[[ δαμ- ων ]]
Α΄ μέρος
Η μορφή του Ηρακλή (*1) κυριαρχεί στην Ελληνική μυθολογία. Στο πρόσωπό του συγκεντρώνονται τα χαρακτηριστικά και τα προσόντα του ήρωα που έθεσε τον εαυτό του στην υπηρεσία του κόσμου, του ευεργέτη της ανθρωπότητας, ο οποίος ως αντιμισθία έλαβε μια θέση δίπλα στους Ολύμπιους θεούς, δηλαδή τη θέωση. Στον Θηβαίο ήρωα αποκρυσταλλώνεται το πρότυπο του ισχυρού, άφοβου, ακατάβλητου άντρα που είναι ο εξολοθρευτής ολέθριων τεράτων, ο εκδικητής κάθε αδικίας κι ο αντίποδας του κακού. Είναι ένας από τους πρώτους Δάσκαλους της ανθρωπότητας, που μας δείχνει το δρόμο προς τον Όλυμπο. Μας διδάσκει με τον τρόπο που έζησε πως η θέωση επιτυγχάνεται όταν γίνουμε εξυπηρετητές των συνανθρώπων μας, όταν θέσουμε τον εαυτό μας στην υπηρεσία των πολλών. Πως πρέπει ν’ ακολουθήσουμε τον δύσκολο και κακοτράχαλο “δρόμο της αρετής”. Αυτός δεν θα μας δώσει υλική εξουσία και δόξα, που είναι προσωρινή, αλλά δόξα πνευματική, που είναι αιώνια, όπως αιώνια μνημονεύεται το όνομά του σ’ όλη την οικουμένη.
Ας δούμε πώς η Ήρα τον έσπρωξε στη μανία και τον φόνο:
Καθώς επέστρεφε από το κυνήγι του λιονταριού στον Κιθαιρώνα, ο Ηρακλής συνάντησε τους απεσταλμένους του Ορχομενού που έρχονταν για την είσπραξη του φόρου υποτέλειας της Θήβας απέναντι στους Μινύες (*2). Γιατί όμως οι Θηβαίοι ήσαν υποχρεωμένοι να πληρώνουν αυτό το φόρο;
Πριν από χρόνια ο βασιλιάς του Ορχομενού Κλύμενος είχε έρθει με ακολουθία στις γιορτές του Ογχηστού, στο τέμενος του Ποσειδώνα. Μα ήταν άτυχος γιατί τον πλήγωσε θανάσιμα με πέτρα ο Περιήρης, ο ηνίοχος του βασιλιά της Θήβας Μενοικέα. Βαριά πληγωμένος μεταφέρθηκε από τους υπηρέτες του στο παλάτι του Ορχομενού, όπου λίγο πριν παραδώσει στου Χάροντα τα χέρια την ψυχή, ξόρκισε το γιο του Εργίνο να γδικηθεί τον πρόωρο χαμό του.
Η συνέχεια >>> εδώ …
Ο γιος που τον διαδέχτηκε στο θρόνο, σαν τέλειωσαν οι ταφικές τελετές, άρχισε να μαζεύει στρατό για να πολεμήσει τους Καδμείους. Έγινε μεγάλη και φονική μάχη, όπου οι Θηβαίοι έχασαν από το άριστο ιππικό του Εργίνου, αφήνοντας πολλούς νεκρούς στης μάχης στο πεδίο. Υποτάχθηκαν οι κάτοικοι της επτάπυλης πόλης κι αναγκάστηκαν να κλείσουν συμφωνία για είκοσι χρόνια να πληρώνουν στους Μινύες σαν πρόστιμο εκατό καλοθρεμμένα βόδια το χρόνο.
Έρχονταν την καθορισμένη εποχή του Εργίνου οι απεσταλμένοι να πάρουν το συμφωνημένο φόρο από το βασιλιά της Θήβας, που τώρα ήταν ο Κρέοντας, γιος του Μενοικέα. Στο δρόμο τους συνάντησαν το θρασεμένο παλικάρι, το γιο της Αλκμήνης και του κεραυνόχαρου Δία, που τους στάθηκε εμπόδιο. Έγινε άγρια συμπλοκή κι ο τρανοδύναμος Ηρακλής τους νίκησε. Για να ξεπλύνει την ντροπή όλων αυτών των χρόνων, τους έκοψε τις μύτες και τα αυτιά, που τους τα πέρασε γιορντάνια στο λαιμό. Μετά τους έδεσε πισώπλατα τα χέρια και τους έστειλε πίσω στον Ορχομενό, λέγοντάς τους πως αυτός ήταν ο φόρος που έπρεπε η Θήβα να πληρώσει.
Μεγάλος ήταν ο εξευτελισμός για τον Εργίνο κι απαίτησε από τον Κρέοντα να του παραδώσει ευθύς τον θρασύ παλικαρά. Τότε ο Ηρακλής μάζεψε τους συνομηλίκους του κι οργάνωσε της πόλης την άμυνα. Καθώς οι Ορχομένιοι δεν τους είχαν αφήσει όπλα, πήγαν στους ναούς και ξεκρέμασαν τα αφιερωμένα από τους προγόνους στους θεούς λάφυρα. Έστησαν καρτέρι σ’ ένα στενό πέρασμα και μπροστά στην ορμή του Ηρακλή αναγκάστηκαν οι Μινύες να τραπούν σε φυγή. Νικητής τώρα ο Ηρακλής τους ανάγκασε να δίνουν στους Θηβαίους τον διπλάσιο φόρο.
Δέχτηκαν οι Θηβαίοι σαν λυτρωτή τον ήρωα κι όλοι τον θαύμαζαν. Ο Κρέοντας του έδωσε την κόρη του Μεγάρα για γυναίκα και του παρέδωσε την εξουσία της πόλης. Πάντρεψε και τον Ιφικλή (*3), τον δίδυμο αδελφό του Ηρακλή, παιδί της Αλκμήνης από τον Αμφιτρύωνα, με την δεύτερη κόρη του.
Για πολλά χρόνια βασίλευε ο Ηρακλής με σύνεση και δικαιοσύνη στην πόλη που ήταν ανάμεσα στα γάργαρα νερά της Δίρκης και του Ισμηνού το ρέμα, στην εφτάπυλη Θήβα, που τη στεφάνωνε το κάστρο που έγινε από τις πελώριες πελεκητές πέτρες τις οποίες ο τρανοδύναμος Ζήθος κουβαλούσε και συνταίριαζε ο Αμφίωνας (*4) με τη θεϊκή μουσική της λύρας του. Η αγαπημένη του γυναίκα, η Μεγάρα, του έκανε οχτώ παιδιά (*5), χαρά του παλατιού του. Όμως η ευτυχία δεν έμελλε να κρατήσει για πολύ, γιατί η Ήρα δεν ξέχασε του άντρα της την μπερμαντιά. Αφού τα φίδια που έστειλε στην κούνια του βρέφους Ηρακλή δεν έφεραν το ποθητό αποτέλεσμα, σκαρφίστηκε δολερότερο τρόπο να τον καταστρέψει. Τώρα του έστειλε τη λύσσα να του θολώσει το νου και πάνω στην μανία του να ξεκληρίσει την οικογένειά του.
Καταλήφθηκε από μανία ο βασιλιάς της Θήβας και νόμισε για εχθρούς τους δικούς του ανθρώπους. Άδραξε τότε τα όπλα και ρίχτηκε στους ανθρώπους που τόσο πολύ αγαπούσε. Έβγαλε σαΐτα από τη φαρέτρα και σημάδεψε το τρυφερό κορμί του πρώτου γιου. Αυτή σφηνώθηκε στο παιδικό σώμα κι άπνοο το σώριασε στη γη. Το άλλο με τρόμο έτρεξε να σωθεί πίσω από το βωμό. Ο φρενιασμένος πατέρας σήκωσε το ρόπαλο κι έκαμε θρύψαλα το μικρό κρανίο. Το τρίτο έτρεξε να χωθεί στην μάνας την αγκαλιά. Μ’ ένα βέλος ο μανιασμένος άντρας ξάπλωσε νεκρή γυναίκα και παιδί. Ξέσπασε και στο παλάτι γκρεμίζοντας με λοστούς πέτρινες κολόνες και πόρτες βαριές από σιδερένιους ορθοστάτες. Μετά στράφηκε και στ’ άλλα παιδιά σφάζοντας άλλο με το δίκοπο σπαθί κι άλλο καρφώνοντας με φονικό κοντάρι. Πάνω στον παροξυσμό σκότωσε και δύο παιδιά του Ιφικλή, ξαδέρφια των δικών του. Ο έρημος γερο-Αμφυτρίωνας μπήκε στη μέση να σώσει τον Ιόλαο, μα του ρίχτηκε ο ξετρελαμένος γιός και θα σκότωνε τον έκπληκτο πατέρα αν η Παλλάδα Αθηνά δεν του στεκόταν εμπόδιο. Ο αδελφός της Ηρακλής ήταν αγάπη της ψυχής της και σάστισε σαν είδε το μανιακό του ξέσπασμα από τα ύψη του Όλυμπου. Εκσφενδόνισε η παρθένα θεά ένα βράχο, που χτύπησε τον τρανοδύναμο στο δασωμένο στήθος ρίχνοντάς τον σε βαθύ ύπνο (*6). Έτσι σταμάτησε το μεγάλο φονικό του μανιασμένου Ηρακλή.
Ξύπνησε μετά από ώρα ο ήρωας από το βαθύ, σαν σε θάνατο, ύπνο και του είχε φύγει η τρέλα, όπως σαν σκορπίζει η πάχνη από τη παγωμένη γη μπροστά στου ήλιου το θερμό χάδι. Είδε τις πέτρες και τις πόρτες αραδιασμένα μέσα σε σωρό από χώματα και μέσα σε λίμνες από αίμα τα αγαπημένα σπλάχνα του και την πιστή του γυναίκα. Ζήτησε να μάθει ποιος τόλμησε θανατικό να σκορπίσει στο σπιτικό του και μάθημα πικρό να του δώσει για το αποτρόπαιο τόλμημα. Βαριά θα ήταν η τιμωρία του αφού σε μεγάλο πένθος τον είχε ρίξει.
Μα τι συμφορά και τη ντροπή όταν του είπαν πως τα χέρια του είχαν προκαλέσει το μέγα χαμό. Θρήνος βγήκε από της καρδιάς τα βάθη και μοιρολόι έστησε για τον άδικο αφανισμό των δικών του και του εαυτού του την κατάντια. Κι αφού βγήκε από τα σπλάχνα του η ένταση της λύπης κι έθαψε καταπώς έπρεπε τους νεκρούς, με βαριά καρδιά άφησε την πόλη όπου γεννήθηκε για να πάει μακριά να εξαγνιστεί. Ανακούφιση βρήκε κοντά στον Θέσπιο που τον καθάρισε από το μίασμα των φόνων. Μετά πήγε στου Φοίβου το ιερό μαντείο, όπου η Πυθία του είπε, για να εξιλεωθεί για την μανιασμένη πράξη του και να μαλακώσει της Ήρας το θυμό, πιστά να υπηρετήσει για δώδεκα χρόνια τον ξάδελφό του Ευρυσθέα πηγαίνοντας στην Τίρυνθα. Τότε από Ακλείδης ονομάστηκε Ηρακλής. Έτσι ο ήρωας έφυγε από τη Θήβα κι έκανε τους μεγάλους άθλους που τον έκαναν ονομαστό σ’ όλη την οικουμένη, βρίσκοντας εξιλέωση και πετυχαίνοντας τελικά τη θέωση.
Έχοντας ως θέμα τη μανία του Ηρακλή ο μεγάλος μας τραγικός Ευριπίδης έγραψε την τραγωδία “Ηρακλής Μαινόμενος”, από την οποία θα παραθέσουμε στη συνέχεια κάποια αποσπάσματα. Κατά τον τραγικό ποιητή το βασιλικό ζευγάρι είχε τρία παιδιά και η αποτρόπαια πράξη έγινε όταν ο ήρωας επέστρεψε από τον Άδη με τον Κέρβερο. Λόγω της μακροχρόνιας απουσίας του βρήκαν την ευκαιρία κάποιοι Θηβαίοι και συνωμότησαν κατά του Κρέοντα, του αντιβασιλέα της Θήβας, στον οποίο ο Ηρακλής είχε εμπιστευθεί την πόλη και την οικογένειά του μαζί με τον γέροντα Αμφιτρύωνα. Έτσι έφεραν από την Εύβοια τον Λύκο, που σκότωσε τον Κρέοντα κι ανέλαβε την εξουσία της πόλης. Για να μην εκδικηθεί κανείς από την οικογένεια του Ηρακλή το θάνατο του Κρέοντα, πατέρα της Μεγάρας, σκέφτηκε ο Λύκος να σκοτώσει όλα τα μέλη της οικογένειας του ήρωα που είχε κατέβει στην Άδη. Κι ενώ η Μεγάρα στόλισε νεκρικά τα παιδιά της, λίγο πριν τα πάρει ο χάροντας, επέστρεψε αναπάντεχα ο Ηρακλής που έσωσε τους δικούς του και σκότωσε τον σφετεριστή Λύκο. Τότε ήταν που η συντρόφισσα του Δία, η πανώρια Ήρα, έστειλε την Ίριδα και τη Λύσσα κι έβαλαν μανία στον ισόθεο Ηρακλή, ο οποίος πάνω στην παραφορά του νόμισε τα δικά του παιδιά σαν παιδιά του Ευρυσθέα, και τα σκότωσε. Μόλις ήρθε στα συγκαλά του έφτασε ο Θησέας από την Αθήνα, πιστός του φίλος, που ποτέ του δεν ξέχασε πως ο Ηρακλής τον έσωσε φέρνοντάς τον πάλι στον Πάνω Κόσμο από του Άδη τα ζοφερά σκοτάδια (*7). Ανέλαβε να τον εξαγνίσει και να του δώσει ένα μέρος της περιουσίας του, αφού πλέον ο Ηρακλής δεν μπορούσε να ζήσει άλλο στη Θήβα. Στη Θήβα απόμεινε ο Αμφιτρύωνας για να θάψει τους νεκρούς.
Ο Ευριπίδης απέδωσε όλο το τραγικό μεγαλείο αυτού του επεισοδίου της ζωής του ήρωα. Παραλείπουμε το πρώτο μέρος ,όπου ο Λύκος ετοιμάζεται να θανατώσει την οικογένεια. Τα αποσπάσματα είναι από το δεύτερο μέρος, που γύρισε πλέον ο ήρωας από τον Άδη. Βάζει ο ποιητής αρχικά την Ίριδα να μονολογεί:
« Γέροντες, μη φοβόσαστε κοιτώντας
τη Λύσσα εδώ, της Νύχτας θυγατέρα,
κι εμέ την Ίριδα που τους θεούς όλους
υπηρετώ• για το κακό της πόλης
δεν έχουμε έρθει, μα ενάντια σε κάποιον,
το γιο του Δία, ως λεν, και της Αλκμήνης.
Τους βαριούς άθλους ώσπου να τελειώσει,
τον έσκεπεν η μοίρα κι ούτε ο Δίας
πατέρας άφηνε ποτές εμέ ή την Ήρα
να τον βλάψουμε• τώρα που τους μόχθους
του Ευρυσθέα ξετέλεψε, της Ήρας
η θέλησή ’ναι αυτός με συγγενών του
να μολευτεί το αίμα, τα παιδιά του
σκοτώνοντας• αυτό κι εγώ γυρεύω.
Μα έλα, κλείσε την καρδιά στη θλίψη,
παρθένα ανύπαντρη, κόρη της μαύρης
Νύχτας, και με μανίες παιδοκτόνες,
ξέφρενες ταραχές κι άγριες τρεχάλες
κυνήγα αυτόν τον άντρα, τρέλανέ τον, ρίξε
το αιματοστάλαχτο σκοινί των φόνων,
στου Αχέροντα να φτάσει το ποτάμι
μ’ ωραίο στεφάνι, τα σφαγμένα τέκνα
με το ίδιο του το χέρι, για να μάθει
της Ήρας την οργή και τη δική μου•
ειδάλλως, αν αυτός δε θα πληρώσει,
θα ’ναι ένα τίποτα οι θεοί και θα ’χουν
δύναμη μόνο οι άνθρωποι μεγάλη. » ( Ευριπίδης, “Ηρακλής μαινόμενος” 822- 842 )
Η Λύσσα τονίζει πως δεν έχει τίποτα με τον ξακουστό άντρα και τον τιμά. Μα είναι υποχρεωμένη να υπακούσει στην εντολή της Ήρας:
« ……………………. Ο άντρας τούτος
που με στέλνεις στο σπίτι του, δεν είναι
σε θεούς και σε θνητούς χωρίς αξία•
απρόσβατες μερώνοντας εκείνος
στεριές και θάλασσες φουρτουνιασμένες,
το σέβας στους θεούς στύλωσε μόνος
που ’χε ξεπέσει απ’ τους ανόσιους. Λέω
τρανό κακό μη βούλεσαι να κάνεις.
…………………………………………
Βάζω τον Ήλιο μάρτυρα πως όσα
θα κάνω δεν τα θέλω. Αφού όμως πρέπει
στην Ήρα και σε σένα να δουλεύω
και ν’ ακλουθάω γοργά καθώς οι σκύλοι
τον κυνηγό τους, πάω. Μήτε ο πόντος
που άγρια βογκούν τα κύματά του
μήτε σεισμός της γης και μανιασμένη
του κεραυνού βροντή που πνέει τον πόνο
θα τρέξουν μ’ όση φόρα θα χιμήξω
στο στήθος του Ηρακλή• θα πέσω απάνω
στο σπίτι του, θα το γκρεμίσω, πρώτα
σκοτώνοντας τα τέκνα του• ο φονιάς τους
δε θα το ξέρει πως παιδιά δικά του
σφάζει, πριν οι μανίες μου τον αφήσουν.
Να, το κεφάλι του τινάζει, στρέφει ολούθε
τα μάτια του γοργά, σωπαίνει. Λαχανιάζει
σαν ταύρος έτοιμος να ορμήσει και μουγκρίζει
φριχτά καλώντας απ’ τον Τάρταρο τις Μοίρες
τις μαύρες του θανάτου. Αμέσως κιόλας
στον τρομερό χορό μου θα σε βάλω
με τις φλογέρας τον αχό που φέρνει φόβο.
Σύρε στον Όλυμπο με τα λαμπρά σου πόδια
κι εγώ στου Ηρακλή το σπίτι τώρα
γοργά θα βυθιστώ κι άφαντη σ’ όλους. » ( Ευριπίδης, “Ηρακλής μαινόμενος” 849-873)
Αφού μάνιασε ο τρανοδύναμος Ηρακλής, μη γνωρίζοντας τι κάνει, με τα ίδια του χέρια προκάλεσε τον αφανισμό αυτών, που λίγο πριν με λαχτάρα αγκάλιασε, μετά από τον πολύχρονο αποχωρισμό τους. Ο αγγελιοφόρος από το παλάτι φέρνει τα μαύρα μαντάτα στο χορό, που αποτελείται από πολίτες της Θήβας, στους οποίους διηγείται πως έγινε το μεγάλο κακό:
« ΑΓ.: Τι πάθαμε, τα λόγια δεν το φτάνουν.
ΧΟ.: Πώς θα μας πεις το μαύρο χαλασμό
των τέκνων από το γονιό τους;
Λέγε πώς πέσαν από τους θεούς
οι συμφορές αυτές στο σπίτι
κι οι δυστυχίες των παιδιών;
ΑΓ:: Μπροστά στου Δία το βωμό ήταν όλα
τα χρειαζούμενα για τη θυσία
που το παλάτι θα καθάριζε, μια κι είχε
σκοτώσει ο Ηρακλής το βασιλέα
κι είχε πετάξει το κουφάρι του έξω•
σμάρι πανέμορφο τριγύρω στέκει
τα τέκνα του, η Μεγάρα κι ο γονιός του•
στο βωμό είχε γυροφέρει το κανίστρι
κι ευλαβικά σωπαίναμε. Όμως, όπως
της Αλκμήνης ο γιος ετοιμαζόταν
να πάρει το δαυλό με το δεξί του
για να τον σβήσει μέσα στ’ αγιονέρι,
στάθηκε σιωπηλός. Καθώς αργούσε,
στράφηκαν τα παιδιά του και τον κοίταξαν•
δεν ήταν πια ο ίδιος, φρενιασμένα
τα μάτια του στριφογυρνούσαν, αίμα
κόκκινες φλέβες στάζανε στο ασπράδι
κι αφρός κυλούσε στ’ όμορφό του γένι.
Τρελά γελώντας είπε: « Γιατί ανάβω
φλόγα για τη θυσία, πατέρα,
του καθαρμού, προτού να θανατώσω
τον Ευρυσθέα και διπλούς να κάνω
κόπους, αφού μπορώ μονομιάς όλα
να τα πετύχω; Το κεφάλι του όταν
εδώ θα φέρω, από το φόνο τότε
θα εξαγνιστώ του Λύκου. Το πανέρι
πετάξτε τώρα, τις σπονδές σκορπίστε.
Τα τόξα δώστε μου, το ρόπαλό μου.
Πηγαίνω στις Μυκήνες• πρέπει να ’χω
δικέλλια και λοστούς για να γκρεμίσω
μ’ αρπάγια σιδερένια των Κυκλώπων
τα τείχη που τα χτίσανε με πήχη
και σφυριά της Φοινίκης ». Καμωνόταν,
στην ίδια θέση μένοντας, πως είχε
τ’ άρμα του και σ΄ εκείνο ανεβασμένος
τίναζε το μαστίγιο που τάχα
στο χέρι του βαστούσε. Οι δούλοι τρέμαν
και σύγκαιρα γελούσαν. Κι ως αλλάζαν
βλέμματα μεταξύ τους, είπε κάποιος:
« Μαζί μας παίζει ο αφέντης ή ετρελάθη; »
Μα εκείνος τριγυρνούσε στο παλάτι
κι όταν ευρέθη μες στον ανδρωνίτη,
στα Μέγαρα έλεγε πως είχε φτάσει•
έτσι όπως ήταν κάθισε στο χώμα
και γλεντοκόπι ετοίμαζε. Σε λίγο
στις δασωμένες έλεγε πως φτάνει
πλαγιές του Ισθμού. Και το κορμί του,
τις πόρπες ξεκουμπώνοντας, γυμνώνει
και δίχως να ’χει αντίμαχο αντικρύ του
αγωνιζόταν λέγοντας πως είχε
κερδίσει μια ωραία νίκη, δίχως
να λέει τον νικημένο. Βλαστημώντας
φριχτά τον Ευρυσθέα μετά, φτασμένος
ήτανε με τα λόγια στη Μυκήνα.
Πιάνει ο γονιός το δυνατό του χέρι
κι αυτά του λέει: « Γιε μου, τι έχεις πάθει;
Πόσο παράξενο το φέρσιμό σου!
Μην τάραξε το νου σου ο φόνος που ’χεις
κάνει πριν λίγο; » Όμως αυτός θαρρώντας
πως ο πατέρας τον αγγίζει του Ευρυσθέα
περίφοβος και τον παρακαλάει,
τον σπρώχνει κι απ’ την όμορφη φαρέτρα
σαΐτες για τα τέκνα του ετοιμάζει
νομίζοντας ότι σκοτώνει του Ευρυσθέα
τους γιους. Εκείνα τρομαγμένα τρέχουν
άλλο από δω κι άλλο από κει, το ένα μέσα
στα πέπλα της δυστυχισμένης μάνας,
άλλο στον ίσκιο μιας κολόνας κι άλλο
ζάρωσε στο βωμό σαν το πουλάκι.
Η μάνα μπήζει τις φωνές: « Τι κάνεις;
Θες να σκοτώσεις τα παιδιά σου; » Ο γέρος
φωνάζει και μαζί του οι δούλοι πλήθος.
Μα εκείνος γυροφέρνει την κολόνα,
κυνηγητό θανάσιμο σε κύκλο,
κι αντίκρυ του εστάθη, το σαϊτεύει
στο σκώτι• πέφτει ανάσκελα και ξεψυχώντας
τους πέτρινους αιματοβάφει στύλους.
Αλάλαξεν αυτός κι έτσι καυχιέται:
« Το ’να ξεπεταρούδι του Ευρυσθέα
χάθηκε, πάει, την έχθρα του γονιού του
πληρώνοντάς μου ». Στρέφει το δοξάρι
κατά το άλλο που ήταν ζαρωμένο
κάτω από το βωμό θαρρώντας ότι
θα ξέφευγε κρυμμένο. Προλαβαίνει
το δύσμοιρο και πέφτει στου πατέρα
τα γόνατα, το χέρι απλώνοντάς του
στο λαιμό και τα γένια, λέγοντάς του:
« Μη με σκοτώνεις, ακριβέ πατέρα•
είμαι δικός σου, γιος σου, δε θα θανατώσεις
του Ευρυσθέα το τέκνο ». Στρέφει εκείνος
βλέμμα φριχτό σαν της Γοργόνας κι όπως
βρέθηκε ο γιος κοντά που δεν μπορούσε
θανάσιμη σαΐτα να του ρίξει,
το ρόπαλο στ’ ολόξανθο κεφάλι
μ’ ορμή του κατεβάζει, θαρρείς κι ήταν
από βαρύ σφυρί φοβερός χτύπος,
και του ΄σπασε τα κόκαλα. Τραβάει,
το δεύτερο παιδί του έχοντας αφανίσει,
να σκοτώσει και τ’ άλλο. Όμως η δόλια
μάνα του προλαβαίνει και το παίρνει
μέσα, κλειδώνοντας γερά τις πόρτες.
Λογιάζοντας εκείνος πως βρισκόταν
μπρος στα Κυκλώπεια τείχη, λοστούς βάζει,
σκάβει και βγάζοντας τους ορθοστάτες
ρίχνει τις πύλες και με μια σαΐτα
γυναίκα και παιδί σκοτώνει αντάμα.
Στρέφεται ν’ αφανίσει και το γέρο•
ανάερη μια εικόνα είδαμε τότε•
την Αθηνά με κράνος και κοντάρι
τον Ηρακλή που λύσσαε γι’ άλλο φόνο
να τον χτυπάει κατάστηθα με βράχο,
που σε ύπνο τον βύθισε• στο χώμα
πέφτει χτυπώντας με την πλάτη κάποια
κολόνα που απ’ το τράνταγμα της στέγης
στα βάθρα της στεκόταν ραγισμένη.
Εμείς παίρνουμε θάρρος, σταματούμε
το φευγιό και με το γέροντα βοηθό μας
τον δένουμε γερά πάνω στο στύλο,
μην κάνει κι άλλους φόνους σαν ξυπνήσει.
Πικρά κοιμάται ο δόλιος τώρα που ’χει
σκοτώσει τη γυναίκα και τους γιους του.
Πιο δύστυχο απ’ αυτόν εγώ δεν ξέρω. » ( Ευριπίδης, “Ηρακλής μαινόμενος” 916-1015 )
Ξύπνησε από τον βαθύ ύπνο, που τον έριξε η Αθηνά, και πρέπει ο τραγικός ήρωας ν’ αντιμετωπίσει την οδυνηρή πραγματικότητα. Γίνεται ο παρακάτω διάλογος ανάμεσα στον Αμφιτρύωνα και τον καταλαγιασμένο Ηρακλή:
« AM.: Κοιτάζω αν είσαι πια στα συγκαλά σου.
ΗΡ.: Μα δε θυμάμαι αν σάλεψεν ο νους μου.
ΑΜ.: Γέροντες, να τον λύσω; Τι να κάνω;
ΗΡ.: Πες μου ποιος μ’ έδεσε• το ’χω ντροπή μου.
ΑΜ.: Για τα δεινά σου τόσο ας ξέρεις• άσε τ’ άλλα.
ΗΡ.: Η σιωπή σου τάχα φτάνει για να μάθω;
ΑΜ.: Απ’ το θρόνο της Ήρας, Δία, τα βλέπεις;
ΗΡ.: Κάποιο κακό απ’ αυτήν μ’ έχει χτυπήσει;
ΑΜ.: Άσ’ την θεά και σκέψου τα δεινά σου.
ΗΡ.: Χάθηκα• θα μου πεις για δυστυχία.
ΑΜ.: Να, δες τα κουφάρια των παιδιών σου.
ΗΡ.: Αλίμονο• τι θέαμα βλέπω ο δόλιος!
ΑΜ.: Πόλεμο απόλεμο τους έχεις κάνει, γιε μου.
ΗΡ.: Ποιον πόλεμο είπες; Ποιος τους έχει σφάξει;
ΑΜ.: Εσύ, το τόξο σου κι ένας θεός ο φταίχτης.
ΗΡ.: Τι ’πες; Τι έκανα; Φριχτά μου λες μαντάτα.
ΑΜ.: Τρελάθηκες• βαρύ να σου απαντήσω.
ΗΡ.: Kαι τη γυναίκα μου έχω θανατώσει;
ΑΜ.: Όλα τα έπραξε ένα χέρι, το δικό σου.
ΗΡ.: Αχ• συννεφιά με ζώνει μαύρου θρήνου.
ΑΜ.: Γι’ αυτό κι εγώ θρηνώ τη συμφορά σου.
ΗΡ.: Ξέφρενος το παλάτι έχω γκρεμίσει;
ΑΜ.: Δύστυχος είσαι σε όλα, ετούτο ξέρω.
ΗΡ.: Πού έχασα το νου κι ήρθε ο χαμός μου;
ΑΜ.: Στο βωμό, όταν εξάγνιζες τα χέρια. » ( Ευριπίδης, “Ηρακλής μαινόμενος” 1121-1145 )
Κι αντίκρισε ο ήρωας την πικρή πραγματικότητα. Καταλαβαίνει πόσο ανόσια είναι η πράξη του. Δεν βρίσκει δικαιολογία τον παραλογισμό, για να βγάλει από πάνω του κάθε ευθύνη. Το φονικό προκλήθηκε από μανία, την οποία του ενέβαλε η Ήρα, δεν έγινε από ζήλεια. Ο ήρωάς μας μετανιώνει πικρά για τον αφανισμό, που προκάλεσε, αν και ουσιαστικά δε φταίει. Θέλει να εξαφανιστεί από το πρόσωπο της γης. Ντρέπεται για το κατάντημά του και σκεπάζει το κεφάλι του από ντροπή όταν βλέπει να πλησιάζει ο φίλος του Θησέας. Λέει τότε:
« Αχ! τι τη θέλω τη ζωή, αφού έχω γίνει
φριχτός φονιάς των ακριβών μου τέκνων;
Δεν πάω να γκρεμιστώ από κάποιο βράχο
ή με ξίφος το σκώτι μου να σκίσω
και να πληρώσω των παιδιών μου το αίμα;
Ή τη σάρκα μου που εμάνιασε να κάψω
και ν’ αποδιώξω την ατίμωσή μου;
Μα να, ο Θησέας, συγγενής και φίλος,
Έρχεται και θα γίνει εμπόδιό μου
στις θανάσιμες σκέψεις μου. Τη φρίκη,
τον παιδοκτόνο εμένα θ’ αντικρίσει,
ο πιο ακριβός μου απ’ όλους μου τους φίλους.
Αχ, τι να κάνω; Πού να βρω έναν τόπο
δίχως δεινά, φτεροκοπώντας τάχα
να πάω ή να χωθώ στη γη; Ας σκεπάσω
με κάποιο ρούχο το κεφάλι. Νιώθω
τόση ντροπή για τα κακούργα μου έργα
και με το αίμα ετούτων μολυσμένος
δε θέλω διόλου τους αθώους να βλάψω. » ( Ευριπίδης, “Ηρακλής μαινόμενος”, 1146- 1162 )
------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
(*1). Ο Θηβαίος ήρωας αρχικά λεγόταν Αλκείδης, που προέρχεται από το όνομα του παππού του Αλκαίου ( πατέρας του Αμφιτρύωνα ). Η Ήρα τον εχθρευόταν και για να τον αφανίσει τον ωθούσε σε όλο και πιο δύσκολα κατορθώματα. Ο ήρωας σχετίζεται έντονα με την βασίλισσα των θεών, η οποία και τον γαλούχησε χωρίς να το ξέρει. Η παράδοση λέει πως ήταν γραφτό κανείς από τους γιους του Δία να μην αξιωθεί θεϊκές τιμές αν δεν πιει από της Ήρας το γάλα. Όταν γεννήθηκε ο Αλκείδης τον έφερε ο Ερμής, με εντολή του πατέρα του Δία, και τον τοποθέτησε στο στήθος της θεάς χωρίς αυτή να το καταλάβει. Σαν πήρε είδηση η συντρόφισσα του νεφελοσυνάχτη Δία τον ακούσιο θηλασμό, τραβήχτηκε απότομα. Όμως το βρέφος είχε προλάβει να θηλάσει. Το περίσσιο γάλα που χύθηκε από το στήθος της Ήρας στον ουρανό σχημάτισε τον Γαλαξία.
Ο ήρωας επέκτησε κλέος (= δόξα, καλή φήμη ) λόγω της Ήρας. Έτσι το όνομά του ετυμολογείται: Ηρακλής= το κλέος της Ήρας. Υπάρχει κι άλλη εκδοχή. Το όνομα το έδωσε η Πυθία, όταν πήγε στο ιερό των Δελφών για χρησμό. Η ιέρεια τον ονόμασε Ηρακλή γιατί θ’ αποκτούσε “κλέος άφθιτον” (= ατέλειωτη δόξα ) με το να παρέχει “ήρα” (= ωφέλεια ) στους ανθρώπους.
(*2). Μινύες: Ομηρική ονομασία των κατοίκων του Ορχομενού. Οι Μινύες είχαν εκτελέσει αξιόλογα τεχνικά έργα, που και σήμερα προκαλούν τον θαυμασμό.
(*3). Αυτή ήταν η δεύτερη γυναίκα του Ιφικλή. Πιο πριν είχε πάρει την Αυτομέδουσα, την κόρη του Αλκάθοου, από την οποία είχε αποκτήσει τον Ιόλαο.
(*4). Αμφίων- Ζήθος: Γιοι του Δία από την Θηβαία Αντιόπη. Οι Θηβαίοι Διόσκουροι τείχισαν τη Θήβα, που μέχρι τότε λεγόταν Καδμεία. Το όνομα προήλθε από τη Θήβη, γυναίκα του Ζήθου.
(*5). Άλλοι λένε πως απόχτησε πέντε παιδιά, και τους δίνουν τα ονόματα: Αντίμαχος, Κλύμενος, Γλήνος, Θηρίμαχος και Κρεοντιάδης. Ο Ευριπίδης μας μιλάει για τρία παιδιά, το ίδιο και ο Απολλόδωρος ο Αθηναίος, που αναφέρει τα ονόματα: Θηρίμαχος, Κρεοντιάδης και Δεικόων.
(*6). Η Αθηνά έριξε σε ύπνο τον Ηρακλή για να συνέλθει. Ο ύπνος βοηθάει το ταραγμένο μυαλό να βρει την ηρεμία του. Η βαθειά χαλάρωση επίσης βοηθάει την ψυχή να έρθει σε επαφή με τα πέρα του φυσικού κόσμου πεδία και να αντικρύσει, πέρα από τις φαινομενικές πλάνες της ύλης, τις πραγματικές διαστάσεις και την τελεολογία του Κόσμου.
(*7). Ο Θησέας είχε ως καλύτερο φίλο τον Πειρίθου, τον βασιλιά των Λαπιθών της Θεσσαλίας, τον οποίο βοήθησε στον πόλεμο κατά των κενταύρων. Όταν ο πενηντάρης Θησέας έχασε τη γυναίκα του τη Φαίδρα, συμφώνησε με τον Πειρίθου, που κι αυτός είχε μείνει χήρος, να πάρουν ως γυναίκες κόρες θεών. Έτσι πρώτα έκλεψαν την δωδεκάχρονη ωραία Ελένη, που μετά από κλήρωση έπεσε στο Θησέα. Ο Αθηναίος ήρωας ήταν υποχρεωμένος να βοηθήσει τον Πειρίθου να πάρει κι αυτός γυναίκα κόρη θεού η θεάς. Ο βασιλιάς των Λαπιθών θέλησε γυναίκα του την Περσεφόνη και γι΄ αυτό κατέβηκαν στον Άδη. Ο Πλούτωνας, που έμαθε το σκοπό της επίσκεψής τους, τους έβαλε να καθίσουν στο θρόνο της Λήθης, όπου τους έζωσαν φίδια και ήταν αδύνατο να σηκωθούν. Από τον Άδη ο Θησέας σώθηκε από τον Ηρακλή, ο οποίος έπεισε τον Πλούτωνα να τον λύσει, ενώ ο Πειρίθους έμεινε για πάντα δεμένος στον Κάτω Κόσμο.
(Συνεχίζεται…)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου