Πέμπτη 29 Μαΐου 2014

Το αίνιγμα της αγάπης

[[ δαμ- ων ]]

Μάιος, κι ο τόπος είναι γεμάτος μαργαρίτες. Άλλες κίτρινες στο κέντρο κι ολόλευκες στα πέταλα κι άλλες ολοκίτρινες. Και οι αναμνήσεις από τα ωραία παιδικά χρόνια ξεδιπλώνονται στις δίπλες του μυαλού μας. Ωραία ανέμελα χρόνια. Χρόνια χωρίς σκοτούρες. Χωρίς το ασφυχτικό πρεσάρισμα στη μέγγενη της οικονομικής κρίσης. Τότε στις δεκαετίες του εξήντα και του εβδομήντα δεν είχαμε χρήματα. Μεροδούλι- μεροφάι, έλεγαν οι γονείς μας. Μα ήμασταν χαρούμενοι και τα όνειρά μας προσγειωμένα. Ονειροπολούσαμε, όμως! Αυτά τα χρόνια έχουν αποτυπωθεί ανεξίτηλα στη μνήμη μας. Χρόνια όπου η ίδια η φύση μας καθοδηγούσε να ερωτευτούμε. Γιατί ο έρωτας είναι ένα συναίσθημα καθαρά φυσικό. Ο ίδιος ο Πλάστης το ενέταξε στις εντελώς φυσιολογικές λειτουργίες και το ευλόγησε- άσχετα αν η εκκλησία αυτό το αποσιώπησε και το φόρτωσε ενοχές. Μέσα από τη φύση ο Δημιουργός μας έδωσε το παράγγελμα να ερωτευτούμε, να ενωθούμε με το άλλο φύλο και να χαρούμε. Αυτό που δεν θέλησε είναι η λαγνεία και ο ξεπεσμός στον ζωώδη έρωτα. Αλλά ήρθαν οι λειτουργοί Του και ένδυσαν το θαυμάσιο αυτό συναίσθημα με το ρούχο της αμαρτίας. Το στόλισαν με ενοχές και για φόντο έβαλαν το αιώνιο πυρ της κόλασης. «Ο έρωτας είναι αμαρτία», είπαν, και επέτρεψαν μόνο τον έρωτα προς τον Χριστό. Ποτέ, όμως, ο Χριστός δε θέλησε την αποκλειστικότητα. Κυρίως δε θέλησε τη βίαιη επιβολή. Γιατί αν ο άνθρωπος δε νιώσει τις αισθήσεις της σάρκας, πώς θα νιώσει τις λεπτότερες αισθήσεις του νου και του πνεύματος σ’ όλο τους το βάθος; Μόνο οι αδύνατοι και οι φαρισαΐζοντες αρνούνται τις χαρές του ανθρώπινου έρωτα. Δεν μπορεί να ξεραθεί το ευωδιαστό και τρυφερό λουλούδι του έρωτα για να φυτρώσει στη θέση του ο ασπάλαθος της κατά τους θρησκευτικούς ζηλωτές αναζήτησης του έρωτα προς τον Χριστό. Πρώτα, ορίστηκε, να ανθίσει ο λειμώνας του έρωτα μεταξύ των ανθρώπων- μιλάμε για τον ετερόφυλο έρωτα και όχι τον ομοφυλόφιλο έρωτα που επιθυμούν τα ΜΜΕ να μας πλασάρουν ως κι αυτόν εντελώς φυσιολογικό και να τον επιβραβεύουν μέσα από τα φεστιβάλ της χλιδής και της κενότητας - και σε αυτόν τον λειμώνα να καρπίσουν τα λίγα δέντρα του θείου έρωτα. Γιατί στο παρόν στάδιο εξέλιξης της ανθρωπότητας, η ζωή στολίζεται και διαιωνίζεται από αυτά τα άνθη του ανθρώπινου έρωτα. Είναι ο έρωτας που υμνεί ο χορός στην τραγωδία του Σοφοκλή “Αντιγόνη”:
«Έρως ανίκατε μάχαν
Έρως, ος εν κτήμασιν πίπτεις,
ος εν μαλακαίς παρειαίς
νεάνιδος εννυχεύεις…» (Σοφοκλής, “Αντιγόνη”, 775- 778)

Η συνέχεια >>> εδώ …

Για τον νεανικό έρωτα, αυτόν που μας έκανε να κοκκινίζουμε και να μπερδεύουμε τα λόγια, θα μιλήσουμε στην αρχή. Τότε που ρίχναμε τη γεμάτη νόημα ματιά κι αναρωτιόμασταν αν το ραντάρ της άλλης καρδιάς την έπιασε κι αν μπόρεσε να την αποκωδικοποιήσει. Και πάνω στην αμφιβολία ξεσπούσαμε στις μαργαρίτες. Τις μαδούσαμε και θέλαμε να λύσουμε το αίνιγμα της αγάπης: «μ’ αγαπά, δε μ’ αγαπά». Με αγωνία περιμέναμε το τελευταίο πέταλο, όπως περιμένει ο παίχτης στο καζίνο πού θα καθίσει τη μπίλια στη ρουλέτα. Για τη μαργαρίτα βρήκαμε μια ωραία ιστορία, που την παραθέτουμε:
[[ Θα ξέρετε ασφαλώς ότι όλα τα ζώα, τα πουλιά, και τα έντομα μιλάνε. Και τα λουλούδια επίσης! Για την ακρίβεια δε μιλάνε μα ψιθυρίζουν, ψιθυρίζουν τόσο σιγά που πρέπει να πας πολύ κοντά τους για να τ’ ακούσεις. Πιάνουν την κουβέντα με τις ώρες και ούτε που λεν να σταματήσουν. Ειδικά τα λουλούδια είναι οι μεγαλύτεροι πολυλογάδες. Τους αρέσει συνήθως να μιλούν για τ’ αρώματα τα χρώματα και την ομορφιά τους.
Μια φορά που λέτε, σ’ ένα μεγάλο καγκελόφραχτο κήπο κι ενώ απομακρυνόταν ο κηπουρός που καθημερινά τα φρόντιζε, έπιασαν το κουβεντολόι!
Πρώτο πήρε το λόγο το Τριαντάφυλλο.
- Θαρρώ πως είμαι το ομορφότερο λουλούδι του κήπου, είπε αυτάρεσκα επιδεικνύοντας
τους πορφυρούς βελούδινους μανδύες του.
- Μα τι λες; διαμαρτυρήθηκε ο Κρίνος ισιώνοντας την κίτρινη γραβάτα του μέσα από το άσπρο του κοστούμι.
-Η μυρωδιά μου, η δροσερή ανάσα μου δεν απαντιέται πουθενά, τον διέκοψε η Γαρδένια κουνώντας με νάζι το λευκό της φόρεμα.
-Ει εειιιι είμαι κι εγώ εδώ, φώναξε ο Πανσές μέσα απ’ το μαβί μεταξωτό πουκάμισό του. Ρίξτε μια ματιά προς τα κάτω και είμαι βέβαιος πως θ’ αλλάξετε γνώμη, είπε και γέλασε τρανταχτά καθώς ένα Μυρμήγκι του γαργαλούσε την πατούσα.
-Για κάντε λιγάκι ησυχία να κοιμηθούμε, αναστέναξε το Νυχτολούλουδο. Και όσον αφορά τ’ αρώματα και την ομορφιά ας το συζητήσουμε το βράδυ ρωτώντας και το φεγγάρι να μας πει τη γνώμη του, και γύρισε νυσταλέα απ’ την άλλη πλευρά για να συνεχίσει τον υπνάκο του.
-Μπα! Και γιατί παρακαλώ να μη ρωτήσουμε τον ήλιο? αναφώνησε απορημένο το Ηλιοτρόπιο. Αυτός θα ξέρει καλύτερα!
Έξω απ’ το φράχτη του κήπου στεκόταν μια Μαργαρίτα και παρακολουθούσε τη συζήτηση μα δεν τολμούσε να μιλήσει. Δεν είχε και πολλά να πει άλλωστε, ούτε εντυπωσιακή ήταν, και ούτε κουβαλούσε κάποια ιδιαίτερη μυρωδιά στο κορμάκι της. Ζούσε στο δρόμο δίχως φίλους και εκτός των άλλων τα ρούχα της ήταν βρώμικα και σκονισμένα μιας και ποτέ ο κηπουρός δε σκέφτηκε να την φροντίσει. Μονάχα άκουγε σιωπηλή την κουβέντα που είχε πια ανάψει για τα καλά. Το λόγο πήραν με τη σειρά η Ντάλια, το Χρυσάνθεμο, και η Πικροδάφνη που επέμενε διαρκώς πως έπρεπε να την λένε Γλυκοδάφνη και ότι ο νονός της ήταν κουφός, δεν άκουσε καλά κι έτσι έγινε η παρεξήγηση. Τέλος ο Νάρκισσος σίγουρος για τον εαυτό του και την ομορφιά του, πρότεινε κομπάζοντας να ρωτήσουν την Μέλισσα που καθημερινά ερχόταν και έδινε σε όλους το φιλί της.
-Σωστά, τη Μέλισσα!!! αναφώνησαν όλοι μαζί. Τη Μέλισσαααα!!!
Η Μέλισσα άκουσε τα ξεφωνητά τους πλησίασε κοντά και τους αποκρίθηκε ξύνοντας σκεφτική το κεφάλι της.
-Όλα τα λουλούδια είστε όμορφα το δίχως άλλο. Όλα σας έχετε φανταχτερά χρώματα και υπέροχα αρώματα που με μεθάνε. Ακόμα και ένα να έλειπε από σας ο κόσμος δεν θα ήταν το ίδιο όμορφος, δεν θα ήταν τόσο δροσερός ο αέρας ούτε κι ο ήλιος θα ήταν τόσο λαμπερός. Ίσως να μην υπήρχε καν το φεγγάρι, είπε χαμογελώντας κλείνοντας πονηρά το μάτι στο Νυχτολούλουδο που ‘χε πια ξυπνήσει για τα καλά τούτη τη φορά. Όλα σας αγαπώ και γι’ αυτό κάθε μέρα θα σας δίνω το φιλί μου! Μα… μα κάποτε είχα ακούσει συνέχισε η Μέλισσα, ότι ένας από σας λύνει το αίνιγμα της αγάπης…
Όλα τα λουλούδια κοιτάχτηκαν απορημένα μεταξύ τους.
-Ποιος; Ποιος; φώναξαν όλα μαζί μ’ ένα στόμα. Ποιος από μας έχει αυτή τη δύναμη;
Η Μέλισσα ξαναέξυσε λίγο το κεφάλι της να θυμηθεί και ύστερα από λίγο απάντησε.
-Η Μαργαρίτα!
-Η Μαργαρίτα;;; αναφώνησαν όλα μαζί ξαφνιασμένα και γύρισαν προς το μέρος της. Μα εκείνη δεν ήταν πια εκεί…
Την ίδια στιγμή ακριβώς μια φωνή ακούστηκε λίγο πιο μακριά έξω απ’ το φράχτη να μονολογεί…
-Μ’ αγαπά δε μ’ αγαπά , μ’ αγαπά δε μ’ αγαπά , μ’ αγαπά δε μ’ αγαπά.
-Μ’ αγαπάααα, ήταν η τελευταία λέξη που άκουσαν καθώς έβλεπαν τα μικρά σκονισμένα πέταλα της Μαργαρίτας να στροβιλίζονται στον αέρα και να πέφτουν απαλά προς το έδαφος…. ]]
Πόσα κουφάρια από μαδημένες μαργαρίτες σωριάσαμε στη σκονισμένη γη στα παιδικά και τα πρώτα εφηβικά μας χρόνια! Γιατί αυτός ο φτερωτός θεός παίζει μαζί μας από τα πρώτα χρόνια του δημοτικού. Βλέπετε εμείς τότε δεν είχαμε νηπιαγωγείο. Είμαστε οι γενιές των –ήντα. Αν και ο ποιητής μας έλεγε:
«Μη μαδάς τις μαργαρίτες
για να δεις αν σ’ αγαπώ
για τα μάτια σου έχω βάψει
γαλανό τον ουρανό.
Μη ρωτάς τις μαργαρίτες
αν ακόμα σε πονώ
για χατίρι σου κρατάω
τ’ όνειρό μου ζωντανό»
η φύση τις έδινε απλόχερα κι εκείνες μας καλούσαν μαυλιστικά να τις δοκιμάσουμε. Μπορεί να μας ωθούσε στη δοκιμή και το μυστήριο της περιοχής μας με τη Σφίγγα και τον Φαγά. Στο αίνιγμα της αγάπης καλούσαμε τη μαργαρίτα να γίνει ο δικός μας Οιδίποδας! Γι’ αυτό το αίνιγμα ο ποιητής Νίκος Μαυράκης έγραψε:
«Την αγάπη εμείς τη γεννάμε
και εμείς την πεθαίνουμε.
Αλλά η αγάπη ούτε γεννιέται
ούτε πεθαίνει.
Πως γίνεται αυτό;
«Ανεξήγητο»
η αγάπη υπάρχει πάντα
και θα υπάρχει πάντα ζωντανή.
Αρκεί να τη βρούμε
ή να μας βρει.»
Κι όταν τη βρούμε ή έρθει και μας βρει, όλος ο κόσμος γίνεται δικός μας. Η καρδιά μας πλαταίνει και τον χωράει όλον. Δεν έχει στεγανά, δεν έχει περιορισμούς. Μια καρδιά που μπορεί και χωράει όλον τον κόσμο είναι σε θέση να αμαρτήσει; Η μεγαλύτερη αμαρτία, κατά την άποψή μας, είναι να εναντιώνεσαι στη φύση. Στην αμαρτία δίνουμε άλλη έννοια απ’ αυτήν των ζηλωτών της θρησκείας μας. Αμαρτία είναι ό,τι σταματά την πορεία του ανθρώπου προς την ένωσή του με τον ακτινοβόλο Θεό, προς την αιώνια μακαριότητα και την αιώνια ζωή. Αμαρτία είναι μόνο ό,τι σταματά την προοδευτική ένωση του ανθρώπου με το Θεό! Έτσι ο έρωτας δεν είναι αμαρτία γιατί αποτελεί ένα από τα σκαλοπάτια αυτής της προοδευτικής ένωσης. Ένα μύστης Δάσκαλος έλεγε στον μαθητή του, όταν τον ρώτησε μήπως έχει αμαρτήσει που ερωτεύτηκε: «Σταμάτα να κατηγορείς τον εαυτό σου για τις άγιες παρορμήσεις που νιώθεις όταν κοιτάς αυτή την υπέροχη γυναίκα. Πρέπει να μάθεις να συγχωρείς στον εαυτό σου όλες τις θείες ανησυχίες και επιθυμίας σου, γιατί τότε θ’ ανακαλύψεις ότι ολόκληρος ο κόσμος είναι ένας κόσμος δίχως αμαρτία.»
Η άρνηση του έρωτα ισοδυναμεί με άρνηση της εκπλήρωσης της ανθρώπινης φύσης μας. Αν δεν έπρεπε να ερωτευτούμε, η ανθρωπότητα θα ήταν άφυλη. Αφού ο Θεός έπλασε τον άνθρωπο άρσεν και θήλυ σημαίνει ότι ό Ίδιος ευλόγησε τον έρωτα. «και εποίησεν ο Θεός τον άνθρωπον, κατ’ εικόνα Θεού εποίησεν αυτόν άρσεν και θήλυ εποίησεν αυτούς. Και ηυλόγησεν αυτούς ο Θεός λέγων∙ αυξάνεσθε και πληθύνεσθε…» (Γένεσις, α΄, 27-28) Μπορεί η αύξηση να επιτευχθεί χωρίς έρωτα; Γιατί αν ήταν να γίνει μόνο από ένστικτο, θα υπήρχε μια καθορισμένη χρονική περίοδος, όπως στα ζώα- ας πούμε τον Γενάρη ή τον Αύγουστο- όπου οι άνθρωποι θα ζευγάρωναν. Για να καταλήξει η Γένεση στο «και είδεν ο Θεός τα πάντα, όσα εποίησεν, και ιδού καλά λίαν» σημαίνει ότι ο έρωτας του άνδρα προς τη γυναίκα, και αντίστροφα της γυναίκας προς τον άνδρα είναι ευλογημένος. Υποβιβάζοντας τον έρωτα σε αμαρτία, μήπως οι λειτουργοί Του μειώνουν την καλοσύνη Του και προσβάλλουν τη δόξα Του;
Η αγάπη προς το άλλο μισό μας, αυτό που θα μας ολοκληρώσει, είναι μια βαθμίδα για να πλησιάσουμε το θείο. Η επόμενη βαθμίδα είναι να αγαπήσουμε τους άλλους. Κι αυτό να γίνει αυθόρμητα. Χωρίς την επέμβαση καμιάς θρησκείας. Η επόμενη ιστορία μας έχει τον τίτλο “Η αγάπη μπορεί να αψηφήσει τη βαρύτητα” και την βρήκαμε στο blog “Ξάνθη φιλοσοφείν”:
[[ Υπήρχε ένας Ινδός άγιος που ξεκίνησε πριν πολλά χρόνια για ένα προσκύνημα στους ινδικούς ιερούς ναούς του Μπαντιρνάθ και Κεντερνάθ στα Ιμαλάια. Είναι πολύ δύσκολη διαδρομή για να φτάσει κανείς κι εκείνη την εποχή ήταν ακόμη πιο δύσκολη. Πολλοί άνθρωποι απλώς δεν επέστρεφαν – στενά μονοπάτια ενώ στο πλάι υπήρχαν γκρεμοί βάθους τριών χιλιάδων μέτρων και τα βουνά ήταν καλυμμένα από αιώνιο χιόνι. Λίγο να γλιστρούσαν τα πόδια κι έπεφτες.
Ο προσκυνητής είχε κουραστεί αρκετά, αν και κουβαλούσε λίγες αποσκευές – διότι το να κουβαλήσεις πολλές αποσκευές σε εκείνα τα ύψη κάνει το βάδισμα πολύ πιο επίπονο. Καθώς ο αέρας λιγοστεύει, ακόμη και να ανασάνεις γίνεται δύσκολο. Μπροστά του, είδε ένα κορίτσι, όχι μεγαλύτερο από δέκα ετών, να κουβαλά ένα μικρό αγόρι, πολύ παχύ, στους ώμους της. Ίδρωνε, ανέπνεε βαριά, κι όταν ο προσκυνητής πέρασε δίπλα της, της είπε: «Κόρη μου, πρέπει να είσαι κουρασμένη. Κουβαλάς τόσο βάρος».
Το κορίτσι θύμωσε και απάντησε: «Εσύ κουβαλάς βάρος. Αυτός δεν είναι βάρος, είναι ο μικρότερος αδελφός μου».
Στην αυτοβιογραφία του αυτός ο άνδρας περιγράφει εκείνη τη στιγμή και την έκπληξη που ένιωσε. Ήταν αλήθεια αυτό που είπε το μικρό κορίτσι∙ υπήρχε μια διαφορά. Στη ζυγαριά βέβαια, δεν φαίνεται αυτή η διαφορά∙ είτε βάλεις το μικρό σου αδελφό είτε μια βαλίτσα, δεν έχει σημασία – η ζυγαριά θα δείξει βάρος. Η καρδιά όμως δεν είναι ζυγαριά. Το κορίτσι είχε δίκιο: «Εσύ κουβαλάς βάρος∙ όχι εγώ. Αυτός είναι ο μικρότερός αδελφός μου και τον αγαπάω».
Η αγάπη μπορεί να αψηφήσει τη βαρύτητα∙ η αγάπη μπορεί να αψηφήσει οποιοδήποτε βάρος. Ό,τι γίνεται από αγάπη είναι αληθινά όμορφο. Η υπηρεσία προς τον συνάνθρωπο χωρίς αγάπη, επειδή απλώς κάποιες θρησκείες το αναφέρουν και το θεωρούμε καθήκον μας, δεν έχει την ίδια ποιότητα. Απλώς καταδεικνύει πως διαθέτουμε δυστυχώς την ίδια νοοτροπία μ’ αυτήν ενός σκλάβου.]]
Η χωρίς συναίσθηση εφαρμογή της εντολής του Ιησού: «αύτη εστιν η εντολή μου, ίνα αγαπάτε αλλήλους καθώς ηγάπησα υμάς» (Ιωάννης, ιε΄, 12) δεν έχει κανένα νόημα ως προς το πρώτο σκέλος. Αποκτά νόημα μόνο αν το «αγαπάτε αλλήλους» συσχετιστεί με το «καθώς ηγάπησα υμάς». Μια αγάπη επικεντρωμένη στο χρέος μας να αγαπάμε, είναι το ψεύτικο ρούχο, που αναφέρει η επόμενη ιστορία μας:
[[ Μια μέρα ο Κομφούκιος αποφάσισε να επισκεφθεί τον Δάσκαλο Λάο Τσε για να του κάνει μια ερώτηση.
Βρήκε τον Δάσκαλο μέσα στο δάσος , ήταν καθισμένος και κοίταζε τα μπαμπού που ταλαντεύονταν κάτω από την απαλή δύναμη του ανέμου.
Ο Κομφούκιος πλησίασε αργά και με πολύ σεβασμό είπε:
«Δάσκαλε, θα ήθελα να σε ρωτήσω κάτι για όσον αφορά την Αγάπη!»
Ο Δάσκαλος απάντησε: «Πες μου!»
«Είναι αλήθεια πως το να αγαπάς τους γονείς σου όπως επίσης και τα παιδιά σου και όλους τους ανθρώπους είναι η πιο σπουδαία αρετή; Και επίσης είναι αληθές πως το να κάνεις ελεημοσύνη και να συμπονάς όποιον έχει ανάγκη είναι ένας τρόπος για να καλυτερεύσεις τον χαρακτήρα σου και να φθάσεις στην αγιότητα;»
Ο Δάσκαλος έμεινε για λίγο σιωπηλός και μετά είπε δυνατά και με σκληρότητα: «Φύγε από εδώ , είσαι ένας τιποτένιος και δε έχω χρόνο να χάνω μαζί σου!»
Ο Κομφούκιος έμεινε άναυδος και πριν φύγει ρώτησε ξανά : «Συγγνώμη δάσκαλε, η Αγάπη δεν είναι η πιο σπουδαία αρετή από όλες;»
Ο Λάο Τσε απάντησε αμέσως: «Η Αγάπη για την οποία μιλάς είναι υπό μορφή καλών προθέσεων και ανώφελων επιθυμιών, προσκόλλησης και προσδοκιών; δεν είναι πραγματική, δεν είναι αληθινή Αγάπη – είναι σαν ένα παλιό ρούχο που φοράς και “βαραίνει” τον αυθορμητισμό σου!
Μπορεί ο ήλιος να κάνει κάτι για να λάμψει; ή η βροχή μπορεί να προσπαθήσει να βρέξει και να ποτίσει την γη; Απελευθερώσου από όλες εκείνες τις ιδέες για την αγάπη και γύρνα στην πραγματική και αληθινή σου φύση! Βγάλε εκείνο το ρούχο που έχει “φτιαχτεί” από έννοιες και ψεύτικες ηθικές και κάνε ότι κάνει ο ήλιος και η βροχή!
Μονάχα έτσι θα μπορέσεις να Αγαπήσεις πραγματικά και αληθινά!»
Ο Κομφούκιος έμεινε άναυδος χωρίς λέξεις και έφυγε πληγωμένος από την τόση αλήθεια!
Κλείστηκε στα δωμάτια του για πολύ καιρό και ο θρύλος λέει πως ο μεγάλος Κομφούκιος από εκείνη την στιγμή δεν ανέφερε τίποτε για την Αγάπη. ]]
Ο ήλιος και η βροχή δεν κάνουν κάτι από καθήκον ή από ιδιοτέλεια. Επιτελούν αυτό για το οποίο έχουν δημιουργηθεί. Αν κάποιος μας έλεγε πως έχουμε πλαστεί για να αγαπάμε χωρίς όρια, θα τον κοιτάζαμε παράξενα και θα κουνούσαμε το κεφάλι. Όχι γιατί συμφωνούμε μαζί του. Θα κουνούσαμε το κεφάλι επιτιμητικά θεωρώντας τον κουζουλό. Η θέση αυτή οφείλεται στην άγνοιά μας. Κι ως εκ τούτου είναι συγχωρητέα. Δεν έχουμε ακόμη κατανοήσει ότι «ο Θεός αγάπη εστί». Έτσι, πλασμένοι κατ’ εικόνα Θεού, έχουμε μέσα μας τον θεϊκό σπόρο. Αυτό τον σπόρο που έχουμε μέσα μας πρέπει να τον κάνουμε να βλαστήσει, ν’ ανθίσει και να καρπίσει. Κι αυτό δεν γίνεται μόνο με τη θεία χάρη. Γίνεται με την προσπάθεια και τον αγώνα του ανθρώπου. Ο Θεός έβαλε μέσα μας τον σπόρο της θεϊκότητας. Σε εμάς εναπόκειται να καλλιεργήσουμε τον σπόρο. Κι αφού ο Θεός είναι αγάπη, η αγάπη υπάρχει μέσα μας σαν σπόρος. Στο χέρι μας είναι να την εκδηλώσουμε. Όπως ένα δένδρο περνάει από πολλά στάδια και εμφανίζεται με πολλές μορφές- από το αδύναμο φύτρο μέχρι το τεράστιο δέντρο που αντιστέκεται σε θύελλες και δυνατούς ανάμους- έτσι και η αγάπη περνάει από πολλά στάδια, εμφανίζεται με πάρα πολλές μορφές. Από τις πρώτες μορφές ο έρωτας για την αγαπημένη μας ή τον αγαπημένο μας ανάλογα με το φύλο, στο ποίο βρισκόμαστε. Αυτή η αγάπη θα πλατύνει και θα συμπεριλάβει όλα τα πλάσματα της γης. Θα γίνει με το πέρασμα του χρόνου συμπαντική για να γίνει στο τέλος θεία αγάπη. Τότε θα γίνει πραγματικός έρωτας για το Χριστό.
Αρχίζουμε, λοιπόν, χωρίς ενοχές να αγαπάμε εκείνη ή εκείνον που μας κάνει να καρδιοχτυπήσουμε. Και δεν είναι κακό που στα χρόνια μας μαδούσαμε μαργαρίτες. Εξάλλου είναι συμπαντικός νόμος ότι «το κατώτερο θυσιάζεται για το ανώτερο»! Η θυσία μερικών μαργαριτών, για να λύσουμε το αίνιγμα της αγάπης, δεν ήταν κάτι το κακό. Δεν την κάναμε με καταστροφική μανία. Σεβόμασταν κάθε τι που βρισκόταν γύρω μας. Σ’ αυτά τα χρόνια υπήρχε μια αγνότητα. Ζούσαμε ρομαντικά. Στέλναμε ραβασάκια. Περνάγαμε τα βράδια κάτω από το παραθύρι της κοπελιάς και σφυρίζαμε συνθηματικά. Δεν είχαμε τη σημερινή τεχνολογία για να επικοινωνούμε με SMS ή μέσα από το facebook. Έτσι φύτρωνε μέσα μας το φύτρο της αγάπης. Άλλοτε μαραινόταν, άλλοτε έβγαζε λίγα φυλλαράκια, κι άλλοτε άνθιζε. Μερικές φορές τρώγαμε χυλόπιτα. Αλλά προχωρούσαμε παρακάτω. Γιατί η φύση δεν είναι στατική. Σε οδηγεί μέχρι να κάνεις την κατάλληλη επιλογή!
Η ζωή μας έμαθε πως είναι μάταιο να αγαπάμε με το νου, γιατί ο νους γνωρίζει μόνο να διαχωρίζει. Η αγάπη που ορίζεται από το νου είναι συμφεροντολογική: αυτή με συμφέρει και την προχωρώ, η άλλη δε με συμφέρει και τη σταματώ. Η λογική βάζει όρια, βάζει φραγμούς. Αυτού του είδους η αγάπη ταιριάζει σε όσους έχουν προχωρήσει λίγα βήματα στην ατραπό της εξέλιξής τους. Στους πιο προχωρημένους δεν ταιριάζουν οι φραγμοί. Επίσης σιγά- σιγά παύουμε να αγαπάμε με την καρδιά, γιατί αυτή δεν έχει μέτρο. Μπορεί να σε κάψει και να γεμίσει τη ζωή σου αποκαΐδια. Μαθαίνουμε να αγαπάμε με τη ψυχή. Η αγάπη μας δεν περιμένει ανταλλάγματα. Γινόμαστε σαν τη βροχή, που βρέχει το ίδιο για τα ποώδη φυτά, το ίδιο για τους θάμνους και το ίδιο για τα δέντρα. Δίνει το νερό της για να ξεδιψάσει τη διψασμένη γη και τα διάφορα είδη του φυτικού βασιλείου ας ρουφήξουν όσο έχουν ανάγκη. Ο άνθρωπος που αγαπάει με την ψυχή ανοίγει την αγκαλιά του το ίδιο για όλους. Αγαπάει σφαιρικά κι όχι μονόπλευρα. Και μέσα απ’ αυτή την αγάπη μετουσιώνεται. Μεταπηδάει από το «εγώ» στο «εμείς». Ανοίγεται στις ανώτερες σφαίρες και ετοιμάζεται να γευτεί την αρμονία του θείου έρωτα. Επομένως, για να νιώσουμε τον θείο έρωτα, είναι αναγκαίο να ζήσουμε και να γευτούμε τον ανθρώπινο έρωτα. Ίσως να αμαρτάνουμε πραγματικά, όταν πάμε κόντρα στη φύση και εμποδίζουμε τον εαυτό μας να γευτεί την ανθρώπινη αγάπη μέσα από μια σχέση.
Να προσέξουμε ένα θέμα, που είναι πρωταρχικής σημασίας: η έλλειψη μίσους δεν είναι αγάπη. Όταν δεν νιώθουμε μίσος, δεν σημαίνει απαραίτητα πως αγαπάμε κιόλας. Βρισκόμαστε σε μια αδιάφορη, σε μια παθητική κατάσταση. Επειδή η αγάπη συνδέεται με την υπομονή, με την ανοχή στις μικρότητες, με την καλοσύνη, όταν δεν μισούμε, αυτό δεν συνεπάγεται πως έχουμε υπομονή, καλοσύνη και μεγαλοπρέπεια. Απλά, είμαστε χλιαροί, δηλαδή ανούσιοι. Διστάσαμε να ανοίξουμε την καρδιά μας, δεν τολμήσαμε να μαδήσουμε μαργαρίτες.
Ας μας συγχωρήσουν, λοιπόν, οι μαργαρίτες που τις θυσιάσαμε για να λύσουμε το αίνιγμα της αγάπης. Είτε μας έδωσαν τη σωστή απάντηση, είτε η απάντησή τους ήταν ψεύτικη, βοήθησαν την καρδιά μας να κάνει ένα βήμα παρακάτω. Να αυξήσει τους χτύπους της και να καταλάβουμε πως έχουμε συναισθήματα. Και μερικούς να ξεπεράσουν την καρδιά και ν’ αγαπήσουν με την ψυχή τους. Αυτοί έκαναν ένα βήμα παραπάνω. Κατάλαβαν πως δεν είναι μόνο σαρκικοί. Αντιλήφθηκαν πως μέσα τους βρίσκεται ο θείος σπόρος…


.

Δεν υπάρχουν σχόλια: