Τετάρτη 14 Οκτωβρίου 2015

Το άδοξο τέλος του Αγαμέμνονα

[[ δαμ- ων ]]

Α΄ μέρος
Ο αρχιστράτηγος των Ελλήνων στο Ίλιο, μετά την νίκη, γύρισε στην πατρίδα του, μα εκεί τον περίμενε άδοξος θάνατος. Δολοφονήθηκε άνανδρα από τη γυναίκα και τον εραστή της. Γι’ αυτό το άδοξο τέλος του Αγαμέμνονα θα γράψουμε σήμερα. «Μηδένα προ του τέλους μακάριζε» μας έχει πει ο σοφός Σόλων. Γιατί σίγουρα δεν μπορούσε να φανταστεί ο βασιλιάς των Μυκηνών το θλιβερό τέλος του, όταν έμπαινε θριαμβευτής στην Τροία…
Σαν κούρσεψαν οι Αχαιοί της Τροίας το κάστρο, μετά από αγώνες κι αιματοχυσίες δέκα χρόνων, το μόνο που ήθελαν ήταν γοργά να γυρίσουν πίσω στην πατρίδα, στην αγκαλιά των γυναικών, που καρτερικά τους περίμεναν και στο γέλιο των παιδιών, που ήσαν μικρά όταν τ’ άφησαν και τώρα μεγαλωμένα. Από τη διαγουμισμένη πόλη του Πρίαμου μαύροι καπνοί υψώνονταν στον ουρανό και παντού έβλεπες διάσπαρτα πτώματα, βορά για τα όρνια. Από το πλούσιο και πολύχρυσο Ίλιο μόνο στάχτη και χαλάσματα απόμειναν.
Στη μοιρασιά των λαφύρων, οι ήρωες βασιλιάδες πήραν τα πιο πολύτιμα, κι όλα τ’ άλλα ο στρατός με κλήρο. Στον Αγαμέμνονα έλαχε να πάρει τη μάντισσα Κασσάνδρα, την βασιλοπούλα, του Πρίαμου την κόρη. Η έρμη έχασε του παλατιού τα μεγαλεία και σκλάβα πια ακολούθησε τον κύρη της στο μοιρόγραφο ταξίδι για τα ξένα χώματα, όπου, καθώς είχε μαντέψει, την περίμενε ο χάροντας με το θανατερό δρεπάνι.
Ο αρχιστράτηγος Αγαμέμνονας πριν ξεκινήσουν έκανε πλούσιες θυσίες στην Παλλάδα για να της μαλακώσει την οργή από του Αίαντα του Λοκρού το ανοσιούργημα (*1). Μάταια, όμως, η παρθένα κόρη του κεραυνορίχτη Δία ήταν πολύ χολωμένη. Έτσι νέες περιπέτειες και συμφορές είχαν μπροστά τους οι Αχαιοί.

Η συνέχεια >>> VagiaBlog…

Αφού φόρτωσαν λάφυρα και σκλάβους στα σκαριά τους οι νικητές πήραν του γυρισμού τη ρώτα. Πρώτος σταθμός τους ήταν η Τένεδος. Μετά άνοιξαν τα πανιά στο ανοιχτό πέλαγος κι ως έφτασαν στον Καφηρέα της Εύβοιας, σηκώθηκε θαλασσινή αντάρα και βουνό τα κύματα σπάγαν σαν αυγά τα σκαριά αφανίζοντας με πνιγμό αυτούς που ξέφυγαν από κοντάρι και σαΐτες στη μάχη το θάνατο. Κι όσα καράβια άντεξαν, καινούργια συμφορά βρήκε τους ταλαιπωρημένους μαχητές. Θέλοντας να πάρει εκδίκηση ο Ναύπλιος για τον άδικο χαμό του γιου του Παλαμήδη (*2), άναψε φωτιές στις κορυφές του βουνού στον Καφηρέα, ξεγελώντας τους Έλληνες πως έφτασαν στα παράλια. Έτσι μέσα στο μαύρο σκοτάδι της νύχτας πλανήθηκαν κι έπεσαν πάνω στα μυτερά κι άγρια βράχια, τσακίζοντας τα ξύλινα σκαριά. Κι όσοι κατάφεραν, παλεύοντας με τα παγερά κύματα, να βγουν στη στεριά, τους περίμενε το διψασμένο για αίμα σπαθί του Ναύπλιου.
Ο Αγαμέμνονας με τη βοήθεια της βασίλισσας των θεών Ήρας γλύτωσε το στόλο του και μ’ ανείπωτη χαρά είδε καπνό από των σπιτιών της γλυκιάς πατρίδας τις καμινάδες. Μα η χαρά γρήγορα έγινε λύπη κι απογοήτευση, γιατί πριν τη μεγάλη δοκιμασία, του έμελλε, λίγο πριν μπει στον Αργολικό κόλπο, να σηκωθεί άνεμος αντίθετος, που τον έριξε στα Κύθηρα. Αφού πέρασε η αντάρα της θάλασσας, σήκωσαν και πάλι πανιά φτάνοντας στην πατρική γη. Εκεί έσκυψε και φίλησε με θολωμένα από τα δάκρυα μάτια τα ποθητά άγια χώματα, μετά από τόσα χρόνια ξενιτιάς.
Γύρω από τον μύθο, που εξετάζουμε, γράφτηκαν πολλές τραγωδίες και επικά ποιήματα. Μέσα απ’ αυτές τις τραγωδίες, θα παρακολουθήσουμε παράλληλα τον μύθο. Θα δούμε έτσι πως πήραν οι ποιητές μας τον μύθο κι έκαναν αθάνατα ποιητικά έργα. Ευελπιστούμε πως δεν θα κουραστεί ο αναγνώστης, παρά, αντίθετα, θα θαυμάσει την αριστουργηματική ικανότητα των τραγικών, επικών και λυρικών μας ποιητών, οι οποίοι με πρώτη ύλη την παράδοση συνθέσανε αθάνατα έργα, από τα οποία πολλά διασώθηκαν μέχρι τις μέρες μας. Έτσι έμπλεοι συγκίνησης μαθαίνουμε όλες τις διαστάσεις της ιστορίας των Ατρειδών.
Η πρώτη, μετά το Ίλιο, δοκιμασία των Αχαιών ήταν στη θρακική χερσόνησο, όπου το φάσμα του Αχιλλέα ζητούσε το μερτικό του. Μέχρι να το πάρει θα επικρατούσε άπνοια και θα ήταν αδύνατος ο απόλπους των καραβιών. Εκεί οι συμπολεμιστές του μεγαλοδύναμου ήρωα, του πρώτου των πρώτων, θυσίασαν, για να τον εξευμενίσουν, πάνω στον τύμβο του την στερνοκόρη του ρήγα του κουρσεμένου Ίλιου, που τώρα ήταν νεκρός, του Πρίαμου και της αιχμάλωτης στους Έλληνες ρήγισσας Εκάβης. Αφού έγινε η θυσία της γενναιόκαρδης Πολυξένης, της παρθενοκόρης Τρωαδίτισας και πήρε η Εκάβη εκδίκηση για το φόνο του γιου της Πολύδωρου, από τον άπληστο Πολυμήστορα, φύσησε ο πρίμος αγέρας και φούσκωσε τα πανιά των καραβιών των Αχαιών. Έτσι δικαιολογημένα ο αρχηγός του στόλου Αγαμέμνονας έκανε την ευχή:
« Με το καλό να πάμε στην πατρίδα
κι όλα καλά στο σπίτι να τα βρούμε,
μια και γλιτώσαμε απ’ τους μόχθους τούτους. » ( Ευριπίδης, “Εκάβη” 1272-1273 )
Μα η κεφαλογεννημένη θεά της σοφίας, είχε χολωθεί που οι Έλληνες έδειξαν ασέβεια σαν κούρσεψαν τη ρημαγμένη Τροία. Ήρθε σε συμφωνία με τον Ποσειδώνα να τιμωρήσουν τους Έλληνες για τη βαρβαρότητα που έδειξαν. Ο Ευριπίδης στην τραγωδία “Τρωάδες” μας παρουσιάζει τη συμφωνία των δύο θεών, του αδελφού και της κόρης του βασιλιά των Ολύμπιων, Δία. Ήταν δικαιολογημένη η απορία του θεού της θάλασσας, πώς και η πολεμόχαρη ανιψιά του ζητούσε τον αφανισμό εκείνων που στη διάρκεια του δεκαετούς πολέμου προστάτευε και βοηθούσε:
« ΑΘ.: Τους Τρώες, τους παλιούς μου εχθρούς, να ευφράνω
και μαύρο οι Δαναοί γυρισμό να ‘βρουν.
ΠΟ.: Πώς έτσι αλλάζεις τρόπο κι όποιον τύχει
τον αγαπάς ή τον μισείς περίσσια;
ΑΘ.: Κι εμέ και το ναό μου δεν προσβάλαν;
ΠΟ.: Ναι, σαν τραβούσε ο Αίαντας την Κασσάνδρα.
ΑΘ.: Κι οι Έλληνες δεν τον μάλωσαν για τούτο.
ΠΟ.: Με τη βοήθειά σου όμως πήρανε την Τροία.
ΑΘ.: Γι’ αυτό θέλω να τους βλάψω.
ΠΟ.: Βοήθεια θα σου δώσω. Τι θα κάνεις;
ΑΘ.: Θέλω πικρός να γίνει ο γυρισμός τους.
ΠΟ.: Στο πέλαο πάνω ή στη στεριά όταν είναι;
ΑΘ.: Καθώς για την πατρίδα θ’ αρμενίζουν
γυρνώντας απ’ την Τροία. Τότε ο Δίας
μπόρα τρανή θα στείλει και χαλάζι,
πυκνά σκοτάδια κι άγριους ανέμους·
και λέει του κεραυνού πως θα μου δώσει
τη φλόγα, να χτυπήσω τους Αργίτες
και τα καράβια τους να κάνω στάχτη.
Σύγκαιρα εσύ το πέρασμα του Αιγαίου
καν’ το να χοχλακίσει απ’ τις φουρτούνες
και την αντάρα, γέμισε τον κόρφο
της Εύβοιας με πνιγμένους, για να μάθουν
οι Αργίτες να τιμούνε τους ναούς μου
και στους θεούς τους άλλους να ‘χουν σέβας.
ΠΟ.: Θα γίνουν τούτα· η χάρη αυτή δε θέλει
λόγια πολλά. Το Αιγαίο θα συνταράξω.
Της Μύκονος οι αχτές, της Δήλου οι βράχοι,
Σκύρος και Λήμνος και του Καφηρέα
ο κάβος θα γεμίσουν με κουφάρια.
Μα πήγαινε στον Όλυμπο και πάρε
τ’ αστροπελέκια από του Δία το χέρι
και να προσμένεις όταν οι Αργείτες
θα λύσουν τα σκοινιά από τα καράβια.
Άμυαλος είναι όποιος κουρσεύει πόλεις·
Ναούς και τάφους κι ιερά των πεθαμένων
ρημάζει· θα χαθεί κι αυτός κατόπι. » ( Ευριπίδης, “Τρωάδες” 65-97 )
Πτυχή τη πτυχή θα σύρουμε το πέπλο του μύθου, μαθαίνοντας τις ολέθριες και τραγικές σκηνές που διαδραματίστηκαν στις Μυκήνες. Ας συνεχίσουμε τον μύθο:
Η δολερή κόρη του Τυνδάρεω, η ρήγισσα Κλυταιμήστρα, η ομόκλινη του Αγαμέμνονα, δεν περίμενε υπομονετικά της επιστροφή του βασιλιά από την Τροία, όπως έκανε η ρήγισσα της Ιθάκης, η πολυτραγουδισμένη για την πίστη της Πηνελόπη. Στην ίδια κλίνη, πάνω στην οποία ο Αγαμέμνονας έσπειρε στον καρπερό της κόλπο το σπόρο των τεσσάρων παιδιών τους, η άπιστη και φιλήδονη βασίλισσα γεύτηκε την αγκαλιά του Αίγισθου, του γιου του Θυέστη (*3) και ξάδερφου του Αγαμέμνονα. Λένε πως στην απιστία την οδήγησε ο Ναύπλιος, ο οποίος για να εκδικηθεί τον άδικο και ατιμωτικό θάνατο του γιου του Παλαμήδη, και για την χωρίς σέβας προς το πρόσωπό του συμπεριφορά των Αχαιών όταν πήγε στο στρατόπεδο της Τροίας για να διαμαρτυρηθεί, έσπρωξε αρκετές γυναίκες αρχηγών στο να απατήσουν τους άντρες τους.
Ο εραστής της βασίλισσας εγκαταστάθηκε στο παλάτι και κυβερνούσε τυραννικά μαζί με την μοιχαλίδα Κλυταιμήστρα. Η παρασυρμένη από το ερωτικό πάθος της μάνα, έστειλε το μονάκριβο γιο της Ορέστη, μικρό ακόμα, στον Στρόφιο (*4), το γιο του Κρίσου, στη Φωκίδα, για να μην βλέπει τις ατιμίες και τις πομπές της μάνας του κι αργότερα, σαν επέστρεφε ο γονιός του από την εκστρατεία, μαρτυρούσε την ανομία της. Τις δυο κόρες, την Ηλέκτρα και την Χρυσόθεμη, τις περιόρισε στο παλάτι, σαν να ’σαν σκλάβες. Στα ξένα ο Ορέστης δέθηκε με δυνατή φιλία με το γιο του Στρόφιου, τον Πυλάδη (*5), που έγινε ο αχώριστος σύντροφος σε όλες του τις περιπέτειες.
Στο μεταξύ οι δυο εραστές είχαν αποφασίσει να βγάλουν από τη μέση τον αρχιστράτηγο Αγαμέμνονα, μόλις θα γύριζε από την Τροία. Σχεδίασαν με κάθε λεπτομέρεια τη δολοφονία. Για να είναι έτοιμοι, ο Αίγισθος εγκατέστησε έναν φύλακα ψηλά σε μια βίγλα, για να κατασκοπεύει κάθε κίνηση και με την εντολή να τον ειδοποιήσει αμέσως μόλις έβλεπε να πιάνουν λιμάνι τα καράβια του βασιλιά. Αν γινόταν έγκαιρα το ειδοποίημα, θα χάριζε ο δολερός εραστής στον φύλακα δυο τάλαντα χρυσάφι. Έτσι με το που άραξαν τα καράβια, ειδοποιήθηκαν η Κλυταιμήστρα κι ο παράνομος αγαπητικός της για τον ερχομό του ρήγα.
Ο Αίγισθος καμώθηκε τον χαρούμενο για τον ερχομό του ξάδελφου και κατέβηκε στο λιμάνι να τον υποδεχτεί. Αφού τον βεβαίωσε, τάχα, για την αγάπη και την πίστη του, τον προσκάλεσε στο σπίτι του για να του κάνει το τραπέζι. Ανυποψίαστος, ο για δέκα χρόνους στερημένος τη διασκέδαση με τις πατροπαράδοτες συνήθειες, ρήγας δέχτηκε, κι αφού πήρε μαζί του ακολουθία από είκοσι άντρες και την Κασσάνδρα (*6), τη μάντισσα θυγατέρα του Πρίαμου, πήγε στο σπίτι του Αίγισθου. Εκεί ήταν και η άπιστη γυναίκα του. Κάπου είχε κρυφτεί, για να δει με τα ίδια της τα μάτια, τον νόμιμο άντρα της να πέφτει άπνοος από του εραστή το ξίφος.
Ο Αισχύλος έγραψε την τραγωδία “Αγαμέμνων”, όπου παρουσιάζει το φονικό της Κλυταιμήστρας. Η Ηλέκτρα, η μεγαλύτερη από τις δυο κόρες που απόμειναν, κατηγορεί την άπιστη μάνα, που μαγάρισε το συζυγικό κρεβάτι, βάζοντας τον εραστή στο στρώμα που πρώτα κοιμόταν ο γονιός της. Κι όταν η μάνα υπερασπίστηκε τον εαυτό της, λέγοντας πως οι πράξεις της ήσαν συνέπεια του φερσίματος του Αγαμέμνονα, ο οποίος θυσίασε την πρωτοθυγατέρα Ιφιγένεια, η Ηλέκτρα υπερασπίστηκε του γονιού της την πράξη, λέγοντας:
« Έτσι και τότε ο μέγας αρχηγός
του στόλου των Ελλήνων, δίχως
κανένα μάντη να κατηγορήσει,
στη μαύρη του υποτάχτηκε
τύχη που τον εχτύπησε, όταν
δε φύσαγε αγέρας κι οι Αχαιοί
βγαίναν απ’ τα καράβια
βασανισμένοι και σκορπίζαν
αντίκρυ στη Χαλκίδα, γύρω
στα βουερά ακρογιάλια της Αυλίδας.
……………………………………..
Όμως όταν απ’ τον πικρό κι ανάποδο καιρό
γιατρειά φριχτότερη είπε ο μάντης
στους αρχηγούς, της Άρτεμης προφέροντας
τ’ όνομα, τότε οι Ατρείδες
στη γη βροντήσανε τα σκήπτρα
και δεν εκράτησαν τα δάκρυά τους.
Κι είπεν ο πρώτος βασιλιάς ετούτα:
« Μοίρα βαριά κι αν δεν ακούσω,
βαριά κι αν σφάξω το παιδί μου,
των παλατιών μου το καμάρι,
τα πατρικά χέρια μολύνοντας,
πλάι στο βωμό με της παρθένας
το αίμα. Ολούθε συμφορά.
Πώς όλα τα καράβια τώρα
να παρατήσω και να γίνω
προδότης των συμμάχων μου; Γιατί
σωστό λογιάζεται να θέλει
μ’ όλη του την καρδιά κανείς το αίμα
θυσίας παρθενικής που τους ανέμους
θα πάψει· ας είναι σε καλό να βγει ».

Κι αφού ζεύτηκε στης ανάγκης το ζυγό
και στη ψυχή του εφύσηξεν αγέρας
ανόσιος, ασεβής, ανίερος, από τότες
άλλαξε λογισμούς κι ο νους του
στις πιο τρανές αποκοτιές εστράφη.
Γιατί γιομίζει θράσος τους ανθρώπους
η σκοτεινή κακούργα σκέψη,
τύφλωση μαύρη, πρώτη αιτία
των συμφορών. Κι έτσι της κόρης του
θυσιαστής ετόλμησε να γίνει,
για να συντρέξει μιας γυναίκας
πόλεμο εκδικητή και πρίμο αγέρι
να βρούνε για να φύγουν τα καράβια. » ( Αισχύλος, “Αγαμέμνων” 169-176 και 183-212 )
Η κόρη θαύμαζε τον πατέρα και θεωρούσε ηρωική την απόφασή του. Γιατί δεν είναι εύκολο στο γονιό να προσφέρει σφαχτάρι το αγαπημένο του παιδί. Είναι σαν να θυσιάζει τα ίδια του σπλάχνα. Με λαχτάρα περίμενε το γυρισμό του άρχοντα για να βάλει τάξη και σειρά στο παλάτι και τη χώρα. Και κάποτε ήρθε η πολυπόθητη μέρα, που ο Αγαμέμνονας γύρισε μα τα καράβια του στην πατρίδα. Η πανούργα Κλυταιμήστρα έκαμε πως χάρηκε, μα στο μυαλό της κατάστρωνε του φονικού το σχέδιο. Έτσι ο Αισχύλος την παρουσιάζει, λίγο πριν συναντήσει τον άντρα της, να λέει:
« Τα πάντα θα τα μάθω από τον ίδιο
το βασιλιά. Και βιάζομαι να κάνω
στον τιμημένο άντρα μου που γυρίζει,
την πιο λαμπρήν υποδοχή.- Ποιαν άλλη
καλύτερη απ’ αυτήν χαρά η γυναίκα
θα νιώσει, παρά διάπλατα τις πόρτες
στον άντρα της ν’ ανοίξει που τον φέρνει
θεός από τον πόλεμο σωσμένο; » ( Αισχύλος, “Αγαμέμνων” 577-582 )
Χάρηκε πολύ ο ρήγας, που πάτησε τα άγια χώματα της πατρίδας, και η πρώτη σκέψη του ήταν να ευχαριστήσει τους θεούς, που τον αξίωσαν να γυρίσει στην ποθητή πατρίδα. Γι’ αυτό τα πρώτα λόγια είναι τα ακόλουθα:
« Πρώτα να χαιρετήσω πρέπει τ’ Άργος (*8)
και τους θεούς της χώρας που γινήκαν
αιτία να γυρίσω και την πόλη
να εκδικηθώ του Πρίαμου· τι δίχως
το δίκιο απ’ τους αντίδικους ν’ ακούσουν,
ομόγνωμα οι θεοί στη ματωμένη
κάλπη ρίξαν την ψήφο τους, η Τροία
ν’ αφανιστεί και να σφαγεί ο λαός της·
στην άλλη κάλπη του χεριού η ελπίδα
ζύγωνε, μα χωρίς να τη γεμίζει.
………………………………………..
Τώρα σαν μπω στο σπίτι και στην τιμημένη
εστία του παλατιού, θα χαιρετήσω
τους θεούς πρώτα, που με φέραν πάλι
πίσω καθώς με στείλαν. Πάντα η νίκη
που μ’ ακολουθούσε μαζί μου ας μείνει. » ( Αισχύλος, “Αγαμέμνων” 784-791 και 825- 828 )
Η πανούργα Κλυταιμήστρα θόλωσε τα νερά και καμώθηκε την χαρούμενη για τον ερχομό του άντρα της. Λίγο έλειψε να κάνει και τούμπες στον αέρα για να γίνει πιστευτή. Σαν της σειρήνας ήχησαν μαυλιστικά τα λόγια της στους πολίτες:
« Πολίτες σεβαστοί, πρώτοι μες στ’ Άργος,
δε θα ντραπώ σε σας να φανερώσω
πόσην αγάπη νιώθω για τον άντρα μου·
με τον καιρό κι η συστολή σβήνει του ανθρώπου·
δεν τα ‘μαθα απ’ τους άλλους, της ζωής μου
τα βάσανα θα πω, όσα χρόνια εκείνος
ήταν στην Τροία. Και πρώτα είναι μεγάλο
κακό μες στο παλάτι μόνη, δίχως
τον άντρα της, να κάθεται η γυναίκα
κι όλο κακόβουλα ν’ ακούει λόγια·
να ‘ρχεται ο ένας και κατόπι ο άλλος
χειρότερα απ’ αυτόν να φέρνει νέα
κι όλοι μέσα στο σπίτι να φωνάζουν
τη συμφορά. Κι αν πληγωνόταν τούτος
τόσες φορές, όσες μες στο παλάτι
έφτανε η φήμη, πιότερο απ’ το δίχτυ
θα ‘χες να πεις πως ήταν τρυπημένος.
………………………………………….
Μου στέγνωσαν οι πλούσιες των δακρύων
πηγές, δεν ε΄χουν στάλα. Κακοπάθαν
τα μάτια μου, πολύ αγρυπνώντας, όταν
για τις φωτιάς τα μηνύματα θρηνούσα,
που αφρόντιστα, σβηστά απομέναν πάντα.
Και στα όνειρά μου απ’ τ’ αλαφρό ξυπνούσα
του κουνουπιού ζουζούνοσμα, θωρώντας
πιότερες συμφορές για σένα απ’ όσες
θα γίνονταν την ώρα που κοιμόμουν.
Κι αφού όλα τούτα υπόφερα τα πάθη,
με πρόσχαρη καρδιά μπορώ να κράξω
τώρατον άντρα αυτόν, σκύλο της στάνης,
χοντρό σκοινί που σώζει το καράβι,
γερό αντιστύλι ψηλής στέγης, τέκνο
μονάκριβο για το γονιό, στους ναύτες
στεριά που ανέλπιστα αντικρίζουν, μέρα
στο διψασμένο στρατοκόπο ανάβρα
πηγής. Κι είναι τρανή χαρά απ’ της τύχης
ολότελα να φύγεις το γραμμένο.
Τέτοια καλωσορίσματα του αξίζουν.
Ο φθόνος μακριά να φύγει. Πλήθος
οι περασμένες συμφορές μας. Τώρα,
κατέβα από τ’ αμάξι, αγαπημένε,
το πόδι σου στη γη να μην πατήσεις,
της Τροίας κουρσευτή και βασιλιά μου.
Σκλάβες τι αργείτε, αφού σας έχω δώσει
την προσταγή ν’ απλώσετε στο χώμα
χαλιά για να περάσει; Ευθύς ας γίνει
ο δρόμος πορφυρόστρωτος κι η Δίκη
σ’ ανέλπιστους θαλάμους ας τον φέρει.
Κι όσο για τ’ άλλα, η ξάγρυπνη φροντίδα,
με τους θεούς βοηθούς και με το δίκιο,
της μοίρας θα τελειώσει τα γραμμένα. » (Αισχύλος, “Αγαμέμνων” 829-842 και 861-887)
Η σκλάβα, βασιλοκόρη του Πρίαμου, Κασσάνδρα, είχε από το Φοίβο χάρισμα να μαντεύει τα μελλούμενα. “Είδε” τη δυστυχία και το χαμό που ερχόταν. Ένιωσε το θανατερό του χάροντα φτερούγισμα και η καρδιά της πλημμύρισε απελπισιά. Λίγο πριν έρθει η μοιρόγραφτη στιγμή, στρέφει τη σκέψη της στο θεό και λέει:
« Ώω! Λύκιε Απόλλωνα, αχ! αλίμονό μου.
Δίποδη λιονταρίνα που πλαγιάζει
με λύκο, ο αρχοντικός σα λείπει λιόντας,
εμέ θα σφάξει τη δυστυχισμένη·
κι ως να ετοιμάζει φάρμακι, θα ρίξει
μες στο υγρό κι εκδίκηση για μένα,
και το σπαθί τροχίζοντας, καυχιέται
πως θα πληρώσει με σφαγή τον άντρα
που μ’ έφερε μαζί του. …………
…………….. Δε θ’ αφήσουν όμως
απλήρωτο οι θεοί το θάνατό μας.
Γιατί άλλος θα μας εκδικήσει,
Γιος της μητέρας του φονιάς, το φόνο
να ξεπληρώσει του γονιού· απ’ τη γη του
μακριά διωγμένος, πλανημένος, ξένος
θα ξαναρθεί, κατάκορφα να υψώσει
των παλατιών ετούτη την κατάρα·
όρκο οι θεοί μεγάλον έχουν πάρει,
πίσω να τόνε φέρει του πεσμένου
πατέρα ο θάνατος……. » ( Αισχύλος, “Αγαμέμνων” 1233- 1239 και 1255-1261 )
Έτσι η μάντισσα προφητεύει πως ο θάνατος του Αγαμέμνονα κι ο δικό της δεν θα μείνουν ατιμώρητοι από τους θεούς. Γιατί οι θεοί δεν στέργουν στο άδικο. Στην αδικία υπάρχει νόμος ανταπόδωσης, που λέγεται Νέμεση. Έτσι οι θεοί κρατούν την ισορροπία στην πλάση, γιατί όλα σοφά τα έχουν στοχαστεί και σχεδιάσει.


------------------------------------------------------------
(*1). Όταν οι Έλληνες άλωσαν την Τροία, η αδελφή του Πάρη, η μάντισσα Κασσάνδρα, μόλις είδε να ορμούν οι εχθροί με μάνητα στο παλάτι, έτρεξε στο ναό της Αθηνάς κι αγκάλιασε το ξόανο της θεάς, ζητώντας προστασία. Ο Αίας ο Λοκρός χύθηκε καταπάνω της, την άρπαξε από τα μαλλιά, και σύροντάς την μαζί με το άγαλμα που σέρνονταν στο πάτωμα, τη βίασε στο σηκό του ναού. Ζωντάνεψε τότε το άγαλμα μπροστά στη τόσο ανίερη ενέργεια του ιερόσυλου άντρα και στύλωσε τα μάτια στον ουρανό. Τρόμαξαν οι Έλληνες από την κακοσημαδιά. Πάντα σέβονταν τη θεά, που τους προστάτευε και σε πολλές μάχες πήρε το μέρος τους, και γι’ αυτό αποφάσισαν να τον θανατώσουν με λιθοβολισμό, ώστε να μην τους πιάσει το μίασμα. Αυτός κατέφυγε ως ικέτης στο βωμό της Αθηνάς και για την ώρα απόφυγε το θάνατο.
Στο γυρισμό των Αχαιών στην πατρίδα, ο Αίας ταξίδεψε μαζί με το στόλο του Αγαμέμνονα. Στου Καφηρέα τη θαλασσοταραχή, η Αθηνά με ένα κεραυνό βούλιαξε το καράβι, πού μετέφερε τον ιερόσυλο. Καθώς ο ήρωας πάλευε μα τα μανιασμένα κύματα, τον σπλαχνίστηκε ο Ποσειδώνας, και πρόσταξε τα κύματα να τον βγάλουν σε έναν ξερόβραχο κοντά στη Μύκονο. Σαν γλύτωσε τον αφανισμό από τ’ αλμυρά κύματα, ο ξιπασμένος έδειξε την αλαζονεία του. Καυχήθηκε πως νίκησε το πείσμα της θεάς, που ήθελε το χαμό του. Τότε ο σωτήρας του Ποσειδώνας, δε του συγχώρησε το κομπασμό, έδωσε μια με την τρίαινα χωρίζοντας στα δυο το βράχο, κι ο αλαζόνας χάθηκε στον υγρό τάφο.

(*2). Παλαμήδης: Γιός του Ναύπλιου και της Ησιόνης ( κατ’ άλλους της Κλυμένης ), ήρωας του Τρωικού πολέμου. Ήταν ονομαστός για την σοφία του και την ευγένειά του. Θεωρείται εφευρέτης του Ελληνικού αλφαβήτου, των μέτρων και σταθμών καθώς και της ζύγισης, της χρήσης νομισμάτων, των αριθμών, της μέτρησης του χρόνου και της διαίρεσης του έτους. Επινόησε πολλά παιγνίδια, μεταξύ των οποίων τους κύβους ( ζάρια ), με τους οποίους ο στατός πέρναγε τις ελεύθερες ώρες του στην Τροία. Ρύθμισε την τροφή των στρατιωτών σε μερίδια, καθιερώνοντας το σισσίτιο. Αυτός αποκάλυψε τον Οδυσσέα, όταν εκείνος προσποιούνταν τον τρελό για να μην λάβει μέρος στην Τρωική εκστρατεία με τους Αχαιούς., πράγμα που ο πολυμήχανος βασιλιάς της Ιθάκης δεν του συγχώρησε. Στην Τροία ο Οδυσσέας έπιασε έναν Φρύγα αιχμάλωτο, που κουβαλούσε τον θησαυρό του Σαρπηδόνα, του αρχηγού των Λυκίων. Πλαστογράφησε μια επιστολή, πως δήθεν ο Πρίαμος ευχαριστούσε τον Παλαμήδη που δέχτηκε να προδώσει τους πατριώτες του στους Τρώες. Κρυφά έθαψε και τον θησαυρό στην σκηνή του Παλαμήδη. Έβαλε δικό του άνθρωπο να σκοτώσει τον δούλο, στη ζώνη του οποίου βρήκαν την επιστολή, που ενοχοποιούσε τον βασιλογιό από τη Ναυπλία. Έτσι όταν διάβασαν το γράμμα, θεωρήθηκε ύποπτος, αλλά αυτός αρνήθηκε την κατηγορία. Ο Οδυσσέας καμώθηκε πως δεν μπορούσε να το πιστέψει και πρότεινε να ψάξουν στη σκηνή του για να βρούν πιστήρια της αθωότητας του Παλαμήδη. Αντί πειστήρια αθωότητας βρήκαν τον με δόλο κρυμμένο θησαυρό, που δεν μπόρεσε να δικαιολογήσει. Έτσι καταδικάστηκε σαν προδότης και τον σκότωσαν με λιθοβολισμό.
Όταν ο Ναύπλιος έμαθε για τον ατιμωτικό θάνατο του γιού του, πήγε στην Τροία για να ζητήσει εξηγήσεις. Ούτε ο Αγαμέμνονας ούτε κανείς άλλος από τους αρχηγούς δεν του έδωσε σημασία, κι ο Ναύπλιος ορκίστηκε να εκδικηθεί τον ατιμωτικό θάνατο του Παλαμήδη. Γι’ αυτό σαν γύρισε στην Ελλάδα ξεσήκωσε πολλές από τις γυναίκες των στρατηγών να απατήσουν τους άντρες τους, λέγοντας πως στην Τροία είχαν πάρει άλλες γυναίκες. Έσπρωξε τους νέους ευγενικής καταγωγής της Ιθάκης να διεκδικήσουν το θρόνο σαν μνηστήρες της Πηνελόπης, κι αυτοί εγκαταστάθηκαν στο παλάτι σπαταλώντας τη βασιλική περιουσία. Τέλος, προκάλεσε το καραβοτσάκισμα και το σφάξιμο των Αχαιών στον Καφηρέα.

(*3). Θυέστης: Γιος του Πέλοπα και της Ιπποδάμειας, νεότερος αδελφός του Ατρέα και πατέρας του Αίγισθου.

(*4). Στρόφιος: Γιος του Κρίσου και της Αντιφάτειας, βσιλιάς της Κρίσας στη Φωκίδα. Παντρεύτηκε την αδελφή του Αγαμέμνονα Αναξιβία, επομένως ήταν θείος του Ορέστη. Κοντά του ανατράφηκε ο Ορέστης όταν φυγαδεύτηκε από τις Μυκήνες, μετά τον θάνατο του Αγαμέμνονα. Γιος του Στρόφιου ήταν ο Πυλάδης, που έγινε αχώριστος φίλος του Ορέστη.

(*5). Πυλάδης: Γιος του Στρόφιου και της Αναξιβίας. Ξάδελφος και φίλος πιστός του Ορέστη. Τα δύο ξαδέλφια ανατράφηκαν μαζί στην αυλή της Κρίσας, έχοντας τους ίδιους δάσκαλους στη γνώση και στου πολέμου τις τέχνες. Ο Πυλάδης, πιστός σύντροφος του Ορέστη τον συνόδευσε στις Μυκήνες για να εκδικηθεί τον φόνο του Αγαμέμνονα και μετά στην Ταυρίδα, όπου βρήκαν την Ιφιγένεια. Παντρεύτηκε την Ηλέκτρα, κι απόκτησαν τον Μέδοντα και τον Στρόφιο.

(*6). Κασσάνδρα: Η ωραιότατη θυγατέρα του Πρίαμου και της Εκάβης. Πήρε από τον Απόλλωνα το χάρισμα της μαντικής δύναμης. Δεν ανταποκρίθηκε στον έρωτα του θεού κι αυτός την καταράστηκε να προφητεύει μόνον δυσάρεστα και κανείς να μην πιστεύει στις μαντείες της. Κατά την άλωση της Τροίας αιχμαλωτίστηκε από τους Έλληνες και δόθηκε ως σκλάβα στον Αγαμέμνονα, που την έκανε ερωμένη του. Τον ακολούθησε στην επιστροφή του στις Μυκήνες, όπου μετά τον Αγαμέμνονα την σκότωσε η Κλυταιμήστρα.

Δεν υπάρχουν σχόλια: