Δευτέρα 3 Νοεμβρίου 2014

Αγάπη σημαίνει να δίνεις…

[[ δαμ- ων ]]
Αγάπη: αυτή την τρισύλλαβη λέξη, τη γραμμένη με μόνον πέντε γράμματα αλλά με τεράστια αξία, πόσο την έχουμε βασανίσει; Την βασανίζουμε κάθε δευτερόλεπτο και λόγω άγνοιας και λόγω εγωισμού. Πόσες φορές βγήκε από το στόμα μας, ενώ η καρδιά μας ήταν άδεια; Λέμε ότι αγαπάμε με λόγια, χωρίς να συμμετέχει η καρδιά. Ή καμωνόμαστε ότι αγαπάμε για να εισπράξουμε αγάπη. Κι εμείς την τσιγκουνευόμαστε. Πιθανόν να διστάζουμε να την δώσουμε απλόχερα από τον φόβο μήπως γίνουμε ευάλωτοι και πονέσουμε, μήπως μας εκμεταλλευτούν, ίσως και να μας πιάσουν κορόιδο. Για την πρώτη περίπτωση ο Άγγλος συγγραφέας Γουίλιαμ Σαίξπηρ έχει πει: «Αν αγάπησες και πόνεσες, αγάπα περισσότερο. Αν αγάπησες περισσότερο και πόνεσες περισσότερο, αγάπα ακόμα περισσότερο. Αν αγάπησες ακόμα περισσότερο και πόνεσες ακόμα περισσότερο, αγάπα περισσότερο ώσπου να μην πονάει άλλο.» Όσο περισσότερο αγαπάμε, τόσο απομακρύνεται ο πόνος. Μέχρι να φτάσουμε στο οριακό σημείο της αγάπης, να πούμε: «εσύ κι εγώ είμαστε ένα»!
Από φόβο, λοιπόν, φτιάχνουμε ένα βαθύ χαράκωμα γύρω από τον εαυτό μας κι από ‘κει ρίχνουμε μπαλωθιές αγάπης. Μας ξεφεύγει ότι η αγάπη είναι ζωή, και πως αν δεν έχουμε αγάπη, ουσιαστικά δεν έχουμε ζωή. Ζούμε έτσι απλά για να ζούμε. Έχουμε μια ζωή χωρίς νόημα. Ο Ινδός γκουρού Όσσο (Μπαγκουάν Σρι Ραζνίς) τονίζει το ίδιο με άλλα λόγια: «Η αγάπη είναι ο σκοπός. Η ζωή είναι το ταξίδι.» Ενώ ο αρχαίος πρόγονός μας Μένανδρος μας τονίζει: «Αγάπης δε ουδέν μείζον ούτε ίσον εστί.» Ο Νομπελίστας ποιητής μας Οδ. Ελύτης σε δύο στίχους δίνει την πεμπτουσία της αγάπης:
«Ό,τι αγαπώ γεννιέται αδιάκοπα
Ό,τι αγαπώ βρίσκεται στην αρχή του πάντα.»

Η συνέχεια >>> εδώ …

Για να ξεδιπλώσουμε τη σκέψη μας θα πάρουμε σαν αφορμή μια ιστορία της Λίλης Λαμπρέλλη, που την χαρακτηρίζει σαν ερωτική- χωρίς να συμφωνούμε σ’ αυτόν τον χαρακτηρισμό- με τίτλο “Το σκιουράκι”:
[[ Ήταν που λέτε μια φορά ένα σκιουράκι. Ούτε όμορφο, ούτε άσχημο. Ούτε έξυπνο, ούτε και κουτό. Ένα συνηθισμένο σκιουράκι ήτανε, που θα ‘μοιαζε μ’ όλα τα άλλα, αν δεν είχε μια παράξενη συνήθεια. Μόλις σουρούπωνε , το ‘σκαγε απ’ τη φωλιά του και πήγαινε και στηνότανε στην άκρη του δάσους, δίπλα στο ποτάμι, καρτερώντας τα ζώα που πήγαιναν να πιούν νερό…. Περνούσαν λέαινες, ζαρκάδια κι αρκούδες και λαγοί και ασβοί και βατραχάκια…
Το σκιουράκι ένοιωθε πως με όλα έμοιαζε λιγάκι, πως όλα τους είχανε κάτι όμορφο, κάτι ξεχωριστό. Έτσι, τα σταματούσε όλα, τα κοίταζε στα μάτια και τα ρωτούσε:
- Μπορείς να μ’ αγαπάς;
Τα πιο πολλά γελούσαν. Άλλα δεν έμπαιναν καν στον κόπο ν’ απαντήσουν. Κι άλλα του λέγανε:
- Δεν έχω χρόνο – ή δεν ξέρω τι είναι ν’ αγαπάς….
Κι αυτό γινότανε κάθε σούρουπο κι έτσι είχαν τα πράγματα, ώσπου, μια μέρα, το σκιουράκι ξαναρώτησε κι ένας ασβός του χαμογέλασε και του είπε:
- Μπορώ. Έλα ν’ αγαπηθούμε.
- Μπορείς; Πόσο χαίρομαι!
- Πες μου όμως, τι πα’ να πει ν’ αγαπηθούμε;
- Λοιπόν, το πιο σπουδαίο είναι να μη βιαστείς να καταλάβεις. Και τώρα άκου: Ν’ αγαπηθούμε, πρώτα-πρώτα πά’ να πει να κοιταζόμαστε στα μάτια.
Κι έτσι κοιταζόντουσαν στα μάτια για μερόνυχτα….
- Τώρα αγαπιόμαστε;
- Όχι βέβαια. Αλίμονο αν ήταν τόσο απλό. Ν’ αγαπηθούμε πά’ να πει και να φτιάξουμε κάτι μαζί.
Κι έφτιαξαν πράγματα μαζί. Κι ήταν τόσο χαρούμενα! …
- Τι ωραίο να σ’ αγαπάω!
Τώρα δεν αγαπιόμαστε;
- Όχι ακόμα. Για ν’ αγαπηθούμε πα’ να πει και να χουμε κάτι ο ένας απ τον άλλον. Έλα ν αλλάξουμε χρώματα. Δόσ’ μου λίγο απ’ το καστανόμαυρο τρίχωμα σου κι εγώ θα σου δώσω απ το κίτρινο των ματιών μου.
Κι έτσι έκαναν…
Το σκιουράκι καθρεφτίστηκε στα μάτια του ασβού και καμάρωσε την κίτρινη λάμψη τους στα δικά του μάτια. Κι ύστερα του χάρισε το πιο γλυκό καστανόμαυρο τρίχωμα που είχε στην πλάτη του.
- Τώρα αγαπιόμαστε;
- Όχι, όχι ακόμα. Μας μένει το πιο δύσκολο. Πρέπει ν’ αγκαλιαστούμε σφιχτά, πολύ σφιχτά, και να τρέξουμε στον ήλιο, καβαλώντας μια αχτίδα από φως. Έλα, με το ένα, με το δύο, με το τρία, να προλάβουμε αυτήν εκεί την αχτίδα.
- Ένα, δύο, τρία, εεεεεεεε… ώπ!
- Τώρα αγαπιόμαστε;
- Τώρα.
Και που λέτε όσο κι αν φαίνεται παράξενο, κάπως έτσι έγιναν κι έτρεχαν για τον ήλιο. Κι άρχισε να πέφτει μια βροχή, γλυκιά σα μέλι. Ήταν τα δάκρυα της χαράς τους, που απ την τεράστια ταχύτητα – που ζάλισε όλα τα πουλιά κι όλα τ αστέρια – έγιναν ένα …
Κι ύστερα βγήκε απ’ τον ουρανό ένα τόξο τόσο λαμπερό, που όλοι στη γη βάλανε το χέρι πάνω από τα μάτια να μην τυφλωθούνε, κι αναρωτιόντουσαν τι είχε συμβεί πάνω απ’ τα σύννεφα…
Και πέρασε καιρός. Να ‘τανε χρόνια, να ‘τανε ένα λεπτό μονάχα, κανένας δε θα μπορούσε να μας πει, γιατί ο χρόνος είναι άχρονος, μέχρι που ο ασβός ψιθύρισε:
- Κουράστηκα. Μη σου κακοφανεί. Μπορεί και να ζαλίστηκα από το τρέξιμο. Θα θελα να γυρίσω πίσω.
- Κουράστηκες; Όμως, δεν τρέχουμε πατώντας στο χώμα. Είναι το φως που μας κουβαλάει. Δεν είναι κουραστικό.
- Για μένα είναι. Έπειτα το χω ξανακάνει. Λίγοι αντέχουν δεύτερη φορά. Είναι επικίνδυνο. Γυρίζω πίσω…
Αυτά είπε. Και με πολύ μεγάλη ευκολία, πήδηξε πάνω σε ένα μετεωρίτη που κατέβαινε στη γη και χάθηκε…
- Μη φεύγεις, φώναξε το σκιουράκι. Φοβάμαι πως δε θα μπορέσω ποτέ πια να σταματήσω, κι είναι αστείο να τρέχω μόνο μου στον ουρανό…
Όμως, τη φωνή του την άκουσε μονάχα το σκοτάδι, κι ίσως – δε σας τ’ ορκίζομαι – το φεγγαράκι που πρόβαλε πίσω από ένα σύννεφο δειλά.
- Εεεεεε … ωωωωωωω… Είναι κανείς εδώ; Δεν έχει νόημα πια να πάω στον ήλιο. Ποιός θα μπορούσε να μου πει πως θα ξαναγυρίσω πίσω;
Αλλά το σύμπαν εκείνη τη στιγμή ήταν άδειο, κι έτσι δεν του απάντησε κανείς.
- Μου φαίνεται πως τώρα τρέχω πιο γρήγορα από πρώτα. Κι άρχισα να κρυώνω. Κι αν τρέχω έτσι μόνο μου για πάντα; Εεεεε …. ωωωωω…. Βοήθεια! Δεν είναι κανείς εδώ;
Τότε μια μικρή φωνούλα έφτασε στ αυτιά του, τόσο γλυκιά και σιγανή σαν να ‘βγαινε από μέσα του.
- Ψιτ, ψιτ! Σκιουράκι!
- Μου μίλησε κανείς; Τίποτα δε βλέπω.
- Ψιτ, εδώ δίπλα στην κοιλιά σου. Είμαι η ηλιαχτίδα που σε κουβάλησε μαζί με τον ασβό βόλτα στο Γαλαξία. Ακόμα πάνω μου τρέχεις. Άκου. Εγώ μόνο μπορώ να σε γυρίσω πίσω. Πρώτα θα μπούμε σε τροχιά γύρω απ τη γη, κι έτσι ύστερα σιγά – σιγά θα κατεβούμε. Μόνο που έχω τρέξει άπειρα χιλιόμετρα κι ενέργεια μου έχει σχεδόν εξαντληθεί. Για να γυρίσουμε, θα πρέπει να θυσιάσεις κάτι από σένα, να το καίω, να γεμίζω τις μπαταρίες μου, να προχωράμε…
- Ότι πεις. Τι θες να θυσιάσω;
- Ξέρω κι εγώ; … το τρίχωμα σου, τις πατούσες σου, ένα κομμάτι απ την καρδιά σου…
- Το τρίχωμα μου και οι πατούσες μου είναι δικά σου. Μόνο που καρδιά δεν έχω πια. Την πήρε ο ασβός μαζί του. Κι αυτό δεν αλλάζει…
- Εντάξει, παίρνω τις πατούσες σου. Ελπίζω να μας φτάσουν. Καίω την πρώτη… Μην πονάς πολύ. Μην κλαις, δεν το αντέχω. Ησύχασε. Κρατήσου τώρα. Αλλάζουμε πορεία.
Κι έτσι μπήκανε σε τροχιά… Το σκιουράκι, μ’ ένα πόδι, κοίταζε τη γη – τόσο μικρούλα – κι όμως του φάνηκε πως διέκρινε στο δάσος τον ασβό του. Κι ήταν το κέντρο της γης ο ασβός γι αυτόν. Μόνον εκείνος μέτραγε εκεί κάτω. Τίποτα άλλο.
- Παράξενο να μπαίνεις σε τροχιά. Το κέντρο της ζωής σου είν’ αυτό το κάτι που τρέχεις γύρω του. Κι όμως είναι άσκοπο να τρέχεις, γιατί δεν μπορείς να το φτάσεις, ούτε και να ξεφύγεις απ αυτό…
- Σσσσσς! Μη μιλάς, δάγκωσε τα χείλη, είπε η ηλιαχτίδα… Καίω τη δεύτερη πατούσα. Κατεβαίνουμε …
Κι αρχίσανε να κατεβαίνουν κάνοντας τούμπες στον αέρα, μέσα σε ρεύματα τόσο τρελά, που όλα δείχνουν πως δίχως άλλο θα γκρεμοτσακιστούνε. Το σκιουράκι δίχως πόδια, κι η γη να μεγαλώνει, να μεγαλώνει, το δάσος να φαίνεται πια καθαρά, τα δέντρα, τα πουλάκια, του ποτάμι και ξαφνικά…
Πλάτς! … Και μετά τίποτα…
Όταν το σκιουράκι, ύστερα από ώρα, άρχισε να συνέρχεται, πόναγε σ όλο του το κορμί. Όμως κατάλαβε πως κάποιος ήταν κοντά του και του ‘βαζε οινόπνευμα κι ύστερα του φυσούσε τις πληγές για να μην τσούζει, και του ‘βαζε επιδέσμους και το χάιδευε….
- Ο ασβός μου, σκέφτηκε κι άνοιξε τα μάτια.
Όμως είδε να σκύβει από πάνω του ένας κάστορας. Ήταν ένας μικρόσωμος κανελής κάστορας μ’ αστεία μουσούδα, που όμως το βλέμμα του ήταν τόσο φωτεινό, που σαν σε κοιτούσε νόμιζες πως λαμπύριζαν πυγολαμπίδες στα μάτια του.
Κι είχε ένα χαμόγελο τόσο, μα τόσο τρυφερό, που το σκιουράκι ούτε να δακρύσει από ευγνωμοσύνη δεν μπορούσε. Κοιτάζονταν σιωπηλά ώρα πολλή. Ύστερα ο κάστορας ρώτησε κάτι που το σκιουράκι άπειρες φορές είχε ρωτήσει παλιά, όταν ήταν ανυποψίαστο για όλα….
- Μπορείς να μ αγαπάς;
Το σκιουράκι αναστέναξε χωρίς καθόλου λύπη.
- Φοβάμαι πως δε μπορώ. Δεν έχω πια καρδιά για να σ αγαπήσω…
- Δεν πειράζει. Αν το θες, θα σου δώσω ένα κομμάτι απ’ τη δική μου.
- Όμως ν’ αγαπηθούμε πα’ να πει να τρέχουμε μαζί – κι εγώ δεν έχω πόδια.
- Να τρέχουμε, έτσι άσκοπα, γιατί; Ν’ αγαπηθούμε πα’ να πει να κάνουμε μαζί ένα δρόμο, όπως μπορούμε. Το πιο σπουδαίο είναι να ‘μαστε οι δυό μας, και όχι πόσο γρήγορα θα τρέξουμε, ούτε που θα πάμε…
Μικρό μου σκιουράκι, αν μπορείς να μ’ αγαπάς θα σου φτιάξω δεκανίκια από ξύλο αγριοτριανταφυλλιάς. Κι αν δε θες, θα σε μάθω να περπατάς με τα χέρια. Κι αν κουραστείς, θα σε πάρω αγκαλιά και θα ναι πιο όμορφα, γιατί θ’ ακούω την ανάσα σου κι η μυρωδιά σου θα μπει μέσα στο πετσί μου και δε θα ξέρουμε αν είσαι εσύ ή εγώ, εγώ ή εσύ, θα είμαστε εμείς….
Τι έγινε μετά κανείς δεν έμαθε στα σίγουρα – κι εγώ που να ξέρω;
Λένε πως τους είδανε να φεύγουν για την Ανατολή, περπατώντας και οι δυο με τα χέρια, και να γελάνε, να γελάνε…
Ο απόηχος απ το γέλιο τους ξέμεινε στα φυλλώματα των δέντρων.
- Λένε …
Πάντως ποτέ – μα ποτέ – κανείς δεν τους ξανάδε πια! ]]
Στην ιστορία μας και ο σκίουρος, και ο κάστορας έδειξαν πως μπορούν ν’ αγαπούν πραγματικά! Και υπάρχουν τέτοιες ανθρώπινες αγάπες. Δεν τις συναντάμε μόνο στις ιστορίες. Είναι οι συγκλονιστικές ιστορίες κάποιων ανθρώπων. Ευλογημένοι όσοι ένιωσαν τέτοια αγάπη! Κι είναι ευλογημένοι γιατί αυτοί κατάλαβαν το πραγματικό νόημα της ζωής. Γιατί αγάπη δεν είναι «παίρνω». Αγάπη είναι «δίνω» χωρίς να προσμένω αντάλλαγμα. Η αγάπη δεν έχει υλικά ανταποδοτικά οφέλη. Τα οφέλη είναι συναισθηματικά, νοητικά, πνευματικά. Στοχεύουν στις άλλες υποστάσεις του ανθρώπου, τις οποίες παραβλέπουμε.
Αυτό που θέλει μεγάλη δύναμη είναι να αντιστρέψουμε το ερώτημα του σκίουρου. Από «μπορείς να μ’ αγαπάς;» να το μετατρέψουμε στο «μπορώ ν’ αγαπώ;» Κι αν διαθέτουμε τιτανική δύναμη να το πάμε παρά πέρα: «τι μπορώ να κάνω για ν’ αγαπώ πραγματικά, χωρίς ιδιοτέλεια;» Η μεγάλη δυσκολία στην απάντηση γίνεται φανερή στα όσα λέει για την αγάπη ο εκλεκτός μας συγγραφέας Ν. Καζαντζάκης: «Τι είναι η αγάπη; Δεν είναι συμπόνια μήτε καλοσύνη. Στη συμπόνια είναι δύο, αυτός που πονάει κι αυτός που συμπονάει. Στην καλοσύνη είναι δύο, αυτός που δίνει κι αυτός που δέχεται. Μα στην αγάπη είναι ένας. Σμίγουν οι δύο και γίνονται ένα. Δεν ξεχωρίζουν. Το εγώ κι εσύ αφανίζονται. Αγαπώ θα πει χάνομαι…»
Έτσι, συμπληρώνουμε εμείς, χάνομαι θα πει αφανίζεται το «εγώ» μου και γίνεται «εμείς». Η καρδιά είναι δική μας για να λειτουργεί σαν αντλία αίματος. Από ‘κει και πέρα ανοίγουμε την θύρα της για να χωρέσει και τον άλλον. Κι αν μπορέσουμε να την κάνουμε “πλατυτέρα των ουρανών” για να χωρέσει όλον τον κόσμο, ε τότε, πετύχαμε τον μεγάλο άθλο: γίναμε μύστες και μπορούμε να προχωρήσουμε στις πνευματικές ατραπούς που οδηγούν στην Βασιλεία των Ουρανών. Τότε θα κατανοήσουμε τι εννοούσε ο Ιησούς λέγοντας: «ἐγὼ καὶ ὁ πατὴρ ἕν ἐσμεν» και «πάντα ὅσα ἔχει ὁ πατὴρ ἐμά ἐστι» γιατί θα έχουμε ενσωματωθεί στο Σύμπαν! Θα δίνουμε απλόχερα γιατί θα έχουμε ανακαλύψει τον κρυμμένο θησαυρό μας. Δεν θα είμαστε σαν τον φτωχό της μικρής ιστορίας, που παραθέτουμε:
[[ Ένας φτωχός ρώτησε τον σοφό: «Γιατί είμαι τόσο φτωχός;»
Ο σοφός του απάντησε: «Γιατί δεν έχεις μάθει να δίνεις.»
Ο φτωχός είπε: «Αφού δεν έχω τίποτα να δώσω.»
Ο σοφός απάντησε: «Και όμως έχεις κάτι να δώσεις:
-το πρόσωπο, μπορείς να δώσεις στους άλλους ένα χαμόγελο.
-το στόμα, μπορείς να επαινέσεις ή να παρηγορήσεις τους άλλους.
-την καρδιά, μπορείς να “ανοίξεις” την καρδιά σου στους άλλους.
-τα μάτια, μπορείς να κοιτάξεις με τα μάτια της καλοσύνης.
-το σώμα, μπορείς να το χρησιμοποιήσεις για να βοηθήσεις τους άλλους.
Επομένως, στην πραγματικότητα δεν είσαι φτωχός, η “φτώχεια” του πνεύματος είναι η πραγματική φτώχεια.»]]
Αν αφήσουμε να ενεργήσει το ενοικούν εντός μας πνεύμα, θα ανακαλύψουμε ότι έχουμε μεγάλη δύναμη και ανεξάντλητους θησαυρούς. Δεν είναι αναγκαίο να είναι υλικοί οι θησαυροί μας. Μπορεί να είναι το ζεστό μας χαμόγελο, η ματιά κατανόησης, ο χρόνος ν’ ακούσουμε το πρόβλημα του άλλου και η προθυμία να τον βοηθήσουμε, η αγκαλιά που θ’ ανοίξουμε στον πονεμένο, το φιλί στον απελπισμένο. Στον/ην αγαπημένο/η μας η θέρμη της αγκαλιάς μας και το σμίξιμο για την έκφραση της ένωσης κι όχι για την εκτόνωση του σαρκικού πάθους. Τότε αφήνουμε την ψυχή μας να μιλήσει. Να μιλήσει στον άλλον, αλλά και σ’ εμάς και να μας ορμηνέψει, όπως περιγράφει ο Χαλίλ Γκιμπράν μέσα από το βιβλίο του “Σκέψεις και διαλογισμοί”:
[[ Η ψυχή μου μου μίλησε και με ορμήνεψε να αγαπώ όλα όσα οι άλλοι μισούν. Και να είμαι φίλος εκείνων που οι άλλοι κακολογούν. Η ψυχή μου με ορμήνεψε και μου αποκάλυψε ότι η αγάπη τιμάει όχι μόνον εκείνον που αγαπά, αλλά και αυτόν που αγαπιέται. Μέχρι τη μέρα εκείνη η αγάπη ήταν για μένα μια κλωστή αραχνοϋφασμένη ανάμεσα σε δυο λουλούδια, κοντά το ένα με το άλλο. Αλλά τώρα έγινε ένα φωτοστέφανο χωρίς αρχή και τέλος, που περικλείει όλα όσα έχουν υπάρξει και μεγαλώνει αδιάκοπα για να αγκαλιάσει όλα όσα θα υπάρξουν.
Η ψυχή μου με ορμήνεψε και μου έμαθε πώς να βλέπω την ομορφιά που σκεπάζεται από τη μορφή και το χώμα. Η ψυχή μου με πρόσταξε να αντικρίζω σταθερά όλα όσα θεωρούνται άσχημα ώσπου να φανούνε όμορφα. Πριν έτσι να με ορμηνέψει και να με διατάξει η ψυχή μου, έβλεπα την ομορφιά να μοιάζει με φλεγόμενους πυρσούς ανάμεσα σε στήλες καπνού. Αλλά τώρα ο καπνός σκόρπισε κι εξαφανίστηκε κι εγώ δε βλέπω παρά μόνον τη φωτιά.
Η ψυχή μου με ορμήνεψε και με πρόσταξε να ακούω φωνές που δεν βγαίνουν από το λαιμό ούτε από τη γλώσσα. Πριν από μια μέρα άκουγα μόνο θολά, και τίποτα άλλο έξω από ξεφωνητά και κραυγές δεν ερχόταν στα αυτιά μου. Αλλά τώρα έχω μάθει να ακούω τη σιωπή. Να αφουγκράζομαι τις χορωδίες της που τραγουδούν τα τραγούδια των αιώνων, που ψέλνουν τους ύμνους του διαστήματος κι αποκαλύπτουν τα μυστικά της αιωνιότητας.
Η ψυχή μου μου μίλησε και με ορμήνεψε να σβήνω τη δίψα μου μ’ εκείνο το κρασί που δεν μπορεί να μπει σε κούπα ούτε να μετακινηθεί από χέρια ούτε και να αγγιχτεί από χείλη. Ως την ημέρα εκείνη η δίψα μου ήταν σαν άφεγγη σπίθα μέσα στη στάχτη που μπορούσε να σβηστεί από όποια πνοή ανέμου. Αλλά τώρα η δυνατή λαχτάρα έγινε η κούπα μου, η αγάπη έγινε το κρασί μου και η μοναξιά η χαρά μου.
Η ψυχή μου με ορμήνεψε και πρόσταξε να γυρεύω αυτό που είναι αθώρητο Κι η ψυχή μου μου φανέρωσε ότι αυτό που βρίσκουμε και πιάνουμε, είναι αυτό που επιθυμούμε, Τον άλλο καιρό ευχαριστιόμουν με τη ζέστα το χειμώνα και με το δροσερό ζέφυρο το καλοκαίρι. Αλλά τώρα τα δάκτυλα μου έχουν γίνει σαν ομίχλη και τους πέφτουν όλα όσα είχαν κρατήσει. Κι ανακατεύονται με το αθώρητο που τώρα ποθώ.
Η ψυχή μου μου μίλησε και με κάλεσε να αναπνεύσω το άρωμα ενός φυτού που δεν έχει ρίζα ούτε κορμό ούτε άνθος και που δεν το έχει δει κανένα μάτι. Πριν έτσι να με συμβουλεύσει η ψυχή μου, αναζητούσα αρώματα στους κήπους, σε γυάλες με μυρωδάτα βότανα και σε κούπες με θυμιάματα. Αλλά τώρα δεν ξέρω παρά ένα μόνον θυμίαμα. Που δεν μπορεί να καίγεται. Ανασαίνω έναν αέρα αρωματισμένο από όλους τους κήπους της γης κι από όλους τους αγέρηδες του διαστήματο.
Η ψυχή μου με ορμήνεψε και με πρόσταξε να απαντώ λέγοντας: «ακολουθώ», όταν με καλούν το άγνωστο κι η περιπέτεια. Ως τώρα δεν απαντούσα παρά μόνον στη φωνή του τελάλη της αγοράς και δεν ακολουθούσα παρά δρόμους χαραγμένους και πολυπατημένους. Αλλά τώρα το γνωστό έγινε μια σκάλα για να σκαρφαλώσω στην πιο επικίνδυνη κορφή.
Η ψυχή μου με ορμήνεψε να μετρώ το χρόνο με αυτό το λόγο. Υπήρξε κάποιο χτες και θα υπάρξει κάποιο αύριο. Ως εκείνη την ώρα, θαρρούσα το χτες σαν μια εποχή χαμένη που θα ξεχαστεί και το μέλλον το θαρρούσα μιαν εποχή που δε θα μπορούσα να την φτάσω. Αλλά τώρα έμαθα τούτο: Ότι μέσα στο τόσο σύντομο παρόν πραγματώνεται κι επαληθεύεται όλος ο χρόνος κι όλα όσα ανήκουν στο χρόνο.
Η ψυχή μου μου μίλησε και μου φανέρωσε ότι δεν είμαι περιορισμένος μέσα στο διάστημα από τις λέξεις: «εδώ, εκεί, πέρα» ως τώρα στεκόμουν πάνω στο λόφο μου και κάθε άλλος λόφος μου φαινόταν μακρινός πολύ. Αλλά τώρα ξέρω ότι ο λόφος όπου κατοικώ είναι, πραγματικά, κι όλοι οι άλλοι λόφοι κι η κοιλάδα που κατεβαίνω περιέχει κι όλες τις κοιλάδες.
Η ψυχή μου με ορμήνεψε και με παρακάλεσε Να παρατηρώ όταν οι άλλοι κοιμούνται. Και να ακουμπώ στο μαξιλάρι μου όταν οι άλλοι ξαγρυπνούν. Γιατί σε όλα τα χρόνια μου δεν είχα αντιληφθεί τα όνειρά τους. Ούτε κι εκείνοι τα δικά μου. Αλλά τώρα νιώθω να πετώ μέσα στη μέρα με τα όνειρα μου. Κι όταν οι άλλοι κοιμούνται, τους βλέπω ελεύθερους μέσα στη νύκτα και χαίρομαι για τη λευτεριά τους.
Η ψυχή μου με ορμήνεψε και με πρόσταξε να μην εξυψώνομαι από το μεγάλο έπαινο. Ούτε να καταθλίβομαι από το φόβο της κατηγορίας. Ως αυτή τη μέρα αμφέβαλλα για την αξία του έργου μου. Αλλά τώρα έμαθα τούτο: Τα δέντρα ανθίζουν την άνοιξη και καρποφορούν το καλοκαίρι. Ρίχνουν τα φύλλα τους το φθινόπωρο και απογυμνώνονται το χειμώνα χωρίς ούτε περηφάνια ούτε το φόβο της ντροπής.
Η ψυχή μου με ορμήνεψε και με βεβαίωσε ότι δεν είμαι πιο ψηλός από τον πυγμαίο ούτε πιο κοντός από τον γίγαντα. Πριν από αυτή τη μέρα έβλεπα την ανθρωπότητα σαν δυο ανθρώπους, τον ένα αδύναμο που τον κορόιδευα ή τον λυπόμουν και τον άλλο ισχυρό που είτε τον ακολουθούσα ή του αντιστεκόμουν επαναστατικά. Αλλά τώρα ξέρω ότι πλάστηκα από την ίδια σκόνη που πλάστηκαν όλοι οι άνθρωποι, Ότι τα στοιχεία μου είναι τα στοιχεία τους. Κι ο εσωτερικός μου εαυτός είναι ίδιος με το δικό τους. Ο αγώνας μου είναι ο αγώνας τους και το προσκύνημά τους το δικό μου. Αν οι άλλοι κάνουν παραβάσεις κι εγώ είμαι παραβάτης. Αν καλοπράττουν, τότε κι εγώ μετέχω στην καλή τους πράξη. Όταν υψώνονται, υψώνομαι κι εγώ μαζί τους. Αν ξεμένουν πίσω κι εγώ μαζί τους, συνοδός τους.
Η ψυχή μου με ορμήνεψε και με δίδαξε να βλέπω πως το φως που κουβαλάω, δεν είναι δικό μου φως. Ότι το τραγούδι μου δεν πλάστηκε μέσα σε μένα γιατί, αν και ταξιδεύω με το φως, εγώ δεν είμαι το φως. Και αν είμαι το λαούτο δεμένο με χορδές, εγώ δεν είμαι ο λαουτιέρης.
Η ψυχή μου με ορμήνεψε, αδελφέ μου, και με φώτισε. Και συχνά η ψυχή σου σε ορμήνεψε και σένα και σε φώτισε. Διότι εσύ είσαι σαν και μένα και δεν υπάρχει διαφορά ανάμεσά μας, Μόνον που εγώ μιλώ για όσα είναι μέσα μου με λόγια που άκουσα στη σιωπή μου. Κι εσύ φυλάς όλα όσα είναι μέσα σου. Κι η φύλαξη σου αυτή έχει αξία τόση όση κι η δική μου πολλή ομιλία. ]]
Ο άνθρωπος που ξέκοψε από την πλατειά οδό είναι έτοιμος να συντομέψει την πορεία της επιστροφής του στην πνευματική του Ιθάκη μέσα από την αγάπη. Έχει τη θέρμη να μετασχηματίσει τις άσχημες γκρίζες κάμπιες που φωλιάζουν στην καρδιά του σε χιλιόχρωμες φτερωτές πεταλούδες. Θα μετασχηματίσει την μεγάλη δύναμη της σεξουαλικής ενέργειας που βρίσκεται μέσα του σαν την πυρηνική ενέργεια ενός εργοστασίου που θα την μετασχηματίσει σε ηλεκτρισμό. Κι όπως η ηλεκτρική ενέργεια γίνεται φως στον λαμπτήρα, θερμότητα στον θερμοσίφωνα, κίνηση στον ανεμιστήρα, εικόνα και ήχος στην τηλεόραση, έτσι και ο ηλεκτρισμός της γενετήσιας ενέργειας να γίνει τρυφερότητα κι αφοσίωση στον/ην σύντροφο, παιδιά για μια όμορφη οικογένεια, έμπνευση για παραγωγικό πνευματικό έργο, δύναμη στις δύσκολες καταστάσεις, ώθηση στην τελείωση της ψυχής. Λένε πως πίσω από κάθε μεγάλο δημιουργό βρίσκεται μια θνητή μούσα. Μια γυναίκα που τον εμπνέει με την αγάπη της! Όλα, λοιπόν, είναι ηλεκτρισμός, αρκεί να χρησιμοποιηθεί σωστά. Γιατί ο ηλεκτρισμός μπορεί σε ένα ωραίο συγκρότημα αναπαραγωγής ήχου να προκαλέσει το άκουσμα μια συμφωνίας του Μπετόβεν που θα γαληνέψει το νευρικό σύστημα, μπορεί, όμως, να προκαλέσει και ηλεκτροσόκ, που θα αναστατώσει το νευρικό μας σύστημα. Το ίδιο και η αγάπη. Αν είναι τάση στη διαστροφή και την ικανοποίηση των κατώτερων ενστίκτων, αναστατώνει την ψυχή και την κατεβάζει μερικά σκαλοπάτια πιο χαμηλά. Αν είναι η ανώτερη ένωση- ένωση δοσίματος- κάτι σαν την ανατολική τάντρα, εξυψώνει την ψυχή και επιταχύνει την ένωσή της με το θείο. Η αγάπη μπορεί να καταστρέψει- την σκότωσε γιατί την αγαπούσε, λέει το τραγούδι- μπορεί και να γιατρέψει. Θα μπορούσαμε να πούμε πως η εντός μας σεξουαλική ενέργεια είναι σαν τα αποθηκευμένα καύσιμα στον πύραυλο. Αν ο μηχανισμός καύσης είναι ελαττωματικός μπορεί να προκαλέσει έκρηξη, όπως στο διαστημικό λεωφορείο Τσάλιτζερ πριν από χρόνια. Αν είναι καλός βοηθά στην εκτόξευση σε άλλους πλανήτες ή ακόμη κι έξω από το ηλιακό μας σύστημα. Ο μηχανισμός καύσης της σεξουαλικής ενέργειας είναι ο βαθμός της εξέλιξης της ψυχής μας και συνακόλουθα η ποιότητα της αγάπης μας. Στον ανώτερο βαθμό της επαληθεύεται η φράση: «Ρώτησα ένα λουλούδι, ένα πουλί και έναν άνθρωπο τι είναι η αγάπη, και το λουλούδι άνθισε, το πουλί κελάηδησε και ο άνθρωπος δάκρυσε.»
Τίποτα δεν είναι κακό! Γιατί απλούστατα ο Θεός δεν έχει καμιά σχέση με το κακό. Η γενετήσια ενέργεια είναι θεία. Απ’ αυτήν προέρχεται η ζωή! Είναι ενέργεια δημιουργική! Βρισκόμαστε στη ζωή γιατί η αγάπη του πατέρα μας προς τη μητέρα μας εκδηλώθηκε μέσα από την σεξουαλική ενέργεια και η ένωσή τους έδωσε το γονιμοποιημένο ωάριο. Δύο σεξουαλικά στοιχεία- κύτταρα συγχωνεύτηκαν και δημιούργησαν το πρώτο μας κύτταρο! Όλο το Σύμπαν είναι διαποτισμένο από την ενέργεια της αγάπης. Κι απορούμε γιατί υπάρχει αγαμία στους ανώτερους βαθμούς του εκκλησιαστικού κλήρου και στους μοναχούς. Αυτοί δεν αναρωτήθηκαν μήπως πάνε κόντρα στους νόμους του Δημιουργού; Αν οι εκκλησιαστικοί κανόνες δεν επέβαλαν την αγαμία, τα κρούσματα διαστροφής- όσο κι αν κρύβονται μέσα στα φαρδιά εκκλησιαστικά ενδύματα και στους ψηλούς τοίχους των περιβόλων των μονών και των μητροπολιτικών μεγάρων- θα ήσαν ελάχιστα. Αυτή η ενέργεια έχει μεγάλη ανυψωτική δύναμη! Μας εξυψώνει, και, από πρωτόγονο με μόνον σεξουαλικά ένστικτα, μας κάνει θα επιθυμούμε τον θείο έρωτα. Έτσι, η σεξουαλική ενέργεια μας ελευθερώνει από τις ίδιες τις σεξουαλικές επιθυμίες και μας οδηγεί από την κατάσταση του θνητού στην θεία κατάσταση, από τον θάνατο στη λύτρωση, από υιοί γινόμαστε Υιοί, μας δείχνει το δρόμο προς την ανάσταση, τη Ζωή!
Συμβολικά οι αλχημιστές του Μεσαίωνα και οι Ροδόσταυροι έδειξαν αυτή την εξελικτική διαδικασία πολύ έξυπνα: ο σοφός φτιάχνει τη φιλοσοφική λίθο τοποθετώντας το δέντρο της ζωής του μέσα σ’ ένα κάδο γεμάτο από το ελιξίριο της ζωής. Αυτό θερμαίνεται συνεχώς από τη φωτιά του δράκου, τη σεξουαλική ενέργεια, για να κάνει το δέντρο να ανθίσει.
Όλα, όπως έχουμε ξαναγράψει, στο Σύμπαν είναι ηλεκτρομαγνητική ενέργεια με διαφορετική κραδασμικότητα (συχνότητα). Σκοπός του ανθρώπου είναι να ανυψώσει την κραδασμικότητα κι από την χαμηλή συχνότητα της ύλης να επιτύχει την πολύ υψηλή του πνεύματος. Μαζί ανεβαίνει και η ποιότητα της αγάπης. Από αγάπη του «να παίρνω» θα γίνει αγάπη του «δούναι και λαβείν», ώστε να φτάσει στην αγάπη του «δίνω χωρίς να προσμένω να πάρω». Γιατί στην αγνή αγάπη μόνο δίνεις… Δεν θα χρειάζεται τότε να ρωτάμε: «μπορείς να μ’ αγαπάς;» Θα είμαστε σίγουροι πως και μπορεί να μας αγαπάει και μπορούμε να αγαπάμε. Πως δεν υπάρχει αντικείμενο αγάπης γιατί πλέον είμαστε ΕΝΑ.
Για να φτάσουμε σ’ αυτό το σημείο, ας ευχηθούμε όπως ο Ν. Καζαντζάκης στο βιβλίο του “Οι αδερφοφάδες”: «Η καρδιά του ανθρώπου είναι ένα κουβάρι κάμπιες. Φύσηξε, Χριστέ μου, να γίνουν πεταλούδες!»
Είθε να δούμε πολλές πεταλούδες γύρω μας… Μακάρι να γεμίσει ο κόσμος πεταλούδες…

Δεν υπάρχουν σχόλια: