Κυριακή 23 Φεβρουαρίου 2014

Η κόρη του Ηρακλή Μακαρία θυσιάζεται για να σωθεί η οικογένειά της

[[ δαμ- ων ]]

Μια άλλη θυσία συναντάμε από τους απογόνους του μεγάλου ήρωα Ηρακλή, που μας είναι γνωστοί σαν Ηρακλείδες. Εθελούσια προσφέρεται να θυσιαστεί η Μακαρία, κόρη του Θηβαίου ήρωα, για έναν ανώτερο σκοπό: Τη σωτηρία της οικογένειάς της.
Ας δούμε σύντομα τον μύθο:
Τα παιδιά του Ηρακλή, σαν πέθανε ο ξακουστός γονιός τους, καταδιώχτηκαν από τον ζηλιάρη της δόξας του Ευρυσθέα, που ο Ηρακλής πιστά τον υπηρέτησε, κατά διαταγή των θεών, κάνοντας τα μεγάλα κατορθώματά του. Αντί να παρασταθεί στα ορφανά ανίψια του ο Ευρυσθέας, τα καταδίωξε όχι μόνο από το Άργος, μα κι από του γονιού τους την πατρίδα, τη Θήβα. Έτσι καταδιωκόμενα από παντού, από τον εχθρό του πατέρα τους, έφτασαν στο Μαραθώνα μαζί με τον προστάτη τους και πιστό σύντροφο του γονιού τους, τον Ιόλαο, όπου ικέτες πρόσπεσαν στου Δία το βωμό. Από τον αστραποβρόντη πατέρα του ημίθεου γονιού τους ζήτησαν προστασία και βοήθεια. Εκεί τους συνάντησε ο βασιλιάς της Αττικής Δημοφώντας, που όχι μόνον τους υποσχέθηκε βοήθεια, αλλά έδιωξε κακείν- κακώς και του Ευρυσθέα τον κήρυκα, που είχε έρθει στης Αττικής τη γη να πάρει με τη βία τους Ηρακλείδες.
Χολώθηκε ο ρήγας του Άργους από το φέρσιμο του Δημοφώντα κι αρμάτωσε τους άντρες του οδηγώντας τα φουσάτα του στον ηλιόλουστο τόπο που προστάτευε η Αθηνά. Ο βασιλιάς της Αττικής, οργάνωσε την άμυνα κι έκανε θυσίες στους θεούς για την καλή έκβαση της μάχης. Οι χρησμοί όμως φανέρωσαν πως για να στεφανώσει η νίκη τα όπλα του, θα ’πρεπε μια παρθένα εθελούσια να θυσιαστεί. Σαν άκουσε τα μαντάτα η κόρη του Ηρακλή Μακαρία, προσφέρθηκε να θυσιαστεί αυτή για να σωθούν τ’ αδέλφια της, μα και η νίκη να είναι των σωτήρων τους από την Αττική.

Η συνέχεια >>> εδώ …

Με τους πολεμιστές του Δημοφώντα ενώθηκε κι ο ολιγάριθμος στρατός του γιού του Ηρακλή Ύλλου. Ακόμη κι ο γέροντας Ιόλαος ζώστηκε τη βαριά πανοπλία και πήρε το πολεμικό κοντάρι. Και στην μάχης την αντάρα έγινε το θαύμα! Ο γέρος Ιόλαος ξανάγινε ατρόμητος νέος! Η νίκη στεφάνωσε των Αθηναίων τα όπλα, ενώ ο Ευρυσθέας πιάστηκε αιχμάλωτος.
Με βάση τον παραπάνω μύθο ο Ευριπίδης έγραψε την τραγωδία “Ηρακλείδαι”. Σε κάποια σκηνή ο Δημοφώντας ανακοινώνει της θυσίας το χρησμό στην οικογένεια του Ηρακλή, που τώρα κατοικεί στου Όλυμπου τα θεϊκά παλάτια:
«Ο αργίτικος στρατός κι ο Ευρυσθέας
έχουν φτάσει• μόνος μου τους είδα•
γιατί όποιος λέει πως είναι στρατηγός
καλός, δεν πρέπει να κοιτάζει τους εχθρούς
με των μαντατοφόρων του τα λόγια.
……………………………………………
……………………… Όλους αντάμα
τους χρησμωδούς συνάζοντας εξέτασα
τις παλιές προφητείες, φανερωμένες
κι απόκρυφες, που λέγαν για του τόπου
το λυτρωμό. Και σε πολλά οι μαντείες
οι θεϊκές διαφωνούσαν, σε μία μονάχα
γνώμη συμπέφταν όλες• με προστάζουν
στης Δήμητρας την κόρη μια παρθένα
πατέρα ευγενικού να σφάξω. Ως βλέπεις,
έχω για σας μεγάλη προθυμία•
μα δε θα σφάξω τη δική μου κόρη
μήτε κανέναν άλλο απ’ τους πολίτες,
χωρίς να θέλει, θα τον αναγκάσω• » (Ευριπίδου, “Ηρακλείδαι”, 389-41 )
Ακούγοντας τη συζήτηση του ρήγα και του προστάτη τους Ιόλαου η Μακαρία, η αντάξια θυγατέρα του ξακουστού σ’ όλη την οικουμένη Θηβαίου ήρωα, βγήκε από το ναό, όπου είχε προσπέσει ικέτισσα. Απευθύνθηκε στο βασιλιά και τη συνοδεία του, καθώς και στον Ιόλαο:
«Ω! ξένοι, μη λογιάσετε πως είμαι
δίχως ντροπή που βγαίνω εδώ μπροστά σας•
αυτό πρώτα ζητώ• γιατί ’ναι στη γυναίκα
το πιο λαμπρό στολίδι η φρονιμάδα
κι η σιωπή, και πρέπει μες στο σπίτι
να κάθεται ήσυχη. Σαν άκουσα
τους στεναγμούς σου, Ιόλαε, βγήκα,
παρ’ όλο που δεν είμαι η πιο μεγάλη
του σπιτικού. Μα θέλω – κι έχω κάποιο
δικαίωμα κι εγώ- μια και με νοιάζει
προπάντων για τ’ αδέρφια μου, να μάθω
για κείνα και για μένα, μήπως πάνω
στις συμφορές μας τις παλιές καινούριο
κακό τώρα δαγκώνει την καρδιά σου. » (Ευριπίδου, “Ηρακλείδαι”, 474-483)
Όταν ο Ιόλαος της φανερώνει την αιτία της απελπισίας του, πως ο χρησμός για να σωθούν λέει ότι πρέπει να θυσιαστεί μια κόρη στη Δήμητρα, η κόρη αμέσως παίρνει την απόφαση να θυσιαστεί αυτή για να σωθεί η οικογένειά της. Ανακοινώνει την απόφασή της με τα ακόλουθα λόγια:
«Τότε λοιπόν καθόλου μη φοβάσαι
το μισητό κοντάρι των Αργείων•
γιατί προτού να με προστάξουν είμαι
έτοιμη, γέρο, να πεθάνω και να πάω
μονάχη στη σφαγή μου. Τι θα πούμε
αλήθεια, όταν η πόλη αναλαβαίνει
για χάρη μας ν’ αντισηκώσει τέτοιο
κίνδυνο μέγα, εμείς τα βάσανά μας
φορτώνοντας στους άλλους, προσπαθούμε
το χαμό να ξεφύγουμε, την ώρα
που υπάρχει τρόπος να σωθούμε; Όχι
γιατί θα μας αξίζει περιγέλιο,
αν απ’ τη μια τα βάθρα των θεών
ικέτες αγκαλιάζουμε θρηνώντας,
κι από την άλλη, όντας παιδιά μεγάλου
γονιού, μικρόψυχοι φανούμε• πώς ταιριάζουν
στους αγαθούς αυτά; Θαρρώ πως είναι
το πιο καλύτερο, αν την πόλη τούτη
- που να μη γίνει αυτό ποτέ- κουρσέψουν,
στα χέρια των εχθρών να πέσω και τραβώντας
τα πάθη της σκλαβιάς, παρ’ όλο που ’χω,
πατέρα ευγενικό, να πάω στον Άδη.
…………………………………………..
Εκεί οδηγήστε με όπου πρέπει να πεθάνει
το σώμα τούτο, στεφανώστε με κι αμέσως,
αν είναι ώρα, αρχίστε τη θυσία•
νικάτε τους εχθρούς• τον εαυτό μου
θέλοντας κι όχι αθέλητα προσφέρω
και λέω πως για τ’ αδέρφια μου πηγαίνω
στον τάφο και για μένα. Γιατί βρήκα
την πιο μεγάλη δόξα, τη ζωή μου
καταφρονώντας, να πεθάνω τιμημένα. » (Ευριπίδου, “Ηρακλείδαι”, 500-514 και 528- 534)
Κι όταν ο Ιόλαος αντιλέγοντας της πρότεινε να καλέσουν και τις άλλες αδελφές και να ρίξουν κλήρο για το ποια θα θυσιαστεί, η γενναιόκαρδη Μακαρία δε δέχτηκε, λέγοντας:
«Δε θα ’στεργα ποτέ μου να πεθάνω
με θάνατο που η τύχη τον διαλέγει•
γιατί καμία τιμή δεν έχει τούτο,
γέροντα, μην το πεις. Αν δέχεστε όμως
και το κορμί μου θέλετε θυσία,
πρόθυμα κι όχι αθέλητα προσφέρω
για τούτους τη ζωή μου δίχως
κανείς να μ’ αναγκάσει. » (Ευριπίδου, “Ηρακλείδαι”, 447-55 )
O βασιλιάς Δημοφώντας εκφράζει τον θαυμασμό του για της κόρης τη γενναιότητα. Η Μακαρία ζήτησε να πεθάνει στα χέρια του Ιόλαου. Αυτός δε μπορούσε ν’ αντέξει να δει το σκοτωμό της κόρης, οπότε αυτή ζήτησε να ξεψυχήσει στα χέρια γυναικών. Ο Δημοφώντας το υποσχέθηκε κι εκφράζοντας το θαυμασμό είπε:
«Έτσι θα γίνει, ω! δύστυχη παρθένα,
γιατί το ’χω ντροπή να μη σου κάνω
τις πρέπουσες τιμές και γι’ άλλους λόγους•
και για το δίκιο και για την αντρεία
που δείχνεις• δεν αντίκρισα ποτέ μου
γυναίκα πιο γενναιόκαρδη από σένα. » (Ευριπίδου, “Ηρακλείδαι”, 567-571)
Είναι πολύ συγκινητική η σκηνή, όπου η κόρη αποχαιρετά τους δικούς της. Αντί να θρηνεί τον πρόωρο θάνατό της, σαν σοφή ηλικιωμένη δίνει συμβουλές:
«Γέροντα, χαίρε, χαίρε, για δική μου
χάρη τα μικρά τούτα να διδάξεις
να γίνουν μυαλωμένα σαν εσένα•
όχι περσότερο, τους φτάνει τόσο.
Προσπάθησε να σώσεις τη ζωή τους
πρόθυμος πάντοτε• είμαστε παιδιά σου,
τα χέρια σου μας έχουν αναθρέψει.
Βλέπεις κι εμένα που γι’ αυτά προσφέρω
Της παντρειάς την ώρα και πηγαίνω
να σκοτωθώ. Κι εσείς, αδέρφια μου, όλα
συμμαζεμένα εδώ, μακάρι πάντα
να ζείτε ευτυχισμένα και να βρείτε
τ’ αγαθά που γι’ αυτά η καρδιά μου τώρα
πάει στη θυσία. Το γέρο ν’ αγαπάτε
και μέσα στο ναό τη γριάν Αλκμήνη,
τη μάνα του γονιού μας, και τους ξένους
αυτούς. Κι αν κάποτε θα δώσουν τέλος
στα βάσανά σας οι θεοί και στην πατρίδα
ξαναγυρίσετε, να θυμηθείτε
εκείνη που σας έσωσε πως πρέπει
στη γη σας να τη θάψετε• αξίζω
τις πιο λαμπρές τιμές. Γιατί δεν ήμουν
ανώφελη σ’ εσάς, μα έχω πεθάνει
για τη γενιά μου. Ετούτα έχω στολίδια
αντί παιδιών και παρθενιάς, αν κάτι
στον Κάτω Κόσμο υπάρχει• όμως μακάρι
να μην υπάρχει τίποτα. Αν φροντίδες
κι εκεί στον Άδη βρούμε πεθαμένοι,
τότε δεν ξέρω πού μπορεί κανένας
να πάει. Γιατί ο θάνατος, λογιάζουν,
στις συμφορές λυτρωτής είναι μέγας. » (Ευριπίδου, “Ηρακλείδαι”, 574-596)
O γέροντας Ιόλαος θαυμάζει το θάρρος της νέας και λέει:
«Ω! εσύ που μέσ’ απ’ όλες τις γυναίκες,
με το τρανό σου θάρρος ξεχωρίζεις,
να ξέρεις, ζωντανή και σαν πεθάνεις,
πάντα θα σε λατρεύουμε• έχε γειά• » (Ευριπίδου, “Ηρακλείδαι”, 597-600 )
Τo θάρρος και η ανδρεία ήσαν αντικείμενο θαυμασμού στην Ελλάδα. Στους ήρωες απέδιδαν τιμές κατώτερων θεών, γι’ αυτό τους θεωρούσαν ημίθεους, και τους λάτρευαν.
Στη συνέχεια ο τραγικός ποιητής χρησιμοποιεί τον χορό για να δώσει ένα απόσταγμα σοφίας:
«Θνητός κανένας λέω πως δεν μπορεί
να γίνει ευτυχισμένος ή κακότυχος
χωρίς να θέλουν οι θεοί• και μήτε
πάντα στο ίδιο σπίτι η ευτυχία
πηγαίνει• κυνηγά η μια
την άλλη μοίρα καταπόδι.
Στην καταφρόνια ρίχνει εκείνον
που ’ναι ψηλά, και τον φτωχό
στην ευτυχία στεριώνει.
Μήτε είναι τρόπος να ξεφύγει
της τύχης τα γραμμένα, μήτε
με σοφιστείες κανείς το δρόμο
θα της αλλάξει, ο πρόθυμος
πάντα του κάκου θα πασχίζει.
Όμως εσύ τους θεϊκούς υπόμεινε
κατατρεγμούς χωρίς να γονατίζεις
και μην παιδεύεις με τις έγνοιες την καρδιά σου.
Γιατί έχει θάνατο περίλαμπρον
η δύστυχη παρθένα που πηγαίνει
για την πατρίδα και τ’ αδέρφια της•
κι η δόξα της μες στους ανθρώπους
θα στέκει πολυξάκουστη• γιατί
μέσα σε μόχθους η αρετή διαβαίνει•
αντάξια του γονιού της είναι τούτα
κι αντάξια της καλής γενιάς της•
κι εσύ άμα σέβεσαι των αγαθών
το θάνατο, να ξέρεις πως μαζί σου
κι εγώ το ίδιο σέβας έχω. » (Ευριπίδου, “Ηρακλείδαι”, 608-628 )
Δεν είναι άσκοπη η παράθεση των αποσπασμάτων από τις τραγωδίες. Θέλουμε να δώσουμε μέσα απ’ αυτά τα υψηλά ιδανικά και τις αρετές των προγόνων μας. Αυτά που εγκαταλείψαμε για να μιμηθούμε τον Δυτικό τρόπο ζωής, που έφθειρε τη φυλή μας και μας μπόλιασε με τα κουσούρια της διαφθοράς και της ανηθικότητας. Το μόνο γιατρικό η επιστροφή στις ρίζες μας!


Δεν υπάρχουν σχόλια: