Ούτις
«Ο Μάιος μας έφτασε, εμπρός βήμα ταχύ
«Ο Μάιος μας έφτασε, εμπρός βήμα ταχύ
και την Ελεωνόρα έπιασε μεγάλη ταραχή»
Αν ήταν να ξαναματατραγουδήσει, καρντάσια μου, ο Λευτεράκης ο ΛεΠας το ταρακουνιαστικό του μεγαλούργημα “Ταραχή” θα το άλλαζε ριζικά. Θα έβαζε μέσα στους στίχοι του άσματος μια μεγάλη δόση από π@ύτσες και μπάμιες σαρακοστιανές, για να πιάσει λίγο από τη Μεγαλοβδομαδιάτικη ταραχή της Ελεωνορίτσας της τηλεβιζιοβυζοδείχτρας. Που η λυσσάρα δε βάσταγε από νηστεία Μεγαλοβδομαδιάτικα, και μας έκανε τη μεγάλη αποκάλυψη: «Εγώ, μάτια μου, τις π@@@ς δεν τις τουιτάρω, τις τρώω». Που παναπεί, ρε π@ύστη μου, ότι δεν τις σωτάρει πρώτα. Τις γουστάρει ωμές! Η κατά τα μάλα παράληψη ήταν, που δεν μας ξεκαθάρισες, ξανθοκοντοκουρεμένο και μεγαλομπαλκονάτο κορίτσι μου, αν τους αφαιρείς τις φλούδες, όπως κάνουν τα νοικοκυρεμένα τεκνά στις μπανάνες, ή τις τρως με τα φλούδια. Έμεινε και κάτι ακόμα αδιευκρίνιστο: γουστάρεις και σως για να γλυστράνε, ή έτσι στο αλάδωτο για να πονάνε; Γιατί περί ορέξεως, κολοκυθόπιτα. Τη συνταγή να τη δίνεις ολοκληρωμένη, όπως ο Στέλιος ο Παρλιάρος στις γλυκονοστιμιές του. Μη μας αφήνεις να το παίζουμε ο υπαστυνόμος Μπέκας για να εξιχνιάσουμε τα γούστα σου.
Της Ελεωνόρας, που οι κολλητοί της τη φωνάζουν Μπάμπη- μόνο που, ρε καρντάσια, δεν μας το ‘κανε λιανά, Μπάμπης ο σιδεράς, Μπάμπης ο υδραυλικός ή Μπάμπης ο βουλκανιζατέρ- δεν της γουστάρουν οι παρλαπίπες. Η τορνοβυζαρού, με τον Όλυμπο από δεξιά και τον Κίσσαβο από αριστερά και στη μέση το φαράγγι του Βίκου, θέλει σταράτες κουβέντες. Στρογγυλές σαν ρουτούβες ή σαν τον πισινό της κότας, που κάνει στρογγυλά αυγά, όπως αυτά που βάφουν οι νοικοκυρές τη Μ. Πέμπτη. Ήταν, που λέτε ρε καρντάσια, κάτι σιγανοπαπαδιές- που ήξεραν, όμως, πως το τρίβουν το πιπέρι- και για να πνίξουν τη μουριέλα τουιτάρανε για μόρια και αιδοία- δε λέω κακά λόγια, να μη μου βάλει η γιαγιά μου μαύρο πιπέρι στο στόμα και βουρδουλιάσω. Και επειδής η Μελέτη το είχε μελετήσει το θέμα από τότες που ήταν μαθήτρια και το ‘κανε σκασιαρχείο για να της δείξουν πώς το πνίγουν το κουνέλι, τους έγραψε:
Η συνέχεια >>> εδώ …
«Ε κοριτσια, εσεις που τουιταρετε για π….ες κ μ….. Σαν να ειστε αγορακια, ειστε χειροτερες κ απο μενα που οι φιλοι με φωναζουν μπαμπη.» Της την πέσανε, το λοιπόν, κάτι ξενέρωτοι και την είπαν σεμνότυφη. Φρικάρισε το Ελεωνοράκι- ρε π@ύστη μου, να την πουν αυτήν σεμνότυφη, που ήταν μανούλα στα Καλυβιώτικα αγγούρια- κι απάντησε: «@kanekos69 καθολου σεμνοτυφη καλε μου. Εγω τις π@@@@ς δεν τις τουιταρω. Τις τρωω!» Κι εκείνος ο μαλ@κας ο Κανέκος αυτό 69 τι το ‘θελε. Της άνοιξε την όρεξη!
Ναι, ρε αλάνια, το απελευθερωμένο το Ελεωναράκι δεν είναι σεμνότυφο και τα εν οίκω τα βγάζει στο παζάρι του ίντερνετ. Τουτέστιν εν δήμω. Μάθε, κόσμεεεεε. Όλα στη φόραααααα! Και γιατί να το κρύψει άλλωστε- όπως λέει και ο Κώστας ο γκαντέμης, το κοπέλι των 95 Μαΐων από τα Χανιά τση Κρήτης- το τι περιλαμβάνεται στο ημερήσιο μενού της; Σήμερις, όσα περισσότερα μάθει ο σεξολιμασμένος λαός για το τι αρπάζει η κάθε φυσική ή βαμμένη ξανθιά, που πουλάει μούρη στα πρωινάδικα, τόσο ανεβαίνει η ταρίφα της με τους καναλάρχες, που έχουν αναλάβει τη μόρφωση του ξεπουπουλιασμένου πόπολο. Και να αυτές, μόστρα μπουτάκι, βυζάκι, κωλαράκι και μαλ@κία με τη σέσουλα. Αθέμιτος ανταγωνισμός, καρντάσια μου, στα τσοντοκάναλα, όπως τα λέει ο Λιάκος, ο ομορφάντρας Χρυσαυγουλίτσας. Κι όλα αυτά για ν’ ανέβει η τηλεθέαση. Μα το μόνο που ανεβαίνει είναι η πίεση του παππού του Αγησίλαου, που χουφτώνει με νόημα τη γιαγιά την Αγλαΐα. Γιατί το “μαραμένο” του παππού Αγησίλαου δεν ανεβαίνει ούτε με τον σούπερ γερανό της Cosco, που ξεφορτώνει στου Περαία το λιμάνι τα κοντέινερ με τα κινέζικα. Όχι πως το πρωινάδικο γυαλί έχει γίνει ένα μεγάλο απαυτό- εκείνο, μωρέ, που πάνε και ξεχαρμανιάζουν οι μη έχοντες- γιατί όπως έλεγε η γιαγιά μου η καλή, «οι πουτάνες και οι τρελές έχουν τις τύχες τις καλές», αλλά σου πετάγεται το μάτι, μπιμπρρρρ, από τα μεμε-μπουτο- αφαλο-ρωγοκαλιστεία των ξανθιών παρουσιαστριών με τα λοιπά γυναικεία και ανδρικά πισωγλέντικα παρελκόμενα και κουφαίνεσαι από τα γκαβά που ξερνάει το στοματάκι τους. Εκεί μάθαμε πως το Ελεωναράκι ήταν κοπανατζού μαθήτρια και έμενε στο σπίτι να ξεσηκώσει τα κόλπα της Ελενίτσας, της άλλης πρωινατζούς, για να της φάει το ψωμί. Κι έτσι, αφού από γράμματα είναι σκέτο βούρλο, δεν απορούμε με τα τούβλα και τους τσιμεντόλιθους που πετάει όταν ανοίξει το στοματάκι το ποικιλόγευστο.
Μετά το ντόρο, η μπαλκονάτη γκόμενα πήγε να μας λογοτριπλάρει. Τι σου είναι, ρε π@ύστη μου, αυτό το τουίτερ. Ακόμη κι εξηγήσεις δίνει. «Μια γελοια συζητηση που κανω πριν πεσω για υπνο απλα για να γελασω», είπε. Δηλαδής άλλοι πέρδονται- στο λαϊκότερο αερίζονται εκπέμποντας βροντώδη και δυσώδη καυσαέρια- καρντάσια μου, για να ανακουφιστούν πριν κοιμηθούν, και το Ελεωνοράκι ανακουφίζεται συζητώντας για π@υτσογευσιγνωσία. Άλλο το πρεστίζ εκείνης… Και μετά- αφού μιλήσει για μεστωμένα και ντούρα πουλιά- κοιμάται σαν πουλάκι. Αλλά κάποιοι μινάρες την κράξανε. Οπότε και πάλι, τσουουουπ, στο τουίτερ η μελετημένη περί τα μακρουλά ζαρζαβατικά Μελέτη: «Λοιπον, τελος οι πονηρες κουβεντες.μεγαλη εβδομαδα.νηστεια.οποιος τη συνεχισει σημαινει οτι εχει μπαμια,γι αυτο κ μιλαει ως νηστισιμος.» Κι έτσι από τις π@ύτσες, το ‘ριξε στις μπάμιες. Του ιδίου σχήματος, βεβαίως- βεβαίως, φαγώσιμα αμφότερα, αλλά διαφορετικών διαστάσεων.
Για να μη παρεξηγηθούμε, καρντάσια μου, πως έχουμε μπάμιες και μιλάμε ως νηστίσιμοι, δε γράψαμε μεγαλοβδομαδιάτικα. Καθότι να “την” έχει “μπάμια” ο Έλληνας είναι βρισιά και μέγιστη ξευτίλα. Για μια υπόληψη ζούμε σ’ αυτή τη χώρα και την υπόληψη εμείς οι Ελληνάρες την έχουμε ταυτίσει με ό,τι υπάρχει ανάμεσα στα σκέλη μας. Νομίζω… Τούτος είναι κι ένας λόγος που δεν τα πάμε καθόλου καλά με τον μπαρμπα-Στάθη, επειδής μας έχει πήξει στις εισαγόμενες μπαμίτσες και τις πουλάει σαν ελληνικές. Μην αφοδεύσω δηλαδής, που οι σκοπιανές μπαμίτσες συναγωνίζονται τις μπαμάρες της Κωπαΐδας. Γράφουμε, το λοιπόν, μεταπασχαλιάτικα, κι αφού φάγαμε πετσούλα, γλυκαδάκια, παΐδια και μπουτάκι από ντόπιο αρνάκι μαζί με καλοψημένο κοκορετσάκι. Το αντεράκι στο κοκορέτσι να κρατάει λίγο τη ζούρα του, έτσι για τη νοστιμιά. Η νουνά Στανίση βέβαια δε μας έφερε λαμπάδα από τα Τζάμπο, καθότι ο φιόγκος από την τουαλέτα μπερδεύτηκε στο παλούκι που είχε στερεώσει η θεία Ευτέρπη το σύρμα για τη μπουγάδα. Αλλά δε βαριέσαι. Μπορεί να μας φέρει του χρόνου. Αν μας έχει αφήσει να ζούμε μέχρι τότε η Αγγελικούλα η Μέρκελ, η ορίτζιναλ απόγονος του Αδόλφου με τον κουτσουρεμένο μύστακα. Και μιλήσαμε, βαρυστομαχιασμένοι και ρευόμενοι φιλάρες, για το θέμα που αργά-αργά αφήνουμε τα αρσενικά, και το έχουν ζαχαρώσει τα θηλυκά και τους τρέχουν τα σάλια, ενώ βρέχουν τα ίχνη υφάσματος από το στριγκάκι τους. Το θέμα που περιστρέφεται γύρω απ’ “αυτές” που δεν τουιτάρει η Ελεωνόρα αλλά τις τρώει με τα φλούδια. Αυτές, ντε, που χρησιμοποιούν οι ξανθές του γυαλιού για να κάνουν καριέρα. Γιατί αυτές δεν κάνουν καριέρα κούτσα- κούτσα, αλλά…λούτσα ( εκ του μακροσχήμου ιχθύος λούτσου)- λούτσα…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου