Πέμπτη 30 Ιανουαρίου 2014

Ο περίφημος εφευρέτης Δαίδαλος

[[ δαμ- ων ]]

Β΄ μέρος
Είδαμε ότι ο Δαίδαλος συνδέεται με την κατασκευή της ξύλινης δαμάλας, την οποία χρησιμοποίησε η Πασιφάη για να σμίξει με τον ταύρο του Ποσειδώνα. Σχετικά με την ερμηνεία της ένωσης της Πασιφάης και του ταύρου, έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον το ακόλουθο απόσπασμα από της εισαγωγή στην τραγωδία “Κρήτες”, των εκδόσεων “Κάκτος” ( σελ. 14-15 ) και γι’ αυτό το παραθέτουμε:
[ Η ένωση της Πασιφάης με τον ταύρο αντικατοπτρίζει ένα τύπο του ιερού γάμου (*1΄), όπου ο βασιλιάς και η βασίλισσα, μασκαρεμένοι σε ταύρο και αγελάδα, σμίγουν, παριστάνοντας τον γάμο του Ήλιου και της Σελήνης. Η Πασιφάη άλλωστε, κόρη του Ήλιου κατά τον μύθο, είναι μια από τις πολλές προελληνικές και προδωριακές μορφές λατρείας της Σελήνης. Πασιφάη, Πασιφάεσσα, Πασιφαίνουσα, Πλησιφάη, Μνησιφάη, Τηλεφάη και Τηλεφάεσσα είναι λατρευτικά επίθετα της Άρτεμης. Η σεληνιακή φύση της ηρωίδας βεβαιώνεται κι από μαρτυρίες για μαντείο στο Ταίναρο με αγάλματα του Ήλιου και της Πασιφάης.
Καθοριστικό ρόλο για το στοιχείο του ζευγαρώματος της Πασιφάης με τον ταύρο έπαιξαν σίγουρα τα ταυροκαθάψια, τα ακροβατικά παιγνίδια των κοριτσιών της Μινωικής Κρήτης με τους ταύρους. Η ξύλινη αγελάδα έχει αφετηρία κάποιο λατρευτικό ομοίωμα και, ως έργο του Δαίδαλου, υπαινίσσεται την τεχνολογική πρόοδο της Μινωικής εποχής.
Ο ταύρος- εραστής της Πασιφάης παραπέμπει προφανώς και στην “προϊστορία” της υπόθεσης, στην καταγωγή του Μίνωα, στον ταύρο- Δία που έφερε την Ευρώπη από τη Φοινίκη στην Κρήτη κι έσμιξε μαζί της, για να γεννηθεί ο Μίνωας και τα αδέρφια του. Ωστόσο, στην πραγματικότητα, εκείνο που σίγουρα συνδέει αρχικά όλους αυτούς τους ταύρους, της Πασιφάης, του Ποσειδώνα και της Ευρώπης, δεν είναι ο μύθος αλλά η λατρεία.
Η άρνηση του Μίνωα να θυσιάσει τον ταύρο που του έστειλε ο Ποσειδώνας ερμηνεύτηκε ως νύξη σε αναίμακτες θυσίες, σύμφωνα με κάποιο λατρευτικό τυπικό που είχε ασπαστεί ο βασιλιάς και υπαινίσσεται ο Χορός των Κρητών στο σωζόμενο απόσπασμα της Παρόδου του. Προϋπόθεση βέβαια για κάτι τέτοιο είναι ότι στην αρχική μορφή του μύθου δεν θυσιάστηκε άλλο ζώο στη θέση του ταύρου του Ποσειδώνα. ]
Πάνω σ το θέμα της αταίριαστης ένωσης του ταύρου με την Πασιφάη, ο Ευριπίδης έγραψε την τραγωδία “Κρήτες”, από την οποία όμως διασώζονται πολύ λίγα αποσπάσματα.

Η συνέχεια >>> εδώ …

Ο Τάσος Ρούσσος μετέφρασε αυτά τα αποσπάσματα και με τις πληροφορίες που άντλησε από άλλους συγγραφείς συμπλήρωσε την τραγωδία, δίνοντάς μας μια θαυμάσια εκδοχή. Απ’ αυτό το έργο των εκδόσεων “Κάκτος” θα παραθέσουμε κάποια αποσπάσματα στη συνέχεια. Στην τραγωδία εμφανίζεται στην αρχή ο Ποσειδώνας, κάνοντας μια εισαγωγή, όπου αναφέρει το λόγο των δεινών του Μίνωα:
« Ο Ποσειδώνας είμαι κι έχω έρθει
στην Κρήτη εδώ, στου Μίνωα το παλάτι,
αφήνοντας της θάλασσας τα βάθη
και τους λαμπρούς χορούς των Νηρηίδων.
Η ευσέβεια συνήθως κι οι θυσίες
τραβούνε τους θεούς στη γης, εμένα
θυμός με φέρνει για του Δία το τέκνο,
που ενώ του παραστάθηκα με αγάπη,
με καταφρόνια μ’ έχει αντιπληρώσει.
Τη δέησή του εισάκουσα κι αμέσως
όμορφος ταύρος βγήκε από το κύμα•
έτσι στους Κρήτες φάνηκε πως είχε
την εύνοιά μας κι όλοι τον δεχτήκαν
για βασιλιά τους. Την υπόσχεσή του
λησμόνησε όμως γρήγορα• τον ταύρο
δεν πρόσφερε σε μένα, αλλά τον έχει
μακριά στα βοσκοτόπια του κρυμμένο,
στα πλούσια κοπάδια του στολίδι,
κι άλλον αντί γι’ αυτόν μου θυσιάζει.
Η ασέβεια στους θεούς κι η αχαριστία
πάντοτε τιμωρούνται• δυστυχίες
αγιάτρευτες χτυπάνε τους ανθρώπους.
Τώρα το βασιλιά τόσο μεγάλες
θα τον βρουν συμφορές, που θ’ αφανίσουν
γοργά το σπιτικό του και τη χώρα.
Έχω τη συνδρομή της Αφροδίτης•
αυτή παρέσυρε την Πασιφάη,
το διαλεχτό του ταίρι, σε μια πράξη
αφύσικη που μύρια θα γεννήσει
φριχτά δεινά μολύνοντας το σπίτι.
Ο Μίνωας στης βασίλισσας εμπήκε
το θάλαμο κι αντίκρισεν εκείνο
που γίνηκε η αρχή της συμφοράς του.
Ο φόβος από τότε τον κατέχει,
η σύγχυση κι η οργή• ποιος τάχα
δαίμονας έχει μπει μες στο παλάτι;
Ή μήπως είναι των θεών κατάρα;
Όμως στο πέρασμα του χρόνου κι άλλα
θα τον βρούνε δεινά. Ο πανώριος ταύρος
που δεν μου πρόσφερε, μανία και φόνο
πνέοντας, θα βυθίσει όλη την Κρήτη
στο πένθος και στο θρήνο, θα ρημάζει
κοπάδια, τη σπαρμένη γης, ανθρώπους,
παντού σκορπώντας τρόμο, ώσπου μια μέρα
θα τον σηκώσει ο Ηρακλής δεμένον,
του Ευρυσθέα την εντολή εκτελώντας,
και θα τον αμολήσει στην Αθήνα,
στη δασωμένη γη του Μαραθώνα•
εκεί ο Θησέας θα τον θανατώσει
κι αργότερα, σαν έρθει αυτός στην Κρήτη,
το τερατόμορφο θα σφάξει σπέρμα
του άγριου ταύρου. Τέτοια τιμωρία
θα λάβει ο Μίνωας για την ασέβειά του.
Το σπίτι του θ’ αφανιστεί κι η Κρήτη
σε μαρασμό θα πέσει και θα χάσει
σιγά σιγά και δύναμη και δόξα.
Πρέπει οι θνητοί να δείχνουν πάντα σέβας
και φόβο στους θεούς, να τους λατρεύουν. » ( Ευριπίδης, “Κρήτες” 1-59 )
Μετά εμφανίζει τον τροφό του παλατιού να μιλάει και να συμβουλεύει την βασίλισσα να απαλλαγούν από το παράξενο μωρό:
« ΤΡ.: Δεν πρέπει να κρατήσεις πια το βρέφος,
Κυρά μου, Πασιφάη, μες στο παλάτι.
Αν το ξανάβρει ο Μίνωας εκεί μέσα,
πάμε κι οι δυο χαμένες, να το ξέρεις.
ΠΑ.: Θα το ’χουμε κρυφά σε κάποιο μέρος
που θα γνωρίζουμε μονάχα οι δυο μας.
ΤΡ.: Είναι μωρό, το κλάμα του θ’ ακούσουν.
ΠΑ.: Μα θα ’χουμε το νου μας να μην κλάψει.
ΤΡ.: Δεν κλαίει τώρα πια, παρά μουγκρίζει
σαν ορφανό μοσχάρι που πεινάει.
ΠΑ.: Με βότανα θα το ’χω κοιμισμένο.
ΤΡ.: Δε γίνεται όλη μέρα να κοιμάται•
θα το ξυπνάει η πείνα κάθε λίγο•
βαρύ το μούγκρισμά του, θα τ’ ακούσουν•
ο αχός θα ξεσηκώσει όλους του δούλους
του βασιλιά, θα ψάξουν και θα το ’βρουν.
Κούφιες λοιπόν ελπίδες να μην έχεις.
ΠΑ.: Κάτι θα βρούμε, κάτι θα σκεφτούμε.
ΤΡ.: Βιάσου, φυγάδεψέ το αμέσως, σώσε
τον εαυτό σου τώρα, μη διστάζεις.
ΠΑ.: Πώς να το διώξω, εγώ το ’χω γεννήσει.
Ταυρόμορφο κι αν είναι, είναι παιδί μου. » ( Ευριπίδης, “Κρήτες” 63-84 )
Μπορεί να μην έφταιξε σε τίποτα η Πασιφάη, να είναι ένα θύμα της ασέβειας του άντρα της και οι θεοί να την χρησιμοποίησαν για να τιμωρήσουν τον Μίνωα, αλλά δε συμφωνεί να πετάξουν το βρέφος. Το μητρικό φίλτρο δεν επιτρέπει μια τέτοια αποτρόπαια πράξη, έστω κι αν είναι τερατόμορφος ο καρπός αυτού του αφύσικου σμιξίματος, στο οποίο την έσπρωξαν οι θεοί. Θα μπορούσε από αποστροφή για την παραφορά στην οποία την οδήγησαν, από ντροπή για το πάθος στο οποίο ενέδωσε, να συμφωνήσει ν’ αφανιστεί αμέσως το μωρό. Μα είναι μάνα, κι αν και ταυρόμορφο το βρέφος, είναι παιδί της! Η καρδιά της μάνας δεν μπορούσε να συνεργήσει στο θάνατο του παιδιού της. Η βασίλισσα γνώριζε πως μοιραία αυτό το μωρό θα γινόταν η αιτία να διαλυθεί ο γάμος της, να χάσει την αίγλη του θρόνου, να γίνει ο περίγελως των κατοίκων του νησιού, να χάσει ακόμα και τη ζωή της σαν τιμωρία της απιστίας της. Όμως, μίλησε η καρδιά της μάνας που δε γνωρίζει φόβο και δεν υπολογίζει τον κατατρεγμό μπροστά στη ζωή του παιδιού της!
Ο βασιλιάς κάτι κατάλαβε, ένιωσε να υπάρχει μια συνωμοσία από τη βασίλισσα κι όσες αποτελούσαν την ακολουθία της. Έτσι ζήτησε να πάρει πληροφορίες από τη τροφό, την οποία πίεσε κι έμαθε ένα μέρος της αλήθειας:
« ΜΙ.: Ποια σφάλματα η βασίλισσα πληρώνει
κι είναι οργισμένη η Κύπριδα μαζί της;
Μα πες μου, πώς ετέλειωσαν ετούτα;
TΡ.: Δεν τέλειωσαν, γιατί, όπως λέει ο κόσμος,
οι δυστυχίες γεννάνε δυστυχίες.
ΜΙ.: Τα λόγια σου δεινά μου προμαντεύουν.
ΤΡ.: Έλιωνε η δόλια μέρα με τη μέρα
και μη μπορώντας άλλο στο εργαστήρι
του Δαίδαλου πηγαίνει κι αφού πρώτα
τον όρκισε κρυφό να μείνει ετούτο,
μια ξύλινη δαμάλα του γυρεύει,
που ζωντανή να μοιάζει• πλούσια δώρα
του έταξε, αν το έργο του πετύχει,
κι ακόμη πιο πολύ, να τον συντρέξει
να φύγει από την Κρήτη με το γιο του.
ΜΙ.: Τη ρώτησε για ποιο σκοπό τη θέλει;
ΤΡ.: Τη χρειαζόταν, είπε, για να κάνει
μυστικές στη θεά τελετουργίες,
μήπως και μαλακώσει το θυμό της.
ΜΙ.: ΚΙ ο Δαίδαλος; Εκτέλεσε το έργο;
ΤΡ.: Με προθυμία και μεγάλη τέχνη.
Έντυσε με τομάρι γελάδας
το ξύλινο ομοίωμα, στα ποδάρια
του έβαλε τροχούς και της το δίνει.
Το πήρε αυτή και στο κρυφό λιβάδι
το μετάφεραν άνθρωποι δικοί της.
Το δειλινό μας έδιωξε όλους• μπαίνει,
το σκέπασμα σηκώνοντας, στην κούφια
δαμάλα και προσμένει να ’ρθει ο ταύρος.
ΜΙ.: Και τι έγινε μετά; Πες μου, το είδες;
ΤΡ.: Κανείς δεν είδε τίποτα, δεν ξέρει.
Σαν βράδιασε, κατά την προσταγή της,
πήγαμε πίσω• κείτονταν στο χόρτο
σε παραλόισμα τρομερό χαμένη.
Τη φέραμε όπως ήταν στο παλάτι.
ΜΙ.: Δεν θα ρωτήσω τίποτα άλλο, ξέρω
και νύφη και γαμπρό και βρέφος
και ποιοι βοήθησαν σ’ αυτήν την πράξη,
που όνομα δεν βρίσκω να της δώσω.
Με τη ζωή τους όμως θα πληρώσουν
το μίασμα τούτο που όλους μας βαραίνει.
Κάποιος να πάει μέσα στο παλάτι
και τη βασίλισσα να μου φωνάξει. » ( Ευριπίδης, “Κρήτες” 447-489 )
Ο Μίνωας είχε καλέσει τους ιερείς και μύστες από το Ιδαίον άντρο, το ιερό του πατέρα του Δία, να τον βοηθήσουν να ξεδιαλύνει το μυστήριο. Στην τραγωδία αποτελούν και τον αντίστοιχο χορό. Έτσι όταν αυτοί ακούνε για το αφύσικο σμίξιμο, κάνουν το ακόλουθο σχόλιο:
« Απ’ την αρχή του κόσμου νόμος
υπάρχει αλύγιστος κι ορίζει
για κάθε ζωντανό της γης,
της θάλασσας και τ’ ουρανού
να σμίγει μοναχά με τ’ όμοιό του.
Κάθε παράβαση του φέρνει
τη γέννηση φριχτών τεράστιων
που δίκαια τις νομίζουμε
κατάρες των θεών ή τιμωρίες. » ( Ευριπίδης, “Κρήτες” 491- 499 )
Ο θυμωμένος Μίνωας κάλεσε την γυναίκα του Πασιφάη για να της ζητήσει εξηγήσεις σχετικά τη γέννηση του παιδιού- τέρατος. Η βασίλισσα τον κατηγορεί πως αυτός είναι η αιτία της συμφοράς. Για όλα έφταιε η ασέβεια του θαλασσοκράτορα θνητού προς τον θεό της θάλασσας. Έπομένως η ίδια ήταν το εξιλαστήριο θύμα και δεν είχε μερτικό στην αιτία των δεινών, που είχαν χτυπήσει το παλάτι. Ανάμεσα στον Μίνωα και την Πασιφάη έγινε ο παρακάτω διάλογος:
« ΧΟ.: Mη στέκεις σιωπηλή, βασίλισσά μου•
πρέπει ν’ αποκριθείς στην κατηγόρια.
ΠΑ.: Ποια κατηγόρια και για τι; Ν’ ακούσω.
ΜΙ.: Άκου λοιπόν• ποιο ήτανε το βρέφος
που ’χε κεφάλι ταύρου στο παλάτι;
ΠΑ.: Σου το ’χω πει και πριν, οι θεοί το στείλαν.
ΜΙ.: Σαν ευλογία τάχα ή σαν κατάρα;
ΠΑ.: Κατάρα είναι για μένα που δεν φταίω.
ΜΙ.: Δεν φταίς εσύ; Ποιος είναι τότε ο φταίχτης;
ΠΑ.: Ψάξε τον εαυτό σου και θα τον ’βρεις.
ΜΙ.: Ένοχος είμαι ‘γω για ένα τέρας;
ΠΑ.: Αν θες, στοχάσου λίγο και θυμήσου.
ΜΙ.: Αστόχαστος δεν είμαι ούτε ξεχνάω.
ΠΑ.: Σέβεσαι τους θεούς, καθώς ταιριάζει;
ΜΙ.: Θυσίες πλούσιες πάντα τους προσφέρω
και δεν ξεχνάω σ’ αυτές ποτέ κανέναν.
ΠΑ.: Μα είναι μαζί σου κάποιος οργισμένος.
ΜΙ.: Ποιος είναι αυτός και ποια η αιτία; Πες μου.
ΠΑ.: Της θάλασσας ο αφέντης Ποσειδώνας.
Δίχως ντροπή τον έχεις απατήσει.
ΜΙ.: Τον σέβομαι και τον λατρεύω πάντα.
ΠΑ.: Ξέχασες όμως τάχα να θυσιάσεις
τον ταύρο που σου έστειλε απ’ το κύμα.
ΜΙ.: Ήταν πανέμορφος, χωρίς ψεγάδι,
δεν μ’ άφηνε η καρδιά μου να τον σφάξω.
ΠΑ.: Κι έτσι προτίμησες να ξεγελάσεις
αισχρά τρανό θεό• είχες τη γνώμη
πως θα παράβλεπε την προσβολή σου
γιατί ’σαι γιος του Δία, καθώς λένε;
Μα οι θεοί, να ξέρεις, βρίσκουν τρόπους
να τιμωρούν τους ασεβείς• κι εμένα
χτύπησε ο θεϊκός θυμός, σε τέτοιες
ανείπωτες ντροπές βυθίζοντάς με. » ( Ευριπίδης, “Κρήτες” 541-573 )
Ο Δαίδαλος, αφού κατασκεύασε για χάρη του Μίνωα όλα τα θαυμαστά κτίρια που του ζήτησε και τα στόλισε με ωραιότατα τεχνουργήματα, πεθύμησε να φύγει από την Κρήτη. Ο ρήγας όμως δεν ήθελε να υπάρχουν κι αλλού τόσο ωραίες κατασκευές κι απαγόρεψε τον απόπλου στον τεχνίτη. Όταν σε κάποιον βάζεις εμπόδια, τόσο τρανεύει η νοσταλγία. Την επιθυμία για φυγή την μετέδωσε και στον Ίκαρο. Έτσι το παλληκάρι πήγαινε συχνά κι περιεργαζόταν τα πλεούμενα κάνοντας όνειρα για το ταξίδι. Τ’ αγνάντευε να σχίζουν τα νερά με φουσκωμένα τα πανιά και θαρρούσε πως ήταν κι αυτός ένα ταξιδιάρικο πουλί, που τ’ ακολουθούσε. Η ρήγισσα, που τους αγαπούσε, είχε υποσχεθεί να τους συντρέξει σ’ αυτή την πεθυμιά.
Ο ποιητής εμφανίζει το παλληκάρι να επιστρέφει από το πολύβουο λιμάνι και να λέει:
Πήγα κρυφά από το γονιό μου
το Δαίδαλο κι αγνάντεψα
το βουερό λιμάνι. Πλήθος
καράβια γαλαζόπρωρα
με πανιά στον άνεμο
ξανοίγονταν για μακρινά
ταξίδια κι άλλα πάλι
ράθυμα αράζαν στη στεριά,
καθώς αργοσαλεύαν
οι λαμνοκόποι τα κουπιά
κι οι ναύτες έδεναν τους κάβους.
Τα λόγια της βασίλισσας καθάρια
γυρνάνε μες στο νου μου.
Τη νύχτα αυτή θα μας συντρέξει
να φύγουμε γοργά απ’ την Κρήτη
με διαλεχτό καράβι.
Θαρρώ πως το ’δα κιόλας
- αν δεν γελιέμαι- ανάμεσα
στ’ άλλα πλεούμενα•
δεν έμοιαζε ξεχωριστό,
μα έδειχνε γοργοτάξιδο.
Αυτό, αν δεν κάνω λάθος,
με τη βοήθεια των θεών
και με την τύχη, θα μας πάει
στη χώρα του πατέρα μου,
στην ξακουσμένη Αθήνα,
μακριά, πέρα απ’ τη θάλασσα.
Τότε θα δω και με τα μάτια μου
αυτά που τ’ άκουγα σαν μύθους•
την ιερή ακρόπολη
την ιερή ακρόπολη
πάνω στο βράχο της θεάς,
τη λιτανεία τη μεγαλόπρεπη
με τις κοπέλες που ύφαναν
το πέπλο της, τ’ αγάλματα
και τους λαμπρούς ναούς.
Με τη βοήθεια των θεών
και με την τύχη, θα παλέψω
στα γυμναστήρια μ’ άλλους
νέους κι εγώ, τον έπαινο
της νίκης λαχταρώντας.
Μακάρι η νύχτα αυτή που θα ‘ρθει
στη λευτεριά να με οδηγήσει
πέρα, στην ποθητήν Αθήνα.
Απόλλωνα, Αθηνά και Ποσειδώνα
και Ήφαιστε εσύ, που προστατεύεις
την τέχνη του πατέρα μου,
βοηθήστε μας, απ’ τη σκλαβιά
του Μίνωα να ξεφύγουμε. » ( Ευριπίδης, “Κρήτες” 811-858 )
Καθώς επέστρεφε από το λιμάνι ο Ίκαρος έπεσε πάνω στον βασιλιά, που είχε πάρει την απόφαση να κλείσει πατέρα και γιο στη φυλακή, για να τους τιμωρήσει, επειδή ο Δαίδαλος είχε κατασκευάσει την αγελάδα για την Πασιφάη. Ταυτόχρονα είχε στείλει στρατιώτες για να οδηγήσουν μπροστά του τον Δαίδαλο. Σαν έφτασε ο τεχνίτης, ανάμεσα σ’ αυτόν και τον ρήγα έγινε ο ακόλουθος διάλογος, καταπώς μας λέει ο ποιητής:
« ΔΑ.: Δεν χρειαζόταν, βασιλιά, να στείλεις
τους στρατιώτες σου για να με φέρουν
η προσταγή σου αρκούσε• τι με θέλεις;
ΜΙ.: Μπορεί ν’ αργοπορούσες, αν ερχόσουν
μονάχος σου, κι εγώ βιαζόμουν. Τώρα
θέλω να σε ρωτήσω, πρώτα απ’ όλα
πώς βρέθηκες εσύ, ένας Αθηναίος,
εδώ στην Κρήτη; Μόνος σου έχεις έρθει;
ΔΑ:: Τι με ρωτάς για πράγματα που ξέρεις;
ΜΙ.: Απάντησέ μου, θέλω να σ’ ακούσω.
ΔΑ.: Ήρθα μαζί σου εδώ πριν από χρόνια.
ΜΙ.: Δεν σ’ έχω σώσει από τους Αθηναίους
που σε καταδικάσανε για φόνο;
ΔΑ.: Μ’ αδίκησαν, δεν σκότωσα κανέναν.
ΜΙ.: Δεν έχω κάνει εγώ, καθώς ορίζουν
οι νόμοι, καθαρμούς να σ’ εξαγνίσω;
ΔΑ.: Τα ξέρω αυτά• γιατί μου τα θυμίζεις;
ΜΙ.: Για να θυμάσαι πάντα πως σε μένα
τη ζωή σου χρωστάς• και κάτι άλλο.
Ο γιος σου αυτός μητέρα ποιαν έχει;
ΔΑ.: Μια σκλάβα που μου χάρισες σαν ήρθα,
τη Ναύκρατη, μα πέθανε στη γέννα.
ΜΙ.: Επήρες μια γυναίκα από την Κρήτη,
ετούτος εγεννήθηκε στην Κρήτη
κι εδώ μεγάλωσε σ’ αυτόν τον τόπο.
Δεν είσαι περισσότερο Αθηναίος,
παρ’ όσο Κρητικός, έτσι σε κρίνω.
ΔΑ.: Από το γένος είμαι του Ερεχθέα•
πατρίδα μου έχω πάντα την Αθήνα.
ΜΙ.: Αυτήν έχεις τη γνώμη; Κράτησέ την.
Όμως, θαρρώ, πολλά χρωστάς σε μένα.
ΔΑ.: Ναι, σου χρωστάω, μα τα ’χω αντιπληρώσει.
ΜΙ.: Πες μου ν’ ακούσω, με ποιον τρόπο;
ΔA.: Με πλήθος έργα, αγάλματα, εφευρέσεις,
Με οικοδομήματα λαμπρά και με μέγα
λαβύρινθο που έκανε την Κρήτη
πασίγνωστη στα πέρατα του κόσμου. » ( Ευριπίδης, “Κρήτες” 939-975 )
Έτσι ο διάλογος έφτασε στο επίμαχο σημείο της κατασκευής της δαμάλας:
« ΜΙ.: Σου ζήτησε η βασίλισσα να φτιάξεις
ένα ομοίωμα ξύλινης δαμάλας;
ΔΑ.: Την προσταγή της μου έφερε η τροφός της,
ΜΙ.: Την προσταγή της; Έχεις λησμονήσει
πως σε προστάζω εγώ, κανένας άλλος;
ΔΑ.: Είναι βασίλισσά μου η Πασιφάη
κι ο λόγος της είναι δικός σου λόγος.
Η θέλησή της θέληση δική σου.
ΜΙ.: Τη ρώτησες για ποιο σκοπό ζητούσε
να τεχνουργήσεις ένα τέτοιο έργο;
ΔΑ.: Δεν μίλησε ξεκάθαρα, νομίζω
πως το χρειαζόταν για να τελέσει
κάποιες για τους θεούς τελετουργίες
και την οργή τους έτσι να πραΰνει.
ΜΙ.: Σου ’δωσε κάποιες άλλες οδηγίες;
ΔΑ.: Η ξύλινη γελάδα να είναι κούφια
που μια γυναίκα να χωράει εντός της
και σαν αληθινή να μοιάζει σ’ όλα.
ΜΙ.: Εδούλεψες λοιπόν σαν καλλιτέχνης
κι όχι σαν ξυλουργός και τη δαμάλα
τόσο καλά την έφτιαξες, λες κι ήταν
ζωντανή και ξεγέλασε τον ταύρο.
ΔA.: Ήτανε προσταγή της Πασιφάης
κι έπρεπε να της φτιάξω αυτό το έργο
μ’ όσο καλύτερο μπορούσα τρόπο.
Εξάσκησα την τέχνη που γνωρίζω.
ΜΙ.: Έφτιαξες δηλαδή το νυφικό της.
ΔΑ.: Ο λόγος σου δυσνόητος, δεν σε νιώθω.
ΜΙ.: Και τι σου έταξε γι’ αυτό το έργο;
ΔΑ.: Αυτά που οι βασιλιάδες τάζουν πάντα:
πλούσια δώρα και πολύ χρυσάφι.
………………………………………………….
ΜΙ.: Καλύτερα να πω την προδοσία
που με ψευτιές πασκίζεις να σκεπάσεις.
ΔΑ.: Ποια προδοσία; Πες να την ακούσω;
ΜΙ.: Σου λέω• βοήθησες την Πασιφάη
στο αισχρό της κι ανόσιο πάθος της, να σμίξει
ερωτικά με ταύρο, μην τ’ αρνιέσαι,
μην κάνεις τον ανίδεο, τα ξέρω.
Με πρόδωσες και θα σε τιμωρήσω.
ΔΑ.: Αν είναι προδοσία να υπακούεις
σ’ αυτούς που εξουσιάζουν, τότε σ’ έχω
κι εγώ προδώσει, εμπρός, τιμώρησέ με.
ΜΙ.: Αλυσοδέστε τον γοργά, στρατιώτες,
και το γιο του μαζί• ποτέ το θράσος
και το ψέμα δεν ωφέλησαν κανέναν. » ( Ευριπίδης, “Κρήτες” 996-1027 και 1036-1049 )
O Μίνωας, παρασυρμένος από την οργή, διέταξε να ρίξουν στα μπουντρούμια κι αυτούς που ήσαν πιστοί στη δούλεψή του, γεμίζοντας το ανάκτορο κι όλη την επικράτεια με κατασκευές, που πουθενά αλλού δεν εύρισκες. Τώρα μέσα στον λαβύρινθο, εκτός από την Πασιφάη, ρίχτηκε κι ο κατασκευαστής του.
Ο πατέρας της βασίλισσας, ο χρυσαφένιος και ζωοδότης Ήλιος, είδε την αδικία προς την κόρη του. Την απελευθέρωσε με θαυμαστό τρόπο, που μόνον οι θεοί μπορούν να επινοήσουν και οι θνητοί να γεμίζουν μ’ απορίες. Ο Μίνωας νόμισε ότι η γυναίκα του δραπέτευσε. Αυτή την δραπέτευση ανήγγειλε στον χορό των μυστών του Ιδαίου άντρου:
« ΜΙ.: Γέροντες μύστες του Ιδαίου άντρου,
γίνηκε κάτι μέσα στο παλάτι
παράξενο, που ο νους δεν το χωράει.
ΧΟ.: Τάχα τι να ’ναι αυτό; Πες μου να κρίνω.
ΜΙ.: Στη φυλακή η βασίλισσα δεν είναι.
ΧΟ.: Ποιος τη βοήθησε να δραπετεύσει;
ΜΙ.: Κανένας δεν εστάθη βοηθός της.
ΧΟ.: Τότε πώς έφυγε και δεν την είδαν;
MI.: Της φυλακής οι τοίχοι ξάφνου πέσαν
χωρίς σεισμό, από μόνοι τους, και τότε
γέμισε φως το υπόγειο, σαν να ’ταν
ήλιος μεσημεριού, κι η Πασιφάη
μες στη χρυσή φεγγοβολή ανυψώθη
κι εχάθη στον αέρα• όλοι την είδαν.
ΧΟ.: Φως φανερό, θεός την έχει σώσει. » ( Ευριπίδης, “Κρήτες” 1169-1186 )
Δεν έφτανε το παράξενο φευγιό της ρήγισσας. Ήρθε αγγελιοφόρος από τη φυλακή του λαβύρινθου για να φέρει στον Μίνωα κι άλλη δραπέτευση. Τώρα πήραν σειρά ο Αθηναίος τεχνίτης με το γιο του, που έφυγαν σάμπως να ήσαν του ουρανού πετούμενα. Χάθηκαν στον αιθέρα πάνω από τα σύννεφα πετώντας. Η αναγγελία κατά τον ποιητή έγινε μ’ αυτά τα λόγια;
« Το ξαναλέω• ο Δαίδαλος κι ο γιος του
βγάλαν φτερά και φύγανε πετώντας.
Μα όλα από την αρχή θα σου ιστορήσω.
Καθώς είχες προστάξει, και τους δύο
τους φέραμε δεμένους στη μεγάλη
χάλκινη πόρτα του λαβύρινθου• ήταν
αμίλητοι• ο Δαίδαλος μονάχα
τον Ίκαρο κοιτούσε κάθε τόσο,
σαν να ’θελε να τον εγκαρδιώσει
για τα βαριά δεινά που τους προσμέναν.
Ύστερα τους κλειδώσαμε στη μαύρη
φυλακή την αφεύγατη κι απέξω
φρουρούσαμε, άλλοι στην αυλή σκορπώντας
κι άλλοι κοντά στην πόρτα• κάθε λίγο
στήναμε αφτί να πιάσουμε έναν ήχο,
μα τίποτα δεν ακουγόταν• ησυχία
παντού….
……………….ώσπου κάποιος απ’ την άκρη
της αυλής μια φωνή βγάζει μεγάλη:
« Ο Δαίδαλος κι ο Ίκαρος τη στέγη
πατούνε του λαβύρινθου, θα φύγουν ».
Έπαψαν οι φωνές• ετρέξαμε όλοι
στην άκρη και τους είδαμε• ήταν πάνω•
ο Δαίδαλος βαστούσε δυο φτερούγες
τεράστιες και τις έδενε στους ώμους
του γιου του με λουριά. Κανείς δεν ξέρει
πώς βρέθηκαν εκεί. Για τέτοιες σκέψεις
δεν ήτανε καιρός. Αμέσως όλοι
με τρομερές τους βρίζαμε βλαστήμιες,
άλλοι έτρεξαν να φέρουν σκάλες, κάποιοι
τους σημάδευαν με σφεντόνες κι όσοι
βαστούσαν τόξα τους τόξευαν• όμως
κανείς δεν τους πετύχαινε, λες κι ένας
θεός προστάτευε τους δυο δραπέτες.
Στο μεταξύ ο Δαίδαλος του Ίκαρου
στέριωσε τα φτερά και τα δικά του
σφιχτόδενε στις πλάτες του• καθόλου
δεν νοιάζονταν για τις φωνές μας. Όμως
φέραν τις σκάλες και πασκίσαμε όλοι
ν’ ανέβουμε γοργά ψηλά στη στέγη.
Εφτάσαμε στη μέση, όταν ο γιος του
γυρίζει και του λέει: « Πατέρα, βιάσου•
θα μας προλάβουν, λίγο ακόμη
και πάτησαν τη στέγη ». Τότε εκείνος,
έτοιμος με τον Ίκαρο να φύγει,
μας ρίχνει μια ματιά και μας φωνάζει:
« Όσο και να καυχιέται ο βασιλιάς σας
πως είναι γιος του Δία, δεν θα μπορέσει
ποτέ του να μ’ εξουσιάσει, ο νους μου
πολύ σοφός κι η τέχνη μου σπουδαία ».
Ύστερα με τον Ίκαρο πηδώντας
στον άδειο αέρα απλώσαν τις φτερούγες
κι ανέβηκαν ψηλά σαν δυο μεγάλα
κι ανθρώπινα πουλιά. Σταθήκαμε όλοι
χωρίς φωνή κι ανήμποροι κοιτώντας•
υψώνονταν εκείνοι και τραβούσαν
αιθερολάμνοντας πάνω απ’ την άπλα
της αφρισμένης θάλασσας κι ολοένα
μίκραιναν, ώσπου χάθηκαν στο βάθος.
Σου είπα την αλήθεια μόνο, ας μοιάζει
σαν θαύμα θεϊκό• τα ξέρεις όλα.
Μα πριν αποφασίσεις τι θα κάνεις,
σκέψου πως οι θεοί διδάσκουν πάντα
μ’ αυτά που φανερώνουν κάθε μέρα. » ( Ευριπίδης, “Κρήτες” 1229-1245 και 1293-1339 )
Δεν άντεξε ο βασιλιάς το νέο φευγιό κι έδωσε διαταγή να ετοιμάσουν καράβια γοργοτάξιδα για να κυνηγήσουν τους δραπέτες. Τους άξιζε τιμωρία γι’ αυτή την αποκοτιά. Και τότε εμφανίστηκε ο Ήλιος, ο από μηχανής θεός, για να νουθετήσει τον έξαλλο βασιλιά, λέγοντάς του τα εξής;
« Άφησε τη βιασύνη, Μίνωα, κι άκου
τα λόγια μου, ο Ήλιος σου μιλάει.
Εγώ λευτέρωσα την Πασιφάη
την ακριβή μου κόρη, απ’ τα δεσμά της,
γκρεμίζοντας της φυλακής τους τοίχους.
Ήταν γραμμένο τέτοια να περάσει
ντροπή για την ασέβεια που ’χεις δείξει
στον Ποσειδώνα εσύ, να τελειώσει
μ’ αυτόν τον τρόπο τη θνητή ζωή της
και ν’ αποθεωθεί καθώς της πρέπει.
Ο γάμος της με τον πανώριο ταύρο,
θεόσταλτο κακό απ’ την Αφροδίτη,
που το θεό της θάλασσας βοηθώντας
τη βύθισε στ’ ανόσιο πάθος, τώρα
θα γίνει αρχή λατρείας• μες στα δάση
κάθε ’άνοιξη οι θνητοί θα τη λατρεύουν
με μυστικές τελετουργίες, φορώντας
δέρματα δαμαλιών και ταύρων• έτσι
θα ’χουν την ευλογία της που θα φέρνει
πλήθος γεννήματα και στα χωράφια
πάντα πολλές σοδειές. Γι’ αυτό στο μέλλον
θα τη φωνάζουνε και Πλησιφάη
και θα ιδρυθεί μαντείο στ’ όνομά της.
Αυτή να ξέρεις έχει βοηθήσει
το Δαίδαλο και το παιδί του, απάνω
στη στέγη του λαβύρινθου να βγούνε•
και τις φτερούγες που μ’ αυτές πετάξαν
ψηλά στους ουρανούς, εκείνη πάλι
απ’ το εργαστήρι του τις έχει φέρει.
Ξεπλήρωσε έτσι την υπόσχεσή της•
τον σύντρεξε να φύγει από την Κρήτη.
Όμως κι ο Δαίδαλος πρέπει να ξέρει
πως ακουμπά επικίνδυνα την ύβρη•
δεν δόθηκε στον άνθρωπο το ύψος
των ουρανών κι ο αιθέρας• εδώ κάτω
στη γη του ορίστηκε να κατοικήσει.
Ετούτα να στοχάζεται πετώντας
με το γιο του μαζί. Όλα τελειώσαν
όπως θελήσαν οι θεοί. Δεν έχει
ο Ποσειδώνας πάψει την οργή του
που την εγέννησε η ασέβειά σου.
Πρέπει θυσίες πολλές να του προσφέρεις,
μικρή αντιπληρωμή για τον ωραίο
ταύρο που σου ’στειλε. Τώρα εκείνο
το ζώο, το αψεγάδιαστο και πράο,
ανήμερο θεριό, πληγή έχει γίνει,
φόβος και τρόμος για όλο το νησί σου.
Κι όσο για το ταυρόμορφο παιδί του,
που μέσα στο λαβύρινθο έχεις κλείσει,
φρόντισε μην πεθάνει• να το τρέφεις
με σάρκες ζωντανές κι ανθρώπινο αίμα.
Ο αδερφός αυτός της Αριάδνης
θα πάρει τ’ όνομά σου, θα τον λένε
Μινώταυρο, και την ασέβειά σου
πάντοτε θα θυμίζει στους ανθρώπους.
Της βασιλείας σου σύμβολο και στίγμα
θα γίνει, ώσπου να ’ρθει από την Αθήνα
κάποιος τρανός λεβέντης να τον σφάξει,
την εξουσία γκρεμίζοντας της Κρήτης.
Ο θυμός των θεών δεν μαλακώνει
με τον καιρό, κρατάει, να το ξέρεις.
Η ευσέβεια λοιπόν θα πρέπει να ’ναι
η πρώτη σου φροντίδα. Αν έτσι κάνεις,
ίσως να δεις κι ευτυχισμένες μέρες. » ( Ευριπίδης, “Κρήτες” 1382- 1445 )
H τραγωδία τελείωνε με τα ακόλουθα λόγια από τον χορό των μυστών:
« Πατέρα Δία, χάριζε καθάριο
νου στους θνητούς
να σε δοξάζουν πάντα
μ’ ευλάβεια και με σέβας όπως πρέπει. » ( Ευριπίδης, “Κρήτες” 1452-1455 )

-----------------------------------------------------------------------------------------------------------------
(*1΄). Η ένωση της Πασιφάης με τον ταύρο θεολογεί τον ιερό γάμο στο κοσμολογικό πρότυπο του ταυρόμορφου θεού του ουρανού με την αγελαδόμορφη θεά της γης.

Δεν υπάρχουν σχόλια: