“Ούτις”
Είμαι, που λέτε, αραγμένος στη πολυθρόνα, μέσα στη καφετέρια- μη μας πάρει κανένα μάτι και πέσει κανένας κεσές με στραγγιστό γιαούρτι- και πίνω το φρεντοτσίνο μου με τις δέκα ζαχαρίνες. Απέναντι κάθεται το «πρόσωπο» και πίνει τη φραπεδιά του. Σκέτη, αυτό, για να μη χαλάσει τη σιλουέτα του. Εγώ με τη γυμναστική, το κανό, το κολύμπι, το ποδήλατο και το αεροπλάνο Αμερική- Ελλάδα, Ελλάδα- Αμερική, κάνω πολλές καύσεις και διατηρώ το στυλάκι μου. Πάνω που φέρνω το ποτήρι στο στόμα και δοκιμάζει τη γεύση πρώτα η μουστάκα μου, τσουπ, σκάει μύτη ο νεαρός. Έμεινα κάγκελο κι έπαθα φρεντοτσινοαναρρόφηση με το που τον είδα να βγάζει από την κωλοτσέπη το κινητό. Ρε φούστη μου- έτσι το λέμε εμείς στη Φάτρα, όπου οι μινάρες με ψήφισαν και μ’ έβγαλαν βουλευτή- με πήρε χαμπάρι το κω@όπαιδο και θα στείλει μήνυμα να μαζευτούν και τα άλλα τα πρωκτόπαιδα να μου κάνουν καζούρα. Θα έχει μάθει ότι το πρώτο μάθημα στο Harvard ήταν ντιπ για ντιπ αποτυχία. Ρε, γ@μώ την ατυχία μου, τρεις κι ο κούκος ήσαν οι ακροατές μου. Μετρημένοι στα δάχτυλα του ενός χεριού, γιατί με το άλλο μου έριχναν φάσκελα για όσα τους έλεγα. Εγώ ίδρωνα, ξεΐδρωνα και σαρδαμάριζα να τους αναλύω την οικονομική κρίση στην Ευρώπη και αυτοί με είχαν γραμμένο. Και δε φτάνει που δε με πρόσεχαν, γιατί ήταν καρφωμένοι στο ντεκολτέ ενός 22-χρονου μανουλομάνουλου που σκανδάλιζε και τον άγιο Ονούφριο- Βαγγελίστρα μου τι μπαλκόνια χωρίς σουτιενοστηρίγματα ήσαν αυτά!- αλλά μασούσαν και τσίχλα σαν κατσίκια. Πάνω που ήμουν έτοιμος να τσιρίξω να με προσέξουν, χτύπησε το κουδούνι κι έτρεξαν ξωπίσω της, άλλος να της προσφέρει coca cola κι άλλος κουκουφρίκες. Κι εγώ έμεινα με το…iPad στο χέρι…
Θα ‘ταν σκέτη ξευτίλα να με πάρουν στο μεζέ κάποια λαϊκά αλάνια, εμένα, που με πόση διαφήμιση με πάσαραν για καθηγητή. Όχι, ρε πισωγλέντη μου, αυτό δε θα το ήθελε ούτε η Γιάννα η Αγγελοπούλου, η ευγενική χορηγός μου. Γιατί αυτή, ρε βλίτα, πλερώνει το καθηγητικό μου μεροκάματο.
Και που λέτε, τότε βλέπω το στραβάδι να ζουμάρει και να φωτογραφίζει το αυτοκινητάκι μου! Το μονάκριβό μου lexus, που το είχα παρκάρει πάνω στο πεζοδρόμιο. Ακούς, ρε, θράσος το τσογλάνι! Φωτογραφία το μικρό μου αυτοκινητάκι με φόντο το πεζοδρόμιο!
Η συνέχεια >>> εδώ …
Τι; Απαγορεύεται το παρκάρισμα στο πεζοδρόμιο; Δε μας χ@ζεις, ρε Νταλάρα. Αυτά είναι για το λαό. Οι νόμοι του κράτους δεν ισχύουν για ‘μας, τους βουλευτές. Πολύ περισσότερο αν έχουμε παίξει- έτσι όπως παίζαμε το «πινακωτή – πινακωτή, από τ’ άλλο μου τ’ αυτί, γιατί ειν’ η μάνα μου κουφή»- το ρόλο του πρωθυπουργού. Το απόδειξε και ο Βαγγέλας ο βουβαλοκαθηγητής από Βαρδάρη μεριά, που ‘χε το CD της ξυλόκοτας της Λαγκάρντ ξεχάσει στο βάθος του συρταριού του. Σιγά, ρε, που ο ιπποπόταμος, χαμένος στα εκατομμύρια ευρώπουλα που έχει, θα έδινε σημασία σε ένα ξευτιλισμένο CD, που δεν αξίζει ούτε μισό ευρώ. Αυτός, ρε λεβεντομ@λάκες ψηφοφόροι μας, είναι για μεγάλα πράματα.
Βιαζόμουν, το λοιπόν, να δω το «πρόσωπο». Και παρκάρισα το αυτοκινητάκι μου στο πεζοδρόμιο. Γιατί, ο πρώτος μεγαλομ@λάκας Έλληνας ήμουν; Οι μισοί Έλληνες γουστάρουν να καβαλάνε πεζοδρόμιο. Ιδίως αν είναι εκλεγμένοι. Στον κόσμο, τώρα με την κρίση, του κόπηκε η όρεξη για φιστίκι….. Αιγίνης, και για εκτόνωση καβαλάει πεζοδρόμια. Σάματις, του αφήσαμε λεφτά για το πάρκιγκ; Γυάλιζε, που λέτε, στη λιακάδα το lexus μου και ο τσόγλανος το ζήλεψε. Το μικρό μου αυτοκινητάκι, που το πήρα με τον ιδρώτα του προσώπου μου. Είναι συκοφαντίες ότι έβγαλα παρά με ουρά βάζοντας την Ελλάδα στο ΔΝΤ και πως η οικογένειά μου κέρδισε πολλά από τη σκόπιμη πτώχευσή της. Αυτά τα λένε κάποιες κατίνες που δε τζογάρανε όπως εμείς. Να ‘ναι καλά αυτό το παλληκάρι ο Γιώργης ο Παπακωνσταντίνου, ο βαψομαλλιάς ντε, που εκτέλεσε κατά γράμμα όσα του είχα πει. Ίδρωσα, το λοιπόν, να ξεπουλήσω την Ελλάδα, και πήρα το κατιτίς μου. Με τον ιδρώτα μου πήρα το κωλάμαξο, όπως ο ντάντυ μου πήρε το κωλόσπιτο στην φαρδοκάπουλη νταρντάνα τη Μιμίκα. Και πάει το τζόβενο να φωτογραφίσει το car μου. Όχι, ρε φούστη μου! Και μετά να κυκλοφορήσει στο ρημάδι το ίντερνετ και να το έχει μπροστά της η κάθε θείτσα και ο κάθε μπάρμπας, που τους κόψαμε τη σύνταξη, και να το αναθεματίζουν ή να το φασκελώνουν και να πάθω κανένα ατύχημα; Προληπτικός δεν είμαι. Προληπτικό με έκανε η κακούργα η ζωή. Εγώ να σας σώσω ήθελα. Μα η μάδερ μου δε με άφησε. «Έχεις αδέλφια, Τζέφρυ» μου είπε κουνώντας το δάχτυλο. «Που θα τα αφήσεις, έτσι ανεπάγγελτα που είναι;» Και έτσι για να βολέψω την οικογένεια, ξεπάστρεψα έναν λαό. Κι αφού όλοι με αναθεματίζουν, έγινα προληπτικός. Η μάμυ μου έδωσε να έχω στον κόρφο μου και ένα φυλακτό. Εβραϊκό! Αλλά τι σχέση έχει; Κι εσείς οι Χριστιανοί το δικό μας Θεό, το Θεό των Εβραίων, δε λατρεύετε;
Τα ‘χασα, μόλις είδα να φωτογραφίζει το μάι καρ. Φαίνεται πως το κατάλαβε το «πρόσωπο», γιατί η μούρη μου είχε αποκτήσει το ίδιο χρώμα με το μαλλί μου. Το «πρόσωπο», ήταν η μανικιουρίστρα της Άγγελα. Είχε έρθει πιο μπροστά στην χώρα μας για να δει που θα στήσει τα μπιχλιμπίδια της με τα οποία θα έφτιαχνε τα νύχια της Μέρκελ. Η Άγγελα τα ήθελε σε ειδικό σχήμα, ώστε όταν συναντήσει τον Κάρολο- την βουβή προεδράρα, ρε- στο ταξίδι στην Ελλάδα, και της πιάσει την κουβέντα για τον πόνο και τις θυσίες των Ελλήνων, εκείνη να «το» ξύσει. Αλλά να μη «το» ματώσει και γράψουν οι κωλοφυλάδες: «Η Μέρκελ μάτωσε για την Ελλάδα». Γιατί πρέπει να φαίνεται σκληρή στους Γερμαναράδες!
Το «πρόσωπο» ήθελα να μεσολαβήσει, και να της ψιθυρίσει δυο φωνήεντα- έστω και γερμανικά σύμφωνα- λιμάροντας τα νύχια της Άγγελα, για να μη πιστέψει τη λίστα της Λαγκάρντ. Αν ήταν γραμμένο το όνομά μου, δεν ήμουν εγώ, αλλά ο Φούφουτος. Πάνω, το λοιπόν, που την έψηνα, σκάει μύτη ο τσόγλανος με το κινητό. Τότες το «πρόσωπο» μου έβαλε την ιδέα να καθαρίσουν οι φουσκωτοί μου- δυο ντερέκια, νααα!, σαν μπουλ ντόγκ. Έτσι έκαναν στην πατρίδα του «πρόσωπου» εκείνοι με τον αγκυλωτό σταυρό. Αμέσως το ‘πιασα. Δεν είμαι,δα, και τόσο μ@λάκας. Δίνω, το λοιπόν, διαταγή να εξαφανίσουν τη φωτογραφία ή το τσογλάνι. Κι αυτούνοι έτρεξαν πρόθυμοι, σαν το Γιωργάκη τον βαψομαλλιά και τον Μπεγλίτη- τον κοπρίτη που έστησε κοτζάμ πραξικόπημα για μένα. Έριξαν την άγρια ματιά στο νιάνιαρο, κι αυτό έκλασε έριον αμνού. Του είπαν τη φωτογραφία ή θα σε βρουν σε χαντάκι ν’ αγναντεύεις τ’ ανάσκελα τον ουρανό με τ’ άστρα. Κι αυτό μόλις τα είχε τσουγκρίσει με την γκόμενα, οπότε δε γούσταρε ρομαντιλίκια με άστρα και άνθη του αγρού, οπότε έδωσε το κινητό και… ντιλήτ η φωτό!
Μπράβο στα φουσκωτά. Το ξέρουν καλά το μάθημά τους. Έτσι, ρε, για να μη μπορεί ο πάσα ένας να φωτογραφίζει το lexus μου.
Πιστεύω όλοι να το πιάσατε. Κανείς δε μπορεί να φωτογραφίζει το lexus μου, χωρίς να μου ζητήσει άδεια εγγράφως. Έτσι και το τολμήσει, τα φουσκωτά μου θα του θυμίζουν πως μ@λάκας μπορεί να είμαι, αλλά δεν είμαι κανένα πιρπιτσόλι για να αφήνω έκθετη την περιουσία μου. Γιατί, γι’ αυτή σας πούλησα στα αφεντικά μου. Από τα λίγα που έμαθα από την ιστορία σας είναι πως αυτή χώρα έβγαλε πολλούς ήρωες, αλλά έβγαλε και κάποιους προδότες. Εγώ, πάντως, ήρωας δεν θέλησα να είμαι… Από την υποθεσούλα με το lexus, πιστεύω, να καταλάβετε γιατί πάμε ντουγρού- χωρίς χειρόφρενο ή ποδόφρενο- για το τρίτο μνημόνιο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου