“Ούτις”
Έμεινα σύξυλος, καρντάσια μου, από την ευρυμάθεια του Ταμήλου. Πόσα ξέρει, ρε, ο π@ύστης! Αυτός δεν είναι βουλευτής. Είναι αυτοκινούμενη η εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος- Λαρούς- Μπριτάνικα. Καράφλιασα ντιπ για ντιπ. Μου ‘φυγε κι αυτό το χνούδι, που είχε απομείνει στο απαστράπτον κρανίο μου. Καθότι το χνούδι αυτό το φύλαγα σαν διατηρητέο μνημείο της παλιάς καρηκομώουσας ένδοξης εποχής. Δεν τράβηξα κόντρα όπως ο Μιχάλας ο Stavento, γιατίς θα τρελαινόμουν και του λόγου μου. Και δύο τρελούς γλόμπους δεν τους αντέχει η Ελλάς.
Και με τι σεμνότητα τα είπε από το βήμα της βουλής ο άλλος ο Μιχάλας, από Τρίκαλο μεριά. Ο Ταμήλος, ντε, το καμάρι ούλης της Θεσσαλικής γης. Σαν Ουρσουλίνα καλόγρια. Ρε π@ύστη μου, τι πάντρεμα ήταν αυτό της πολιτικής με την Οδύσσεια! Πολύ ανώτερο κι απ’ αυτό των τραβεστί με την κουλτούρα της Eurovision. Τουλάχιστον, ρε καρντάσια, ο Ταμήλος είχε ορίτζιναλ μουστάκα. Δεν τα είχε ιμιτασιόν, όπως το Αυστριακό τριβέλι. Και τσιγκελωτό, όπως στη φωτογραφία, έτοιμο να κρεμάσεις πάνω του δυο ζυγούρια με μπόλικη λίπα.
Αφού η Μχάλς είχε μάθει το μάθημα, μετά από εντατικό φροντιστήριο στο τουβλάδικο της Συγγρού, κι αφού το είπε δεκαδύο φορές απόξω, είπε να βάλει λίγο από Όμηρο και Καβάφη στο λόγο του για να θαμπώσει τσι τσούπρες. « Χι χάι, ρα, θα δείξου στα μπλάρια και τσι γκόμνς τι αξίζ’ η Ταμήλους, π’ μη νομιζν πως είμι γουμαρ κι τσιμντόλιθους. Τρεμς Όμηρους, θα σι λιβακώσου. Μπίτσαμεν, ρα. Θα λέν ούλ πως είμι αλπού με νουρά»! Και καμάρωνε σαν γύφτικο σκεπάρνι μπροστά στον καθρέφτη καθώς έκανε το Τρικαλινό αλάνι την πρόβα του λόγου. Αφού κάτεχε από κουμπαριές, ο πάλαι ποτέ βλαχοδήμαρχος, πάντρεψε τη Σκύλα και τη Χάρυβδη με το ΔΝΤ και την ΕΚΤ. Αφού, καρντάσια μου, μετά από αυτή την υψηλή σύλληψη, έπεσε μια βδομάδα σε λήθαργο όπως ο Ραν Ταν Πλάν, το βρωμόσκυλο των Ντάλτον, στα κόμικς του Λούκυ Λουκ. Είπε, το λοιπόν, η Μχάλς με σεμνότητα παρθένας κορασίδος:
Η συνέχεια >>> εδώ
«Κάθε μέρα είναι και μια δοκιμασία για τον καθένα από εμάς, τους βουλευτές που στηρίξαμε το πρόγραμμα της κυβέρνησης εθνικής ενότητας, αλλά και για όλους τους έλληνες πολίτες. Περάσαμε όλοι δύσκολες στιγμές, αναγκασμένοι να διέλθουμε ανάμεσα από τη Σκύλλα του ΔΝΤ και τη Χάρυβδη που είναι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, σε μια σύγχρονη Οδύσσεια του ελληνικού λαού, αναζητώντας την Ιθάκη».
Ανατρίχιασα από συγκίνηση, ρε π@ύστη μου. Εγώ ο φτωχούλης της Ψωροκώσταινας γίνηκα Οδυσσεύς και ψάχνω την Ιθάκη! Και νταγκκκκκ, με βάρεσε στο δόξα πατρί το άσμα του Μητσάρα, του άλλου Τρικαλινού: «Την Ιθάκη ποτέ δε θα τη βρούμε, μας ξόκειλε το παπόρι της γραμμής…» Γ@μώ την ατυχία μου για τη λάθος ρότα, αφού ο Γιωργάκης δεν ήθελε να ξεκινήσει με σιγουράδα από τον Περαία. Γούσταρε ο μινάρας να ροτάρει από το Καστελόριζο. Κι επειδής το ΠΑΣΟΚ ήταν συγκυβέρνηση, δεν τα ‘βαλε με το κόμμα του Χοντροβαγγέλα. Τώρα τελευταία του γυαλίζει το μάτι και απειλεί να λακίσει, οπότε η ΝΔούλα θα μείνει με το “αυτό” στο χέρι. Έριξε, που λέτε, τα βάρητα στους Συριζαίους. Είπε, το λοιπόν, η Μχάλς η Ταμήλους: «Υπάρχει ένα τμήμα που λέει ότι δεν πιάσαμε την σωστή στεριά, δεν βρήκαμε την Ιθάκη, πρέπει να ξαναμπούμε στη θάλασσα των προβληματισμών, να μπούμε σε νέες περιπέτειες, να πάμε σε άλλη γη, αριστερά, στο νησί της ουτοπίας, που, όμως, κανείς δεν ξέρει που είναι. Αυτή είναι η πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ. Εδώ που φτάσαμε δεν είναι το σωστό μέρος, δεν φτάσαμε στην Ιθάκη, εκεί που θέλαμε. Ξαναμπείτε στη θάλασσα, να κολυμπήσουμε πάλι, να πιάσουμε ένα άλλο νησί. Δεν ξέρουμε, όμως, ποιο θα είναι αυτό το νησί».
Βαριόταν, καρντάσια μου, να ξαναμπεί στη θάλασσα ο Ταμήλος. Μήπως θα πληρωνόταν γι’ αυτό; Κι όπως το ‘χουμε ματαπεί ο Μιχαλάρας είναι μέγας μουργέλας και ευρωφονιάς. Γεννήθηκε με μουργελίτιδα και με μια φαγούρα στα χέρια για να παίρνει. Τι δουλειά είχε αυτός ο καμπίσιος να βρέχει τις ποδάρες του στην αρμύρα; Και χωρίς να τα τσεπώνει; Γι’ αυτό είπε με αποφασιστικότητα: «Ε, λοιπόν, όχι, συνάδελφοι του ΣΥΡΙΖΑ. Δεν θα μας παρασύρετε σε ένα δρόμο που δεν γνωρίζει κανείς που βγάζει. Δεν έχουμε ανάγκη από αβεβαιότητες και ουτοπίες, αλλά από σταθερή καθοδήγηση στο δύσκολο δρόμο που οδηγεί στην ατομική μας Ιθάκη, στου καθενός Έλληνα».
Εδώ, φιλάρες, τινάχτηκαν τα ελατήρια του μυαλού μου και σπάσανε το καπάκι του κρανίου. Η τελευταία φράση ήταν το τέλειο παράδειγμα σύνταξης για το συντακτικό του Ζούκη. Αυτή η σταθερή καθοδήγηση στο δύσκολο δρόμο θα γινόταν με GPS αγορασμένο από τον Κωτσόβολο. Μας το συνιστά και η Πετρούλα, η ξανθιά γκόμενα της ΤVούλας, που από την πρόγνωση καιρού το ‘ριξε στη διαφήμιση ηλεκτρικών. Και πριν προλάβω να μαζέψω τα ελατήρια και να κλείσω το καπάκι του κρανίου ήρθε κατακούτελα ο μέγας τσιμεντόλιθος από τον Ταμήλο. Κλείνοντας τον λόγο του είπε: «Εμείς στη Νέα Δημοκρατία πιστεύουμε ότι βρήκαμε την Ιθάκη και σίγουρα σε λίγο καιρό θα δώσουμε τέλος και στην τρόικα και θα τη διώξουμε από την Ελλάδα, όπως έδιωξε ο Οδυσσέας, όταν ήλθε στην Ιθάκη, τους μνηστήρες του θρόνου, που πολιορκούσαν την Κλεοπάτρα»!!!
Ποια Πηνελόπη, καρντάσια μου. Η Κλεοπάτρα είχε μείνει στην Ιθάκη και πλέκοντας βελονάκι περίμενε τον Οδυσσέα. Αρχηγός των μνηστήρων, που έδιωξε με το σκουπόξυλο ο Οδυσσέας, δεν ήταν ο Αντίνοος, αλλά ο Παπάρας. Ξεχάστε, γραμματιζούμενοι και παραμυθάδες, όσα ξέρατε μέχρι τώρα. Η Πηνελόπη ήταν βασίλισσα στην Αίγυπτο και χαμουρευόταν με τον Αντωνάκη. Όχι με το Σαμαρά, ρε. Αυτός δεν έχει μάτια για άλλο θηλυκό, παρά μόνο για την Αγγελικούλα τη Μέρκελ. Με το που τη σκέφτεται και μόνο του τρέχουν τα σάλια όπως στον παππού μου τον Αγησίλαο μόλις έβλεπε τα καπούλια της Ουκρανέζας, που τον ξεσκάτιζε και του ‘δινε το χυλό πριν σαλπάρει για τον Άγιο Πέτρο. Η Κλεοπάτρα ήταν το γυναικάκι που περίμενε το παλληκάρι της Τροίας να βαρεθεί τη θεο-γκόμενα την Καλυψώ και να γυρίσει πίσω για να νιώσει κι αυτή χαρά στα σκέλη της. Γιατί αυτοί οι μ@λ@κες οι μνηστήρες μεθοκοπούσαν στο παλάτι και μετά, αφού γινόντουσαν ντίρλα, δεν τους έκανε κούκου, οπότε το περιβολάκι που είχε κάτω από το μεσοφόρι έμενε απότιστο. Κάθε μέρα έστελνε ραβασάκια με περιστέρια στον αντρούλη της. «Γύρνα πίσω, Οδυσσέα, δεν αντέχω η καψερή. Σεκλετίζομαι από κάψες και δεν έχω πυροσβέστη. Έλα, παιδαρά μου, να σπάσουμε από της Αφροδίτης την ιερή μάνητα το κρεβάτι, που ‘καμες με τα χεράκια σου από ξύλο ελιάς, και κάνε ‘με δω το τον Δία φαντάρο!» Αλλά τα περιστέρια ξεστρατίζανε και πήγαιναν στης Κίρκης το νησί, όπου τα μεταμόρφωνε με το μαγικό ραβδί της σε κάργιες. Γι’ αυτό εφτά χρόνια κάθισε ο Οδυσσούκος, ο τζουτζούκος της Καλυψώς, στο νησί της θεάς και της περιποιόταν τον βλαστερό τον κήπο. Έτσι το περιβολάκι της Κλεοπάτρας έμενε άσκαφτο κι απότιστο. Κι αυτή από το πολύ σεκλέτι άλλαξε το όνομα από Κλεοπάτρα και το έκανε Πόπη, σαν τη γιαγιά της την Καλλιόπη, γιατίς στο παλάτι από τους μινάρες τους μνηστήρες, που φαρμάκωσαν όλα τα κοπάδια και μπεκροπίνανε, γινότανε της πόπης. Με την Πηνελόπη, πάντως καρντάσια μου, καμία σχέση.
Μόλις το νταμάρι η Μχάλς αμόλησε την τουβλάρα του, έσπευσαν οι άλλοι βο(υ)λευτάδες να του ψιθυρίζουν: «Η Πηνελόπη, ρε μ@λ@κα, η Πηνελόπη», όπως γινόταν στο σχολειό, όπου οι συμμαθητές λέγανε την απάντηση στο τσιμεντόλιθο τον μαθητή που έριξε το μαργαριτάρι του. Ξερόβηξε ο Ταμήλος και μετά βίας βγήκαν τα λόγια του, καθώς πνίγηκε από το ίδιο το σάλιο του: «Με συγχωρείτε, την Πηνελόπη εννοούσα!». Εκεί βρήκε την ευκαιρία να τον καρφώσει η Συριζού Δέσποινα Χαραλαμπίδου: «Μετά την παραχάραξη της ιστορίας, δεν θα χάσω τον χρόνο μου να αποκαταστήσω μία αλήθεια». Σιγά, μωρή μαλάκω. Τι ήταν ο Μιχάλας, παραχαράκτης; Ένα ανεπαίσθητο λαθάκι της τάξης μερικών χιλιάδων χρόνων έκανε. Μπέρδεψε την Πηνελόπη με την Κλεοπάτρα. Περιβόλι είχε η μια, περιβόλι και η άλλη. Τι σημασία έχει αν το ένα ήταν ξανθό και το άλλο μαυριδερό;
Για να μονολογήσει η αντιπρόεδρος Μαρία Κόλλια-Τσαρούχα: «Αχ, αυτή η Οδύσσεια τι κάνει…»
Αχ, αυτή η Οδύσσεια, καρντάσια μου. Πόσο δεινοπαθεί στο μυαλό και στο στόμα των ντουβαριών που στέλνουμε για να μας εκπροσωπήσουν στη Βουλή. Και μετά απορούμε γιατί ετοιμάζονται να ψηφίσουν και τρίτο απεχθέστερο μνημόνιο, που θα μας καθιστά δούλους και με τη βούλα και μάλιστα χωρίς να το διαβάσουν. Αλλά πώς να το διαβάσουν αφού είναι τσιμεντόλιθοι;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου