[[ δαμ- ων ]]
«Ψηλά τα χέρια αυτόδουλοι πολίτες! Θα σας τα πάρουμε όλα, ακόμη κι αυτά τα λίγα που σας έχουν απομείνει.» Αυτά μας λένε οι Τροϊκανοί και οι δωσίλογοι πολιτικοί μας. Νέα ληστεία, λοιπόν, προβλέπεται μέσα στο 2014. Για να περνάει το πολιτικο-οικονομικό ληστρικό κατεστημένο καλά, θα προχωρήσει σε τρίτο- ειδεχθέστερο- μνημόνιο. Νέα ληστεία του λαού, νέο ξεπούλημα του εθνικού πλούτου. Μέχρι να μην μείνει τίποτα που να βασανίζει το μυαλό μας. Μέχρι να τα χάσουμε όλα, οπότε, τι θα έχει να σκεφτεί τότε το μυαλουδάκι μας; Είδατε; Όλα τα σκέφτονται οι καλοί μας πολιτικοί και οι ευσυνείδητοι οικονομικοί ολιγάρχες. Μεριμνούν για το καλό μας. Είχαμε αποκτήσει μια κακή συνήθεια: «μεριμνούσαμε περί πολλά» τη στιγμή που «ενός έστι χρεία». Η υλιστική μας νοοτροπία- για την οποία οι πολιτικοί και οι τραπεζίτες δεν έχουν καμιά ευθύνη, γι’ αυτό και «νίπτουν τας χείρας»- λειτούργησε σαν φυγόκεντρη δύναμη και μας έβγαλε από το δρόμο μας. Μπήκαμε σε χωράφια ξένα. Ακούς εκεί, ο λαός να είναι τόσο χορτάτος που να πετάει το φαΐ του στους κάδους σκουπιδιών, να επιθυμεί να αποκτήσει σπίτι πολλών τετραγωνικών μέτρων, να θέλει διακοπές στο εξωτερικό, να σπουδάσει τα παιδιά του, χρόνο για ψυχαγωγία και διασκέδαση, να μορφωθεί, δηλαδή να νιώσει άνθρωπος…! Όλα κι όλα. Δε μπορούν τα πόδια να σηκωθούν να φτάσουν το κεφάλι. Μεγάλη αναίδεια… Η πάσα ανάγκη είναι να μην έχουμε τίποτα, να γίνουμε ερημίτες για να κερδίσουμε την αιώνια βασιλεία. Να βασανιστούμε σ’ αυτή τη ζωή για να κερδίσουμε την άλλη… Έτσι δεν μας λένε από τον άμβωνα με περισσό φαρισαϊσμό οι σεβαστοί μας ιερείς; (…Σχόλιον ουδέν για όσα λέγονται για τον νεότερο ιερέα μας…. «Έστι δίκης οφθαλμός»…)
Σκέφτηκαν, λοιπόν- για το καλό μας- οι επικυρίαρχοι, να λειτουργήσουν σαν κεντρομόλος δύναμη για να μας ξαναφέρουν στο σωστό δρόμο. Το δρόμο, που πορευόντουσαν οι πατεράδες και οι παππούδες μας. Το δρόμο της ανέχειας, την περίοδο του «μεροδούλι, μεροφάι», τις μέρες που πήγαινες να ψωνίσεις με το τεφτέρι, τις μέρες των πέτρινων χρόνων. Με μία διαφορά, όμως. Μπορεί τότε τα χρόνια να ήσαν πέτρινα, αλλά υπήρχε το φιλότιμο, η αξιοπρέπεια, η υπερηφάνεια. Ο κόσμος μίλαγε για “τιμή” και πραγματικά ήθελε το κούτελο καθαρό. Σεβόταν, και απαιτούσε με τη σειρά του να τον σέβονται. Η φτώχεια και η αξιοπρέπεια πήγαιναν χέρι- χέρι.
Η συνέχεια >>> εδώ …
Συμβαίνουν αυτά στα σημερινά πέτρινα χρόνια; Δε θα σας δώσουμε έτοιμη την απάντηση. Επειδή η επιδερμική και φαινομενική μας γνώση είναι ευρύτερη από αυτήν των πατεράδων και των παππούδων μας- την αποκτημένη από την πείρα της ζωής- ας σκεφτούμε κι ο καθένας να δώσει την απάντηση στον εαυτό του. Κι αν διστάζουμε να δούμε τα πράγματα με καθαρό βλέμμα, ίσως την απάντηση τη δίνει ο Κωστής Παλαμάς στο “Επίγραμμά” του:
« -Τα λείψανα ποια είσαστ’ εσείς, τα κόκαλα και οι στάχτες
με τ’ ασημένια τ’ άρματα και τα χρυσά στολίδια;
-Τα περασμένα είμαστ’ εμείς
-Και συ ποιος είσαι ο ψόφιος,
με τα θολά, τα ολάνοιχτα σα μαγεμένα μάτια,
τα καρφωμένα πάνω μας;
-Ο ξεπεσμός εγώ είμαι.»
Ο ξεπεσμός, που ξεκίνησε από τις κεφαλές του κράτους, αλλά, δυστυχώς, σαν γάγγραινα ξαπλώθηκε και στο λαό. Στο λαό που καθημερινά με αυξανόμενη ένταση βλέπει να του τσακίζουν τα λαϊκά δικαιώματα, να καταπατούν το Σύνταγμά του, να εξαθλιώνουν τη ζωή του με απολύσεις και μείωση θέσεων εργασίας, με φόρους χειρότερους από αυτούς που είχαν επιβάλλει οι Οθωμανοί στους ραγιάδες, ενώ ταυτόχρονα του ζητούν να κάνει υπομονή και να υποστεί θυσίες για τη «σωτηρία της πατρίδας» δήθεν. Ποιας πατρίδας όμως; Του λαού που παράγει τον πλούτο αλλά δυστυχεί και υποφέρει, ή μιας χούφτας παράσιτων που τον κλέβουν και του πουλάνε την πατρίδα; Κι ενώ ο λαός βλέπει την κοροϊδία, αντιλαμβάνεται την απάτη και τα ψέματα, ενώ νιώθει να πλησιάζει η μεγάλη καταστροφή, κάθεται άβουλος, μοιραίος, αποχαυνωμένος, έτοιμος να δεχτεί το πεπρωμένο του. Μόνο που το πεπρωμένο δεν του το ετοιμάζει η Ειμαρμένη και ο θείος κόσμος, αλλά η Νέα Τάξη με τους ντόπιους εντολοδόχους της.
Το σημερινό μας παραμύθι είναι παρμένο από ένα βιβλίο του Κώστα Βάρναλη. Είναι ένα απόσπασμα από “Την αληθινή απολογία του Σωκράτη”:
[[ … Μια φορά κι έναν καιρό οι κλέφτες της πρώτης πολιτείας του κόσμου, αφού πλουτύνανε αρκετά, αποφασίσανε να τακτοποιήσουνε τη ζωή τους. Μπλοκάρανε λοιπόν τους φτωχούς της πολιτείας κι αφού τους μαζώξανε στην πλατεία τους είπανε: “Ψηλά τα χέρια! Θέλουμε το καλό σας (…) Είσαστε λεύτεροι! (…) Ο κυρίαρχος λαός θα ‘σαστε εσείς! Εμείς μονάχα θα σας κουμαντάρουμε. Θα φροντίζουμε για την ασφάλεια της ζωής, της τιμής και της περιουσίας σας – μ’ ένα λόγο για τη λευτεριά σας. Σεις θα δουλεύετε (…) Εμείς θα σας δίνουμε δουλειά, φτάνει να βρίσκεται, και σεις θα μας δίνετε τα κόπια σας (…)
Κ’ εσείς κ’ εμεις θα ‘χουμε πάνω από τα κεφάλια μας τους ίδιους Θεούς, που θα προστάζουν εσάς να δουλεύετε και να μην τρώτε κ’ εμας να καθόμαστε και να τρώμε. Κ’ εμείς κ’ εσείς θα ‘χουμε πάνω απ’ τα κεφάλια μας τους ίδιους νόμους, που εμείς θα σας τους δίνουμε κ’ εσείς θα τους ψηφίζετε σα βουλευτάδες και θα τους εφαρμόζετε σα δικαστάδες ενάντια στον εαυτό σας (…) Κι επειδή μοναχοί σας δε θα μπορούσατε να σκεφτείτε το συμφέρον σας και να φυλάξετε τον εαυτό σας, θα σας αναγκάζουμε με το ζόρι (ψηλά τα χέρια!). Ένα πράγμα μοναχά σας απαγορεύουμε: να κλέβει ο ένας τον άλλονε. Γιατί μπορεί να κλέψετε κ’ εμάς”.
Έτσι λοιπόν ο λαός δούλευε λεύτερα και λεύτερα σκεφτότανε. Και τραγουδούσε χαρούμενα στις ταβέρνες σαν τον κότσυφα στο κλαρί (στο κλουβί!). Κ’ οι σωτήρες του ξαπλωνόντανε τ’ ανάσκελα σε ζεστά παλάτια το χειμώνα και κάτω απ’ ανθισμένα δέντρα το καλοκαίρι (…) Κ’ η ευτυχία τους αυτή ήτανε δύναμη της πατρίδας κ’ η ξετσιπωσιά τους καθαρμός. Κι αν κάπου βαριεστίζοντας ο λαός τους έδιωχνε, ζητούσε αμέσως άλλους να τόνε κλέβουνε: δε μπορούσε πια μήτε να σκεφτεί χωρίς “σωτήρες”.
Γελάτε και με το δίκιο σας, ω άντρες Αθηναίοι (…) Παραμύθι, βλέπετε. Τώρα θα μου ζητάτε κ’ επιμύθιο! Πού να το βρω! (…) Μοναχά σας λέω: “Αλίμονο στον αυτόδουλο πολίτη, που φτασμένος στα έσχατα της απελπισιάς παραδίνεται, για να σωθεί, στο έλεος του Θεού και στους νόμους των Κλεφτών”.]]
Ο λαός μας δε μπορεί να ζήσει χωρίς σωτήρες. Μπορεί να φταίει και το γεγονός ότι η θρησκεία του είναι σωτηρολογική. Προσμένει τη σωτηρία των ψυχών από τον Σωτήρα Χριστό και τη σωτηρία των σωμάτων από τους πολιτικούς. Πριν από χρόνια για να σωθεί από την επάρατη Δεξιά, στράφηκε στον σοσιαλισμό του Ανδρέα Παπανδρέου. Για να σωθεί από τον λαϊκισμό του Ανδρέα επανήλθε στη Δεξιά του Μητσοτάκη. Για να σωθεί από τη γκαντεμιά του Κρητικού έστρεψε το βλέμμα στο διάδοχο του Ανδρέα, τον Σημίτη. Έτσι για να σωθεί από τον Σημίτη, εναπόθεσε τις ελπίδες του στον Κώστα τον Καραμανλή. Στη συνέχεια στράφηκε στο Γιωργάκη τον Παπανδρέου για να καταλήξει στο δίδυμο της καταστροφής Σαμαρά- Βενιζέλο- μιας και ο τρίτος, ο Κουβέλης, αποχώρησε νωρίς. Οι σωτήρες, βέβαια, σ’ αυτή τη χώρα είναι ανεξάντλητοι, οπότε τώρα έχει αποθέσει τις ελπίδες του στον Αλέξη της πολύχρωμης αριστερής ιδεολογίας, ο οποίος αν κι αριστερός αλληθωρίζει προς τη μητρόπολη του καπιταλισμού, τις ΗΠΑ. Για να αισθανθεί- κι αυτό είναι βέβαιο με μαθηματική ακρίβεια- για μια ακόμη φορά προδομένος και συνάμα ν’ ακούσει τον επιθανάτιο ρόγχο του. Γιατί όλοι, όσοι αναφέραμε, ανήκουν στην ίδια συμμορία κλεφτών. Στο μόνο που διαφέρουν είναι το χρώμα των εξωτερικών ενδυμάτων- μιας και αυτά που φορούν κατάσαρκα είναι τα ίδια, του εγωικού ναρκισσισμού και του συμφέροντος- και η χροιά των λόγων στα ψέματα, που λένε.
Οι πολίτες παραδόθηκαν στους νόμους των κλεφτών, που νομοθετούν καταπατώντας κάθε έννοια δικαίου! Παίρνουν το λίπος από τη μύγα και αφήνουν ανέπαφη την παχιά αγελάδα! Κι αυτή την κατάφωρη ληστεία την ονομάζουν «λιτότητα για την ανάκαμψη της οικονομίας». Μιας οικονομίας χωρίς μέτρα ανάπτυξης, χωρίς χειραγώγηση της παράνομης εξόδου κεφαλαίων. Αφήσαμε, κι εξακολουθούμε να αφήνουμε να δικά μας κεφάλαια να εκπατριστούν και σαν τον ζητιάνο εκλιπαρούμε τους ξένους επενδυτές να επενδύσουν στην Ελλάδα. Τα σκάνδαλα σκάνε το ένα μετά το άλλο σαν πυροτεχνήματα τη Λαμπρή. Μόνο που από την ελεγχόμενη δικαιοσύνη τα περισσότερα κουκουλώνονται γιατί πίσω απ’ αυτά βρίσκονται υψηλά ιστάμενα πολιτικά πρόσωπα. Και ο πολίτης παρακολουθεί σιγοτραγουδώντας τους στίχους που του ταιριάζουν: « Άιντε θύμα, άιντε ψώνιο, άιντε σύμβολο αιώνιο…». Γι’ αυτόν τον αυτόδουλο πολίτη, τον παραδομένο στο έλεος του Θεού και στου νόμους των κλεφτών, ο Κώστας Βάρναλης έχει γράψει πριν από χρόνια: «Όσο πιο ταπεινωμένος ο άνθρωπος, τόσο πιότερο κι αναποφάσιστος, όσο πιο κουρα¬σμένος τόσο λιγότερο ανασαίνει και σκέ¬φτεται και θυμώνει. Χρειάζεται κουράγιο και μπιστοσύνη στον εαυτό σου, για να αντισταθείς στην αδικία - και πιο πολύ ακόμα για ν' αδικήσεις. Μαθημένος να φοβάσαι, δε θέλεις να φοβηθείς περισσότε¬ρο. Αφήνεσαι στη γλύκα της αβουλίας, στον εγωισμό του πόνου. Κι όχι μονάχα στέκεσαι να σου παίρνουν τα όσα δεν έχεις, μα δεν αγγίζεις και τα λίγα πόχεις: νηστεύεις από δικού σου το φαγί, το πιοτό και τις γυναίκες- μισείς τον ήλιο, τη θάλασσα, τον αγέρα του δάσου και την κίνηση και αποζητάς την αρρώστια, τα βάσανα, την απλυσιά, τη σιωπή και το θάνατο, για να πας στον παράδεισο». Για να δώσει με στίχους τη μεγάλη προτροπή:
«Απ’ τα τσακάλια δε γλιτώνεις μ’ εφκές και παρακάλια…
Κι αν είναι ο λάκκος σου βαθύς,
χρέος με τα χέρια σου να σηκωθείς.»
Σ’ αυτό το λάκκο το βαθύ δεν έπεσε μόνο ο λαός μας. Έπεσαν κι άλλοι λαοί. Έπεσαν γιατί ζούμε σε μια εποχή παράνοιας. Στην παράνοια αυτή μας έφεραν οι τεχνοκράτες. Ένα απλό παραμύθι θα μας δώσει το μέγεθος της παράνοιας της εποχής μας:
[[ Κάθε μέρα, ένα μικρό μυρμήγκι πήγαινε στη δουλειά του πολύ νωρίς και ξεκίναγε αμέσως να δουλεύει. Ήταν πολύ παραγωγικό και χαρούμενο. Το αφεντικό, το λιοντάρι, παραξενεύτηκε που το μυρμήγκι δούλευε χωρίς εποπτεία, και σκέφτηκε:
«Αν το μυρμήγκι είναι τόσο παραγωγικό χωρίς εποπτεία, δεν θα ήταν ακόμη πιο παραγωγικό αν είχε κάποιον να τον επιβλέπει;» Έτσι προσέλαβε μια κατσαρίδα, η οποία είχε μεγάλη πείρα σ’ αυτή τη θέση και μάλιστα έγραφε καταπληκτικές αναφορές.
Η πρώτη απόφαση που πήρε η κατσαρίδα ήταν η δημιουργία ενός συστήματος ελέγχου της προσέλευσης των εργαζομένων. Επίσης χρειαζόταν έναν υπάλληλο για να τη βοηθάει στη συγγραφή και δακτυλογράφηση των αναφορών της.
Γι’ αυτό προσέλαβε μια αράχνη για να τη βοηθάει με τις αναφορές και για να απαντάει στα τηλεφωνήματα.
Το λιοντάρι ήταν πάρα πολύ ευχαριστημένο από τις αναφορές της κατσαρίδας και της ζήτησε να δημιουργήσει γραφήματα που να δείχνουν το ρυθμό και τις τάσεις παραγωγής, ώστε να τα τις χρησιμοποιήσει στις συναντήσεις του Διοικητικού Συμβουλίου. Έτσι η κατσαρίδα έπρεπε να αγοράσει έναν νέο ηλεκτρονικό υπολογιστή και εκτυπωτή laser και γι’ αυτό προσέλαβε μια μύγα για να διευθύνει το τμήμα της τεχνολογίας.
Το μυρμήγκι που ήταν τόσο παραγωγικό και ήρεμο, μισούσε την πληθώρα της γραφειοκρατίας και των συναντήσεων που έτρωγαν τον περισσότερο από το χρόνο του. Το λιοντάρι κατέληξε στο συμπέρασμα ότι θα έπρεπε να ορίσει κάποιον υπεύθυνο στο τμήμα που εργαζόταν το μυρμήγκι.
Η θέση δόθηκε στον τζίτζικα, η πρώτη απόφαση του οποίου ήταν να αγοράσει καινούργια μοκέτα και καινούργια εργονομική πολυθρόνα για το γραφείο του. Ο νέος υπεύθυνος του τμήματος, χρειάζονταν επίσης έναν ηλεκτρονικό υπολογιστή και έναν βοηθό, τον οποίο έφερε από την προηγούμενη θέση του, για να τον βοηθήσει να δημιουργήσει ένα πλάνο εργασίας, στρατηγικού ελέγχου του προϋπολογισμού και βελτιστοποίησης του τμήματος.
Το τμήμα στο οποίο δούλευε το μυρμήγκι ήταν τώρα ένα θλιμμένο μέρος, όπου κανένας δεν γελούσε πια και όλοι ήταν αναστατωμένοι.
Τότε ο τζίτζικας έπεισε το αφεντικό, το λιοντάρι, ότι ήταν απολύτως απαραίτητο να γίνει μια έρευνα για το εργασιακό περιβάλλον του τμήματος
Κάνοντας μια επισκόπηση των αναφορών σχετικά με το τμήμα στο οποίο δούλευε το μυρμήγκι, το λιοντάρι παρατήρησε ότι η παραγωγικότητα είχε πέσει σε σχέση με παλιότερα.
Έτσι προσέλαβε την κουκουβάγια, μια επιφανή και πεφωτισμένη σύμβουλο, για να κάνει λογιστικό έλεγχο και να προτείνει λύσεις.
Η κουκουβάγια πέρασε τρεις μήνες στο τμήμα και κατέληξε με μια αναφορά πολλών τόμων που κατέληγε στο εξής: το τμήμα έχει υπερβολικό αριθμό προσωπικού!
Μαντέψτε ποιον απέλυσε πρώτο το λιοντάρι. Το μυρμήγκι φυσικά, γιατί «παρουσίαζε έλλειψη κινήτρων και είχε αρνητική συμπεριφορά». ]]
Το λιοντάρι του παραμυθιού είναι η Νέα Τάξη, η οικονομική ελίτ, που εξουσιάζει τον πλανήτη. Αυτή στον παραγωγικά εργαζόμενο- μυρμήγκι έβαλε σφήνα όλους τους άλλους τεχνοκράτες. Για να καταλήξει στο τέλος να πάρει όσα είχαν βγάλει με τον ιδρώτα τους τα μυρμήγκια, να κρατήσει για τον εαυτό της τη μερίδα του λέοντος, αφού μοίρασε τα αποφάγια της στους τεχνοκράτες, και τελικά να απολύσει πολλά από τα μυρμήγκια. Ο παρασιτισμός να ζει σε βάρος της παραγωγής! Τα εργατικά μυρμήγκια είχαν αφήσει ανοιχτές Κερκόπορτες γιατί έκαναν πολλά λάθη. Επέτρεψαν στα πιο τεμπέλικα να παραστήσουν τον συνδικαλιστή. Συνδικαλιστές κοντόφθαλμοι και συμφεροντολόγοι επιτάχυναν τα σχέδια του λιονταριού. Και τα εργατικά μυρμήγκια απόχτησαν χούγια που δεν τα είχαν, όπως να καταναλώνουν πολλά και να θέλουν να γίνουν από εργάτες- μυρμήγκια βασίλισσες- μυρμήγκια. Αυτό βοήθησε το λιοντάρι να χρησιμοποιήσει περισσότερους τεχνοκράτες, που έφεραν το χάος στην οικονομία, χωρίς να αντιδράσουν τα μυρμήγκια. Οι τεχνοκράτες οδήγησαν την κατάσταση προς την κατεύθυνση της επιβολής μιας Παγκόσμιας Διακυβέρνησης, δηλαδή μια οικονομικής Δικτατορίας, χωρίς ελευθερίες και δικαιώματα για τα μυρμήγκια. Για εμάς τα μυρμήγκια, που βλέπουμε μέρα με τη μέρα να συρρικνώνονται οι κοινωνικές παροχές, να μειώνεται ο μισθός μας- όσοι έχουμε την τύχη να εργαζόμαστε- να αυξάνονται υπέρμετρα οι φόροι και τα κεφαλικά χαράτσια, ο Φώτης Ρούμπος έγραψε το ποίημα “Είλωτες”:
« Με τους μικρούς συμβιβασμούς και τις υποχωρήσεις
τα δάχτυλά μας έσκαψαν βαθιά τη μαύρη γη,
ωραίους λάκκους φτιάξαμε, να μπουν οι ψευδαισθήσεις
κι ανοίξαμε το δρόμο μας προς την υποταγή.
Εξαρτημένοι, υποτελείς, τους έχουμε επιτρέψει
σταδιακά τις τύχες μας να ορίζουν οι ληστές
κι αυτοί γελώντας της ντροπής τις δάφνες έχουν δρέψει
και διαφεντεύουν τις ψυχές των δούλων τις πιστές.
Η μαζική μας ύπνωση θα μπει στην ιστορία,
κοιτάμε ό,τι κερδίσαμε να βγαίνει στο σφυρί,
πρωταθλητές στο βόλεμα και στην αδιαφορία
σαν ντροπιασμένοι είλωτες, ραγιάδες θλιβεροί.
Κι εσύ, ανύποπτε αδερφέ, ακόμα καμαρώνεις
μες στην πλαστή σου ευμάρεια μ’ αφέλεια θαυμαστή,
καυχιέσαι, εθελοτυφλείς κι ανίδεος ξαπλώνεις
κι έχουν στον κήπο σου στρατιές κοράκων μαζευτεί.
Ένα κελί πιο άνετο – δε λέω – σου ‘χουν χτίσει
και τα δεσμά σου στόλισαν μ’ ασήμι σκαλιστό
και σ’ έχουν κάνει, αδερφέ, αυτοί που σ’ έχουν γδύσει,
για το ψωμί που σου πετούν να λες «ευχαριστώ».»
Πολλές φορές σε δυο στίχους- όπως στο παραπάνω ποίημα- είναι συμπυκνωμένα τόσα πολλά, που θα χρειαζόμασταν μακροσκελείς αναλύσεις για να τα αποδώσουμε. Το θλιβερό είναι πως εμείς οι ίδιοι χαλκεύσαμε τα δεσμά μας με την αδιαφορία, τους συμβιβασμούς, τις πέρα των δυνατοτήτων μας επιδιώξεις, το πολύ νέρωμα στο κρασί μας, την υποχώρηση από τα ηθικά οχυρά μας, την εγκατάλειψη των Θερμοπυλών. Γίναμε αυτόδουλοι πολίτες σε μια διαφθαρμένη αποικία. Χάσαμε πολλά. Λίγο μας απομένει για να τα χάσουμε όλα. Να μη κρατήσουμε τίποτα, ούτε για σπόρο, όπως έκαναν παλιά οι γεωργοί παππούδες μας. Μήτε λίγο ζυμάρι για προζύμι, όπως έκανε η μάνα μας για να ζυμώσει την επόμενη φουρνιά ψωμί. Στο χέρι μας είναι αυτό το λίγο, που απόμεινε, να το κρατήσουμε για τις επόμενες γενιές. Κι όπως είπε ο Οδυσσέας Ελύτης: «Από ‘μας θα εξαρτηθεί το τελικό αποτέλεσμα. Από ‘μας θα εξαρτηθεί ο παράδεισος ή η κόλαση που θα χτίσουμε. Η μοίρα βρίσκεται στα χέρια μας»…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου