άγρια όρνεα μαύριζαν το γαλανό ουρανό. Δεν ήξερε πως εκείνα τα πετεινά ήσαν οι Ολύμπιοι, που φοβισμένοι κατευθύνονταν στην Αίγυπτο! Το περήφανο βουνό της κατοικίας τους ήταν έρημο, σαν μουσείο μεσ’ στο μαύρο σκοτάδι χειμωνιάτικης νύχτας.
Λίγα βήματα πιο κάτω, σε μια σπηλιά, που μύριζε μούχλα και οι τοίχοι της έσταζαν νερά, κείτονταν ανυπεράσπιστος ο βασιλιάς των θεών! Το φιδόμορφο τέρας, ο Τυφωέας, άλλοι τον έλεγαν Τυφώνα , είχε κατορθώσει να του πάρει το διαμαντένιο δρεπάνι και να του κόψει τα νεύρα από τα χέρια κι από τα πόδια. Το σώμα του Δία ήταν ριγμένο σε μια γωνιά της κοιλότητας της γης σαν παρατημένο σακί. Τα νεύρα του τα φύλαγε η Δελφίνη, μισό κορίτσι και μισό φίδι, τυλιγμένα σε αρκουδοτόμαρο.
Χάθηκε η τάξη και η αρμονία στη φύση, μετά από τη νίκη του τέρατος. Ο Κάδμος δεν είχε όπλα ικανά να αντιμετωπίσει τον Τυφωέα, πέρα από τα αόρατα τεχνάσματα του μυαλού. Όταν στην πρώτη νεότητά του ακολουθούσε στις περιπλανήσεις της γνώσης τον πατέρα του, ήπιε από “το ανέκφραστο γάλα των βιβλίων”, που του πρόσφεραν οι ιερείς των αιγυπτιακών ναών. Έμαθε και τη θεία μουσική του Απόλλωνα, που μπορεί να σε φέρει στον τρίτο ουρανό, να ανταμώσεις τα υπερούσια όντα. Με αυτή, σκαρφίστηκε, να πλανήσει το τέρας. Έβγαλε από το δισάκι του τη φλογέρα και πιότερο μαγευτικά από τον Πάνα γέμισε μελωδίες τον ευωδιαστό από τους κέδρους αγέρα. Ο γλυκός ήχος χάϊδεψε τα μαλλιαρά αυτιά του Τυφωέα και μούδιασαν τα μέλη του. Το τέρας κάλεσε τον πρίγκιπα να παραβγούν, κείνος με τον ήχο της βροντής, που συνθέμελα ανταριάζει σκορπώντας φόβου ανατριχίλα, και ο Κάδμος με τον ήχο της καλαμένιας φλογέρας, που ημερεύει τα άγρια θεριά. Με τον εγωϊσμό του μοναδικού κυρίαρχου του κόσμου ο Τυφωέας υποσχέθηκε, αν κέρδιζε ο Κάδμος, πως θα τον ανέβαζε στον Όλυμπο, όπου μπορούσε να χαρεί το παρθένο σώμα της Αθηνάς, ή το σφιχτό της Άρτεμης ή το λάγνο κορμί της Αφροδίτης ή μήπως ήθελε της Ήβης; Την Ήρα μόνο δεν ημπορούσε να αγγίσει , γιατί ανήκε σε ‘κείνον. Ο Κάδμος καμώθηκε πως δεν άξιζε να χρησιμοποιήσει τους ήχους της φλογέρας, και θα ήταν προτιμότερο στους θεσπέσιους ήχους της λύρας να παραβγεί. Με τη μουσική της λύρας ήταν ικανός να διακόψει την πορεία των πλανητών και τα θηρία να μαγέψει. Μα όταν, κάποτε, κάλεσε τον Διογενή Απόλλωνα να διαγωνιστούν, ο πατέρας του για ν’ αποφύγει ήττα επονείδιστη του γιου του, με το αστροπελέκι του τσάκισε τις γλυκόλαλες χορδές. Έτσι τώρα η μαγεύτρα λύρα σαν άψυχο κουφάρι κείτονταν στο βάθος στο τρίχινο δισάκι. Όμως μπορούσε ευθύς ζωή να πάρει, αν ο μέγας κατακτητής Τυφωέας, του έδινε τα ανθεκτικά νεύρα του αντίπαλού τους Δία.
Το απονήρευτο τέρας δέχτηκε και πρόσφερε τη λαμπερή δέσμη με τα νεύρα του Ολύμπιου βασιλιά. Ο πονηρός πρίγκιπας καμώθηκε πως έπρεπε γαλήνιος να σκεφτεί για να συνταιριάσει τις θείες χορδές. Έκρυψε τα νεύρα πίσω από έναν γκρίζο βράχο, μετά προχώρησε στο βάθος του κεδρόδασους κι αντάμα με το τιτίβισμα των πουλιών, αλλάζοντας προσεχτικά τον ήχο σύριγγας, της καλαμένιας φλογέρας, έπαιξε μια μελωδία πιότερο γλυκιά από το μέλι των άγριων μελισσών, κάνοντας να σωπάσουν όλα τα ζώα του δάσους. Ο Τυφωέας άκουγε την αρμονία και βυθιζόταν στην απόλαυση. Σαν από γλυκόπιοτο κρασί μούδιαζε το σώμα του και σφάλισαν τα μάτια του πέφτοντας σε μακάριο ύπνο. Βρήκε τότε ο Δίας την ευκαιρία, βγήκε από τη σπηλιά, πήρε από το βράχο τα νεύρα και σε λίγο κρατούσε στο χέρι του τη δέσμη με τους κεραυνούς. Με οργή εξακόντισε το τρομερό αστροπελέκι στο τέρας και το ‘ριξε στα Τάρταρα.]]
Ο φοβερός Τυφωέας είναι η Νέα Τάξη που θέλει να εγκαθιδρύσει την παγκόσμια δικτατορία. Είναι το πολυκέφαλο τέρας των Σιωνιστών που θέλουν να ανατρέψουν τις δημοκρατικές- έστω κι αν χωλαίνουν- κυβερνήσεις για να θέσουν σε ισχύ την τυραννία τους με τη δημιουργία δύο τάξεων. Την ελιτικής τάξης των ελαχίστων και την τάξη των δουλοπάροικων, που θα εργάζονται νυχθημερόν- χωρίς να τους παρέχεται ελεύθερος χρόνος να σκεφτούν, γιατί η σκέψη μπορεί να οδηγήσει σε αντίδραση. Αυτό το τέρας έκλεψε τις χορδές των νεύρων από τις χώρες, με την υπερχρέωση των κρατών. Όπως δεν μπορείς να δράσεις και να αντιδράσεις χωρίς το νευρικό σου σύστημα, έτσι και τα κράτη δεν μπορούν να αυτενεργήσουν χωρίς την οικονομική τους αυτοτέλεια. Το παρήγορο της ιστορίας είναι ότι βρέθηκε ο Κάδμος, που σκαρφίστηκε κάποιο τέχνασμα για να βοηθήσει τον Δία να αποκτήσει τα νεύρα του και μετά ο βασιλιάς των θεών να κεραυνώσει και να υπερνικήσει το τέρας.
Επομένως το κάθε τέρας, ακόμα και το τέρας του φόβου, μπορεί με το κατάλληλο τέχνασμα να νικηθεί! Όπως είπε η μεγάλη κυρία της πυρηνικής Φυσικής, η Μαρία Κιουρί: «Τίποτε στη ζωή δεν είναι για να το φοβόμαστε, αλλά για να το κατανοήσουμε.» Για να συμπληρώσει ο αμερικάνος πρόεδρος Φραγκλίνος Ρούσβελτ: «Το μόνο πράγμα που πρέπει να φοβόμαστε είναι ο ίδιος ο φόβος.» Όταν ο φόβος κατανοηθεί, μπορεί εύκολα, ή έστω χωρίς δειλία, να αντιμετωπιστεί. Γιατί αν αντιμετωπιστεί με δειλία, χάθηκε το παιγνίδι. Καθόσον όπως έγραψε ο Γουίλιαμ Σαίξπηρ: «Οι δειλοί πεθαίνουν πολλές φορές πριν το θάνατό τους.» Κι εδώ να θυμηθούμε τους στίχους του Ανδρέα Κάλβου:
« Ὅσοι τὸ χάλκεον χέρι
βαρὺ τοῦ φόβου αἰσθάνονται,
ζυγὸν δουλείας, ἂς ἔχωσι·
θέλει ἀρετὴν καὶ τόλμην
ἡ ἐλευθερία. »
Γιατί η δουλεία δεν επιβάλλεται μόνον από τον κατακτητή ή τον τυραννικό σφετεριστή της ελευθερίας μας. Μπορεί να δημιουργηθεί με τις εμμονές μας, με τις φοβίες μας, με τα όποια πάθη και τις αδυναμίες μας. Ο Άγγλος πολιτικός και φιλόσοφος Edmund Burke είχε πει μια σπουδαία φράση: «Κανένα πάθος δεν κλέβει τη θέληση και τη λογική απ' το μυαλό του ανθρώπου, όσο ο φόβος.» Ο φόβος όμως ας μην κυριαρχήσει σε σημείο που να μας κάμψει τη θέληση και να παραλύσει την δυναμική μας. Ο Μαχάτμα Γκάντι διευκρινίζει ότι: «Ο φόβος έχει κάποια χρησιμότητα, η δειλία όμως δεν έχει καμία.» Γιατί όπως πολύ σοφά λέει ο λαός μας: «Ο φόβος φυλάει τα έρημα». Αρκεί να μη συνοδεύεται από την ψυχοφθόρο δειλία.
Εμείς οι απλοί άνθρωποι του λαού φοβόμαστε να μη χάσουμε τη δουλειά μας. Να μην έχουμε χρήματα να πληρώσουμε τους λογαριασμούς μας, τις δόσεις των δανείων μας, τα φροντιστήρια των παιδιών μας ή τις σπουδές τους. Να μην πάρουμε την σύνταξή μας όταν έρθει το πλήρωμα του χρόνου ή να μη πάρουμε καθόλου εφ’ άπαξ. Αν έχουμε ήδη χάσει τη δουλειά μας, ή κλείσει την μικρή μας επιχείρηση, να μην μπορέσουμε να ανταπεξέλθουμε στις βασικές αναγκαιότητες της ζωής. Πολλοί συνάνθρωποί μας αντιμετωπίζουν το φάσμα της πείνας και της μη ύπαρξης στέγης. Ο φόβος αυτών είναι ακόμη μεγαλύτερος γιατί έχει να κάνει με την ίδια τη ζωή τους. Αυτοί οι φόβοι, που αναφέραμε, είναι σαν το φόβο του λιονταριού, που φοβόταν τον πετεινό. Φόβος, που κάποιους τους κάνει να σκεφτούν ακόμη και την αυτοκτονία!
Αλλά… έχουμε και το φόβο του ελέφαντα. Είναι ο φόβος του τραπεζίτη και του επενδυτή. Ο φόβος τα βρωμόχαρτά τους, που τα ονόμασαν ομόλογα, τοκοχρεολύσια κ.λ.π. να χάσουν την πλασματική τους αξία. Ο φόβος του οικονομικού τζογαδόρου να βρεθεί ένας τρελός πολιτικός που να του ανατρέψει το κερδοφόρο ποντάρισμα. Ο φόβος του μεγαλοβιομήχανου να χάσει τα υπερκέρδη του. Πώς θα μπορέσουν αυτοί οι άνθρωποι να ζήσουν χωρίς τις πολυτελείς επαύλεις τους, τα πολυτελή γιοτ τους, τις πανάκριβες λιμουζίνες τους, τα χλιδάτα πάρτυ τους και τις γιορτές τους;
Είναι ο φόβος των πολιτικών ανδρεικέλων που εξαπατούν τους λαούς τους και τους οδηγούν στην παραχώρηση εθνικής κυριαρχίας για τριάκοντα αργύρια. Ο φόβος του Παπακωνσταντίνου, του Παπανδρέου, του Ρουμελιώτη, του Παπαδήμου που μας έβαλαν στο ΔΝΤ γνωρίζοντας ότι τα επιβαλλόμενα μέτρα λιτότητας θα επιβαρύνουν ακόμη περισσότερο την κρίση. Σκεφτείτε το ενδεχόμενο κάποτε οι λαοί να καταλάβουν τα παιγνίδια που παίζουν στις πλάτες τους όλες αυτές οι πολιτικές μαριονέτες, οι οποίες έχουν πουλήσει την ψυχή τους στον διάολο για μερικά εκατομμύρια, και πάρουν την τύχη τους στα χέρια τους υπό την καθοδήγηση γνήσιων λαϊκών ηγετών! Κατά καιρούς εμφανίζονται κάποιοι σαν τον Κάδμο, που αποκοιμίζουν τα τέρατα και ξαναφέρνουν- έστω για μικρό χρονικό διάστημα- τη διασαλευθείσα τάξη κι αρμονία στον κόσμο.
Έχετε ποτέ σκεφτεί πόσο εφιαλτικός είναι ο φόβος να χάσουν οι έχοντες και κατέχοντες την εξουσία που τους προσδίδουν τα εκατομμύρια, τα δισεκατομμύρια ή τα τρισεκατομμύριά τους; Τι θα κάνει η οικογένεια Ροκφέλερ, η οικογένεια Ρότσιλντ, και οι άλλες οικογένειες της οικονομικής ελίτ, χωρίς τη δυναστεία των χρημάτων τους; Είναι ο φόβος του ελέφαντα μπροστά στο κουνούπι.
Όταν σου στερούν τα χρήματα και την δυνατότητα να αντιμετωπίσεις με αξιοπρέπεια τη ζωή, σημαίνει ότι έχουν έντονο τον φόβο να χάσουν την εξουσία και την ισχύ που τους δίνει η οικονομική τους ευμάρεια. Γιατί όπως λέει ο αμερικάνος συγγραφέας και φιλόσοφος Eric Hoffer: «Μπορείς να καταλάβεις τι είναι αυτό που ο εχθρός σου φοβάται περισσότερο, από τα μέσα που χρησιμοποιεί για να σε κάνει να φοβηθείς». Αυτοί, που στα μάτια μας φαντάζουν ως κολοσσοί, είναι γίγαντες με πήλινα πόδια! Εμπορεύονται παλιόχαρτα, αέρα κοπανιστό και εισπράττουν το μόχθο των εργαζομένων και τον πλούτο των χωρών. Κάποτε οι λαοί πρέπει να βγουν από το λήθαργο. Και αυτό θα επιτευχθεί όταν αγαπήσουν τη γνώση κι αποκτήσουν σωστή παιδεία. Γιατί η γνώση είναι δύναμη. Οι απάνθρωποι επικυρίαρχοι την αποστερούν από τους λαούς για να μπορέσουν εδραιώσουν την κυριαρχία τους και να χρησιμοποιούν τους αμόρφωτους λαούς.
Ο Θεόκριτος μας τονίζει από τα αρχαία χρόνια: «Θαρσείν χρη, τάχ’ αύριον έσσετ’ άμεινον.» Οι φαινομενικά δυνατοί φοβούνται περισσότερο από τους αδύνατους, γιατί η δύναμή τους στηρίζεται στην αδικία και την εκμετάλλευση των πολλών. Το λιοντάρι πήρε κουράγιο από το φόβο του ελέφαντα. Επομένως, πολύ σωστά ο ιταλός συγγραφέας Umberto Eco γράφει: «Τίποτε δεν δίνει σ’ έναν φοβισμένο άνθρωπο περισσότερο κουράγιο από το φόβο ενός άλλου.» Και όπως μας λέει πολύ ποιητικά η Alice Mackenzie Swaim: «Κουράγιο δεν είναι η γιγάντια βελανιδιά που βλέπει τις καταιγίδες να πάνε και να έρχονται• είναι το ευαίσθητο μπουμπούκι που ανθίζει στο χιόνι.» Σαν το μπουμπούκι, που αναφέρει η συγγραφέας, να ανθίσει η ελπίδα στις παγωμένες μέρες της εποχής μας…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου