Τρίτη 15 Οκτωβρίου 2013

Αιακός, ο δίκαιος κριτής των ψυχών


[[ δαμ- ων ]]

Η ελληνική μυθολογία έχει να μας παρουσιάσει άνδρες και γυναίκες με μεγάλη θρησκευτικότητα, βαθιά πίστη κι ευλάβεια. Ένας άνδρας πολύ πιστός κι ένθεος ήταν ο Αιακός από την Αίγινα. Ο πατέρας του, ο βασιλιάς των θεών, ο Δίας, τον όρισε, μετά το θάνατό του, ως κριτή των ψυχών όσων ζούσαν στην Ευρώπη. Ο Αιακός τραγουδήθηκε από το λαό σαν σοφός και δίκαιος βασιλιάς, κυρίως όμως για την ευσέβειά του.
O Πλούταρχος γράφει: « Αιακόν τε γαρ Ελλήνων οσιώτατον νομίζεσθαι », ενώ ο Απολλόδωρος μας αναφέρει: « ήν δε ευσεβέστατος πάντων Αιακός ».
Ας δούμε τον μύθο γύρω από το πρόσωπό του:
Ήταν γιος του νεφελοσυνάχτη Δία και της Αίγινας, μιας από τις κόρες του ποτάμιου θεού Ασωπού. Θαμπώθηκε από την ομορφιά της κόρης ο βροντορίχτης βασιλιάς των θεών και την άρπαξε από τη Φλασιά και την έφερε σ’ ένα από τα νησιά του Σαρωνικού, την Οινώπη, που από την παρουσία της θυγατέρας του Ασωπού, ονομάστηκε μετά Αίγινα, διατηρώντας μέχρι σήμερα αυτό το όνομα. Σαν είδε ο πατέρας της πως έλειπε η θυγατέρα του, άρχισε να ψάχνει να τη βρει, κι έτσι έφτασε στην Κόρινθο. Εκεί βασίλευε ο Σίσυφος, που του φανέρωσε τον απαγωγέα. Ο ποτάμιος θεός για να τον ευχαριστήσει, έκανε να αναβλύσει νερό στην κατάξερη Ακροκόρινθο. Έτσι πήγασε νερό από την πηγή Πειρήνη.
Αφού ο Ασωπός έμαθε τον απαγωγέα και τον τόπο, όπου είχαν καταφύγει, άρχισε την καταδίωξη. Μα ένας κεραυνός του κεραυνοβρόντη Δία τον έκανε να περιοριστεί στην κοίτη του. Από τότε, λένε, πως συχνά οι άνθρωποι έβρισκαν κάρβουνα στην κοίτη του ποταμού Ασωπού.
Στο νησί αυτό έγινε το σμίξιμο του θεού με την κόρη, και η Αίγινα γέννησε τον Αιακό. Σαν ανδρώθηκε ο Αιακός έγινε ο βασιλιάς του νησιού της Αίγινας. Κανένας άλλος βασιλιάς δεν ήταν τόσο δίκαιος και κανένας άλλος δεν αγάπησε πιότερο την αλήθεια. Την δικαιοσύνη του και τη σοφία του τιμούσαν ακόμη και οι Ολύμπιοι θεοί, που πολλές φορές τον έβαλαν κριτή στις διαφορές τους.
Αργότερα η μάνα του Αιακού, η Αίγινα, μετοίκησε στη Θεσσαλία, όπου παντρεύτηκε τον Άκτορα, από τον οποίο απόχτησε τον Μενοίτιο (*1), τον πατέρα του Πάτροκλου.

Η συνέχεια >>> εδώ …

Μα η Ήρα, που όλα, αργά ή γρήγορα, τα γνωρίζει, έμαθε για την μπερμπαντιά του άντρα της Δία. Έτσι ζήλεψε για την απιστία του και θέλησε να τιμωρήσει τον καρπό του έρωτα του άντρα της, τον Αιακό, που σε τίποτα δεν έφταιξε. Πλάκωσε στο νησί μια τρομερή επιδημία και όχι μόνον οι άνθρωποι, αλλά και κάθε ζωντανό αφανίστηκε από το πρόσωπο της γης. Χάθηκαν οι δουλευταράδες κάτοικοι και τα ζώα που τους βοηθούσαν στης δουλειάς τον κάματο. Μεγάλη απελπισία ψυχοπλάκωσε τον Αιακό, που μη αντέχοντας τη μοναξιά, σήκωσε τα χέρια στον ουρανό και δεήθηκε στον πατέρα του:
« Ω, μεγάλε και παντοδύναμε Δία! Αν είσαι, πραγματικά, πατέρας μου κι αν δε σε ντροπιάζουν οι απόγονοί σου, ξαναδοσ’ μου πίσω το λαό μου, ή πάρε με και μένα στο μαύρο σκοτάδι του Άδη.»
Ο Δίας αγαπούσε τον γιο του, που ήταν δίκαιος και θεοσεβής, και του ‘στειλε σημάδι θεϊκό. Μια αστραπή έσχισε τον καταγάλανο ουρανό και βροντή που έσχιζε των αυτιών τα τύμπανα δόνησε όλο το νησί. Κατάλαβε πως ακούστηκε η παράκλησή του κι έριξε μια ματιά τριγύρω. Χιλιάδες μυρμήγκια ανεβοκατέβαιναν στη ιερή βελανιδιά. Φωτίστηκε το θλιμμένο πρόσωπο του Αιακού κι αμέσως δεήθηκε: « Ω, πονόψυχε πατέρα, όσα είναι τα μυρμήγκια στο δέντρο σου, την ιερή δρυ, τόσοι να ξεφυτρώσουν φιλόπονοι άντρες και γυναίκες, και ν’ αντηχήσει το νησί από γέλια πάλι.
Μέχρι ν’ αποσώσει τα λόγια του, ο τόπος γέμισε από ανθρώπους. Ήταν τα μυρμήγκια, που ο Δίας, ακούγοντας την προσευχή, μεταμόρφωσε σε ανθρώπους, για χάρη του γιου του, του αγαπητού.
Έτσι οι νέοι κάτοικοι ονομάστηκαν Μυρμιδόνες κι έζησαν με ηθική και τάξη κάτω από τη γεμάτη σωφροσύνη βασιλεία του Αιακού. Ο βασιλιάς πήρε γυναίκα την Ενδηίδα, την κόρη του βασιλιά των Μεγάρων Σκίρωνα, από την οποία απόχτησε δυο γιους, τον Πηλέα και τον Τελαμώνα. Αργότερα ερωτεύτηκε τη θαλασσινή νύμφη Ψαμάθη, κόρη του Νηρέα κι αδελφή της Θέτιδας. Πολλές μέρες την κυνηγούσε στ’ ακρογιάλια του νησιού, μα αυτή για να τον αποφύγει μεταμορφωνόταν σε φώκια. Όταν, τελικά, έσμιξαν, το παιδί που γεννήθηκε απ’ αυτόν τον έρωτα ονομάστηκε Φώκος.
Στον καιρό του θεωρούνταν ο πιο ευσεβής άνθρωπος και γι’ αυτό ήταν ιδιαίτερα αγαπητός στον Δία. Μετά από το φόνο του Στύμφαλου από τον Πέλοπα οι θεοί οργίστηκαν και τιμώρησαν όλη την Ελλάδα με ανομβρία και λιμό. Οι άνθρωποι άρχισαν να προσεύχονται και να παρακαλούν τους θεούς να θέσουν τέλος στο κακό. Μα οι θεοί τους είπαν πως θα γινόταν δεχτή η παράκλησή τους μόνον αν προσευχόταν ο Αιακός. Έτσι απ’ όλη την Ελλάδα ήρθαν στην Αίγινα ταγοί για να παρακαλέσουν τον Αιακό να μεσιτεύσει στους θεούς. Πίστευαν πως λόγω της θεϊκής του καταγωγής και της ευσέβειάς του θα εισακούονταν από τους ολύμπιους. Αυτός πρόθυμα δέχτηκε, κι ανέβηκε στην ψηλότερη κορυφή του βουνού στην Αίγινα. Εκεί ικέτευσε τον πατέρα του να λυπηθεί τους βροτούς. Δεν άργησε η δροσιστική βροχή, γονιμοποιεί τη φύση, να ποτίσει τη διψασμένη γη. Από ευγνωμοσύνη οι αντιπρόσωποι ίδρυσαν στον τόπο της προσευχής ένα ιερό, που ήταν αφιερωμένο στον Δία Πανελλήνιο ( ή Ελλάνιο ).
Μ ε σωστή κρίση έλυσε τη διαφορά ανάμεσα στο Νίσο και τον Σκίρωνα για την ηγεμονία των Μεγάρων. Τη δίκαια κρίση του εμπιστευόντουσαν και οι θεοί. Ήταν τόσο αγαπητός στους θεούς, που πολλές φορές τον έπαιρναν σαν συνεργάτη τους. Έτσι ο “άριστος στο νου και στα χέρια” Αιακός συνεργάστηκε με τον Απόλλωνα και τον Ποσειδώνα στο χτίσιμο των τειχών της Τροίας. Όταν τελείωσε το χτίσιμο των τειχών, όρμησαν τρία φίδια, που βγήκαν μέσα από τη γη, ενάντια στα τείχη. Τα δύο έπεσαν νεκρά μπροστά στα τμήματα των τειχών, που είχαν χτίσει οι θεοί. Το τρίτο μπήκε μέσα στην πόλη, από το μέρος που είχε χτισμένο ο Αιακός. Τότε ο Απόλλωνας, ο θεός της μαντικής, εξήγησε πως αυτό ήταν σημάδι ότι η πόλη δύο φορές θα αλωνόταν από τη φύτρα του Αιακού, από την πρώτη κι από την τρίτη γενιά. Έτσι κι έγινε. Η Τροία πρώτα αλώθηκε από τον Τελαμώνα, τον γιο του Αιακού και μετά από το Νεοπτόλεμο, το γιο του Αχιλλέα, που ήταν κι αυτός γιος του Πηλέα, δηλ. το δισέγγονο του Αιακού.
Ο Παυσανίας στις περιηγήσεις αναφέρει τον Αιακό. Γράφει λοιπόν: « Το νησί αντίκρυ στην Επιδαυρία κατοικείται από τους αιγινίτες. Σ΄ αυτό το νησί λένε πως δεν υπήρχαν από την αρχή άνθρωποι. Όταν ο Δίας έφερε στο ακατοίκητο νησί την Αίγινα, την κόρη του Ασωπού, το νησί πήρε το όνομα αυτό αντί του παλιού Οινώνη, κι όταν ο Αιακός, αφού μεγάλωσε, ζήτησε από το Δία κατοίκους, ο Δίας έβγαλε λένε ανθρώπους από τη γη…
Ο πρόσπλους στην Αίγινα είναι δυσκολότερος παρά στα άλλα ελληνικά νησιά, γιατί υπάρχουν γύρω- γύρω βράχοι κάτω από την επιφάνεια του νερού και άλλοι που μόλις φαίνονται• λένε πως αυτά τα μηχανεύτηκε ο Αιακός από το φόβο της πειρατείας και με σκοπό να μην είναι χωρίς κίνδυνο ο πρόσπλους σε εχθρούς. Κοντά στο λιμάνι, στο οποίο προσορμίζονται τα πλοία είναι ένας ναός της Αφροδίτης, και σε πολύ εμφανές μέρος της πόλης το λεγόμενο Αιάκειο, ένας τετράγωνος ιερός περίβολος από λευκό μάρμαρο. Στην είσοδο απεικονίζονται ανάγλυφοι οι αποσταλέντες κάποτε από τους Έλληνες στον Αιακό για το λόγο που αναφέρουν οι αιγινίτες και βρίσκουν σύμφωνους και τους άλλους Έλληνες: επειδή η Ελλάδα υπέφερε από ξηρασία και δεν έπεφτε βροχή ούτε στην Πελοπόννησο ούτε έξω από τον ισθμό, έστειλαν ανθρώπους στους Δελφούς να ρωτήσουν ποια ήταν η αιτία και μαζί να ζητήσουν θεραπεία του κακού. Σ’ αυτούς η Πυθία είπε πως πρέπει να εξιλεώσουν τον Δία και πως, για να εισακουστεί η δέησή τους, πρέπει να την κάνει ο Αιακός. Έτσι έστειλαν ανθρώπους από κάθε πόλη για να παρακαλέσουν τον Αιακό. Εκείνος θυσίασε στον πανελλήνιο Δία και προσευχήθηκε σ’ αυτόν, και έκαμε να πέσει βροχή στην Ελλάδα. Οι αιγινίτες έκαμαν τις εικόνες των ανθρώπων που ήρθαν στον Αιακό. Μέσα στον περίβολο είναι φυτρωμένος από παλαιά ελιές και υπάρχει και ένας βωμός που δεν υψώνεται πολύ από το έδαφος• πως ο βωμός αυτός είναι και τάφος του Αιακού, αυτό είναι παράδοση απόρρητη…» ( Παυσανίας, “Περιηγήσεις” ΙΙ, 2-8 )
Αφού έζησε πολλά χρόνια με δικαιοσύνη και ευεργεσίας προς τους ανθρώπους, ήρθε το πλήρωμα του χρόνου κι έπρεπε ν’ αφήσει αυτό τον κόσμο, οι θεοί τον τίμησαν (*2) εμπιστεύοντάς του τα κλειδιά του Άδη. Τον έβαλαν δίπλα στον Πλούτωνα και την Περσεφόνη να κρίνει τις ζωές των νεκρών. Έτσι μαζί με τ’ αδέλφια του, τον Ραδάμανθυ και τον Μίνωα, παιδιά του Δία από την Ευρώπη, δίκαζαν τις ψυχές. Ο Ραδάμανθυς, που είχε ασιατική καταγωγή από τη μάνα του, τις ψυχές των Ασιατών, ο Αιακός, με μάνα από την ήπειρο της Ευρώπης, τις ψυχές των Ευρωπαίων, ενώ ο Μίνωας, ψηλότερα από τους δύο, έκρινε τις αμφισβητούμενες περιπτώσεις.
Σχετικά με την κρίση των ψυχών από τον Αιακό, ο Πλάτωνας στο βιβλίο του “Γοργίας”, παρουσιάζει να υπάρχει στην αρχή μια μη δίκαιη κρίση. Γι αυτό ο Δίας πήρε την απόφαση να ορίσει δίκαιους κριτές τους γιους του. Γράφει γι’ αυτό το θέμα ο αθηναίος φιλόσοφος:
« Έχοντας συνειδητοποιήσει όλα τούτα πριν από σας, έκανα ( εγώ ο Δίας ) δικαστές τους γιους μου, δύο από την Ασία, τον Μίνωα και τον Ραδάμανθυ, και έναν από την Ευρώπη, τον Αιακό. Όταν πεθάνουν, θα δικάσουν στον λειμώνα, στο τρίστρατο απ’ όπου δύο δρόμοι οδηγούν ο ένας στα νησιά των μακάρων και ο άλλος στον Τάρταρο. Εκείνους που έρχονται από την Ασία θα κρίνει ο Ροδάμανθυς, εκείνους που έρχονται από την Ευρώπη ο Αιακός. Στον Μίνωα θα παραχωρήσω εξουσία τελικής κρίσης, αν υπάρχει κάτι αμφισβητούμενο στον έναν από τους δύο άλλους, ώστε να γίνει όσο το δυνατόν δικαιότατη η κρίση για την πορεία που θα πάρουν οι άνθρωποι. » ( Πλάτων, “Γοργίας” 523e- 524a )
Ο Πίνδαρος, ο λυρικός ποιητής από τη Θήβα, έγραψε έναν παιάνα για το νησί της Αίγινας, όπου ενώθηκαν ερωτικά ο Κρονίδης Δίας με την παρθένα κόρη του Ασωπού:
« Δοξασμένη του Δωρικού πελάγου
άνασσα Αίγινα
νησί του Ελληνίου Δία,
ολόφωτο άστρο.
Δεν θα σ’ αφήσουμε γι’ αυτό χωρίς μερίδα
μεγάλη παιάνων• και των ύμνων καθώς
θα ακούς το κυμάτισμα, θα πεις από πού
τα πρωτεία πήρες στη θάλασσα,
δέσποινα, και την αρετή που φυλάγει το δίκαιο.
Αυτός τα καλά και τα κακά που μοιράζει,
αυτός την ευτυχία σου χάρισε,
του μεγάλου του Κρόνου
ο γιος, που δίπλα στα νερά του Ασωπού
τη βαθύζωνη παρθένα ποθώντας,
την Αίγινα, άρπαξε•
και τότε η ολόχρυση αέρινη
κόμη - τα σύννεφα –
την πλάτη της χώρας σου
την κάλυψαν όλη
κλίνη του έρωτα θεία να γίνει…. » ( Πίνδαρος, “Παιάνας VI”, 123-140 )
Σε άλλο ύμνο αναφέρει ο Πίνδαρος πως ο Αιακός δεν ήταν θνητού πατέρα γιος, αλλά του βασιλιά των θεών, του παντοδύναμου Δία:
« ………Το βασιλιά των θεών να υμνούμε
στο χώρο ετούτο, με γλυκιά τη φωνή,
γιατί εδώ – όπως λένε – σε μήτρα μητέρας
έσπειρε ο Δίας τον Αιακό τον μεγάλο…» ( Πίνδαρος, “Νεμεόνικος VII”, 81-84 )
Υμνώντας τον Δείνη τον Αιγινίτη, που νίκησε στη σταδιοδρομία στους αγώνες της Νεμέας, και πάλι ο Πίνδαρος μας λέει για τη μεγαλοσύνη του Αιακού, τη δεξιοτεχνία και τη σοφία ( « χειρί και βουλαίς άριστος » ):
« Τέτοιοι έρωτες στου Δία και της Αίγινας την κλίνη
ολόγυρα μοίρασαν
της Κύπριδας τα δώρα• και γεννήθηκε γιος,
βασιλιάς της Οινώνης, πρώτος στο νου και στο χέρι•
και πολλοί τη βοήθεια τους πρόσφεραν.
Διαλεχτά παλικάρια απρόσκλητα γύρω του
στις εντολές του να μπουν από μόνα τους ήθελαν,
και όσοι κυβερνούν το λαό στην Αθήνα
και όσοι στη Σπάρτη, του Πέλοπα έκγονοι.
Και ‘γω στου Αιακού τα γόνατα έρχομαι
για την πόλη τη φίλη και τους πολίτες της φέρνοντας
σε σκοπό Λυδικό τραγούδι ωραίο…» ( Πίνδαρος, “Νεμεόνικος VIII”, 6-15 )
Σ’ έναν ύμνο, προς τιμή του Ολυμπιονίκη Αλκιμέδοντα από την Αίγινα, που νίκησε στην πάλη των παίδων, ο Πίνδαρος ψάλλει το χτίσιμο των τειχών της Τροίας και το θείο σημάδι για την άλωσή της από τη γενιά του Αιακού:
« Τιμοσθένη, τον Δία η μοίρα γενάρχη σας
όρισε• αυτός στη Νεμέα σε δόξασε
και πλάι στο λόφο του Κρόνου τον Αλκιμέδοντα
Ολυμπιονίκη ανάδειξε.
Όμορφη η όψη του και οι πράξεις του ισότιμες.
Νικώντας στην πάλη, την πατρίδα του Αίγινα δόξαζε,
όπου η Σώτειρα Θέμη του Ξένιου Δία
λατρεύεται πάρεδρος

από αλλού περισσότερο. Δύσκολο είναι να ζυγιάσεις
σωστά αυτό που αστάθμητο στο νου
ταλαντεύεται• αλλά νόμος των θεών
τούτη τη θαλασσόζωστη χώρα
στήριγμα θείο την έστησε
για όλους τους ξένους•
και ο χρόνος που έρχεται
ποτέ του μην πάψει να στηρίζει το ρόλο της.

Απ’ τη γενιά του Αιακού διοικείται.
Αυτόν, ο γιος της Λητώς κι ο Ποσειδώνας ο μέγας
όταν τα τείχη της Τροίας θα έκτιζαν
συνεργό τους τον κάλεσαν,
γιατί ήταν της μοίρας της
αν γινόταν πόλεμος
στην κραιπάλη της μάχης καπνοί
να την πνίξουν ολόμαυροι.

Και δράκοντες μαύροι όταν τα έκτισαν
απ’ τους πύργους τους πήδηξαν• τρεις.
Οι δυο τους αμέσως σαν έπεσαν σπάραξαν,
και ο τρίτος σφυρίζοντας μπήκε•
και ο Απόλλωνας είπε το σημάδι σαν είδε:
« Η Τροία θα πέσει απ’ το μέρος που κτίσαν
τα χέρια σου• έτσι μου λέει το σημάδι
που έστειλε ο βαρύβροντος Δίας•

και θα πέσει απ’ τους γιους της πρώτης γενιάς
και της τέταρτης.» Και μόλις το είπε
τράβηξε κι έφυγε για τον Ξάνθο ψηλά
και τον Ίστρο και τις Αμαζόνες ιππεύτρες.
Και στον Ισθμό ο τριαινούχος
το γρήγορο άρμα του έφερε
με τα χρυσά του τα άλογα
τον Αιακό επιστρέφοντας……» ( Πίνδαρος, “Ολυμπιόνικος VIII”, 15-51 )
Τέλος ο λυρικός μας ποιητής εκθειάζει τον Αιακό κι όλους τους απογόνους του:
« και σένα στο νησί Οινοπία σε έφερε και
μαζί σου κοιμήθηκε – και κει του βαρύβροντου
Δία πατέρα του γέννησες γιο,
τον Αιακό τον περίλαμπρο – που των θεών
τις διαφορές μεταξύ τους ξεδιάλυνε• κι οι γιοι του
οι ισόθεοι, και των γιων του οι γιοι, οι ανδρείοι
τους κρότους και βόγγους της μάχης τιμούσαν•
και σύνεση είχαν και καρδιά καθαρή. » ( Πίνδαρος, “Ισθμιόνικος VIII”, 23-28 )

--------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
(*1). Σ’ αυτή τη γενεαλογία αναφέρεται κι ο Πίνδαρος σ’ έναν ύμνο του:
« Και απ’ όλους πιο πάνω τον Μενοίτιο τίμησε
- του Άκτορα γιο και της Αίγινας –
που ο γιος του με τον Ατρέα μαζί
στον κάμπο του Τεύθραντα στο πλευρό τ’ Αχιλλέα
παραστάθηκε μόνος, όταν τους γενναίους Δαναούς
κυνηγώντας στα καράβια ο Τήλεφος
έφτασε – όπου γνώρισε κι έμαθε
την αντρεία του Πάτροκλου. » ( Πίνδαρος, “Ολυμπιόνικος IX”, 69-75 )

(*2). Στην πατρίδα του την Αίγινα τιμούσαν οι κάτοικοι τον Αιακό με γυμνικούς αγώνες, τα “Αιάκεια”. Συνήθιζαν στο ηρώο του, το Αιάκειο, ν’ αφιερώνουν οι αιγινήτες αθλητές τα στεφάνια τους, που κέρδιζαν στους πανελλήνιους αγώνες.

Δεν υπάρχουν σχόλια: