Τετάρτη 21 Μαΐου 2014

Ωραία Ελένη

[[ δαμ- ων ]]

Γ΄ Μέρος
Η Ελένη δεν είχε έπαρση για την ομορφιά της. Κανείς συγγραφέας ή ποιητής δεν την παρουσιάζει να κομπάζει για τα κάλλη της. Έχει δεχτεί την ομορφιά σαν ένα θείο δώρο. Δεν προκαλεί με την ομορφιά της, αλλά γίνεται θύμα της. Αφήνεται στο θείο δώρο, σαν να γνωρίζει ότι αυτό της δόθηκε όχι για να παίζει με τις καρδιές των ανδρών, αλλά σαν κάτι που θα καθορίσει το πεπρωμένο ενός μέρους της ανθρωπότητας. Τιμάει και σέβεται την ομορφιά, όπως εξάλλου όλοι οι σώφρονες και καλλιεργημένοι άνθρωποι.
Πολύ ωραία διαπραγματεύεται αυτό το θέμα ο Ισοκράτης:
« Τοσαύτη δ’ ευσεβεία και προνοία χρώμεθα περί την ιδέαν την τοιαύτην ώστε και των εχόντων το κάλλος τους μεν μισθαρνήσαντας και κακώς βουλευσαμένους περί της αυτών ηλικίας μάλλον ατιμάζομεν ή τους εις τα των άλλων σώματ’ εξαμαρτόντας• όσοι δ’ αν την αυτών ώραν διαφυλέξωσιν άβατον τοις πονηροίς ώσπερ ιερόν ποιήσαντες, τούτους εις τον επόλοιπον χρόνον ομοίως τιμώμεν ώσπερ τους όλην την πόλιν αγαθόν τι ποιήσαντας.» [ Μετάφρ.: Για το χάρισμα της ομορφιάς αισθανόμαστε τέτοια ευλάβεια και καταβάλλουμε τόσες φροντίδες, ώστε όσους διαθέτουν ομορφιά και την εμπορεύονται και σκέφτονται κακόβουλα σχετικά με τη νεότητά τους, τους κακολογούμε περισσότερο απ’ ό,τι εκείνους που κακοποιούν τα σώματα των άλλων. Εκείνους που φροντίζουν να διατηρούν την ομορφιά τους απαραβίαστη από τους πονηρούς, σαν να κάνουν κάτι ιερό, τους τιμούμε ισόβια, όπως τιμούμε τους ανθρώπους που προσφέρουν κάποια ευεργεσία για ολόκληρη την πόλη.] ( Ισοκράτης, “Ελένης εγκώμιο”, 58 )

Η συνέχεια>>> εδώ…

Πόση διαφορά έχει αυτή η ωραία εποχή με την δική μας! Τότε τιμούσαν την ομορφιά, την θεωρούσαν θείο δώρο, επομένως κάτι το ιερό. Σήμερα θεωρείται εφαλτήριο στον σαθρό χώρο της λεγόμενης “γκλαμουριάς”, προϊόν εκπόρνευσης συνειδήσεων. Ελαφρόμυαλες πεταλουδίτσες χρησιμοποιούν πρόστυχα το κορμί και την ομορφιά, που η φύση αφειδώς τους χάρισε, για να περάσουν λίγους μήνες, έστω και λίγα χρόνια, μέσα στα εκθαμβωτικά φώτα της δημοσιότητας, σε ένα εντελώς ανήθικο περιβάλλον. Χωρίς ντροπή, βλέπετε η λέξη αιδώς τους είναι εντελώς άγνωστη, μιλούν κι επαίρονται για το πόσο εύκολα αλλάζουν ερωτικούς συντρόφους, λες και η αξία τους καθορίζεται από την ποσότητα κι όχι από την ποιότητα των συντρόφων. Αναρριχώνται πουλώντας το κορμί τους. Κι αυτό πάνε να μας το πλασάρουν σαν φαινόμενο της φυσικής εξέλιξης των πραγμάτων. Όσα οι δάσκαλοι με κόπο χτίζουν στις τάξεις του σχολείου με κόπο, σε λίγα λεπτά τα κανάλια της τηλεόρασης τα κάνουν φύλλα και φτερά.
Ας γυρίσουμε, όμως στο μύθο μας. Σαν πήρε η Ελένη την απόφαση να βάλει τέλος στη ζωή της, μιας κι ο σύντροφός της τον χάρο ακολούθησε στο κατωφερικό του Κάτω Κόσμου μονοπάτι, τον τρόπο συλλογιόταν που θα φέρει κι αυτής το θάνατο:
« Φωνάζω εσένα, Ευρώτα δροσερέ,
με τα χλωρά καλάμια κι όρκο παίρνω
σε σένα, αν είναι αλήθεια ο λόγος
πως έχει ο άντρας μου χαθεί
- ανόητη τάχα φήμη; Πες μου.
Θηλιά να βάλω στο λαιμό μου φονική
ή θάνατο θα βρω, τρυπώντας
με κοφτερό μαχαίρι το κορμί μου
ποτάμι να χυθεί το αίμα,
σφαχτάρι εγώ στις τρεις θεές
και στον τσοπάνη γιο του Πρίαμου,
που μια φορά κοντά στις στάνες
έπαιζε το μονότονο σουραύλι. » ( Ευριπίδης, “Ελένη” 348-259 )
Η Ελένη δεν είναι η αντροχωρίστρα εγωίστρια γυναίκα. Έχει ευαίσθητη καρδιά, θρηνεί όχι μόνο των Ελλήνων τον αφανισμό, αλλά και των Τρώων. Θρηνεί για όλα τα νεκρά παλικάρια, υποφέρει μαζί με τις Τρωαδίτισσες και τις Ελληνίδες που έχασαν τους δικούς τους και χύνουν μαύρα δάκρυα:
« Ω! Τροία κακορίζικη,
ρημάχτηκες για κάτι που δεν έγινε
και τόσα υπόφερες δεινά•
τα δώρα που μου χάρισεν η Κύπρη
ατέλειωτα γεννήσαν μοιρολόγια,
αρίφνητο αίμα, δυστυχίες
πάνω στις δυστυχίες,
θρήνους στους θρήνους, συμφορές…
Μανάδες χάσαν τα παιδιά τους
στο φρυγικό του Σκάμανδρου το ρέμα
ρίξανε τα κομμένα τους μαλλιά
των σκοτωμένων οι αδερφές.
Με πικρούς βόγγους και κραυγές
θρηνολογήσαν οι Ελληνίδες,
χεροχτυπώντας το κεφάλι απελπισμένα
και με τα νύχια σκίζοντας, ματώνοντας
τα τρυφερά τους μάγουλα. » ( Ευριπίδης, “Ελένη” 362-374 )
Και πάλι καταλήγει στη θλιβερή διαπίστωση:
« …………το δ’ εμόν δέμας
ώλεσεν ώλεσε πέργαμα Δαρδανίας
ολομένους τ’ Αχαιούς. »
[ « μονάχα τα δικά μου κάλλη
της Δαρδανίας αφάνισαν τα κάστρα
και τους βασανισμένους Αχαιούς. » ]
Ας συνεχίσουμε τον μύθο:
Τότε ο Δίας όρισε της μοίρας την ώρα να φτάσει ο Λακεδαιμόνιος ρήγας στ’ ακρογιάλια της Αιγύπτου. Αφού περιπλανήθηκε στο νησί, όπου ο συννεφοσυνάχτης θεός έφερε, μεταμορφωμένος σε αργυρόλευκο ταύρο, την αγαπημένη του Ευρώπη, όταν από λιβάδι με μυρωμένα αγριολούλουδα της όμορφης Φοινίκης από έρωτα την έκλεψε, την λιόφυτη Κρήτη, και μετά στην καυτερή Λιβύη, σε βράχους μυτερούς έσπασε το καράβι του, εκεί που ο Νείλος άφηνε τα γλυκά νερά να σμίξουν με τ’ αρμυρά της θάλασσας. Με τον τρόμο αποτυπωμένο στα μάτια με της αγωνίας και της κούρασης τους μαύρους κύκλους, οι πιστοί συντρόφοι βγήκαν στο αμμουδερό ακρογιάλι, έχοντας και της Ελένης το είδωλο. Αφού τους έκρυψε, ο Μενέλαος βγήκε τροφή να βρει γιατί η πείνα τους σούβλιζε την κοιλιά.
Σαν έφτασε στο παλάτι έμαθε από μια γριά δούλα για τη χώρα, όπου οι θεοί όρισαν να φτάσει. Μα τ’ αυτιά του σαν άκουσαν για την Ελένη, που στο παλάτι χρόνους πολλούς έμενε, δεν μπορούσε να δώσει εξήγηση με του μυαλού τις γρήγορες στροφές, αφού ήξερε καλά πως την πήρε από την Τροία. Πως ήταν μπορετό να είναι στην κρυψώνα με τους άντρες του, πικρή συντροφιά στου γυρισμού το ταξίδι, και να ζούσε και στης ξένης χώρας το παλάτι από τη μέρα που ο ομορφονιός από το Ίλιο την έκλεψε; Και να ‘σου παρουσιάζεται μπροστά του η Ελένη με ρούχα βασιλικά κι όχι τα κουρέλια, του ναυάγιου υπολείμματα. Να ‘ταν, άραγε, φάντασμα; Γιατί καλά κάτεχε πως την γυναίκα την είχε αφήσει στης αμμούδας την κρυψώνα. Κι ενώ το θολωμένο μυαλό άκρη δεν μπορούσε να βγάλει, να ‘σου έρχεται ένας σύντροφος να του πει πως η Ελένη σαν την άχνη της πάχνης εξανεμίστηκε στον ανέφελο ουρανό. Έτσι ο πολυβασανισμένος ρήγας, που ναυάγησε στη ιλότροφη χώρα από του Νείλου τα λασπερά νερά, κατάλαβε πως η πραγματική Ελένη ήταν αυτή, που συνάντησε στη ξένη γη, κι όχι αυτή που χρόνια επιζητούσε να πάρει από το κάστρο της Τροίας.
Αγκαλιασμένοι, τώρα πιά, ιστορούν τα παθήματά τους ο ένας στον άλλον, και κάνουν σχέδια να γυρίσουν στο παλάτι της αγαπημένης Σπάρτης. Όμως, υπάρχουν δύο μεγάλα εμπόδια, η επιθυμία του Θεοκλύμενου για την Ελένη και η συνήθεια να σκοτώνουν κάθε Έλληνα, που θα ξέπεφτε στην Αίγυπτο. Για να μπορέσει να διαφύγει το βασιλικό ζευγάρι της Σπάρτης, εξασφάλισαν πρώτα τη σιωπή της μάντισσας Θεονόης, που ήταν κι αδελφή του Θεοκλύμενου. Μετά χρησιμοποίησαν πανουργία. Ο Μενέλαος καμώθηκε πως ήταν ο μοναδικός σύντροφος απ’ όσους γύριζαν μαζί με το Λακεδαιμόνιο ρήγα από το κουρσεμένο κάστρο της Τροίας, που σώθηκε από το ανθρωποπνίχτρα θάλασσα, κι ήρθε να της μηνύσει το χαμό του άντρα της.
Όταν γύρισε από κυνήγι με πολλά θηράματα ο Θεοκλύμενος βρήκε την Ελένη με κομμένα τα ξανθά μαλλιά της και μαυροφορεμένη, να θρηνεί, τάχα, τον Μενέλαο. Η ωραία γυναίκα από την Ελλάδα του είπε για την τάχατες είδηση του θανάτου του Μενέλαου, και πως τώρα που είχε μείνει χήρα, τίποτα δεν την εμπόδιζε να γενεί γυναίκα του. Χάρηκε ο Αιγύπτιος από την χαρμόσυνη γι’ αυτόν είδηση, και ζήτησε την άδεια της Ελένης ν’ αρχίσει του γάμου τις ετοιμασίες. Η όμορφη κυρά του είπε πως πρώτα έπρεπε να κάνει το χρέος της προς το νεκρό άντρα της και μετά χαράς να προχωρήσουν στη λαμπρή τελετή του γάμου. Όμως ήταν ανάγκη να ακολουθήσει του τόπου της τις συνήθειες. Τα ταφικά έθιμα της πατρίδας για κάποιο θαλασσοπνιγμένο της επέβαλαν να μπει σε στολισμένο πένθιμα καράβι, ν’ ανοιχτεί στη θάλασσα μακριά από αφροστεφανωμένο ακρογιάλι κι εκεί να ρίξει στο αρμυρό νερό εντάφια για το νεκρό.
Μες στη χαρά ο Θεοκλύμενος, που επιτέλους θ’ αποχτούσε την Ελένη, δεν κατάλαβε της γυναίκας τα δολερά σχέδια. Έτσι πρόθυμα της παραχώρησε ένα γερό σκαρί μαζί με σκλάβους λαμνοκόπους, ενώ επέτρεψε και στον Έλληνα που έφερε του θανάτου το μαντάτο να πάει την βοηθήσει μαζί με τους ναύτες του, μιας και γνώριζε του τόπου τους τα έθιμα. Διέταξε πλούσια κτερίσματα να βάλουν στο καράβι, καταπώς ταίριαζε σε νεκρό βασιλιά. Έτσι αφού απομακρύνθηκαν από την ξηρά, οι Έλληνες τράβηξαν τα σπαθιά του φοβερίζοντας τους Αιγύπτιους δούλους για να τους ρίξουν στη θάλασσα. Όσοι αντίσταση πρόβαλαν είδαν τον χάρο από των Σπαρτιατών τα καλοακονισμένα σπαθιά.
Κάποιος δούλος έφερε τα θλιβερά μαντάτα στο Θεοκλύμενο για της γυναίκας το δόλο. Αυτός θύμωσε και διέταξε να ετοιμαστούν καράβια με οπλισμένους άντρες και να κυνηγήσουν αυτούς που τόλμησαν να τον πλανέψουν. Μα τότε παρουσιάστηκαν οι Διόσκουροι, τ’ αδέλφια της Ελένης, λέγοντας πως ήταν των θεών πεθυμιά να γυρίσει η Ελένη καταξιωμένη στη Σπάρτη, αφού το στεφάνι της είχε τιμήσει.
Έτσι το βασιλικό ζευγάρι επέστρεψε μετά από πολλά χρόνια απουσίας και βασίλεψε και πάλι στη Λακεδαίμονα. Σαν πέρασαν τα χρόνια η Ελένη είχε την τιμή από τους θεούς, που χωρίς βαρυγκομιά υπηρέτησε τα σχέδιά τους, ν’ αποθεωθεί, ενώ ο Μενέλαος να κατοικήσει στο νησί των Μακάρων.]]
Ο Ευριπίδης μας παρουσιάζει τον Μενέλαο ναυαγό στην Αίγυπτο, να είναι κουρελής, και να ‘χει βγει να ζητιανέψει λίγα καλούδια για τους ταλαιπωρημένους συντρόφους του:
«Πέλοπα, που αγωνίστηκες στην Πίσα
με τον Οινόμαο σ’ αρματοδρομίες,
τότε, που ‘χες καλέσει τους θεούς σε δείπνο,
να ‘χανες τη ζωή σου, πριν ακόμα
γεννήσεις το γονιό μου τον Ατρέα
κι εκείνος πάλι από την Αερόπη
δυο γιους, τον Αγαμέμνονα κι εμένα
το Μενέλαο, ζευγάρι ξακουσμένο•
γιατί θαρρώ – και καυχισιά δεν είναι-
πως με καράβια οδήγησα στην Τροία
στράτευμα πλήθος κι όχι με βία
σαν τύραννος, αλλά μ’ ακολουθήσαν
θέλοντας οι λεβέντες της Ελλάδας.
Χαθήκανε πολλοί, πολλοί κι εκείνοι
που χαίρονται, γιατί έχουνε ξεφύγει
τον κίνδυνο της θάλασσας και φέραν
τα ονόματα των σκοτωμένων πίσω
στα σπίτια τους. Εγώ περιπλανιέμαι
τόσον καιρό στο κύμα ο δόλιος, όσο
χρειάστηκα την Τροία για να κουρσέψω•
κι ενώ ποθώ στον τόπο μου να φτάσω,
τη χάρη αυτή οι θεοί δε μου χαρίζουν.
Τριγύρισα τους έρμους της Λιβύης,
τους αφιλόξενους γιαλούς και κάθε
φορά που την πατρίδα μου ζυγώνω,
μακριά με ξανασπρώχνουν οι ανέμοι,
χωρίς μες στα πανιά μου να φουσκώσει
ποτέ πρίμος αγέρας για τη Σπάρτη.
Και τώρα ναυαγός ο μαύρος, δίχως
φίλους στη χώρα βγήκα εδώ. Συντρίμια
γίνηκε το καράβι μου στους βράχους.
Μου ξέμεινε η καρένα μόνο κι έτσι
πάνω της έχω ανέλπιστα γλιτώσει
με την Ελένη που ‘φερα απ’ την Τροία.
Ποιος είναι ο τόπος, ποιοι τον κατοικούνε;
Δεν ξέρω • με τα ρούχα κουρέλια
ντρεπόμουν να ρωτήσω τους ανθρώπους.
Τώρα με τυραννά σκληρά η ανάγκη•
ψωμί δεν έχω ή ρούχο, καθώς δείχνουν
τ’ απομεινάρια από το καραβίσιο
πανί που ‘μια ζωσμένος• τους χιτώνες,
τα λαμπρά πέπλα η θάλασσα κατάπιε.
Στα βάθη μιας σπηλιάς κρατάω κρυμμένη
τη γυναίκα μου, αιτία στις συμφορές μου,
κι όσοι απομείναν απ’ τους συντρόφους μου,
τους έβαλα να τη φυλάγουν. Μόνος
γυρίζω ψάχνοντας για κείνους να ‘βρω
κάτι να τους χορτάσω……… » ( Ευριπίδης, “Ελένη” 386-429 )
Χτυπώντας την πόρτα του παλατιού του Θεοκλύμενου, από μια γερόντισσα δούλα πληροφορείται για την Ελένη, την ομορφότερη κυρά από την Ελλάδα, που χρόνια κατοικεί σ’ αυτή τη χώρα. Είναι εύλογο το σάστισμα και η απορία του άντρα, που θεωρεί τον εαυτό του απατημένο, κι ενώ έχει, μετά από μακρόχρονο αιματηρό πόλεμο, την ικανοποίηση πως κρατάει την αιτία του σκανδάλου, κι είναι έτοιμος να την τιμωρήσει σαν γυρίσουν στην πατρίδα, μαθαίνει πως η γυναίκα του ζει στην Αίγυπτο. Δίκαια, λοιπόν, αναρωτιέται:
«Μα τι να πω; Καινούριες, πιο μεγάλες
κι από τις πρώτες συμφορές ακούω.
Ήρθα απ’ την Τροία και φέρνω την Ελένη
που μέσα στη σπηλιά καλά την κρύβω
και τώρα μέσα εδώ στο σπίτι ετούτο
κάποια άλλη κατοικεί με τ’ όνομά της.
Του Δία την είπε θυγατέρα. Μήπως
κανένας ζει στο Νείλο που τον κράζουν
Δία; Ένας μονάχα, αυτός στα ουράνια.
Υπάρχει Σπάρτη αλλού ξον από κείνη
πλάι στα καλάμια τα χλωρά του Ευρώτα;
Τυνδάρεω μονάχα ένα φωνάζουν.
Δεν ξέρω τι να πω. Δεύτερη υπάρχει
στον κόσμο Λακεδαίμονα; Άλλη Τροία; » ( Ευριπίδης, “Ελένη” 483-496 )
Ο Σπαρτιάτης ρήγας τα έχει βάλλει με τη μοίρα του λέγοντας:
«Χειρότερο κακό άλλο δεν υπάρχει
να ζητιανεύω εγώ ένας βασιλέας
απ’ άλλον βασιλιά• το θέλ’ η ανάγκη.
Πολύ σοφός – όχι δικός μου- ο λόγος
η πιο μεγάλη δύναμή ‘ναι η ανάγκη. » ( Ευριπίδης, “Ελένη” 510-514 )
Ο καλός ηγέτης δεν βάζει πάνω απ’ όλα τον εγωισμό του, μα το καλό αυτών που διαφεντεύει. Είναι γεγονός πως: «δεινής ανάγκης ουδέν ισχύει πλέον », όπως πολύ σοφά λέει κι ο Μενέλαος. Τότε ο τραγωδός παρουσιάζει την Ελένη με αναπτερωμένες τις ελπίδες από της μάντισσας Θεόνης την πρόβλεψη πως ζει ο άντρας της και σύντομα θα συναντηθούν. Η κόρη του Δία λέει:
« Πάλι ξανάρχομαι στον τάφο ετούτον,
αφού απ’ την Θεόνη που τα πάντα
γνωρίζει, πήρα ευχάριστες ειδήσεις•
ο άντρας μου είναι ζωντανός, βλέπει τον ήλιο,
στα πέλαα βασανίζεται γυρνώντας
με το καράβι εδώ κι εκεί, μα θα ‘ρθει
μόλις οι παιδεμοί του τελειώσουν. Ένα
δεν είπε μόνο, αν, όταν φτάσει,
θα σωθεί κιόλας. Στην πολλή χαρά μου
λησμόνησα καθάρια να ρωτήσω,
σαν άκουσα πως γλίτωσε. Τριγύρω
στη χώρα λέει πως έχει ναυαγήσει
με λιγοστούς συντρόφους. Πότε θα ‘ρθεις,
που τόσο λαχταρώ να σ’ αντικρίσω; » ( Ευριπίδης, “Ελένη” 528-540 )
Στον τάφο του Πρωτέα γίνηκε η συνάντηση του ανδρόγυνου, που είχαν πολλά χρόνια να συναντηθούν, μα νωπές κι αξέχαστες ήσαν οι μνήμες. Ήταν μεγάλο το ξάφνιασμα και φυσικό να δυσπιστεί ο ένας για την παρουσία του άλλου. Ο τραγικός ποιητής παρουσιάζει τον ακόλουθο διάλογο:
«ΜΕ.: Ποια είσαι; Ποια γυναίκα βλέπω μπρος μου;
ΕΛ.: Ρωτώ κι εγώ το ίδιο. Εσύ ποιος είσαι;
ΜΕ.: Τόσο πολύ να μοιάζει άλλη δεν είδα.
ΕΛ.: Θεοί! Θεϊκό ‘ναι να ‘βρεις τους δικούς σου.
ΜΕ.: Είσαι Ελληνίδα ή ντόπια από εδώ γύρω;
ΕΛ.: Ελληνίδα• εσύ ποιος είσαι; Πες μου.
ΜΕ.: Όμοια, απαράλλαχτη με την Ελένη!
ΕΛ.: Κι εσύ με το Μενέλαο, τα ‘χω χάσει.
ΜΕ.: Σωστά το δύστυχο μ’ έχεις γνωρίσει.
ΕΛ.: Μετά από χρόνια στη γυναίκα σου ήρθες.
ΜΕ.: Γυναίκα μου; Σταμάτα, μη μ’ αγγίζεις.
ΕΛ.: Που σου ‘δωσε ο Τυνδάρεως, ο γονιός μου.
ΜΕ.: Φαντάσματα αγαθά στείλε μου, Εκάτη.
ΕΛ.: Συντρόφισσα δεν είμαι της Εκάτης.
ΜΕ.: Κι εγώ δεν έχω πάρει δυο γυναίκες.
ΕΛ.: Ποιας άλλης είσαι ομόκλινος κι αφέντης;
ΜΕ.: Αυτής μες στη σπηλιά που ήρθε απ’ την Τροία.
ΕΛ.: Εμένα μοναχά γυναίκα σου έχεις.
ΜΕ.: Σωστά δε βλέπω ή σάλαψεν ο νους μου;
ΕΛ.: Κοιτώντας με για την Ελένη δε με παίρνεις;
ΜΕ.: Μοιάζετε στη θωριά, μα ολότελα όχι.
ΕΛ.: Δε με γνωρίζεις: Σκέψου, τι άλλο λείπει;
ΜΕ.: Της μοιάζεις• τούτο βέβαια δεν τ’ αρνιέμαι.
ΕΛ.: Τα μάτια σου θα σου το φανερώσουν.
ΜΕ.: Μα έχω άλλη γυναίκα, εδώ χαλάει.
ΕΛ.: Στην Τροία πήγε μόνο το είδωλό μου.
ΜΕ.: Ίσκιους που δείχνουν ζωντανοί ποιος φτιάχνει;
ΕΛ.: Ο αιθέρας, που το ταίρι σου έχει πλάσει.
ΜΕ.: Απίστευτα όσα λες• θεός ο πλάστης;
ΕΛ.: Έργο της Ήρας, να μη μ’ έχει ο Πάρης.
ΜΕ.: Μα σύγκαιρα στην Τροία κι εδώ πώς ήσουν;
ΕΛ.: Τ’ όνομα ολούθε πάει, όχι το σώμα. » ( Ευριπίδης, “Ελένη” 557-588 )
Κι ενώ ο Μενέλαος εκφράζει τη δυσπιστία του, έρχεται ο αγγελιοφόρος από τη σπηλιά, όπου έχει κρύψει την Ελένη, δηλ. το είδωλό της, και τους συντρόφους του, για να του διαλύσει τις αμφιβολίες, και να τον κάνει να πιστέψει πως η πραγματική Ελένη είναι αυτή που στέκει εμπρός του και με την οποία συνομιλεί. Πως χρόνια ολάκερα πάσχιζε να ξαναπάρει μια νεφέλη, ένα τίποτα, ένα άδειο πουκάμισο όπως γράφει κι ο Σεφέρης. Λέει, λοιπόν, ο αγγελιοφόρος στον βασιλιά του:
«Εχάθηκε η γυναίκα σου πετώντας
μες στον αιθέρα• ανέβηκε στα ουράνια
κι άφησε τη σπηλιά αδειανή που μέσα
την είχαμε• είπε τούτα. « Τρωαδίτες
δυστυχισμένοι κι οι Έλληνες, για μένα
πεθάνατε στου Σκάμανδρου τις όχθες,
ξεγελασμένοι από της Ήρας τα έργα,
νομίζοντας πως την Ελένη ο Πάρης
κρατούσε, όμως καθόλου δεν την είχε.
Αφού έμεινα όσο χρειαζόταν, τώρα,
που τελείωσα της μοίρας τα γραμμένα,
στους ουρανούς πηγαίνω, στο γονιό μου.
Κι η δύσμοιρη Ελένη που δεν φταίει,
φορτώθηκε τις ντροπιασμένες φήμες ». » ( Ευριπίδης, “Ελένη” 605-615 )

Δεν υπάρχουν σχόλια: