[[ δαμ- ων ]]
Κάποιες φορές οι άλλοι μας κάνουν να νιώθουμε ασήμαντοι, ή το χειρότερο άχρηστοι. Η συμπεριφορά τους απέναντί μας είναι τέτοια, σαν να ήμασταν οι τελευταίοι πάνω στον πλανήτη μας. Το σκυλάκι τους ή το παπαγαλάκι τους έχουν μεγαλύτερη αξία γι’ αυτούς παρά η προσωπικότητά μας. Αρκετές φορές χρησιμοποιούν λόγια απαξιωτικά και μερικές φορές προσβλητικά. Αυτό είναι ικανό για να μας πάρει η κάτω βόλτα. Να νομίζουμε ότι είμαστε ένα σκουπίδι. Ο εγωισμός, η έπαρση αυτών των ανθρώπων μας γεμίζουν πληγές. Πληγές που συνέχεια αιμορραγούν και που δύσκολα επουλώνονται. Κι όσο πιο ευαίσθητοι είμαστε, τόσο πιο περίπλοκη γίνεται η κατάσταση. Μπορεί να μας οδηγήσει ακόμη και στην κατάθλιψη.
Είναι όμως έτσι; Υπάρχουν ασήμαντοι άνθρωποι; Μπορούν να θεωρούνται άχρηστοι;
Ησυχάστε, φίλοι μου. Αυτά είναι λόγια ανθρώπων ρηχών, κομπλεξικών, ανθρώπων με δύο δράμια μυαλό. Γιατί κανένας νουνεχής δεν μπορεί να τραβάει μονοκονδυλιές και να διαγράφει ανθρώπινες ψυχές. Επειδή στο θείο σχέδιο κανένας δεν είναι περιττός, κανένας δεν είναι ασήμαντος. Ψηφίδες είμαστε όλοι στον ανυπέρβλητο πίνακα της δημιουργίας. Κάποιοι είμαστε μικρές ψηφίδες, κάποιοι ποιο μεγάλες. Αν, όμως, λείψει έστω και μια μικρή, φαίνεται το κενό. Υπάρχει μια τρύπα στον θαυμάσιο πίνακα. Κανένας, επομένως δεν είναι άχρηστος και περιττός. Γι’ αυτό ας μη μας κάμπτει η γνώμη του εγωιστή, ας μη μας επηρεάζει η άποψη του κομπορρήμονα. Να επιζητούμε τη γνώμη του μετρημένου συνανθρώπου μας, αυτουνού που γνωρίζει καλά τους ανθρώπους. Γιατί ο καθένας μας είναι μια κρυμμένη αξία. Ένας θησαυρός! Και σε έναν θησαυρό δεν είναι άξιος ο οποιοσδήποτε να εκτιμήσει την αξία του. Ο συνηθισμένος άνθρωπος μπορεί να εκτιμήσει το μπακίρι για χρυσό, κι αντίστροφα το χρυσό για μπακίρι. Θα τον θαμπώσει η γυαλάδα του μπακιριού και θα τον παραπλανήσει το θάμπωμα του χρυσού.
Όταν θέλει κάποιος να μιλήσει για τις θεμελιώδεις πτυχές του ανθρώπου, το καλύτερο που έχει να κάνει είναι να χρησιμοποιήσει μια ωραία ιστορία, μια παραβολή, ένα παραμύθι ή έναν μύθο. Παραβολές χρησιμοποίησε ο Ιησούς στην τρίχρονη διδασκαλία του προς τους ανθρώπους για να τους παρουσιάσει μεγάλες αλήθειες. Κι ανάλογα με τη δύναμη του νου, με την κόψη του μυαλού του, ο κάθε ακροατής έδινε την ερμηνεία που μπορούσε. Έβρισκε το μέρος της αλήθειας που μπορούσε να αντέξει και να κρατήσει στη ζωή του. Μια ιστορία θα χρησιμοποιήσουμε και σήμερα για να ξεκινήσουμε την κουβέντα μας:
Η συνέχεια >>> εδώ …
[[ Υπάρχει μια παλιά ιστορία για ένα παιδί που πήγε να ζητήσει τη βοήθεια ενός σοφού....
«Ήρθα, δάσκαλε, γιατί νοιώθω τόσο ασήμαντος που δεν έχω όρεξη να κάνω τίποτα. Μου λένε ότι δεν αξίζω τίποτα, ότι δεν κάνω τίποτα σωστά, ότι είμαι αδέξιος και χαζός. Πως μπορώ να βελτιωθώ; Τι μπορώ να κάνω για να με εκτιμήσουν περισσότερο;»
Ο δάσκαλος, χωρίς να τον κοιτάξει, του είπε:
«Πόσο λυπάμαι, αγόρι μου. Δεν μπορώ να σε βοηθήσω γιατί πρώτα πρέπει να λύσω ένα δικό μου πρόβλημα. Μετά, ίσως..» και ύστερα από μια παύση συνέχισε : «Αν θέλεις να με βοηθήσεις εσύ, μπορεί να λύσω γρήγορα το πρόβλημά μου και μετά να μπορέσω να σε βοηθήσω.»
«Ε ...;μετά χαράς, δάσκαλε» είπε διστακτικά ο νεαρός, νοιώθοντας ότι τον υποτιμούσαν για άλλη μια φορά και μετέθεταν τις ανάγκες του.
«Ωραία» συνέχισε ο δάσκαλος. Έβγαλε το δαχτυλίδι που φορούσε στο αριστερό του χέρι και το έδωσε στο αγόρι, λέγοντας : «Πάρε το άλογο που είναι εκεί έξω και τρέξε στην αγορά. Πρέπει να πουλήσω αυτό το δαχτυλίδι για να πληρώσω ένα χρέος. Είναι ανάγκη να πάρεις όσο περισσότερα χρήματα μπορείς για αυτό. Και με κανέναν τρόπο μη δεχτείς λιγότερα από ένα χρυσό φλουρί. Πήγαινε και έλα με το χρυσό φλουρί όσο πιο γρήγορα μπορείς.»
Ο νεαρός πήρε το δαχτυλίδι κι έφυγε. Μόλις έφτασε στην αγορά άρχισε να προσφέρει το δαχτυλίδι στους εμπόρους που το κοίταζαν με κάποιο ενδιαφέρον, ώσπου ο νεαρός έλεγε τι ζητούσε γι' αυτό.
Όταν το παιδί έλεγε «ένα χρυσό φλουρί» άλλοι γελούσαν, άλλοι του γύριζαν τις πλάτες και μόνο ένας γέροντας φάνηκε αρκετά ευγενικός για να μπει στον κόπο να του εξηγήσει ότι ένα χρυσό φλουρί ήταν πάρα πολύ για ένα δαχτυλίδι. Θέλοντας να βοηθήσει, ένας του πρόσφερε ένα ασημένιο νόμισμα κι ένα μπακιρένιο τάσι, όμως, ο νεαρός είχε οδηγίες να μη δεχτεί λιγότερα από ένα χρυσό φλουρί κι έτσι απέρριψε την προσφορά.
Αφού προσπάθησε να πουλήσει το κόσμημα σε όποιον συνάντησε στο δρόμο του στην αγορά - και σίγουρα θα ήταν πάνω από εκατό άτομα - παραδέχτηκε την αποτυχία του, καβάλησε το άλογο και γύρισε πίσω.
Πόσο θα ήθελε ο νεαρός να είχε ένα χρυσό φλουρί για να το δώσει στο δάσκαλο και να τον γλυτώσει από το πρόβλημά του. Έτσι, θα έπαιρνε κι αυτός τη συμβουλή και τη βοήθεια του δασκάλου.
Μπήκε μέσα στην κάμαρη.
«Δάσκαλε» είπε, «λυπάμαι. Είναι αδύνατο να τα καταφέρω. Ίσως να μπορούσα να πάρω δύο ή τρία ασημένια, όμως, νομίζω ότι δεν μπορώ να γελάσω κανέναν για την πραγματική αξία του δαχτυλιδιού.»
«Αυτό που είπες είναι πολύ σημαντικό, νεαρέ μου φίλε» απάντησε χαμογελώντας ο δάσκαλος. «Πρέπει πρώτα να μάθουμε την αληθινή αξία του δαχτυλιδιού. Καβάλησε πάλι το άλογο και πήγαινε στον κοσμηματοπώλη. Ποιος άλλος θα ξέρει καλύτερα; Πες του ότι θέλεις να το πουλήσεις και ρώτησέ τον πόσα μπορεί να πιάσει. Όμως, μην του το πουλήσεις όσα κι αν σου προσφέρει. Γύρισε πίσω με το δαχτυλίδι.»
Ο νεαρός καβάλησε το άλογο κι έφυγε πάλι.
Ο κοσμηματοπώλης εξέτασε το δαχτυλίδι στο φως του κεριού, το κοίταξε με το φακό, το ζύγισε και μετά είπε στο παιδί:
«Πες στο δάσκαλο, αγόρι μου, ότι αν θέλει να το πουλήσει αμέσως, δεν μπορώ να του δώσω παραπάνω από πενήντα οχτώ χρυσά φλουριά για το δαχτυλίδι του.»
«Πενήντα οχτώ χρυσά;» φώναξε το παιδί.
«Ναι» απάντησε ο κοσμηματοπώλης. «Βέβαια,, με λίγη υπομονή θα μπορούσαμε να βγάλουμε γύρω στα εβδομήντα χρυσά φλουριά, όμως, αν είναι επείγον ...;»
Ο νεαρός έτρεξε συγκινημένος στο σπίτι του δασκάλου να του πει τα καθέκαστα.
«Κάθισε» του είπε ο δάσκαλος αφού τον άκουσε. «Είσαι κι εσύ σαν αυτό το δαχτυλίδι. 'Ενα πολύτιμο και μοναδικό κόσμημα. Και σαν τέτοιο, πρέπει να σ΄ εκτιμήσει ένας αληθινός ειδικός. Γιατί στη ζωή σου γυρίζεις εδώ κι εκεί ζητώντας να εκτιμήσει ο καθένας την πραγματική σου αξία;»
Και μ' αυτά τα λόγια, έβαλε πάλι το δαχτυλίδι στο μικρό του δάχτυλο του αριστερού του χεριού... ]]
Ο απλός κόσμος, ο όχλος, δεν ήταν σε θέση να εκτιμήσει την πραγματική αξία του δαχτυλιδιού. Ακόμη και οι έμποροι, που έπιαναν στα χέρια τους χρυσά φλουριά, δεν ήσαν σε θέση να εκτιμήσουν την αξία του κοσμήματος. Ούτε μισό φλουρί δεν έδιναν! Ώσπου ήρθε η σειρά του ειδικού, του κοσμηματοπώλη. Η αξία του δαχτυλιδιού ήταν εβδομήντα χρυσά φλουριά. Μπορούσε να δώσει άμεσα πενήντα οχτώ φλουριά, γιατί τόσα είχε πάνω του. Τεράστια, λοιπόν, η διαφορά ανάμεσα στην εκτίμηση του καθημερινού ανθρώπου, του διπλανού μας, και του ειδικού. Όλοι τους είχαν μπροστά τους το ίδιο δαχτυλίδι. Η διαφορά ήταν πως τα κριτήρια της αξιολόγησης ήσαν εντελώς διαφορετικά. Το πλήθος δεν ήξερε, δεν είχε κριτήρια αξιολόγησης. Κι όμως κοστολόγησε την αξία του κοσμήματος. Φυσικά και έπεσε έξω. Μα εντελώς έξω. Γιατί; Γιατί δεν γνώριζε. Δεν είχε την ανάλογη γνώση και την κρίση. Κι όμως, αποτόλμησε να αξιολογήσει. Έστω κι αν υποτίμησε, και μάλιστα οικτρά, το κόσμημα.
Αυτό κάνουμε, δυστυχώς, όταν κρίνουμε «ελαφρά τη καρδία» τους συνανθρώπους μας. Για να κρίνουμε κάποιον θα πρέπει να ξέρουμε σε βάθος τον χαρακτήρα του, το περιβάλλον του, τον τρόπο έκφρασης κι εξωτερίκευσης, την προϊστορία του. Και η προϊστορία ενός ανθρώπου έχει πολύ μεγάλη σημασία. Ας δούμε μια αγιορείτικη ιστορία:
[[ Κάποτε στο Άγιον Όρος ήταν ένας μοναχός που διέμενε στις Καρυές. Έπινε καθημερινά και μεθούσε και γινόταν αιτία να σκανδαλίζονται οι προσκυνητές. Κάποια στιγμή πέθανε και ανακουφισμένοι κάποιοι πιστοί πήγαν στον γέροντα Παΐσιο να του πουν με ιδιαίτερη χαρά ότι επιτέλους λύθηκε αυτό το τεράστιο πρόβλημα.
Ο π. Παΐσιος τους απάντησε ότι γνώριζε για το θάνατο τού μοναχού, αφού είδε ολόκληρο τάγμα αγγέλων πού ήρθαν να παραλάβουν την ψυχή του. Οι προσκυνητές απόρησαν και διαμαρτυρήθηκαν και κάποιοι προσπαθούσαν να εξηγήσουν στον γέροντα Παΐσιο γιά ποιόν ακριβώς μιλούσαν, νομίζοντας ότι δεν κατάλαβε ο γέροντας.
Ο γέροντας Παΐσιος τους διηγήθηκε:
«Ο συγκεκριμένος μοναχός γεννήθηκε στη Μ. Ασία, λίγο πριν την καταστροφή όταν οι Τούρκοι μάζευαν όλα τα αγόρια. Για να μην το πάρουν από τους γονείς του, αυτοί το έπαιρναν μαζί τους στο θερισμό και για να μην κλαίει, του έβαζαν λίγο ρακί στο γάλα για να κοιμάται. Ως εκ τούτου μεγαλώνοντας έγινε αλκοολικός. Κάποια στιγμή και μετά από αποτρεπτικές απαντήσεις από διάφορους γιατρούς να μην κάνει οικογένεια, ανέβηκε στο Όρος και έγινε μοναχός. Εκεί βρήκε γέροντα και του είπε ότι είναι αλκοολικός. Του είπε ο γέροντας να κάνει μετάνοιες και προσευχές κάθε βράδυ και να παρακαλεί την Παναγία να τον βοηθήσει να μειώσει κατά 1, τα ποτήρια πού έπινε. Μετά ένα χρόνο κατάφερε με αγώνα και μετάνοια να κάνει τα 20 ποτήρια που έπινε, 19 ποτήρια. Ο αγώνας συνέχισε με την πάροδο των χρόνων και έφτασε τα 2-3 ποτήρια, με τα οποία όμως πάλι μεθούσε.»
Ο κόσμος έβλεπε χρόνια έναν αλκοολικό μοναχό που σκανδάλιζε τους προσκυνητές. Ο Θεός έβλεπε έναν αγωνιστή μαχητή που με μεγάλο αγώνα αγωνίστηκε να μειώσει το πάθος του.
Χωρίς να ξέρουμε γιατί ο κάθε ένας προσπαθεί να κάνει αυτό πού θέλει να κάνει, με ποιό δικαίωμα να κρίνουμε την προσπάθειά του; ]]
Οι πιστοί- που δεν ήξεραν- στο πρόσωπο του καλόγερου έβλεπαν έναν μέθυσο, έναν αλκοολικό, που τον είχε καταβάλει το πάθος του. Αυτό το γεγονός τους σκανδάλιζε και τον κατέκριναν. Ο γέροντας Παΐσιος- που γνώριζε- έβλεπε στο πρόσωπο του καλόγερου ένα μαχητή, που πάλευε να τιθασεύσει το πάθος του. Στα μάτια του σεβάσμιου γέροντα ήταν ο άνθρωπος που πάσχιζε και γινόταν ολοένα και καλύτερος. Ο Θεός δεν αξιολόγησε το τελικό αποτέλεσμα. Αν δηλαδή απαλλάχτηκε ο καλόγερος από το πάθος του, αλλά την προσπάθειά του και το πείσμα να βελτιωθεί. Και ο Θεός, που ξέρει σε βάθος καλύτερα από τον καθένα μας, αξιολόγησε τον βίο του δύστυχου ανθρώπου, έκρινε την μαχητικότητά του, και έστειλε τους αγγέλους Του να παραλάβουν την ψυχή του αγωνιστή!
Δεν είναι σωστό να χρησιμοποιούμε τα ίδια μέτρα και σταθμά για όλους τους ανθρώπους. Και κυρίως να κρίνουμε χωρίς να ξέρουμε τι προηγήθηκε για να φτάσει κάποιος στην κατάσταση που τον βλέπουμε τη στιγμή που τον κρίνουμε. Γι’ αυτό ο Χριστός μας έχει πει: «Μη κρίνετε, ίνα μη κριθήτε. εν ω κρίματι κρίνετε κριθήσεσθε, και εν ω μέτρω μετρείτε μετρηθήσεται υμίν.» (Ματθαίος, ζ΄, 1-2)
Πολλοί έχουν την κατάκριση ψωμοτύρι. Και ιδίως την απαξίωση των άλλων. Γιατί ο κομπλεξισμός τους στήνει προκρούστιες κλίνες, θέλοντας να κόψει τα πόδια όσων έχουν μεγαλύτερο αξιακό ανάστημα. Δεν πρέπει να μας επηρεάζει η στρεβλή εικόνα, που από ανικανότητα, έχουν σχηματίσει οι άλλοι για εμάς. Ούτε ο φθόνος που βγαίνει από το στόμα τους. Υπάρχει, βέβαια, η παροιμία: «η γλώσσα κόκαλα δεν έχει και κόκαλα τσακίζει». Σε αυτές τις αρνητικές Σειρήνες να χρησιμοποιήσουμε το τέχνασμα των συντρόφων του Οδυσσέα. Να βάλουμε κερί στα αυτιά μας για να μην τις ακούμε. Να δεχόμαστε την κρίση εκείνων που γνωρίζουν να κρίνουν. Και σίγουρα η κρίση τους είναι σωστή, γιατί θα παραμερίσουν τις κακές πτυχές του εαυτού μας και θα δουν τις καλές. Θα τονίσουν την καλή πλευρά του εαυτού μας, για να μη θεωρήσουμε πως είμαστε άχρηστοι, ενώ θα μας δώσουν συμβουλές να βελτιώσουμε την πλευρά που υπολείπεται. Ο μεγάλος σοφός της αρχαιότητας, ο Σωκράτης, δίνει συμβουλή στον Κρίτωνα- που είναι διαχρονική συμβουλή προς όλους μας: «Ουκ άρα, ω βέλτιστε, πάνυ ημίν ούτω φροντιστέον τι ερούσιν ημάς, αλλ’ ότι ο επαΐων περί των δικαίων και αδίκων, ο εις, και αυτή η αλήθεια» (Μετ.: Συνεπώς, φίλε μου, δεν πρέπει να ενδιαφερόμαστε καθόλου τι θα πουν οι πολλοί για μας, αλλά ο ειδικός σε θέματα που έχουν να κάνουν με το δίκαιο και το άδικο, ο ένας, και η ίδια η αλήθεια.) (Πλάτωνας, Κρίτων, 48a). Στην τελευταία συζήτηση, που είχε ο Σωκράτης με τον Κρίτωνα στη φυλακή, λίγο πριν δώσουν στον σοφό να πιει το κώνειο, ο Αθηναίος είπε ότι σ' όλη του τη ζωή είχε συνηθίσει να ρυθμίζει όλες του τις πράξεις και όλες του τις ενέργειες πάνω στη σωστή σκέψη και τον ορθό λόγο που του επιβάλλει να μην παίρνει στα σοβαρά και να μην τον ενδιαφέρει η γνώμη των πολλών και του όχλου. Σημασία γι' αυτόν έχει η γνώμη των "επαϊόντων", εκείνων δηλαδή που έχουν διαμορφώσει μια σοβαρή γνώμη για τα διάφορα ζητήματα κι είναι γνώστες της κατάστασης. Και έτσι θέτει το ερώτημα στον σύντροφό του, που κατά καιρούς όλοι πρέπει να θέτουμε στον εαυτό μας: «Αλλά τι ημίν, ω μακάριε Κρίτων, ούτω της των πολλών δόξης μέλει; Οι γαρ επιεικέστατοι, ων μάλλον άξιον φροντίζειν, ηγήσονται αυτά ούτω πεπράχθαι ώσπερ αν πραχθή.» (Μετ.: Αλλά γιατί, ευλογημένε Κρίτωνα, σε νοιάζει τόσο πολύ η γνώμη των πολλών; Οι πιο συνετοί, που περισσότερο αξίζει να προσέχουμε τη γνώμη τους, θα καταλάβουν ότι αυτά έγιναν έτσι όπως πραγματικά έγιναν.) (Πλάτωνας, “Κρίτων”, 44c)
Δεν υπάρχουν ασήμαντοι άνθρωποι. Και κυρίως, δεν υπάρχουν άχρηστοι. Ο Πάουλο Κοέλο στο βιβλίο του με τίτλο “Το χειρόγραφο της Άκρα”, γράφει:
[[ Ρωτήστε το αγριολούλουδο: «Νιώθεις άχρηστο αφού το μόνο που κάνεις είναι να αναπαράγεσαι και να δημιουργείς λουλούδια για εσένα;»
Και το αγριολούλουδο θα απαντήσει: «Είμαι όμορφο, και η ίδια η ομορφιά είναι ο λόγος που ζω».
Ρωτήστε τον ποταμό: «Νιώθεις άχρηστος αφού το μόνο που κάνεις είναι να κυλάς πάντα προς την ίδια κατεύθυνση;»
Και ο ποταμός θα αποκριθεί: «Δεν προσπαθώ να είναι χρήσιμος• προσπαθώ να είμαι ποταμός».
Τίποτα στον κόσμο δεν είναι άχρηστο μπροστά στα μάτια του Θεού. Ούτε ένα φύλλο που πέφτει από το δέντρο, ούτε μια τρίχα από κάποιο κεφάλι, ούτε ένα έντομο που πεθαίνει επειδή ενοχλούσε. Όλα έχουν λόγο ύπαρξης.
Το ίδιο κι εσύ, που μόλις έκανες αυτή την ερώτηση. Το «Είμαι άχρηστος» είναι μια απάντηση που εσύ δίνεις στον εαυτό σου.
Σύντομα θα σε δηλητηριάσει και θα πεθάνεις ενώ είσαι ακόμα ζωντανός- ενώ ακόμα περπατάς, τρως, κοιμάσαι και προσπαθείς να διασκεδάσεις όσο μπορείς.
Μην προσπαθείς να είσαι χρήσιμος. Προσπάθησε να είσαι ο εαυτός σου: αυτό και κάνει τη διαφορά.
Μην προχωράς πιο γρήγορα, ούτε πιο αργά από την ψυχή σου. Γιατί η ψυχή σου είναι εκείνη που θα σε διδάξει τη χρησιμότητα κάθε βήματος. Μερικές φορές είναι να πάρεις μέρος σε μια μεγάλη μάχη, που θα συμβάλει στο να αλλάξει ο ρους της Ιστορίας. Μερικές φορές όμως είναι να χαμογελάσεις χωρίς λόγο σε κάποιον που συναντάς τυχαία στο δρόμο.
Χωρίς να έχεις την παραμικρή πρόθεση, μπορεί να σώσεις τη ζωή ενός αγνώστου που πίστευε πως ήταν άχρηστος και που μπορεί να ήταν έτοιμος να σκοτωθεί μέχρι που ένα χαμόγελο του χάρισε ελπίδα και πίστη.
Ακόμα κι αν κοιτάξεις τη ζωή σου με μεγάλη προσοχή και ξαναφέρεις στο μυαλό σου κάθε στιγμή που υπέφερες, ίδρωσες και χαμογέλασες κάτω από τον ήλιο, ποτέ δε θα μπορέσεις να μάθεις ακριβώς πότε φάνηκες χρήσιμος για τους άλλους.
Μια ζωή δεν είναι ποτέ άχρηστη. Κάθε ψυχή που κατέβηκε στη Γη κατέβηκε για κάποιο λόγο. Οι άνθρωποι που κάνουν πραγματικά καλό στους άλλους δεν προσπαθούν να είναι χρήσιμοι, αλλά να ζουν μια ενδιαφέρουσα ζωή. Δε δίνουν ποτέ συμβουλές, αλλά δίνουν το παράδειγμα.
Προσπάθησε μονάχα τούτο: να ζεις αυτό που πάντα ήθελες να ζήσεις. Προσπάθησε να μην κατακρίνεις τους άλλους και επικεντρώσου σ’ εκείνο που πάντα ονειρευόσουν. Ίσως να μη βλέπεις μεγάλη σημασία σ’ αυτό.
Ο Θεός όμως, που τα βλέπει όλα, ξέρει ότι το παράδειγμα που δίνεις Τον βοηθάει να κάνει τον κόσμο καλύτερο. Και κάθε μέρα θα σου χαρίζει όλο και περισσότερες ευλογίες. ]]
Η ζωή είναι τόσο απλή- και συνάμα τόσο σημαντική- όσο την περιγράφει ο Βραζιλιάνος συγγραφέας. Και στο μεγάλο βιβλίο της ζωής ο καθένας μας αποτελεί ένα κεφάλαιο. Ένα κεφάλαιο μεγάλης αξίας, έστω κι αν δεν το ξέρουμε. Έστω κι αν κανένας δεν μας το είπε. Εικόνα είμαστε της άρρητης δόξας του Δημιουργού, έστω κι αν τώρα φέρουμε στίγματα από πταίσματα. Αυτά σιγά- σιγά θα φύγουν και θα λάμψει η ψυχή μας. Είναι σαν το ασήμι που έχει πιάσει την πατίνα- τη θαμπάδα από την πολυκαιρία. Αν τριφτεί και φύγει η πατίνα, λάμπει το μέταλλο και μπορούμε να καθρεφτιστούμε. Κι εμείς είμαστε σαν το ασήμι. Όταν καθαρίσουμε την επιφάνεια της ψυχής μας, μπορεί να καθρεφτιστεί ο Δημιουργός! Επομένως, σαν εικόνα Του είμαστε σημαντικοί, όποια γνώμη κι αν έχουν οι άλλοι. Για τις γνώμες των ανθρώπων ο Ηράκλειτος είχε πει: «Τα ανθρώπων δοξάσματα παίδων αθύρματα». (Μετ.: οι γνώμες των ανθρώπων είναι παιδιάστικα παιχνίδια). Μα στα παιδιάστικα παιγνίδια γίνονται πολλές ζαβολιές. Ε, λοιπόν, δεν επηρεαζόμαστε από τις ζαβολιές των παιδιάστικων παιγνιδιών! Κι ούτε είναι πυξίδα μας η γνώμη του πλήθους. Ο Γάλλος συγγραφέας Andre Maurois μας δίνει έμμεσα μια συμβουλή: «Δεν πρέπει να προσανατολιζόσαστε από την κοινή γνώμη. Δεν είναι φάρος, αλλά περιπλανώμενα φώτα». Κι όπως ξέρουμε τα περιπλανώμενα φώτα παραπλανούν. Δεν μας επιτρέπουν κα κάνουμε τις σωστές εκτιμήσεις.
Ενώ πέφτουμε θύματα επικρίσεων, δεν πρέπει να ανταποδίδουμε τα ίσα. Δεν κατακρίνουμε. Εξάλλου ο Σωκράτης μας έχει προϊδεάσει: «ουδείς εκών κακός». Κανένας άνθρωπος δεν γίνεται κακός με τη θέλησή του, παρά από άγνοια διάκρισης του καλού και του κακού. Θέλει πολύ μεγάλη ψυχική δύναμη- το αναγνωρίζουμε- για να τηρήσουμε την προτροπή του Ιησού: «Εγώ δε λέγω υμίν, αγαπάτε τους εχθρούς υμών, ευλογείτε τους καταρωμένους υμάς, καλώς ποιείτε τοις μισούσιν υμάς, και προσεύχεσθε υπέρ των επηρεαζόντων υμάς και διωκόντων υμάς.» (Ματθαίος, ε΄, 44) Σπάνια είναι οι άνθρωποι μόνιμα κακοί. Μπορούν να αλλάξουν. Μερικές φορές η μετάλλαξή ενός συνανθρώπου μας προς το καλό είναι απίστευτη. Για έναν τέτοιο άνθρωπο, που έκανε θεαματική αλλαγή, γράφει ο Απ. Παύλος: «τον ποτέ σοι άχρηστον, νυνί δε σοι και εμοί εύχρηστον» (Προς Φιλήμονα, 11)
Δεν μένουμε στην μικρότητα του ανθρώπου. Την αναγνωρίζουμε, μα δεν μας καθηλώνει, δεν μας κάνει να κρυφτούμε μέσα στο χώμα. Έχουμε σώμα- είμαστε δηλαδή ύλη- αλλά έχουμε και πνεύμα. Σε αυτό πρέπει να εστιάσουμε την προσοχή μας. Το ξέρουμε- είναι γραμμένο στο υποσυνείδητο- πως έχουμε το χρέος το σκουλήκι να βγάλει φτερά και να γίνει πεταλούδα. Κι η πεταλούδα να πετάξει στον ουρανό… Ο Νίκος Καζαντζάκης μας λέει πως έχουμε το χρέος να μαχόμαστε ώστε στο λίπασμα της σάρκας μας να ανθίσει ένα λουλούδι. Γράφει στην “Ασκητική” του: [[Άθλιοι είμαστε οι άνθρωποι, άκαρδοι, μικροί, τιποτένιοι. Μα μέσα μας, μια ουσία ανώτερή μας, μας σπρώχνει ανήλεα προς τ’ απάνω. Μέσα από την ανθρώπινη τούτη λάσπη, θεία τραγούδια ανάβρυσαν, ιδέες μεγάλες, έρωτες σφοδροί, μια έφοδο ακοίμητη, μυστηριώδικη, χωρίς αρχή και τέλος, χωρίς σκοπό, πέρα από κάθε σκοπό. Τέτοιος βώλος λάσπη η ανθρωπότητα, τέτοιος βώλος λάσπη είναι ο καθένας μας. Ποιο είναι το χρέος μας; Να μαχόμαστε ν’ ανθίσει ένα μικρό λουλούδι απάνω στο λίπασμα τούτο της σάρκας και του νου μας. Πολέμα από τη σάρκα, από την πείνα, από το φόβο, πολέμα από την αρετή κι από την αμαρτία να δημιουργήσεις Θεό. Πως ξεκινάει το φως από ένα άστρο και χύνεται μέσα στη μαύρη αιωνιότητα κι οδοιποράει αθάνατο; Το άστρο πεθαίνει, μα το φως ποτέ του∙ τέτοια κι η κραυγή της ελευθερίας.]]
Όπως το άστρο πεθαίνει, έτσι πεθαίνει το σώμα. Το φως όμως παραμένει. Έτσι παραμένει και το πνεύμα. Δεν μένουμε, λοιπόν στο σώμα και στις αδυναμίες του. Επικεντρωνόμαστε στο πνεύμα. Ο Απ. Παύλος μας έχει θέσει το μεγάλο ερώτημα: «ουκ οίδατε ότι ναός Θεού εστε και το Πνεύμα του Θεού οικεί εν υμίν;» (Α΄ επιστ. προς Κορινθίους, γ΄, 16). Ποιος κακεντρεχής μπορεί να προσβάλει το ενοικούν Πνεύμα Θεού; Κανείς δεν μπορεί. Το μόνο που εκδηλώνει είναι η άγνοιά του για την υψηλή καταγωγή του. Οι πράοι άνθρωποι, τους οποίους οι άμυαλοι υποτιμούν, αντιπαρέρχονται τις αιχμές για την ασήμαντότητά τους και απλά επαναλαμβάνουν: «Πάτερ άφες αυτοίς, ου γαρ οίδασι τι ποιούσι», γιατί Αυτός, που είπε για τους σταυρωτήδες Του τα παραπάνω λόγια, μας έχει καθησυχάσει λέγοντας: «και ιδού, εισίν έσχατοι οι έσονται πρώτοι, και εισίν πρώτοι οι έσονται έσχατοι» (Λουκάς, ιγ΄, 30)
Όλοι είμαστε συνοδοιπόροι με τον ίδιο προορισμό… Κάποιοι προηγούνται και κάποιοι άλλοι έρχονται τελευταίοι. Επιζητούμε την κρίση εκείνων που προηγούνται κι αγνοούμε την κρίση όσων έπονται…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου