Τρίτη 31 Μαρτίου 2015

Το ξένο είναι πιο καλό…

[[ δαμ- ων ]]

Σπάνια είμαστε ευχαριστημένοι με αυτό, που είμαστε. Σπάνια επίσης είμαστε ικανοποιημένοι με όσα έχουμε. Τις περισσότερες φορές νιώθουμε ριγμένοι για τη θέση που έχουμε στην εργασία μας. Πιστεύουμε πως έχουμε αδικηθεί στο εργασιακό μας περιβάλλον, γιατί αξίζουμε για περισσότερα. Όσο για τα υλικά μας αγαθά, εκεί είναι που είμαστε ανικανοποίητοι. Θέλουμε να έχουμε πολύ περισσότερα απ’ αυτά που αξιωθήκαμε να έχουμε. Πολύ σπάνια βγαίνει από μέσα μας το «Δόξα τω Θεώ, είμαστε καλά»!
Πιστεύουμε ότι ο διπλανός μας περνάει καλύτερα. Η τύχη του στάθηκε πιο γενναιόδωρη. Και πολλές φορές ζηλεύουμε. Μερικές φορές φτάνουμε μέχρι το φθόνο, με αποτέλεσμα να δηλητηριάζεται η ψυχή μας. Μάλιστα κάποιες φορές- ευτυχώς σπάνια- μας πιάνει μια καταστροφική μανία και ο φθόνος μας γίνεται εκδίκηση. Εκδίκηση ενάντια στην ευτυχία του άλλου. Μας πονάει γιατί είναι ευτυχισμένος και θέλουμε να τον δούμε δυστυχισμένο για να ικανοποιηθούμε. Φυσικά αυτό είναι μια αρρωστημένη κατάσταση. Αλλά οι ψυχικές ασθένειες είναι ανθρώπινες. Εκδηλώνονται σε ανθρώπους και πρέπει να τις αντιμετωπίζουμε με κατανόηση.
Πόσες φορές δεν πιάσαμε τον εαυτό μας να πιστεύει ότι το σπίτι μας είναι μικρό. Πως αν είχαμε ένα μεγαλύτερο, θα ζούσαμε ανετότερα. Η αιτία της αναταραχής της σκέψης μας είναι το γεγονός πως ζούμε σε ένα πληκτικό περιβάλλον, όπως το θεωρούμε. Και είναι πληκτικό γιατί δεν έχουμε τις ανέσεις μας. Πιστεύουμε ότι ο δείνα συγγενής, ή ο τάδε φίλος μας έχει καλύτερο σπίτι, αρτιότερα εξοπλισμένο. Αυτό μας στεναχωρεί, βασανίζει τη σκέψη μας. Συνήθως έχουμε την τάση να υποβαθμίζουμε τις δικές μας συνθήκες ζωής και να υπερεκτιμούμε τις συνθήκες των άλλων. Υπερτονίζουμε τα δικά μας μικρά προβλήματα, ενώ θεωρούμε πως οι άλλοι περνούν ζωή χαρισάμενη. Έτσι οι ψευδαισθήσεις μας ρίχνουν τη διάθεσή μας. Σε αρκετές περιπτώσεις μας φέρνουν κατάθλιψη.

Η συνέχεια >>> VagiaBlog…

Η παρακάτω ιστορία ίσως μας βοηθήσει να καταλάβουμε τι εννοούμε με τον όρο ψευδαισθήσεις:
[[ Κάποτε, ζούσε ένα κοριτσάκι σε ένα μικρό, απλό και φτωχικό σπίτι χτισμένο πάνω σε έναν λόφο. Όταν μεγάλωσε, άρχισε να παίζει στον μικρό κήπο του σπιτιού και να κοιτάζει πάνω από τον φράκτη του κήπου. Στην κοιλάδα απέναντι υπήρχε ένα υπέροχο σπίτι ψηλά στον λόφο. Το σπίτι αυτό είχε χρυσά παράθυρα που έλαμπαν τόσο πολύ, που το μικρό κορίτσι σκεφτόταν πόσο μαγικό θα ήταν να ζει κάποιος εκεί κι όχι σε ένα συνηθισμένο σπίτι σαν το δικό της.
Παρ’ όλο που αγαπούσε τους γονείς της και την οικογένειά της, λαχταρούσε να ζήσει σε ένα τέτοιο σπίτι και το ονειρευόταν συνεχώς.
Όταν μεγάλωσε αρκετά και άρχισε να βγαίνει έξω από τον περιφραγμένο κήπο τους, ρώτησε τη μητέρα της αν θα μπορούσε να πάει μια βόλτα με το ποδήλατο. Η μητέρα της τελικά την άφησε να πάει, επισημαίνοντάς της ότι δεν έπρεπε να απομακρύνεται από το σπίτι. Η μέρα ήταν όμορφη και το κοριτσάκι ήξερε ακριβώς πού ήθελε να πάει! Πέρασε την κοιλάδα κι έφτασε με το ποδήλατό της μέχρι την πύλη του χρυσού σπιτιού στον απέναντι λόφο.
Αφού κατέβηκε από το ποδήλατό της και το ακούμπησε στην πύλη, άρχισε να παρατηρεί το μονοπάτι που οδηγούσε στο σπίτι και στη συνέχεια το ίδιο το σπίτι… και αμέσως ένιωσε μια τρομερή απογοήτευση, όταν διαπίστωσε ότι όλα τα παράθυρα ήταν λιτά και κάπως βρώμικα και δεν αντανακλούσαν τίποτα άλλο εκτός από τη θλιβερή εικόνα ενός παραμελημένου κι εγκαταλελειμμένου σπιτιού.
Λυπημένη δεν προχώρησε περισσότερο και γύρισε να φύγει. Όταν σήκωσε το βλέμμα της αντίκρισε ένα θέαμα που την άφησε κατάπληκτη. Απέναντι από την κοιλάδα υπήρχε ένα μικρό σπίτι που τα παράθυρά του γυάλιζαν σαν χρυσός. Ήταν το σπίτι της που έλαμπε καθώς ο ήλιος έπεφτε πάνω του.
Τότε συνειδητοποίησε ότι ζούσε κι εκείνη σε ένα χρυσό σπίτι και ο «χρυσός» ήταν όλη η αγάπη και η φροντίδα που υπήρχε εκεί. Όλα όσα ονειρευόταν βρίσκονταν ακριβώς μπροστά της!]]
Το ξένο θεωρούμε πως είναι καλύτερο. Σε αυτό μας οδηγούν οι ψευδαισθήσεις και δεν μας αφήνουν να χαρούμε ό,τι έχουμε. Πάντα λοξοκοιτάξουμε προς το ξένο. Το σπίτι του γείτονα, το κτήμα του συγγενή, το αυτοκίνητο του φίλου, τη γυναίκα του κουμπάρου, τη θέση συναδέλφου, την περιουσία του κολλητού μας. Όλα αυτά είναι παιγνίδια των αισθήσεων και του μυαλού. Και το μυαλό παίζει με τα όρια των συναισθημάτων και της ψυχής μας. Το ξένο είναι πιο γλυκό! Αν το κοριτσάκι της ιστορίας μας, στο οποίο ακόμη λόγω ηλικίας δεν έχει υπεραναπτυχθεί το «εγώ», ούτε έχουν βρει ακόμη έδαφος να καλλιεργηθούν η ιδιοτέλεια, η απληστία και η ζηλοφθονία, ώστε να δράσουν παρασιτικά, βλέπει να λάμπουν χρυσά παράθυρα στο σπίτι της απέναντι κοιλάδας, φανταστείτε τι συμβαίνει στο μυαλό των μεγαλύτερων ηλικιακά ανθρώπων, που έχουν τα αντικείμενα της ζήλειας σε απόσταση αναπνοής.
Οι αισθήσεις, λοιπόν, κάποιες φορές μας παίζουν παιγνίδια και μας μπλοκάρουν το μυαλό. Γιατί οι αισθήσεις είναι τα παράθυρα για να βλέπει ο εαυτός μας προς τον έξω κόσμο. Οι αισθήσεις, επομένως, μας φέρνουν σε επαφή με τον έξω κόσμο. Μας κάνουν να βλέπουμε το σπίτι στον απέναντι λόφο. Τα ψεύτικα χρυσά παράθυρα του μακρινού σπιτιού στον απέναντι λόφο. Μας δίνουν μια ψεύτικη εικόνα για το απέναντι σπίτι και δημιουργούν μια ψευδαίσθηση και μια ικανοποίηση χωρίς πραγματικό βάθρο, η οποία εύκολα μπορεί να κατακρημνιστεί δημιουργώντας συντρίμμια. Οι αισθήσεις μπορούν να μας παρασύρουν σε ένα ταξίδι, στο οποίο θα συναντήσουμε σειρήνες, Κύκλωπες και Λαιστρυγόνες, την Κίρκη με το μαγικό ραβδί, που από ανθρώπους θα μας μεταμορφώσει σε χοίρους. Και τότε θα ξεπέσουμε και θα οικτίρουμε τον εαυτό μας. Θα κλάψουμε πικρά και θα χτυπάμε το στήθος μας μετανοημένοι.
Γιατί σαν το κοριτσάκι θα συνειδητοποιήσουμε ότι το σπίτι με τα χρυσά παράθυρα ήταν το δικό μας. Ήταν μπροστά μας! Απλά τα μάτια μας δεν το αναγνώριζαν. Ο εαυτός μας ήταν ανώριμος να το αναγνωρίσει. Κι αυτό που θα μας μείνει είναι το “ταξίδι”, η εμπειρία της πορείας. Αυτό το ταξίδι της αναζήτησης θα μας δώσει γνώση- γνώση βιωματική- θα μας αναπτύξει σωματικά, αλλά κυρίως πνευματικά, θα μας μάθει να κάνουμε σχέσεις, να συνεργαζόμαστε, να δημιουργούμε, να αγαπάμε, να ερωτευόμαστε, να πονάμε, να κλαίμε και να γελάμε. Να κατανοήσουμε τον αισθητό κόσμο. Να αντιληφθούμε την πλάνη της ύλης. Ότι τα χρυσά παράθυρα δεν είναι εκεί έξω. Τα χρυσά παράθυρα είναι στο δικό μας το σπίτι. Είναι στον εαυτό μας. Δεν τα βλέπαμε γιατί ήμασταν επικεντρωμένοι να βλέπουμε αλλού, κι όχι μέσα μας. Δεν είχαμε επαφή με τον ανώτερο εαυτό μας. Μετά το μάταιο ταξίδι στον απέναντι λόφο, θα αντιληφθούμε τη σπουδαιότητα του ανώτερου εαυτού κι αυτό θα ενεργοποιήσει τις θείες ιδιότητές μας για να έρθουμε σε επαφή με τον πνευματικό κόσμο. Με το πραγματικό σπίτι, που είναι δικό μας!
Η λέξη “αίσθηση” προέρχεται από το ρήμα αισθάνομαι, που σημαίνει αντιλαμβάνομαι με τις αισθήσεις, γνωρίζω καλά κάτι, έχω επίγνωση, συνειδητοποιώ. Για τους αρχαίους Έλληνες η λέξη “αίσθησις” σήμαινε την δια των αισθήσεων γνώση, σε αντιδιαστολή με την επιστήμη, την σοφία. Με τις αισθήσεις γνωρίζουμε το φυσικό μας περιβάλλον, τον λεγόμενο αισθητό κόσμο, τροφοδοτούμε την μνήμη μας, και με τις νοητικές λειτουργίες τα ερεθίσματα γίνονται προϊόντα μάθησης κι εμπειρίας. Έτσι οι αισθήσεις αποτελούν μέσα γνώσης. Ο σπουδαίος Κρητικός συγγραφέας μας Ν. Καζαντζάκη γράφει στην “Ασκητική” του:
[[ Ήσυχα, καθαρά, κοιτάζω τον κόσμο και λέω: Όλα τούτα που θωρώ, γρικώ, γεύουμαι, οσφραίνουμαι κι αγγίζω είναι πλάσματα του νου μου.
Ο ήλιος ανεβαίνει, κατεβαίνει μέσα στο κρανίο μου. Στο ένα μελίγγι μου ανατέλνει ο ήλιος, στο άλλο βασιλεύει ο ήλιος.
Τ’ άστρα λάμπουν μέσα στο μυαλό μου, οι ιδέες, οι ανθρώποι και τα ζώα βόσκουν μέσα στο λιγόχρονο κεφάλι μου, τραγούδια και κλάματα γιομώνουν τα στρουφιχτά κοχύλια των αυτιών μου και τρυκυμίζουν μια στιγμή τον αγέρα∙ σβήνει το μυαλό μου, κι όλα, ουρανός και γης, αφανίζουνται.
« Εγώ μονάχα υπάρχω!» φωνάζει ο νους.
Μέσα στα κατώγια μου, οι πέντε μου ανυφάντρες δουλεύουν, υφαίνουν και ξυφαίνουν τον καιρό και τον τόπο, τη χαρά και τη θλίψη, την ύλη και το πνέμα. Όλα ρέουν τρογύρα μου σαν ποταμός, χορεύουν, στροβιλίζουνται, τα πρόσωπα κατρακυλούν σν το νερό, το χάος μουγκρίζει.
Μα εγώ, ο Νους, με υπομονή, με αντρεία, νηφάλιος μέσα στον ίλιγγο, ανηφορίζω. Για να μην τρεκλίσω να γκρεμιστώ, στερεώνω απάνω στον ίλιγγο σημάδια, ρίχνω γιοφύρια, ανοίγω δρόμους, οικοδομώ την άβυσσο. Αργά, με αγώνα, σαλεύω ανάμεσα στα φαινόμενα που γεννώ, τα ξεχωρίζω βολικά, τα σμίγω με νόμους και τα ζεύω στις βαριές μου ανάγκες.
Βάνω τάξη στην αναρχία, δίνω πρόσωπο, το πρόσωπό μου, στο χάος. Δεν ξέρω αν πίσω από τα φαινόμενα ζει και σαλεύει μια μυστική, ανώτερή μου ουσία. Κι ούτε ρωτώ∙ δε με νοιάζει. Γεννοβολώ τα φαινόμενα, ζωγραφίζω με πλήθια χρώματα φανταχτερό, γιγάντιο ένα παραπέτασμα μπροστά από την άβυσσο. Μη λες: « Αναμέρισε το παραπέτασμα, να δω την εικόνα!» το παραπέτασμα αυτό είναι η εικόνα. Είναι ανθρώπινο έργο, πρόσκαιρο, παιδί δικό μου, το βασίλειο ετούτο. Μα είναι στέρεο, άλλο στέρεο δεν υπάρχει, και μέσα στην περιοχή του μονάχα μπορώ γόνιμα να σταθώ, να χαρώ και να δουλέψω.
Είμαι ο αργάτης της άβυσσος. Είμαι ο θεατής της άβυσσος. Είμαι η θεωρία κι η πράξη. Είμαι ο νόμος. Όξω από μένα τίποτα δεν υπάρχει… Ποιο είναι το χρέος μου; Να συντρίψω το σώμα, να χυθώ να σμίξω με τον Αόρατο. Να σωπάσει ο νους, ν’ ακούσω τον Αόρατο να φωνάζει.
Περπατώ στ’ αφρόχειλα της άβυσσος και τρέμω. Δυο φωνές μέσα μου παλεύουν.
Ο νους: « Γιατί να χανόμαστε κυνηγώντας το αδύνατο; Μέσα στον ιερό περίβολο των πέντε αιστήσεων χρέος μας ν’ αναγνωρίσουμε τα σύνορα του ανθρώπου.»
Μα μια άλλη μέσα μου φωνή, ας την πούμε έχτη δύναμη, ας την πούμε καρδιά, αντιστέκεται και φωνάζει: « Όχι! Όχι! Ποτέ μην αναγνωρίσεις τα σύνορα του ανθρώπου! Να σπας τα σύνορα! Ν’ αρνιέσαι ό,τι θωρούν τα μάτια σου! Να πεθαίνεις και να λες: Θάνατος δεν υπάρχει!»
Ο νους: « Λαγαρό κι ανέλπιδο είναι το μάτι μου και θεάται τα πάντα. Η ζωή είναι ένα παιγνίδι, μια παράσταση που δίνουν οι πέντε θεατρίνοι του κορμιού μου.
Κοιτάζω με απληστία, με ανείπωτη περιέργεια, και δεν έχω την αφέλεια του χωριάτη να πιστέψω, και ν’ ανέβω απάνω στη σκηνή επεμβαίνοντας στην αιματερή κωμωδία.
Είμαι ο θαματοποιός φακίρης που ακίνητος, καθούμενος στο σταυροδρόμι των αιστήσεων, θεάται τα πλήθη να σαλεύουν και να φωνάζουν στα πολύχρωμα μονοπάτια της ματαιότητας. Καρδιά, απλοϊκή καρδιά, γαλήνεψε κι υποτάξου!» ]]
Οι αισθήσεις είναι τα μέσα, με τα οποία η ψυχή έρχεται σ’ επαφή με το περιβάλλον της και ερευνά το παχυλό φυσικό πεδίο. Με αυτές εξαγοράζει την εμπειρία της και διευρύνει τη συνείδησή της. Γι’ αυτό οι αρχαίοι φιλόσοφοι αποκαλούσαν τις ανθρώπινες αισθήσεις ως “παράθυρα της ψυχής”. Απ’ αυτά τα παράθυρα ατενίζουμε τη γνώση αλλά και την προσλαμβάνουμε. Η γνώση του φυσικού κόσμου, αρχίζει με την παρατήρηση. Αντιλαμβανόμαστε τα αίτια, τους νόμους και τις ιδιότητες της ύλης με τη βοήθεια των αισθήσεων.
Ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός εκτός από τις σωματικές αισθήσεις μας μιλάει και για ψυχικές αισθήσεις: « Πρέπει να ξέρουμε ότι ο άνθρωπος είναι διπλός, δηλαδή από σώμα και ψυχή, και έχει διπλές αισθήσεις και διπλές τις αρετές του. Πέντε αισθήσεις έχει η ψυχή και πέντε το σώμα. Οι ψυχικές αισθήσεις είναι: νους, διάνοια, γνώμη, φαντασία και αίσθηση• οι σοφοί τις ονομάζουν και δυνάμεις. Οι σωματικές αισθήσεις είναι τούτες: όραση, όσφρηση, ακοή, γεύση και αφή. Γι’ αυτό και διπλές είναι οι αρετές, διπλές και οι κακίες. Ώστε είναι αναγκαίο να γνωρίζει καθαρά ο κάθε άνθρωπος, πόσες είναι οι ψυχικές αρετές και πόσες οι σωματικές. Και ποια είναι τα ψυχικά πάθη και ποια τα σωματικά. Ψυχικές αρετές είναι εν πρώτοις οι τέσσερις γενικότερες αρετές, οι οποίες είναι: ανδρεία, φρόνηση, σωφροσύνη και δικαιοσύνη. Από αυτές γεννιούνται οι ψυχικές αρετές πίστη, ελπίδα, αγάπη, προσευχή, ταπείνωση, πραότητα, μακροθυμία, ανεξικακία, χρηστότητα, αοργησία, θεία γνώση, ευφροσύνη, απλότητα, αταραξία, ειλικρίνεια, η χωρίς έπαρση διάθεση, η χωρίς υπερηφάνεια, φθόνο, δόλο, η αφιλαργυρία, συμπάθεια, ελεημοσύνη, μεταδοτικότητα, αφοβία, αλυπία, κατάνυξη, σεμνότητα, ευλάβεια, επιθυμία των μελλόντων αγαθών, πόθος της βασιλείας του Θεού και επιθυμία της θείας υιοθεσίας.» ( Φιλοκαλία, τομ. Β’ ).
Οι αισθήσεις είναι τα παράθυρα της ψυχής για τη γνώση. Όμως δεν είναι γνώση. Με τα αισθητήρια όργανα παίρνουμε πληροφορίες από το περιβάλλον, παρατηρούμε, δοκιμάζουμε, όμως οι συλλογισμοί, με βάση την κρίση μας, θα παράγουν τη γνώση. Ο Πλάτωνας μας μεταφέρει ότι τόσο τα ανθρώπινα αισθητήρια όσο και ο εξωτερικός κόσμος αποτελούν σύνολα κίνησης, των οποίων η συνάντηση δημιουργεί το αισθητό, που είναι προϊόν εξίσου του ανθρώπου και του περιβάλλοντός του. « Η αρχή, από την οποία είναι εξαρτημένα όλα όσα τώρα μόλις λέγαμε, είναι τούτη, ότι το παν είναι κίνηση και εκτός από αυτό τίποτα• υπάρχουν δύο είδη κίνησης, με άπειρο αριθμό το καθένα τους, που το ένα είναι ικανό να ενεργεί και το άλλο να υφίσταται. Από την ένωσή τους και την αμοιβαία παρέμβαση δημιουργούνται άπειρα στο πλήθος προϊόντα, διφυή: το ένα είναι το αισθητό γνώρισμα και το άλλο η αίσθηση, η οποία συναντιέται και γεννιέται μαζί με το αισθητό. Οι αισθήσεις λοιπόν έχουν για μας τέτοια ονόματα, χαρακτηριζόμενες ως όραση, ακοή, όσφρηση, ψυχρό, θερμό, ηδονή, λύπη, επιθυμία, φόβος και άλλα, ενώ ατέλειωτες είναι αυτές που δεν έχουν όνομα και πάμπολλες αυτές που έχουν. Το γένος πάλι των αισθητών έχει συγγένεια με καθεμιά από τούτες, δηλαδή για την όραση κάθε είδους χρώματα, για κάθε είδους οράσεις κάθε είδους χρώματα, το ίδιο ισχύει για τους ήχους ως προς τη ακοή, και τα υπόλοιπα αισθητά γνωρίσματα είναι συγγενικά με τις υπόλοιπες αισθήσεις.» ( Πλάτωνος “Θεαίτητος”, 156 a-c )
Αν δεν κάνουμε το ταξίδι, που έκανε το κορίτσι της ιστορίας, που αναφέραμε στην αρχή, θα έχουμε την εντύπωση πως το ξένο σπίτι έχει χρυσά παράθυρα. Και θα το λαχταράμε. Και θα το ονειρευόμαστε. Θα το θέλουμε δικό μας. Γιατί το ξένο είναι πιο γλυκό! Αν και η δέκατη εντολή μας βάζει απαγορευτικούς δεσμούς, τονίζοντας: « οὐκ ἐπιθυμήσεις τὴν γυναῖκα τοῦ πλησίον σου. οὐκ ἐπιθυμήσεις τὴν οἰκίαν τοῦ πλησίον σου οὔτε τὸν ἀγρὸν αὐτοῦ οὔτε τὸν παῖδα αὐτοῦ οὔτε τὴν παιδίσκην αὐτοῦ οὔτε τοῦ βοὸς αὐτοῦ οὔτε τοῦ ὑποζυγίου αὐτοῦ οὔτε παντὸς κτήνους αὐτοῦ οὔτε ὅσα τῷ πλησίον σου ἐστί» (Έξοδος, κ´, 17) Αλλά εμείς όχι μόνο επιθυμούμε. Απλώνουμε τα χέρια μας να αρπάξουμε. Κι όταν δεν μπορούμε να τ’ αρπάξουμε, να το κάνουμε δικό μας, μας καταλαμβάνει το πάθος του φθόνου.
Ο φθόνος είναι το αρνητικό συναίσθημα της λύπης, της στενοχώριας και της δυσαρέσκειας που αισθάνεται κάποιος για την κατοχή υλικών αγαθών, την ευτυχία, την επιτυχία, το ταλέντο ή την υπεροχή των άλλων. Ο υλικός πλούτος, η διακεκριμένη θέση στην κοινωνική διαστρωμάτωση, η σωματική διάπλαση και ωραιότητα, η πνευματική συγκρότηση, η βαρύτητα μιας άρτιας προσωπικότητας, οι υψηλότερες κατακτήσεις, οι επιτυχίες και τόσα άλλα γίνονται αφορμές να προκληθεί στην καρδιά του φθονερού αβάσταχτος πόνος. Ο φθόνος φανερώνει κακεντρέχεια, μισαλλοδοξία και εμπάθεια. Ο φθονερός άνθρωπος να αισθάνεται λύπη για την προκοπή των άλλων και χαρά για τη θλίψη τους. Παρουσιάζει ψυχικές και σωματικές διαταραχές, ενώ είναι ιδιότροπος στο περιβάλλον του. Ο φθόνος μπορεί να γίνει αφορμή πολλών κακών, γιατί τυφλώνει το νου του ανθρώπου και δεν τον αφήνει να ενδιαφερθεί για την πρόοδο του κοινωνικού συνόλου. Ο Χριστός οδηγήθηκε στη σταύρωση από τον φθόνο του ιερατείου και των Φαρισαίων. Στην δίκη του ο Πόντιος Πιλάτος κατάλαβε πως είχε πέσει θύμα φθόνου: «ᾔδει γὰρ ὅτι διὰ φθόνον παρέδωκαν αὐτόν.» (Ματθαίος, κζ΄, 18)
Σύμφωνα με τον Νίτσε ο φθόνος είναι απόκτημα κακίας, ενώ ο Αριστοτέλης τόνιζε πως το να φθονείς κάποιον, είναι σαν να παραδέχεσαι πως είσαι κατώτερος του και διέκρινε δύο ψυχολογικούς τύπους ανθρώπων που είναι υπόδουλοι στο φοβερό πάθος του φθόνου: (α) του φιλόδοξους, γιατί δεν υποφέρουν να τους ξεπερνούν σε φήμη, δόξα, αρετές και (β )τους μικρόψυχους και ανικανοποίητους, διότι όσα αγαθά κι αν διαθέτουν, πάντα τα ξένα τους φαίνονται καλύτερα, μεγαλύτερα, ελκυστικότερα.
Ρωτήθηκε κάποτε ένας σοφός: «Ποια είναι εκείνα τα μάτια που βλέπουν καλύτερα; Τα σκουρόχρωμα ή τα γαλανά; Των ανδρών ή των γυναικών; Των ανθρώπων ή μήπως τα μάτια των ζώων;» Και ο σοφός αποκρίθηκε: «Τα μάτια που βλέπουν καλύτερα είναι αυτά των φθονερών γιατί βλέπουν από απόσταση, βλέπουν και την παραμικρή λεπτομέρεια, βλέπουν ακόμη και όσα δεν υπάρχουν. Ένα μόνο πράγμα δεν βλέπουν, το καλό. Και όταν το εντοπίσουν, τότε γεμίζουν δάκρυα και σφαλίζουν για να μην το βλέπουν.»
Στην πατρίδα μας λένε και το εξής ανέκδοτο:
«Ήταν δυο γείτονες σ’ ένα χωριό. Ο ένας απ’ αυτούς λοιπόν όλο παραπονιόταν στον Θεό επειδή ο γείτονας του είχε κατσίκα ενώ αυτός δεν είχε. Και όσο έβλεπε τον γείτονα του να χαίρεται με την κατσίκα του, τόσο και θύμωνε και ζήλευε περισσότερο.
Εμφανίζεται λοιπόν κάποια στιγμή ο Θεός και του λέει…
- Έλα Κώστα μου, πες μου τέκνο μου κι εσύ τι θέλεις. Ότι ευχή έχεις θα σου την εκπληρώσω. Θέλεις κατσίκα, θέλεις πρόβατα, θέλεις χωράφια, τι θέλεις;
Και απαντά ο Κώστας:
- Θέλω να ψοφήσει η κατσίκα του γείτονα μου.»
Έτσι έχει μείνει παροιμιώδης η έκφραση «να ψοφήσει η κατσίκα του γείτονα»! Δείχνει το μέγεθος της ζήλειας ή του φθόνου για τ’ αποκτήματα του άλλου. Εδώ το ξένο δεν είναι μόνο πιο γλυκό, για να θελήσουμε να το αποκτήσουμε, αλλά οδηγεί στη διαστροφή: αφού δεν το έχουμε εμείς, να μην το έχει κι ο διπλανός μας. Να το χάσει και να γεμίσει πόνο για την απώλεια! Γι’ αυτό ο Απ. Παύλος προτρέπει: «μὴ γινώμεθα κενόδοξοι, ἀλλήλους προκαλούμενοι, ἀλλήλοις φθονοῦντες» (Παύλος, επιστ. προς Γαλάτες, ε΄, 26) για να συμπληρώσει σε άλλη επιστολή: «μηδενὶ μηδὲν ὀφείλετε εἰ μὴ τὸ ἀγαπᾶν ἀλλήλους. ὁ γὰρ ἀγαπῶν τὸν ἕτερον νόμον πεπλήρωκε· τὸ γὰρ οὐ μοιχεύσεις, οὐ φονεύσεις, οὐ κλέψεις, οὐκ ἐπιθυμήσεις, καὶ εἴ τις ἑτέρα ἐντολή, ἐν τούτῳ τῷ λόγῳ ἀνακεφαλαιοῦται, ἐν τῷ, ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν. ἡ ἀγάπη τῷ πλησίον κακὸν οὐκ ἐργάζεται· πλήρωμα οὖν νόμου ἡ ἀγάπη.» (Παύλος, επιστ. προς Ρωμαίους, ιγ΄, 8-10)
Όλοι είμαστε μέλη της ανθρωπότητας. Σε τίποτα δεν θα ωφεληθούμε αν ζηλεύουμε κι επιθυμούμε τα αποκτήματα των άλλων. Ο πλησίον μας καλά κάνει και τα χαίρεται. Μαζί του ας χαρούμε κι εμείς. Όπως ο χέρι δεν πρέπει να ζηλεύει το πόδι γιατί είναι μακρύτερο, ή η φτέρνα τα μαλλιά γιατί είναι απαλότερα, έτσι κι εμείς δεν πρέπει να ζηλεύουμε τον πλησίον μας. Ο Ινδός γκουρού Sri Nisargadatta Maharaj είχε πει: «Είναι πάντα τα ψεύτικα που σε κάνουν να υποφέρεις: οι ψεύτικοι φόβοι και επιθυμίες, οι ψεύτικες αξίες και ιδέες, οι ψεύτικες ανθρώπινες σχέσεις. Παράτα τα ψεύτικα και θα απελευθερωθείς από τον πόνο. Η αλήθεια φέρνει την ευτυχία, η αλήθεια απελευθερώνει.»
Και η αλήθεια είναι πως όλοι είμαστε κύτταρα του ίδιου σώματος, του σώματος της ανθρωπότητας. Είμαστε μέρη του Όλου, του Σύμπαντος. Σταγόνες του ίδιου ωκεανού, τέκνα του ίδιου Πατέρα. Έχουμε όσα χρειαζόμαστε- χαρακτηριστικά, υλικά αγαθά, σωματικά προσόντα, ταλέντα, κοινωνική θέση- για να πάρουμε τα μαθήματα, που καθόρισε η ψυχή μας για να εξελιχθεί σ’ αυτό το στάδιο. Ο Θεός δεν θα μας έδινε τίποτα λιγότερο, ή τίποτα περισσότερο απ’ αυτό που μας είναι αναγκαίο για να αναπτύξουμε την ψυχή μας και να ελευθερώσουμε το πνεύμα μας.
Το ξένο δεν είναι πιο καλό. Οφείλουμε να εκτιμούμε κάθε τι που είναι δικό μας. Να το χαιρόμαστε, να το απολαμβάνουμε. Να το θεωρούμε ανεκτίμητο εργαλείο ή μέσο για την εξέλιξή μας. Το ραβδί που θα ακουμπήσουμε στο ανηφορικό πνευματικό μας μονοπάτι. Το ξένο να το βλέπουμε και να χαιρόμαστε για τη χαρά του συνανθρώπου μας. Κι αν είναι δυνατό να του ευχόμαστε να χρησιμοποιήσει τα αγαθά, που του έδωσε ο Θεός, κατά τον καλύτερο τρόπο. Να μη δεθεί μ’ αυτά, αλλά να τα χρησιμοποιήσει επωφελώς. Το ξένο δεν είναι πιο γλυκό. Είναι πειρασμός στον οποίο έχουμε χρέος να δείξουμε αυτοσυγκράτηση. Το βλέπουμε, χαιρόμαστε για την ομορφιά του, για τον πλούτο του. Δεν το λιμπιζόμαστε. Και κυρίως δε ζηλεύουμε, ούτε αφήνουμε ν’ ανθίσει ο κάκτος του φθόνου. Το σπίτι με τα χρυσά παράθυρα είναι το δικό μας. Γιατί τόσο ο εαυτός μας, όσο και τα αγαθά μας- υλικά, ψυχικά, πνευματικά- είναι πολύτιμα! Ναοί Θεού εσμέν και το Πνεύμα Θεού οικεί εν ημίν! Και η ίδια μυσταγωγία συντελείται τόσο στο φτωχικό ερημοκκλήσι όσο και στον περίλαμπρο ναό…



Δεν υπάρχουν σχόλια: