[[ δαμ- ων ]]
Γ΄ μέρος.
Η εκφορά του νεκρού
Λίγο πριν να σχηματίσουν τη νεκρική πομπή, συνηθιζόταν να “ανασηκώνεται” ψηλά ο νεκρός. Στη συνέχεια σχημάτιζαν την πομπή, για τη μεταφορά της σωρού από το σπίτι του νεκρού μέχρι το νεκροταφείο. Το νεκρικό κρεβάτι τοποθετούνταν σε άμαξα, που την έσερναν δυο άλογα, σπάνια και ημίονοι ή βόδια. Προηγούνταν οι άντρες κι ακολουθούσαν οι γυναίκες: « βαδίζειν δε τους άνδρας πρόσθεν, όταν εκφέρωνται, τας δε γυναίκας όπισθεν…» (Δημοσθένης, “Προς Μακάρατον”, 62 )
Η μεταφορά της σωρού μπορούσε να γίνει στα χέρια από συγγενείς ή δούλους.
Ο Ευριπίδης μας παρουσιάζει τον Άδμητο ν’ απευθύνεται στους συμπατριώτες του, κατά την εκφορά του σώματος της γυναίκας του, και να λέει:
« Άντρες, Φεραίοι, που εδώ μ’ αγάπη
βρισκόσαστε, την πεθαμένη οι δούλοι
στους ώμους τη σηκώνουν και την έχουν
έτοιμη σ’ όλα, για ταφή στον τύμβο·
σεις τη νεκρή, καθώς είναι συνήθεια,
στο δρόμο το στερνό της χαιρετήστε. » ( Ευριπίδης, “Άλκηστις”, 606- 610 )
Η εκφορά γινόταν συνήθως την τρίτη μέρα μετά τον θάνατο, τα χαράματα ώστε να μη μιανθεί το φως του ήλιου.
Η συνέχεια >>> εδώ …
Η ταφή
Όταν η νεκρική πομπή έφτανε στο νεκροταφείο, επακολουθούσε η τελετή της ταφής. Οι αρχαίοι Έλληνες χρησιμοποιούσαν δυο μορφές ταφής: τον ενταφιασμό και την καύση.
Για την καύση του νεκρού οι συγγενείς συγκέντρωναν αρωματώδη ξύλα συνήθως, όπως κέδρους, κυπαρίσσια, δάφνες, κι έκαναν έναν σωρό. Πάνω σ’ αυτόν τοποθετούσαν το σκήνωμα. Προς τιμή του νεκρού θυσίαζαν ζώα, με το λίπος των οποίων άλειφαν το σώμα για να καεί καλύτερα. Μετά έβαζαν τα σφαγμένα ζώα γύρω από τον σωρό των ξύλων κι άναβαν την πυρά, την οποία φρόντιζαν να διατηρούν μέχρι την πλήρη αποτέφρωση του νεκρού. Αφού κατακάθιζε η φωτιά, την έσβηναν με κρασί και συγκέντρωναν τα οστά του νεκρού. Τα έπλεναν με κρασί, τα άλειφαν με λίπος, τα τύλιγαν με κάποιο ύφασμα και τα έκλειναν σε κάποιο αγγείο, συνήθως αμφορέα. Αυτό το τοποθετούσαν μέσα σε έναν λάκκο.
Στη συνέχεια μάζευαν τις στάχτες σε ένα ύφασμα και τις έριχναν σε μια τερφοδόχο.
Στον Όμηρο, όπου κυριαρχεί η καύση, γίνεται περιγραφή αυτής της διαδικασίας. Για τους τρεις βασικούς ήρωες περιγράφεται η νεκρική πυρά. Το κάψιμο του σώματος του Πάτροκλου περιγράφεται στους ακόλουθους στίχους:
« Η ροδοδάχτυλη Αυγή βγήκε, καθώς θρηνούσαν
γύρω απ’ το δόλιο το νεκρό. Κι ο ρήγαςο Ατρείδης
ξύλα να φέρουν πρόταξε οι άντρες με μουλάρια
από παντού απ’ τις σκηνές• άντρας τρανός μαζί τους
πήγε, του Ιδομενέα σύντροφος, ο Μηριόνης.
Αυτοί πήγαιναν με σχοινιά καλόπλεχτα στα χέρια
και με τσεκούρια• μπροστά τους πήγαιναν τα μουλάρια.
Κατήφορους κι ανήφορους, ανάλαγα και πλεύρες
πέρασαν• κι όταν έφτασαν στης Ίδης τα φαράγγια,
με βιάση ψηλοφούντωτους δρυς άρχισαν να κόβουν
με καλοτρόχιστο χαλκό• γκρεμίζονταν τα δέντρα
με πάταγο• τα έσχιζαν, τα ’δεναν σε μουλάρια
οι Αχαιοί• διαβαίνοντας λόγγους πυκνούς εκείνα
βαριά πατούσαν θέλοντας να κατεβούν στον κάμπο.
Οι ξυλοκόποι κούτσουρα όλοι στους ώμους είχαν•
έτσι του Ιδομενέα ο σύντροφος τους είπε.
Και στην ακτή τ’ αράδιασαν, όπου ο Αχιλλέας
σκεφτόταν μνήμα να στηθεί του φίλου και δικό του.
Αφού πια αναρίθμητα αράδιασαν τα ξύλα,
κάθισαν και περίμεναν. Τότε ο Αχιλλέας
τους Μυρμιδόνες πρόσταξε τα χάλκινά τους όπλα
να ζωστούν και στα όπλα τους τα άλογα να δέσουν.
Πετάχτηκαν κι οπλίστηκαν, ανέβηκαν στ’ αμάξια
ηνίοχοι και μαχητές στο πλάι τους με βιάση•
μπροστά τραβούσαν οι ιππείς, πίσω ακολουθούσαν
οι πεζοί σύννεφο• κι είχαν τον Πάτροκλο στη μέση
οι σύντροφοι• με μαλλιά τους τον σκέπαζαν κομμένα•
βαστούσε το κεφάλι αυτού πίσω ο Αχιλλέας
θλιμμένος, γιατί έστελνε το φίλο του στον Άδη.
Όταν στον τόπο έφτασαν που είπε ο Αχιλλέας,
αμέσως τον απόθεσαν και στοίβαζαν τα ξύλα.
Άλλο τότε στοχάστηκε ο γρήγορος Πηλείδης•
Πήγε μακριά απ’ την πυρά και τα ξανθά μαλλιά του
έκοψε• για του Σπερχειού τα έτρεφε τη χάρη•
με καημό είπε βλέποντας τον πόντο τον κρασάτο:
« Σπερχειέ, ο πατέρας μου σου έταξε του κάκου
γυρνώντας στην πατρίδα μου να κόψω τα μαλλιά μου
στη χάρη σου, να σου κάνω και μια τρανή θυσία•
εκεί πενήντα κριάρια βαρβάτα να σου σφάξω
στις πηγές, στον ευωδιαστό βωμό, στο τέμενός σου.
Ευχόταν έτσι ο γέρος μου, μα συ το ναι δεν είπες.
Τώρα που πίσω δεν γυρνώ στη γη την πατρική μου,
ο Πάτροκλος την κόμη μου ας πάρει πια μαζί του.»
Είπε κι ευθύς απόθεσε στου φίλου του τα χέρια
Τα μαλλιά του και σήκωσε σ’ όλους λαχτάρα θρήνου.
Θρηνώντας κει θα έμεναν, ώσπου να δύσει ο ήλιος,
αν στον Ατρείδη από κοντά, δεν έλεγε ο Πηλείδης:
« Ατρείδη, πιο πολύ ακούν εσένα οι Αργείοι·
να σταματήσει είναι καιρός ο θρήνος· πια να φύγουν
πρόσταξε από την πυρά, δείπνο να ετοιμάσουν·
αυτά θα τα φροντίσουμε εμείς που αγαπάμε
πιο πολύ το νεκρό· μ’ εμάς ας μείνουν οι ρηγάδες.
Όταν τα λόγια άκουσε ο ρήγας ο Ατρείδης,
σκόρπισε όλο το στρατό στα πλοία· να σωριάζουν
ξύλα έμειναν κει όσοι είχαν αυτή την έγνοια.
Έκαναν εκατό ποδιών πυρά μάκρος και φάρδος
κι έβαλαν πάνω το νεκρό με την καρδιά θλιμμένη.
Πολλά παχιά πρόβατα και στριφτόποδα βόδια
μπρος στην πυρά του έγδερναν· πάχος απ’ όλα πήρε
και σκέπασε όλο το νεκρό ο αντρείος Πηλείδης
ως τα πόδια και στοίβαξε τριγύρω τα κορμιά τους.
Με μέλι και λάδι σταμνιά στη νεκρική του κλίνη
έβαλε· τέσσερα άλογα ψηλόλαιμα με βιάση
έριξε ακόμη στην πυρά πολύ βαριά θρηνώντας.
Συντηρούνταν εννιά σκυλιά στου ρήγα το τραπέζι·
δυο απ’ εκείνα έσφαξε κι έριξε στην πυρά του
και δώδεκα αρχοντόπουλα των αντρειωμένων Τρώων
σφάζοντάς τα· στη σκέψη του κακές δουλειές σκεφτόταν.
Έβαλε αδάμαστη φωτιά, για να τα κάψει όλα· » ( Όμηρος, “Ιλιάδα”, ραψ. Ψ΄, 109-177 )
Σαν έσβησε η φωτιά αφού αφάνισε το νεκρό κορμί, ο νεκρός τιμήθηκε με νεκρικούς αγώνες. Έτσι συνεχίζει ο επικός ποιητής:
« Έσβησαν με φλογόμαυρο κρασί τη θράκα πρώτα•
ως όπου φλόγα έφτασε κι έμεινε βαθιά στάχτη•
μάζευαν τ’ άσπρα κόκαλα του μπρόσχαρου συντρόφου
κλαίγοντας σε χρυσό σταμνί κι έβαζαν διπλό πάχος•
μες στη σκηνή τα σκέπασαν μ’ ένα λεπτό σεντόνι•
το μνήμα κυκλογύρισαν κι έστησαν τα θεμέλια
γύρω απ’ την πυρά• σώριασαν το χώμα με βιασύνη•
το σώριασαν και έφυγαν. Τότε ο Αχιλλέας
το στρατό κράτησε, τόπο γι’ αγώνες να ανοίξ ει,
πήρε απ’ τα πλοία έπαθλα, λεβέτια και τριπόδια,
και μουλάρια και άλογα, δυναμωμένα βόδια,
και σταχτόμαυρο σίδερο κι ωριόζωστες γυναίκες.
Τρανά βραβεία έβαλε για γοργούς ιππείς πρώτα,
γυναίκα μια που δούλευε μ’ αψεγάδιαστη τέχνη
κι ένα εικοσιδυόλιτρο και με αυτιά λεβέτι
για τον πρώτο· εξάχρονη στο δεύτερο να πάρει
όρισε άζευτη φοράδα, μουλάρι γκαστρωμένη·
λεβέτι τεσσερόλιτρο όρισε για τον τρίτο
και όμορφο και άκαυτο κι ολόλευκο ακόμη·
όρισε για τον τέταρτο δυο τάλαντα χρυσάφι·
και για τον πέμπτο όρισε μια διπλόγουβη κούπα. » (Όμηρος, “Ιλιάδα”, ραψ. Ψ΄, 250- 270)
Την ταφή του μεγαλύτερου ήρωα, του Αχιλλέα, την περιγράφει ο Αγαμέμνονας. Η ψυχή του αρχιστράτηγου βασιλιά, που πέθανε αργότερα, συνάντησε την ψυχή του ήρωα και του έκανε την παρακάτω αφήγηση:
Του γιου του Ατρέα η ψυχή μίλησε τότε κι είπε:
« Καλότυχε, Πηλέα γιε, θεόμορφε Αχιλλέα,
που απ’ το Άργος μακριά σκοτώθηκες στην Τροία
και γύρω σου σκοτώνονταν οι Αχαιοί κι οι Τρώες
μάχη για σένα δίνοντας• στη σκόνη συ κειτόσουν
φαρδύς, πλατύς και τ’ άλογα τα είχες πια ξεχάσει.
Ολημερίς παλεύαμε• δε θα σκολνούσε η μάχη,
αν με ανεμοζάλη του δε μας σκολνούσε ο Δίας.
Όταν σε μεταφέραμε στα πλοία απ’ τη μάχη,
σε κλίνη σε ξαπλώσαμε και τ’ όμορφο κορμί σου
πλύναμε με ζεστό νερό κι αλείψαμε με μύρο•
έχυναν δάκρυα Δαναοί κι έκοβαν τα μαλλιά τους.
Βγήκε απ’ το κύμα η μάνα σου με τις συντρόφισσές της,
σαν άκουσε το μήνυμα• από το κύμα θρήνος
βαρύς ακούστηκε κι όλους τους έκαμε να τρέμουν.
Θα έτρεχαν, θα έμπαιναν όλοι στα κοίλα πλοία,
αν ένας δεν εμπόδιζε, πολλών και παλιών γνώστης,
ο Νέστορας, που από παλιά ξεχώριζε στη γνώση.
Για όλους μας καλόγνωμος μίλησε και μας είπε:
- Αργείοι, παλικάρια μου, μη φεύγετε, σταθείτε!
Η μάνα του απ’ τη θάλασσα με τις θαλασσοκόρες
έρχεται, το πεθαμένο παιδί της ν’ αντικρίσει.
Έτσι είπε• και συγκράτησεν εκείνη τη φευγάλα.
Γύρω σου οι κόρες στάθηκαν του πελαγίσιου γέρου
κι αθάνατα σου φόρεσαν με μέγα θρήνο ρούχα.
Κι οι εννιά Μούσες στη σειρά γλυκόφωνα θρηνούσαν•
αδάκρυτο δεν έβλεπες κανένα απ’ τους Αργείους•
τέτοιον η Μούσα η θλιβερή είχε σηκώσει θρήνο.
Δεκαεφτά μερόνυχτα, χωρίς να πάψει ο θρήνος,
σε κλαίγαμε, οι αθάνατοι με τους θνητούς ανθρώπους•
στις δεκαοκτώ σε βάλαμε στις φλόγες και τριγύρω
σου σφάξαμε αρνιά παχιά, στριφτοκέρατα βόδια•
καιγόσουν συ μ’ αθάνατα ρούχα και πλήθος λίπος
και μέλι ολόγλυκο• πολλοί αντρειωμένοι Αργείοι
τα άρματά τους ζώστηκαν τριγύρω απ’ την πυρά σου
πεζοί κι ιππείς• σηκώθηκε αλαλαγμός μεγάλος.
Όταν πια σε κατέφαγε του Ήφαιστου η φλόγα,
συνάξαμε πολύ πρωί τα άσπρα κόκαλά σου
μέσα σε άκρατο κρασί και λίπος• χρυσή στάμνα
μας έδωσε η μητέρα σου και έλεγε πως είναι
απ’ τα χέρια του Ήφαιστου και δώρο του Διονύσου.
Τ’ άσπρα σου κόκαλα εκεί κείτονται, Αχιλλέα,
κι είναι μαζί του Πάτροκλου, του γιου του Μενοιτέα,
μα χώρια του Αντίλοχου, που πιο πολύ τιμούσες
απ’ όλους, αφού πέθανε ο Πάτροκλος, τους φίλους.
Ολόγυρά τους έπειτα άψογο μέγα τάφο
στήσαμε όλος ο στρατός των μαχητών Αργείων
στον απλωμένο Ελλήσποντο, σ’ ακρογιαλιάς μιαν άκρη,
να φαίνεται από μακριά σε όσους ταξιδεύουν,
όσοι είναι τώρα στη ζωή κι όσοι ‘ρθουν ξοπίσω.
Απ’ τους θεούς η μάνα σου πήρε όμορφα βραβεία
και τα ’βαλε ν’ αγωνιστούν των Αχαιών οι πρώτοι.
Θα έτυχες πολλές φορές να δεις ταφές ηρώων,
όταν πεθαίνει βασιλιάς, πώς ζώνονται οι νέοι,
πώς βγαίνουν να αγωνιστούν, να πάρουν τα βραβεία.
Εκείνα ωστόσο αν έβλεπες, θα θαύμαζε ο νους σου
για σένα ποια απόθεσε πανέμορφα βραβεία
η Θέτιδα η ασπρόποδη• θεοί σε αγαπούσαν.
Κι ας πέθανες, δε χάθηκε στον κόσμο τ’ όνομά σου•
σ’ όλη τη γη η δόξα σου θα μένει, Αχιλλέα. » ( Όμηρος, “Οδύσσεια”, ραψ. ω’ 35- 94 )
Ο Όμηρος δίνει την ταφή και του πρωτοπαλίκαρου των Τρώων, του τρανοδύναμου Έκτορα. Όταν τον σκότωσε ο Αχιλλέας κι έσυρε το σώμα του με το άρμα στο στρατόπεδο των Αργείων, ο γερο- Πρίαμος, ο άτυχος πατέρας πήγε να ζητήσει το σώμα να το θάψει. Κι αφού είχε καταλαγιάσει ο πόνος του Πηλείδη, εφόσον εκδικήθηκε το σκοτωμό του αγαπημένου του Πάτροκλου, έδωσε το σώμα στον Πρίαμο, κάνοντας την ερώτηση:
« «…Μα έλα πες μου το κι αυτό και με αλήθεια πες το:
Πόσες μέρες θα ήθελες τον Έκτορα να θάψεις,
κι εγώ για μάχη να μη βγω και να κρατώ τους άλλους; »
Ο θεόμορφος Πρίαμος γύρισε και του είπε:
« Αν την ταφή του Έκτορα θελήσεις να αφήσεις,
Πηλείδη, έτσι κάνοντας χάρη θα είχες κάμει:
Ξέρεις πως έχουμε κλειστεί στην πόλη, πως τα ξύλα
θα φέρουμε από μακριά στην πόλη, πως τα ξύλα
θα φέρουμε από μακριά κι οι Τρώες πως φοβούνται.
Μέρες εννιά θα κλάψουμε αυτόν μες στο παλάτι,
Στις δέκα θα τον θάψουμε, θα γίνει η μακαριά του,
Στις ένδεκα θα στήσουμε πάνω του ένα μνήμα
Και θα μπούμε στις δώδεκα σε μάχη, αν είναι ανάγκη.»
Ο Αχιλλέας ο γοργός του είπε απαντώντας:
«Αυτά θα γίνουν, γέροντα Πρίαμε, όπως θέλεις·
όσον καιρό τον πόλεμο γυρεύεις θ’αναβάλω. » » ( Όμηρος, “Ιλιάδα”, ραψ. Ω’ 656- 670 )
Οι Τρώες, αφού πρώτα έκλαψαν το παλικάρι, προχώρησαν στην ταφή:
Κι ο γέροντας ο Πρίαμος μίλησε στο λαό του:
« Τώρα να κουβαλήσετε, Τρώες, στην πόλη ξύλα·
κρυφή ενέδρα των εχθρών μη φοβηθείτε· είπε,
καθώς με ξεπροβόδισε εδώ, ο Αχιλλέας
πριν τη δωδέκατη αυγή πως δε θα μας χτυπήσουν. »
Έτσι είπε· κι έζεψαν αυτοί τα βόδια, τα μουλάρια
στ’ αμάξια τους· μαζεύτηκαν μπροστά από το κάστρο.
Μέρες εννιά φορτώματα άπειρα κουβαλούσαν·
σαν φάνηκε η δέκατη αυγή που φως μας φέρνει,
πια τον αντρείο Έκτορα έβγαλαν δακρυσμένοι,
στην πυρά τα ‘βαλαν ψηλά και άναψαν τα ξύλα.
Όταν η ροδοδάχτυλη πρωινή αυγή ήρθε,
πλάι στην πυρά του Έκτορα μαζεύτηκε ο κόσμος.
Και όταν πια μαζεύτηκαν κι ήταν συγκεντρωμένοι,
τη θράκα πρώτα έσβησαν πια με κρασί φλογάτο,
ως όπου είχε απλωθεί η δύναμη της φλόγας·
έπειτα τ’ άσπρα κόκαλα τ’ αδέρφια και οι φίλοι
θρηνώντας τα συγκέντρωσαν, έχυναν πολλά δάκρυα.
Τα πήραν και τα έβαλαν μες σ’ ολόχρυση θήκη
και σκέπασαν με απαλά κόκκινα πέπλα τότε·
γοργά κατόπι τα ‘βαλαν σε ανοιγμένο λάκκο,
που με πέτρες τον έστρωσαν σφιχτόδετες, μεγάλες·
σώριασαν χώμα βιαστικά κι έστησαν βάρδιες γύρω,
μη τους ορμήσουν ξαφνικά οι αντρείοι Αργείοι.
Κι όταν το χώμα σώριασαν, γύρισαν πάλι πίσω·
Έπειτα φαγητό λαμπρό έτρωγαν συναγμένοι
στο παλάτι του Πρίαμου, του αρχοντικού του ρήγα.
Έτσι την ταφή έκαναν του Έκτορα ιππότη. » ( Όμηρος, “Ιλιάδα”, ραψ. Ω’ 707-804 )
Όταν δεν έκαναν καύση, για τον ενταφιασμό του σώματος έσκαβαν έναν βαθύ λάκκο, στον οποίο έκαναν επένδυση με λίθινα τοιχώματα κι εκεί τοποθετούσαν τον νεκρό. Έτσι δημιουργούσαν ένα κιβωτόσχημο τάφο, όπου τοποθετούσαν κτερίσματα, ανάλογα με την οικονομική κατάσταση και την καταγωγή του νεκρού.
Και για τους δυο τρόπους ταφής, πάνω από τα λάκκο με το αγγείο που περιείχε τα οστά του καμένου σώματος, ή πάνω από τον τάφο του ενταφιασμένου, μάζευαν χώμα και σχημάτιζαν έναν τύμβο, δηλ. έναν λοφίσκο ή μια “τούμπα” από χώμα. Στη βάση του έβαζαν μια σειρά από λίθους ή έκτιζαν έναν χαμηλό τοίχο. Πάνω στον τύμβο τοποθετούσαν μια ταφόπλακα και σ’ αυτήν μια στήλη, όπου έγραφαν το όνομα του νεκρού. Πολλές φορές έβαζαν κι ένα αγγείο χωρίς πάτο για να μεταφέρονται οι χοές από κρασί, λάδι και μέλι κατευθείαν στο νεκρό.
Αυτές τις χοές περιγράφει ο Οδυσσέας, που έκανε όταν έφτασε στον Άδη, για να συναντήσει τον μάντη Τειρεσία:
« Εκεί το πλοίο σύραμε και βγάλαμε από μέσα
τα πρόβατα· βαδίσαμε στον Ωκεανό δίπλα,
ωσότου πια βρεθήκαμε όπου μας είπε η Κίρκη.
Περιμήδης κι Ευρύλοχος εκεί τότε κρατούσαν
τα σφαχτά· κι ανασέρνοντας το κοφτερό σπαθί μου
μιας πήχης λάκκο άνοιξα σε μάκρος και σε φάρδος
και πρόσφερα στα χείλη του χοές στους πεθαμένους·
πρώτα έχυσα μελόγαλα, γλυκό κρασί κατόπι,
τέλος νερό· πασπάλισα κριθάλευρο από πάνω.
Και των νεκρών ικέτευσα τα άψυχα κεφάλια
κι έταξα, σαν πάω στη γη μου, για χάρη τους να σφάξω
στέρφα τρανή γελάδα μου, να κάψω κι άλλα δώρα·
στον Τειρεσία ξέχωρα έταξα το κριάρι,
το μαύρο και το πιο όμορφο στα πρόβατά μου μέσα.
Σαν τέλειωσα πια τις ευχές και τα ταξίματά μου
εκεί στα πλήθη των νεκρών, τα πρόβατα στο λάκκο
έσφαξα· χυνόταν μαύρο το αίμα· και να τότε
απ’ το Έρεβος οι ψυχές των πεθαμένων ήρθαν. » ( Όμηρος, “Οδύσσεια”, ραψ. λ’ 20-37 )
Την ταφή διαδέχονταν οι τελετές καθαρμού κι εξαγνισμού, στις οποίες το σπίτι καθαριζόταν κι όλα τα σκεύη πλένονταν με νερό πηγής ή θαλασσινό νερό. Στη συνέχεια γινόταν το πλύσιμο όσων είχαν έρθει σ’ επαφή με τον νεκρό. Μερικοί έκαιγαν και θειάφι για να φύγει το μίασμα του νεκρού. Επίσης, άφηναν να σβήσει στην εστία η φωτιά, που είχε μιανθεί, κι άναβαν καινούργια. Στο τέλος, εφόσον είχε γίνει ο καθαρμός κι ο εξαγνισμός, επακολουθούσε το τελετουργικό νεκρόδειπνο ( παρηγοριά ή μακαριά ), στο οποίο παρευρίσκονταν οι συγγενείς και φίλοι του νεκρού.
Οι αρχαίοι Έλληνες είχαν νεκρικές τελετουργίες και μετά την ταφή, όπως κατά την 3η ημέρα, την 9η ημέρα και την 30η, που τα ονόμαζαν αντίστοιχα τρίτα, ένατα και τριηκόστια.
Με όσα αναφέραμε, καταδείξαμε ότι οι πρόγονοί μας τιμούσαν τους νεκρούς τους. Τα ταφικά μας έθιμα αποδεικνύονται από τα γραπτά, από τα οποία μερικά παραθέσαμε, τις απεικονίσεις στα αγγεία, τους τάφους και τα κτερίσματα. Για ν’ αποδίδονται τιμές, σημαίνει πως οι αρχαίοι Έλληνες πίστευαν στην αθανασία της ψυχής.
-------------------------------------------------------------------------------
(*1). Οι αρχαίοι συγγραφείς χρησιμοποιούσαν τη λέξη “οιμωγή” για τον ανδρικό θρήνο και τη λέξη “κωκυτός” για τον θρήνο των γυναικών που εκδηλωνόταν και με δυνατές φωνές. Υπάρχει κι ο “κομμός”, ο θρήνος στις τραγωδίες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου