Τρίτη 11 Φεβρουαρίου 2014

Η θυσία της Ιφιγένειας

[[ δαμ- ων ]]

Β΄ μέρος
Κάτω από άλλες συνθήκες θα ήταν ο ονομαστός βασιλιάς την Μυρμιδόνων το ιδανικό ταίρι για την Ιφιγένεια. Μα τώρα ήταν ένα δόλωμα, γέννημα της απελπισιάς. Ας συνεχίσουμε, όμως, τη συνέχεια του μύθου:
Η Κλυταιμήστρα γεμάτη χαρά συνάντησε τον Αχιλλέα, και του μίλησε με τη σιγουριά της μελλούμενης πεθεράς. Έλα, όμως, που ο αρχηγός των Μυρμιδόνων ήταν αμύητος στα δολερά σχέδια του Οδυσσέα και του Αγαμέμνονα. Ανήξερος, αρνήθηκε το γάμο. Τότε εμφανίστηκε ένας υπηρέτης του βασιλικού ζευγαριού των Μυκηνών, που τους φανέρωσε τον πραγματικό λόγο της πρόσκλησης της Ιφιγένειας στο στρατόπεδο. Θρήνος κι οδυρμός επικράτησε στη σκηνή των δύο γυναικών. Η βασίλισσα πάνω στην απελπισία της απευθύνθηκε στο γενναίο παλικάρι και του γύρεψε να τις βοηθήσει. Εκείνο, θυμωμένο, που το όνομά του έγινε δόλωμα, για να οδηγηθεί η κόρη σαν σφάγιο στο βωμό, κι ακόμα περισσότερο που έμεινε απ’ έξω από την όλη ιστορία, διαβεβαίωσε τις γυναίκες, πως όποιος τολμούσε να πάρει την Ιφιγένεια θα τον διαπερνούσε με το σπαθί του.
Ανυπόμονοι μαζεύτηκαν οι στρατηγοί με τους στρατιώτες τους, ακόμα και οι Μυρμιδόνες του Αχιλλέα κι απαιτούσαν να γίνει σύντομα η θυσία, ώστε να λύσουν τα σχοινιά και ν’ αρμενίσουν στου πελάγου τα αφροστεφάνωτα νερά και με πρίμο αγέρα να φτάσουν στης Τροίας το κάστρο. Όταν ο Αχιλλέας μπήκε μπροστά, θέλοντας στον όχλο ν’ αντισταθεί, κόντεψαν να τον λιθοβολήσουν. Πάνω στην πανελλαδική απαίτηση κάμφθηκε κάθε αντίσταση του Αγαμέμνονα. Μα πώς μπορούσε με το ίδιο του το στόμα να το πει στην μονάκριβη θυγατέρα;

Η συνέχεια >>> εδώ …

Η ίδια η γενναία η κόρη έδωσε λύση στου πατέρα το αδιέξοδο. Πώς θα ήταν μπορετό αυτή να γίνει το εμπόδιο για την εκστρατεία κι αιτία να διαλυθεί το στράτευμα με τα χιλιάδες παλικάρια, που ήσαν έτοιμα να δώσουν τη ζωή τους για την τιμή και τη δόξα της Ελλάδας; Αν ήταν άντρας δε θα πήγαινε στην Τροία για να δώσει μάθημα σ’ εκείνον που τόλμησε να σπιλώσει το ελληνικό φιλότιμο; Κι ήταν σίγουρο πως θα γύριζε πίσω νικητής, και πως μεσ’ στη μάχη δεν θα υπήρχε κάποιο εχθρικό δόρυ ή βέλος που θα καρφωνόταν στο ιδρωμένο από την μάχη σώμα του, για να τον στείλει στο μαύρο σκοτάδι του Κάτω Κόσμου; Μα και γυναίκα που ήταν, πως θα ζούσε με ατιμασμένο όνομα, που αυτή έγινε η αιτία να μείνει η κηλίδα της ατίμωσης από την αρπαγή της Ελένης από τον Πάρη, όταν αυτός καταχράστηκε τη φιλοξενία του στης Σπάρτης το παλάτι; Από την άλλη μεριά, είχε το δικαίωμα ν’ αφήσει τον ξανθόμαλλο, σαν θεό ωραίο, Αχιλλέα να βρεθεί νεκρός, κρατώντας την υπόσχεσή του για να την υπερασπιστεί; Όχι, ήταν Ελληνίδα, και οι Ελληνίδες δεν κιοτεύουν. Θυσιάζονται για μια μεγάλη ιδέα, για την τιμή! Πάνω από τη ζωή τους βάζουν την τιμή!
Έτσι, σε μια ωραία στιγμή έξαρσης, βάζοντας την πατρίδα πάνω από τον εαυτό της, προσφέρεται να θυσιαστεί για την τιμή και τη νίκη των ελληνικών όπλων!
Ο Ευριπίδης χειρίζεται με μεγάλη δεξιοτεχνία το θέμα, οδηγώντας τον θεατή τότε και σήμερα ή τον αναγνώστη να κατακλύζεται από ποικίλα συναισθήματα. Παρουσιάζει στην τραγωδία του τη διαμάχη των αδελφών, Μενέλαου κι Αγαμέμνονα, όπου ο Μενέλαος επιμένει να προχωρήσει η θυσία της ανιψιάς του, ενώ ο πατέρας Αγαμέμνονας αρνείται να σφάξει την ίδια του την κόρη. Σε κάποιο σημείο, ο βασιλιάς των Μυκηνών λέει στο βασιλιά της Σπάρτης:
«Εγώ τα παιδιά μου δε σφάζω• εσύ να χαίρεσαι
παράνομα παίρνοντας πίσω πρόστυχη γυναίκα
κι εγώ να λιώνω στο δάκρυ νύχτα μέρα
κάνοντας κρίμα κι άδικο στα παιδιά που μεγάλωσα. » (Ευριπίδου, “Ιφιγένεια εν Αυλίδι”,396-399)
Παρακάτω δίνει την απελπισία του άμοιρου ρήγα:
«Ο ταπεινός κοσμάκης έχει κάτι πολύτιμο•
ξεσπά στο κλάμα κι αφήνει τη γλώσσα του λεύτερη.
Τέτοια στους αφεντάδες δε φτουράνε.
Ρυθμίζει τη ζωή μας των μεγαλείων
το φορτίο και σκλάβοι του όχλου γίναμε.
Ντρέπομαι να δακρύσω, ο δόλιος
και πάλι ντρέπομαι να μη δακρύσω
στην πιο μεγάλη συμφορά πεσμένος.
Κουράγιο• τι θα πω στη γυναίκα μου;
πως θα τη χαιρετήσω; πώς θα τη δω τα μάτια;
Στα πρώτα δεινά φορτώνει καινούργιο χαμό•
ακάλεστη κόπιασε• δεν ήταν αφύσικο
να συνοδέψει τη νύφη και στον γαμπρό να παραδώσει
τη μοσχοθυγατέρα της- και να με πιάσει κακούργο.
Και το δύστυχο κορίτσι, -τι κορίτσι;
ταχιά τον Άδη θα παντρευτεί-
το κλαίω• έτσι τ’ ακούω να με παρακαλεί:
πατέρα, θα με σκοτώσεις; τέτοιο γάμο
να δεις και συ και το συγγενολόι σου. » ( Ευριπίδου, “Ιφιγένεια εν Αυλίδι”, 446-464)
Κατά τον τραγωδό, στο τέλος συγκινήθηκε κι ο ατιμασμένος Μενέλαος, που κάμφθηκε, και μπροστά στου αδελφού τον πόνο, ζήτησε να ματαιωθεί η εκστρατεία . Ας δούμε πως ο ποιητής παρουσιάζει τα λόγια του Μενέλαου:
« Όταν είδα τα μάτια σου δάκρυ να τρέχουν
σε πόνεσα κι αφήκα να κυλήσουνε και τα δικά μου.
Παίρνω πίσω τα λόγια που είπα πριν.
Δε φοβερίζω πια• είμαι κοντά σου τώρα,
και σε παρακαλώ να μη σφάξεις το παιδί σου
κι απ’ την καρδιά σου μη το βγάλεις για χάρη μου.
Δεν είναι δίκιο να στενάζεις κι εγώ να χαίρομαι,
οι δικοί σου να χάνονται κι οι δικοί μου να ζούνε.
Τι θέλω τάχα; Αν λαχταρώ παντρειές,
άλλη δε βρίσκω νύφη τρανταχτή;
Χάνω τον αδερφό μου- τι χειρότερο;-
και παίρνω την Ελένη, τ’ αγκάθι για το ρόδο;
Ήμουν παιδί κι ανόητος• μα τώρα ξέρω τι θα πει
να σφάζεις τέκνα• μ’ άγγιξε και κατάλαβα.
Ύστερα τη σπλαχνίστηκα τη δόλια κόρη,
ήρθαν στο νου μου δεσμοί συγγένειας•
αυτή θα σφαχτεί για τις δικές μου παντρειές•
τι χρώσταγε το κοριτσάκι στην Ελένη;
Να σηκωθεί να φύγει το στράτευμα.
Σταμάτα να βρέχεις το πρόσωπο δάκρυ,
αδερφέ• με παίρνουν και μένα τα κλάματα. » ( Ευριπίδου, “Ιφιγένεια εν Αυλίδι”, 477-497)
Δεν είναι μόνο ο πόνος του πατέρα. Κι η μάνα, σαν έμαθε το δόλιο παντρολόγημα και το σκοπό του ομόκλινού της Αγαμέμνονα, σπάραξε από τον πόνο. Ήταν σαν να της ξερίζωναν τα σωθικά. Διπλός από του πατέρα είναι της μάνας ο πόνος όταν ένα παιδί χαθεί. Γιατί από ένα τόσο δα σποράκι αυτή το έκανε άνθρωπο μέσα στων σπλάχνων τη θαλπωρή κι από τα στήθη της στάλα- στάλα το θήλαζε ζωή.
O Αθηναίος τραγωδός παρουσιάζει την απελπισία και της άμοιρης μάνας στους παρακάτω στίχους, όπου δίνεται ο διάλογος Κλυταιμήστρας- Αχιλλέα:
«ΚΛ. Γιε της Νηρηίδας, γιε του Πηλέα, τ’ ακούς αυτά;
ΑΧ. Άκουσα τη δυστυχία σου• δε θα σταυρώσω τα χέρια.
ΚΛ. Μου σκοτώνουν το παιδί με δόλωμα το γάμο σου.
ΑΧ. Κατηγορώ τον άντρα σου και δεν το παίρνω αψήφιστα.
ΚΛ. Δε θα ντραπώ να πέσω στα πόδια σου,
θνητή στο γιο θεάς• προς τι τα μεγαλεία;
Τι άλλο έχω να γνοιαστώ απ’ το παιδί μου;
Βοήθησέ με, γιε της θεάς, και μένα στη δυστυχία μου
κι αυτή που είπανε γυναίκα σου- ψεύτικη κι όμως!
Για νύφη σου την έφερα στεφανωμένη•
τώρα την πάω για σφαγή• συ θα σηκώσεις τη ντροπή
που δε βοήθησες• κι αν γίνατε ζευγάρι
στα λόγια όμως άντρας έγινες του δόλιου κοριτσιού.
Προσκυνώ τη μάνα σου, το χέρι σου, τα γένια σου.
Τ’ όνομά σου με χαντάκωσε• μην το λερώσεις.
Άλλο βωμό δεν έχω να προσπέσω από το γόνατό σου…
ΑΧ. …Εγώ που ανατράφηκα με του Χείρωνα
την ευλάβεια, έμαθα τρόπους απλούς.
Στους Ατρείδες, αν κυβερνούν καλά,
πειθαρχώ• αν όχι, δεν πειθαρχώ.
Κι εδώ και στην Τροία μ’ ελεύθερο φρόνημα
του πολέμου θα στολίσω τα όπλα.
Και σένα που κακόπαθες από δικούς σου,
όσο μπορούν τα νιάτα μου κι η λεβεντιά μου,
σφιχτά θα σε τυλίξω με τη συμπόνια μου
κι ο γονιός ποτέ δε θα σφάξει την κόρη σου
μια που δικιά μου την ονόμασαν…» (Ευριπίδου, “Ιφιγένεια εν Αυλίδι”, 896-936)
Κι αν είναι των γονιών αβάσταχτος ο πόνος, είναι δυνατό να φανταστεί κανείς τον πόνο της Ιφιγένειας; Ακόμη δε γνώρισε της ζωής τις χαρές, κι από το πείσμα της παντάνασσας των δασών, της κόρης του Δία, της Άρτεμης, έπρεπε ν’ απαρνηθεί του ήλιου το σκοτάδι και να πάει στο ζοφερό σκοτάδι του Άδη. Θα ’φευγε χωρίς το κορμί της να νιώσει του άντρα το χάδι- που σε κάνει ν’ αναριγείς- χωρίς να σμίξει μαζί του κάτω από του έρωτα τα πέπλα. Θ’ αντίκριζε τον χάρο χωρίς να νιώσει στην κοιλιά της το όμορφο κλότσημα ενός μωρού, την απαλή αγκαλιά και το αθώο χαμόγελο ενός παιδιού. Κι ήθελε πολλά παιδιά, χαρά της ζωή της.
O μεγάλος μας τραγωδός δίνει και της Ιφιγένειας την δεινή κατάσταση, που προσπαθεί να πείσει τον πατέρα της, να μη προχωρήσει στη θυσία:
«Αν είχα, πατέρα, τη μιλιά του Ορφέα
κι αν τραγουδώντας έσερνα τις πέτρες πίσω μου
κι αν με τα λόγια γήτευα εκείνους που ποθούσα,
θα πάσχιζα• τώρα μια τέχνη ξέρω,
να χύνω δάκρυα• αυτό μονάχα μπορώ.
Ικεσίας κλαρί κρεμώ στα γόνατά σου
το κορμί μου, που η μάνα μου σου γέννησε•
πριν της ώρας μου μη με σκοτώσεις• γλυκιά η ζωή.
Μη με στείλεις να δω τον κάτω κόσμο…
…τι φταίω εγώ για το γάμο της Ελένης
με τον Αλέξανδρο; γύρευαν το χαμό μου, πατέρα;
Δες με, χάρισέ μου το βλέμμα σου και φίλησέ με,
σα θα πεθάνω, να σε θυμάμαι,
αν δε σε πείσουν τα λόγια μου….
Ένα λόγο μονάχα θα πω και θα νικήσω•
γλυκιά η ζωή κι ο θάνατος μαυρίλα•
είναι τρελός όποιος ποθεί το θάνατο.
Κάλλιο πικρή ζωή παρά καλή θανή.» (Ευριπίδου, “Ιφιγένεια εν Αυλίδι”, 1211-1252)
Κι ο δύστυχος πατέρας, φανερώνει το σκοπό της θυσίας. Δεν είναι για να εξευμενίσει τη θεά. Είναι για τη γλυκιά πατρίδα. Δεν κάνει το χατήρι απλά της Άρτεμης. Δεν επιθυμεί να γίνει αρεστός στη θεά. Αλλά το καθήκον του αρχηγού είναι πολύ βαρύ. Πάνω απ’ όλα, πάνω από την οικογένεια βάζει το χρέος για την πατρίδα, για τη χώρα όπου ζει. Η θυσία γίνεται για ένα ανώτερο σκοπό, για την Ελλάδα. Πρέπει να κατανικήσει την πατρική φροντίδα κι αγάπη, ν’ αρθεί πάνω από κάθε συγγενική μέριμνα γιατί είναι βαρύ το καθήκον του αρχηγού, το χρέος σ’ όσους είναι κάτω από τις διαταγές του κι ακόμη βαρύτερο το χρέος απέναντι στην τιμή και το μεγαλείο της Ελλάδας. Ο πατέρας, μα και συνάμα αρχιστράτηγος, απάντησε μ’ αυτά τα λόγια:
«Εγώ και τα πικρά και τα γλυκά τα νιώθω•
αγαπώ τα παιδιά μου• δεν είμαι τρελός.
Τρομερό να τολμήσω, γυναίκα• τρομερό
να μην τολμήσω• μα πρέπει να το κάνω.
Βλέπετε τόσο στρατό στα καράβια,
τόσους λεβέντες Έλληνες αρματωμένους,
που δε θα πάνε στα κάστρα της Τροίας
ούτε την ξακουστή θα πάρουνε πόλη,
αν δε σε σφάξω όπως είπε ο μάντης Κάλχας.
Άδραξε πόθος βαθύς το στρατό των Ελλήνων
ν’ αρμενίσει γοργά στων βαρβάρων τη χώρα
για να πάψουν ν’ αρπάζουν Ελληνίδες γυναίκες…
Δεν είμαι δούλος του Μενέλαου, παιδί μου,
ούτε για χατίρι του γονάτισα•
είμαι δούλος της Ελλάδας και θέλω δε θέλω
θα σε σφάξω• δεν μπορούμε να λυγίσουμε.
Ελεύθερη πρέπει να γίνει, παιδί μου,
κι όσο μπορούμε και συ κι εγώ να μην αφήσουμε
τους βαρβάρους ν’ αρπάζουν Ελληνίδες γυναίκες.» ( Ευριπίδου, “Ιφιγένεια εν Αυλίδι”,1255-1275)
Μέσα στην κόρης το στήθος ξύπνησε η προαιώνια φωνή, η φωνή της Ελληνίδας! Δεν ήταν μια απλή θνητή. Ήταν Ελληνίδα. Η τύχη της έδωσε το προνόμιο να γεννηθεί στη χώρα των θεών! Σ’ αυτό τον τόπο υπάρχει μόνο φως! Κι αν το σώμα, άψυχο πάει στου τάφου το σκοτάδι, για την ψυχή υπάρχει των Μακάρων το νησί, όπου ο ήλιος δε βασιλεύει ποτές. Το όνομά της θα γραφόταν με φωτεινά γράμματα, ανεξίτηλα κι αιώνια, στη θύμηση των κατοίκων αυτής της αγαπημένης πατρίδας.
Η γενναία κόρη, λοιπόν, πήρε τη μεγάλη απόφαση να θυσιαστεί, ώστε να κινήσει ο στρατός για της Ασίας τα μέρη, να ξεπλύνει τη ντροπή και την τιμή ν’ αποκαταστήσει. Έτσι με τη θέλησή της θα οδηγηθεί στο βωμό, χωρίς να τη δέσουν σαν σφαχτάρι. Μόνη της θ’ απλώσει το λαιμό. Με το χαμόγελο της νικήτριας, θα δώσει θάρρος στον πατέρα της να τραβήξει από το θικάρι το μαχαίρι, που δεν θα την αφανίσει, αλλά δόξα και τιμή αιώνια θα της δώσει κι όλοι οι θνητοί θα την τιμούν και οι αθάνατοι θα είναι υπερήφανοι για τα πλάσματά τους. Ας δούμε τώρα τι είπε, έχοντας πάρει τη γενναία απόφαση:
«Άκουσε , μάνα μου, τι μου καρφώθηκε στο νου.
Αποφασίσανε το θάνατό μου• λαχταρώ με τιμή
να πεθάνω, δίχως να με στομώσουνε κακομοιριές.
Έλα, σκέψου κι εσύ, μητέρα• σωστά μιλώ•
τώρα σε μένα κρέμεται της Ελλάδας το μεγαλείο•
εγώ γραμμή των καραβιών και των Φρυγών ερείπια•
να μην τολμούν οι βάρβαροι ν’ αρπάξουν πια
απ’ την Ελλάδα την καρπερή γυναίκες• της Ελένης
που ο Πάρης την άρπαξε θα εξαγοράσω το χαμό.
Τέτοια ντροπή θα ξεπλύνω πεθαίνοντας• θα δοξαστώ
στους αιώνες που την Ελλάδα λύτρωσα.
Δεν πρέπει τόσο πολύ ν’ αγαπώ τη ζωή μου•
μάνα, για το κοινό καλό με γέννησες• όχι για σένα μόνο.
Χιλιάδες άντρες στ’ άρματα, χιλιάδες στα κουπιά,
με την πατρίδα ντροπιασμένη, τον εχτρό θα χτυπήσουν
με τόλμη και θα πεθάνουν για την Ελλάδα•
κι όλα τούτα θα τα φράξει μια ψυχούλα δική μου;
Το βρίσκεις δίκαιο; πως μπορώ ν’ αρνηθώ;
Ακόμη κι αυτό: αυτός εδώ δεν πρέπει να μπει
σ’ αμάχη με τους Αργείους και να χαθεί για μια γυναίκα.
Ζωντανός ένας άντρας αξίζει χίλιες γυναίκες.
Αν λαχταρά η Άρτεμη να πάρει το κορμί μου,
Εγώ θνητή σε μια θεά θα γίνω εμπόδιο;
Απλό δεν είναι; δίνω το κορμί μου στην Ελλάδα•
πάρτε με, σφάξτε με, πάρτε την Τροία• αυτό θα ’ναι για μένα
φήμη παντοτινή• και γάμος και παιδιά και δόξα.
Είναι σωστό να κυβερνούν Έλληνες βάρβαρους κι όχι
Βάρβαροι, μάνα, τους Έλληνες• οι λεύτεροι τους δούλους. » ( Ευριπίδου, “Ιφιγένεια εν Αυλίδι”, 1375-1401)
Στη συνέχεια η άξια θυγατέρα του Αγαμέμνονα, το καμάρι του γενναιόψυχου βασιλιά, απευθύνεται στο χορό, προτρέποντας παιάνα ν’ αρχινίσουν αντί για θρήνους και μοιρολόγια:
«Τραγουδήστε, κοπέλες, παιάνα για το χαμό μου,
στην κόρη του Δία την Άρτεμη
κι ας πιάσουν τον αχό του κι οι Δαναοί.
Ας ραντίσουν τα κάνιστρα κι ας ανάψουν φωτιά
καθαρμού με τα πρόσφορα κι ο πατέρας
το χέρι του στο βωμό ν’ ακουμπήσει.
Πηγαίνω να δώσω νικηφόρα σωτηρία στους Έλληνες.
Πάρτε με, της Τροίας
και των Φρυγών την καταλύτρα•
δώστε μου και φορέστε μου στεφάνι,
να τα μαλλιά μου να στεφανώσει•
φέρτε μου τ’ αγίασμα της πηγής.
Χορέψτε φιδωτούς χορούς
γύρω – τριγύρω στο ναό και τους βωμούς
για την παντάνασσα την Άρτεμη,
την Άρτεμη, τη μακαρία την Άρτεμη.
Ανάγκη το καλεί
με τη θυσία και το αίμα μου
το χρέος στη θεά να σβήσω.
Ω άγια, ω άγια μητέρα,
δε σου προσφέρω δάκρυα•
στις ιερές γιορτές δάκρυ δεν πρέπει.
Ώχου, κοπέλες μου,
υμνήστε μαζί μου της Άρτεμης τη γη,
τη θαλασσινή της Χαλκίδας γειτόνισσα,
όπου τα δόρατα τη μάχη λαχταρούν
γρικώντας τ’ όνομά μου
εκεί, στα στενά της Αυλίδας περάσματα.» (Ευριπίδου,“Ιφιγένεια εν Αυλίδι”,1467-1498)
Τι έγινε, τελικά; Σφαγιάστηκε η Ιφιγένεια, θυσία για να φυσήσουν οι ούριοι άνεμοι, που τα σκαριά των Αχαιών θα ’φερναν στης Τροίας τ’ ακρογιάλια;
Δεν αγαπάει ο Θεός του Αβραάμ- στη θυσία που μας περιγράφει η Π. Διαθήκη, δηλαδή η εβραϊκή μυθολογία- τα παιδιά των Εβραίων. Αγαπάει και η Άρτεμη τα παιδιά των Ελλήνων. Αντί για κριάρι, αυτή έβαλε πανέμορφο ελάφι στη θέση της κόρης! Βλέπετε, ακόμα και στην εκλογή του ζώου που θα θυσιαζόταν, φαίνεται το πόσο εκλεπτυσμένος ήταν ο ελληνικός λαός. Ας δούμε, όμως, τη συνέχεια του μύθου:
Όλα πια ήσαν έτοιμα για τη μεγάλη θυσία. Έγιναν οι ραντισμοί, στεφανώθηκαν όσοι θα έπαιρναν μέρος κι άναψε η φωτιά. Ψάλθηκαν οι ύμνοι και η Ιφιγένεια μόνη της προχώρησε αγέρωχα προς το βωμό και στάθηκε στο μέρος που της υπόδειξαν. Κοίταξε τον ήλιο και τη φύση τριγύρω, μετά τους δικούς της και κλείνοντας τα μάτια έσκυψε κεφάλι. Μόλις ο μάντης Κάλχας ύψωσε το κοφτερό μαχαίρι, όλοι απόστρεψαν το πρόσωπό τους, ώστε τα μάτια τους να μην αντικρίσουν τη φοβερή σφαγή. Δάκρυσαν τα μάτια τους, ενώ νεκρική σιγή απλώθηκε παντού. Ούτε οι ανάσες δεν ακούγονταν.
Κι ως ακούστηκε το μαχαίρι να κροταλίζει πάνω στου λαιμού το κόκαλο, κλάμα ξέσπασε από πολεμόθρεφτους άντρες. Σαν έριξαν τη ματιά τους προς του βωμού τη μεριά, ω!, τι θάμα ήταν αυτό! Αντί για την κόρη, πανώριο ελάφι σφάδαζε στο χώμα, γυαλίζοντας το καστανόχρωμο δέρμα του στου ήλιου τις αχτίδες, που με το αίμα του ράντιζε του βωμού τις πέτρες. Η ρηγοπούλα ήταν άφαντη και στη θέση της ασημόχρωμη νεφέλη! Ο μάντης με τα γένια μούσκεμα στο κλάμα βάλθηκε να τους εξηγεί το θαύμα της θεάς. Η παρθενοθεά δεν ήθελε με αίμα ανθρώπινο να μιάνει ο βωμός της. Η στάση της βασιλοπούλας έφερε συγκίνηση στης Άρτεμης την καρδιά και τη σπλαχνίστηκε. Έτσι την περιέλαβε με θεία νεφέλη και την έφερε στην χώρα των Ταύρων. Μια τόσο αγνή και ευγενική ψυχή ήταν καμωμένη για ιέρεια. Εκεί, λοιπόν, την εγκατέστησε η θεά, για να την υπηρετεί στο ναό της.
Αμέσως ούριος αέρας σηκώθηκε, κάνοντας ν’ ανεμίζουν των καραβιών τα πανιά. Χαρούμενοι όλοι μπήκαν στα σκαριά τους, έλυσαν τα σχοινιά, τα πανιά φούσκωσαν κι αρμένισαν για των Τρώων τη χώρα, για ν’ ακολουθήσει ο αιματηρός δεκαετής Τρωϊκός πόλεμος.
Ας δούμε, τώρα, πόσο ωραία παρουσιάζει ο Ευριπίδης, τη θυσία, μέσα από την περιγραφή του αγγελιοφόρου, που έφερε τα ευχάριστα μαντάτα στη βασίλισσα Κλυταιμήστρα:
« … Όταν στο άλσος της Άρτεμης φτάσαμε,
της κόρης του Δία, και στ’ ανθισμένο λιβάδι,
οδηγώντας την κόρη σου στο στρατόπεδο,
ευθύς συνάχτηκε πλήθος πολύ από τους Αργείους.
Ο βασιλιάς Αγαμέμνονας μόλις αντίκρισε
να φέρνουν στο άλσος το παιδί για τη σφαγή,
αναστέναξε, γύρισε το κεφάλι, δάκρυσε
και σκέπασε το πρόσωπό του με το χιτώνα.
Εκείνη στάθηκε στο γονιό της κοντά
και του ’λεγε: Πατέρα, ήρθα σε σένα•
το κορμί μου προσφέρω για την πατρίδα μου,
για της Ελλάδας τη γη πέρα για πέρα.
Πάρτε με, θυσιάστε με, με τη δική μου θέληση
στο βωμό της θεάς, καθώς ορίζουν οι χρησμοί.
Ευτυχία σας εύχομαι• και στην πατρίδα
νικητές και τροπαιούχοι να γυρίσετε.
Να μη μ’ αγγίξει κανένας Αργείος•
χωρίς φωνές και με καρδιά θα δώσω το λαιμό.
Τόσα είπε κι όλοι θαμπώθηκαν ακούγοντας
την αρετή του κοριτσιού και την τόλμη.
Σηκώθηκε στη μέση ο Ταλθύβιος- δουλειά του δα-
και πρόσταξε στο στράτευμα σεμνή σιγή.
Έβγαλε ο μάντης Κάλχας απ’ το θηκάρι
μαχαίρι δίκοπο, τ’ ακούμπησε
σε πανέρι χρυσό και την κόρη στεφάνωσε.
Ο γιος του Πηλέα σήκωσε το πανέρι, γύρω
τριγύρω ράντισε της θεάς το βωμό μ’ αγιασμό
κι είπε: κόρη του Δία, παναγιά των κυνηγών,
που φως λαμπερό ξετυλίγεις μέσα στη νύχτα,
αυτό το σφαχτάρι δέξου που το χαρίζουν
των Αχαιών ο στρατός κι ο βασιλιάς Αγαμέμνονας,
άχραντο αίμα από λαιμό παρθένας κόρης.
Ακύμαντο δώσε στα πλοία ταξίδι
και μεις τα κάστρα της Τροίας να πάρουμε.
Ο στρατός κι οι Ατρείδες σταθήκαν κοιτώντας τη γη.
Ο ιερέας ευχήθηκε και πήρε το μαχαίρι•
ξέταζε το λαιμό για να χτυπήσει.
Με τρύπησε πόνος βαθύς
και σκύβω το κεφάλι• κι άξαφνα, θάμα.
Καθένας άκουσε ξεκάθαρα της μαχαιριάς το χτύπο,
αλλά δεν είδε το κορίτσι να χάνεται στη γη.
Ο ιερέας φωνάζει, μαζί κι ο στρατός,
τ’ ανέλπιστο σαν είδαν θεϊκό σημάδι
που το ’βλεπες και δεν το πίστευες.
Λαφίνα σπαρτάραγε κατάχαμα
μ’ ωραίο θεόρατο θώρι
κι απ’ το χυμένο αίμα ραντιζόταν ο βωμός.
Και τότε ο Κάλχας είπε γεμάτος χαρά:
Ισάξιοι στρατηγοί του στρατού των Αχαιών,
βλέπετε το σφαχτό, τη βουνήσια λαφίνα,
που προσκόμισε στο βωμό της η θεά;
Αυτό λαχτάρησεν αντίς την κόρη,
για να μη μολυνθεί μ’ ανθρώπινο αίμα.
Μ ε χαρά το δέχτηκε και μας χαρίζει
αγέρι καλοτάξιδο και πάρσιμο της Τροίας.
Εμπρός, οι ναύτες με θάρρος
να μπουν στα καράβια• σήμερα πρέπει
τους γιαλούς της Αυλίδας ν’ αφήσουμε
και να περάσουμε το κύμα του Αιγαίου.
Όταν έγινε θράκα στη φλόγα το σφαχτό
είπε την προσευχή που λεν για τα ταξίδια.
Ο Αγαμέμνονας με στέλνει να στα πω•
ποια μοίρα θεϊκή, να πω, τη μοίρανε,
αθάνατη ποια δόξα στην Ελλάδα την προσμένει.
Ήμουν μπροστά και το ΄δα και το μολογώ•
Η κόρη σου, φως φανερό, πετάει στους θεούς. » (Ευριπίδου, “Ιφιγένεια εν Αυλίδι”, 1543- 1608)
Ο παναγιά της φύσης, του Δία η παρθενοκόρη, η αγέρωχη Άρτεμη, μ’ ελάφι αντικατέστησε της θυσίας το θύμα. Αφού δοκίμασε τον βασιλιά Αγαμέμνονα, όλα πήραν το δρόμο τους, αυτόν που οι θεοί καθόρισαν, γιατί « απροσδόκητα δε βροτοίς τα των θεών, σώζουσί θ’ ούς φιλούσιν ».
Στη θυσία της Ιφιγένειας αφορμή της δοκιμασίας ήταν η ύβρις του Αγαμέμνονα. Όταν δεν δείχνουμε τον απαραίτητο σεβασμό προς το θείο, με βάση το νόμο δράσης- αντίδρασης, αυτό πρέπει να επέμβει για να μας θυμίσει πως εκτός από την υλική φύση, έχουμε και πνευματική φύση. Κάθε δοκιμασία, που βέβαια δεν αποβλέπει στο να δείξουμε την πίστη και την υποταγή μας, έχει σαν σκοπό να βγάλουμε από πάνω μας υλική σκουριά, ν’ αποτινάξουμε έρμα, που μας κρατάει δεμένους με τα γήινα, ώστε να εκφράσουμε τον θείο εαυτό μας, το εντός μας χριστικό στοιχείο.

Δεν υπάρχουν σχόλια: