Κυριακή 15 Δεκεμβρίου 2013

Η αγάπη δεν είναι κτητική

[[ δαμ- ων ]]

Μια κρητικιά μαντινάδα λέει: «Αγάπη μου ‘δωσες πολλή, κι αγάπη θα σου δώσω, μη γελαστείς αλλού να δεις, γιατί θα σε σκοτώσω», ενώ στην ωραιότατη ασπρόμαυρη κινηματογραφική ταινία “Στέλλα”- με την αλησμόνητη Μελίνα Μερκούρη στον ομώνυμο ρόλο- ακούγεται το τραγούδι:
«Αγάπη που ‘γινες δίκοπο μαχαίρι
άλλοτε μου ‘δινες μόνο τη χαρά
μα τώρα πνίγεις τη χαρά στο δάκρυ
δε βρίσκω άκρη, δε βρίσκω γιατρειά.»
Ο Στράτος Διονυσίου τραγουδούσε: «Με σκότωσε γιατί την αγαπούσα…»
Αγάπη, λοιπόν, που συνδέεται με σκοτωμό, με δίκοπο μαχαίρι. Αγάπη που πνίγει τη χαρά στο δάκρυ. Μπορεί, όμως, ένα τέτοιο συναίσθημα να ονομαστεί αγάπη; Μια αγάπη που οδηγεί στο θάνατο και όχι στην αρμονική ζωή, μπορεί να λέγεται αγάπη; Μήπως είναι, τελικά, αρρώστια; Μια αγάπη που πνίγει τον δέκτη της αγάπης μας, αντί να του δίνει ώθηση και δύναμη, έχει αξία;
Ο Χαλίλ Γκιμπράν λέει για την αγάπη: «Αγαπάτε ο ένας τον άλλον, αλλά μην αφήσετε να σας δεσμεύσει η αγάπη σας. Αφήστε την καλύτερα να γίνει θάλασσα που πηγαινοέρχεται, ανάμεσα στις ακτές των ψυχών σας» ενώ συμβουλεύει: «Και σταθείτε ο ένας πλάι στον άλλο, αλλά όχι υπερβολικά κοντά, διότι οι κολόνες του ναού στέκουν χωριστές, και η βελανιδιά με το κυπαρίσσι δε φυτρώνουν το ένα στη σκιά του άλλου.»

Η συνέχεια >>> εδώ …

Για τον τραυματικό δεσμό δύο ατόμων μιλάει ο μύθος που αναφέρει ο Χόρχε Μπουκάι στο βιβλίο του “Ο δρόμος της συνάντησης”:
[[ Ένας πανάρχαιος μύθος των ινδιάνων Σιου, λέει πως ήρθαν κάποτε στη σκηνή του γέρου μάγου της φυλής, πιασμένοι χέρι χέρι, ο Άγριος Ταύρος, ο πιο γενναίος και τιμημένος νέος πολεμιστής, και το Ψηλό Σύννεφο, η κόρη του αρχηγού, μια από τις ωραιότερες γυναίκες της φυλής.
«Αγαπιόμαστε» αρχίζει ο νέος.
«Και θα παντρευτούμε» συνεχίζει εκείνη.
«Και αγαπιόμαστε τόσο που φοβόμαστε.»
«Θα θέλαμε κάποιο μαγικό, ένα χαϊμαλί, ένα φυλαχτό.»
«Κάτι που θα μας εγγυάται ότι θα είμαστε για πάντα μαζί.»
«Που θα μας εξασφαλίσει ότι θα είμαστε ο ένας στο πλευρό του άλλου, ώσπου να συναντήσουμε τον Μανιτού, την ημέρα του θανάτου.»
«Σε παρακαλούμε» ικετεύουν και οι δυο, «πες μας τί μπορούμε να κάνουμε.»
Ο μάγος τους κοιτάζει και συγκινείται που τους βλέπει τόσο νέους, τόσο ερωτευμένους, να λαχταρούν τόσο μια του λέξη.
«Υπάρχει κάτι » λέει τελικά ο σοφός μάγος μετά από αρκετή ώρα. «Αλλά δεν ξέρω. Είναι ένα έργο πολύ δύσκολο και απαιτεί θυσίες.»
«Δεν μας πειράζει» λένε και οι δύο.
«Ό,τι και να' ναι» επιβεβαιώνει ο Άγριος Ταύρος.
«Ωραία» λέει ο μάγος. «Ψηλό Σύννεφο, βλέπεις το βουνό που είναι βόρεια από το χωριό μας ; Πρέπει να το ανέβεις μόνη σου, χωρίς τίποτα άλλο εκτός από ένα δίχτυ και τα χέρια σου, και να κυνηγήσεις την πιο όμορφη και δυνατή γερακίνα του βουνού. Αν την πιάσεις, πρέπει να τη φέρεις εδώ ζωντανή την τρίτη μέρα μετά την πανσέληνο. Κατάλαβες;»
Η νεαρή κοπέλα συγκατανεύει σιωπηλά.
«Κι εσύ Άγριε Ταύρε» συνεχίζει ο μάγος, «πρέπει να ανέβεις το βουνό του κεραυνού, κι όταν φτάσεις στην κορυφή, να πιάσεις τον πιο άγριο απ' όλους τους αετούς, με τα χέρια σου μόνο κι ένα δίχτυ, χωρίς να τον τραυματίσεις, και να τον φέρεις μπροστά μου, ζωντανό, την ίδια μέρα που θα έρθει και το Ψηλό Σύννεφο. Πηγαίνετε τώρα.»
Οι δυο νέοι κοιτάζονται με τρυφερότητα, κι ύστερα από ένα φευγαλέο χαμόγελο φεύγουν για να εκπληρώσουν την αποστολή που τους ανατέθηκε. Εκείνη πάει προς το βορρά, εκείνος προς το νότο.
Την καθορισμένη ημέρα, μπροστά στη σκηνή του μάγου, περιμένουν οι δυο νέοι, ο καθένας με μια πάνινη τσάντα, που περιέχει το πουλί που του ζητήθηκε.
Ο μάγος τους λέει να βγάλουν τα πουλιά από τις τσάντες με μεγάλη προσοχή. Οι νέοι κάνουν αυτό που τους λέει, και παρουσιάζουν στο γέρο για να τα εγκρίνει τα πουλιά που έπιασαν Είναι πανέμορφα, χωρίς αμφιβολία, τα καλύτερα του είδους τους.
«Πετούσαν ψηλά;» ρωτάει ο μάγος.
«Ναι, βέβαια. Κι εμείς, όπως μας ζητήσατε, τα πιάσαμε χωρίς να τα τραυματίσουμε. Και τώρα;» ρωτάει ο νέος. «Θα τα σκοτώσουμε και θα πιούμε την τιμή από το αίμα τους;»
«Όχι» λέει ο γέρος.
«Να τα μαγειρέψουμε και να φάμε τη γενναιότητα από το κρέας τους;» προτείνει η νεαρή.
«Όχι» ξαναλέει ο γέρος. «Κάντε ότι σας λέω. Πάρτε τα πουλιά και δέστε τα μεταξύ τους από τα πόδια μ' αυτές τις δερμάτινες λωρίδες. Αφού τα δέσετε, αφήστε τα να φύγουν, να πετάξουν ελεύθερα.»
Ο πολεμιστής και η νεαρή κοπέλα κάνουν ό,τι ακριβώς τους έχει πει ο μάγος, και στο τέλος ελευθερώνουν τα πουλιά.
Ο αετός και η γερακίνα προσπαθούν να πετάξουν, αλλά το μόνο που καταφέρνουν είναι να στριφογυρίζουν και να ξαναπέφτουν κάτω. Σε λίγα λεπτά, εκνευρισμένα που δεν καταφέρνουν να πετάξουν, τα πουλιά επιτίθενται με τσιμπήματα το ένα εναντίον του άλλου, μέχρι που πληγώνονται.
«Αυτό είναι το μαγικό. Μην ξεχάσετε ποτέ αυτό που είδατε σήμερα. Τώρα, είστε κι εσείς ένας αετός και μια γερακίνα. Αν δεθείτε ο ένας με τον άλλον, ακόμα κι αν το κάνετε από αγάπη, όχι μόνο θα σέρνεστε στη ζωή σας, αλλά επιπλέον, αργά ή γρήγορα, θα αρχίσετε να πληγώνετε ο ένας τον άλλον. Αν θέλετε η αγάπη σας να κρατήσει για πάντα, να πετάτε μαζί, αλλά ποτέ δεμένοι.» ]]
Η λανθασμένη σχέση ενός ζευγαριού, το δέσιμο με λουρί του αετού και της γερακίνας, όπου ο ένας εμποδίζει το ελεύθερο πέταγμα του άλλου δεν πληγώνει μόνο τις σάρκες. Κυρίως πληγώνει την ψυχή! Αν μείνουμε στη βιβλική διήγηση της πατριαρχικής Π. Διαθήκης, ο Θεός έπλασε πρώτα τον Αδάμ. Μετά διαπίστωσε πως ο Αδάμ δεν είχε σύντροφο και έπλασε την Εύα: «τω δε Αδάμ ουκ ευρέθη βοηθός όμοιος αυτώ. και επέβαλεν ο Θεός έκστασιν επί τον Αδάμ, και ύπνωσεν• και έλαβεν μίαν των πλευρών αυτού και ανεπλήρωσεν σάρκα αντ’ αυτής. και ωκοδόμησεν Κύριος ο Θεός την πλευράν, ην έλαβεν από του Αδάμ, εις γυναίκαν και ήγαγεν αυτήν προς τον Αδάμ.» (Γένεσις, β΄, 20- 22).
Θα ερμηνεύσουμε το πλάσιμο της γυναίκας από τα πλευρά του άνδρα: Η σύντροφος του άνδρα φτιάχτηκε από τα πλευρά του άνδρα. Δεν φτιάχτηκε από τα πόδια του για να την πατάει- δηλαδή να την έχει υποταγμένη στην ισχύ του. Ούτε από το κεφάλι του, για να την έχει ανώτερή του, να αποτελεί την κορώνα του και να παίρνει διαταγές. Φτιάχτηκε από τα πλευρά του- τα οποία είναι σε παράλληλη θέση μεταξύ τους και θυμίζουν το σύμβολο ίσον (=) της αριθμητικής- για να είναι ίση προς τον άντρα. Κι αν δούμε τη θέση των πλευρών, αυτά βρίσκονται κάτω από το μπράτσο για να προστατεύεται από τον άνδρα, που είναι από τη φύση δυνατότερός της, και δίπλα στην καρδιά, για να την αγαπά ο σύντροφός της. Η πραγματική συντροφικότητα και η έκφραση της αγάπης μας προς την- ή τον- σύντροφό μας απαιτεί την αναγνώριση της ελευθερίας του. Αγάπη κι ελευθερία πάνε αντάμα, μας λέει ο Ινδός πνευματικός δάσκαλος Κρισναμούρτι: «Ελευθερία και αγάπη πάνε μαζί. Η αγάπη δεν είναι αντίδραση. Αν σε αγαπώ επειδή με αγαπάς, πρόκειται για καθαρό εμπόριο, για κάτι που μπορεί να το αγοράσει κανείς στην αγορά. “Αγαπώ” δε σημαίνει να ζητώ κάτι ως αντάλλαγμα, ούτε καν να νιώθω πως δίνω κάτι. Μόνο μια τέτοια αγάπη μπορεί να γνωρίσει την ελευθερία… Όταν βλέπεις μια πέτρα ακονισμένη σε έναν δρόμο γεμάτο από ξυπόλητους διαβάτες, την απομακρύνεις όχι επειδή σου το ζητούν αλλά επειδή λυπάσαι τον άλλον. Δε σε νοιάζει ποιος είναι και ποτέ δε θα τον γνωρίσεις. Το να φυτέψεις ένα δέντρο και να το φροντίσεις, το να κοιτάζεις το ποτάμι και να χαίρεσαι την πληρότητα της γης… για όλα αυτά απαιτείται ελευθερία και για να είσαι ελεύθερος πρέπει να αγαπάς». Ας αναρωτηθούμε: είναι αγάπη αυτή που εκφράζεται στο σχήμα: «Σε συναντώ- σ’ ακούω -σου μιλάω- σ’ αγκαλιάζω- σε φιλάω- σ’ έχω- σε σφίγγω- σε αιχμαλωτίζω- σ’ απορροφώ- σε πνίγω». Δικαιούμαστε τότε να εκστομίσουμε: «σ’ αγαπώ» ; Αυτή η αιχμαλωσία, αυτό το πνίξιμο, δεν είναι αγάπη. Γι’ αυτό ο Χαλίλ Γκιμπράν συμβουλεύει: «Αφήστε να υπάρχουν αποστάσεις στην ένωσή σας. Κι αφήστε τους ανέμους του ουρανού να χορεύουν ανάμεσά σας. Αγαπάτε ο ένας τον άλλο, αλλά μην κάνετε δεσμά από την αγάπη.» Τα δεσμά της αγάπης είναι το λουρί που έδεσαν τα πόδια του αετού και της γερακίνας της ιστορίας μας, και το οποίο οδήγησε τα δύο περήφανα πτηνά να κατασπαράξουν το ένα το άλλο. Να γεμίσουν με πληγές και να νιώσουν πόνο.
Μα η αληθινή αγάπη δεν φέρνει πόνο. Φέρνει ευτυχία και βοηθά στην ολοκλήρωση του ανθρώπου. Το λουρί που δένει δύο άτομα λέγεται προσκόλληση και εξάρτηση. Η προσκόλληση και η εξάρτηση, όμως, δεν είναι αγάπη. Είναι χάσιμο της ελευθερίας. Κι αυτό δημιουργεί πόνο. Δεν μπορούμε να αγαπάμε γιατί έχουμε τον άλλον ανάγκη ή γιατί ικανοποιεί τις ανάγκες μας. Αυτό δε λέγεται αγάπη αλλά συνδιαλλαγή. Γιατί η αγάπη ούτε πουλιέται, ούτε αγοράζεται. Ούτε έχει ανάγκη από δώρα…, ιδίως από ακριβά δώρα.
Πολλές φορές ακούμε: «έχω την ανάγκη ν’ αγαπήσω και ν’ αγαπηθώ». Εδώ υπάρχει μια σχέση «δούναι και λαβείν». Η αγάπη είναι σαν το δόλωμα του ψαρά. Ο ψαράς ποτέ δεν ρίχνει το δόλωμα για να ταΐσει τα ψάρια. Το χρησιμοποιεί για να τα πιάσει. Έτσι στη ζωή αυτή η κατηγορία των ανθρώπων- που είναι η μεγαλύτερη- ρίχνει το δόλωμα της αγάπης της για να πιάσει τα ψάρια της και να έχει το κέρδος της αγάπης τους. Και από αγάπη γίνεται πάθος και προσκόλληση. Μα αν η αγάπη γίνει πάθος, μετατρέπεται σε κόλαση. Κι αν γίνει προσκόλληση, καταντά φυλακή.
Η πραγματική αγάπη είναι μόνο για δόσιμο! Δεν γνωρίζει ιδιοτέλεια. Εδώ δεν έχει θέση το «σου έδωσα, δώσε μου». Αυτός που μπορεί ν’ αγαπήσει δεν γίνεται ζητιάνος! Η αγάπη του τον ανεβάζει ψηλά γιατί αποκτά ένα μυστηριακό νόημα. Έχει ενστερνιστεί το «ο Θεός αγάπη εστί». Κι όπως ο Θεός απλόχερα μας δίνει τα αγαθά Του και την Αγάπη Του, ο άνθρωπος δίνει την αγάπη του χωρίς να προσδοκά ανταλλάγματα, αποδεικνύοντας ότι είναι άξιο τέκνο Του!
Τότε αποκτά το νόημα της η έκφραση: «το να αγαπάς είναι σα να παίρνεις μια γεύση από τον παράδεισο»!
Έχουμε ξαναγράψει ότι το σύμπαν είναι μια έκφραση αγάπης που εκδηλώνεται με χιλιάδες ή εκατομμύρια τρόπους. Από τη δομή του πυρήνα μέχρι τη συγκρότηση της ύλης. Από τα ηλιακά συστήματα μέχρι τη συγκρότηση της ζωής. Έτσι σε όλο το σύμπαν η αγάπη είναι διάσπαρτη. Έχει μέσα της μια πολύτροπη και πολυποίκιλη δυναμική. Είναι λανθασμένη η αντίληψη που έχουμε οι περισσότεροι: «δε μισώ, άρα αγαπώ». Η έλλειψη μίσους δεν είναι εκδήλωση αγάπης. Δε μισώ, δε σημαίνει αγαπώ. Όταν δε μισούμε, βρισκόμαστε σε μια παθητική κατάσταση. Αντίθετα όταν αγαπούμε, έχουμε θέσει τον εαυτό με σε ενεργητική κατάσταση. Τότε οδεύουμε προς την αλήθεια. Και εδώ ταιριάζουν οι ακόλουθοι στίχοι (άγνωστος ο ποιητής):
« Αμύθητοι της Αλήθειας οι θησαυροί
μα εσύ με πάμπτωχη καρδιά
τρισάθλιος ζητιάνος πλησιάζεις στο παλάτι της.
Στην είσοδο σ’ αυτό πως τόλμησες να ελπίσεις;
Κάποιοι θα πουν: “η αγάπη το κλειδί”
κι όμως
η Αλήθεια απ’ την Αγάπη δε διαφέρει.»

Ας έρθουμε τώρα σε ένα άλλο θέμα κτητικής αγάπης. Στην αγάπη των γονιών προς τα παιδιά τους.
Θα ξεκινήσουμε με μια ιστορία, που έγραψε ο Άκης Κουστουλίδης:
[[ Κάποτε στον κόσμο του ουρανού πετούσε ένας μοναχικός αετός ψάχνοντας να ταΐσει την πείνα του μαζί με την μοναξιά του. Δεν μπόρεσε ποτέ του να βρει ένα ταίρι εκεί ψηλά, δεν μπορούσε με τίποτα να πετάξει την μοναξιά του με κανέναν τρόπο και βασανιζόταν κάθε βράδυ που γυρνούσε στην άγρια φωλιά του από σκέψεις αυτολύπησης κι από ένα αίσθημα αδυναμίας. Αναρωτιόταν διαρκώς πώς είναι δυνατόν ενώ είχε την καλύτερη όραση να μην μπορεί να βρει το ταίρι του. Αυτή η κατάσταση κόντευε να γίνει συνήθεια ζωής μέχρι που ένα χειμωνιάτικο απόγευμα αναζητώντας να τραφεί είδε από κει ψηλά ένα περιστεράκι.
Πήρε στάση επίθεσης και όρμησε να το κατασπαράξει. Φτάνοντας σε απόσταση αναπνοής κάτι μέσα του τον σταμάτησε, κάτι μαγικό έγινε και χάθηκε η πείνα του. Σταμάτησε μπροστά στο τρομαγμένο περιστεράκι και άρχισε να το κοιτά με μια αλλόκοτη περιέργεια προσπαθώντας να καταλάβει τι του είχε συμβεί και δεν το κατασπάραξε. Κοιτώντας το, είδε πως ήταν ματωμένο από τους ανέμους της μοίρας, ήταν γεμάτο πληγές στα φτερά του και τα μάτια του είχαν το χρώμα της θλίψης. Η πρώτη σκέψη του αετού ήταν να βάλει ένα τέλος στο μαρτύριο του περιστεριού, μα κάτι μέσα του τον έκανε να νιώσει συμπόνια. Η δεύτερη σκέψη του ήταν να φύγει για να μην δει το τέλος του, μα η εικόνα του τέλους ήδη ήταν καρφιτσωμένη στην καρδιά του και οι τύψεις της φυγής κάνανε για πρώτη φορά την εμφάνισή τους στην ψυχή του αετού. Μη ξέροντας τι να κάνει, έκανε αυτό που ξέρει καλύτερα να κάνει και πέταξε όσο πιο ψηλά μπορούσε να πετάξει, μα κάποια δύναμη μέσα του τον τραβούσε προς τα κάτω. Μια φωνή μέσα του ξύπνησε και του έλεγε να πάει κόντρα στην φύση του, να πάει κόντρα στην λογική του, του έλεγε να πάει κόντρα σ’ αυτά που ξέρει και να πράξει αυτά που δεν ξέρει. Του έλεγε να γυρίσει πίσω στο περιστεράκι.
Κουρασμένος ο αετός από την μάχη που έδωσε στον αέρα με τον εαυτό του, όρμησε προς τα κάτω και με τα δυνατά του πόδια άρπαξε το περιστεράκι, πηγαίνοντάς το στην φωλιά του. Ήταν το πρώτο ζωντανό που έβλεπε την άγρια φωλιά του αετού, ήταν το πρώτο ζωντανό που έβλεπε την απίθανη και αλλόκοτη συμπεριφορά του αετού. Η νύχτα σκέπασε την φωλιά και ο αετός άνοιξε το ένα από τα δύο τεράστια φτερά του και σκέπασε τον πληγωμένο περιστεράκι δίνοντάς του την αίσθηση της ασφάλειας που τόσο πολύ είχε ανάγκη. Μέσα σ’ αυτό το μαγικό βράδυ ο αετός έδωσε μια υπόσχεση στον εαυτό του, μία υπόσχεση που ήθελε να την κρατήσει μυστικό από τον άγριο κόσμο του. Υποσχέθηκε στον εαυτό του πως μόλις το περιστεράκι θα είναι έτοιμο για να πετάξει θα το αφήσει ελεύθερο να πετάξει σε όποιον ορίζοντα αυτό θελήσει.
Από το επόμενο πρωί και για πολλές μέρες ο αετός έφερνε τροφή και βότανα για το περιστεράκι. Το τάιζε και φρόντιζε τις πληγές του, του μάθαινε τα βλέπει με τα δικά του μάτια, του μάθαινε πώς να αποφεύγει τα αρπακτικά, του μάθαινε όλα όσα αυτός έμαθε στον άγριο κόσμο του.
Μα όσο βοηθούσε το περιστεράκι για να πετάξει, μέσα του άρχισε να νιώθει διαφορετικά. Η βασανιστική μοναξιά που τον ταλαιπωρούσε είχε εξαφανιστεί, ένιωθε κάτι αναπάντεχα όμορφο και παράξενα δυνατό. Όσο γιάτρευε τις πληγές του περιστεριού, άλλο τόσο αυτός ένιωθε την παράξενη δύναμη μέσα του να μεγαλώνει. Όσο πιο πολύ το περιστεράκι αποκτούσε ομορφιά, άλλο τόσο ο αετός έβλεπε όμορφο τον άγριο κόσμο του. Ο αετός πλέον ένιωθε αυτό που λέγανε στα παραμύθια, ένιωθε αυτή την μαγική αίσθηση που σου δίνει η αγάπη.
Ο χρόνος δεν τον ένοιαζε πια. Καθώς περνούσε ο καιρός ο χειμώνας ήταν πλέον ζεστός και το καλοκαίρι δροσερό.
Όλα ήταν μαγικά στην ψυχή του αετού, που νόμιζε πως αυτό θα κρατήσει αιώνια, νόμιζε πως τίποτα δεν μπορεί να χαλάσει αυτή την ομορφιά της ζωής του, νόμιζε πως δεν υπάρχει κάτι που να είναι πιο δυνατό από αυτή την αγάπη.
Όλα αυτά που νόμιζε άρχισε να τα πιστεύει τόσο πολύ που πάλευε κάθε μέρα με όλες του τις δυνάμεις, ώστε να μην αφήσει κανένα κακό να μπει ανάμεσα στις ψυχές τους.
Το ατελείωτο ψυχικό ταξίδι του αετού κλονίστηκε ένα πρωί, όταν είδε το περιστεράκι να ανοιγοκλείνει τα φτερά του και να προσπαθεί να πετάξει. Ήταν η στιγμή όπου ο αετός έπρεπε να πράξει αυτό που υποσχέθηκε στον εαυτό του.
Ήταν η στιγμή που το αιώνιο είχε έναν διαφορετικό δρόμο μέσα του, ήταν η στιγμή όπου το τέλος έφερνε μια καινούργια αρχή, ήταν η στιγμή όπου ο αετός νόμιζε πως δεν θα συμβεί ποτέ σ’ αυτή την ζωή.
Για μια στιγμή απελπίστηκε, για μια στιγμή του ήρθε να καταστρέψει όλο τον κόσμο του, για μια στιγμή μονάχα μετάνιωσε που έζησε μαζί με το περιστεράκι, για μια στιγμή ένιωσε κάτι απέραντα μεγάλο, ένιωσε κάτι που δεν μπορούσε να κατανοήσει με τίποτα. Η μοναξιά του χτυπούσε την πόρτα μα ένιωθε τελείως διαφορετικά από τότε που ζούσε μόνος. Η μαύρη θάλασσα που έβλεπε δεν ήταν το τέλος μα ήξερε χωρίς να ξέρει από πού το ήξερε πως ήταν απλά μια οπτασία. Ήταν απλά άλλος ένας δαίμονας όπου έπρεπε να αφήσει πίσω του.
Ήταν τόσα πολλά που έβλεπε ο αετός πέρα από την μαύρη θάλασσα που ενώ δεν μπορούσε να τα εξηγήσει η λογική, που ενώ δεν υπήρχαν οι λέξεις, αυτός είχε το νόημα βαθιά μέσα του και το μόνο που έλειπε ήταν να εκπληρώσει το τάμα στον εαυτό του. Και αυτό το τάμα δεν ήταν τίποτα παραπάνω από μια λέξη. Τίποτα παραπάνω από το υπέρτατο ιδανικό. Τίποτα παραπάνω από την λευτεριά δεν υπάρχει και αυτό ο αετός το ένιωσε, δεν το δανείστηκε, το έμαθε ζώντας με το περιστεράκι.
Το επόμενο χειμωνιάτικο πρωινό άρπαξε το περιστεράκι με τρυφερότητα και το πήγε στην πιο ψηλή κορυφή του κόσμου. Το πήγε εκεί ψηλά και του έδωσε την ώθηση για να πετάξει λεύτερο και δυνατό στους δικούς του κόσμους.
Γυρνώντας στη φωλιά του ο αετός ήξερε πλέον πως το όμορφο περιστεράκι δεν θα είναι εκεί, μα η ομορφιά της αγάπης είναι πλέον μέσα του. Ήξερε πλέον πως αν δεν πονέσεις δεν μπορείς να σπάσεις τα δεσμά σου. Ήξερε πλέον πως δεν μπορείς να κρατήσεις κάτι δικό σου και να νιώθεις λεύτερος. Ήξερε πλέον πως ακόμη και η ζωή του δεν ήταν δικιά του αλλά ένα δώρο που του δόθηκε. Άνοιξε τα φτερά του και πέταξε πλέον λεύτερος μέσα στα όνειρά του...]]
Στα παιδιά μας πρέπει να είμαστε προστατευτικοί. Ποτέ, όμως, υπερπροστατευτικοί. Να ανοίγουμε τα φτερά μας να τα προστατεύουμε, όπως έκανε ο αετός στο αδύναμο περιστεράκι. Να μην κάνουμε πολυτελή κλουβιά να τα βάζουμε μέσα για να μη συναντήσουν, τάχα, κινδύνους και δυσκολίες. Να τα μάθουμε να πετάνε. Και κυρίως να έχουμε μαζί τους υπομονή! Ο εγωισμός για να αναδειχθούμε μέσα από τα παιδιά μας να μη μας κάνει ανυπόμονους. Γιατί τα παιδιά θέλουν το χρόνο τους. Ας έχουμε κατά νου ότι μια ασήμαντη κάμπια γίνεται χρυσαλίδα και πως η χρυσαλίδα στο τελευταίο στάδιο της μεταμόρφωσής της σπάει το κουκούλι της για να πετάξει στον αέρα σαν πανέμορφη πεταλούδα. Το δυνάμωμα των φτερών συντελείται από την προσπάθεια να σπάσει το κουκούλι. Και γι’ αυτό μόλις το κατορθώσει είναι έτοιμη η πεταλούδα να πετάξει. Αν η ανυπομονησία μας οδηγούσε να σπάσουμε το κουκούλι για να επιταχύνουμε το πέταγμα, χωρίς να έχει ολοκληρωθεί η μεταμόρφωση, θα το μετανιώναμε. Αυτό το μετάνιωμα περιγράφει ο Ν. Καζαντζάκης στο βιβλίο του “Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά”:
[[ Θυμήθηκα κάποιο πρωί, που είχα πετύχει σ’ ένα πεύκο ένα κουκούλι πεταλούδας, τη στιγμή που έσκαζε το τσώφλι κι ετοιμαζόταν η μέσα ψυχή να προβάλει. Περίμενα, περίμενα, αργούσε, κι εγώ βιάζουμουν έσκυψα τότε απάνω της κι άρχισα να τη ζεσταίνω με την ανάσα μου. Τη ζέστανα ανυπόμονα, και το θάμα άρχισε να ξετυλίγεται μπροστά μου, με γοργό παρά φύση ρυθμό∙ το τσώφλι άνοιξε όλο, η πεταλούδα πρόβαλε. Μα ποτέ δε θα ξεχάσω τη φρίκη μου: τα φτερά της έμεναν σγουρά, αξεδίπλωτα, όλο το κορμάκι της έτρεμε και μάχουνταν να τα ξετυλίξει, μα δεν μπορούσε∙ μάχουμουν κι εγώ με την ανάσα μου να τη βοηθήσω. Του κάκου∙ από υπομονετικό ωρίμασμα και ξετύλιγμα μέσα στον ήλιο, και τώρα πια ήταν αργά∙ η πνοή μου είχε ζορίσει την πεταλούδα να ξεπροβάλει πριν της ώρας, ζαρωμένη κι εφταμηνίτικη. Βγήκε αμέστωτη, κουνήθηκε απελπισμένη, και σε λίγο πέθανε στην απαλάμη μου. ]]
Το παιδί μας αποτελεί μια ενσαρκωμένη ψυχή, που ήρθε στον κόσμο για το δικό της σχέδιο και έργο, και όχι για να εκπληρώσει τα δικά μας όνειρα. Εμείς παρέχουμε στην ψυχή που γεννιέται στο σώμα του παιδιού μας το αναγκαίο ένδυμα, το σώμα του, και για κάποια χρόνια έχουμε αναλάβει την ηθική υποχρέωση να της παρέχουμε τα αναγκαία εφόδια για να πραγματώσει το σκοπό για τον οποίο ήρθε στο φυσικό πεδίο. Πολλές φορές κάνουμε το λάθος να φορτώνουμε- έστω κι αν δε το λέμε φανερά- στο παιδί μας τις προσδοκίες μας και τους οραματισμούς μας. Φτιάχνουμε στη σκέψη μας ένα μοντέλο, που πολλές φορές είναι συνδυασμός προτερημάτων περισσοτέρων των δυο παιδιών που μας έχουν κάνει εντύπωση, και θέλουμε το παιδί μας να μοιάσει του μοντέλου μας. Κι εδώ κάνουμε το λάθος. Γιατί αγαπώ το παιδί μου όχι όπως θα ‘θελα να είναι, αλλά όπως αυτό είναι. Όταν το παιδί μας θέλουμε να πλησιάσει το μοντέλο μας, τότε ουσιαστικά αγαπάμε τον εαυτό μας. Δεν αγαπάμε το παιδί μας σαν ελεύθερη κι αυτόνομη προσωπικότητα.
Πάνω απ’ όλα δεν του ζητούμε να πραγματοποιήσει όσα εμείς δεν καταφέραμε να κάνουμε. Αν το όνειρό μας ήταν να γίνουμε δικηγόροι και δεν μπορέσαμε, είναι ανήθικο και παράλογο να έχουμε την απαίτηση να γίνει το παιδί μας. Γιατί το όνειρό του μπορεί να είναι να γίνει γιατρός ή μηχανικός. Κι αν σπουδάσαμε εμείς, δεν έχουμε το δικαίωμα να του επιβάλουμε να σπουδάσει κι αυτό. Μπορεί να του αρέσει να ασχοληθεί με την καλλιέργεια της γης ή να δημιουργήσει μια φάρμα από αγάπη στα ζώα. Μα πάνω απ’ όλα «αγαπώ το παιδί μου» δε σημαίνει ότι του κάνω όλα τα χατίρια κι εκπληρώνω όλες του τις επιθυμίες. Πρέπει να οριοθετούμε τις σχέσεις μας και να του περάσουμε το μήνυμα ότι δεν μπορεί να έχει ό,τι επιθυμεί, αλλά ό,τι του είναι αναγκαίο για να γίνει μια ένας ολοκληρωμένος άνθρωπος.
Ο Χαλίλ Γκιμπράν γράφει για τις σχέσεις μας με τα παιδιά:
« Τα παιδιά σου δεν είναι παιδιά σου. Είναι οι γιοι και οι κόρες της λαχτάρας της Ζωής για τη Ζωή.
Δημιουργούνται διαμέσου εσένα, αλλά όχι από σένα. Κι αν και βρίσκονται μαζί σου, δε σου ανήκουν.
Μπορείς να τους δώσεις την αγάπη σου, αλλά όχι τις σκέψεις σου αφού ιδέες έχουν δικές τους.
Μπορείς να δίνεις μια στέγη στο σώμα τους, αλλά όχι και στις ψυχές τους. Αφού οι ψυχές τους κατοικούν στο σπίτι του αύριο που εσύ δεν πρόκειται να επισκεφτείς ούτε και στα όνειρά σου.
Μπορείς να προσπαθήσεις να τους μοιάσεις αλλά μη γυρέψεις να τα κάνεις σαν εσένα
Αφού η ζωή δεν πάει προς τα πίσω ούτε ακολουθεί στο δρόμο του το χτες.
Είσαι το τόξο από το οποίο τα παιδιά σου ωσάν ζωντανά βέλη ξεκινάνε για να πάνε μπροστά.»
Τα παιδιά μας δεν μας ανήκουν! Είναι αυτόνομες προσωπικότητες, καλύτερα αυτοκινούμενες ψυχές, για να χρησιμοποιήσουμε την πλατωνική έκφραση. Εμείς είμαστε το τόξο, που θα δώσουμε την ώθηση στα παιδιά μας να μας ξεπεράσουν. Μόνο τότε έχουμε εξέλιξη! Έτσι θα εκφράσουμε την αγάπη μας προς αυτά. Την αγάπη, που υπάρχει σαν σπόρος μέσα μας και περιμένει να την εκδηλώσουμε με χιλιάδες μορφές έκφρασης. Με ένα λόγο, μια πράξη, μια ματιά, ένα άγγιγμα. Κυρίως, όμως, σαν μέσο για την εξέλιξή μας και για την πνευματοποίηση. Αυτή είναι το εφαλτήριο για να φτάσουμε στον Αιώνιο και στην ποθητή πατρίδα μας! Να την δίνουμε απλόχερα χωρίς να περιμένουμε ανταλλάγματα. Μα το κυριότερο, να μη τη χρησιμοποιήσουμε για να κάνουμε τον δέκτη της αγάπη μας κτήμα μας.
Θα κλείσουμε αυτό το άρθρο με ένα ποίημα που συναντήσαμε στο blog “Ξάνθη φιλοσοφείν”, με τίτλο “Αγάπα με αν τολμάς”:
« Δεν υπάρχουν όρια στην αγάπη..
Δεν χάνεις ποτέ..
Δεν υπάρχει τίποτα να χάσεις από όσα σου ανήκουν όταν αγαπάς.
Αγάπα με αν τολμάς..
Και δώσε μου..
Όχι σαν έμπορος φτηνών υφασμάτων..
Αλλά σαν ερημίτης που χαρίζει στο δέντρο την τελευταία του σταγόνα από νερό..
Όχι σαν σύννεφο περαστικό..
Μα σαν βροχή που ποτίζει το ξερό χώμα και γίνεται ένα με την ουσία του..
Όχι σαν φωτιά που απογυμνώνει τον αέρα.
Μα σαν φλόγα δυνατή που ζεσταίνει ακόμα και στους λασπότοπους
Αγάπα με αν τολμάς...
Με το πάθος ενός εφευρέτη.
Με τον Έρωτα ενός Αγίου.
Με την τόλμη ενός εξερευνητή.
Αγάπα με Άνθρωπε
Εγώ είμαι Εσύ..»

Δεν υπάρχουν σχόλια: