“Ούτις”
Τρεις μετά τα μεσάνυχτα και ήμουν στον ύπνο τον καλό. Δίπλα μου είχε απλώσει το ατέλειωτο κορμί της η γυναίκα μου η Αγλαΐα- εκατό κιλά και βάλε, σκέτη δαμάλα- και είχε πιάσει τα τρία τέταρτα του κρεβατιού. Εγώ στριμωχτά στο υπόλοιπο ένα τέταρτο, ροχάλιζα σαν τρακτέρι Μπελαρούς του περασμένου αιώνα. Εκείνο, ρε καρντάσια, με τον παπά που ντουμάνιαζε όλο τον κάμπο και έκανε θόρυβο που σε ξεκούφαινε στο χιλιόμετρο. Τότε μεσ’ στον ύπνο το βαθύ ακούω ένα κουδούνισμα. Όχι, ρε π@ύστη μου, σκέφτηκα. Πότε πρόλαβε και ξημέρωσε και χτυπάει το σκ@τοξυπνητήρι να πάω στη κωλ@δουλειά; Ανοίγω το ένα βλέφαρο- γιατί το άλλο ήταν τίγκα στη τσίμπλα- και κλείνω το μηχάνημα του κερατά. Μα αυτούνο συνέχιζε. Τότες κατάλαβα πως ήταν το τηλέφωνο. Ακόμη δεν είχα προλάβει να φέρω το ακουστικό στο ους και ακούω μια άγρια γυναικεία φωνή να με ρωτάει: «Τι σου έφταιγε, ρε παπάρα, το πουλί μου;» Έλα, Βαγγελίστρα μου, τι είχα εγώ με το πουλί της γυναικός; Εγώ είχα να δω πουλί ξένης γυνής είκοσι χρόνια, από τότε που παντρεύτηκα. Καθότι την Αγλαΐα μου την έχω κορώνα στο κεφάλι. Και της Αγλαΐας μου το βλέπω στη χάση και στη φέξη, γιατί από μικρός πήγαινα κυκλάμινα, κατηχητικό και μετά έγινα πρόσκοπος και είχα αρχές. Δε μου πήγαινε να ερωτοτροπώ με τη μητέρα των παιδιών μου. Εξάλλου αχάριστος δεν ήμουν. Αναγνώριζα πως το γυναικάκι μου- τι γυναικάκι μου δηλαδής, ο τόφαλός μου- σκοτωνόταν στις δουλειές του σπιτιού. Τρία διαλόπαιδα στα πόδια της, μαγείρεμα, σκούπισμα, σφουγγάρισμα, μπουγάδα, σιδέρωμα και τα υπόλοιπα συναφή, θα ήταν κρίμα κι άδικο να τη πηδάω από πάνω. Α πα, πα. Το είπαμε. Εγώ μεγάλωσα με αρχές. «Ποια είστε, κυρία μου;» ψέλλισα. «Η Ραχήλ είμαι, ρε μινάρα Καλαντζή, και άλλη φορά να μην ασχοληθείς με μένα γιατί θα τη βρεις από Κοζανίτισσα!» Και ντρουπ, μου το ‘κλεισε. Αυτή μου ‘κλεισε το τηλέφωνο κι εγώ δεν έκλεισα μάτι. Ρε, πια να ‘ναι; Ποια άγρια γκόμενα μου ‘χε συστηθεί σαν Ραχήλ; Και γιατί θα ‘πρεπε να ‘μουν εγώ ο Καλαντζής; Και που το βρήκε η τζοχαδιασμένη γυνή το τηλέφωνό μου; Όσο κι αν πίεζα την κούτρα μου, απάντηση δε μου ερχόταν. Ήταν που σφύριζε σαν παλιοσειρήνα από φάμπρικα και η Αγλαΐα. Που να συγκεντρωθώ… Α ρε Θεούλη, τι το ‘θελες τότες και πήρες το παΐδι μας κι έφτιαξες τη γυνή; Δε το ‘ριχνες καλύτερα στα σκυλιά να μας κουνάνε εσαεί την ουρά; Καθότι ο Γιαννάκης ο Πάριος, που το σπούδασε το θέμα της γυνής, και έφαγε καζάνια τη χυλόπιτα, δικαίως είπε το σοφόν άσμα: «Πιο καλή η μοναξιά…»
Η συνέχεια >>> εδώ …
Το λοιπόν, πέρασε, φιλάρες, η μέρα και το βράδυ που σερφάριζα στο ιντερνέτι, έμαθα για την παρατήρηση που έκανε ο μούσιας ο αντιπρόεδρος της Βουλής στο κορίτσι από την Κοζάνη, τη Ραχήλ τη βουλευτού. Ήρθε, ρε καρντάσια, το καλοκαιράκι και το ξανθό γυναικάκι φόρεσε κάτι το ελαφρύ. Μια πρασινούλα φουστίτσα- βεραμάν τη ‘γράψαν οι μπλογκεράδες, που είναι γνώστες της μοδός- κι ένα μπλουζάκι μούρλια. Έριξε πίσω το ξανθό μαλλί και με τον αέρα της ωραίας γκόμενας το λάλησε το λογύδριο από το βήμα της βουλής. Ο αντιπρόεδρος, αντί να προσέξει το λόγο της Ραχήλης- καρφώθηκε στο μπλουζάκι. Ρε π@ύστη μου, ένα λευκό νεανικό μπλουζάκι ήταν. Καθότι η Ραχήλ δεν είναι καμιά γριέτζω. Ωραίο γυναικάκι είναι, δίμετρο και με αλφαδιασμένο κορμί. Απ’ αυτά που θέλεις να κυκλοφορείς και να καμαρώνεις σα γύφτικο σκεπάρνι. Μια σαραντάρα που βάζει κάτω εικοσάρες. Σαράντα ατόφια καράτια γυκαικοδιαμάντι. Και ο μούσιας καρφώθηκε στη στάμπα που ‘χε το μπλουζάκι. Μια γυναίκα ήταν σταμπωτή στο κέντρο και ένας πολύχρωμος παπαγάλος στο αριστερό μέρος- αν κι ο Πανούλης ο Καμμένος, ο αρχηγός των Ανεξάρτητων Ελλήνων, είναι δεξιάς απόκλισης και καταγωγής. Ταραχή έπαθε ο αντιπρόεδρος μόλις αντίκρισε το πουλί και ό,τι διαγραφόταν πίσω από το πουλί. Αυτό το τορνευτό, το στητό… «Μανάρα μου» ψιθύρισε και αναψοκοκκίνισε. Αλλά βαστήχτηκε για να μη κάνει απλή αντικατάσταση του πρώτου «α» με το δίφθογγο που επαναλαμβάνεται στη γεμάτη γλύκα λέξη «μουστοκούλουρο». Για να κρύψει τη μεγάλη του ταραχή ο Γιώργης ο Καλατζής είπε τη μεγάλη παπαριά: «Πρέπει να είμαστε ιδιαίτερα προσεκτικοί τώρα που έχουμε… θέρος και μας παρακολουθούν».
Γιατί, ρε αντιπρόεδρε, τι το κακό έχει το θέρος; Αν δεν μπορείς να παρακολουθήσεις βάλε αντηλιακό στα μάτια σου ή παρωπίδες. Άσε εμάς, που μπορούμε να παρακολουθούμε. Και παρακολουθούμε χωρίς να πάρουμε δραμαμίνες! Καθότι απόγονοι των αρχαίων Ελλήνων μας αρέσουν τα χυτά κορμιά, τα αγαλματένια. Έστω κι αν φοράνε μπλουζάκια με πουλιά! Γιατί τα πουλιά εξάπτουν ακόμη και το Γιώργη τον Τράγκα, που είχε καλεσμένη τη Ραχήλ προχτές στην εκπομπή του και ξεφώνιζε με την αγριοφωνάρα του: «Νάτο, νάτο το πουλί»! Και νααααα ζουμάρισμα στο πουλί, και το κορμί της Ραχήλης, που καμάρωνε κι έριχνε σφήνες τις ατάκες. Εκεί μάθαμε πως η Ραχήλ έχει αδυναμία στα πουλιά. Και η φαντασία μας οργίαζε στο υπονοούμενο: «Μου αρέσουν τα πουλιά, με στάμπες...» Ο Γιώργης, η δημοσιογραφάρα θεατρίνος, μας επιβεβαίωσε ότι η βουλευτίνα από τη Κοζάνη, με ταπεραμέντο από Λωζάνη- θα μου πείτε: τι Κοζάνη, τι Λωζάνη, χιόνια η μια, χιόνια κι η άλλη- δεν περνάει απαρατήρητη. Είναι σέξυ, έχει υπέροχο χαμόγελο και ποδάρες δίμετρες. Η ιδανική περίπτωση, καρντάσια μου, για κάμα σούτρα. Όλα τα παραδέχτηκε η διμετροπόδαρη ξανθιά. Ακόμη κι ότι την άρπαξαν από το πουλί!...
Η Ραχήλ αναζήτησε επίμονα τον Καλαντζή να της δώσει εξηγήσεις. Τότε, ρε, θα ήταν που με πήρε μεσάνυχτα τηλέφωνο. Μπερδεύτηκαν, φαίνεται, οι τηλεφωνικές γραμμές. «Ψάχνω τον κ. Καλαντζή αυτή τη στιγμή να μου απαντήσει εάν το dress code της Βουλής δεν επιτρέπει τα πουλιά. Εκτός φυσικά κι αν θεωρούν το μπλουζάκι μου, που δείχνει έναν παπαγάλο, φονικό όπλο» είπε η Κοζανίτισσα μετά τη φάση της βουλής. Μα είναι να το ρωτάς, μανάρι μου; Το μπλουζάκι σου είναι φονικό όργανο! Ιδίως ό,τι είναι κάτω από το μπλουζάκι! Καθότι έχεις κορμί ισοδύναμο με μπόμπα πυρηνική! Μπουρλότο σκέτο…
Αλλά το Ραχηλάκι έχει και στόμα μπουρλότο. Κάθε τόσο βρίσκει και πυρπολεί συναδέλφους της στο γυαλί της ΤV-ούλας. Ο Άδωνις ο τσιριχτοφωνούλης έγινε στάχτη. Πλακώθηκε και με τη Βούλτεψη της Ν.Δ-ούλας πριν από καιρό κι έγινε στη βουλή της Πόπης- ή κομψότερα «της επί χρήμασι εκδιδομένης γυναικός το σιδηρούν κιγκλίδωμα». Ξεκατινιαστήκανε! Αυτό το χαμογελαστό στοματάκι και τι δεν είπε! Κι άκου, ρε π@ύστη μου τι της απάντησε η παλιοπαντόφλα η Βούλτεψη: «Άι σιχτίρ, ρε παλιοτσόκαρο». Παλιοτσόκαρο, ρε, η Ραχήλ η θεά; Μα καλά, από πότε έχει να τη δει την παλιοπαντόφλα οφθαλμίατρος; Αλλά, ρε καρντάσια, αυτές οι ξανθές δε χωνεύουν η μια την άλλη. Η ξεσταχιασμένη ξανθιά της Ν.Δ-ούλας έχυσε όλο το δηλητήριο στη ξανθιά της ΑΝ. ΕΛ-ούλας. Η οχιά τα ‘βαλε με το μικρό φιδάκι τη Ραχήλ.
Ναι, που λέτε. Με τσόκαρα και με πουλιά ασχολούνται εκεί στο ξεπεσμένο ναό της ρημαγμένης δημοκρατίας. Γι’ αυτό μας έχει πάρει και μας έχει σηκώσει ο βελζεβούλης! Και μετά απορούμε: πώς φτάσαμε εδώ; Εμείς οι σοβαροί πολίτες με τους επάξιους αντιπροσώπους μας…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου