Πέμπτη 23 Οκτωβρίου 2014

Ο μύθος της Αράχνης και της Αθηνάς



Ο μύθος της Αράχνης και της Αθηνάς

[[ δαμ- ων ]]

Πολλές φορές ενοχληθήκαμε που το σπίτι μας αράχνιασε. Θεωρούμε ότι αυτό το μικροσκοπικό αρθρόποδο μας βάζει σε πρόσθετους μπελάδες, γιατί αναγκαζόμαστε να πάρουμε την ειδική σκούπα, ή το ξεσκονόπανο να απομακρύνουμε τους ιστούς του, επειδή η παρουσία τους δίνει δείγματα μη νοικοκυροσύνης. Κι αν δούμε τα δέντρα στους κήπους μας- ιδίως τα κωνοφόρα- να έχουν γεμίσει με τον πυκνοϋφασμένο ιστό τους, φροντίζουμε να τον καταστρέψουμε. Τα πολύ παλιά, όμως, χρόνια η αράχνη ήταν μια πολύ προκομμένη κοπέλα, μια ξακουστή υφάντρα. Ο υπέρμετρος εγωισμός και η ασέβεια στους θεούς ήταν οι αιτίες να μεταμορφωθεί στο άσχημο ζωύφιο. Ας δούμε τον μύθο, όπως μας τον έχει διασώσει η παράδοσή μας:
Την εποχή που οι θεοί βασίλευαν γαλήνιοι και παντοδύναμοι στις συννεφοσκέπαστες κορφές του Ολύμπου, στα βασιλικά παλάτια τους, σε μια μικρή πολιτεία της Λυδίας, τα Ύπαιπα, ζούσε η Αράχνη. Ήταν κόρη του βαφέα Ίδμονα από την Κολοφώνα. Υφάντρα ξακουστή σε όλον τον κόσμο για τα υφαντά που έφτιαχνε στον αργαλειό της αλλά και για την απαράμιλλη ομορφιά της. Ο αργαλειός αποκτούσε λαλιά στα χέρια της. Τον χειριζόταν καλύτερα απ’ ό,τι χειρίζονταν τους χρωστήρες οι ονομαστοί ζωγράφοι, τη σμίλη οι απαράμιλλοι γλύπτες, ίδια κι απαράλλακτα όπως την λύρα ο θεϊκός Όρφέας και τους στίχους ο Όμηρος. Τα υφαντά της ιστορούσαν τα μεγαλεία των θεών και τις ιστορίες τους, τα μεγάλα κατορθώματα των ημίθεων ηρώων. Απ’ όλη τη Λυδία και την υπόλοιπη πλούσια Μ. Ασία έρχονταν αρχόντισσες και βασίλισσες να παραγγείλουν λεπτοϋφασμένα προικιά για τις κόρες τους και υφαντά για να στολίσουν τα αρχοντικά και τα παλάτια.

Η συνέχεια>>> εδώ …

Η υφαντική της τέχνη ήταν τόσο ξακουστή ώστε ακόμα και οι Νύμφες άφηναν τους ποταμούς, τους αμπελώνες και τα δάση τα σκιερά και πήγαιναν για να θαυμάσουν τα έργα της. Ακόμη και ο λαμπερός από το πολύ χρυσάφι ο θεός- ποταμός Πακτωλός σταματούσε το ήσυχο και βαρύ από τα πολύτιμα ρινίσματα κύλημά του και ξεκουραζόταν να βλέπει τη φύση αποτυπωμένη στα υφασμένο πανί της Αράχνης. Αυτός που θάμπωνε με τις χρυσές ανταύγειες, τώρα θαμπωνόταν από τις επιδέξιες κινήσεις των χεριών της κόρης και τη φαντασία του μυαλού της. Κι ο ποταμός απορούσε με την τέχνη που η πανέμορφη θυγατέρα του Ίδμονα κατεργαζόταν το μαλλί, το βαμβάκι και το λινάρι, τον στροβιλισμό του σφοντυλιού, τη γρηγοράδα που περνούσε τις σαΐτες με το νήμα
Όλοι πίστευαν πως η Αράχνη είχε διδαχθεί την τέχνη της από τη ίδια τη θεά Αθηνά, την οποία οι άνθρωποι την αποκαλούσαν και Εργάνη. Αυτό όμως, δεν άρεσε στην Αράχνη, που δεν σταματούσε όχι μόνο να διατυμπανίζει ότι την τέχνη την είχε μάθει μόνη της, αλλά και να καυχιέται η άμυαλη ότι τα δικά της υφαντά ήταν ασύγκριτα καλύτερα από εκείνα της θεάς. Ο θαυμασμός, που ένιωθαν οι γυναίκες για τα έργα της Αράχνης, την έκαναν να φουσκώνει από υπερηφάνεια και υπεροψία. Μιλούσε με περιφρόνηση για κάθε άλλη υφάντρα, όσο καλή κι αν ήταν στη δουλειά της. Έφτασε ακόμη να πει σε μια συντροφιά από γυναίκες που την επισκέφτηκε για να θαυμάσει την τέχνη της:
- Είμαι κι απ’ την Αθηνά καλύτερη και μπορώ να παραβγώ μαζί της. Δε μπορεί να με ξεπεράσει.
Τόλμησε, λοιπόν, να καλέσει την ίδια την Αθηνά σε αγώνα υφαντικής. Παράβλεψε το γεγονός πως η Αθηνά δίδαξε στους ανθρώπους την τέχνη της υφαντικής. Η θεά θέλησε να συνετίσει την άμυαλη κοπελιά. Μεταμορφώθηκε, λοιπόν, σε γριά με μακριά κατάλευκα μαλλιά και υποβαστάζοντας το καμπουριασμένο κορμί της σ’ ένα χοντρό μπαστούνι, παρουσιάστηκε στην Αράχνη και της μίλησε με λόγια συνετά και με σοφία:
- Κόρη μου, η εμπειρία έρχεται με τα χρόνια και τα γεράματα κάνουν τον άνθρωπο σοφότερο. Γι’ αυτό άκουσε προσεχτικά τα λόγια μου. Δεν είναι κακό να παινεύεις τον εαυτό σου μπροστά στους θνητούς, καθώς τα επιδέξια χέρια σου χειρίζονται τις σαΐτες στον αργαλειό και κάνουν πανέμορφα υφαντά. Μα είναι κακό οι θνητοί να μην αναγνωρίζουν ότι η θεά Αθηνά ήταν η πρώτη τεχνίτρια του αργαλειού και δίδαξε την τέχνη στους ανθρώπους. Αν, κόρη μου, ζητήσεις συγχώρεση από τη θεά, να είσαι σίγουρη πως αυτή με αγάπη θα στη δώσει.
Η Αράχνη αναψοκοκκίνισε από θυμό και πέταξε τη σαΐτα που κρατούσε στο χέρι κοιτώντας με μίσος τη γριά. Χωρίς σεβασμό της είπε:
- Γέρασες και ξεμωράθηκες γριά. Γιατί σαν περάσουν τα χρόνια φυραίνουν οι φρένες των γερόντων. Τις κόρες σου να συμβουλεύεις έτσι και τις νύφες, αν έχεις, κι άφησε εμένα. Η γνώση μου στην υφαντική είναι τεράστια και ξεπερνάει κι αυτήν της κόρης του Δία. Καμιά συγχώρεση δεν έχω να ζητήσω. Κι από ποιάν τάχα; Από μια κατώτερή στην τέχνη του αργαλειού; Το καλύτερο που έχεις να κάνεις είναι να συμβουλέψεις την ίδια τη θεά να μην αποφεύγει να παραβγεί μαζί μου. Η Αθηνά το ξέρει πως θα νικηθεί, γι’ αυτό δεν τολμά να βγει μπροστά μου.
Ακούγοντας τα προσβλητικά λόγια η Αθηνά πήρε αμέσως την επιβλητική μορφή της. Έλαμψε ο τόπος από την παρουσία της και όλες οι γυναίκες, που παρακολούθησαν το διάλογο της άμυαλης υφάντρας με τη θεά θαμπώθηκαν από τη θωριά της. Αμέσως έπεσαν στα γόνατα και προσκύνησαν με σεβασμό την κόρη του Δία. Κρύος ιδρώτας έλουσε την Αράχνη. Τα χέρια της άρχισαν να τρέμουν και η σαΐτα έπεσε από το τρεμάμενο χέρι της.
- Εδώ είμαι Αράχνη! Εμπρός να παραβγούμε, ανόητη!, είπε με βροντερή φωνή η θεά.
Κι ο αγώνας άρχισε. Κάθισε η Αθηνά στον αργαλειό. Τα θεϊκά της χέρια με σβελτάδα πετούσαν τη σαΐτα. Τα δάχτυλά της, λες και χόρευαν στο ρυθμό κάποιας ουράνιας μουσικής, διαλέγανε, ρίχνανε και σταματούσανε τη σαΐτα εκεί που έπρεπε. Η θεά τελείωσε. Πάνω στο πανί της ύφανε μ’ αξεπέραστη τέχνη την Ακρόπολη της Αθήνας. Η Αθηνά στο υφαντό της παράστησε δυο θέματα: Το κεντρικό θέμα ήταν ο αγώνας της με τον Ποσειδώνα για την προστασία της Αθήνας. Όλοι οι θεοί ήταν εκεί καθώς μαζεύτηκαν για ν’ αποφασίσουν σε ποιόν από τους δύο, στην Αθηνά ή στον Ποσειδώνα, θ’ ανήκει η πόλη του Κέκροπα, η Αθήνα.
Το άλλο απεικόνιζε τέσσερις θνητούς (ένας σε κάθε γωνία του υφαντού) να τιμωρούνται γιατί είχαν διαπράξει ύβρη και είχαν τολμήσει να αναμετρηθούν με θεούς. Έτσι, στην άκρη του πανιού παράστησε πως τιμωρούν οι αθάνατοι τους θνητούς για τις κακές τους πράξεις. Η μία από αυτές αφορούσε, την ιστορία του βασιλιά της Θράκης Αίμου που μαζί με τη γυναίκα του Ροδόπη περηφανεύτηκαν πως είχαν τη δύναμη του Δία και της Ήρας και γι’ αυτή τους την ασέβεια ο βασιλιάς του Ολύμπου τους μεταμόρφωσε σε βουνά.
Και γύρω- γύρω έκλεισε τη δουλειά της μ’ ένα στεφάνι από φύλλα ελιάς.
Στο δικό της ύφασμα η Αράχνη παρουσίασε τους θεούς παρασυρμένους από αδυναμίας και ταπεινά ένστικτα. Όλο σκηνές άσεμνες, προσβλητικές για τους αθάνατους του Ολύμπου. Έδειχνε σ’ αυτές τις πολλές μεταμορφώσεις του Δία, που άλλοτε γινόταν ταύρος, άλλοτε κύκνος, άλλοτε χρυσή βροχή για να παραστήσει τους έρωτές του με θνητές και τους τρόπους που προσπαθούσε να επιτύχει τον σκοπό του.
Ο θυμός της παρθένας θεάς έγινε τότε ασυγκράτητος. Ψάχνοντας όμως να βρει κάτι το άτεχνο δε βρήκε τίποτα. Τόσο τέλεια δουλειά ήταν. Το ίδιο τέλεια όσο κι η δική της. Η μαθήτρια ήταν τόσο τέλεια, όσο και η δασκάλα.
- Κρίμα, είπε η θεά. Αλλά ας μάθουν όσοι δεν ξέρουν, πως η τέχνη δε γίνεται με το θράσος αλλά με την αγάπη.
Και δίνει μια και σκίζει το υφαντό με τις προσβλητικές για τους θεούς παραστάσεις, ενώ με τη σαΐτα της υφαντικής τη χτύπησε στο μέτωπο. Τότε η Αράχνη έπεσε ξαφνικά από την πιο μεγάλη υπερηφάνεια, στην πιο βαριά ταπείνωση. Αυτό δε μπορούσε να το αντέξει. Πήρε ένα σκοινί, έκανε μια θηλιά και κρεμάστηκε. Μα η Αθηνά την πρόλαβε, χαλάρωσε τη θηλιά και της είπε:
- Εξακολούθησε να ζεις και να υφαίνεις έτσι όπως είσαι τώρα, κρεμασμένη απ’ αυτό το σκοινί. Κι η τιμωρία αυτή να πέσει και στους απογόνους σου, φαντασμένο πλάσμα!
Και τη μεταμόρφωσε σ’ ένα μικροσκοπικό ζώο, τη γνωστή αράχνη. Από τότε, η Αράχνη κρέμεται πάντα στον ιστό της και υφαίνει αδιάκοπα και τέλεια όπως τον καιρό που ήταν άνθρωπος. Μα και τώρα το έργο της γίνεται χωρίς αγάπη και δεν λέγεται έργο τέχνης. Έτσι, όποιος το δει, το σκίζει.
Ο Λατίνος ποιητής Οβίδιος στις “Μεταμορφώσεις” του δίνει με τους ακόλουθους στίχους τη μεταμόρφωση της ωραίας κόρης σε άσχημο έντομο:
«Ζήσε», της είπε [η Αθηνά], «ανάγωγη, αλλά θα ζεις για πάντα έτσι κρεμασμένη·
σε τιμωρώ με τούτη την ποινή, και για να ξέρεις τι σε περιμένει,
όμοια για τα παιδιά σου η ποινή, όμοια για των παιδιών τους τα βλαστάρια».
Εκείνη κίνησε να φύγει - κι η θεά τη ράντισε με μαγικά χορτάρια.
Ήταν του φάρμακου το ράντισμα πικρό, φκιαγμένο με την τέχνη της Εκάτης,
και πέσαν μονομιάς της κοπελιάς η μύτη, τα μαλλιά και τα αφτιά της.
Η κεφαλή της μικροσκοπική, και το μικρό κορμάκι της μια στάλα,
τα δάχτυλα και αυτά τριχοειδή, κολλήσαν στο κορμί. Κατά τα άλλα,
της έμεινε μονάχα η κοιλιά· με την κοιλιά της τώρα νήμα φκιάχνει,
πλέκοντας με την τέχνη της ιστό, παντοτινή υφάντρα, η αράχνη.» (Οβίδιος, “Μεταμορφώσεις”, 6. 133-145)
Κάποια άλλη μυθολογική παράδοση μας αναφέρει ότι η Αράχνη ήταν αδελφή του Φάλαγγα. Η θεά δίδαξε την υφαντική τέχνη στην Αράχνη και την πολεμική τέχνη στον Φάλαγγα. Τα δύο αδέλφια όμως ήρθαν σε αιμομικτική σχέση και η θεά τα μεταμόρφωσε σε ζώα: «Ὁ δὲ Ζηνοδότειος Θεόφιλος ἱστορεῖ, ὡς ἄρα ἐν τῇ Ἀττικῇ δύο ἐγένοντο ἀδελφοὶ, Φάλαγξ μὲν ἄρσην, θήλεια δ' Ἀράχνη τοὔνομα• καὶ ὁ μὲν Φάλαγξ ἔμαθε παρὰ τῆς Ἀθηνᾶς τὰ περὶ τὴν ὁπλομαχίαν, ἡ δὲ Ἀράχνη τὰ περὶ τὴν ἱστοποιίαν• μιγέντας δὲ ἀλλήλοις στυγηθῆναι ὑπὸ τῆς θεοῦ καὶ μεταβληθῆναι εἰς ἑρπετὰ, ἃ δὴ καὶ συμβαίνει ὑπὸ τῶν ἰδίων τέκνων κατεσθίεσθαι.» (Θεόφιλος, Fragment 5, 3)
Στη συνέχεια θα αφήσουμε τον Οβίδιο- σε μετάφραση του Θ. Παπαγγελή- να περιγράψει όσα απεικόνισαν οι δύο υφάντρες, η θεία και η θνητή, πάνω στο πανί τους. Το υφαντό της Αθηνάς:
«Τη γη του Κέκροπα υφαίνει η Αθηνά κι όσα παλιά ψηλά στον Άρειο Πάγο
γενήκαν τότε που ερίζαν οι θεοί πιο όνομα να δώσουν στην πόλη,
αρχοντικοί, σεβάσμιοι θεοί και στους ψηλούς τους θρόνους καθισμένοι
οι δώδεκα αρχόντοι τ’ ουρανού, καταμεσής ο Δίας, κι απ’ την όψη
κάθε θεός γνωρίζονταν. Τρανό και βασιλιά ζωγράφισε τον Δία,
τον Ποσειδώνα τον θαλασσινό, με τρίαινα μακριά τον παρασταίνει
να κρούει γερά τον βράχο τον τραχύ κι ευθύς από το ράγισμα της πέτρας
να ξεπηδάει της θάλασσας νερό, σημάδι πως η πόλη είναι δικιά του.
Κρατεί σκουτάρι η ίδια η Αθηνά και μυτερό κοντάρι στ’ άλλο χέρι,
έχει θώρακα ζωσμένο στο κορμί, την κεφαλή της σκέπει μέγα κράνος,
κι όπου με το κοντάρι της χτυπά από τη γης το λιόδεντρο φυτρώνει,
χλομό στην πρασινάδα του δεντρί με τα κλωνάρια του όλα καρπισμένα.
Αποθαυμάζαν το έργο οι θεοί, και η θεά της Νίκης το βλογούσε.
Και για να νιώσει η άλλη τι θα πει με της θεάς την τέχνη να ερίζεις
και ποια την περιμένει πλερωμή για την καταραμένη αποκοτιά της,
στις τέσσερις γωνιές του υφαντού πιάνει να φκιάσει τέσσερις αγώνες,
καθένα τους με χρώματα λαμπρά, μικρογραμμένους με λεπτή φροντίδα.
Στη μια γωνιά τον Αίμο ιστορεί μαζί με τη θρακιώτισσα Ροδόπη,
κρυσταλλιασμένα σήμερα βουνά, μα σε αλλοτινούς ανθρώποι,
εκείνος ήθελε για Δίας να περνά, της Ήρας τ’ όνομα λιμπίστηκεν εκείνη.
Της ρήγισσας το μαύρο ριζικό, που αφέντευε τη χώρα των Πυγμαίων,
παράστησε στην άλλη γωνιά. Αυτήν τη νίκησε η Ήρα σε αγώνα
και γερανό την έκανε, πουλί που μάχονταν τον ίδιο το λαό του.
Αλλού την Αντιγόνη ιστορεί, που είχε θάρρος δίχως φρονιμάδα
και με την Ήρα έστησε καβγά, οπότε κι η θεά από γυναίκα
πουλί την έκανε, κι ας κράταγε αυτή απ’ την τρανή και ξακουσμένη Τροία,
κι ας ήτανε του βασιλιά παιδί, τώρα φτερά κατάλευκα ντυμένη
έγινε πεγαργός κι ολημερίς το ράμφος χτυπάει και κροταλίζει.
Μετά στερνό στην τέταρτη γωνιά έφκιασε η Παλλάδα τον Κινύρα,
που έχασε τις κόρες του∙ αυτωνών εγίνηκαν τα μέλη σκαλοπάτια
στη θύρα του ναού∙ ο δυστυχής πάνω στην πέτρα οδύρεται και κλαίει.
Ολόγυρα στις άκριες του φαντού έβανε τέλος της ελιάς κλωνάρια,
Κι απόσωσε το έργο η θεά, σφραγίζοντας με το δικό της δέντρο.» (Οβίδιος, “Μεταμορφώσεις”, 6. στ. 69- 102)
Ας δούμε τώρα με τους στίχους το Οβιδίου την περιγραφή του υφαντού της Αράχνης:
«Η Αράχνη την Ευρώπη ιστορεί, πως κάποτε τη γέλασε η εικόνα
του ταύρου, που φαινόταν ζωντανός κι αληθινά τα κύματα του πόντου:
με γυρισμένη η κόρη κεφαλή κοίταζε τη στεριά να ξεμακραίνει,
στις φιλενάδες βάζοντας φωνή, κι όπως σκιαζόταν μη τη βρει το κύμα
που ο πόντος ανατάραζε αυτή αλαφιασμένη εμάζευε τα πόδια.
Την Αστερίη έφκιαξε που αϊτός την είχε με τα νύχια αρπαγμένη,
τη Λήδα που σκεπάζανε γλυκά του ερωτιάρη κύκνου οι φτερούγες.
Έβανε τότε κι άλλα στο φαντό, πώς με θωριά σατύρου ο μέγας Δίας
την Αντιόπη αγάπησε διπλό φυτεύοντας καρπό μες στην κοιλιά της,
πώς ο Αμφιτρύων έγινε θεός όταν μ’ εσένα πλάγιασε, Αλκμήνη,
πώς τη Δανάη σα χρυσή βροχή, την Αίγινα σα φλόγα είχε πλανέψει,
τη Μνημοσύνη πάλι σα βοσκός, σαν όφις της Δοιώς τη θυγατέρα.
Και σένα, Ποσειδώνα, ιστορεί που ταύρος αγριεμένος του Αιόλου
τη θυγατέρα αγάπησες• και πώς του Ενιπέα έγινες το ρέμα
κι οι Αλωάδες βγήκαν, πώς κριός κοιμήθηκες τη Βισαλτίδα κόρη.
Την ξανθομάλλα Δήμητρα, τροφό των σιτηρών, κατάκτησες σαν ίππος•
γι’ αυτήν με τα φιδόπλεκτα μαλλιά, του φτερωτού του Πήγασου τη μάνα,
έγινες όρνιο φτερωτό, και πώς τη Μελανθώ αγκάλιασες δελφίνι.
Όψεις των αθανάτων και θνητών, και τα λημέρια και τους τόπους, όλα
πιστά η Αράχνη τα ‘φκιασε• μετά τον αγροδίαιτο ιστόρησε το Φοίβο,
πώς γερακίσια ντύθηκε φτερά και κάποτε του λιονταριού τομάρι,
πώς μια φορά σα τσέλιγκας ποθεί την Ίσση, το παιδί του Μακαρέα.
Τον Βάκχο ιστορεί να ξεγελά με κίβδηλο τσαμπί την Ηριγόνη,
τον Κρόνο, του Κένταυρου το γονιό, ντυμένο με μορφή την αλογίσια.
Ολόγυρα κατόπι το φαντό με μια λεπτή μπορντούρα
που είχε μοτίβα λουλουδιών με φύλλα του κισσού σφιχτοπλεγμένα.
Άφθαστο έργο! Μήτε η Αθηνά μήτε κι ο Φθόνος θα ‘βρισκαν ψεγάδι.» (Οβίδιος, “Μεταμορφώσεις”, 6. στ. 103- 129)
Η εκδίκηση της Αθηνάς πιθανόν να καταγράφει μια παλαιότερη εμπορική αντιζηλία ανάμεσα στους Αθηναίους και τους θαλασσοκράτορες Λυδοκάρες, που ήταν κρητικής καταγωγής. Οι πολυάριθμες σφραγίδες με έμβλημα την αράχνη που έχουν βρεθεί στην κρητική Μίλητο – μητρόπολη της καρικής Μιλήτου και μεγαλύτερο εξαγωγικό κέντρο βαμμένων μάλλινων υφασμάτων στον αρχαίο κόσμο- υποδηλώνει ότι δημόσια υφαντουργική βιομηχανία λειτουργούσε εκεί κατά τις αρχές της δεύτερης χιλιετίας π.Χ. Για λίγο διάστημα οι Μιλήσιοι είχαν τον έλεγχο του επικερδούς εμπορίου με τη Ναυκράτη της Αιγύπτου και με την Μαύρη θάλασσα. Η Αθήνα επομένως είχε σοβαρούς λόγους να ζηλεύει την αράχνη – έμβλημα. Η κυριαρχία της Αθήνας και η τιμωρία της Μιλήτου πιθανόν να προκάλεσαν τον μύθο της επιβολής της θεάς- προστάτιδας της πόλης και την τιμωρία της Αράχνης.
Στον μύθο της Αράχνης έχουμε μία θνητή, που υπερεκτιμά το ταλέντο της, ώστε να προκαλέσει τη θεά Αθηνά! Το ανθρώπινο πλάσμα αλαζονικά και προσβλητικά θέλει να φανεί υπέρτερο του θείου. Χωρίς ίχνος σεβασμού και ταπεινότητας για τον παροδικό, ατελή και μικρής δυνατότητας χαρακτήρα της φύσης του, τολμά να αντιπαραβάλλει τον εαυτό του με την αθανασία, την τελειότητα και την παντοδυναμία του θείου κόσμου. Αυτή η υπέρβαση της θνητής φύσης και η εξομοίωση με την αθάνατη των θεών είναι μία ύβρις. Η ύβρις ενεργοποιεί πάντοτε τους κοσμικούς νόμους. Αυτούς που έχουν σαν αποτέλεσμα την επικράτηση της τάξης. Αναπόφευκτα στην αλαζονική “δράση” της θνητής έχουμε την “αντίδραση” της θεάς. Της θεάς που δύο φορές έδειξε την μεγαλοσύνη της. Την πρώτη όταν μεταμορφώθηκε σε γριά και συμβούλεψε την τυφλή από έπαρση κόρη να ζητήσει συγνώμη από την θεά. Και την δεύτερη, όταν στο πανί που ύφανε έδειξε στις τέσσερις άκρες του με εικόνες την τιμωρία όσων θνητών τόλμησαν να προσβάλουν τους θεούς. Αλλά η Αράχνη ήταν , όπως είπαμε, τυφλή από τον υπέρμετρο εγωισμό και δεν διέκρινε το μήνυμα της θεάς, ώστε, έστω και την τελευταία στιγμή, να μεταμεληθεί. Πάντα το θείο δείχνει μεγαλοσύνη. Η μικρότητα των ανθρώπων, όμως, δεν μπορεί να αρπάξει τις ευκαιρίες που του δίνει για να επανέλθει στην τάξη, την οποία οι ίδιοι έχουν διαταράξει. Αναπόφευκτα τότε ενεργεί η Νέμεσις! Έτσι οι άνθρωποι εισπράττουν το αντίτιμο των δικών τους πράξεων. Όπως μας λέει ο Πλάτωνας στην “Πολιτεία” του: «αἰτία ἑλομένου• θεὸς ἀναίτιος.» Γιατί όπως μας τονίζει ο ίδιος Αθηναίος φιλόσοφος: «Θεός ουδαμή ουδαμώς άδικος.» Ο νόμος της ανταπόδοσης και ο νόμος του αντιπεπονθότος είναι συμπαντικοί νόμοι, νόμοι καθολικοί. Με το που διασαλεύτηκε η τάξη και διαπράχθηκε ύβρις ενεργοποιήθηκε το σύστημα: ύβρις- άτη- νέμεσις- τίσις, όπως πίστευαν οι πρόγονοί μας. Και η θεία νομοτέλεια επέφερε το αποτέλεσμα, το οποίο στα μάτια μας φαντάζει ως τιμωρία. Δεν υπάρχουν, λοιπόν, θείες τιμωρίες, αλλά τα επακόλουθα- αποτελέσματα των δικών μας δράσεων. Ο άνθρωπος υφίσταται τις αντιδράσεις γιατί ενεργοποιεί τους θείους νόμους με τις δικές του δράσεις.
Η Αθηνά στο κεντρικό της θέμα επέλεξε την νίκη της απέναντι στον Ποσειδώνα. Ο Ποσειδώνας ήταν ο δεύτερος ως προς την τάξη θεός, αδελφός του πατέρα της, και κυρίαρχος των υδάτων. Δεν ήταν ένας θεός της σειράς. Αν η Παλλάδα νίκησε τον Ποσειδώνα, της ήταν εύκολο να νικήσει και την θνητή κόρη, κι ανταγωνίστριά της. Αυτό θέλησε να καταστήσει φανερό στην Αράχνη. Και το φανέρωσε με την τέχνη, που δίδασκε στις γυναίκες των ανθρώπων, την υφαντική. Γύρω- γύρω έβαλε εικόνες τιμωρίας της αλαζονείας. Θέλησε, έστω και την ύστατη στιγμή, να αντιληφθεί η θνητή υφάντρα πως υπάρχουν όρια, που δεν είναι επιτρεπτό να τα υπερβούν οι θνητοί. Μα η Αράχνη τυφλώθηκε από τον θαυμασμό των γυναικών για την ωραιότητα των έργων της. Και η αμετροέπεια μετατράπηκε σε ασέβεια και βλασφημία. Εδώ επιβεβαιώνονται οι στίχοι του τραγικού ποιητή Σοφοκλή:
«το κακόν δοκείν ποτ’ εσθλόν
τώδ’ έμμεν, ότω φρένας
θεός άγει προς άταν∙»
[Μετ.: το κακό φαντάζει καλό
στο νου εκείνου
που ο θεός στη συμφορά τον πάει] (Σοφοκλής, “Αντιγόνη”, 615- 617)
ή η ισοδύναμη και πιο γνωστή φράση: «μωραίνει Κύριος ον βούλεται απολέσαι». Η πράξη της ασεβούς και άπιστης κόρης να παρουσιάσει τους έρωτες των θεών- οι οποίοι για τους μυημένους δεν έχουν σαρκικό χαρακτήρα, αλλά δημιουργικό- ως βιασμούς, προκάλεσε την οργή της Αθηνάς, η οποία την μεταμόρφωσε σε αποκρουστικό ζωύφιο, γιατί και η πράξη της θνητής υφάντρας ήταν χυδαία και ποταπή, αποτρόπαια για τους πιστούς της εποχής. Την σαΐτα χρησιμοποίησε η κόρη για να φανερώσει τις ανομίες των θεών, με την σαΐτα χτύπησε η θεά στο μέτωπο την βλάσφημη θνητή για να την συνετίσει. Η Αράχνη, όμως, πήρε πολύ βαριά την προσβολή και θέλησε να τερματίσει με αγχόνη τη ζωή της. Για να μην αφανιστεί εντελώς και για να πάρουν οι θνητοί ανά τους αιώνες το μάθημά τους- να μην παρασύρονται από αλαζονεία και βλασφημούν τις θείες δυνάμεις- την μεταμόρφωσε η θεά σε ένα άσχημο κι ανεπιθύμητο ζωύφιο της τάξης των αρθροπόδων.
Το γεγονός ότι η Αράχνη δεν σεβάστηκε την ερωτική πράξη, και της απόδωσε χυδαίο χαρακτήρα για να προσβάλει τους θεούς, μεταφέρθηκε στην αναπαραγωγή αυτού του αρθρόποδου. Σε ορισμένα είδη οι θηλυκές αράχνες σκοτώνουν και κανιβαλίζουν τις αρσενικές. Στο αρκετά γνωστό είδος “μαύρη χήρα”, η θηλυκή αράχνη κατασπαράσσει το αρσενικό αμέσως μετά τη γονιμοποίηση της. Αυτό έχει εξηγηθεί από τους επιστήμονες: ο κανιβαλισμός εξασφαλίζει στα θηλυκά τα αναγκαία θρεπτικά συστατικά για να θρέψουν τα έμβρυα τους κατά την εγκυμοσύνη, ειδικά σε περιόδους που η τροφή σπανίζει.
Θα επιχειρήσουμε να αποσυμβολίσουμε τον μύθο. Θα χρησιμοποιήσουμε αρχικά την κοινωνιολογική κλείδα.
Η Αράχνη είχε δασκάλα- είτε άμεσα, είτε έμμεσα- στην υφαντική τέχνη την Αθηνά. Γιατί την τέχνη του αργαλειού την δίδαξε στους ανθρώπους η Αθηνά. Ο μαθητής, όμως- έστω κι αν γίνεται καλύτερος από τον δάσκαλό του- οφείλει να τιμά, να σέβεται και να ευχαριστεί τον δάσκαλο. Αυτός τον μύησε στα μυστικά της τέχνης. Οδήγησε τα χέρια του να κρατούν τα εργαλεία, να τα χειρίζονται, να κάνουν τις επιδέξιες κινήσεις.
Η Αράχνη προχώρησε πολύ μπροστά στη τέχνη. Έγινε ξακουστή σ’ όλη τη Μ. Ασία. Τα υφαντά της ήσαν τεχνουργήματα, λεπτά (από ‘κει βγήκε η ονομασία αρχνοΰφαντα) και η ζωντάνια χαρακτήριζε τις απεικονίσεις. Θαρρούσες πως θα σου μιλήσουν τα πρόσωπα, τα δέντρα πως θα καρπίσουν, πως οι μέλισσες θα πιουν το νέκταρ από τα λούλουδα. Κι αν εικόνιζε τη θάλασσα, σαν να άκουες τον ήχο των κυμάτων. Αν, πάλι, είχε κεντημένα πουλιά, γλυκό κελάδημα έβγαινε από το υφαντό. Μόνο και μόνο γι’ αυτό η κόρη του βαφέα Ίδμονα έπρεπε να χρωστά χάρη στη θεά και κάθε πρωί να της έκανε μια μικρή θυσία. Δεν ήταν ανάγκη να μυρίσει κνίσα που θα την απορροφούσαν τα νήματα. Αρκούσαν τα βοτάνια της μητέρας γης, που πλούσιο παρείχε το βαμβάκι και το λινάρι, ή το δροσερό χόρτο που γινόταν τροφή στα πρόβατα για να δίνουν το μαλλί.
Όμως, η καλλιτέχνης ήταν αχάριστη. Πήραν γρήγορα τα μυαλά της αέρα και καβάλησε, όπως λέει ο λαός, το καλάμι. Αυτή ήταν και καμία άλλη, ανώτερη από τους θνητούς και τους αθάνατους θεούς. Μέχρι που τόλμησε να καλέσει τη θεά να παραβγούν!
Όμως ο καλλιτέχνης πρέπει να διακρίνεται για το ήθος του και την ταπεινότητα. Ένα εργαλείο είναι του Θεού, ο Οποίος είναι η αιτία κάθε δημιουργήματος. Ακόμη κι εκείνου που φτιάχνουν τα χέρια μας. Γιατί η έμπνευση έρχεται από έναν ανώτερο κόσμο. Έναν κόσμο άυλο. Εμείς, απλά, έχουμε την τύχη να κάνουμε πράξη την ιδέα. Να κατεργαζόμαστε τα υλικά του αισθητού κόσμου για να πάρει υπόσταση ό,τι ο νοητός κόσμος μας μεταφέρει. Η τέχνη οδηγεί στο εσωτερικό ξεδίπλωμα, στο άνοιγμα του εαυτού, στην ενότητα όλων των πραγμάτων, την επικοινωνία και την έκφραση της αγάπης. Δείχνει τις ευαισθησίες μας, αφυπνίζει τα συναισθήματα και τονίζει την ενότητα. Κυρίως μας κάνει ταπεινούς. Οι αληθινά σπουδαίοι είναι οι πιο ταπεινοί! Εδώ θα παραφράσουμε λίγο τον Λόρκα, επαναλαμβάνοντας μια φράση από “Τα μάγια της πεταλούδας”: «Να πας καλλιτέχνη και να πεις στους ανθρώπους να είναι ταπεινοί, γιατί όλα στη φύση όμοια είναι»! Η τέχνη είναι λύτρωση της ψυχής. Ο Νίκος Καζαντζάκης στο μυθιστόρημα “Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά” γράφει:
[[ Μαγική ιεροπραξία, αλήθεια, είναι η τέχνη, σκοτεινές ανθρωποχτόνες δυνάμεις κατοικούν στα σωθικά μας, αποτρόπαιες ορμές να σκοτώσουμε, να γκρεμίσουμε, να μισήσουμε, ν’ ατιμάσουμε∙ κι έρχεται η τέχνη με το γλυκό σουραύλι και μας λυτρώνει. ]]
Έτσι η τέχνη μας μεταρσιώνει, μας δείχνει τη θεία καταγωγή μας, δρα καταλυτικά και επιταχύνει την εξέλιξή μας. Μας κάνει να πούμε: «Γης παις ειμί και Ουρανού αστερόεντος». Δημιουργούμε σαν να ήμασταν μικροί δημιουργοί, εικόνα του Δημιουργού.
Η Αράχνη με τη στάση της πρόσβαλε την τέχνη. Αντί να γίνει ταπεινή, διαποτίστηκε μέχρι το μεδούλι από την υπεροψία. Μέσα της θάφτηκαν οι αρετές του καλλιτέχνη, και ξεπρόβαλαν τα πάθη του αλαζόνα.
Κάτι παρόμοιο συμβαίνει και στην εποχή μας. Οι περισσότεροι καλλιτέχνες θαμπώνονται από τα φώτα της δημοσιότητας, με αποτέλεσμα να γίνονται εκκεντρικοί και να προκαλούν με την παράλογη ζωή τους. Πέραν αυτού οι οικονομικές απαιτήσεις τους είναι αστρονομικές. Αντί να υπηρετήσουν την τέχνη, την χρησιμοποιούν σαν θεραπαινίδα. Και η Αράχνη δεν υπηρετεί με ταπεινότητα την τέχνη, αλλά τη χρησιμοποιεί με έπαρση για να ακουστεί το όνομά της. Συμπεριφέρεται αντιδιαμετρικά απ’ ό,τι ο Σωκράτης, ο οποίος αν και είχε τη μεγαλύτερη γνώση από τους συγχρόνους του και πλήθος μαθητών, έλεγε: «εν οίδα, ότι ουδέν οίδα»! Ποτέ δεν διανοήθηκε να αντιπαραβάλει τον εαυτό του με τον Φοίβο.
Η τέχνη δεν λύτρωσε την Αράχνη. Τη σκλάβωσε στο πάθος του πρωτείου. Από ευγενής άμιλλα μετατράπηκε στην αρρώστια του πρωταθλητισμού. Και η αρρωστημένη της αντίληψη την οδήγησε στην ύβρι. Έτσι κατά την αρχαιοελληνική αλληλουχία: ύβρις- άτη- νέμεσις- τίσις, ήταν φυσικό επακόλουθο η τιμωρία της. Γιατί έχει ειπωθεί: «πᾶς ὁ ὑψῶν ἑαυτὸν ταπεινωθήσεται». Και η Αράχνη ταπεινώθηκε. Από πανέμορφη υφάντρα έγινε ένα αηδιαστικό ζωύφιο…
Στη συνέχεια θα επιχειρήσουμε να χρησιμοποιήσουμε την μεταφυσική κλείδα.
Θα ξεκινήσουμε από την θεά Αθηνά. Στον πλατωνικό Κρατύλο το όνομα Αθηνά ετυμολογείται από το Α-θεο-νόα ή Η-θεο-νόα, δηλαδή η νόηση του Θεού (Κρατυλ. 407b), Ήταν κόρη του Δία και της Μήτιδας.
Η Μήτιδα ήταν κατά τον Ησίοδο η πρώτη σύζυγος του Δία. Γράφει ο Βοιωτός ποιητής στη “Θεογονία” του:
«Κι ο Δίας, των θεών ο βασιλιάς, πήρε τη Μήτιδα για πρώτη του γυναίκα
που πιο πολλά γνωρίζει απ’ όλους τους θεούς και τους θνητούς ανθρώπους.»
Η Μήτιδα, κόρη του Ωκεανού και της Τιθύος, κατείχε όλη την παλιά (αρχέγονη) γνώση. Μήτις, [από το ρήμα “μητιάω-ώ” (= σκέπτομαι, συλλογίζομαι, διαλογίζομαι, μηχανεύομαι, επινοώ], μέση φωνή μητιώμαι, είναι η φρόνηση, η σύνεση, η σκέψη, η ευφυΐα, η ικανότητα να δίνει κάποιος σοφές συμβουλές, η επιδεξιότητα, η πανουργία. Έτσι η θεότητα αυτή συνδέεται με τη φρόνηση και την ευφυΐα. Θεωρούνταν θεά της σοφίας και της φρόνησης, και αυτές τις ιδιότητες τις κληρονόμησε στην κόρη της Αθηνά. Η Μήτιδα ήταν η προσωποποίηση για τους αρχαίους όχι απλά της σοφίας και της φρόνησης αλλά του είδους της πονηριάς και της επαγρύπνησης που εκπροσωπούσε στους ανθρώπους ο πολύτροπος Οδυσσέας
Η Μήτιδα βοήθησε τον Δία προσφέροντας στον Κρόνο το εμετικό φάρμακο που τον εξανάγκασε να ξεράσει τα παιδιά του που είχε καταπιεί. Μετά την νίκη του στην Τιτανομαχία ο Δίας αρχίζει την βασιλεία του με το γάμο του με τη Μήτιδα που του είχε προσφέρει μια πολύτιμη συμμαχία.
Όμως, σύμφωνα με έναν χρησμό η Μήτιδα θα γεννούσε πρώτα μια κόρη και έπειτα έναν γιο που θα καταλάμβανε την εξουσία και θα κυβερνούσε θεούς και ανθρώπους. Όταν η γυναίκα του κυοφορούσε την Αθηνά, ο Δίας κατάπιε την Μήτιδα, όπως τον είχαν συμβουλέψει η Γη και ο Ουρανός, για να μη χάσει τη βασιλεία. Έτσι ο Δίας γνώριζε πάντοτε το καλό και το κακό των πράξεών του. Ο Όμηρος χαρακτηρίζει συχνά τον Δία ως “μητίετα”, δηλαδή βαθύγνωμο.Ο Δίας- Νους στηρίζει όλο το νοητικό οικοδόμημα στη φρόνηση και γι’ αυτό κυοφορεί την Αθηνά- Σοφία. Η γαλανομάτα κόρη, η γλαυκώπις Αθηνά, ξεπήδησε από το κεφάλι του παντοδύναμου και πάνσοφου Δία. Αναφερόμενος στη γέννηση της θεάς ο Βοιωτός ποιητής Ησίοδος γράφει:
« Ο ίδιος γέννησε απ’ το κεφάλι του την αστραπόματη Αθηνά,
δεινή να ξεσηκώνει το θόρυβο της μάχης, στρατοδηγήτρια, αδάμαστη,
δέσποινα, που της αρέσουν οι κραυγές, οι πόλεμοι και οι μάχες. »
Ας δούμε τώρα τη γέννησή της: Όταν ο Δίας έμαθε πως το παιδί που θα του γεννούσε η Μήτιδα θα του έπαιρνε το βασιλικό θρόνο, τρόμαξε ο και συμβουλεύτηκε τη Γη και τον Ουρανό να του πουν τι έπρεπε να κάνει ώστε να μη χάσει το θρόνο του.
«Μόνο ένας τρόπος υπάρχει για να γλιτώσεις, τον συμβούλεψαν εκείνοι. Να καταπιείς τη γυναίκα σου πριν γεννήσει το παιδί της. Με τον τρόπο αυτό θα μπει μέσα σου όλη η σοφία της και το παιδί της θα το γεννήσεις εσύ και όχι εκείνη».
Ακολούθησε τη συμβουλή τους ο Δίας και κατάπιε τη δυστυχισμένη τη Μήτιδα. Και μην αναρωτηθείτε πώς κατάφερε να καταπιεί μια ολόκληρη γυναίκα γιατί, ένας θεός παντοδύναμος σαν το Δία, όλα μπορούσε να τα κατορθώνει!
Το παιδί που μεγάλωνε στα σπλάχνα της Μήτιδας, ήρθε η ώρα να βγει. Τότε ο βροντορίχτης βασιλιάς του Όλυμπου άρχισε να υποφέρει από πονοκεφάλους. Ο Δίας βογκούσε από τους πόνους! Όλες οι θεές προσπαθούσαν να τον καταπραΰνουν με μαγικά βότανα, αλλά τίποτε. Ούρλιαζε και χτυπιόταν καταγής, έτσι που ολόκληρος ο Όλυμπος αντιλαλούσε και σειόταν από τις σπαρακτικές του φωνές. Μια νύχτα που δεν άντεχε άλλο κάλεσε τον Προμηθέα, το γιο του Τιτάνα Ιαπετού, του έδωσε ένα τσεκούρι και του είπε να τον χτυπήσει δυνατά στο κεφάλι. Χτύπησε με όλη του τη δύναμη ο Προμηθέας, το κεφάλι του Δία άνοιξε στα δυο σαν καρπούζι και από μέσα ξεπήδησε... η κόρη του και κόρη της Μήτιδας! Μια κόρη όμορφη, σοφή σαν τη μάνα της, γενναία σαν τον πατέρα της. Ήταν η Αθηνά, κόρη αγαπημένη του Δία, θεά της σοφίας και της μάθησης, που πήρε κι αυτή μια θέση ανάμεσα στους άλλους θεούς του Ολύμπου. Η θεά Αθηνά γεννήθηκε πάνοπλη, κρατώντας ασπίδα και δόρυ και φορώντας περικεφαλαία. Ο Δίας τώρα πια δεν είχε κανένα λόγο να φοβηθεί από το χρησμό, μια και την κόρη της Μήτιδας τη γέννησε εκείνος και όχι η γυναίκα του. Όταν παρουσιάστηκε μέσα από το κεφάλι του Δία, όμορφη, αυστηρή και αγέρωχη, κρατώντας δόρυ και ασπίδα, όλοι οι θεοί που βρίσκονταν γύρω της βουβάθηκαν, ο Όλυμπος και η γύρω περιοχή σείστηκαν και η θάλασσα αναταράχτηκε.
Ήταν η αγαπημένη κόρη του Δία η Αθηνά αλλά και μια από τις πιο αγαπημένες θεές των αρχαίων Ελλήνων. Ήταν όμορφη, γενναία αλλά και σοφή. Κι ήταν φυσικό να τη λατρεύουν οι Έλληνες γιατί ενσάρκωνε τα ιδανικά της φυλής τους. Τη γενναιότητα και τη φρόνηση. Η Αθηνά, ήταν προσωποποίηση της σοφίας και της γνώσης, η προστάτιδα κάθε ανθρώπινης τέχνης και κάθε ωφέλιμης απασχόλησης.
Σαν κόρη της Μήτιδας ήταν έξυπνη και επινοητική όχι μόνο στα έργα του πολέμου, μα περισσότερο στης ειρήνης.
« Όμως κι η Αθηνά, η κόρη του ασπιδοφόρου Δία,
το λεπτό πέπλο άφησε στο σπίτι του πατέρα
το πλουμιστό, που έφτιαξαν τα ίδια της τα χέρια•
με το χιτώνα του Δία του νεφελοστοιβάχτη
κι όπλα έχοντας στη μάχη την τρομερή τραβούσε. » ( Όμηρος, “Ιλιάδα”, ραψ. Ε΄, 733- 737)
Προστατεύει κάθε χειρώνακτα τεχνίτη που δουλεύει με το μυαλό και τις δουλειές των γυναικών όταν ύφαιναν κι έκλωθαν. Γι’ αυτό την προσονόμαζαν Εργάνη. Η ίδια ήταν περίφημη για την υφαντική της τέχνη. Αυτή έμαθε τις γυναίκες των Φαιάκων να γίνουν ξακουστές υφάντρες:
« Όσο τους άλλους ξεπερνούν οι Φαίακες στην τέχνη
να κυβερνούν στα πέλαγα τα γρήγορα καράβια,
τόσο στην τέχνη του αργαλειού τεχνίτρες οι γυναίκες•
η Αθηνά τους χάρισε νου σωστό, καλές τέχνες. » (Όμηρος, “Οδύσσεια”, ραψ. η΄, 108- 111)
Δίδαξε στους ανθρώπους να οργώνουν τα χωράφια και να δαμάζουν τα άλογα. Με τη δική της βοήθεια σκάρωσαν οι Αργοναύτες το καλοτάξιδο και ασφαλές καράβι τους Αργώ και οι Δαναοί στην Τροία τον Δούρειο Ίππο. Σαν θεά της σοφίας παραστέκει στους φιλοσόφους και στους ρήτορες και εμπνέει τους ποιητές.
Ουσιαστικά μέσα από την δημιουργική δύναμη των τεχνών που διδάσκει η θεά- αλλά και οι άλλοι θεοί- στους ανθρώπους, εκφράζεται η τελειοποιητική τάση και ισχύς που υπάρχει στον Κόσμο, η προοδευτική εξέλιξη του ανθρώπινου πολιτισμού, αλλά και η εξέλιξη των μορφών στο σύμπαν.
Ο Πρόκλος μας αναφέρει: «Αν κανείς τις ίδιες τις δημιουργικές και γόνιμες δυνάμεις των θεών, τις οποίες χορηγούν στο σύμπαν, τις ονομάζει τέχνες δημιουργικές και νοητικές και γεννητικές και τελειοποιητικές, ούτε κι εμείς θα αποδοκιμάζαμε αυτού του είδους την ονομασία, επειδή βλέπουμε ότι και οι θεολόγοι με αυτές τις θεϊκές δημιουργίες, καθώς λένε οι Κύκλωπες είναι αίτιοι κάθε τεχνικής δημιουργίας, οι οποίοι δίδαξαν και τον Δία, και την Αθηνά και τον Ήφαιστο, και ότι η Αθηνά ξεχωριστά από τις άλλες τέχνες είναι προστάτιδα της υφαντικής. Και η ίδια η υφαντική ξεκινά από τη δέσποινα Αθηνά- “γιατί είναι ανώτερη από όλες τις αθάνατες στο να υφαίνει τον ιστό και να πραγματοποιεί τα έργα της υφαντικής”, λέει ο Ορφέας-, προχωρά στη ζωογόνο σειρά της κόρης (γιατί αυτή, η οποία μένει ψηλά, και ολόκληρος ο χορός της λέγεται ότι υφαίνουν τον κόσμο της ζωής), και δέχεται τη συμμετοχή όλων των εγκόσμιων θεών (γιατί και ο ένας δημιουργός καλεί τους νέους δημιουργούς να υφάνουν μαζί με το αθάνατο το θνητό γένος της ζωής), και τελειώνει στους θεούς τους επόπτες του κόσμου του γίγνεσθαι…» (Πρόκλος, “Εις Πλάτωνος Κρατύλον”, 389b- c)
Όλα στην μυθολογία είναι αλληγορικά, όλα έχουν ένα εσώτερο νόημα. Ακόμη και ο Δίας διδάσκεται από τους Κύκλωπες. Μη ξεχνάμε ότι ο Δίας είναι βασιλιάς- θεός τρίτης γενιάς (Ουρανός- Κρόνος- Ζευς). Οι προηγούμενες δημιουργικές δυνάμεις έχουν να διδάξουν και να μεταφέρουν την εμπειρία τους στη νεώτερη γενιά. Ο Δίας- δημιουργός αν συσχετιστεί με τον ήλιο- δημιουργό του ηλιακού μας συστήματος, που είναι άστρο τρίτης γενιάς, έχει λάβει την “γνώση” και την “εμπειρία” των προηγούμενων συστημάτων. Διαμέσου της κόρης του Αθηνάς, που κι αυτή έλαβε την εμπειρία του προηγούμενου δημιουργικού συστήματος, υφαίνει, ως θεά της σοφίας, τον κόσμο των νοητικών ειδών, τα εγκόσμια σχήματα του ψυχικού και νοητικού πεδίου.
Η διπλή κυοφορία της Αθηνάς από τη μητέρα της και τον πατέρα της υποδηλώνει ότι πήρε τόσο τις θηλυκές, όσο και τις αρσενικές ιδιότητες της φρόνησης και της νοημοσύνης. Η σοφία της επομένως είναι ολόπλευρη και ολοκληρωμένη.
Ας έρθουμε τώρα στην υφαντική. Μ’ αυτή την εργασία σειρές νημάτων διαπλέκονται κατά μήκος και κατά πλάτος για να γίνει το υφαντό (ύφασμα). Το σύνολο των νημάτων που διατρέχουν το μήκος του υφάσματος απαρτίζουν το στημόνι, ενώ οι σειρές που διατρέχουν το πλάτος του συνιστούν το υφάδι. Συμβολικά το στημόνι, που σχηματίζεται από τα νήματα τα ποία αρχικά τεντώνονται πάνω στον αργαλειό, παριστάνει τα αμετάβλητα και πρωταρχικά στοιχεία. Στη φύση είναι οι αμετάβλητοι νόμοι. Τα νήματα του υφαδιού, που περνούν με τα χέρια ή με τη σαΐτα ανάμεσα από τα νήματα του στημονιού, παριστάνουν τα μεταβαλλόμενα και περιστασιακά στοιχεία. Η κάθετη και σταθερή θέση των νημάτων του στημονιού εκφράζει τα αμετάβλητα στοιχεία της δημιουργίας και η μεταβαλλόμενη θέση, με βάση την επιθυμία μας για την επίτευξη του σχεδίου, σε οριζόντια διεύθυνση νήματα δίνουν τον προσωπικό μας χαρακτήρα. Πάνω στα σταθερά νήματα του στημονιού μπορούμε διαλέγοντας τον τύπο των νημάτων, τον χρωματισμό, το μέγεθος, να σχηματίσουμε το δικό μας σχέδιο. Η ποιότητα του υφαντού δεν εξαρτάται από τα σταθερά νήματα του στημονιού, αλλά απ’ αυτά του υφαδιού.
Έτσι, μπορούμε να πούμε πως η προσωπικότητα του ανθρώπου είναι συνέπεια της διασταύρωσης δύο τέτοιων σειρών νημάτων.
Το σύμπαν υφαίνεται από τους ουράνιους υφαντές πάνω στο στημόνι του και οι μορφές του καθορίζονται από το υφάδι του. Γι’ αυτό, όπως λέει ο Πρόκλος, η δημιουργία του σύμπαντος είναι διττή:
«Η δημιουργία του σύμπαντος είναι διττή: Αφ’ ενός αυτή που υποστασιοποιεί τους λογικούς καθορισμούς που εκτείνονται εφ’ όλων των πραγμάτων και τις μορφές που μένουν αιώνιες και αναλλοίωτες και δεν είναι δεκτικές καμιάς μεταβολής. Αφ’ ετέρου, αυτή που προσθέτει τις επιμεριστικές διαφοροποιήσεις στα αντικείμενα της γένεσης. Επί παραδείγματι, η ανθρώπινη μορφή έρχεται άνωθεν, από τη μία και μόνη, καθολική, νοητική δημιουργία, μέσω των άστρων, εξ ου και υπάρχει πάντοτε, όντας απότοκο μιας ακίνητης αιτίας. Δεδομένου όμως ότι οι άνθρωποι διαφέρουν μεταξύ τους ως προς το μέγεθος, το χρώμα και τα παρόμοια, είναι προφανές ότι οι εν λόγω διαφοροποιήσεις συνυφαίνονται με αυτούς βάσει της δεύτερης δημιουργίας των νέων θεών, και υπόκεινται σε πολλαπλές μεταβολές, όντας απότοκα κινουμένων αιτίων. Και τούτο γίνεται για να δημιουργείται η ποικιλία των όντων και να πολλαπλασιάζεται η αιώνια γένεση των επιμέρους πραγμάτων.» (Πρόκλος, Εις τον Κρατύλον Πλάτωνος, 55, 1- 10)
Η υφαντική, λοιπόν, δεν είναι μια γήινη τέχνη, αλλά συναντιέται σε ολόκληρη τη φύση, σε όλο το σύμπαν. Ο μύστης Πρόκλος κάνει την ακόλουθη γενίκευση:
«Δεν πρέπει όμως να αποδίδουμε στην Αθηνά μόνο τη δική μας υφαντική, αλλά πριν από αυτήν εκείνη που ενεργεί μέσω της φύσης και συνδέει τα πράγματα του κόσμου της γένεσης με τα αΐδια, τα θνητά με τα αθάνατα, τα σώματα με τα ασώματα, τα αισθητά με τα νοητικά, και να θεώμεθα πρωταρχικά την καθόλου τεκτονική των φύσεων και καθεμιά από τις άλλες τέχνες. Συνεπώς και η σαΐτα θα είναι κάτι ανάλογο παντού, ικανή να διακρίνει τα συστατικά γένη των όντων, ώστε, με τον συνδυασμό τους, να διατηρείται η διαίρεση και να κρατά ατόφια την ύπαρξή τους.» (Πρόκλος, Εις τον Κρατύλον Πλάτωνος, 52, 40- 50)
Ο ρόλος της σαΐτας είναι δυναμικός. Με τη σαΐτα της φύσης υφαίνονται οι διάφορες μορφές των όντων που ομορφαίνουν τον πλανήτη μας και όλον τον κόσμο, που μπορούμε να αντιληφθούμε. Γι’ αυτό ο Πρόκλος συνεχίζει:
«Η σαΐτα είναι εικόνα της δύναμης των θεών που μπορεί να διακρίνει τα καθολικά και τα μεριστά. Διότι την ενέργεια εκείνης αποτυπώνει στα στημόνια και δίνει σημάδια της τάξης των θεών που μπορούν να διακρίνουν. Και όταν οι θεολόγοι καταπιάνονται με τις σαΐτες, ούτε την ιδέα της σαΐτας εννοούν, ούτε χρησιμοποιούν τη λέξη συμβατικά και συμβολικά μόνο. Γιατί δηλαδή λένε σαΐτα μάλλον και όχι κάτι άλλο; Πώς δεν είναι άτοπη η χρήση της επιστήμης στα ονόματα όπως έτυχε, και μάλιστα προκειμένου για θεούς; Νομίζω όμως ότι όλα τούτα τα χρησιμοποιούν κατ’ αναλογία.
Ό,τι δηλαδή είναι η σαΐτα στην υφαντική, αυτό είναι η διάκριση στη δημιουργία των μορφών…
Έτσι, και οι μυσταγωγοί, μέσα από την τέτοιου είδους συνάφεια, δημιουργούν μια ταυτοπάθεια μεταξύ των εδώ πραγμάτων και των θεών και χρησιμοποιούν τα όργανα τούτα σαν σημεία θεϊκών δυνάμεων- τη σαΐτα για τις διακριτές, τον κρατήρα για τις ζωογονικές, το σκήπτρο για τις ηγεμονικές, το κλειδί για τις φρουρητικές…» (Πρόκλος, Εις τον Κρατύλον Πλάτωνος, 56, 1- 21)
Στον μύθο μας η Αράχνη θέλησε να ανταγωνιστεί στην ύφανση την Αθηνά. Πρώτα απ’ όλα το θέμα που διάλεξε ήταν λάθος γιατί η ανθρώπινη άγνοια παρεξήγησε τον συμβολισμό της δημιουργίας που έδωσαν οι μυσταγωγοί. Όπως πίσω από τις παραβολές του Ιησού- που δεν ήσαν απλοϊκές ιστορίες- κρυβόταν μια σπουδαία διδασκαλία, έτσι πίσω από τους μύθους υποκρύπτονται διδασκαλίες για τους μυημένους στα μυστήρια. Ένας τέτοιος συμβολισμός χρησιμοποιούνταν στο Μεγ. Παναθήναια- που γιορτάζονταν κάθε τέσσερα χρόνια προς τιμήν της Αθηνάς- την τελευταία μέρα με την πομπή του ιερού πέπλου. Οι αμύητοι ίσως να γελούσαν με τους έρωτες του Δία. Όμως οι μυημένοι γνώριζαν ότι ο έρωτας δεν ήταν σαρκικός αλλά δημιουργικός. Καρπός λ.χ. του έρωτα του βασιλιά των θεών με τη Λητώ ήσαν η Άρτεμη και ο Απόλλωνας, οι θεοί της αγνότητας της φύσης και του φωτός, ενώ το σμίξιμο με την μνημοσύνη δίνει τις Μούσες, που προστάτευαν τις τέχνες. Ο έρωτας του Δία με την θνητή Αλκμήνη δίνει τον ημίθεο Ηρακλή, που όχι μόνον απάλλαξε τους ανθρώπους από θηρία και τέρατα, που τους προξενούσαν συμφορές, αλλά πάνω απ’ όλα δίδαξε πως κερδίζεις τον ουράνιο Όλυμπο όταν θέσεις τον εαυτό σου στην υπηρεσία της ανθρωπότητας.
Ο Πρόκλος ερμηνεύοντας τον “Τίμαιο” του Πλάτωνα, γράφει: «Γιατί ο δημιουργός ήταν “και Μήτις- Έρωτας πολύχαρος” και ως Μήτις γεννά την Αθηνά, ενώ σαν Έρωτας παράγει τη σειρά των ερωτικών θεών και όντων.» Και συνεχίζει παρακάτω: « και ο δημιουργός έχει μέσα του την αιτία του Έρωτα• γιατί είναι “και Μήτις- Έρωτας πολύχαρος”. Δικαιολογημένα λοιπόν είναι υπαίτιος της φιλίας και της ομόνοιας μεταξύ των δημιουργημάτων. Έχοντας ίσως αυτό στο νου του ο Φερεκύδης έλεγε ότι ο Δίας μεταβλήθηκε σε Έρωτα όταν επρόκειτο να δημιουργήσει, επειδή, όταν συνέθετε τον κόσμο από αντίθετα στοιχεία, τον οδήγησε σε ομόνοια και φιλία και έσπειρε μέσα στα πάντα την ταυτότητα και την ενότητα που διέπει τα πάντα.» (Πρόκλος, Εις τον Τίμαιον Πλάτωνος, Γ΄, 54, 25).
Επομένως αυτό που θέλησε να γελοιοποιήσει η Αράχνη ήταν η δημιουργική ισχύς του Δία, η σύνθεση του κόσμου από τα αντίθετα, η ενότητα και η αρμονία του κόσμου! Οι μυημένοι στα μυστήρια έλεγαν για τους αμύητους: «εκάς, εκάς οι βέβηλοι» Η αμύητη στην εσωτερική γνώση Αράχνη, παρεξήγησε και πρόσβαλε την γνώση των μυημένων. Πόσο δίκιο είχε ο Χριστός όταν συμβούλευε τους μαθητές του: «Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσὶ μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.» (Ματθαίος, ζ΄, 6)
Για να λοιδορήσει τον Πατέρα των θεών και των ανθρώπων, καθώς και τους άλλους θεούς χρησιμοποίησε την ιερή τέχνη της υφαντικής. Γιατί η υφαντική συμβόλιζε την δομή του κόσμου. Την με σοφία σχεδίασή του και την υλοποίησή του. Αυτή η ύφανση ήταν προσωποποιημένη στη θεά της σοφίας και της τέχνης. Η κατασκευή του σύμπαντος έγινε με σοφία. «Ως εμεγαλύνθη τα έργα σου, Κύριε, πάντα εν σοφία εποίησας», λέμε με θαυμασμό, ενώ κάποιες φορές αναρωτιόμαστε όπως ο Απ. Παύλος: «Ὦ βάθος πλούτου καὶ σοφίας καὶ γνώσεως Θεοῦ! ὡς ἀνεξερεύνητα τὰ κρίματα αὐτοῦ καὶ ἀνεξιχνίαστοι αἱ ὁδοὶ αὐτοῦ! τίς γὰρ ἔγνω νοῦν Κυρίου; ἢ τίς σύμβουλος αὐτοῦ ἐγένετο;» (Παύλος, επιστ. προς Ρωμαίους, ια΄, 33-34) Η Αράχνη, όμως, είναι ανόητη γιατί υφαίνει χωρίς σοφία. Υφαίνει το υφαντό που την οδηγεί στην καταστροφή της. Η δόμηση χωρίς περίσκεψη, χωρίς υπολογισμό, χωρίς να σχεδιάσεις και να προβλέψεις την κατάληξη της κατασκευής μπορεί να έχει ολέθρια αποτελέσματα.
Η Αράχνη στην εποχή μας συμβολίζει τους χωρίς περίσκεψη επιστήμονες. Αυτούς που σχεδιάζουν και προτείνουν τα μεταλλαγμένα προϊόντα, τα οποία μας επιβάλλει η Monsanto. Αυτούς που επεμβαίνουν στη φύση και τροποποιούν τους νόμους της. Απερίσκεπτα τρώμε τα μεταλλαγμένα χωρίς να αναρωτηθούμε μακροπρόθεσμα ποια θα είναι η επιρροή στην υγεία μας και στη δομή του ανθρώπινου DNA; Κι αν λυθεί προσωρινά στις τριτοκοσμικές χώρες το πρόβλημα της πείνας, γιατί θα πρέπει να βρίσκονται και στο πιάτο των κατοίκων των αναπτυγμένων χωρών; Εκφράζει τους επιστήμονες που σχεδιάζουν τα πυρηνικά όπλα. Στον Γ’ παγκόσμιο πόλεμο, στον οποίο οι αχόρταγοι οικονομικοί ηγέτες οδηγούν τον πλανήτη, είναι σίγουροι ότι θα σωθούν όσοι στα εργαστήρια φτιάχνουν τα έξυπνα πυρηνικά; Εκφράζει εκείνους που τροποποιούν τα μετεωρολογικά φαινόμενα. Και μετά ο κόσμος αναρωτιέται γιατί έχουμε ακραίες καιρικές καταστάσεις. Εκφράζει εκείνους που θέλουν να δημιουργήσουν ανθρωποϋποστάσεις Κάποιοι, σαν Αράχνες του 21ου αιώνα θέλουν να παραστήσουν τους θεούς στη θέση του Θεού και να δημιουργήσουν ζωντανά όντα και μάλιστα ανθρώπους. Μετά την κλωνοποίηση στα πρόβατα η κλωνοποίηση και στους ανθρώπους! Όμως τέτοια εξουσιοδότηση δεν έχουν από τον Δημιουργό. Ο Πλάτωνας στον Τίμαιο παρουσιάζει τον Δημιουργό να απευθύνεται στους κατώτερους θεούς και τους λέει:
«Θεοί θεών, που εγώ δημιούργησα, θα είστε άφθαρτοι όπως τα έργα μου, όσο θέλω να υπάρχετε και να μην εξαφανιστείτε… Ακούστε λοιπόν τι έχω να σας πω. Απομένουν αγέννητα τρία θνητά γένη, που αν δεν δημιουργηθούν ο κόσμος δεν θα είναι τέλειος, καθώς θα λείπουν πολλά είδη πλασμάτων. Πρέπει λοιπόν να δημιουργηθούν, αν θέλουμε να είναι απόλυτα τέλειος. Αν αυτά τα γένη γίνουν από μένα και τους δώσω εγώ ζωή, θα είναι ίδια με τους θεούς. Για να γίνουν θνητά και για να είναι το σύμπαν πραγματικό σύμπαν, πρέπει ν’ αναλάβετε εσείς, όπως προστάζει η φύση, να δημιουργήσετε τα ζωντανά πλάσματα, έχοντας για παράδειγμα τη δική μου ενέργεια, όταν σας δημιούργησα. Θα σπείρω όμως, θα προετοιμάσω και θα σας παραδώσω εκείνο το μέρος που πρέπει να χαρακτηρίζεται αθάνατο, να θεωρείται θείο και να επιβάλλεται σε όσα θέλουν να υπακούουν πάντα στη δικαιοσύνη και σε σας τους ίδιους.» (Πλάτωνας, “Τίμαιος”, 41 b- c)
Ο Δημιουργός του Τίμαιου εξουσιοδοτεί τους δομητές θεούς να δημιουργήσουν τα θνητά γένη, επομένως να δημιουργήσουν και τον άνθρωπο. Και εδώ τίθεται το ερώτημα: Μήπως ο Πλάτωνας δίνει έμμεσα την απάντηση στο ερώτημα, που έχει αναδυθεί στους περισσότερους διαβάζοντας τη Γένεση, όπου αναφέρεται: «Ποιήσωμεν άνθρωπον κατ’ εικόνα ημετέραν και καθ’ ομοίωσιν…» (Γένεσις, α΄, 26)
Αν παραβλέψουμε το γεγονός ότι οι επίδοξοι σύγχρονοι δημιουργοί δεν έχουν εξουσιοδότηση, το πλέον βασικό σημείο είναι ότι δεν τους έχει παραδοθεί το αθάνατο στοιχείο, που θα βάλουν μέσα στα δημιουργήματά τους. Με άλλα λόγια μπορούν να πάρουν πρώτες ύλες και να δημιουργήσουν υλικά σώματα. Όμως είναι αδύνατον να φτιάξουν ψυχές και σπινθήρες πνεύματος για γα ενισχύσουν τα δημιουργήματά τους. Επομένως, είναι ικανοί να φτιάξουν ανθρώπινα τεχνουργήματα, τα οποία θα είναι στην πραγματικότητα ανθρωπόμορφες μαριονέτες. Δεν θα είναι ναοί, όπου ενοικεί το πνεύμα Θεού, όπως μας λέει ο Απ. Παύλος, που θέτει το ερώτημα: «ουκ οίδατε ότι ναός Θεού εστε και το Πνεύμα του Θεού οικεί εν υμίν;» (Παύλος, Α΄ επιστ. προς Κορινθίους, γ΄, 16)
Η Αθηνά με την υφαντική της, στα αθάνατα πνεύματα, τα νήματα του στημονιού, μπορεί να υφάνει με τη σαΐτα της σε διάφορες μορφές και χρώματα τα σώματα των ανθρώπων. Έχει την τέχνη για να επιτελέσει αυτό το θείο έργο. Έτσι συναντάμε ανθρώπους κοντούς και ψηλούς, αδύνατους και ευτραφείς, αμόρφωτους και μορφωμένους, ηλίθιους και ευφυείς, λευκούς- μαύρους- ερυθρόδερμους- κίτρινους, τεμπέληδες και εργατικούς, ασυνείδητους κι ευσυνείδητους, άπιστους και πιστούς, αδιάφορους στα θέματα σαν αυτό που μελετάμε εδώ και ανθρώπους που δείχνουν μεγάλο ενδιαφέρον, άτομα που βαδίζουν την πλατειά λεωφόρο του όχλου κι άτομα που βαδίζουν την ατραπό του πόνου και της λύτρωσης.
Η Αράχνη όσα νήματα κι αν διαθέτει για το υφάδι της- αξιοθαύμαστα σε χρώματα και ποιότητα- όση επιδεξιότητα κι αν έχει να ρίχνει τις σαΐτες, της λείπει η συνεκτική δύναμη του πνευματικού στημονιού. Γι’ αυτό το περίτεχνο υφαντό της έσκισε με ευκολία στα χέρια της Αθηνάς! Εφόσον δεν διαποτιζόταν από το πνεύμα έγινε «γῆ καὶ σποδός» γιατί κάθε μη πνευματικό «χουν ει και εις χουν απελεύσει».
Της ύφανσης προηγείται το κλώσιμο, που έχει κοσμολογικό χαρακτήρα. Οι άνθρωποι μαζεύουν το βαμβάκι ή το μαλλί των προβάτων κι αφού πρώτα το καθαρίσουν μ’ αυτό κάνουν σφαιρικές μάζες που το βάζουν στη ρόκα για γνέσιμο. Έτσι το άμορφο Χάος παίρνει σχήμα σφαιρικό. Επιστημονικά η πρωτοΰλη των άμορφων αερίων και της κοσμικής σκόνης στροβιλίζεται και παίρνει σφαιρικό σχήμα. Από αυτή τη μάζα δημιουργούνται ινώδεις σχηματισμοί που σιγά- σιγά αποκόπτονται και δίνουν τους πρωτοαστέρες. Παρόμοια οι γυναίκες γνέθουν το μαλλί ή το βαμβάκι χρησιμοποιώντας τη ρόκα, το αδράχτι και το σφοντύλι με περιστροφική κίνηση και φτιάχνουν τα νήματα. Το βάψιμο των νημάτων με πολλά χρώματα, απεικονίζει τα χρώματα του ήλιου, όπως τα βλέπουμε στο ουράνιο τόξο. Όπως δεν δημιουργείται εικόνα στο υφαντό χωρίς τον συνδυασμό των χρωμάτων από τα βαμμένα νήματα, έτσι δεν δημιουργείται η φαντασμαγορία των τοπίων χωρίς της επίδραση των ακτίνων του ήλιου και την ανάμειξη των χρωμάτων του.
Οι αρχαίοι Έλληνες συνέδεαν με το γνέσιμο την θεά Άρτεμη, τη θεά της φύσης, απ’ όπου προέρχεται η ύλη των νημάτων. Την αποκαλούσαν χρυσηλάκατο (ηλακάτη= ρόκα) και σε μία θεολογική τριάδα την συνέδεαν με την Αθηνά. Ο Πρόκλος αναφέρει: «Αυτές οι τρεις, λοιπόν, ζωογονικές μονάδες υπάρχουν, η Άρτεμη, η Περσεφόνη και η δέσποινά μας η Αθηνά· και η πρώτη είναι η κορυφή ολόκληρης της τριάδας, η οποία επιστρέφει στον εαυτό της την Τρίτη, η δεύτερη είναι δύναμη ζωοποιός των πάντων, ενώ η Τρίτη είναι νους θεϊκός και άχραντος, ο οποίος περιλαμβάνει μέσα σε ένα το σύνολο των αρετών κατά τρόπο ηγεμονικό.» (Πρόκλος, “Περί της κατά Πλάτωνα Θεολογίας”, ς΄, 52)
Η κυκλική κίνηση του σφοντυλιού για να σχηματιστεί το νήμα ταυτίζεται με την κίνηση των ουράνιων σφαιρών του Πλάτωνα, που έχουν σαν αποτέλεσμα την ενσάρκωση των ψυχών. Των ψυχών στις οποίες οι Μοίρες καθορίζουν με βάση τη γλώσσα της υφαντικής τον επίγειο βίο. Στα ομηρικά έπη, οι Μοίρες κλώθουν την ανθρώπινη ζωή, που κόβεται, όταν το αδράχτι σταματήσει την περιστροφή του.
Τα ονόματα των Μοιρών, Κλωθώ, Άτροπος και Λάχεσις ορίζουν τα βασικά στάδια του γνεσίματος. Η Κλωθώ (συμβολίζει και το παρόν), γνέθει το νήμα της ζωής. Η Λάχεσις (το παρελθόν), μοιράζει τους κλήρους, καθορίζει τι θα «λάχει» στον καθένα. Τέλος, η Άτροπος (το μέλλον), κόβει χωρίς τον παραμικρό δισταγμό, όταν έρθει η ώρα, την κλωστή της ζωής των ανθρώπων. Ο Πλάτωνας στο βιβλίο του “Πολιτεία”, στο μύθο του Ηρός, αναφέρει ότι οι Μοίρες ήσαν θυγατέρες της Ανάγκης. Παραθέτουμε το ακόλουθο απόσπασμα: «Για το αδράχτι έλεγε ότι στρεφόταν πάνω στα γόνατα της “Ανάγκης”. Πάνω σε κάθε κύκλο στεκόταν μια “Σειρήνα”, που γύριζε κι αυτή μαζί βγάζοντας από μέσα της έναν ήχο, μια μουσική νότα• και απ’ όλες τις νότες, που ήταν οκτώ, σχηματιζόταν μια αρμονία. Υπήρχαν και άλλες τρεις μορφές, καθισμένες τριγύρω σε ίσες αποστάσεις, καθεμιά σ’ ένα θρόνο, οι Μοίρες, κόρες της Ανάγκης, ντυμένες στα άσπρα και έχοντας στέμματα στα κεφάλια τους, η Λάχεση, η Κλωθώ και η Άτροπος• τραγουδούσαν σε αντιστοιχία με την αρμονία των Σειρήνων, η Λάχεση τα περασμένα, η Κλωθώ τα τωρινά και η Άτροπος τα μελλούμενα. Η Κλωθώ από καιρό σε καιρό άγγιζε με το δεξί της χέρι το αδράχτι στο εξωτερικό χείλος του και βοηθούσε την περιστροφή του, ενώ η Άτροπος έκανε το ίδιο με το αριστερό της χέρι για τις εσωτερικές περιστροφές• και η Λάχεση πότε με το ένα χέρι και πότε με το άλλο χέρι βοηθούσε την καθεμιά χωριστά από τις δυο περιστροφές. Αυτοί λοιπόν, όταν έφτασαν εκεί, έπρεπε αμέσως να παν στη Λάχεση. Τότε ένας “προφήτης”, αφού πρώτα τους έβαλε να παραταχθούν με τάξη, έπειτα πήρε από τα γόνατα της Λάχεσης κλήρους και δείγματα βίων κι ανεβαίνοντας σ’ ένα ψηλό βήμα φώναξε: «Ο λόγος αυτός είναι της κόρης Λάχεσης, θυγατέρας της Ανάγκης, Εφήμερες ψυχές, αυτή είναι η αρχή για το θνητό γένος ενός άλλου κύκλου που κλείνει με το θάνατο. Δε θα σας πάρει με κλήρο κάποια θεότητα, αλλά εσείς θα διαλέξετε τη θεότητα. Όποιος πάρει τον πρώτο κλήρο, αυτός ας διαλέξει τη ζωή που θα ζήσει αναγκαστικά. Η αρετή δεν έχει αφέντη• ανάλογα με την τιμή και την περιφρόνησή της θα έχει ο καθένας πιο μεγάλο ή πιο μικρό μερίδιο από αυτήν. Η ευθύνη είναι εκείνου που διαλέγει• ο θεός δεν έχει ευθύνη».» (Πλάτωνας, “Πολιτεία”, βιβλ. 10, 617B- E)
Έτσι η ενσάρκωση των ψυχών συμβολικά συσχετίζεται με την υφαντική τέχνη. Στην τέχνη, όπου η υφάντρα συνδυάζει τα νήματα του υφαδιού με τάξη ως προς τα νήματα του στημονιού. Στην τάξη του σύμπαντος αποβλέπουν και οι Μοίρες, όπως μας λέει ο Πρόκλος:
«Γιατί η πορεία προς τον κόσμο του γίγνεσθαι, η οποία ξεκινά από τα τελειότερα και υποβιβάζεται με βάση την κλίση προς το γήινο στοιχείο, ξεκινά από τη Λάχεση και καταλήγει στην Άτροπο. Επιπλέον, λοιπόν, «οι κλήροι κατ τα υποδείγματα των βίων» λέγεται ότι προσφέρονται στις ψυχές «από τα γόνατα της Λάχεσης με τη μεσολάβηση του προφήτη», και, όπως ακριβώς έχει προαναφερθεί πως «ολόκληρο το αδράχτι περιστρέφεται στα γόνατα της Ανάγκης», έτσι και την πρόνοια που αφορά τις επιμέρους ψυχές ο μύθος την εξαρτά από τα γόνατα της Λάχεσης, η οποία κινεί αιώνια το σύμπαν με τα χέρια της σαν με ανώτερες δυνάμεις, ενώ στα γόνατά της έχει κατά τρόπο κατώτερο τις αιτίες των ψυχικών περιόδων. Γι’ αυτό και ο προφήτης την εξυμνεί ξεχωριστά ως κόρη της Ανάγκης: «Αυτός εδώ ο λόγος είναι για την κόρη της Ανάγκης, την παρθένα Λάχεση». Η Κλωθώ, πάλι, λέγεται πως κλώθει για τις ψυχές όσα ακολουθούν τις επιλογές τους και πως διανέμει σε καθεμιά τη μοίρα που της ταιριάζει• και μετά από αυτήν η Άτροπος δίνει στα κλωσμένα την ιδιότητα του αμετάτρεπτου και του καθορισμένου, συμπληρώνοντας το τέλος των κανόνων των Μοιρών και της τάξης που από το σύμπαν κατεβαίνει σε εμάς. Η Λάχεση, λοιπόν, ενεργεί πάνω στις ψυχές και πριν από την επιλογή τους, και καθορίζει, μετά την επιλογή τους, όλες τις γενεσιουργές περιόδους με τους καλύτερους όρους, και οι άλλες δύο, μετά την επιλογή των ψυχών, διανέμουν σε αυτές όσα τους ταιριάζουν και συμπαρατάσσουν τους βίους τους με την τάξη του σύμπαντος.» (Πρόκλος, “Περί της κατά Πλάτωνα Θεολογίας”, ς΄, 107)
Οι επιστήμονες, όσο τέλεια κι αν δομήσουν τα σώματα, μπορούν να καθορίσουν τον βίο των δημιουργημάτων όπως ο πνευματικός κόσμος; Μόνο σάρκινα ρομπότ μπορούν να κατασκευάσουν. Κατασκευές χωρίς αισθήματα, χωρίς τη δυνατότητα της αυτόνομης σκέψης και της πρωτοβουλίας. Πρώτα απ’ όλα θα τους λείπει η ψυχή. Η ψυχή που διευθετεί τη ζωή του ανθρώπου. Για την διευθέτηση του βίου και τους κλήρους των ψυχών ο Πλωτίνος αναφέρει: «Όταν λοιπόν λέγεται ότι πρώτα έρχονται οι “κλήροι”, έπειτα “τα υποδείγματα των τρόπων ζωής”, έπειτα αυτά που βρίσκονται στους τρόπους της ζωής, και έπειτα το ότι επιλέγουν τις ζωές τους με βάση αυτό που διαθέτουν και σύμφωνα με τους χαρακτήρες τους, παραχωρεί ο Πλάτων την αποφασιστική εξουσία στις ψυχές μάλλον, οι οποίες διευθετούν σύμφωνα προς τους χαρακτήρες τους ό,τι τους δόθηκε.» (Πλωτίνος, Εννεάδες, εννεάς 3, 5, 15- 19)
Το στοιχείο της ψυχής, λοιπόν, που συνδέει το φυσικό πεδίο με το πνευματικό θα λείπει από τις ανθρωποκατασκευές. Θα τους λείπει και η συνείδηση, που θα τους ελέγχει σε κάθε αδικία που θα διαπράττουν. Άρα μιλάμε για πλάσματα, τα οποία στα χέρια παρανοϊκών ηγετών θα αποβούν επικίνδυνα για τους κανονικούς, τους φυσικούς ανθρώπους. Η ανθρώπινη ιδιοτέλεια θα τα χρησιμοποιήσει για να αυξήσει την εξουσία της και τον πλούτο της. Αντιλαμβάνεσθε πως αν ο κόσμος μας σήμερα χαρακτηρίζεται ως “Οργουελικός”, τότε θα ονομάζεται “Δαντικός” (από την Κόλαση του Δάντη).
Ο σοφός και δίκαιος Δημιουργός από την αρχή της δημιουργίας του σύμπαντος έχει θέσει τους απαράβατους νόμους Του. Κάθε παραβίαση των νόμων έχει σαν αποτέλεσμα να λειτουργεί η ανάδραση. Πολλοί την αντιλαμβάνονται ως θεία τιμωρία. Ο Θεός όμως δεν είναι τιμωρός. Είναι Πατέρας γεμάτος αγάπη για τα παιδιά Του. Ο Απ. Ιωάννης μας λέει: «ο Θεός αγάπη εστίν. Εν τούτω εφανερώθη η αγάπη του Θεό εν ημίν, ότι τον υιόν αυτού τον μονογενή απέσταλκεν ο Θεός εις τον κόσμον ίνα ζήσωμεν δι’ αυτού» (Α΄ επιστ. Ιωάννου, δ΄, 8-9) Όπως στην περίπτωση της Αράχνης, είναι στο χέρι μας με ποιο τρόπο θα συμπράξουμε με το θείον. Με σεβασμό θα συνεργαστούμε στο θείο σχέδιο ή με ιδιοτέλεια και υπεροψία θα γίνουμε αντίμαχοί Του; Αν η Αράχνη είχε επιλέξει το πρώτο, θα γινόταν ονομαστότερη, ώστε όλος ο κόσμος να την ιστορεί όπως τους ημίθεους. Μα έγινε αντίμαχος. Και κατέληξε να γίνει ένα ζωύφιο. Ένα ποταπό μικροσκοπικό όν που πλέκει ιστούς για να εγκλωβίζει τα θύματά της.
Ευτελή είναι και τα ανθρώπινα όντα που με αόρατους ιστούς εγκλωβίζουν τους συνανθρώπους τους, θύματα και τροφή για να ζήσουν οι άνθρωποι αράχνες. Εγκλωβισμένη σε πολιτικούς και οικονομικούς ιστούς είναι σήμερα η ανθρωπότητα. Οι ιστοί όμως είναι πολύ ανθεκτικοί και δεν ανοίγονται ούτε λύνονται. Ο Μακεδόνας στρατηλάτης Μ. Αλέξανδρος στο Γόρδιο είπε: «δεσμοί που δεν λύνονται, κόβονται». Οι ιστοί, επομένως, σκίζονται. Αυτό έκανε η Αθηνά. Έσκισε το υφαντό της Αράχνης. Χρησιμοποίησε την νόηση, τη σοφία, την καπατσοσύνη, ίσως, γιατί ήταν κόρη της Μήτιδας.
Θύματα της οικουμενικής οικονομικής αράχνης είναι σήμερα οι Έλληνες, παγιδευμένοι σε αόρατους ιστούς με κρυφά άρθρα και δεσμεύσεις. Και περιμένουμε κάποιον με τα χαρακτηριστικά της Αθηνάς- την νόηση με γνώμονα το έθνος μας, την σοφία, και την καπατσοσύνη του Οδυσσέα, του προστατευόμενου της Αθηνάς- να σχίσει τον θανατηφόρο ιστό.
Οι μύθοι μας διδάσκουν και μας δίνουν κατευθύνσεις…






.



















Δεν υπάρχουν σχόλια: