Δευτέρα 7 Οκτωβρίου 2013

Η ψυχή για τους αρχαίους Έλληνες

[[ δαμ- ων ]]

Ένα θέμα πολύ σοβαρό, που απασχόλησε πολύ την ελληνική σκέψη, είναι το θέμα της ψυχής. Με τον όρο “ψυχή” δηλώνεται η άυλη πλευρά του ανθρώπου. Η πλευρά στην οποία ο άνθρωπος οφείλει την ατομικότητα και την ανθρώπινη φύση. Συχνά η ψυχή θεωρείται συνώνυμη του νου ή του Εγώ. Για τις διάφορες θρησκείες είναι εκείνο το μέρος του ατόμου που μετέχει στο θείο και για τις περισσότερες εκείνο το μέρος που επιζεί μετά τον σωματικό θάνατο.
Κατά τους ορφικούς οι κακόβουλοι κι εγκληματικοί Τιτάνες, αφού απόσπασαν τον μικρό Διόνυσο- Ζαγρέα από την επιτήρηση των Κουρήτων, τον διαμέλισαν και τον έφαγαν. Μόνο την καρδιά του μπόρεσε να σώσει η Αθηνά. Θύμωσε ο Δίας και τους κατακεραύνωσε για την αποτρόπαια πράξη τους. Οι άνθρωποι δημιουργήθηκαν από την στάχτη των Τιτάνων και γι’ αυτό κληρονόμησαν την κακή ή τιτανική φύση (σώμα) και τη αγαθή ή θεία (την ψυχή). Έτσι για τους ορφικούς η ψυχή ήταν θαυμαστή και υπερκόσμια ύπαρξη. Άξιζε πολύ περισσότερο από το σώμα και κάθε άνθρωπος έπρεπε να την ενισχύει προσπαθώντας να δαμάσει την τιτανική του φύση. Σύμφωνα με τη μυστική τους διδασκαλία η ψυχή βρίσκεται φυλακισμένη ή “ενταφιασμένη” στο σώμα. Το ίδιο υποστηρίζει και ο Πλάτωνας.
Έτσι ο “ορφισμός” έκανε δύο μεγάλες προσφορές στην παγκόσμια θρησκευτική σκέψη:
1) Ο θεός κατοικεί στα βάθη του Είναι μας, κρυμμένος στην ύλη και έχουμε σαν κύριο καθήκον να τον απελευθερώσουμε από τα τιτανικά δεσμά του.
2) Η θεϊκή προέλευση της ψυχής ενοποιεί όλους τους ανθρώπους, αφού όλοι οι άνθρωποι φέρουν μέσα τους τον διαμελισμένο από τους Τιτάνες Διόνυσο, και τους φέρνει σε απευθείας ένωση με τη θεία ουσία.

Η συνέχεια >>> εδώ …

Θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε τον Ορφέα ως τον πατριάρχη της “καταφατικής θεολογίας”, η οποία θεωρεί το “Είναι” ως τον ενοποιητικό παράγοντα Θεού και Κόσμου. Ο άνθρωπος, αποτελούμενος από ψυχή και σώμα , είναι εξόριστος στη γη, στην οποία βρίσκεται λόγω μιας “πτώσης”. Ο μυημένος γνωρίζει:
« Γης παις ειμί και ουρανού αστερόεντος,
αυτάρ εμοί γένος ουράνιον »
[[ Παιδί είμαι της Γης και του έναστρου ουρανού, το γένος μου είναι ουράνιο ]], κι από ‘κει πηγάζει η ακατανίκητη έφεση της ψυχής να ελευθερωθεί από τα δεσμά του σώματος.
Στο πλατωνικό έργο “Κρατύλος” ο Σωκράτης συζητεί με τον Ερμογένη για το πώς πήραν το όνομά τους το σώμα και η ψυχή. Λέει ο αθηναίος σοφός για την ψυχή:
[[ … νομίζω πως αυτοί που έδωσαν στην ψυχή το όνομα σκέφτηκαν κάπως έτσι· αυτή, όταν είναι μέσα στο σώμα, είναι η αιτία της ζωής του, παρέχοντας τη δύναμη της αναπνοής και “αναψύχουσα” ( αναζωογονόντας το με αέρα ), ενώ, όταν λείψει αυτό που ζωογονεί το σώμα, τότε το τελευταίο καταστρέφεται και πεθαίνει. Γι’ αυτό τον λόγο νομίζω ότι την ονομάζουν “ψυχή”· ]] ( Πλάτων, “Κρατύλος”, 399 e )
Η ψυχή, λοιπόν, είναι η αιτία που κινεί και συγκρατεί το σώμα. Μετά λέει για το όνομα του σώματος:
[[ Μερικοί λένε ότι αυτό είναι “σήμα” ( τάφος ) της ψυχής, η οποία είναι παρούσα ζωή θαμμένη μέσα σ’ αυτό· επίσης, επειδή η ψυχή με το σώμα “σημαίνει” ( φανερώνει ) όσα σημαίνει, σωστά ονομάζεται “σήμα”. Νομίζω μάλιστα ότι την ονομασία τούτη έδωσαν οι Ορφικοί, επειδή η ψυχή που τιμωρείται για όσα παραπτώματα έκανε, το έχει για περίβολο όπου μέσα του “σώζεται”, κάτι σαν δεσμωτήριο· σύμφωνα λοιπόν μ’ αυτά, τούτο είναι το “σώμα” (σώσιμο) της ψυχής, όπως ακριβώς ονομάζεται, μέχρις ότου εκείνη να εκτίσει την ποινή της·]] (Πλάτων, “Κρατύλος”, 400 c)
Η έκφραση ότι « σώμα εστι σήμα της ψυχής » υποδηλώνει ότι η ψυχή ζει αληθινά μόνο μετά το θάνατο του σώματος, μιας κι αυτό είναι το δεσμωτήριό της.
Η λέξη “ψυχή” προέρχεται από το ρήμα “ψύχω” (= φυσώ, πνέω ), κι αρχικά σήμαινε την ανάσα, την πνοή. Να μη μας διαφεύγει πως το απλούστερο εξωτερικό γνώρισμα του θανάτου είναι η απουσία της αναπνοής.
Όπως μας λέει ο καθηγητής φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου Αθηνών κ. Σακελλαρίου Γεώργιος, κατά τον Πυθαγόρα η ψυχή είναι λεπτότατη ουσία, μη αντιληπτή από τις αισθήσεις, νοήμων και σε διαρκή κίνηση και μάλιστα « αρμονία ή αριθμός εαυτόν κινών ». Ό,τι ήταν ο αριθμός για τα άλλα πράγματα, ήταν η ψυχή για το σώμα. Ο μαθηματικός και μύστης της αρχαιότητας πίστευε πως η ψυχή προϋπάρχει του σώματος και στη συνέχεια εισδύει σ’ αυτό. Η σχολή του Πυθαγόρα πρέσβευε την δοξασία για μετεμψύχωση: « η ψυχή προ του τώδε τω σώματι ενδεθήναι, πάλαι ποτέ εβίωσε ». Οι Πυθαγόρειοι πίστευαν ότι η ψυχή είναι αθάνατη, αφού είναι αεικίνητη, όπως όμοια είναι αεικίνητα και τα άστρα, που γι’ αυτό έχουν ζωή και ψυχή. Στα “Χρυσά Έπη” γράφουν: « Ην δ’ απολείψεις σώμα ες αιθέρ’ ελεύθερον έλθης, έσσεαι αθάνατος, θεός άμβροτος, ουκέτι θνητός. » Ο Νεοπυθαγόρειος φιλόσοφος Απολλώνιος ο Τυανέας σε επιστολή προς φίλο του, που πενθούσε για το θάνατο του γιου του, έγραφε: «Θάνατος ουδείς ουδενός ή μόνον εμφάσει, καθάπερ ουδέ γένεσεις ουδενός ή μόνον εμφάσει…Ου πενθητέον σοι θάνατον αλλά τομητέον και σεβαστέον. Το ον ουκ απόλλυται, δια τούτο ον, ότι έσται δια παντός. »
Η συγκράτηση όλων των όντων και πραγμάτων είναι ζωή , γι’ αυτό ο Θεός είναι Θεός ζώντων και όχι θανόντων. Το ίδιο υποστήριξε κι ο Χριστός μερικούς αιώνες αργότερα: «Ουκ έστιν ο Θεός Θεός νεκρών, αλλά ζώντων» (Ματθαίος, κβ΄, 32).
Επομένως η ψυχή δεν είναι αιτία γέννησης, ούτε προέρχεται από τους γονείς, αλλά είναι απορροή από την Ψυχή του Κόσμου, συμμετέχει της θεότητας και απ’ αυτήν απορρέει. Έτσι ο άνθρωπος έχει ουσιαστικά πατέρα μόνον τον Θεό, γι’ αυτό λέγεται και μονογενής, και οι γονείς είναι υπεύθυνοι για τη γέννηση πάνω στη γη μόνον του σώματος.
Η ψυχή συγκρατεί το σώμα, όπως ο αιθέρας συγκρατεί τον κόσμο. Επειδή έχει ουράνια προέλευση, είναι η μόνη ικανή για τη γνώση της απόλυτης αλήθειας. Συνεπώς είναι “εν δυνάμει πνεύμα”, στο οποίο μπορεί να μεταμορφωθεί με την άσκηση της αρετής. Ο άνθρωπος (μικρόκοσμος) είναι της ίδιας ουσίας με το Θεό. Όλες οι δυνάμεις του Θεού ενυπάρχουν στον άνθρωπο, που είναι “εν δυνάμει Θεός”. Έτσι, κατά τον Πυθαγόρα, ο άνθρωπος ήρθε στη γη για την εκπαίδευσή του και την καλλιέργεια του εντός του θείου στοιχείου, σταδιακά να πετύχει την πνευματοποίησή του ανεβαίνοντας σε πνευματικά ύψη και να αποθεωθεί. Καλλιεργώντας ο άνθρωπος την αρετή, έχοντας σαν βάση της ζωής του την αλήθεια και την καθαρότητα, θα μπορούσε η ψθχή να εξομοιωθεί με το Θεό: «Άξια δ’ εκείνα μόνον όσα προς την θείαν ομοίωσιν ημάς ανάγει».
Είναι τριμερής η ψυχή του ανθρώπου και τα μέρη της τμήματα ή επεκτάσεις της Ψυχής του Κόσμου. Ο Σέξτος ο Εμπειρικός λέει: « Υπάρχει έν μόνον πνεύμα, το οποίον είναι διακεχυμένον εις ολόκληρον τον Κόσμον. » Οι Πυθαγόρειοι ονόμαζαν τις ψυχές « μονάδες του Ενός θείου αριθμού », που αντιπροσωπεύει τον Δημιουργό και ως τέτοιες μονάδες συμμετέχουν της θείας συνείδησης έχοντας όλες τις ιδιότητες και δυνάμεις του θείου Πατρός σε λανθάνουσα κατάσταση (μακαριότητα). Με τη δημιουργία οι μονάδες αυτές εκχύνονται στην Κοσμική Ύλη και στα ανθρώπινα σώματα. Ο άνθρωπος μετέχοντας της δημιουργίας διαμέσου της ανελικτικής του πορείας παραλαμβάνει και συγκρατεί διάφορα στοιχεία, αποκτά βιωματικά τη γνώση, από τις βαθμίδες της ανέλιξής του μέσα από το ορυκτό, το φυτικό, και το ζωικό βασίλειο για να καταλήξει στη βαθμίδα της ανθρώπινης ψυχής με τις συναισθηματικές και νοητικές εκδηλώσεις (ασυνείδητες, υποσυνείδητες, συνειδητές και υπερσυνειδητές). Είναι προφανές ότι ο Πυθαγόρας παραδέχεται πως όλα έχουν ψυχή διδάσκοντας ότι « το παν εν τω Κοσμικώ Σύμπαντι μετέχει της Ψυχής του Κόσμου ». Όμως η ψυχή του ανθρώπου διαφέρει απ’ αυτήν των φυτών και των ζώων, γιατί διαθέτει νου και λόγο (λογικό), που αποτελούν το κάτοπτρο του Θεού και το δορυφόρο της θεότητας.
Η Ψυχή του Κόσμου είναι η αιτία του αισθητού κόσμου και γι’ αυτό προηγείται αυτού. Το Σύμπαν που μας περιβάλλει δεν είναι τίποτα άλλο παρά υλοποιημένη εικόνα της Ψυχής στον χρόνο. Για τους πυθαγόρειους η ψυχή είναι ένας σπινθήρας από τη θεότητα, ενώ η Ψυχή του Κόσμου η ίδια η “μακαρία θεότητα”. Ο Πρόκλος δίνει την ακόλουθη διευκρίνιση: « Είναι δε τούτο ιδιάζων χαρακτήρ της Ψυχής του Παντός, όχι το ότι αποτελείται εξ αριθμών, ούτε το ότι σύγκειται εκ τοιούτων σχέσεων, ούτε ακόμη ότι είναι αποτέλεσμα τοσούτων κύκλων- διότι όλα αυτά και τα άλλα ακόμη είναι κοινά γνωρίσματα πάσης ψυχής, θείας, δαιμονικής ή ανθρώπινης- αλλά διότι η ουσία της είναι ενδιάμεσος μεταξύ των δύο τούτων άκρων, αφ’ ενός του κοσμικού Νου και της όλης μεριστής ουσίας της υπαρχούσης εις όλα τα σώματα… Ο λόγος λοιπόν αρχίζει λαμβάνων το χαρακτηριστικόν τούτο γνώρισμα της Κοσμικής Ψυχής, μετά δε συνάπτει τα λοιπά, τον αριθμόν, την αρμονίαν, την μορφήν κατά τον προσήκοντα τρόπον εις κάθε είδους ψυχήν. » ( Πρόκλος εις Τίμαιον, ΙΙ 141, 4, 8 και 142, 8 )
Σύμφωνα με την πυθαγόρεια διδασκαλία, η ψυχή δεν έχει καμία σχέση με το σώμα, ούτε λογίζεται ως προσωπικότητα κάποιου ξεχωριστού ανθρώπου. Μπορεί η ψυχή να ενοικήσει σε οποιοδήποτε σώμα. Επίσης θεωρούσαν πως έπεσε από τα “θεϊκά ύψη” και για τιμωρία βρίσκεται κάτω απ’ την περιοριστική επίβλεψη του σώματος. Ο Πλάτωνας λέει «ως εν τινι φρουρά εσμέν οι άνθρωποι και ου δει δη εαυτόν εκ ταύτης λύειν ουδ’ αποδιδράσκειν» (Πλάτων, “Φαίδων”, 62 b). Ο θάνατος αποτελεί το μέσο ελευθέρωσης της ψυχής από τη φυλακή του σώματος. Στη συνέχεια η ψυχή πηγαίνει στον Άδη ( η πυθαγόρεια κατάβασις εις Άδου ), όπου υπόκειται σε μια περίοδο καθαρμού, και μετά επιστρέφει στον Επάνω Κόσμο, όπου αναζητά ένα άλλο σώμα, ζώντας μια νέα ζωή. Έτσι ακολουθεί μια ολόκληρη σειρά γεννήσεων και θανάτων, περνώντας μέσα από πολλά σώματα ανθρώπων, οφείλοντας να διατρέξει το μεγάλο “Κύκλο της Αναγκαιότητας”, μέχρι να υποστεί την οριστική της κάθαρση και να ξαναγυρίσει στην αρχική της μορφή καθαρότητας. Γίνεται φανερό ότι οι πυθαγόρειοι πίστευαν στη μετεμψύχωση.
Για τον Πλάτωνα, στην ανθρώπινη ψυχή εμφωλεύει ο “έρως της γνώσης”. Η αγέννητη κι αθάνατη ψυχή έχει ανάμνηση της προΰπαρξής της και της καταγωγής της. Την καθαυτή υπόστασή της βρίσκει όταν αποχωριστεί από το φθαρτό σώμα. Η ψυχή που ζει, νοεί , κινείται μόνη της και κινεί τα άλλα. Εκτός από τον κόσμο της ουσίας συνδέεται και με τον κατώτερο κόσμο της γένεσης. Αυτή την κατάσταση απηχεί η τριμερής διάκρισή της: το λογιστικό (αθάνατο κι έδρα της γνώσης), το θυμοειδές (έδρα της βούλησης) και το επιθυμητικό (το κατώτερο αξιολογικά, έδρα των επιθυμιών).
Η αθανασία της ψυχής δεν σημαίνει μόνο ότι η ψυχή επιβιώνει επ’ άπειρον, αλλά και ότι διαθέτει τον χαρακτήρα του αγέννητου και του ανώλεθρου, που αποτελούν τα θεμελιώδη γνωρίσματα του θείου. Έτσι είναι πρωταρχικό καθήκον του ανθρώπου να αποβάλει την κακότητά του κι όλα τα ελαττώματά του όσο είναι ακόμα ζωντανός. Γι’ αυτό πρέπει να καλλιεργεί τις αρετές και να δουλεύει με τον εαυτό του προσπαθώντας να αποβάλει κάθε ελαττωματικό στοιχείο. Ο Πλάτωνας συνέδεσε την ψυχή με τις ιδέες, οι οποίες γι’ αυτόν αντιπροσωπεύουν το είναι, την αληθινή ύπαρξη, ερχόμενες σε αντίθεση με την αβεβαιότητα των φαινομένων. Η ψυχή του ανθρώπου, λοιπόν, είναι “μοίρα”, μέρος ή τμήμα, της θείας ψυχής και γι’ αυτό είναι μια καθαρά πνευματική ουσία «ομοιότερον ψυχή σώματος εστι τω αιδεί», εξαρχής αδημιούργητη, όπως ο νοητός κόσμος των Ιδεών, με τον οποίο “συγγενεύει”, ενώ το σώμα έχει σχέση με τον φθαρτό κόσμο της Ύλης: «καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι με αυτό που είναι θείο, αθάνατο , νοητό, έχει μία μορφή, που είναι αδιάλυτο και διατηρεί πάντοτε και αναλλοίωτη την ταυτότητά του μοιάζει στον ύψιστο βαθμό η ψυχή, ενώ με αυτό που είναι ανθρώπινο, θνητό, μη νοητό, πολύμορφο, που μπορεί να διαλυθεί και δεν είναι ποτέ ίδιο με τον εαυτό του μοιάζει αντίθετα στον ύψιστο βαθμό με το σώμα.» (Πλάτων, “Φαίδων”, 80 b)
O Αριστοτέλης στο έργο του “Περί Ψυχής” , ορίζει την ψυχή ως τη μορφή ( τρόπο οργάνωσης ) του σώματος. Ως ψυχή αντιλαμβάνεται όχι απλά την σκέψη, αλλά την “αρχή” της ζωής. Κάθε ζωντανό ον είναι κυρίως ένα “έμψυχο σώμα”. Η πλήρως εξελιγμένη ανθρώπινη ψυχή, κατά κάποιο τρόπο, είναι ένα ιεραρχημένο σύστημα με τρία κύρια επίπεδα και δύο κύριες πλευρές: στο κατώτερο επίπεδο οι λειτουργίες της είναι καθαρά θρεπτικές, όπως στα φυτά- σ΄ ένα ανώτερο επίπεδο είναι επίσης αισθητικές, όπως στα ζώα- και στο ανώτερο απ’ όλα είναι λογικές, όπως στον άνθρωπο. Όσον αφορά τη νοητική της πλευρά, η δραστηριότητα της ψυχής εντοπίζεται κύρια στην ικανότητά της να διακρίνει ( διανοητική ) είτε να λειτουργεί σαν απλή αίσθηση, ή στις ανώτερες πνευματικές διεργασίες, που ξεκινούν από την αίσθηση- φαντασία, μνήμη κι ακόμη το ίδιο το λογικό. Σε ό,τι αφορά την πλευρά της επιθυμίας ή της όρεξης, οι δραστηριότητές της περιλαμβάνουν τις κατώτερες λειτουργίες της κίνησης και του πόθου και τις ανώτερες της επιλογής και της επιθυμίας.
Κατά τον Αριστοτέλη, δεν μπορούμε να αναφερθούμε στην ψυχή, χωρίς να λάβουμε υπόψη το ζωντανό σώμα στο οποίο ανήκει. Η ψυχή, κατά τον αριστοτελικό ορισμό, είναι η πρώτη εντελέχεια του φυσικού, οργανικού σώματος, που έχει τη δυνατότητα της ζωής, και επίσης έχει μέσα του την αρχή της κίνησης και της στάσης. Να εξηγήσουμε ότι εντελέχεια είναι η μορφή του όντος που υπάρχει σε κατάσταση δυνατότητας. Επομένως η ψυχή είναι μια υπόσταση με την έννοια της μορφής. Αποτελεί την αρχή και την αιτία του ζωντανού σώματος, την πηγή και τον σκοπό της κίνησής του: « έστι δε η ψυχή του ζώντος σώματος αιτία και αρχή ».
Για τα ζωντανά όντα το στοιχείο που συνιστά την ύπαρξή τους είναι η ζωή. Αιτία και αρχή για τη ζωή είναι η ψυχή, που, τελικά, ταυτίζεται με την ίδια τη φυσική, οργανική ζωή. Τη ζωή που την αντιλαμβανόμαστε σαν ένα σύνολο λειτουργιών και ικανοτήτων. Αυτές τις ικανότητες της ψυχής δεν τις έχουν όλα τα όντα στον ίδιο βαθμό.
Για τον Σταγειρίτη φιλόσοφο, η ψυχή και το σώμα συνιστούν μια πολύ συνεκτική ενότητα. Γράφει για την ψυχή: «αρμονίαν γαρ τινα αυτήν λέγουσι· και γαρ την αρμονίαν κράσιν και σύνθεσιν εναντίων είναι, και το σώμα συγκείσθαι εξ εναντίων.» [[ Κάποιοι, λοιπόν, λένε πως η ψυχή είναι είδος αρμονίας· επειδή η αρμονία είναι κράμα και σύνθεση αντιθέτων, και το σώμα αποτελείται από αντίθετα.]] Καταλήγει στο συμπέρασμα πως : « έσται άρα ποσόν και ποιόν και ουσία » [[ η ψυχή, άρα, θα είναι ποσότητα και ποιότητα και υπόσταση ]]. Κατά τον Αριστοτέλη μέσα στον άνθρωπο ζει ένα πνευματικό ον, ο “νους”, δίνοντας την εξήγηση: «λέγω δε νουν, ω διανοείται και υπολαμβάνει η ψυχή», ο οποίος δεν έχει αρχή και ήταν αδημιούργητος από πάντα, χωρισμένος από την ψυχή. Αυτός ο “νους”, όταν πεθάνει ο άνθρωπος, δεν υφίσταται φθορά, αλλά επιστρέφει στη χωριστή του ύπαρξη για να συνεχίσει την αιώνια ζωή του, όπως και ο Παγκόσμιος Νους. Στο βιβλίο του “Περί Ψυχής” ανακεφαλαιώνει: «Νυν δε, περί ψυχής τα λεχθέντα συγκεφαλαιώσαντες, είπωμεν πάλιν ότι η ψυχή τα όντα πως έστι πάντα…» [[Και τώρα, συγκεφαλαιώνοντας, όσα είπαμε για την ψυχή, ας πούμε πάλι πως η ψυχή, κατά κάποιον τρόπο, είναι όλα τα όντα. Γιατί τα όντα είναι είτε αισθητά είτε νοητά· και η γνώση, κατά κάποιον τρόπο, είναι τα αντικείμενα της γνώσης, ενώ η αίσθηση τα αισθητά· και πρέπει να ερευνήσουμε πώς γίνεται αυτό. Η γνώση, λοιπόν, και η αίσθηση, διαιρούνται όπως τα αντικείμενά τους· η δυνάμει γνώση και η αίσθηση αντιστοιχεί στα πράγματα που βρίσκονται σε κατάσταση δυνατότητας, και η αίσθηση και η γνώση σε εντλέχεια στα πράγματα με εντελέχεια. Η ικανότητα της ψυχής για αίσθηση, και η ικανότητά της για γνώση, δυνάμει είναι τα αντικείμενά τους· από τα οποία το ένα είναι αντικείμενο της γνώσης, και το άλλο αισθητό.]] (Αριστοτέλης, “Περί Ψυχής”, Γ’ 431 b)

Δεν υπάρχουν σχόλια: