Τρίτη 8 Απριλίου 2014

Φιλοκτήτης

[[ δαμ- ων ]]

Γ΄ μέρος
Η παράδοση λέει ότι ο Φιλοκτήτης όταν έφτασε στην Τροία, πριν γιάνει, έπεσε σα βαθύ ύπνο. ( Κάποιοι λένε πως ο Απόλλωνας τον έριξε στον βαθύ ύπνο ). Τότε ο Μαχάονας ή ο Ποδαλείριος αφαίρεσε με ένα μαχαίρι τις σαπισμένες σάρκες, έπλυνε την πληγή με κρασί και τοποθέτησε πάνω της ένα βοτάνι, που είχε δώσει ο κένταυρος Χείρων στον πατέρα τους, τον Ασκληπιό. Διακρίνουμε εδώ μια χειρουργική επέμβαση με αναισθησία. Ο βαθύς ύπνος είναι η κατάσταση της αναισθησίας. Η αφαίρεση με μαχαίρι των σάπιων σαρκών, σαφώς υποδηλώνουν χειρουργική επέμβαση και το ξέπλυμα της πληγής με κρασί τις αντισηπτικές ιδιότητες του κρασιού λόγω του οινοπνεύματος που περιέχει.
Ας δούμε και τις παραλλαγές των δύο άλλων τραγικών.
Να ξεκινήσουμε με την παραλλαγή του Ευριπίδη:
Πριν αναλάβει το εγχείρημα ο Οδυσσέας, του παρουσιάστηκε στον ύπνο η Αθηνά, που του έδωσε κουράγιο για την δύσκολη αποστολή του. Η θεά του άλλαξε τη μορφή και τη φωνή, ώστε να μη τον γνωρίσει ο Φιλοκτήτης. Στην αποστολή τον συνόδευσε ο Διομήδης, ο θαρραλέος σύντροφος σε πολλές επικίνδυνες πολεμικές επιχειρήσεις. Όταν έφτασαν στο νησί, ο γιος του Τυδέα κρύφτηκε και στον Φιλοκτήτη παρουσιάστηκε μόνος ο Οδυσσέας. Κατάφερε να ξεγελάσει, εξάλλου ήταν ο δόλος στο αίμα του, λέγοντας, τάχα, πως ήταν σύντροφος του αδικοχαμένου Παλαμήδη. Του είπε ότι ο Οδυσσέας όχι μόνον σκότωσε το γιο του Ναύπλιου, αλλά ήθελε να βγάλει από τη μέση κι αυτούς που είχαν απομείνει πιστοί στον αδικοχαμένο ήρωα. Ο ίδιος μόλις που κατάφερε να ξεφύγει και να γλιτώσει από τα χέρια του πανούργου γιου του Λαέρτη.
Όμως και οι Τρώες είχαν μάθει, στο μεταξύ, από τον Έλενο για το χρησμό των όπλων του Ηρακλή, που τώρα κατείχε ο Φιλοκτήτης. Γνώριζαν και το μένος που είχε κατά των Αχαιών ο παρατημένος στο ξερονήσι βασιλιάς της Θεσσαλίας. Έτσι έστειλαν στη Λήμνο τη δική τους πρεσβεία, με επικεφαλής τον αίτιο του φονικού πολέμου, τον Πάρη, για να τον δελεάσουν. Την αποβίβαση της τρωικής πρεσβείας ανακοίνωσε στον Φιλοκτήτη ο Άκτορας, κάποιος Λήμνιος, που πότε- πότε επισκεπτόταν τον ανήμπορο βασιλιά για να του παρασταθεί. Σαν άκουσε για την τρωική αντιπροσωπεία ο Οδυσσέας αποτραβήχτηκε.

Η συνέχεια >>> εδώ …

Μόλις έφτασαν οι Τρώες, ο Πάρης υποσχέθηκε βασιλικές τιμές κι αμέτρητα πλούτη στον Φιλοκτήτη, αν τους βοηθούσε να κερδίσουν τους εχθρούς. Με κάθε τρόπο φρόντισε να εκμεταλλευτεί το μίσος του βασανισμένου κι εγκαταλειμμένου ήρωα κατά των συμπατριωτών του, που τον παράτησαν να παραδέρνει στη συμφορά του. Ο Φιλοκτήτης βρέθηκε μπροστά σε μέγα δίλημμα. Κλονίστηκε, δεν μπορούσε να πάρει απόφαση. Τότε μπήκε στη μέση ο Οδυσσέας, που ήταν αγνώριστος από τη μεταμόρφωση από τη θεά, και του θύμισε πως δεν είχε το δικαίωμα να προδώσει του δικούς του, ό,τι κι αν του είχαν κάμει, έστω και αισθανόταν αδικημένος και να συμμαχήσει με τους βάρβαρους. Το στίγμα της προδοσίας θα ήταν γι’ αυτόν ανεξίτηλο.
Πίστηκε από τα λόγια του Οδυσσέα ο Φιλοκτήτης και με απειλές έδιωξε τον Πάρη. Μα ευθύς τον έπιασαν οι πόνοι. Τότε βρήκε την ευκαιρία ο Διομήδης, καθώς ο Οδυσσέας, που καμωνόταν τον φίλο του ήρωα ο οποίος βρισκόταν σε κρίση, του δρόσιζε την πληγή για να του απαλύνει τον πόνο, και του έκλεψε το τόξο με τις σαΐτες. Έπεσε σε μεγάλη απελπισία ο Φιλοκτήτης σαν συνήλθε και ανακάλυψε να του λείπουν τα όπλα. Τότε του αποκάλυψε ο Οδυσσέας ποιος ήταν πραγματικά κι ανάγκασε τον Φιλοκτήτη να μπει μαζί τους στο πλοίο και να ’ρθει στην Τροία.
Όπως αναφέραμε ην τραγωδία αυτή δεν διασώζεται. Την υπόθεσή της μας έχει μεταφέρει ο Δίωνας και διάφορα αποσπάσματα έχουν διασωθεί στα έργα άλλων συγγραφέων. Ο Δίωνας μας μεταφέρει τον ακόλουθο πρόλογο, που είναι ένας μονόλογος του Οδυσσέα:
«…Τώρα, λοιπόν, ήρθα εδώ στη Λήμνο για μια επιχείρηση πολύ επισφαλή και δύσκολη, για να οδηγήσω τον Φιλοκτήτη και τα τόξα του Ηρακλή στους συμμάχους. Γιατί ο καλύτερος μάντης των Φρυγών, ο Έλενος, ο γιος του Πριάμου, αποκάλυψε, όταν έτυχε να συλληφθεί αιχμάλωτος, ότι χωρίς αυτά δεν θα αλωθεί ποτέ η πόλη. Στους βασιλιάδες, λοιπόν, δεν αποκάλυψα την αποστολή, γνωρίζοντας το μίσος του ανθρώπου, για το οποίο υπήρξα αίτιος της εγκατάλειψής του, όταν έτυχε να δαγκωθεί από επικίνδυνη και θανατηφόρα οχιά. Γιατί δεν πίστευα ότι μπορεί να βρεθεί τέτοια πειθώ, με την οποία θα καταλαγιάσει ποτέ το μίσος του για μένα. Πίστευα αντιθέτως ότι αμέσως θα πεθάνω από αυτόν. Ύστερα, όμως, η Αθηνά με προέτρεψε στον ύπνο μου, όπως συνηθίζει, να πάω με θάρρος στον άντρα. Γιατί αυτή θα αλλάξει τη μορφή και τη φωνή μου, ώστε να μη με αναγνωρίσει όταν τον πλησιάσω. Κι έτσι έχω έρθει με θάρρος. Πληροφορούμαι, μάλιστα, ότι έχουν σταλθεί κρυφά πρέσβεις από τους Φρύγες, μήπως μπορέσουν να πείσουν τον Φιλοκτήτη με δώρα και λόγω της έχθρας του εναντίον μας να πάει στην πόλη τους ο ίδιος και τα τόξα. Όταν έχει προταθεί ένας τέτοιος άθλος, πώς δεν πρέπει κάθε άντρας να γίνεται πρόθυμος; Γιατί όποιος θα αποτύχει σε αυτό το εγχείρημα, θα φανεί πως μάταια πραγματοποίησε στο παρελθόν. Ωχ! βγαίνει ο άνθρωπος. Να ο γιος του Ποίαντα, είναι ολοφάνερος από την αρρώστια του, αφού μόλις και μετά δυσκολίας περπατά. Αλίμονο, τι σκληρό και φοβερό θέαμα! Τόσο τρομερή είναι η όψη του από την αρρώστια και η ενδυμασία του ασυνήθιστη. Τομάρια θηρίων τον σκεπάζουν. Βοήθα, δέσποινα Αθηνά, και μη φανείς να μας υποσχέθηκες μάταια τη σωτηρία. » ( Ευριπίδης, “Φιλοκτήτης” )
Μετά ακολουθεί ένας διάλογος μεταξύ του Φιλοκτήτη και του μεταμορφωμένου Οδυσσέα. Απ’ αυτόν παραθέτουμε το απόσπασμα των λόγων του Φιλοκτήτη, όταν έμαθε για τον άδικο θάνατο του Παλαμήδη:
« Οδυσσέα, κορυφή της πανουργίας στα λόγια και στα έργα, τι άντρας ήταν αυτός που σκότωσες! Δεν ήταν λιγότερο ωφέλιμος στους συμμάχους απ’ όσο εσύ, μιας και επινοούσε και συνέθετε τα πιο ωραία και τα πιο σοφά πράγματα. Έτσι φρικτά με πέταξες κι εμένα, που έπεσα σε τούτην εδώ τη συμφορά για την κοινή σωτηρία και νίκη, όταν έδειχνα τον βωμό της Χρύσης, όπου, αν θυσίαζαν, επρόκειτο να νικήσουν τους εχθρούς• αλλιώς, μάταια θα γινόταν η εκστρατεία. »
Στην οργή του Φιλοκτήτη, ο Οδυσσέας έχει να αντιτάξει τα ακόλουθα λόγια:
« Όπως και το σώμα μας είναι από τη φύση του θνητό, έτσι ταιριάζει να μην έχει και την οργή του αθάνατη, όποιος ξέρει να φέρεται με σύνεση. »
Ενδιαφέρον έχει κι ένα απόσπασμα από κάποιο χορικό:
« Αλίμονο, ποτέ να μην είμαι τίποτ’ άλλο εκτός από φίλος των θεών, αφού αυτοί το καθετί φέρουν σε πέρας, ακόμα κι αν καθυστερούν στον χρόνο. »
Συνεχίζουμε με την Αισχύλιο παραλλαγή:
Ο Οδυσσέας ξεκίνησε μόνος του το ταξίδι για τη Λήμνο. Εκεί κατόρθωσε να ξεγελάσει τον Φιλοκτήτη, ο οποίος δεν τον αναγνώρισε μετά από τόσα χρόνια και τα τόσα βάσανα. Ο πανούργος βασιλιάς της Ιθάκης καμώθηκε πως ήταν ένας από τους Αχαιούς πολεμιστές από το στράτευμα των Ελλήνων, το οποίο είχε εκστρατεύσει στο Ίλιο και βρισκόταν σε διάλυση. Τούτο οφειλόταν στο γεγονός ότι ο στρατηλάτης Αγαμέμνονας είχε ήδη πεθάνει , ενώ οι Αχαιοί είχαν θανατώσει και τον Οδυσσέα, όταν φανερώθηκαν κάποιες από τις άτιμες ενέργειές του.
Δεν πρόφτασε να χαρεί καλά- καλά ο Φιλοκτήτης για τα ευχάριστα γι’ αυτόν ακούσματα, μιας και η έχθρα για τους πρώην συντρόφους του δεν είχε καταλαγιάσει, και τον έπιασε κρίση, μιας και το πόδι του δεν είχε γιάνει. Στην αρχή προσπάθησε να μη φανερωθεί τόσο στον Οδυσσέα, όσο και στον χορό, που τον αποτελούσαν Λήμνιοι. Μα γρήγορα αναγκάστηκε να ξεσπάσει σε βογγητά και θρήνους, ζητώντας από τον θάνατο να έρθει για να τον λυτρώσει. Από τον πολύ πόνο έχασε τις αισθήσεις του.
Τότε βρήκε την ευκαιρία ο Οδυσσέας και του άρπαξε το τόξο και τα βέλη, που τα είχε κρεμασμένα σ’ ένα πεύκο. Όταν συνήλθε ο ήρωας, είδε τον Οδυσσέα να κρατάει τα όπλα και να του φανερώνει την πραγματική του ταυτότητα και τον σκοπό του ερχομού του στη Λήμνο. Μπροστά στον κίνδυνο να στερηθεί τα όπλα του, που του εξασφάλιζαν τη ζωή του, ο Φιλοκτήτης αναγκάστηκε να ακολουθήσει τον Οδυσσέα στην Τροία.
Απ’ αυτήν την τραγωδία παραθέτουμε τα ακόλουθα αποσπάσματα, στα οποία φαίνεται η απόγνωση του ήρωα όταν βρέθηκε στον παροξυσμό των πόνων:
« Ω! Σπερχειέ και των βοδιών λιβάδια.
Δεν έφυγε το φίδι, αλλά βαθιά μου
μπήκε με τη φριχτή δαγκωματιά του
και μου ’χει αφήσει το ποδάρι σάπιο.
………………………………………..
Θάνατε λυτρωτή, μη μ’ ατιμάσεις,
μα έλα• γιατί εσύ γιατρεύεις μόνο
τ’ αγιάτρευτα δεινά κι ο πόνος διόλου
ν’ αγγίξει δεν μπορεί τον πεθαμένο. » ( Αισχύλος, “Φιλοκτήτης”, αποσπ. 97-98-99 )

Δεν υπάρχουν σχόλια: