Σάββατο 8 Μαρτίου 2014

Ο Ιππόλυτος δεν ατιμάζει τον πατέρα του Θησέα

[[ δαμ- ων ]]

Β΄ μέρος
Ο Θησέας υπόσχεται να μη βάλει άλλη γυναίκα στο κρεβάτι του. Έτσι γίνεται ολοφάνερο πως το ερωτικό σμίξιμο δεν ήταν ένα σωματικό ξέσπασμα, αλλά είχε συναίσθημα για τους προγόνους μας.
Ας προχωρήσουμε στη δραματική κορύφωση του μύθου μας:
Όταν γύρισε ο Θησέας και βρήκε νεκρή την Φαίδρα, διάβασε το γράμμα της με τα ψέματα κατά του γιου του Ιππόλυτου. Θυμός τον κυρίευσε, και ζήτησε τη βοήθεια του πατέρα του Ποσειδώνα. Αυτός του είχε υποσχεθεί να του πραγματοποιήσει τρεις ευχές, όποτε του το ζητήσει. Μες στην παραζάλη του ο Θησέας καταράστηκε το γιο του Ιππόλυτο και ζήτησε από τον πατέρα του να τον τιμωρήσει, εκπληρώνοντας την μια επιθυμία του. Αμέσως τον έδιωξε από την Αθήνα.
Ο νέος, με θολωμένο το μυαλό από τ’ αναπάντεχα γεγονότα, πήρε το δρόμο προς την Πελοπόννησο, πάνω στο άρμα του. Ο Ποσειδώνας τότε έβγαλε από τα φουρτουνιασμένα νερά της θάλασσας έναν άγριο ταύρο, που με μάνητα όρμησε στα άλογα του Ιππόλυτου. Αυτά φοβήθηκαν από του ταύρου την ορμή και το μανιασμένο μουγκανητό κι αφηνιασμένα ξέφυγαν από το δρόμο, μη υπακούοντας στον ηνίοχό τους Ιππόλυτο. Έσπασαν οι τροχοί πάνω στα κοτρώνια και το άρμα διαλύθηκε. Τα λουριά, που όριζαν των αλόγων την πορεία τυλίχτηκαν στου Ιππόλυτου το κορμί και το ’συραν πάνω στις κοφτερές πέτρες, ξεσχίζοντας τις τρυφερές του σάρκες. Έτσι βρήκε το θάνατο ο νέος, που στης Αφροδίτης το κάλεσμα αντιστεκόταν, μένοντας πιστός στης αγνής κυνηγήτρας Άρτεμης τη πεθυμιά να μη γνωρίσει του πλάνου έρωτα τη δολερή την ηδονή.
Ο μεγάλος ήρωας της Αθήνας, που για καλή της τύχη ήταν και βασιλιάς της, όπως κάθε θνητός, έκανε το μεγάλο λάθος να πιστέψει τα όσα είχε γράψει η Φαίδρα.

Η συνέχεια >>> εδώ …

Ο Ευριπίδης παραθέτει τον διάλογο ανάμεσα στον άδικα κατηγορημένο γιό και τον πλανημένο πατέρα:
«ΘΗΣ.: Αχ, στους ανθρώπους έπρεπε να υπάρχει
σημάδι καθαρό, για να ξεκρίνουν
τους φίλους τους καλούς και την καρδιά τους
κι εκείνους που δεν είναι μπιστεμένοι•
και να ’χουν όλοι δυο φωνές, την τίμια
και μι΄ άλλη, όποια και να ’ναι, που έτσι
να ξεσκεπάζει η τίμια της ψεύτρας
τ’ άδικα, για να μη μας ξεγελούνε.
ΙΠ.: Μήπως ψιθύρισε κανείς δικός μας
δίχως αιτία καμιά η αμάχη ετούτη;
Παράταιρα όσα λες κι αλλόκοτα είναι•
Σαστίζω, τα ’χω ολότελα χαμένα.
ΘΗΣ.: Αχ! Η ανθρώπινη καρδιά και πού θα φθάσει;
Ποιο τέρμα θα ’χει η τόλμη και το θράσος;
Γιατί αν θα μεγαλώνουν με την κάθε
γενιά κι ο τελευταίος ξεπερνάει
στην πανουργία τον πρώτο, τότε πρέπει
στη γης αυτή μιαν άλλη να προσθέσουν
οι θεοί γη για να χωρέσει εκείνους
που ’ναι άνομοι και κακοί από φυσικού τους.
Κοιτάχτε αυτόν εδώ που, ενώ είναι γιος μου,
μου ντρόπιασε την κλίνη και καθάρια
κακό τον αποδείχνει η πεθαμένη. » (Ευριπίδης, “Ιππόλυτος”, 925-945)
Ο Ιππόλυτος αποδεικνύει με τη στάση του πως είναι άξιος γιος του ήρωα, ηρωϊκή ψυχή κι αυτός. Δεν θέλησε να μιάνει τη μνήμη της νεκρής φανερώνοντας την αλήθεια, αν και είχε αδιάψευστο μάρτυρα τη βάγια της Φαίδρας. Μίλησε για τον εαυτό του, δίχως να κατηγορήσει τη μητριά:
«Πατέρα μου, η διάθεσή του νου σου
κι η οργή σου φοβερά• το ζήτημα όμως,
όσο κι αν έχει ωραίες δικαιολογίες,
άδικο δείχνει, αν το καλοεξετάσεις.
…………………………………………
Και πρώτα πρώτα ξέρω
να σέβομαι θεούς και φίλοι μου όσοι
δεν προσπαθούνε τ’ άδικο να κάνουν,
μα έχουν σέβας μήτε υπηρετούνε
με ντροπιασμένες πράξεις κείνους που ΄ναι
σ’ αυτά συνηθισμένοι• τους συντρόφους
δεν τους περιγελώ, πάντοτες ίδιος
είμαι γι’ αυτούς κοντά τους ή μακριά τους.
Από το σφάλμα που θαρρείς να μ’ αφανίσεις
είμαι αμόλυντος, ποτέ μου ως τώρα
δεν άγγιξα γυναίκα• δεν την ξέρω
την πράξη ετούτη εξόν από κουβέντες
που άκουσα και ζωγραφιές που είδα•
κι ούτε με νοιάζει τέτοια να προσέχω•
αγνή η ψυχή μου….
……………..τώρα στων όρκων τον επόπτη
σου ορκίζομαι τον Δία και στο χώμα
της γης πως τη γυναίκα σου ποτέ μου
μήτε άγγισα, μήτε το θέλησα κι ακόμη
δεν πέρασε απ’ το νου μου κάτι τέτοιο.
Κακός αν είμαι εγώ, ν’ αφανιζόμουν
άδοξος, δίχως όνομα και δίχως
πατρίδα ή σπίτι να περιπλανιόμουν
εξόριστος ολούθε κι ως χανόμουν,
θάλασσα και στεριά να μη δεχτούνε
το σώμα μου. Αν αυτή από κάποιο φόβο
χάλασε τη ζωή της, δεν το ξέρω.
Περισσότερα να πω δεν πρέπει…..» (Ευριπίδης, “Ιππόλυτος”, 983-1033)
Ο αγγελιοφόρος, που ’φερε στο Θησέα τα θλιβερά μαντάτα του αφανισμού του Ιππόλυτου, διηγήθηκε την πίκρα και την απογοήτευση του νέου, πριν πάρει το δρόμο της εξορίας:
«Κοντά στο κυματόζωστο ακρογιάλι
χτενίζαμε τις χαίτες των αλόγων
και κλαίγαμε• γιατί μαντατοφόρος
έφτασε και μας είπε ότι ποτέ του
δε θα γυρίσει πια σ’ αυτή τη χώρα
ο Ιππόλυτος, διωγμένος από σένα
σε θλιβερή εξορία. Ήρθε κι εκείνος
στ’ ακρόγιαλο, με δάκρυα παρόμοια•
ξοπίσω του έρχονταν μεγάλο πλήθος
φίλου του συνομήλικοι. Σε λίγο,
σταμάτησε τα δάκρυα κι είπε: « Τάχα
γιατί γι΄ αυτά στενοχωριέμαι; Πρέπει
στα λόγια του πατέρα να υπακούσω.
Για τ’ άρμα, δούλοι, τ’ άλογα ετοιμάστε•
η πόλη αυτή για μένα δεν υπάρχει ».
Όλοι ριχτήκαν στη δουλειά με βιάση
και πιο γοργά παρ’ όσο θα μπορούσε
κάποιος να πει, τ’ αλόγατα ζεμένα
στο πλάι τα βάλαμε του αφέντη.
Παίρνει τα γκέμια αυτός απ’ το στεφάνι
Του αμαξιού κι ευθύς σ’ αυτό ανεβαίνει.
Μίλησε πρώτα στους θεούς, τα χέρια
σηκώνοντας ψηλά. « Ω! Δία, μακάρι,
κακός αν είμαι να χαθώ• μα ο γονιός μου,
ζήσω ή πεθάνω, να το καταλάβει
πως μ’ έχει αδικήσει ». Έπειτα παίρνει
το καμουτσί και τ’ άλογα χτυπάει•…» (Ευριπίδης, “Ιππόλυτος”, 1173-1195 )
Ο δούλος περιέγραψε στη συνέχεια πως ο θάνατος πήρε τον αγνό νέο:
« …………… Στο γιαλό ξεσπώντας
με σάλαγο μεγάλης τρικυμίας
εξέρασε έναν ταύρο, άγριο τέρας,
που ολάκερη η στεριά απ’ το μουγκρητό του
γέμιζε και φριχτά το αντιλαλούσε•
όσοι το βλέπαν, έδειχναν πως ήταν
θέαμα που δεν άντεχαν τα μάτια.
Τ’ άλογα κυριεύει μέγας τρόμος•
κι ο αφέντης μου που τις συνήθειές τους
τις ήξερε καλά, τα γκέμια αρπάζει
και τα τραβάει με δύναμη, το σώμα
γέρνοντας προς τα πίσω, όπως ο ναύτης
κάνει με τα κουπιά• μα οι φοράδες
τα χαλινάρια τους σφιχτοδαγκώνουν
τα δουλεμένα στη φωτιά κι ορμάνε,
δίχως λουριά να λογαριάζουν, μήτε
το χέρι του ηνίοχου, μήτε τ’ άρμα
το καλοδουλεμένο. Κι όσο αυτός
πάσκιζε να τις φέρει σε ίσιο δρόμο,
τότες ο ταύρος πρόβαινε μπροστά τους
κι έκανε τ’ άλογα γεμάτα φόβο να
στρέφουν πίσω• κι όταν μανιασμένα
σε βραχοτόπι ορμούσαν, ακλουθούσε
βουβός πίσω απ’ τ’ αμάξι, ώσπου σε βράχο
σκόνταψε αυτό κι ανάποδα γυρίζει.
Ανάστροφα ήρθαν όλα τότε• σπάσαν
τροχοί και σιδερόκαρφα κι αξόνια.
Κι αυτός ο δόλιος μπλέκει μες στα γκέμια
και σούρνεται αξεδιάλυτα δεμένος•
χτυπιόταν το κεφάλι του στις πέτρες,
του σκίζονταν οι σάρκες κι ήταν φρίκη
τις φωνές του ν’ ακούς. « Αλόγατά μου,
που τα δικά μου τα παχνιά σας θρέψαν,
μη μ’ αφανίσετε, σταθείτε• αχ! του πατέρα
μαύρη κατάρα! Ποιος θα στέρξει εμένα
να σώσει τον αθώο; » Τότε πλήθος
τρέξαμε μεις ξοπίσω του, μα διόλου
δεν τον προφτάσαμε. Λύνεται κείνος,
δεν ξέρω με ποιο τρόπο, όταν κομμάτια
γινήκαν τα λουριά, και πέφτει χάμω,
λίγη ζωής ανάσα έχοντας μόνο•…» ( Ευριπίδης, “Ιππόλυτος”, 1212-1246 )
Το θύμα της δραματικής μας ιστορίας, είναι φυσικό να νιώθει απογοήτευση και πλήθος ερωτηματικά να τον κατακλύζουν πριν αφήσει την τελευταία του πνοή. Είναι τα ερωτηματικά, που βασανιστικά διαπερνούν το μυαλό μας και μας κάνουν διπλά να πονάμε, « διά μου κεφαλής άσσουσ’ οδύναι, κατά δ’ εγκέφαλον πηδά σφάκελος » όπως λέει και ο Ιππόλυτος, όταν ζήσαμε έντιμα και με αξιοπρέπεια, και βλέπουμε ότι υποφέρουμε ακριβώς γιατί διαλέξαμε τον δρόμο της αρετής κι όχι της κακίας, σαν τον ημίθεο Ηρακλή. Ο Ευριπίδης μας μεταφέρει με τους ακόλουθους στίχους αυτή τη θλιβερή διαπίστωση:
«Ω! Δία, ω! Δία, τα βλέπεις ετούτα;
Να, εγώ που ήμουν πρώτος απ’ όλους
σ’ αρετή και σε φρόνηση, βλέπω
τον Άδη μπροστά μου και πάω
σ’ εκείνον, αιφνίδια χάνοντας
τη ζωή μου• κουράστηκα ανώφελα
στους θνητούς την ευσέβεια να δείξω. » (Ευριπίδης, “Ιππόλυτος”, 1363-1369 )
Την αλήθεια στον παραπλανημένο Θησέα φανέρωσε η Άρτεμη. Ήταν οδυνηρή για τον Αθηναίο ήρωα, που έχασε μονομιάς γυναίκα και γιο. Το πιο τραγικό ήταν που ο ίδιος προκάλεσε τον χαμό του Ιππόλυτου. Ας διαβάσουμε την αποκάλυψη της θεάς:
« ΑΡΤ.: Άκου τα πάθη σου, Θησέα, πώς γίναν•
θα σε πικράνω, δε θα σ’ ωφελήσω.
Μα στην απόφαση έχω φτάσει ετούτη,
για ν’ αποδείξω την αγνότητα του γιου σου,
που τιμημένος έτσι να πεθάνει,
και της γυναίκας σου το τρελό πάθος
και τη φιλοτιμία• κεντρισμένη
απ’ τη θεά πιότερο μισούμε
όσες χαιρόμαστε την παρθενιά μας,
το τέκνο σου ερωτεύτηκε. Την Κύπρη
καθώς επάσκιζε με φρονιμάδα
να ξεπεράσει, χάθηκε άθελά της
από τις πονηριές της βάγιας, που είχε
τον έρωτα στο γιο σου φανερώσει
με όρκους δένοντάς τον πρώτα. Εκείνος
δεν έστερξε στα λόγια της, ως ήταν
τίμιος, μήτε πάτησε τους όρκους,
όταν εσύ τον έβριζες και δείχνει
τη θεοσέβειά του. Η Φαίδρα πάλι
φοβήθηκε μήπως φανεί η αλήθεια
κι έγραψε γράμμα με ψευτιές γεμάτο,
που σ’ έκανε να την πιστέψεις κι έτσι
με πανουργίες αφάνισε το γιο σου.
ΘΗΣ.: Αλίμονο.
ΑΡΤ.: Τα λόγια μου, Θησέα, σε δαγκώνουν;
Ησύχασε όμως, για ν’ ακούσεις τ’ άλλα
που θα σου φέρουν πιο μεγάλη θλίψη.
Απ’ το γονιό σου το ’ξερες πως είχες
τρία ταξίματα, κακούργε. Ωστόσο
πάνω στο γιο σου ξόδεψες το ένα,
κι όχι όπως έπρεπε σε κάποιο εχθρό σου. » (Ευριπίδης, “Ιππόλυτος”, 1296-1317 )
Όμως, το πιο συγκινητικό, είναι το φίλιωμα του ετοιμοθάνατου γιου με τον μετανιωμένο πατέρα, που κατάλαβε πόσο σκληρή ήταν η μοίρα και πόσο άσχημα παιγνίδια παίζουν οι θεοί στις πλάτες των θνητών. Η ίδια η θεά, αν και η θλίψη της είναι μεγάλη, που έχασε έναν αγνό πιστό της, που αφανίστηκε για την εντιμότητά του, ήταν αυτή που συνέβαλε στη συμφιλίωση:
« ΑΡΤ.: ………. Kι ο γιος εσύ του γέρου Αιγέα,
στην αγκαλιά σου πάρε το παιδί σου
και σφίξ’ το• το ’χεις άθελα σκοτώσει•
σα θέλουν οι θεοί, τότε συμβαίνει
να σφάλλουν οι θνητοί. Σε συμβουλεύω
μίσος, Ιππόλυτε, για το γονιό σου
καθόλου να μην έχεις, γιατί ξέρεις
τη μοίρα που σ’ αφάνισε. Και χαίρε•….
ΙΠ.: Χαίρε κι εσύ παρθένα ευτυχισμένη•
κι άμποτε δίχως πόνο τη μεγάλη
φιλία μας ν’ αφήσεις. Κι αφού θέλεις,
με τον πατέρα μου σβήνω την έχθρα•
στις προσταγές σου ήμουν υπάκουος πάντα.
Αχ! αχ, στα μάτια μου πέφτει σκοτάδι•
πατέρα, πιάσε με και ξάπλωσέ με.
ΘΗΣ.: Ωχ! γιε μου, τι μου κάνεις του έρμου!
ΙΠ.: Πεθαίνω, των νεκρών βλέπω τις πύλες.
ΘΗΣ.: Το χέρι μου τ’ αφήνεις μολυσμένο;
ΙΠ.: Όχι, απ’ το φόνο αυτόν σε λευτερώνω.
ΘΗΣ.: Τι λες; Από το αίμα με λυτρώνεις;
IΠ.: Μάρτυράς μου η Άρτεμη η τοξεύτρα.
ΘΗΣ.: Τι μεγαλόψυχος για με. ακριβέ μου!
ΙΠ.: Να εύχεσαι τα παιδιά σου έτσι να γίνουν.
ΘΗΣ.: Τι ευλαβική κι ενάρετη η ψυχή σου! » (Ευριπίδης, “Ιππόλυτος”, 1431-1455 )
Στην ελληνική μυθική παράδοση υπάρχει μεγάλη ευαισθησία. Συναντάς και την συντριβή της μετάνοιας και το μεγαλείο της συγχώρησης. Και το πιο αξιόλογο είναι πως αυτές οι ιστορίες αποτέλεσαν θέματα για διδακτικότατες τραγωδίες. Τραγωδίες που βάζουν σε κίνηση τη σκέψη, χτυπούν τις ευαίσθητες χορδές της ψυχής μας και μας κάνουν να αισθανόμαστε ως πραγματικοί άνθρωποι. Η Αφροδίτη μπορεί να πήρε την εκδίκησή της, όμως δεν άφησε να στιγματιστεί το όνομα κανενός από τα δραματικά πρόσωπα. Ο κάθε θεός ήθελε να του αποδίδουν τις πρέπουσες τιμές. Και η τιμωρία του Ιππόλυτου φάνταζε αναγκαία, γιατί δεν είναι στη φύση του άντρα η αγνότητα. Η φύση μας οδηγεί στη χαρά της ένωσης άντρα και γυναίκας, στο τραγούδι αυτού του θαύματος.


Σχόλιο:
• Στη μυθολογία μας υπάρχει και άλλος μύθος, σύμφωνα με τον οποίο φιλοξενούμενος σεβάστηκε το σπίτι, όπου τον φιλοξενούσαν και δεν ενέδωσε στις προτάσεις ξένης γυναίκας. Αυτός ήταν ο Πηλέας, ο θνητός πατέρας του Αχιλλέα. Ας δούμε και τον μύθο αυτό:
Ο Πηλέας, γιος της Ενδηίδας και του Αιακού, του βασιλιά της Αίγινας, στο κυνήγι του Καλυδωνίου Κάπρου (*), άθελά του σκότωσε τον πεθερό του Ευτυτίωνα, τον βασιλιά της Φθίας. Για να εξαγνιστεί από του φόνου το μίασμα κατέφυγε στο παλάτι του ρήγα της Ιωλκού, του Άκαστου, που τον κράτησε για λίγο κοντά του. Ήταν πολύ ωραίος νέος ο Πηλέας και τρανός πολεμιστής. Η γυναίκα του Άκαστου, η ωραία Αστυδάμεια, τον ερωτεύτηκε. Η βασίλισσα εκδήλωσε το πάθος της για τον νέο, μα ο Πηλέας από σεβασμό για τον άντρα της, αρνήθηκε την ερωτική της πρόταση.
Αυτή θυμωμένη θέλησε να πάρει εκδίκηση για την απόκρουση του Πηλέα, οπότε με απεσταλμένο της άστειλε μήνυμα στην Αντιγόνη, τη γυναίκα του νέου, που για μικρό διάστημα την είχε αφήσει για τον εξαγνισμό, πως τάχα ο Πηλέας ετοιμαζόταν να παντρευτεί τη Στερόπη, την ομορφοθυγατέρα του Άκαστου. Απελπισμένη η Αντιγόνη κρεμάστηκε. Η κακόψυχη βασίλισσα δεν έμεινε μόνο σ’ αυτό το κακό. Συκοφάντησε στον άνυτα της το νέο, πως τάχα αυτός της έκανε ανήθικες προτάσεις. Παρασύρθηκε ο βασιλιάς και πίστεψε τα δολερά της γυναίκας του λόγια. Μα ο Πηλέας ήταν φιλοξενούμενός του, κι ήταν άπρεπο να τον σκοτώσει. Γι’ αυτό διοργάνωσε με πολλούς συντρόφους κυνήγι στου Πηλίου τις σκιερές πλαγιές. Έκεί παγίδα έστησε στο νεαρό Πηλέα. Αφού την πρώτη μέρα κυνήγησαν κι ο Πηλέας ήρθε πρώτος στα θηράματα, τη νύχτα που αποκαμωμένος έγειρε στου ύπνου την αγκάλη, του πήρε τα όπλα κι έκρυψε το μαχαίρι, που ήταν καμωμένο από του χωλού θεού το χέρι, δώρο του ασκημομούρη Ήφαιστου, κι έφυγε μαζί με του άλλους, αφήνοντας μόνο κι άοπλο τον φιλοξενούμενο. Σαν ξύπνησε ο Πηλέας, είδε πως τον είχαν περικυκλώσει οι φοβεροί Κένταυροι με άγριες διαθέσεις. Μα τον έσωσε ο καλοσυνάτος Χείρωνας, που βρήκε το παραχωμένο μαχαίρι και του το έδωσε. Στη θέα του θεϊκού δώρου οι Κένταυροι κατάλαβαν πως θα νικηθούν και διαλύθηκαν.
Αρκετά χρόνια αργότερα η άπιστη Αστυδάμεια πλήρωσε με τη ζωή της την αδικία της.




Δεν υπάρχουν σχόλια: