[[ δαμ- ων ]]
Τα εννιάμερα της Παναγίας σήμερα. Πέρασαν κιόλας εννιά μέρες από την κοίμησή της, που γιορτάζουμε τον Δεκαπενταύγουστο. Σήμερα αρχίζει και το παζάρι της μητροπολιτικής πόλης του δήμου μας μαζί με τις καθημερινές εκατόμβες των γουρουνόπουλων.
Η Παναγία στην πίστη του λαού μας τοποθετείται ψηλότερα από τις αγγελικές δυνάμεις ως η «τιμιωτέρα των Χερουβείμ και ενδοξότερα ασυγκρίτως των Σεραφείμ ». Το μεγαλείο που γνωρίζει η ανθρώπινη φύση στο πρόσωπο της Παναγίας υπερβάλλει το μεγαλείο ολόκληρης της κτίσης. Έτσι κατανοείται και ο χαιρετισμός της που συναντούμε στο Θεοτοκάριο: «Χαίροις μετά Θεόν η Θεός τα δευτερεία της Τριάδος η έχουσα».
Η ίδια η Παναγία Παρθένος προφητεύει, τη στιγμή που της αναγγέλλει ο αρχάγγελος Γαβριήλ πως θα γεννήσει τον Υιό του Θεού, τη θέση που θα έχει στη συνείδηση των μελλοντικών γενεών: «ιδού γαρ από του νυν μακαριούσι με πάσαι αι γενεαί, ότι εποίησέ μοι μεγαλεία ο δυνατός και άγιον το όνομα αυτού» ( Λουκάς, α΄, 48-49). Γιατί απ’ αυτήν ανέτειλε ο ήλιος της δικαιοπσύηνης, όπως μας λέει το απολυτίκιο της Υπαπαντής: «Χαίρε Κεχαριτωμένη Θεοτόκε Παρθένε, εκ σου γαρ ανέτειλεν ο ήλιος της δικαιοσύνης, Χριστός ο Θεός ημών, φωτίζων τους εν σκότει….»
Η Παναγία αποτελεί το αρχέτυπο του θηλυκού στοιχείου της φύσης, που στην μήτρα του φέρει το πνεύμα. Είναι η νέα μορφή της Μεγάλης Θεάς, της Συμπαντικής Ύλης στην οποία δρα το Πνεύμα. Είναι η Πλατυτέρα των Ουρανών… στην αγκαλιά της οποίας εκδηλώνεται το Σύμπαν.
Η συνέχεια >>> εδώ …
Η Μεγάλη Μητέρα είναι ένα μητριαρχικό αρχετυπικό μοντέλο που επαναλαμβάνεται σε διάφορες μυθολογίες ανά τον κόσμο. Σύμφωνα με τη θεωρία του Γιούνγκ το αρχέτυπο της Μεγάλης Μητέρας - Θεάς είναι βαθιά ριζωμένο στον ανθρώπινο νου ακόμα και πριν την κύηση. Συνήθως τη συναντάμε σε τρεις βασικές μορφές - ως Παρθένο, ως Μητέρα και ως Γριά - και ανάλογα με τη μορφή που έχει συμβολίζει την αγνότητα, τη γονιμότητα, τη σοφία.
Σύμφωνα με τον Μίρτσεα Ελιάντε ως τις μέρες μας έχει φθάσει ένας σημαντικός αριθμός δοξασιών, μύθων, τελετουργικών και τέχνεργων σχετικών με τη γη, τις θεότητές της και το αρχέτυπο της μεγάλης μητέρας. Η Μεγάλη Μητέρα στις παραδόσεις του κοσμογονικού ζεύγους είναι η σύντροφος, η θηλυκή όψη που γονιμοποιείται με τρόπο θαυματουργό ή μη και γεννά, αποκαλύπτει τα σιτηρά, τους καρπούς και όλα τα γεννήματα της γης.
Πολλοί ιστορικοί της θρησκείας υποστηρίζουν ότι τους αιώνες κατά τους οποίους διαμορφωνόταν ο Χριστιανισμός υιοθέτησε και μεταμόρφωσε χαρακτηριστικά θρησκευτικών παραδόσεων που προηγήθηκαν. Η απόδοση τιμών στο πρόσωπο της Μαρίας (Παναγία) της Καινής Διαθήκης, της μητέρας του Ιησού Χριστού, αποτελεί μεταγενέστερη δογματική εξέλιξη που περιέλαβε στοιχεία προηγούμενων θηλυκών θεοτήτων. Ως «μητέρα του Θεού» και «Θεοτόκος» ενσωμάτωσε στοιχεία θηλυκών θεοτήτων που επί χιλιετίες πιστευόταν ότι συντηρούσαν τους επαναλαμβανόμενους εποχικούς κύκλους θανάτου και αναγέννησης. Ήδη πριν από τον 6ο αιώνα, αποδόθηκαν στη Μαρία χαρακτηριστικά όπως η αειπαρθενία, η οποία ήδη ίσχυε για την Αθηνά και την Άρτεμη, και η θέση της «βασίλισσας του ουρανού» και της «μεσολαβήτριας» υπέρ της ανθρωπότητας, όπως συνέβαινε με την ευρέως διαδεδομένη λατρεία της Ίσιδος.
Στην Αρχαία Ελλάδα, η Δήμητρα ήταν η Θεά της Μητέρας Γης. Η Δήμητρα ήταν η Θεά της Φύσης, της γεωργίας, της γονιμότητας και της κυκλικής αναγέννησης, γιατί αυτή ενσωμάτωνε τα μυστήρια του θανάτου και της αναγέννησης. Η Δήμητρα λατρευόταν από τα πανάρχαια χρόνια σαν η “Μεγάλη Θεά Μητέρα”, γιατί απ’ αυτήν και την χαρακτηριστική ζωογόνο ιδιότητά της προερχόταν η ζωή στους κόσμους. Η Δήμητρα ήταν ο Νόμος της ζωογόνου ιδιότητας της ύλης της Γης. Έτσι, η Θεά Δήμητρα, με την αναπαραγωγική γέννηση, δώριζε στα όντα της Γης, την κληρονομική διαιώνιση του είδους τους. Η μητρότητα στη Γη και γενικά στη φύση, είναι η μεγαλύτερη δωρεά στα όντα της. Είναι η ίδια η αιώνια ζωή. Ένα ανεκτίμητο χάρισμα, που όλα τα όντα το χρωστούμε στην Μεγάλη Μητέρα, την Θεά Δήμητρα.
Οι επαναλαμβανόμενοι εποχικοί κύκλοι του θανάτου και της αναγέννησης και τα λατρευτικά έθιμα που σχετίζονται με τη γη, τη βλάστηση και την καλή σοδειά συνδέθηκαν και με την Παναγία, όπως έχει γράψει ο μεγάλος λαογράφος Γεώργιος Μέγας. Τα Εισόδια της Θεοτόκου συνδέονται με τη σπορά και η Παναγία λαμβάνει τα χαρακτηριστικά της θεάς Δήμητρας αποκτώντας άλλοτε το προσωνύμιο Αποσπορίτισσα και άλλοτε Μεσοσπορίτισσα. Παραμένει μάλιστα και το αρχαίο έθιμο της πανσπερμίας, τα πολυσπόρια, όπως το λέμε σήμερα.
Παρθένες, μητέρες θεών, ή θεών σωτήρων, αναφέρονται πολλές και από πολλούς λαούς. Αυτά τα αρχέτυπα του θηλυκού στοιχείου της φύσης, είναι τροφοί και μητέρες του σύμπαντος και μεταμορφώνονται σε όλες τις μορφές και σε όλα τα είδη, με χαρακτηριστικό τον έμφυτο έρωτα για καθετί αγαθό και την αποστροφή του κακού. Ένα άλλο χαρακτηριστικό που έχουν, είναι η μεγάλη αγάπη προς το γιό τους και ο πόνος που βιώνουν μέσα από τις συμφορές που αντιμετωπίζουν.
Αειπάρθενος, όπως οι αρχαίες θεές Αθηνά και Άρτεμη, ονομάστηκε η Παναγία από τον 6ο αιώνα. Ταυτόχρονα όμως είναι η προστάτης των εγκύων γυναικών που για να έχουν καλό τοκετό κρατούν ένα φυλαχτό-φυτό, «της Παναγίας το χορτάρι», όπως λέγεται. Αρχαίες μητρικές θεότητες ήταν και άλλες: η Αστάρτη, η Λητώ, η Γαία, η Ίσις, με ρίζες που χάνονται στο βάθος της Νεολιθικής εποχής. Η Μεγάλη Μητέρα ήταν άλλωστε η κύρια θεότητα στη Μινωική Κρήτη, από κάποια εποχή μάλιστα παράλληλα με τον “νεαρό θεό” (είτε ως “θείο βρέφος” είτε ως σύζυγό της). Σύμφωνα με τον κύκλο της φύσης για τον θάνατο και την αναγέννηση η Μεγάλη Μητέρα παντρεύεται διαρκώς τον νεαρό θεό που γεννιέται και πεθαίνει κάθε χρόνο.
Στρατηγός των στρατηγών, η Παναγία προστατεύει τους πιστούς της – όπως και η θεά Αθηνά τους Αθηναίους – σε κάθε δύσκολη στιγμή. Το 626, στην πολιορκία της Κωνσταντινούπολης από Αβάρους και Πέρσες, οι πιστοί που έχουν συγκεντρωθεί στη Μεγάλη Εκκλησία θα δουν ξαφνικά μπροστά τους την Παναγία να έχει απλώσει προστατευτικά το πέπλο της πάνω από την πόλη (θυμηθείτε τον πέπλο της Αθηνάς στα Παναθήναια). Και η μεγαλύτερη απόδειξη: «Τη υπερμάχω στρατηγώ τα νικητήρια» ψάλλουν οι πολιορκημένοι χριστιανοί στην τελευταία λειτουργία της Αγίας Σοφίας, το 1453.
Ο Ακάθιστος Ύμνος ωστόσο μοιάζει κάπως με τις «ισιακές αρεταλογίες», τους ύμνους δηλαδή προς τη θεά Ίσιδα, όπως λέει ο καθηγητής Αρχαιολογίας κ. Μιχάλης Τιβέριος. Πολλά από τα χαρακτηριστικά της αιγύπτιας θεάς, που είχε εξελληνιστεί, πέρασαν και στην Παναγία. «Όπως η Παναγία, έτσι και η θεά αυτή απέκτησε μύριες προσωνυμίες, ήταν δηλαδή μυριώνυμη, όπως “παντοκράτειρα” και “βασίλισσα του ουρανού, της γης και του κάτω κόσμου”» σημειώνει ο κ. Τιβέριος.
Ο Κωνσταντίνος Παπαρηγόπουλος αναγνωρίζοντας τις ομοιότητες της Μητέρας θεάς των Ελλήνων Ορφικών με την Παναγία αναφέρει στα προλεγόμενα στην ελληνική ιστορία του, ότι ο ακάθιστος ύμνος στην Παναγία είναι ολοφάνερα όμοιος με τους χαιρετισμούς των Ορφικών προς την αρχαία Μεγάλη Μητέρα Θεά.
«Οι χαιρετισμοί εις την υψίστην θεόν ενός των μεταγενεστέρων Ορφικών έχουσι πρόδηλον την οικειότητα προς τον ακάθιστον εκείνον Ύμνον, ον μέχρι της σήμερον άπας ο ελληνισμός δεν παύει αναπέμπων από Κωνσταντινουπόλεως μέχρις Αθηνών, και από Θεσσαλονίκης μέχρι Κρήτης και Μικράς Ασίας, προς την πάναγνον μητέρα του Σωτήρος, επί τη μνήμη της λυτρώσεως των προπατόρων από Αβάρων και Αράβων. Χαίρε, αναφωνεί προς τοις άλλοις ο Ορφικός ποιητής,
Χαίρε δε και κλίμαξ ποτί ουρανόν αστερόεντα
ευθυδρόμους κατάγεις, ευθυδρόμους δ΄ανάγεις.
Χαίρε δ΄αγαλλομένη μεν εν Ελλάδι και Σαλαμίνι, κ.λ.π.
Χαίρε, ανακράζει και ο χριστιανός ποιητής,
Χαίρε κλίμαξ επουράνιε δι΄ης κατέβη ο Θεός
Χαίρε γέφυρα μετάγουσα τους εκ γης προς Ουρανόν
Χαίρε των Αθηναίων τας πλοκάς διασπώσα.»
Είναι άγνωστο πότε ακριβώς μετατράπηκε ο Παρθενώνας σε χριστιανικό ναό, το βέβαιο όμως είναι ότι επί Ιουστινιανού (482-565) καθαγιάστηκε και ορίστηκε ως η «καθολική εκκλησία των Αθηνών». Η λατρεία της ειδωλολατρικής παρθένου έδωσε έτσι τη θέση της στη χριστιανή Παρθένο και ο ναός πήρε το όνομα Παναγία Αθηνιώτισσα. Για τον σκοπό αυτόν μάλιστα και προκειμένου να εξυπηρετήσει τις ανάγκες της νέας λατρείας ο Παρθενώνας υπέστη πολλές επεμβάσεις και μετατράπηκε σε τρίκλιτη βασιλική. Είναι σύμπτωση ότι η μεγάλη γιορτή της Παναγίας τον Δεκαπενταύγουστο συμπίπτει με τα γενέθλια της θεάς Αθηνάς στις 28 του αρχαίου μήνα Εκατομβαιώνα (μέσα Ιουλίου – μέσα Αυγούστου)- σήμερα περίπου 13 Αυγούστου, όταν τελούνταν τα Παναθήναια, η μεγαλύτερη γιορτή της αρχαίας Αθήνας; Ή μήπως είναι τυχαίο ότι ο ναός της παρθένου Αθηνάς στην Ακρόπολη μετατράπηκε σε ναό της Παναγίας Παρθένου;
Το όνομα της Παναγίας είναι Μαρία. Φιλόλογοι και λαογράφοι μας λένε πως είναι αναγραμματισμός της λέξης Μαίρα ή Μαιρά, που σημαίνει αστραποβολούσα, φωτεινή (από το ρήμα μαρμαίρω: αντινοβολώ, λάμπω). Η λέξη Παναγία είναι προχριστιανική. Παναγίες λέγονταν πολλές αρχαίες θεές, για τις οποίες χρησιμοποιούσαν και τις εκφράσεις: Θεομήτωρ , Δέσποινα , Μεγαλόχαρη, βασίλισσα του Ουρανού, κλπ.
Οι Ιουδαίοι ανέκαθεν λάτρευαν την βασίλισσα του Ουρανού. Όταν βρισκόταν στην Αίγυπτο καταδιωγμένοι από τους Βαβυλώνιους λατρεύουν κι εκεί την βασίλισσα των ουρανών. Η βασίλισσα των Ουρανών λατρευόταν με διάφορα ονόματα και μορφές από όλους τους λαούς της Μεσογείου. Στα ιερά της Ίσιδας ή της Αθηνάς οι γυναίκες των αρχαίων πήγαιναν σέρνοντας το σώμα τους ή προχωρώντας με τα γόνατα, όπως ακριβώς γίνεται και σήμερα. Στο τέμπλο του ναού κρεμούσαν χρυσά ή ασημένια ομοιώματα ματιών, ποδιών ή χεριών, ανάλογα με το μέρος του σώματος που επιθυμούσαν να θεραπεύσουν, όπως ακριβώς τα σημερινά τάματα.
Και ο Πλούταρχος αναφέρει ότι την θεά Αθηνά οι Αιγύπτιοι αποκαλούν Ίσιδα. Ο Ηρόδοτος, μάλιστα (Β,62), περιγράφει την αιγυπτιακή γιορτή «Λυχνοκαϊα», που ήταν αφιερωμένη στη θεά Νηίθ (Αθηνά), η οποία ταυτιζόταν με τη θεά Ίσιδα. «Οι Αιγύπτιοι στην πόλη Σάιν λατρεύουν τη θεά Νηίθ (Αθηνά), αφιερώνοντάς της κάθε χρόνο μια γιορτή την οποία ονομάζουν «Λυχνοκαϊα».
Η Μαρία είναι μια γυναίκα θνητή, που γεννάει αθάνατο παιδί, όπως η Σεμέλη τον Διόνυσο. Η Σεμέλη είναι το κλήμα της αμπέλου, ο δε Διόνυσος ο κάθε χρόνο καινούριος βλαστός, εκ του οποίου τα σταφύλια και ο οίνος της θείας κοινωνίας.
Σε καμία ήπειρο της γης δεν εμφανίσθηκε θεός, με μεγάλη δημοτικότητα ως ευεργέτης της ανθρωπότητας, που να μη γεννήθηκε από παρθένο ή τουλάχιστον από μητέρα που δεν όφειλε το παιδί της σε κάποιο γήινο πατέρα αλλά σε επουράνια επέμβαση. Αυτή η σύλληψη φαντάζει, εκ πρώτης όψεως, εντελώς άσχετη με το σύγχρονο τρόπο σκέψης. Δύο στοιχεία θα πρέπει όμως να έχουμε υπόψη μας εδώ: α) τις συνθήκες που επικρατούσαν εκείνη τη μακρινή μητριαρχική εποχή, όταν η καταγωγή καθοριζόταν από την πλευρά της μητέρας ενώ η πατρότητα ήταν ασαφής και δεν ενδιέφερε ιδιαίτερα, και β) το παράξενο, σε εμάς, γεγονός ότι σε ορισμένους πολύ πρωτόγονους λαούς, μεταξύ των οποίων είναι οι Αβοριγίνες της Αυστραλίας, δεν θεωρούσαν απαραίτητο για μια γυναίκα να έχει σεξουαλική επαφή με κάποιον άνδρα προκειμένου να συλλάβει και να γεννήσει. Η επιστημονική παρατήρηση δεν είχε προχωρήσει τόσο, και το όλο θέμα αναγόταν ακόμη στη σφαίρα της μαγείας. Άρα η παρθένος μητέρα όχι μόνο δεν ήταν κάτι το αδιανόητο αλλά συνδύαζε δυο υπέροχες έννοιες σε μια μορφή.
Η παγκόσμια διασπορά του μύθου της επουράνιας επέμβασης είναι αξιοσημείωτη. Ο Ζευς κατέστησε έγκυο την Δανάη με τη μορφή χρυσής βροχής και το παιδί που γεννήθηκε ήταν ο Περσεύς, που σκότωσε τη Μέδουσα (τις δυνάμεις του σκότους) και έσωσε την Ανδρομέδα (την ανθρώπινη ψυχή). Η Ντεβάκι, η ακτινοβολούσα παρθένος της ινδικής παράδοσης, ενώθηκε με τον θεό Βισνού και γέννησε τον Κρίσνα, τον αγαπημένο ήρωα των ινδουιστών και πρότυπο του Ιησού. Οι γυμνοσοφιστές της Ινδίας λένε ότι ο Βούδας γεννήθηκε από το πλευρό μιας παρθένου. Η Ίσις των αιγυπτίων με τον Ώρο στα γόνατά της, λατρευόταν με τα προσωνύμια «Δέσποινα», «Βασίλισσα των Ουρανών», «Άστρο της Θάλασσας», «Θεομήτωρ», κλπ. Πριν από αυτήν, η Παρθένος του Κόσμου Νηίθ, που προστατεύει από τον ουρανό όλη τη γη και τα παιδιά των ανθρώπων, θεωρούνταν μητέρα του μεγάλου θεού Οσίριδος. Και ο σωτήρας Μίθρας γεννήθηκε από παρθένο, και στα μνημεία του υπάρχει πολύ συχνά η απεικόνιση της μητέρας που θηλάζει το βρέφος. Η αρχαία τευτονική θεά Χέρθα (Γη) ήταν παρθένος και έμεινε έγκυος από το επουράνιο πνεύμα (τον Ουρανό). Η μορφή της, ως βρεφοκρατούσα, υπήρχε σε πολλά ιερά άλση στη Γερμανία. Η Σκανδιναβική θεά Φρίγκα πιάστηκε στα δίκτυα του Οντίν, του πατέρα των πάντων, και γέννησε ένα γιο, τον ευλογημένο Μπάλντερ, τον θεραπευτή και σωτήρα της ανθρωπότητας. Επίσης, ο Κετσακοάτλ, ο σταυρωθείς σωτήρας των Αζτέκων, ήταν γιος της παρθένου Βασίλισσας των Ουρανών, της Κλουλαμνάν. Αλλά και οι Κινέζοι είχαν μια παρθένο μητέρα θεά, όπως και οι αρχαίοι Ετρούσκοι. Τέλος, αναφέρεται μεγάλος αριθμός από μαύρες παρθένους-μητέρες θεού.
Όλα αυτά καταδεικνύουν όχι μόνο την ευρύτατη διάδοση του δόγματος της παρθένου-μητέρας, αλλά και την εξαιρετική παλαιότητά του. Κατά πάσα πιθανότητα, η εικόνα του Τέλειου Ανθρώπου θα πρέπει να στοίχειωνε αμυδρά το νου των ανθρώπων από την εποχή που εγκατέλειψαν τη ζωώδη κατάστασή τους, και ότι θα ήταν απολύτως φυσιολογικό να σκεφθούν πως ένας Τέλειος Άνθρωπος θα πρέπει να έχει γεννηθεί από μια Τέλεια Γυναίκα – η οποία, σύμφωνα με τις αντιλήψεις της εποχής, θα πρέπει αναγκαστικά να είναι η ίδια η Γη, η μητέρα όλων των πραγμάτων. Σε κάθε περίπτωση πρόκειται πραγματικά για μια εξαιρετική σύλληψη. Δηλαδή ότι η Γη, αφού γέννησε όλα τα πλάσματά της, έφερε τελευταίο στον κόσμο και εκείνο που θα γινόταν σωτήρας του ανθρώπινου γένους.
Η Παναγία, σημειώνει ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, είναι «και των προ αυτής αιτία, και των μετ’ αυτήν προστάτις, και των αιωνίων πρόξενος». Η παρουσία της χαροποιεί ολόκληρη την κτίση: «Επί σοι χαίρει, Κεχαριτωμένη, πάσα η κτίσις». Η Παναγία ήταν άνθρωπος, γεννήθηκε από ανθρώπους και μετείχε σε όλα, όσα χαρακτηρίζουν το ανθρώπινο γένος. Δεν παρασύρθηκε όμως από την κακία που επικρατεί στη ζωή. Νίκησε την αμαρτία και έδωσε τέλος στην πονηρία. Η νίκη αυτή πραγματοποιήθηκε με την τέλεια ταπείνωση και την απόλυτη αγάπη, ενώ οι δύο μαζί ολοκληρώνουν την αληθινή παρθενία.
Η παρθενία δεν σταματά στον γάμο και δεν σχετίζεται με τον παρθενικό υμένα. Κυρίως αναφέρεται στο ήθος και στην καθαρότητα της ψυχής. Η Eκκλησία εύχεται στους νυμφευόμενους «κοίτην αμίαντον ...» κατά την διάρκεια του Μυστηρίου. Αυτούς που διαφυλάττουν τη συζυγική τους σχέση από κάθε είδους αμαρτία ο Θεός θα τους θεωρήσει «παρθενεύοντες και οσίως τον βίον τελέσαντες». Όταν αναφερόμαστε στην παρθενική ιδιότητα της Παναγίας, επικεντρωνόμαστε στην ηθική παρθενία, που αναφέρεται και στα δύο φύλα και αφορά ψυχικές καταστάσεις. Σχετικά με τη λέξη παρθένος μπορούμε να πούμε πως είναι σύνθετη και αποτελείται από την λέξη “παν”- το μόριο “αρ”- και την λέξη “έθος” (ήθος), άρα: παν + αρ + έθος = παν + αρ + ετος = το πλάσμα με όλες τις αρετές , δηλαδή ο άνθρωπος με το άριστο ήθος. Λαμβάνοντας υπόψη τη χρήση του όρου από τα προϊστορικά χρόνια για να εκφράσει τη βασική ιδιότητα της Μητέρας Γης, της Μεγάλης Θεάς της Γονιμότητας, καταλαβαίνουμε ότι η παρθενία ως ηθική αξία δεν έχει σχέση με σαρκικά χαρακτηριστικά και πολύ περισσότερο δεν έχει σχέση με εξωτερικού τύπου θρησκευτικές ηθικολογίες. Επομένως η Μεγάλη Μητέρα Θεά μπορεί να είναι παρθένα και ταυτόχρονα να είναι βαθιά ερωτική κάνοντας πολλά παιδιά και έχοντας πολλούς συντρόφους.
Η παρθενία της Παναγίας- πολύ περισσότερο η αειπαρθενία- εκφράζει την υπέρβαση της φυσικής αναγκαιότητας που θέλει την σαρκική επαφή για να γεννηθεί ο άνθρωπος και δεν έχει καμία σχέση με την παρθενία που επιβάλλουν οι κληρικοί, οι θεολόγοι και οι πνευματικοί με ψευτοπουριτανικές παρωπίδες. Πιστοποιεί ότι ο Γιος της είναι ενσάρκωση Θεού, πάντα ελεύθερος από τους περιορισμούς της φύσης, ακόμη και σαν ανθρώπινη ενσάρκωση. Υμνώντας την παρθενία της Παναγίας, ουσιαστικά υμνούμε την απελευθέρωση από τα δεσμά της φύσης, την υπέρβαση από το υλικό στο πνευματικό, και την είσοδό μας σ’ έναν υπερβατικό χώρο θεϊκής ελευθερίας, για τον οποίο από πάντα ήταν έτοιμη η Παναγία ως άχρονο “σκεύος εκλογής” για να γεννήσει τον Υιό του Θεού. Έτσι πέρα από Μήτηρ Θεού είναι η μητέρα όλων μας. Είναι η αποτύπωση του συμπαντικού θηλυκού στοιχείου. Το γεγονός ότι μετά την Παναγία σε καμία λαϊκή παράδοση δεν αναδύθηκε άλλη αειπάρθενος μητέρα Θεού μας πιστοποιεί το πλήρωμα της αρχέγονης και άχρονης αυτής Αλήθειας στο πρόσωπό της.
Ο Επίσκοπος Διοκλείας Κάλλιστος Γουέαρ στο βιβλίο του “Ο Ορθόδοξος Δρόμος”, στο κεφάλαιο “γιατί παρθενική γέννηση;”, γράφει:
« Στην Καινή Διαθήκη διατυπώνεται με σαφήνεια ότι η Μητέρα του Ιησού Χριστού ήταν παρθένος (Ματθ. 1: 18,23,25). Ο Κύριός μας έχει έναν αιώνιο ουράνιο Πατέρα αλλά όχι πατέρα επίγειο. Γεννήθηκε έξω από το χρόνο από τον Πατέρα δίχως μητέρα και γεννήθηκε μέσα στο χρόνο από τη Μητέρα του δίχως πατέρα. Αυτή η πεποίθηση στην Παρθενική Γέννηση όμως δεν μειώνει καθόλου την πληρότητα της ανθρώπινης φύσης του Χριστού. Αν και η μητέρα ήταν Παρθένος, έγινε μια πραγματική ανθρώπινη γέννηση ενός γνήσια ανθρώπινου βρέφους.
Όμως γιατί- ρωτάμε- η γέννησή του σαν ανθρώπου θα ‘πρεπε να ‘χει πάρει αυτή την ιδιαίτερη μορφή; Σ’ αυτό ίσως θα μπορούσε να δοθεί ως απάντηση το ότι η παρθενία της Μητέρας εξυπηρετεί σαν ένα «Σημείο» της μοναδικότητας του Υιού. Αυτό γίνεται με τρεις στενά συνδεδεμένους τρόπους. Πρώτο, το γεγονός ότι ο Χριστός δεν έχει επίγειο πατέρα σημαίνει ότι είναι στραμμένος πάντα πέρα απ’ την κατάστασή του μέσα στο χώρο και το χρόνο προς την ουράνια και αιώνια προέλευσή του. Το παιδί της Μαρίας είναι αληθινά άνθρωπος, αλλά δεν είναι μόνο άνθρωπος είναι μέσα στην ιστορία αλλά είναι και πέρα από την ιστορία. Η γέννηση του από μια παρθένο τονίζει το ότι αν και περιχωρούμενος είναι επίσης υπερβατικός αν και τέλειος άνθρωπος είναι και τέλειος Θεός.
Δεύτερο, το γεγονός ότι η Μητέρα του Χριστού ήταν παρθένος δείχνει ότι η γέννησή του πρέπει ν’ αποδοθεί με μοναδικό τρόπο σε θεία πρωτοβουλία. Αν και είναι τέλειος άνθρωπος, η γέννησή του δεν ήταν το αποτέλεσμα της σεξουαλικής ένωσης ανάμεσα σ’ έναν άντρα και μια γυναίκα, αλλά ήταν μ’ ένα τρόπο ιδιαίτερο το άμεσο έργο του Θεού.
Τρίτο, η γέννηση του Χριστού από μια παρθένο υπογραμμίζει ότι η Ενσάρκωση δεν έχει καμιά σχέση με τη δημιουργία ενός νέου ανθρώπου. Όταν γεννιέται ένα παιδί από δυο ανθρώπινους γονείς με το συνηθισμένο τρόπο, αρχίζει να υφίσταται μια καινούρια ύπαρξη. Αλλά το πρόσωπο του ενσαρκωμένου Χριστού δεν είναι άλλο από το δεύτερο πρόσωπο της Αγίας Τριάδος. Επομένως, στη γέννηση του Χριστού δεν άρχισε να υφίσταται ένα νέο πρόσωπο, αλλά το πρόσωπο του Υιού του Θεού που προϋπήρχε άρχισε τώρα να ζει όχι μόνο με θεϊκό αλλά και με ανθρώπινο τρόπο ύπαρξης. Έτσι η Παρθενική Γέννηση αντανακλά την αιώνια προΰπαρξη του Χριστού.
Επειδή το πρόσωπο του ενσαρκωμένου Χριστού ταυτίζεται με το πρόσωπο του Λόγου, η Παρθένος Μαρία δίκαια μπορεί να πάρει τον τίτλο Θεοτόκος. Είναι μητέρα όχι ενός ανθρώπινου γιου που έχει ενωθεί με το θείο Υιό, αλλ’ ενός ανθρώπινου γιου που είναι ο μονογενής Υιός του Θεού. Ο γιος της Μαρίας είναι το ίδιο πρόσωπο με το θείο Υιό του Θεού κι έτσι, χάρη στην Ενσάρκωση, η Μαρία είναι πραγματικά «Μητέρα του Θεού».
Αν και δεν δέχεται το Λατινικό δόγμα για την άμωμη Σύλληψη, η Ορθοδοξία στη λειτουργική της λατρεία καλεί τη Μητέρα του Θεού «άχραντο», «παναγία», «πανάμωμο». Εμείς οι Ορθόδοξοι πιστεύουμε ότι μετά το θάνατό της αναλήφθηκε στον ουρανό, όπου τώρα κατοικεί- με το σώμα της, και με την ψυχή της- μέσα σ’ αιώνια δόξα με τον Υιό της. Για μάς είναι «η χαρά πάσης της κτίσεως» (Λειτουργία του Μ. Βασιλείου), «άνθος του ανθρώπινου γένους και πύλη του ουρανού» (Δογματικόν του α’ ήχου), «πολύτιμος θησαυρός όλου του κόσμου (αγ. Κύριλλος Αλεξανδρείας). Και μαζί με τον αγ. Εφραίμ το Σύρο λέμε κι εμείς:
Εσύ μόνε, ω Ιησού, μαζί με τη Μητέρα σου
είστε ωραίοι με κάθε τρόπο
Γιατί δεν υπάρχει σε Σένα κανένα ψεγάδι, Κύριέ μου,
και καμιά κηλίδα στη Μητέρα Σου.»
Η Παναγία δεν είναι απλώς Παρθένος. Είναι η Παρθένος. Η Αειπάρθενος. Ο άγιος Γρηγόριος ο Νύσσης βλέπει στο πρόσωπο κάθε παρθένου το τέλος της κυριαρχίας του θανάτου. Και πραγματικά ο θάνατος που κληροδοτείται από τον γενάρχη στους απογόνους του σταματά κάθε φορά στο σώμα του ή της παρθένου. Έτσι το παρθενικό σώμα γίνεται το τέλος της διαδοχής των θανάτων που άρχισαν από τον πρώτο άνθρωπο και έφθασαν ως αυτό. Ο Χριστός, ως Υιός της Παρθένου που δεν έχει φυσικό απόγονο, είναι η καινή κτίση.
Η παρθενία ως απλή βιολογική κατάσταση δεν έχει καμιά θεολογική ή σωτηριολογική σπουδαιότητα. Η παρθενία της Παναγίας δεν είναι απλή βιολογική, αλλά καθολική ψυχοσωματική κατάσταση. Είναι η κατάσταση της πλήρους και καθολικής αναφοράς στο Θεό. Είναι το ήθος της. Η Παρθένος δεν κατέχει τίποτα για τον εαυτό της. Δεν κατέχεται από τίποτα και από κανένα, αλλά προσφέρει τα πάντα και τον εαυτό της εξολοκλήρου στο Θεό: «Ιδού η δούλη Κυρίου, γένοιτό μοι κατά το ρήμα σου». Έτσι ολοκληρώνεται η παρθενία. Διαφορετικά δεν έχει καμιά ιδιαίτερη άξια. Άλλωστε και η Εύα που οδήγησε τον κόσμο στην πτώση ήταν παρθένος. Ως παρθένος συνέλαβε τη συμβουλή του διαβόλου και γέννησε την παρακοή και το θάνατο. Η Παναγία όμως με την απόλυτη εμπιστοσύνη και υπακοή της στο Θεό γέννησε το Χριστό που έφερε στον κόσμο τη σωτηρία και την ανακαίνιση. Γι’ αυτό δίκαια την μακαρίζει η απλή γυναίκα του λαού, λέγοντας προς το Χριστό: «μακαρία η κοιλία η βαστάσασά σε και οι μαστοί ους εθήλασας» [«Εγένετο δε τω λέγειν αυτόν ταύτα επάρασά τις γυνή φωνήν εκ του όχλου είπεν αυτώ∙ μακαρία η κοιλία η βαστάσασά σε και οι μαστοί ους εθήλασας.» (Λουκάς, ια΄, 27)]
Η Παναγία είναι σήμερα για εμάς ό,τι ήταν η Μητέρα Θεά για τους αρχαίους. Η Μητέρα θεά είναι εκείνη που βοηθάει και τους αμαρτωλούς να σωθούν, είναι η Θεά με την απέραντη αγάπη και την άπειρη συγχώρεση, η Θεά που γνωρίζει τα πάθη και τους πόνους των θνητών ανθρώπων και γι’ αυτό μεσιτεύει για ελάφρωση του πόνου. Η Παναγία είναι η Μητέρα όλων των ανθρώπων!
Κλείνουμε αυτό το αφιέρωμα στη χάρη της με ένα ποίημα με τίτλο “Οι δύο Μητέρες”:
« Με αργό το βήμα η Παναγιά, με αμέτρητο τον πόνο
την νύχτα από τον Γολγοθά κατέβαινε με μόνο
τον Ιωάννη πλάι της μες στο σκοτάδι εκείνο
και οι πέτρες ανατρίχιαζαν στον μυστικό της θρήνο.
Γύρω, τριγύρω σιγαλιά, βουβός είναι ο δρόμος
θαρρείς τον κόσμο νέκρωσε κάποιος μεγάλος τρόμος.
Και όσο βαδίζουν σαν σκιές στα άχαρα εκείνα μέρη
και μοιρολόγια η Παναγιά τα πιο όμορφα που ξέρει τα λέει
και ο αντίλαλος από όπου και αν διαβαίνει
κάθε λουλούδι τρυφερό που βρίσκεται μαραίνει.
Πώς να μην κλάψει που ‘γινε για αυτήν σκοτάδι η μέρα;
Κ’αν είναι Αυτός θεάνθρωπος, εκείνη είναι μητέρα.
Και να που ακόμη μια φωνή την ερημιά ταράζει.
Αχ,τι φωνή λυπητερή. Ποιος και γιατί στενάζει;
Ποιος σαν Αυτή άλλος πονεί και μοιρολόγια λέγει
μη του παιδιού της το χαμό και άλλη μανούλα κλαίει;
Ναι, κάποια μάνα είναι αυτή,
που μονάχη στην άκρη απαρηγόρητα θρηνεί και χύνει μαύρο δάκρυ
Και τούτη σαν τη Μαριάμ, τον γιό της έχει χάσει
και δεν μπορεί τέτοιο κακό ποτέ να το ξεχάσει.
Η Μαριάμ τον Ιησού τον είδε σταυρωμένο
και τούτη είδε τον γιόκα της στο δέντρο κρεμασμένο
Και κλαίει, μα το κλάμα της δεν συγκινεί κανέναν,
νιώθει όμως τον πόνο της η Παναγιά η Παρθένα,
που την ακούει τραβά και πάει να την γνωρίσει
λόγια αγάπης να της πεί, να την παρηγορήσει
Με ένα γλυκό χαμόγελο συμπόνοια γεμάτο
μάνα της κράζει, δύστυχη μη σέρνεται εδώ κάτω.
Δεν είσαι μόνη που έχασες το φώς των ματιών σου,
είμαι κ’εγώ, μην δέρνεσαι ποιος ήταν πες μου ο γιός σου;
Και αυτή δειλά, σαν ένοχος της απαντά:
αδελφή μου, Ιούδας ονομάζεται το σπλάχνο το παιδί μου.
Μόνο μια μανα μόνο αυτή, σε όλο τον κόσμο ξέρει
ποιο κοφτερό νιώθει βαθιά στα σπλάχνα της μαχαίρι
Στους πέντε δρόμους ρίχτηκα, παιδί μου σαν ζητιάνα,
Αχ κάλλιο να μην έσωνα Θεέ να γίνω μάνα
Η Παναγιά κατάλαβε, τον γιό της τον γνωρίζει
μα σαν μητέρα του Χριστού, δεν φεύγει, δεν γογγύζει.
Τον δικό της τον καϋμό ξεχνά την ώρα εκείνη
και για τη μάνα τώρα αυτή τα δάκρυά της χύνει
Σκύβει και την ασπάζεται, χαιδεύει τα μαλλιά της,
και την κρατάει με στοργή πιστά στην αγκαλιά της
Της λέει λόγια της καρδιάς και την γλυκομερώνει,
της δίνει θάρρος, δύναμη και απάνω την σηκώνει.
Έλα και μείνε σπίτι μου την νύχτα να περάσεις,
εκεί και οι δυό τον πόνο μας, τον μητρικό να πούμε,
το δάκρυ μας να σμίξουμε και να προσευχηθούμε.
Η μια στης άλλης το πλευρό σκυφτές συλλογισμένες,
οι δυό μανάδες περπατούν αδελφαγκαλιασμένες.
Ο Ιησούς που στον Γολγοθά κρεμάται έδωσε τέτοια εντολή:
Αλλήλους ν’ Αγαπάτε! »
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου