[[ δαμ- ων ]]
B΄ μέρος.
Ο καλλωπισμός του νεκρού
Όταν έφευγε η ψυχή κι απόμεινε άψυχο το σώμα οι στενοί συγγενείς είχαν σαν πρώτο μέλημα το κλείσιμο των ματιών και του στόματος του νεκρού. Μετά οι γυναίκες που ήσαν οικείες καλλώπιζαν το σκήνωμα. Αυτό ξεκινούσε από το λουτρό του νεκρού, μετά μύρωναν με διάφορα αρωματικά έλαια και στη συνέχεια προχωρούσαν στο σαβάνωμα, δηλ. το ντύσιμο. Κάποιες φορές και τον στεφάνωναν.
Γι’ αυτά έχουμε πολλές μαρτυρίες, όπως προκύπτουν από τα παρακάτω.
Ο Αγαμέμνονας παραπονείται στον Οδυσσέα, όταν αυτός κατέβηκε στον Άδη, γιατί η Κλυταιμνήστρα, όταν τον σκότωσε, τον άφησε χωρίς να του κλείσει τα μάτια και το στόμα:
« Σπαραχτική μου ‘ρθε φωνή του Πρίαμου της κόρης,
της Κασσάντρας, που σκότωσε η άθλια Κλυταιμνήστρα
πάνω μου· και πεθαίνοντας με το σπαθί στο στήθος,
τα χέρια στη γη χτυπούσα· όμως η σκύλα
μ’ άφησε εκεί και ούτε καν, σαν πήγαινα στον Άδη,
έκλεισε με τα χέρια της τα μάτια μου, το στόμα. » ( Όμηρος, “Οδύσσεια”, ραψ. λ΄, 421- 426 )
O Πλάτωνας δια του στόματος του Φαίδωνα, που παρευρισκόταν στο θάνατο του Σωκράτη, περιγράφει τις τελευταίες στιγμές του Αθηναίου σοφού, τη δράση του κώνειου με το βαθμιαίο πάγωμα του σώματος και την εκπνοή του:
[[ Ήδη είχε αρχίσει να παγώνει το σώμα του γύρω από το υπογάστριο· κι εκείνος, αποκαλύπτοντας το πρόσωπό του,- το είχε ήδη καλύψει μ’ ένα μαντήλι- είπε- το τελευταίο που βγήκε από το στόμα του:
-Χρωστάμε, Κρίτωνα, ένα κόκορα στον Ασκληπιό. Να του τον δώσετε, μην το αμελήσετε.
- Εντάξει, είπε ο Κρίτων· μήπως θες τίποτε άλλο;
Στην ερώτηση του Κρίτωνα δεν απάντησε πια· μετά από λίγο όμως σάλεψε, κι ο άνθρωπος τον ξεσκέπασε· εκείνος είχε στυλώσει το βλέμμα. Βλέποντάς τον ο Κρίτων, του έκλεισε το στόμα και τα μάτια…]] (Πλάτων, “Φαίδων”, 118)
Η συνέχεια >>> εδώ …
Κλαίει η Ηλέκτρα έχοντας το λαγήνι με τη στάχτη του νεκρού, όπως της είπαν τάχα, του νεκρού αδερφού της και λέει: « κούτ’ εν φίλαισι χερσίν η τάλαιν’ εγώ λουτροίς σ’ εκόσμησ’, ούτε παμφλέκτου πυρός ανειλόμην, ως εικός, άθλιον βάρος.» [ Και τα χεράκια μου, της δύστυχης εμένα, μηδέ σε λούσαν, μηδέ σε στόλισαν, μηδέ κρατήσαν στη φωτιά το καψερό κορμί σου.] ( Σοφοκλής, “Ηλέκτρα”, 1138-1140 )
Ο Όμηρος περιγράφει τον καλλωπισμό του σώματος του Πάτροκλου:
« Έτσι είπε και στους φίλους του πρόσταξε ο Πηλείδης
να στήσουν πάνω σε φωτιά ένα λουτρού λεβέτι,
να πλύνουν απ’ τον Πάτροκλο το ματωμένο λύθρο.
Λεβέτι αυτοί έστησαν σε μια φλόγα
έχυσαν μέσα του νερό κι έκαιγαν κάτω ξύλα.
Η φλόγα πια περίζωσε του λεβετιού τη μέση
και ζεσταινόταν το νερό· σαν έβρασε εκείνο,
τον έλουσαν, τον άλειψαν με μυρωμένο λάδι
και με εννιάχρονη αλοιφή γέμισαν τις πληγές του·
σε στρώμα αφού τον ξάπλωσαν μ’ ένα ψιλό σεντόνι
τον σκέπασαν ολόκληρο και μ’ ένα σάβανο άσπρο· » ( Όμηρος, “Ιλιάδα” , ραψ. Σ΄, 343- 353 )
Ο Αχιλλέας, αφού δέχτηκε να παραδώσει στον Πρίαμο του σώμα του Έκτορα, πρόσταξε να το λούσουν και να το μυρώσουν:
« Μα καλοΰφαντο πανί άφησαν, δυο κιλίμια,
για να σκεπάσει το νεκρό, στο σπίτι να τον πάει.
Μετά στις σκλάβες πρόσταξε να λούσουν, να μυρώσουν
τον Έκτορα……
Σαν έλουσαν και μύρωσαν τον Έκτορα οι σκλάβες
και το χιτώνα του ‘βαλαν και τ’ όμορφο κιλίμι,
στο στρώμα του απίθωσε ο ίδιος ο Πηλείδης
και οι σύντροφοι τον σήκωσαν στο τορνευτό αμάξι. » ( Όμηρος, “Ιλιάδα”, ραψ. Ω΄, 580- 583 και 587- 590 )
Το στεφάνωμα του νεκρού με ευωδιαστά άνθη ή με φύλλα και κλαδιά από ελιά, μυρτιά, δάφνη, φοίνικα, κυπαρίσσι και σέλινο, ερμηνευόταν σαν βραβείο που απονέμεται στον μεταστάντα για τον αγώνα της ζωής. Πολλές φορές ο στολισμός γινόταν με κορδέλες και κοσμήματα, όπως περιδέραια, δαχτυλίδια, πόρπες, βραχιόλια κ.λ.π., ενώ μερικές φορές, κυρίως στους βασιλείς, τοποθετούσαν στο κεφάλι του νεκρού προσωπίδα. Στολισμός γινόταν και στον τάφο με στεφάνια από λουλούδια, που πιθανόν να συμβόλιζε τη ζωή και τη γονιμότητα μπροστά στο γεγονός του θανάτου. Επίσης εφοδίαζαν το νεκρό με έναν οβολό για να έχει να πληρώσει στο Χάροντα τα “ναύλα” του ταξιδιού του.
Η πρόθεση του νεκρού
Είναι η δημόσια έκθεση της σωρού του αποθανόντα. Γινόταν σ’ έναν μεγάλο χώρο του σπιτιού, βασικά στον προθάλαμο του σπιτιού, και διαρκούσε συνήθως τρεις μέρες. Στα ομηρικά έπη η πρόθεση διαρκούσε περισσότερες μέρες. Σ’ αυτήν δινόταν η ευκαιρία στους ζωντανούς να εκφράσουν την θλίψη και την οδύνη τους για την απώλεια του δικού τους και να συνειδητοποιήσουν την αξία της ζωής. Βασικό μέρος αυτής ήταν ο τελετουργικός θρήνος. Για τους αρχαίους έλληνες αποτελούσε μια σπουδαία φροντίδα αλλά και τιμή
για τους νεκρούς, « γέρας θανόντων ». Ο Όμηρος μας δίνει τον θρήνο του Aχιλλέα και των Μυρμιδόνων για τον Πάτροκλο:
« αυτός ( ο Αχιλλέας ) στους πολεμόχαρους συντρόφους του μιλούσε:
« Ιππότες Μυρμιδόνες μου, έμπιστοι σύντροφοί μου
τ’ άλογα τα μονόνυχα στ’ αμάξια τους ζεμένα
ας τ’ αφήσουμε και μ’ αυτά πηγαίνοντας κοντά του
τον Πάτροκλο ας κλάψουμε· έτσι νεκρούς τιμούμε.
Και όταν πια χορτάσουμε τον πικραμένο θρήνο,
Ας τα ξεζέψουμε και πια για δείπνο ας νοιαστούμε. »
Έτσι είπε· όλοι θρήνησαν, πρώτος ο Αχιλλέας.
Τ’ άλογα τα ωριότριχα μπρος στο νεκρό θρηνώντας
τρεις τα κυκλόφεραν φορές· η Θέτιδα λαχτάρα
θρήνου σήκωσε· βρέχονταν τα όπλα τους, η άμμος
απ’ τα δάκρυα· μεγάλο ηγέτη είχαν χάσει. » ( Όμηρος, “Ιλιάδα”, ραψ. Ψ΄, 5- 16 )
Ο θρήνος αποτελείται από: (i) τον καθεαυτό θρήνο, και (ii) τον κοπετό.
Ο θρήνος περιλαμβάνει τις γοερές κι άναρθρες κραυγές, το ανακάλεμα του νεκρού με την επανάληψη του ονόματός του, τα πένθιμα άσματα και μοιρολόγια των συγγενών, που στην αρχαιότητα πολλές φορές συνοδεύονταν από τον ήχο αυλού ή λύρας. Δηλαδή διακρίνουμε δύο είδη θρήνου, τον θρήνο, που είναι μελοποιημένα μοιρολόγια και τον γόο, που είναι ο αυθόρμητος ολοφυρμός. Θρήνος (*2) και γόος εναλλάσσονται.
Ο Όμηρος μας δίνει το θρήνο και τον γόο από τις Τρωαδίτισσες για τον αντρειωμένο Έκτορα, που έστειλε στον Άδη το σπαθί του Αχιλλέα:
« …….. και δεν έμεινε άντρας μέσα στην πόλη
ούτε γυναίκα· ο πόνος αβάσταχτος τους ήταν.
Το γέροντα με το νεκρό αντάμωσαν στις πύλες.
Και πρώτες η γυναίκα του κι η σεβαστή του μάνα
στ’ αμάξι χίμηξαν, τραβούσαν τα μαλλιά τους,
την κεφαλή τους έπιαναν κι όλοι θρηνούσαν γύρω.
Θα έκλαιγαν ολημερίς, ώσπου να δύσει ο ήλιος,
χύνοντας για τον Έκτορα δάκρυα μπρος στις πύλες,
αν δε μιλούσε ο γέροντας στον κόσμο απ’ τ’ αμάξι:
« Τόπο στα ζώα κάνετε! Κι όταν τον κουβαλήσω
στο σπίτι μου, έπειτα πια χορταίνετε το θρήνο. »
Έτσι είπε· παραμέρισαν, τ’ αμάξι να περάσει.
Σαν έφεραν στο σπίτι του το νεκρό, σε μια κλίνη
τορνευτή τον απόθεσαν και πλάι τραγουδιστάδες
αράδιασαν, που θλιμμένο τραγούδι τραγουδούσαν·
στου τραγουδιού τους το σκοπό στέναζαν οι γυναίκες.
Πρώτη το θρήνο άρχισε τότε η Ανδρομάχη
την κεφαλή του Έκτορα στα χέρια της κρατώντας:
« Έχεις χαθεί στα νιάτα σου, άντρα μου, και στο σπίτι
χήρα μ’ αφήνεις· και είναι πολύ μικρό ακόμη
το παιδί που γεννήσαμε οι δυο δυστυχισμένοι·
δε θα μας γίνει έφηβος· θα πάει πιο πριν στο κάστρο·
χάθηκες ο προστάτης του, που υπερασπιζόσουν
τις σεμνές γυναίκες εδώ, τ’ ανήλικα παιδιά τους·
θα τραβήξουν αυτές γοργά στα βαθουλά καράβια
κι εγώ μαζί· γιε μου, και συ θα ‘ρθεις μαζί μ’ εμένα
κι εκεί δουλειές αταίριαστες θα κάνεις σε αφέντη
ανήμερο δουλεύοντας ή κάποιος Αργείος
αρπάζοντας απ’ τους πύργους θα σε γκρεμίσει κάτω
χαμός κακός!- όλοι θυμό, που αδερφό, πατέρα
ή γιο του έχει σκοτώσει ο Έκτορας· ως τώρα
πολλοί το χώμα δάγκασαν απ’ τα δικά του χέρια·
γιατί δεν ήταν μαλακός μέσα στην άγρια μάχη.
Γι’ αυτό και τώρα τον θρηνούν όλοι στην άγρια μάχη.
Θρήνο και πένθος χάρισες, Έκτορα, στους γονείς σου,
όμως ο πόνος πιο πικρός σ’ εμένα έχει πέσει·
πεθαίνοντας δεν άπλωσες τα χέρια σου απ’ την κλίνη,
δεν άκουσα απ’ το στόμα σου στοχαστικά σου λόγια
δακρύζοντας μερόνυχτα εκείνα να θυμάμαι. »
Έτσι έλεγε και έκλαιγε· στέναζαν οι γυναίκες.
Και η Εκάβη άρχισε πικρό το μοιρολόγι:
« Έκτορα, πιο αγαπητέ απ’ όλα τα παιδιά μου,
σε αγαπούσαν οι θεοί πριν, όσο συ μου ζούσες,
μα πάλι αυτοί σε φρόντισαν στην ώρα του θανάτου.
Πουλούσε τ’ άλλα μου παιδιά ο γρήγορος Πηλείδης,
κάθε φορά που τα ‘πιανε, πέρα από τον πόντο
στη Σαμοθράκη, στην Ίμβρο, στη σκοτεινή τη Λήμνο.
Μα σαν σου πήρε την ψυχή με το μακρύ κοντάρι,
τριγύρω απ’ του φίλου του σε έσερνε το μνήμα,
που σκότωσες· δεν του ‘δωσε ζωή ξανά ωστόσο!
Στο σπίτι σου μου κείτεσαι ολόδροσος, πριν λίγο
σκοτωμένος, όμοιος μ’ όποιον έχει σκοτώσει ο Φοίβος
ο αργυρότοξος κάπου με μαλακά του βέλη. »
Έτσι μιλούσε κλαίγοντας, τρανό σήκωσε θρήνο.
Τρίτη το θρήνο άρχισε η Ελένη:
« Έκτορα, πιο αγαπητέ απ’ τ’ αντραδέρφια μου όλα,
ο Πάρης ο θεόμορφος είναι δικός μου άντρας,
που μ’ έχει στην Τροία φέρει. Πριν γίνει ας χανόμουν!
Είκοσι χρόνια πέρασαν από τη μέρα εκείνη
που βγήκα κάποτε από κει, παράτησα τη γη μου·
κι όμως ποτέ δεν άκουσα κακό, πικρό σου λόγο·
ακόμη κι αν με πείραζε άλλος στ’ αρχοντικό μας,
αντράδερφη, αντράδερφος, όμορφη συννυφάδα
ή πεθερά ( σαν πατέρα γλυκό πεθερό είχα ),
μιλώντας τους εμπόδιζες, τους άλλαζες τη γνώμη
και με την καλοσύνη σου και τα γλυκά σου λόγια.
Θλιμμένη έτσι στην καρδιά γι’ αυτό σε κλαίω τώρα
κι εμένα την κακότυχη· γιατί πια μες στην Τροία
κανένας δε με συμπονεί, με σιχάθηκαν όλοι. »
Έτσι μιλούσε κλαίγοντας κι έκλαιγε ο κόσμος όλος. » ( Όμηρος, “Ιλιάδα”, ραψ. Ω΄, 707-776 )
Ο κοπετός είναι οι χειρονομίες, οι κινήσεις κι εκδηλώσεις του σώματος, που φτάνουν σε χτυπήματα του στήθους, σε ξερίζωμα των μαλλιών, σε σχίσιμο του προσώπου με τα νύχια κι άλλους αυτοτραυματισμούς με τους οποίους οι πενθούντες συγγενείς εξέφραζαν την οδύνη της ψυχής τους. Αυτές οι εκδηλώσεις αυτοκαταστροφής εξωτερίκευαν τον ψυχικό πόνο των ζωντανών για τον θάνατο του αγαπημένου τους προσώπου.
O Αισχύλος στην τραγωδία “Πέρσαι” δίνει τον πόνο από το χαμό τόσων Περσών στρατιωτών στον διάλογο από τον βασιλιά τους Ξέρξη και τον χορό από Πέρσες γέροντες. Φυσικά και δεν περιγράφει Περσικές συνήθειες, αλλά Ελληνικές:
« ΞΕ.: Κλάψε τη συμφορά μας κλάψε
κι έλα μαζί μου στο παλάτι.
ΧΟ.: Θρηνώ βαθιά και γοερά.
ΞΕ.: Γι’ αντίλαλο στο κλάμα μου
βγάλε στριγγές φωνές.
ΧΟ.: Δώρο πικρό σε δύστυχους
από δυστυχισμένους.
ΞΕ.: Μαζί μου βόγγα δυνατά.
ΧΟ.: Ώο, έε, άαχ.
Βαριά ‘ναι τούτη η συμφορά.
Ώοο, κι ο πόνος μου γι’ αυτήν βαθύς.
ΞΕ.: Στέναζε, σπάραξε για μένα.
ΧΟ.: Αχ! Δυστυχία, δυχτυχία.
ΞΕ.: Γι’ αντίλαλο στο κλάμα μου
Βγάλε στριγγές φωνές.
ΧΟ.: Αυτήν έχω την έγνοια, αφέντη.
ΞΕ.: Φούντωσε πιο βαθύ το μοιρολόι.
ΧΟ.: Αλίμονο, αχ!
Ο μαύρος πόνος του χαμού
θα σμίξει με τον άγριο θρήνο.
ΞΕ.: Χτύπα τα στήθια κι άρχισε
Μύσιο σκοπό σπαραχτικό.
ΧΟ.: Ω! χαλασμός και συμφορές.
ΞΕ.: Ξερίζωνε τ’ άσπρα σου γένια.
ΧΟ.: Σύρριζα να, και με φωνές πικρές.
ΞΕ.: Σύρε στριγγό ξεφωνητό.
ΧΟ.: Κι αυτό θα κάμω, να.
ΞΕ.: Και με τα νύχια ξέσκιζε τα ρούχα σου.
ΧΟ.: Ω! Χαλασμός και συμφορές.
ΞΕ.: Και τα μαλλιά ξερίζωνε,
θρηνώντας το στρατό.
ΧΟ.: Σύρριζα να, και με φωνές πικρές.
ΞΕ.: Τα μάτια σου να πλημμυρούν.
ΧΟ.: Με πλημμυρούν τα δάκρυα, να.
ΞΕ.: Γι’ αντίλαλο στο κλάμα μου
βγάλε στριγγές φωνές.
ΧΟ.: Ώο, έε, ίι.
ΞΕ.: Θρηνώντας στο παλάτι ελάτε.
ΧΟ.: Ώο, έε, ίι.
ΞΕ.: Ώοο, στην πόλη θρήνος.
ΧΟ.: Άαχ! ναι, θρήνος, βοή. » ( Αισχύλος, “Πέρσαι”, 1010-1039 )
Ο Ευριπίδης παρουσιάζει τον χορό των Ικέτιδων, τις μάνες των σκοτωμένων Αργείων από την εκστρατεία των Επτά στη Θήβα, να θρηνεί και να λέει:
« Κι άλλος θρήνος ζυγώνει καινούριος,
για να πάρει τη θέση του πρώτου μας θρήνου·
να, οι σκλάβες τα χέρια χτυπούνε·
μπρος, εσείς, ω! συντρόφισσες
σε συμφορές και σε θρήνους, αρχίστε
το χορό που γλυκαίνει τον Άδη.
Τα μάγουλα σκίστε με τ’ άσπρα σας νύχια,
κοκκινίστε με το αίμα την όψη σας·
για όσους ζουν, μοναχό τους στολίδι
να προσφέρουν τιμές στους νεκρούς. » ( Ευριπίδης, “Ικέτιδες”, 71- 78 )
Και παρακάτω:
« Τα μάγουλα έχω σκίσει με τα νύχια
και στα μαλλιά μου έριξα στάχτες. » ( Ευριπίδης, “Ικέτιδες”, 826-827 )
Ο ίδιος τραγωδός στις “Φοίνισσες”, όταν φέρνουν μπροστά στην Αντιγόνη τα πτώματα των αδερφοφάδων Ετεοκλή και Πολυνείκη και της δύστυχης μάνας της Ιοκάστης, που της έλαχε να δει τους γιους της να σκοτώνουν ο ένας τον άλλον και να ξεψυχούν στα χέρια της οπότε εμπρός στον πόνο της έχωσε το σπαθί στο λαιμό της, παρουσιάζει την χαροκαμμένη αδελφή και κόρη ν’ αρχίζει το μοιρολόι έτσι:
« Με τα μαλλιά ξεσκέπαστα να πέφτουν
στα τρυφερά μου μάγουλα
και με την όψη κατακόκκινη, όχι
από ντροπής κοκκίνισμα παρθενικό,
για τους νεκρούς μου ξέφρενη πετώντας
απ’ το κεφάλι την καλύπτρα
και το κροκάτο πέπλο σκίζοντας,
το γοερό μου θρηνολόι
θ’ αρχίσω για τους σκοτωμένους. Άαχ! » ( Ευριπίδης, “Φοίνισσαι”, 1486-1492 )
Ο ποιητής, που αναφέραμε, στην τραγωδία “Άλκηστις”, όταν η βασίλισσα Άλκηστη πήρε την απόφαση να πεθάνει για να σωθεί ο άντρας της Άδμητος, παρουσιάζει τον χορό ν’ αναρωτιέται αν ο χάρος πήρε την βασίλισσά του. Οι ερωτήσεις που κάνουν αφορούν τα γνωρίσματα πένθους σε κάποιο σπίτι, το ίδιο και οι διαπιστώσεις τους:
« - Ακούει κανείς μες στο παλάτι
για όσα γίναν στεναγμούς,
χτυπήματα χεριών και γόους;
- Μα και κανένας δούλος μπρος στις πόρτες
- δε στέκεται .
- Μήτε βλέπω μαλλιά κομμένα στο κατώφλι,
σημάδι πένθους για τους πεθαμένους·
μήτε χτυπούν τα χέρια τους οι μοιρολογήτρες.» ( Ευριπίδης, “Άλκηστις”, αποσπ. 86- 104 )
Συνήθιζαν οι αρχαίοι Έλληνες να τοποθετούν ένα δοχείο γεμάτο με νερό πηγής μπροστά από την πόρτα του σπιτιού, όπου είχαν τον νεκρό, για να πλένονται και να καθαρίζονται από το μίασμα του νεκρού σώματος όσοι έρχονταν σ’ επαφή μ’ αυτό.
Ο Ευριπίδης, στην τραγωδία στην ίδια τραγωδία, παρουσιάζει τον χορό να εκφράζει αμφιβολίες για το αν πέθανε η βασίλισσα, γιατί δεν είδαν μπροστά από τις πύλες του παλατιού δοχείο με νερό:
« Στις πύλες μπρος δε βλέπω
φερμένο απ’ την πηγή, όπως συνηθίζουν
για τους νεκρούς, ούτε αγιασμό. » ( Ευριπίδης, “Άλκηστις”, 98-100 )
Μερικές φορές, όπως είδαμε, κυρίως οι άντρες πασπάλιζαν το κεφάλι τους με στάχτη. Αυτή τη σκηνή μεταφέρει ο επικός μας ποιητής για τον Αχιλλέα μόλις πληροφορήθηκε το θάνατο του Πάτροκλου:
« φούχτωσε αθαλόσκονη και με τα δυο του χέρια
κι έριξε στο κεφάλι του· τ’ ωραίο πρόσωπό του
τ’ ασχήμισε· στο χιτώνα στάθηκε η μαύρη στάχτη·
φαρδύς μακρύς ξαπλώθηκε, κειτόταν μες στη σκόνη
και με τα χέρια ασκήμιζε χαλώντας τα μαλλιά του. » (Όμηρος, “Ιλιάδα”, ραψ. Σ΄, 23- 27)
Το πένθος συνδυαζόταν με την πένθιμη αμφίεση. Το χρώμα του πένθιμου ρούχου ήταν σκούρο για τις γυναίκες, συνήθως γκρίζο ή μαύρο, κι άσπρο για τους άντρες και τα παιδιά. Επίσης εκδήλωση πένθους ήταν και το κόψιμο των μαλλιών. Πολλές φορές όχι μόνο οι κοντινοί συγγενείς έκοβαν την κόμη, αλλά κι όποιος συμμετείχε στο πένθος θέλοντας να τιμήσει τον νεκρό.
Όσα αναφέραμε, μπορούμε να τα τεκμηριώσουμε με το ακόλουθο απόσπασμα του Ευριπίδη, που αφορά τη διαταγή του Άδμητου προς το λαό του για να πενθήσουν την Άλκηστη:
« ……….Και της Θεσσαλίας
προστάζω το λαό που εξουσιάζω
τη γυναίκα να πενθήσει, τα μαλλιά του
να κόψει και να βάλει μαύρα ρούχα·
κι εσείς, που ‘χετε τέθριππα ή ακόμη
ένα άλογο μονάχα, όλοι σας πρέπει
τις χαίτες να τους κόψετε με σίδερο. » ( Ευριπίδης, “Άλκηστις”, 425- 429 )
(Συνεχίζεται…)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου