Δευτέρα 17 Αυγούστου 2015

Διομήδης, ο αντρειωμένος του Τρωικού πολέμου

[[ δαμ- ων ]]

Α΄ μέρος

Ένας σημαντικός ήρωας του Τρωικού πολέμου ήταν ο Διομήδης, βασιλιάς του Άργους. Γιος του Τυδέα, του αντρειωμένου βασιλόπουλου της Αιτωλίας και της Δηιπύλης, κόρης του βασιλιά του Άργους Άδραστου. Ανατράφηκε στο Άργος, όπου μετά το θάνατο του παππού του Άδραστου έγινε βασιλιάς. Ο πατέρας του Τυδέας πήρε μέρος στην εκστρατεία των επτά κατά της Θήβας, όπου και σκοτώθηκε. Μερικά χρόνια αργότερα τα παιδιά των αρχηγών αυτής της εκστρατείας οργανώθηκαν κι έκαναν τον πόλεμο των Επιγόνων κατά της Θήβας, την οποία εύκολα κατέλαβαν. Έδειξε ανώτερη από τον πατέρα του ανδρεία και υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους συντελεστές στης άλωσης της πόλης του Κάδμου.
Μετά εξεστράτευσε στην Αιτωλία για ν’ αποκαταστήσει στο θρόνο τον παπού του Οινέα και να τιμωρήσει τους γιους του Άγριου, που τον είχαν διώξει.
Υπήρξε ένας από τους μνηστήρες της Ελένης, οπότε ο όρκος που είχε δώσει να υπερασπίσει την τιμή της, αν τυχόν κάποιος και την ατιμάσει, τον οδήγησε στην Τροία με ογδόντα καράβια, έχοντας μαζί του τον Σθένελο, γιο του Καπανέα και τον Μηκιστέα, γιο του Ταλαού . Ο Όμηρος αφιέρωσε ένα μέρος της “Ιλιάδας” στα κατορθώματα του Τυδείδη Διομήδη. Η ραψωδία Ε’, μάλιστα, επιγράφεται « Διομήδους αριστεία ». Ήταν ο αγαπημένος των θεών, και η Αθηνά τον προστάτευε προικίζοντάς τον με μένος και θάρρος, ώστε να μείνει στην ιστορία για το “κλέος εσθλόν” μεταξύ των Αχαιών.

Η συνέχεια >>>VagiaBlog…

Θεωρείται μετά τον Αχιλλέα, μαζί με τον Αίαντα τον Τελαμώνιο, ο πιο αντρειωμένος πολεμιστής.
Μας μεταφέρει ο Όμηρος:
«Τότε η Παλλάδα Αθηνά έδωσε στο Διομήδη,
γιο του Τυδέα, δύναμη, θάρρος, να ξεχωρίσει
ανάμεσα στους Αχαιούς, δόξα λαμπρή να πάρει•
έβγαινε αδάμαστη φωτιά απ’ ασπίδα και κράνος
σαν άστρο φθονοπωρινό που λαμπερό προβαίνει,
πρωτύτερα αφού λούστηκε στου Ωκεανού το ρέμα•
τέτοια του άναβε φωτιά στην κεφαλή, στους ώμους•
στη μέση εκεί τον έσπρωξε, όπου πολλοί ορμούσαν. » ( Όμηρος, “Ιλιάδα”, ραψ.Ε’ 1-8 )
Την ανδρεία του τονίζει με τους ακόλουθους στίχους:
« Εκείνοι έτσι πάλευαν στη δυνατή τη μάχη.
Μα τότε δε θα γνώριζες πού ήταν ο Τυδείδης,
αν ήταν μες στους Αχαιούς ή μες στους Τρωαδίτες.
Μέσα στον Κάμπο έτρεχε σαν ξέχειλο ποτάμι,
που σπάει κάθε πρόχωμα στη γρήγορη ροή του,
που φράγμα δεν το σταματά στα πράσινα περβόλια,
σαν καταφτάσει ξεφνικά, πλημμύρα αν φέρει ο Δίας,
κι όμορφα έργα γεωργών μεμιάς τα καταστρέφει•
έτσι τις πυκνές φάλαγγες σκορπούσε ο Τυδείδης
των Τρώων, που δεν στέκονταν, όσο πολλοί κι αν ήταν. » ( Όμηρος, “Ιλιάδα”, ραψ. Ε’ 84 – 94 )
Ακόμη κι όταν τραυματιζόταν δεν το ‘βαζε κάτω, αλλά σαν λιοντάρι ορμούσε μπροστά σκορπίζοντας το θάνατο στους εχθρούς του. O τυφλός ποιητής μας περιγράφει την αντρειοσύνη του Τυδείδη στους παρακάτω στίχους:
« Το τέκνο του Λυκάονα φωνή έβγαλε μεγάλη:
« Τ’ άλογα που κεντρίζετε, εμπρός, αντρείοι Τρώες!
Χτυπήθηκε ο καλύτερος απ’ τους Αργείους• λέω
το δυνατό το βέλος μου πολύ δε θα τ’ αντέξει,
ο Φοίβος αν με έσπρωξε να ‘ρθω απ’ τη Λυκία.»
Έτσι καυχήθηκε αυτός• δε δάμασε ωστόσο
το γοργό βέλος εκείνον• στάθηκε μπρος στ’ αμάξι
και μίλησε στο Σθένελο, το γιο του Καπανέα:
« Έλα καλέ μου Σθένελε, κατέβα από τ’ αμάξι
από τον ώμο το πικρό το βέλος να τραβήξεις.»
Έτσι είπε• και ο Σθένελος πήδησε απ’ τ’ αμάξι
πήγε κοντά τουκι έβγαλε το γρήγορο το βέλος•
κι απ’ το πλεχτό χιτώνα του πετάχτηκε το αίμα.
Κι ο Διομήδης, στη φωνή ευχόταν:
« Άκου με, κόρη αδάμαστη του ασπιδοφόρου Δία,
αν κι άλλοτε βοήθησες, μ’ αγάπη σ’ άγριες μάχες
τον πατέρα μου, Αθηνά, βοήθησε κι εμένα•
δώσε να εξοντώσω αυτόν, να φάει την κονταριά μου,
που να χτυπήσει πρόφτασε και λέγοντας καυχιέται
πως δε θα βλέπω για πολύ το λαμπρό φως του ήλιου.»
Έτσι ευχόταν• κι άκουσε η Αθηνά Παλλάδα•
ελάφρωσε τα μέλη του, τα χέρει και τα πόδια•
και λόγια ανεμάρπαστα από κοντά του είπε:
« Διομήδη, τώρα θαρρετά πολέμησε τους Τρώες•
έβαλα μες στα στήθη σου την πατρική αντρεία
που είχε, την ατρόμητη, ο μαχητής Τυδέας•
την καταχνιά απ’ τα μάτια σου που είχες πριν σου πήρα,
να ξεχωρίζεις για το καλό είτε θεό είτε άντρα.
Έτσι, αν δοκιμάζοντας κάποιος θεός σου έρθει,
με τους αθάνατους θεούς τους άλλους μη χτυπιέσαι•
αλλά αν ‘ρθει στον πόλεμο η Αφροδίτη, η κόρη
του Δία, τότε ρίξε της τον κοφτερό χαλκό σου.»
Έτσι είπε η γλαυκόματη κι έφυγε από κοντά του.
Τράβηξε προς τους πρόμαχους πάλι ο Διομήδης,
που το ποθούσε κι από πριν να χτυπηθεί με Τρώες.
Τότε τριπλάσια ορμή του ήρθε σαν λιοντάρι
που το πλήγωσε ο βοσκός, όταν πηδάει το φράχτη,
γύρω στα μαλλιαρά αρνιά, δίχως να το σκοτώσει,
και του ανάβει την ορμή και πια δεν το κρατάει,
μα μπαίνει μέσα στο μαντρί, τα πρόβατα φοβούνται
και σκοτωμένα κείτονται το ένα πάνω στ’ άλλο,
κι εκείνο φεύγει ορμητικό πηδώντας πια το φράχτη•
έτσι στους Τρώες χύθηκε ο δυνατός Διομήδης.
Αστύνοο κι Υπείρονα σκότωσε τότε, ηγέτες•
τον ένα κάτω απ’ το μαστό με χάλκινο κοντάρι
χτύπησε, στην ωμοπλάτη μ’ ένα σπαθί τον άλλο
και χώρισε τον ώμο του από λαιμό και πλάτη.
Άβαντα και Πολύιδο κυνήγησε κατόπι,
Τους γιους του Ευρυδάμαντα, του ονειρεμένου γέρου•
όνειρα δεν ξεδιάλυνε, σαν έφευγαν, ο γέρος
κι εκεί νεκρούς τους έστρωσε ο δυνατός Διομήδης.
Τους γιους του Φαίνοπα μετά, το Θόωνα και Ξάνθο,
που ήταν νιοι κυνήγησε• βαριά γεράματα είχε
ο πατέρας τους• δεν είχε κληρονόμο άλλον.
Τώρα αυτός τους σκότωσε, τους πήρε τη ζωή τους
κι άφησε στον πατέρα τους καημούς και μαύρους θρήνους,
που πίσω δεν τους δέχτηκε γερούς από τη μάχη
και μακρινοί του συγγενείς μοιράστηκαν ό,τι είχε.
Πρόλαβε κει τους δυο τους γιους του Πρίαμου του ρήγα
που σ’ ένα αμάξι βρίσκονταν, Εχέμμονα, Χρομίο.
Όπως λιοντάρι πέφτοντας μες σε κοπάδι σπάζει
δαμάλας σβέρκο ή βοδιού, καθώς σε λόγγο βόσκουν,
έτσι απ’ τ’ αμάξι αθέλητα κατέβασε εκείνους
του Τυδέα ο γιος κι ευθύς τα όπλα τους τα πήρε
και τ’ άλογα τα έδωσε στα πλοία να τα πάγουν. » ( Όμηρος, “Ιλιάδα”, ραψ. Ε’ 101- 165 )
Ήταν άτρομος ακόμη και με τον πιο ξακουστό Τρωαδίτη πολεμιστή, τον Έκτορα, με τον οποίο τα έβαλε και τον τραυμάτισε, όπως μας λέει ο Όμηρος με τους ακόλουθους στίχους:
« Τον είδε ο βροντόφωνος ο Διομήδης• με τρόμο
στον Οδυσσέα στράφηκε, που πλάι του βρισκόταν:
« Ο δυνατός ο Έκτορας, για μας κακό μεγάλο,
ορμά• μα ας σταθούμε, μ’ αυτόν να χτυπηθούμε.»
Είπε• με φόρα έριξε πάνω του το κοντάρι•
πέτυχε, δεν ξαστόχησε, την κορυφή του κράνους,
καθώς εκεί σημάδευε• στο όμορφό του σώμα
απ’ το χαλκό τινάχτηκε ο χαλκός• τριπλό κράνος
στενό τότε τον γλίτωσε, δοσμένο απ’ το Φοίβο.
Γύρισε πίσω ο Έκτορας, χάθηκε μες στο πλήθος,
σωριάστηκε στα γόνατα, ακούμπησε στο χώμα
τ’ αδρό του χέρι• σκέπασε τα μάτια του σκοτάδι.
Ώσπου μεσ’ απ’ τους πρόμαχους να τρέξει ο Τυδείδης
ξοπίσω απ’ το κοντάρι του, να δει πού είχε πέσει,
ανάσανε ο Έκτορας, ανέβηκε στ’ αμάξι,
όρμησε μέσα στο στρατό και γλίτωσε το χάρο.
Κι είπε ο τρανός Τυδείδης με το κοντάρι ορμώντας:
« Σκύλε, το χάρο ξέφυγες• όμως κοντά τον είδες•
τώρα πάλι σε γλίτωσε ο Φοίβος• θα του τάζεις
πολλά, καθώς θα ξεκινάς στων κονταριών τους χτύπους.
Θα σε ξεκάνω αργότερα, κάπου θα σε πετύχω,
αν βέβαια κάποιος θεός κι εμένα παραστέκει.
Τώρα στους άλλους θα χυθώ, σ’ όποιον μπροστά μου τύχει. » ( Όμηρος, “Ιλιάδα”, ραψ. Λ΄, 345- 367 )
Αμέσως μετά ο Πάρης τον τραυμάτισε στο πόδι, σημαδεύοντάς τον με το τόξο του, έχοντας τη βοήθεια του Απόλλωνα. Ο Όμηρος μας μεταφέρει τη στιχομυθία Πάρη και Διομήδη:
« « Σε πέτυχα, δεν ξέφυγες στα άδικα το βέλος•
στην κοιλιά να σε έβρισκε μακάρι, να χανόσουν.
Κι οι Τρώες θα ξανάσαιναν απ’ τα κακ’ά τους έτσι,
που σε φοβούνται τώρα πια σαν γίδια το λιοντάρι.»
Ατάραχος απάντησε ο δυνατός Διομήδης:
« Γυναικοπλάνε, υβριστή, στο τόξο δοξασμένε,
αν ήθελες να μετρηθείς αντίκρυ μου με όπλα,
τα τόξα και τα βέλη σου δε θα σε ωφελούσαν.
Το πόδι μου τσαγκρούνισες και το καυχιέσαι τώρα.
Δε νοιάζομαι• λες μου ‘ριξε γυναίκα ή παιδάκι•
του άναντρου, του ασήμαντου, κούφιο είναι το βέλος.
Αλλιώς χτυπούν τα βέλη μου• και λίγο να αγγίξει,
το βέλος μου είναι πικρό κι αμέσως θανατώνει.
Ξεσκίζει τα δυο μάγουλα του σκοτωμένου η χήρα,
σ’ ορφάνια πέφτουν τα παιδιά• γη βάφοντας με αίμα
σαπίζει αυτός μ’ ολόγυρα πουλιά παρά γυναίκες.»
Έτσι είπε• κοντά του ήρθε ο άξιος Οδυσσέας,
στάθηκε μπρος του• πίσω του εκείνος καθισμένος
τραβούσε απ’ το πόδι το βέλος• πικρός πόνος
τον έζωσε και πήδησε στ’ αμάξι• στα καράβια
πρόσταξε αυτός να πορευτούν• πονούσε η καρδιά του. » ( Όμηρος, “Ιλιάδα”, ραψ. Λ΄, 380- 400 )
Ο Διομήδης δεν ήταν ο άγριος πολεμιστής, ο αιμοδιψής μακελάρης, αλλά ο ενάρετος πολεμιστής, αυτός που πέρα από την αντρειοσύνη είχε και τις θαυμάσιες αρετές των αρχαίων ηρώων. Ας θαυμάσουμε αυτές τις αρετές, όπως τις περιγράφει ο ποιητής της Ιλιάδας, όταν ο ήρωάς μας πήγε ν’ αναμετρηθεί με τον Γλαύκο από τη Λυκία:
« Ο Γλαύκος, γιος του Ιππόλοχου, και ο γιος του Τυδέα
στη μέση οι δυο τους έσμιξαν να χτυπηθούν ποθώντας.
Κι όταν τρέχοντας έφτασαν κοντά ο ένας του άλλου,
ο βροντόφωνος Διομήδης μίλησε πρώτος έτσι:
« Ποιος είσαι, αρχοντογέννητε, απ’ τους θνητούς ανθρώπους;
δε σ΄είδα ως τώρα καν ποτέ στη μάχη που δοξάζει•
μα όλους με το θάρρος σου τους έχεις ξεπεράσει,
αφού το μακροϊσκιωτο κοντάρι μου αντέχεις.
Μόνο των δύστυχων παιδιά τη λύσσα μου αντικρίζουν.
Αν πάλι απ’ τον ουρανό είσαι θεός και ήρθες,
με τους ουράνιους θεούς να χτυπηθώ σε θέλω.
Γιατί κι ο γιος του Δρύαντα, ο δυνατός Λυκούργος,
φιλονικούσε με θεούς κι έζησε έτσι λίγο.
Του μανιακού Διόνυσου κάποτε αυτός τις βάγιες
απ’ τ’ άγιο βουνό της νύσσας έδιωχνε• αυτές όλες
τους θύρσους κάτω σκόρπιζαν• ο φονικός Λυκούργος
με βουκέντρα τις κέντριζε• βυθίστηκε στο κύμα
σκιαγμένος ο Διόνυσος• τον δέχτηκε σκιαγμένο
στην αγκαλιά η Θέτιδα απ’ τις φωνές του ανθρώπου.
Μα οι καλότυχοι θεοί οργίστηκαν μ’ εκείνον
κι ο Δίας τον ετύφλωσε• μα δεν έζησε πάλι
για πολύ, καθώς το μίσος των θεών όλων είχε.
Γι’ αυτό με τους καλότυχους θεούς δε θέλω μάχες.
Όμως αν είσαι απ’ τους θνητούς που των καρπούς της γης μας,
Έλα κοντά, γοργότερα το τέλοες σου να έχεις.»
Σ’ αυτόν ο γιος του Ιππόλοχου ο αρχοντικός είπε:
« Για τη γενιά μου τι ρωτάς, ανδρείς Διομήδη;
Όπως των φύλλων, όμοια και η φύτρα των ανθρώπων•
άλλα φύλλα ο άνεμος στη γη σκορπίζει κι άλλα
βγάζει το δάσος θαλερό στης άνοιξης την ώρα•
έτσι φυτρώνει η μια γενιά, η άλλη τελειώνει.
Μα αν θες να ξέρεις και αυτά, να ξέρεις τη γενιά μου,
πολλοί είναι οι άνθρωποι που την καλογνωρίζουν.
Υπάρχει πόλη Έφυρα στ’ αλογοτρόφο Άργος•
ζούσε εκεί ο Σίσυφος, ο πιο πανούργος άντρας,
γιος του Αιόλου• γέννησε παιδί αυτός το Γλαύκο•
το λαμπρό Βελλερεφόντη παιδί είχε ο Γλαύκος.
Ομορφιάχάρισαν σ’ αυτόν, χαριτωμένη αντρεία
οι θεοί• όμως ο Προίτος είχε κακό στο νου του•
απ’ τ’ Άργος τον εξόρισε• ανώτερός του ήταν
κι ο Δίας σκήπτρο έδωσε σ’ αυτό να εξουσιάζει.
Μα τρελάθηκε μ’ αυτόν του Προίτου η γυναίκα
η Άντεια, να ενωθεί κρυφά μ’ αυτόν• μα ήταν
ο Βελλερεφόντης αγνός, συνετός, δεν πειθόταν.
Με ψέματα στο βασιλιά τον Προίτο αυτή μιλούσε:
- To Βελλερεφόντη, Προίτε, σκότωσε• να πεθάνεις
αλλιώς• ζήτησε έρωτα με μένα άθελά μου.
Έτσι• και οργίστηκε ακούοντας ο ρήγας•
να τον σκοτώσει απόφυγε, δε βάσταξε η καρδιά του•
στη Λυκία τον έστειλε με σήματα θανάτου
λόγια χαμού χαράζοντας σε διπλωμένες πλάκες•
να δώσει αυτά στον πεθερό είπε για το χαμό του.
Με των θεών προβόδισμα πήγε αυτός στη Λυκία.
Στην Λυκία σαν έφτασε, στον ποταμό τον Ξάνθο,
με προθυμία τον δέχτηκε ο ρήγας της Λυκίας•
μέρες εννιά τον ξένισε, του ‘σφαξε εννιά βόδια•
η ροδοδάκτυλη Αυγή η δέκατη σαν ήρθε,
τον ρωτούσε πια, ζητούσε σημάδι να του δείξει
που απ’ το γαμπρό του έφερε, το βασιλιά τον Προίτο
Σαν διάβασε το ολέθριο σημάδι του γαμπρού του,
πρώτα την άγρια Χίμαιρα πρόσταξε να σκοτώσει•
είχε φύτρα από θεούς και όχι απ’ ανθρώπους•
λιοντάρι μπρος, φίδι πίσω, στη μέση γίδα ήταν
κι έβγαζε απ’ το στόμα της φωτιές πολλές και φλόγες.
Τη σκότωσε υπακούοντας θεϊκά σημάδια.
Έπειτα με τους ξακουστούς χτυπήθηκε Σολύμους•
η πιο μεγάλη έλεγε μάχη αυτή πως ήταν.
Τρίτο, τις αντροδύναμες σκότωσε Αμαζόνες.
Καθώς γυρνούσε, του ‘στησε και άλλο δόλο ακόμη•
αντρειωμένους διάλεξε απ΄την πλατιά Λυκία
κι έστησε ενέδρα• μα κανείς δε γύρισε στο σπίτι•
όλοι αυτοί σκοτώθηκαν απ’ το Βελλερεφόντη.
Ο ρήγας τότε ένιωσε πως θεού γόνος ήταν,
τον κράτησε, του έδωσε την κόρη του γυναίκα
και τις βασιλικές τιμές μοιράστηκε μαζί του.
Οι Λύκιοι του χάρισαν το πιο καλό μετόχι,
να χαίρεται, πανέμορφο μ’ αμπέλια, με χωράφια.
Γέννησε αυτή τρία παιδιά για το Βελλερεφόντη,
Ίσανδρο και Ιππόλοχο και Λαοδάμεια κόρη.
……………………………………………………
Πατέρας μου ο Ιππόλοχος, έχω απ’ αυτόν φύτρα•
στην Τροία μ’ έστειλε αυτός εντολή δίνοντάς μου
να είμαι πρώτος πάντοτε, να ξεπερνώ τους άλλους,
να μην ντροπιάζω τη γενιά προγόνων που υπήρξαν
μες στην Εφύρα άριστοι και στην πλατιά Λυκία
Αυτή η γενιά, η φύτρα μου καυχιέμαι εγώ πως είναι.»
Έτσι είπε• κι ο βροντόφωνος χάρηκε Διομήδης•
έμπηξε το κοντάρι του στη γη την πολυτρόφα
κι αμέσως στον πολεμόχαρο γλυκά μιλούσε λόγια:
« Μου είσαι φίλος πατρικός από παλιά, αλήθεια!
Τον άξιο Βελλερεφόντη κάποτε ο Οινέας
ξένισε στο παλάτι του για είκοσι ημέρες
κι ένας στον άλλον έδωσαν δώρα φιλοξενίας•
μια ζώνη λαμπροπόρφυρη του έδωσε ο Οινέας,
σ’ αυτόν ο Βελλερεφόντης χρυσή δίγουβη κούπα,
που φεύγοντας την έφησα στο πατρικό μου σπίτι.
Έτσι μικρό μ’ άφησε, Τυδέα δε θυμάμαι,
σαν ο στρατός των Αχαιών χάθηκε μες στη Θήβα.
Έτσι είμαι φίλος σου εγώ μέσα στο Άργος πάντα
και συ δικός μου, σαν βρεθώ κάποτε στη Λυκία.
Ας μη σμιχτούν τα όπλα μας, κι η μάχη ας ανάβει•
Τρώες πολλοί και σύμμαχοι υπάρχουν να σκοτώνω,
όποιους θεός στα χέρια μου, στα πόδια μου μου ρίξει,
και να σκοτώσεις, αν μπορείς, πολλούς Αργείους έχεις.
Όπλα ας ανταλλάξουμε, όλοι αυτοί να ξέρουν
πως μια φιλία πατρική ανάμεσά μας είναι.»
Είπαν αυτά και πήδησαν απ’ τ’ άλογα αμέσως•
τα χέρια έδωσαν κι οι δυο κι ορκίστηκαν φιλία•
του Γλαύκου τότε σάλεψε τη σκέψη ο γιος του Κρόνου
κι έδωσε αυτός όπλα χρυσά, χάλκινα για να πάρει,
που άξιζαν βόδια εκατό κι εννιά, του Διομήδη. » ( Όμηρος, “Ιλιάδα” , ραψ. Ζ’ 119-236 )
Επειδή γνωρίζονταν οι παππούδες τους, αυτό ήταν αρκετό να είναι κι αυτοί φίλοι! Γι’ αυτό κατέβασαν τα όπλα τους κι έδωσαν τα χέρια δίνοντας όρκους φιλίας! Έχετε συναντήσει τέτοια πράξη υψηλοφροσύνης στην Π. Διαθήκη; Το φίλιωμα εχθρών και τη σύναψη φιλίας μόνο και μόνο γιατί ο παππούς του ενός είχε φιλοξενήσει τον παππού του άλλου κι αντάλλαξαν φιλίας δώρα;

Δεν υπάρχουν σχόλια: