Τρίτη 3 Νοεμβρίου 2015

Ο Ορέστης εκδικείται τη δολοφονία του πατέρα του Αγαμέμνονα με τη βοήθεια της αδελφής του Ηλέκτρας

[[ δαμ- ων ]]

γ) Παραλλαγή του Ευριπίδη
Για το ίδιο φονικό θα παραθέσουμε τον μύθο, όπως τον παρουσιάζει ο τρίτος, και νεότερος, τραγικός μας ποιητής, ο Ευριπίδης στην ομότιτλη μ’ αυτήν του Σοφοκλή τραγωδία του, “Ηλέκτρα”:
[[ Μετά το φόνο του Αγαμέμνονα, κυριαρχούν η Κλυταιμήστρα κι ο Αίγισθος, γεμάτοι έπαρση κι αλαζονεία. Ο Ορέστης φυγαδεύεται στην Φωκίδα στον Στρόφιο, ενώ η Ηλέκτρα ζει άθλια ζωή μεσ’ στο παλάτι. Σαν ήρθε ο καιρός να παντρευτεί τη ζήτησαν τα καλύτερα αρχοντόπουλα σε γάμο, αλλά κανένα τους δεν δέχτηκε ο Αίγισθος, από φόβο μήπως από το γάμο γεννηθεί ο εκδικητής του παππού του Αγαμέμνονα. Για να την υποβιβάσει, την ανάγκασε να παντρευτεί κάποιον φτωχό αγρότη. Ο χωρικός ήταν τόσο τίμιος, που ένιωσε πως δεν ήταν άξιος να γίνει ο άντρας μιας ρηγοπούλας. Γι’ αυτό ποτέ του δεν πλησίασε το κρεβάτι της γυναίκας, έχοντας κάνει λευκό γάμο. Αυτό όμως ήταν το μυστικό τους και κανείς δεν το γνώριζε, ούτε καν η Κλυταιμήστρα.
Ήταν τόσο σκληρός κι άκαρδος ο Αίγισθος, που έβγαλε προκήρυξη πως όποιος κατόρθωνε να σκοτώσει τον Ορέστη θα έπαιρνε πολύ χρυσάφι σαν αμοιβή. Ήταν όμως κι ανόσιος, γιατί όχι μόνο δεν επέτρεπε να γίνουν οι ταφικές προσφορές στο μνήμα του Aγαμέμνονα, αλλά συχνά μεθούσε κι όντας μεθυσμένος πήγαινε να πετροβολήσει τον τάφο ή να χορέψει πάνω του. Έτσι έδειχνε το πόσο ελεεινός και τιποτένιος ήταν, που αυτός ο απόλεμος, που μόνη φροντίδα είχε να ξελογιάζει τις γυναίκες, οι οποίες είχαν μείνει δίχως άντρα, καθώς αυτοί είχαν πάει στην Τροία για της Ελλάδας την τιμή, έκανε τον παλικαρά πάνω στον τάφο του ένδοξου αρχιστράτηγου.

Η συνέχεια >>> VagiaBlog…

Η Ηλέκτρα ζούσε φτωχικά στην καλύβα του χωρικού, ο οποίος όλη μέρα δούλευε σκληρά στο χωράφι, και σκεφτόταν τον αδερφό της που ήταν στην Φωκίδα. Ο Ορέστης, αφού πήγε στο ιερό των Δελφών, παρακινήθηκε από τον Απόλλωνα να πάρει εκδίκηση για του πατέρα του δολερό θάνατο. Με του θεού την προτροπή, πήρε το δρόμο της επιστροφής στην πατρίδα του. Πρώτη του φροντίδα να επισκεφτεί του γονιού του τον τάφο, στον οποίο άφησε ένα βοστρύχι από τα μαλλιά του. Μετά να βρει την αδερφή, για να μάθει την κατάσταση που επικρατούσε στις Μυκήνες, που είχε στερηθεί. Τα βήματά του τον έφεραν στο καλύβι, όπου ζούσε η αδερφή. Την απάντησε να ’ρχεται από την πηγή μ’ ένα σταμνί στο κεφάλι. Στην αρχή την πέρασε για σκλάβα όπως ήταν κακοντυμένη. Ως άκουσε το θρήνο της για τον εξόριστο αδερφό, που αργούσε να ’ρθει, και τον άδοξο θάνατο του ξακουστού πατέρα, την αναγνώρισα, μα δεν της φανερώθηκε. Παρουσιάστηκε σαν φίλος του αδερφού της, φερμένος από τη Φωκίδα. Εκείνη, λογιάζοντάς τον σαν δικό της άνθρωπο, του άνοιξε την καρδιά της αραδιάζοντας τα βάσανά της. Αλάφρωσε λέγοντας τον πόνο της και πόσο μίσος είχε για τη μάνα της.
Πάνω στην κουβέντα, έφτασε κι ο άντρας της, ο οποίος χάρηκε όταν αντίκρισε τους ξένους, τους φίλους του Ορέστη. Με χαρά ζήτησε να τους φιλοξενήσει στο φτωχικό του. Τότε η Ηλέκτρα του είπε να πάει να βρει τον γερο-παιδαγωγό του πατέρα της, ο οποίος φυγάδεψε τον μικρό Ορέστη, να έρθει μαζί τους να χαρεί κι αυτός από τα νέα του αδερφού της. Να φέρει μαζί κι ένα αρνί για να φιλέψουν τους ξένους. Ο γέροντας, πιστός στον κύρη του, είχε διωχτεί από την πόλη μιας και δεν συντάχτηκε με τους τυράννους που βασίλευαν σ’ αυτήν, και ζούσε μόνος στη Θυρέα, κοντά στο καλύβι, βόσκοντας το κοπάδι του.
Ήρθε ο γεροβοσκός, φέρνοντας ένα αρνί, τυρί και κρασί. Μα πρώτα πέρασε από του κύρη του τον τάφο. Και τι είδε εκεί; Κάποιος είχε θυσιάσει ένα μαύρο αρνί κι αφήσει μια τούφα από τα μαλλιά του. κανείς άλλος δε θα μπορούσε να το κάνει, παρά μόνον ο Ορέστης. Σαν έφτασε στο καλύβι της Ηλέκτρας, της ζήτησε να τρέξει στον τάφο για να συγκρίνει το χρώμα των αφημένων μαλλιών με τα δικά της, κι αν βρει τον ξένο που τίμησε τον πατέρα της να κοιτάξει μη τύχει και φορεί το ρούχο που φορούσε ο αδερφός της όταν τον φυγάδεψαν. Ήταν παράλογα αυτά που ζητούσε ο γέρος, γιατί πως μπορούσε να γνωρίσει τον αδερφό από τα μαλλιά και πως ήταν δυνατό αυτός άντρας πια να φορεί το ρούχο, που του είχαν φορέσει ενώ ήταν μικρό παιδί;
Τότε βγήκαν από την καλύβα οι δυο ξένοι. Ο γερο-παιδαγωγός πρόσεξε ένα σημάδι στο φρύδι του ξανθομάλλη άντρα. Διέκρινε το σημάδι που ’χε ο Ορέστης από παιδί στο δεξιό φρύδι, κάνοντάς το μια μέρα που έπεσε κυνηγώντας ένα ελαφόπουλο. Δεν υπήρχε η παραμικρή αμφιβολία. Αυτός μπροστά του ήταν ο Ορέστης, που ξαναγύρισε. Έτσι αναγνωρίστηκαν τ’ αδέρφια κι άρχισαν να μελετούν τον τρόπο για να τιμωρήσουν τους φονιάδες του γονιού τους.
Ο Ορέστης ήταν αδύνατο να μπει στην πόλη, εφόσον τον είχαν επικηρύξει, γιατί μεμιάς θα τον έπιαναν οι φύλακες. Ο γέρος πληροφόρησε τον νέο πως ο Αίγισθος βρισκόταν στο εξοχικό κτήμα για να θυσιάσει στις Νύμφες. Αν προσποιόντουσαν τους ξένους και περνούσαν από το κτήμα, κατά τη συνήθεια ο φονιάς του πατέρα του έπρεπε να τους καλέσει να γιορτάσουν μαζί. Έτσι θα είχε την ευκαιρία ο Ορέστης να πάρει εκδίκηση. Όσο για τη μάνα τους, αφού είχε κόψει κάθε επαφή με την κόρη της, θα της μηνούσαν πως αυτή γέννησε γιο και σαν πρωτόγεννη, κι άμαθη μαθές, την χρειάζονταν κοντά της για την τελετή του καθαρμού της λεχωνιάς.
Έτσι κι έγινε. Σαν πέρασαν από το κτήμα του Αίγισθου, ο βασιλιάς τους κάλεσε να πάρουν μέρος στη θυσία. Αυτοί του λένε πως είναι Θεσσαλοί και πάνε στην Ολυμπία για να τιμήσουν τον κεραυνόχαρο βασιλιά των θεών και των ανθρώπων, τον Ολύμπιο Δία. Μη γυρίζοντας πως έτσι σκάβει τον λάκκο του, ο Αίγισθος ζητάει από τον Ορέστη να λιανίσει το σφαχτάρι, γιατί είχε ακουστά πως οι Θεσσαλοί είναι οι καλύτεροι σ’ αυτό. Τότε ο Ορέστης ζήτησε το πιο κοφτερό μαχαίρι, άνοιξε τον θώρακα του ζώου κι έβγαλε τα σπλάχνα. Όταν έσκυψε να τα εξετάσει ο Αίγισθος, αν ήσαν καλοσήμαδα, βρήκε την ευκαιρία ο γιος του Αγαμέμνονα, του ’ριξε μια μαχαιριά στον αυχένα και τον έριξε νεκρό, όπως πέφτουν τα δαμάλια. Σαν είδαν οι φρουροί τον Αίγισθο να πέφτει μαχαιρωμένος, έσυραν τα ξίφη τους έτοιμοι για μάχη. Έβγαλε κι ο Πυλάδης το δικό του από το θηκάρι για να βοηθήσει τον σύντροφό του. Τότε ο Ορέστης τους είπε πως ήταν άδικο να χυθεί αίμα, αφού τιμωρήθηκε αυτός που έβαψε με το αίμα του γονιού του, του δοξασμένου ρήγα που είχαν πρώτα, του Αγαμέμνονα. Ένας γέρος υπηρέτης τον αναγνώρισε από το σημάδι του φρυδιού κι έτσι οι φρουροί έβαλαν τα σπαθιά του και πάλι στα θηκάρια, αλαλάζοντας από τη χαρά που αφανίστηκε ο τύραννος. Μετά ο Ορέστης έκοψε την κεφαλή του τύραννου και την έφερε στην αδερφή του.
Σε λίγο έφτασε στο καλύβι, όπου ζούσε η Ηλέκτρα, αν και ρηγοπούλα, η μάνα της, η Κλυταιμήστρα. Κρύφτηκε ο Ορέστης, να μην το ιδεί η μάνα. Εκείνη θέλησε να δικαιολογηθεί για το φέρσιμό της απέναντι στην κόρη και του Αγαμέμνονα το φονικό. Μα την αντέκρουσε η κόρη λέγοντας κι αν ήταν φταίχτης ο πατέρας, τι της έφταιξαν τα παιδιά της, να κρατάει το γιο στην ξενιτειά κι αυτήν μεσ’ στη μιζέρια. Η Κλυταιμήστρα παραδέχτηκε τα λάθη της και ζήτησε να προχωρήσουν στο λεχωνιάρικο καθαρμό. Σαν μπήκαν στο σπίτι, βρέθηκε μπροστά στο σπαθί του Ορέστη. Σάστισε για λίγο κι ευθύς γύμνωσε το στήθος της, ξορκίζοντας στο γάλα που τα βύζαξε, να λυπηθούν τα παιδιά τη μάνα. Λύγισε ο γιος μα η αδερφή του θύμισε το χρέος. Τότε αυτός σκέπασε τα μάτια του μ’ ένα ρούχο, να μη βλέπει το θύμα, και βοηθούμενος από την Ηλέκτρα, βύθισε το σπαθί στης μάνας το κορμί.
Σαν είδαν τη μάνα στα πόδια τους πεσμένη, μετάνιωσαν τα αδέρφια. Ένιωσαν μεγάλη συντριβή. Τώρα δεν μιλούν για δίκαιη εκδίκηση. Ο Ορέστης αναλογίζεται σε ποια πόλη θα βρει καταφυγή και ποιος θ’ ανοίξει το σπίτι του σ’ έναν μητροκτόνο. Η Ηλέκτρα συλλογιέται σε ποια γιορτή και σε ποιο χορό θα την προσκαλέσουν, ποιος άντρας θα τολμήσει να την πάρει για γυναίκα.
Πάνω στην απελπισιά τους εμφανίζονται οι θείοι τους, αγαθές θεότητες πια, οι Διόσκουροι, που ζητούν να παντρέψει ο Ορέστης την αδερφή του με το πιστό φίλο του Πυλάδη. Ο ίδιος, συμβούλεψαν, να καταφύγει στην πόλη της Παλλάδας, όπου θα εξαγνιστεί από τον φόνο. ]]
Ο Ευριπίδης στην πρώτη σκηνή παρουσιάζει τον γεωργό- άντρα της Ηλέκτρας στο λευκό τους γάμο, σε έναν μακρύ μονόλογο να αναφέρει το φυγάδεμα του Ορέστη και τα βάσανα της γυναίκας του Ηλέκτρας:
« Στον πόλεμο τον [ Αγαμέμνονα] σύντεξεν η τύχη·
μα ύστερα μες στο παλάτι ο δόλος
της Κλυταιμήστρας και του Αίγισθου το χέρι,
του γιου του Θυέστη, τον σκοτώσαν. Έτσι
αφανίστη εκείνος, τον αρχαίο θρόνο
χάνοντας του Ταντάλου· βασιλεύει
τώρα στη χώρα ο Αίγισθος και πήρε
την Τυνδαρίδα, τη γυναίκα εκείνου.
Απ’ τα παιδιά που άφησε αυτός στο σπίτι
φεύγοντας για την Τροία, τον Ορέστη
και την Ηλέκτρα, ο γέρος του γονιού τους
παιδαγωγός κρυφά έκλεψε τ’ αγόρι,
που ο Αίγισθος λογαριάζει να σφάξει,
και το ‘δωσε στον Στρόφιο, στη Φωκίδα,
να τ’ αναθρέψει. Η Ηλέκτρα στο παλάτι
ξέμεινε του πατέρα της κι ως ήρθε
στης νιότης το λουλούδισμα, μνηστήρες
οι πρώτοι απ’ την Ελλάδα τη γυρεύαν.
Μα ο Αίγισθος την κράταγε κλεισμένη
μες στους θαλάμους κι ούτε σε κανέναν
την έδινε γαμπρό, γιατί φοβόταν
μήπως με κάποιο Αργείο γεννήσει
παιδιά που θα εκδικιόντουσαν το φόνο
του Αγαμέμνονα. » ( Ευριπίδης, “Ηλέκτρα” 8- 27 )
Προς το τέλος του μονολόγου του δικαιολογεί γιατί σεβάστηκε τη ρηγοπούλα κι έμεινε λευκός ο γάμος τους:
« Στο στρώμα της δεν πλάγιασα ποτέ μου
το ξέρει η Κύπρη- ακόμη ‘ναι παρθένα.
Γιατί ντροπή μεγάλη το λογιάζω,
βασιλοκόρη ως πήρα, να μη δείξω
σέβας, αφού δεν είμαι αντάξιός της. » ( Ευριπίδης, “Ηλέκτρα” 43- 46 )
Μετά εμφανίζεται στην σκηνή η Ηλέκτρα, κρατώντας τη στάμνα στο κεφάλι για να πάει στην πηγή να πάρει νερό. Ο πόνος έχει κυριαρχήσει πάνω της, την πνίγει. Όπου πάει κι όπου σταθεί μολογάει για τα δεινά της:
« Ω! νύχτα σκοτεινή, που τα χρυσά θρέφεις
αστέρια, στο σκοτάδι σου πηγαίνω,
τη στάμνα αυτή ακουμπώντας στο κεφάλι,
νερό να τη γεμίσω απ’ το ποτάμι,
όχι γιατί με σπρώχν’ η ανάγκη τόσο,
μα για να δείξω στους θεούς την ατιμία
του Αίγισθου, και στο μεγάλο αιθέρα
για τον πατέρα μου τους θρήνους μου ν’ απλώσω.
Γιατί η καταραμένη Τυνδαρίδα,
η μάνα μου, απ’ το σπίτι μ’ έχει διώξει
για του αντρός της το χατίρι· κι άλλα
παιδιά μ’ αυτόν έχοντας κάνει, εμένα
και τον Ορέστη νόθους μας λογιάζει. » ( Ευριπίδης, “Ηλέκτρα” 54-63 )
Στο μεταξύ έχει έρθει ο Ορέστης από τη Φωκίδα, μαζί με τον αχώριστο φίλο του Πυλάδη. Στη δεύτερη σκηνή εμφανίζονται τα δύο παλικάρια, έχοντας δυο ακόλουθους, και ο Ορέστης λέει:
« Πυλάδη, εσένα απ’ όλους τους ανθρώπους
πιστό και φίλο πρώτο λογαριάζω.
Μονάχα εσύ απ’ τους φίλους με τιμούσες
εμένα τον Ορέστη, κι ας με πνίγαν
τα όσα από τον Αίγισθο υποφέρω,
που μου ‘χει θανατώσει τον πατέρα…
με την ολέθρια μάνα μου βοηθό του.
Έφτασα εδώ στη γη του Άργους, όπως
ορίζουν οι χρησμοί, χωρίς κανένας
να το γνωρίζει, για να ξεπληρώσω
με φόνο τους φονιάδες του γονιού μου.
Στον τάφο του τη νύχτα επήγα ετούτη
και τον εθρήνησα κι απ’ τα μαλλιά μου
του πρόσφερα ένα βόστρυχο και το αίμα,
σφάζοντας ένα αρνί, στάλαξα πάνω
στο μνήμα του· απ’ τους άρχοντες της χώρας
κρυφά όλα αυτά. Δεν μπαίνω μες στα τείχη· » ( Ευριπίδης, “Ηλέκτρα” 82- 94 )
Επιστρέφει η Ηλέκτρα από την πηγή. Οι κοπέλες συνήθως τραγουδούν καθώς φέρνουν τα σταμνιά με το δροσερό νερό στο σπίτι. Αυτή αντί για τραγούδι, λέει μοιρολόι, καθώς ο πατέρας της δεν έπαψε να είναι στο μυαλό της. Ο άδικος φόνος του την πνίγει, δεν της αφήνει περιθώρια να χαρεί κι αυτή σαν νέα. Ο ποιητής βάζει στο στόμα της ένα σπαραξικάρδιο μοιρολόι:
« Αχ! αχ! το πρόσωπό σου ξέσκιζε·
κι όπως ο κύκνος ο στριγγόλαλος
που κράζει πλάι στην ακροποταμιά
για τον αγαπημένο του γονιό
σε δίχτυα δολερά πιασμένο,
έτσι κι εγώ θρηνώ για σένα,
πατέρα μου δυστυχισμένε,
που το κορμί σου σε στερνό λουτρό το έλουσες
μες σε φριχτού θανάτου το κρεβάτι.
Αχ! αχ! του τσεκουριού σκληρό
το χτύπημα, πατέρα μου, σκληρή
κι η επιβουλή σαν ήρθες απ’ την Τροία.
Και δε σε δέχτηκε η γυναίκα σου
με στέφανα, παρά στου Αίγισθου το δίκοπο
παράδωσε σπαθί για συμφορά σου,
παίρνοντας άντρα εκείνον τον πανούργο. » ( Ευριπίδης, “Ηλέκτρα” 150-167 )
Ήρθαν ο Ορέστης κι ο Πυλάδης με την ακολουθία τους στο φτωχικό της αδερφής του. Δεν την αναγνώρισε στην αρχή, βλέποντας την αν και ρηγοπούλα μεσ’ στη μιζέρια, ντυμένη χειρότερα κι από σκλάβα. Δίκαια το παλικάρι αναλογίζεται:
« Αχ! Δίχως λάθη δεν μπορείς καθόλου
την αρετή στους άντρες να ξεκρίνεις·
πάντοτε υπάρχει σύγχυση μεγάλη
στη φύση των ανθρώπων. Είδα ως τώρα
ανάξιο τέκνο από γενναίο πατέρα,
από κακούς γονιούς λαμπρά βλαστάρια,
μικρό, φτωχό μυαλό σε πλούσιον άντρα
και στον φτωχό ψυχή μεγάλη. Πώς λοιπόν,
κανείς αναμετρώντας όλα ετούτα,
σωστά μπορεί να κρίνει; Με τον πλούτο;
Κακό κριτή θα πάρει. Με τη φτώχεια;
Μα η φτώχεια φέρνει δυστυχία και στρέφει
τον άντρα στο κακό από την ανάγκη.
Να ‘ρθω στα όπλα; Ποιος ένα κοντάρι
βλέποντας, θα μπορούσε να πιστέψει
αντρειωμένο αυτόν που το βαστάει;
Κάλλιο κανείς ετούτα να τ’ αφήνει
έτσι όπως τα ‘χει η τύχη κανονίσει.
Ο άντρας τούτος μέσα στους Αργείους
δεν είναι μέγας κι ούτε για τη δόξα
κομπάζει της γενιάς του, μα τον βρίσκεις
ξεχωριστό μεσ’ απ’ το πλήθος. » ( Ευριπίδης, “Ηλέκτρα” 367- 382 )
Και ο καημένος ο γεωργός, ο άντρας της Ηλέκτρας, που ζούσε μεσ’ στη φτώχεια, με τόσες στερήσεις, σκέφτεται τη μεγάλη δύναμη έχει το χρήμα. Και λέει, ότι λέει ο καθένας μας, που έχει νιώσει βαθιά στο πετσί του την αδικία της συγκέντρωσης του πλούτου στους λίγους. Αυτός να λιμοκτονεί και κάποιοι να ικανοποιούν τα πιο παράξενα γούστα σπαταλώντας υπέρογκα ποσά. Γιατί, άραγε, να είναι τόσο άδικος ο κόσμος; Δεν είμαστε όλοι τέκνα του ίδιου Θεού; Κι αν ζούμε μόνο μια ζωή σαν ψυχές, δεν είναι τρομερά άδικο άλλοι να έχουν και του πουλιού το γάλα κι άλλοι να πεθαίνουν από την πείνα; Μας τα λένε καλά οι θεολόγοι, ή μήπως, όπως και τα άλλα ιερατεία, μας λένε φούμαρα για να καλοπερνάει η άρχουσα τάξη;
Λέει, λοιπόν, ο γεωργός:
« εν τοις τοιούτοις δ’ ηνίκ’ αν γνώμης πέσω [ Σαν φέρνω αυτά στο νου μου, τότε βλέπω
σκοπώ τα χρήμαθ’ ως έχει μέγα σθένος, τι δύναμη μεγάλη έχει το χρήμα!
ξένοις τε δούναι σώμά τ’ ες νόσον πεσόν και βοηθάς τους φίλους σου με τούτο,
δαπάναισι σώσαι· » κι εσύ από την αρρώστια που θα σ’ εύρει
γιατρεύεσαι, όταν έχεις και πληρώνεις. ]
Ο χορός, που αποτελείτο από γυναίκες του Άργους, ήρθε στο καλύβι της Ηλέκτρας, κι αφού άκουσε τα δεινά της, σε μια αντιστροφή λέει:
« Γύρω σε μάχη φονική καλπάζαν
αλόγατα και μαύρο κουρνιαχτό
σήκωναν πίσωθέ τους. Τέτοιων
αντρών κονταρομάχων βασιλιά
σκότωσ’ ο έρωτάς σου, Κλυταιμήστρα,
κόρη κακούργα του Τυνδάρεω.
Γι’ αυτό μακάρι και σε σένα κάποια μέρα
θάνατο να σου στείλουν οι θεοί.
Κι αληθινά, θα δω με το σπαθί
να σφάζουν το λαιμό σου και το αίμα
να τρέχει απ’ τη θανάσιμη πληγή. » ( Ευριπίδης, “Ηλέκτρα” 477- 485 )
Ήρθε η στιγμή της αναγνώρισης του Ορέστη και της Ηλέκτρας. Ο άντρας της βασιλοκόρης κάλεσε τον γερο- παιδαγωγό του Αγαμέμνονα, που ήρθε με καλούδια, για να περιποιηθούν τους ξένους. Ο Ευριπίδης μας δίνει τον ακόλουθο διάλογο ανάμεσα στα δυο αδέρφια και τον γέρο:
« ΟΡ.: Κι εσύ, γέροντα, χαίρε. Ηλέκτρα, πες μου
σε ποιον από τους φίλους σου ν’ ανήκει
τ’ απομεινάρι αυτό του ανθρώπου;
ΗΛ.: Αυτός έθρεψε, ω! ξένε, το γονιό μου.
ΟΡ.: Τι λες; Αυτός φυγάδεψε τον αδερφό σου;
ΗΛ.: Αυτός τον γλίτωσε, αν ακόμα ζει.
ΟΡ.: Καλά.
Γιατί με τέτοιο βλέμμα με κοιτάζει,
λες και λαμπρό σημάδι ξεχωρίζει
σε νόμισμα ασημένιο; Ή με παίρνει
για κάποιον άλλο που να του μοιάζω;
ΗΛ.: Ίσως να χαίρεται που του Ορέστη έχεις τα χρόνια.
ΟΡ.: Με κάποιον που αγαπά· γιατί με τριγυρίζει;
ΗΛ.: Ξένε, κι εγώ απορώ καθώς τον βλέπω.
ΓΕ.: Κυρά, κόρη μου Ηλέκτρα, παρακάλα τους θεούς.
ΗΛ.: Για ποιους; Για τους εδώ ή γι’ αυτούς που λείπουν;
ΓΕ.: Θεόσταλτο θα λάβεις θησαυρό σου.
ΗΛ.: Να, τους θεούς παρακαλώ. Μα τι λες, γέρο;
ΓΕ.: Κοίταξε τον αγαπημένο σου, παιδί μου.
ΗΛ.: Ώρα τον βλέπω· μη δεν έχεις πια το νου σου;
ΓΕ.: Δεν έχω νου, τ’ αδέρφι σου θωρώντας;
ΗΛ.: Τι λόγο ανέλπιστο είπες, γέρο;
ΓΕ.: Πως βλέπω τον Ορέστη, ετούτον.
ΗΛ.: Και τι σημάδι του είδες, να πιστέψω;
ΓΕ.: Στο φρύδι του ένα σκίσιμο που επήρε
σαν έπεσε, μαζί σου κυνηγώντας,
στο πατρικό παλάτι ένα ελαφάκι.
ΗΛ.: Τι λές; Ναι, βλέπω εκείνο το σημάδι.
ΓΕ.: Στην αγκαλιά του αγαπημένου αργείς να πέσεις;
ΗΛ.: Μα τώρα, γέρο, δεν αργώ· η καρδιά μου
γνώρισε τα σημάδια που της δείχνεις.
Ω! εσύ που ‘κανες τόσα χρόνια να ‘ρθεις,
σε σφίγγω ανέλπιστα στην αγκαλιά μου.
ΟΡ.: Κι εγώ μετά από χρόνια σ’ αγκαλιάζω. » ( Ευριπίδης, “Ηλέκτρα” 553- 578 )
Χάρηκαν τα αδέρφια που συναντήθηκαν μετά από τόσα χρόνια. Είχαν όμως ένα χρέος απέναντι στον αδικοσκοτωμένο πατέρα κι ένα βαρύ φορτίο από τους θεούς. Έτσι δεν τους έμενε καιρός για χαρές περίσσιες. Έβαλαν μπροστά το σχέδιο της τιμωρίας των ανόσιων φονιάδων, που τώρα βασίλευαν στη χώρα. Ο γέρος τους έδωσε την πληροφορία για τη θυσία του Αίγισθου στο κτήμα. Ήσαν πλέον έτοιμοι ν’ αρχίσουν:
« ΗΛ.: Το έργο σου τώρα, έχεις τον πρώτο φόνο.
ΟΡ.: Πηγαίνω· ένας το δρόμο να μου δείξει.
ΓΕ.: Εγώ με την καρδιά μου σ’ οδηγάω.
ΟΡ.: Ω! Δία προστάτη, διώξε τους εχθρούς μας.
ΗΛ.: Λυπήσου μας· τρανές οι συμφορές μας.
ΓΕ.: Σπλαχνίσου τους, κρατούν απ’ τη γενιά σου.
ΗΛ.: Κι ω! Ήρα εσύ, των Μυκηναίων βωμών μητέρα…
ΟΡ.: Δώσ’ μας τη νίκη, αν δίκαια τη ζητάμε.
ΓΕ.: Βοήθα να εκδικήσουν το γονιό τους.
ΟΡ.: Πατέρα, που σε βύθισαν στον Άδη.
ΗΛ.: και Γη σεβάσμια, που με τα χέρια μου σε κρούω…
ΓΕ.: Βοήθα, βοήθα τα παιδιά τ’ αγαπημένα. » ( Ευριπίδης, “Ηλέκτρα” 668- 679 )
Ξεκίνησαν, αποφασισμένοι να αποδώσουν δικαιοσύνη ο Ορέστης με τη συντροφιά του, για να εκτελέσουν το πρώτο μέρος του σχεδίου, τον φόνο του Αίγισθου. Mε θάρρος κι αποκοτιά ο γιος του Αγαμέμνονα ξάπλωσε νεκρό τον άντρα που ατίμασε την οικογένεια του ένδοξου στρατηλάτη. Ήρθε αγγελιοφόρος για να πει τα ευχάριστα νέα στην Ηλέκτρα:
« ΑΓ.: Δόξα και νίκη, κόρες της Μυκήνας.
Σ’ όλους τους φίλους φέρνω το μαντάτο
της νίκης του Ορέστη. Είναι στο χώμα
του Αγαμέμνονα ο φονιάς σφαγμένος,
ο Αίγισθος· τους θεούς δοξολογάτε.
ΗΛ.: Ποιος είσαι εσύ; Και πώς μου λές αλήθεια;
ΑΓ.: Δε με γνωρίζεις; Του αδερφού σου ο δούλος.
ΗΛ.: Καλέ μου, από το φόβο δεν μπορούσα
να σε γνωρίσω· λοιπόν τώρα σε θυμάμαι.
Τι λές; Έχει στ’ αλήθεια του γονιού μου
ο πολυμίσητος φονιάς πεθάνει;
ΑΓ.: Σκοτώθηκε· στο ξαναλέω αφού το θέλεις.
ΗΛ.: Ω! θεοί, κι εσύ που όλα τα βλέπεις Δίκη,
έφτασες επιτέλους…. » ( Ευριπίδης, “Ηλέκτρα” 761-771 )
Μα πώς ο γόνος των Ατρειδών μπόρεσε να σκοτώσει τον βασιλιά; Για το εγχείρημα μας αφηγείται ο αγγελιοφόρος:
« …προχωρώντας εφτάσαμε στο μέρος που βρισκόταν
των Μυκηναίων ο ξακουσμένος ρήγας.
Σε κήπο νεροδρόσιστο καθόταν
κι έκοβε τρυφερής μυρτιάς κλωνάρια
να στεφανώσει το κεφάλι του. Ως μας είδε,
μας φώναξε αμέσως. « Γεια σας, ξένοι,
ποιοι είστε; Πούθε ερχόσαστε; Ποιος είναι
ο τόπος σας; » Ο Ορέστης του απαντάει.
« Είμαστε Θεσσαλοί, πάμε στη χώρα
του Αλφειού, να κάνουμε θυσίες
στο Δία τον Ολύμπιο». Ακούγοντας
ο Αίγισθος αυτά, μας λέει. « Τώρα
θα μείνετε κοντά μου και θα φάτε
μαζί μου στο τραπέζι. Θυσιάζω
ταύρο στις Νύμφες (*21)· άμα σηκωθείτε
με την αυγή, όση χάσατε ώρα πάλι
θα την κερδίσετε· στο σπίτι ας πάμε,
δεν κάνει ν’ αρνηθείτε ». Έτσι μιλώντας
και πιάνοντάς μας απ’ το χέρι, μέσα
μας οδηγούσε. Ως μπήκαμε, φωνάζει.
« Γοργά να φέρει κάποιος για τους ξένους
νερό για να λουστούν, γιατί μαζί μας
θα σταθούν στο βωμό και στ’ αγιονέρι ».
Ο Ορέστης όμως του αποκρίνεται. « Πριν λίγο
Καθαριστήκαμε σε ποταμίσια
νερά καθάρια. Αν πρέπει στις θυσίες
να στέκουνε μαζί ξένοι με ντόπιους,
Αίγισθε βασιλιά, δε θ’ αρνηθούμε
κι είμαστε πρόθυμοι ». Έτσι αυτόν το λόγο
τον άφησαν στη μέση. Οι δούλοι τότε,
σε μια μεριά τις λόγχες παρατώντας,
που ‘χαν για να φυλάγουν τον αφέντη,
ρίχτηκαν όλοι στη δουλειά. Δοχείο
έφερναν για το αίμα απ’ τα σφαχτάρια,
άλλοι κουβάλαγαν πανέρια, κι άλλοι
άναβαν τους βωμούς και τα λεβέτια
έστηναν, κι αντηχούσε όλο το σπίτι.
Ο άντρας της μητέρας σου αφού πήρε
κριθάλευρο, το σκόρπιζε απάνω
στους βωμούς, έτσι μιλώντας. « Νύμφες
των βράχων, αξιώστε μας, εμένα
και τη γυναίκα μου που ‘ναι στο σπίτι,
την Τυνδαρίδα, πλήθος τις θυσίες
να κάνουμε για σας, ευτυχισμένοι
πάντοτες όπως τώρα, κι οι εχθροί μας
να δυστυχούν ». Για σε και τον Ορέστη
έλεγε αυτά τα λόγια. Μα ο δικός μου
αφέντης με το νου του προσευχόταν
τ’ αντίθετα: να ξαναπάρει πίσω
το πατρικό παλάτι. Ίσιο μαχαίρι
απ’ το πανέρι ο Αίγισθος επήρε
κι έκοψε τρίχες μοσχαρίσιες· πάνω
στην ιερή τις έριξε τη φλόγα
με το δεξί του κι έσφαξε ως σηκώσαν
στους ώμους τους οι δούλοι το δαμάλι.
Ύστερα λέει στον αδερφό σου ετούτα.
« Καυχιούνται οι Θεσσαλοί πως έχουν
κι αυτό μες στα καλά τους· άλλος ταύρο
με τέχνη τον λιανίζει, άλλος δαμάζει
τ’ άλογα. Εμπρός, μαχαίρι πάρε, ξένε,
και δείξε αληθινή τη φήμη τούτη
των Θεσσαλών ». Γερό λεπίδι εκείνος
διαλέγει δωρικό κι από τους ώμους
πετώντας τον ωραίο χιτώνα, πήρε
στο έργο βοηθό του τον Πυλάδη κι όλους
διώχνει τους δούλους. Απ’ το πόδι το μοσχάρι
πιάνοντας και τεντώνοντας το χέρι,
τις άσπρες σάρκες γύμνωσε απ’ το δέρμα.
Πιο γρήγορα είχε γδάρει το δαμάλι,
απ’ όσην ώρα κάνει καβαλάρης
να τρέξει μες στο στάδιο δυο γύρους·
ύστερα του ανοίγει τα λαγόνια.
Παίρνει στα χέρια ο Αίγισθος τα σπλάχνα
και τα κοιτάει. Στο σκώτι δεν υπήρχε
λοβός καθόλου, στόμα και σακούλα
στη χολή έδειχναν πως σύντομα θα βρίσκαν
αυτόν που τα κοιτούσε δυστυχίες
φριχτές. Το πρόσωπό του σκοτεινιάζει
κι ο αφέντης μου ρωτάει. « Γιατί τάχα
στεναχωριέσαι; » « Ξένε, κάποιο δόλο
φοβάμαι από τα ξένα. Είναι τ’ αγόρι
του Αγαμέμνονα τρανός εχθρός μου,
που πιο πολύ μισώ μες στους ανθρώπους ».
Εκείνος του αποκρίθηκε. « Εσύ μιας χώρας
ο βασιλιάς και σκιάζεσαι το δόλο
ενός εξορισμένου; Δε θα φέρει,
αντί γι’ αυτό το δωρικό λεπίδι,
κάποιος μαχαίρι φθιωτικό, να φάμε
τα εντόσθια και το στήθος του ν’ ανοίξω; »
Παίρνει και κόβει. Ο Αίγισθος τα σπλάχνα
τα εξέταζε ένα- ένα. Κι όπως ήταν
έτσι σκυμμένος , τότε ο αδερφός σου
σηκώθηκε στα νύχια και του δίνει
στο σβέρκο μια χτυπιά και του συντρίβει
τη ραχοκοκαλιά του· ευθύς εκείνος
σύγκορμος τιναζόταν πάνω- κάτω,
πεθαίνοντας φριχτά μ’ άγριους βόγκους.
Οι δούλοι μόλις είδαν τι ‘χε γίνει,
τρέξαν γοργά και πήραν τα κοντάρια,
πλήθος αυτοί να χτυπηθούν με δύο.
Μα στάθηκαν ατρόμαχτοι αντικρύ τους
Ορέστης και Πυλάδης, τις δικές τους
λόγχες αντίμαχες γερά κουνώντας.
Τους μίλησ’ ο αδερφός σου. « Εχθρός δεν ήρθα
στη χώρα εδώ και στους δικούς μου ανθρώπους·
μονάχα το φονιά έχω τιμωρήσει
του γονιού μου, ο δύστυχος Ορέστης·
γι’ αυτό παλιοί υπηρέτες του πατέρα,
μη με σκοτώσετε ». Κι εκείνοι σαν υπάκουσαν
τα λόγια του, κρατήσαν τα κοντάρια·
κάποιος του παλατιού γέροντας δούλος
τον γνώρισε κι ευθύς τον αδερφό σου
μ’ αλαλαγμούς χαράς τον στεφανώσαν.
Έρχεται να σου δείξει το κεφάλι
όχι της Μέδουσας, μα αυτόν που τόσο
πολύ μισείς, τον Αίγισθο. Σφαγμένος
πικρά ξεπλήρωσε με το αίμα του το αίμα. » ( Ευριπίδης, “Ηλέκτρα” 761-858 )
Το πρώτο μέρος του σχεδίου πέτυχε. Επέστρεψαν στο καλύβι ο Ορέστης, έχοντας το πτώμα ( ή μόνο το κεφάλι ) του Αίγισθου. Μόλις το αντίκρισε η Ηλέκτρα ξέσπασε:
« …Μ’ αφάνισες κι ορφάνεψες εμένα
κι αυτόν από πατέρα αγαπημένο,
χωρίς να σ’ αδικήσουμε καθόλου.
Έκανες γάμο ανόσιον με τη μάνα μου,
της σκότωσες τον άντρα, των Ελλήνων
τον στρατηλάτη, εσύ που δεν επήγες
να πολεμήσεις με τους Τρωαδίτες.
Φάνηκες τόσο ανέμυαλος σαν πήρες
τη μάνα μου κι ατίμασες το στρώμα
του γονιού μου, λογαριάζοντας πως θα ‘ταν
πιστή σε σένα. Όμως καθένας πρέπει
να ξέρει αυτό: πως άμα ξεπλανέψει
ξένη γυναίκα με κρυφές αγάπες
κι ύστερα αναγκαστεί να τήνε πάρει,
είναι δυστυχισμένος, αν λογαριάζει
πως θα ‘ναι φρόνιμη μ’ εκείνον, όταν
δεν ήταν με τον πρώτο της τον άντρα.
Μέσα στις συμφορές εκατοικούσες
κι ανυποψίαστος νόμιζες πως ήσουν
ευτυχισμένος. Βέβαια το ‘ξερες πως είχες
ανόσιο γάμο κάνει, το ‘ξερε κι η μάνα
πως είχε πάρει άνομον άντρα. Οι δυο σας,
όντας κακοί, κρύβατ’ ο ένας του άλλου
τη δυστυχίας· εκείνη τη δική σου
κι εσύ πάλι τη δικιά της…
………………………………………..
Και με το λίγο σου μυαλό είχες πέσει
σε μια μεγάλη πλάνη: Για σπουδαίος
περνούσες μ’ όση δύναμη σου δίναν
τα πλούτη. Μα τα χρήματα είναι κάτι
που δεν μπορείς πολύν καιρό να το ‘χεις.
Το φυσικό του ανθρώπου είναι μονάχα
σταθερό κι όχι ο πλούτος· γιατί εκείνο,
μαζί μας πάντα μένοντας, νικάει
τις συμφορές. Η άνομη ευτυχία
σε φαύλους όταν πάει, φτερουγίζει
μακριά απ’ τα σπιτικά τους, αφού μόνο
λίγο καιρόν ανθίσει. Δε μιλάω
για τα φερσίματά σου στις γυναίκες,
- δεν πρέπει να τα λέει μια παρθένα-
μα σκεπαστά που θα τα πω, θα γίνουν
ευκολονόητα πάλι. Τις ατίμαζες,
γιατί ‘χες, λέει, βασιλικά παλάτια
κι ήσουνα όμορφος… » ( Ευριπίδης, “Ηλέκτρα” 914- 931 και 938- 949 )
Το να σφάξεις έναν ξένο, που μισούσες, είναι εύκολη δουλειά. Μα πώς να σφάξεις την ίδια σου τη μάνα, αυτήν που σ’ έφερε στον κόσμο κι από το στήθος της βύζαξες τη ζωή; Αυτό το φοβερό δίλημμα αντιμετώπιζε ο Ορέστης. Το ξεπέρασε με την αποφασιστικότητα της Ηλέκτρας. Ο Ευριπίδης χρησιμοποιεί τον ακόλουθο διάλογο για να δείξει την δύσκολη απόφαση:
« ΟΡ.: Άαχ!
Μα πώς τη μάνα που μ’ έθρεψε να σφάξω;
ΗΛ.: Ως έσφαξε και κείνη το γονιό μας.
ΟΡ.: Αστόχαστο χρησμό μου ‘δωσες, Φοίβε…
ΗΛ.: Αστόχαστος ο Απόλλωνας, μα τότε
σοφοί και γνωστικοί ποιοι να ‘ναι;
ΟΡ.: που με χρησμούς μ’ έχεις προστάξει
τη μάνα μου να σφάξω, ενώ δεν έπρεπε.
ΗΛ.: Και τι θα πάθεις, τον πατέρα σου εκδικώντας;
ΟΡ.: Ήμουν αγνός, θα φύγω μητροκτόνος.
ΗΛ.: Αν δεν συντρέξεις το γονιό σου, ανόσιος θα ‘σαι.
ΟΡ.: Τν μάνα μου; Μα δε θα το πληρώσω;
ΗΛ.: Κι αν τον πατέρα σου δεν εκδικήσεις;
ΟΡ.: Δαίμονας με μορφή θεού τα είπε;
ΗΛ.: Στο ιερό τριπόδι καθισμένος; Δε νομίζω.
ΟΡ.: Δε θα πίστευα σωστές μαντείες ετούτα.
ΗΛ.: Να μη δειλιάσεις κι άναντρος φανείς.
ΟΡ.: Τον ίδιο δόλο και σ’ αυτήν θα στήσω;
ΗΛ.: Όπως τον Αίγισθο έχεις θανατώσει.
ΟΡ.: Πηγαίνω μέσα· φοβερό το έργο
που αρχίζω και φριχτές θα κάνω πράξεις.
Αν στους θεούς αρέσουν τούτα, ας γίνουν.
Πικρό κι όχι γλυκό το αγώνισμά μου. » ( Ευριπίδης, “Ηλέκτρα” 968- 987 )
Έφτασε στης κόρης το φτωχόσπιτο η Κλυταιμήστρα, ειδοποιημένη να έρθει, τάχα, γιατί η κόρη γέννησε. Πριν να μπει στο σπίτι θέλησε να δικαιολογηθεί για το φέρσιμό της τόσα χρόνια και γιατί αναγκάστηκε να δεχτεί το κακοπέσιμο της κόρης της. Είπε, λοιπόν, η μάνα στην Ηλέκτρα:
« ………………Αφού τα μάθεις όλα,
τότε να με μισήσεις, αν το αξίζω·
αλλιώς γιατί πρέπει να μου ‘χεις έχθρα;
Μ’ έδωσεν ο Τυνδάρεως στο γονιό σου,
όχι για να πεθάνω ουδέ τα τέκνα
που θα γεννούσα. Εκείνος ξεγελώντας
την κόρη μου πως θα της δώσει γι’ άντρα
τον Αχιλλέας, την πήρε απ’ το παλάτι
κι εκεί την πήγε, στην Αυλίδα, που όλα
πρόσμεναν αραγμένα τα καράβια.
Απάνω στο βωμό ξαπλώνοντάς την,
κόβει της Ιφιγένειας τον άσπρο
λαιμό. Αν το ‘χε κάνει γιατί πάσκιζε
μια πόλη να φυλάξει απ’ το χαμό της,
ή και το σπιτικό του να ωφελήσει
και τ’ άλλα τα παιδιά του να γλιτώσει,
καθένας τότε θα τον συχωρούσε,
γιατί έσφαξε μονάχα μία για χάρη
πολλών. Μα τώρα η Ελένη
εξεμυαλίστη, κι ο άντρας της δεν είχε
τρόπο την άπιστη να τιμωρήσει,
για το χατίρι τους την κόρη μου έχει σφάξει.
Παρ’ όλο που μ’ αδίκησαν, ωστόσο
δε μ’ έπνιξε ο θυμός ουδέ τον άντρα
θα σκότωνα. Όμως ήρθε φέρνοντάς μου
τη θεοπαρμένη ξέφρενη παρθένα,
στην κλίνη τη δικιά μου βάζοντάς την
κι έτσι στους ίδιους μέναμε θαλάμους
δύο νύφες. Οι γυναίκες βέβαια είναι
άμυαλες, δεν τ’ αρνιέμαι. Μα όταν
πέφτει στο σφάλμα ο άντρας, τη δικιά του
παραμερίζοντας γυναίκα, τότε
να τόνε μιμηθεί θέλει κι εκείνη
και να ‘βρει άλλη αγάπη. Όμως βουίζει
μετά για μας η κατηγόρια, ενώ για κείνους
που ήταν η αφορμή, κακό δε λέει κανένας…» ( Ευριπίδης, “Ηλέκτρα” 1016- 1040 )
Ήταν φυσικό να μην πείσουν την Ηλέκτρα τα λόγια της μάνας. Κούφιες της φάνηκαν οι δικαιολογίες. Αν και νέα, η κρίση της ήταν σοφής γυναίκας. Γι’ αυτό αντιμιλώντας στη μάνα είπε:
« Μακάρι να ‘χες πιο καλά μυαλά, μητέρα.
Εσέ και την Ελένη βέβαια δίκαια
σας επαινούνε για την ομορφιά σας.
Μα οι δυο σας γεννηθήκατε απερίσκεπτες
κι ανάξιες αδερφές του Κάστορα είστε.
Γιατί κλέφτηκε θέλοντας η μία
Κι εχάθηκε, κι εσύ τον πρώτο της Ελλάδας
σκότωσες άντρα, βάζοντας αιτία
πώς για το τέκνο σου τον έχεις σφάξει.
Όπως εγώ κανένας δε σε ξέρει
τόσο καλά. Εσύ και πριν ακόμα
της κόρης σου η σφαγή αποφασιστεί,
κι ενώ μόλις ο άντρας σου είχε φύγει
από το σπίτι του, μπρος στον καθρέφτη
εχτένιζες τα ολόξανθα μαλλιά σου.
Δεν είναι τίμια η γυναίκα εκείνη,
που ενώ απ’ το σπιτικό της λείπει ο άντρας,
αυτή κοιτάει την ομορφιά της μόνο.
Γιατί δεν της χρειάζεται να δείχνει
Έξω από την πόρτα την ωραία θωριά της,
αν δε ζητάει κάποιο κακό να κάνει.
Και ξέρω πώς εσύ μονάχα απ’ όλες
τις Ελληνίδες ένιωθες μεγάλη
χαρά, οι Τρωαδίτες αν νικούσαν,
κι αν έχαναν, συννέφιαζε η θωριά σου,
γιατί δεν ήθελες να ‘ρθει απ’ την Τροία
ο Αγαμέμνονας. Μα είχες κάθε λόγο
φρόνιμη να ‘σαι, γιατί ο άντρας σου ήταν
πιο καλός από τον Αίγισθο κι η Ελλάδα
τον διάλεξε για πρώτο στρατηγό της.
Έπειτα, αφού είχε κάνει η αδερφή σου
η Ελένη τέτοια σφάλματα, μπορούσες
εσύ μεγάλη δόξα ν’ αποκτήσεις·
γιατί για τους καλούς οι άνομες πράξεις
γίνονται μάθημα κι έτσι τους κάνουν
τον εαυτό τους να εξετάζουν. Κι άμα,
καθώς μας λες, την κόρη σου ο γονιός μας
έσφαξε, εγώ σε τι κι ο αδερφός μου
σε αδικήσαμε; Όταν σκότωσες τον άντρα,
γιατί σε μας το πατρικό παλάτι
δεν έδωσες, παρά σαν προίκα σου στο γάμο
χάρισες στον καλό σου ξένα πλούτη;
Κι ούτε εξορίστηκε ο καινούριος σου άντρας,
την εξορία του γιου σου να πληρώσει,
κι ούτε σκοτώθηκεν αντί για μένα,
που με θανάτωσε διπλά, παρ’ όλο
που ζω, και πιο σκληρά απ’ την αδερφή μου.
Άμα προστάξει η Δίκη ν’ ακολουθήσει
ο φόνος άλλο φόνο, εγώ κι ο Ορέστης
θα σε σκοτώσουμε, εκδικώντας έτσι
τη σφαγή του πατέρα μας· γιατί αν ήταν
η πρώτη πράξη δίκια, τότε θα ‘ναι
και τούτη. Όποιος κοιτάζοντας τα πλούτη
ή την καλή γενιά, κακιά γυναίκα
πάρει, μυαλό δεν έχει. Μες στο σπίτι
πιότερο αξίζει η φρόνιμη γυναίκα,
κι ας μη βαστάει από μεγάλο σόι,
από μιαν άλλη αρχοντογεννημένη. » ( Ευριπίδης, “Ηλέκτρα” 1061- 1099 )
Στη λεκτική αντιμαχία μάνας και κόρης, ο χορός έκανε το σχόλιο: « τύχη γυναικών ες γάμους. τα μεν γαρ εύ τα δ’ ου καλώς πίπτοντα δέρκομαι βροτών » [ το τι λογής γυναίκα θα σου λάχει το κανονίζει η τύχη· γιατί βλέπω άλλους από γάμο ευτυχισμένους κι άλλους να ζουν δυστυχισμένα ]
Μετά τη λογομαχία μπήκε η ανύποπτη Κλυταιμήστρα στο καλύβι για να ετοιμάσει τον καθαρμό της λεχώνας. Και τότε αντίκρισε το καλοακονισμένο σπαθί του Ορέστη:
« ΚΛ.: Για τους θεούς, τη μάνα σας, παιδιά μου,
μη θανατώσετε.
ΧΟ.: Ακούς κραυγή μέσ’ από το σπίτι;
ΚΛ.: Ώωχ, ώωχ!
ΧΟ.: Κι εγώ σε θρηνώ που σε σφάζουν τα τέκνα του.
- Μοιράζει το δίκιο ο θεός, όταν έρθει
η μοιρόγραφτη ώρα. Φριχτά σε χτυπήσανε πάθη,
με φριχτές όμως πράξεις κι εσύ
τον άντρα σου χτύπησες, δύστυχη.
- Μα να τοι, βγαίνουν βουτηγμένοι στο αίμα
της μάνας των, που λίγο πριν σκοτώσαν,
απόδειξη φριχτή των άγριων κραυγών της.
Απ’ τη γενιά του Τάνταλου κανένα σπίτι
πιο δύστυχο δεν είναι μήτε υπήρξε. » ( Ευριπίδης, “Ηλέκτρα” 1164- 1176 )
Μπορεί να τέλεψαν το χρέος τους, μα τα δυο παιδιά του Αγαμέμνονα έχουν συνείδηση, που αμέσως αρχίσει να τους ελέγχει. Δεν νιώθουν καμιά χαρά για όσα έκαναν. Αποτροπιασμό νιώθουν κι ενοχές. Αντί να ησυχάσουν που τιμώρησαν τους φονιάδες, φονιάδες και οι ίδιοι, συναισθάνονται την φριχτή τους πράξη. Στα παρακάτω αποσπάσματα φαίνεται η δεινή τους κατάσταση:
« ΟΡ.: Ω! Γη και Δία παντεπόπτη των θνητών,
κοιτάχτε αυτά τα φονικά ανόσια έργα.
Τα δυο κορμιά που κείτονται στο χώμα
απ’ το δικό μου το μαχαίρι χτυπημένα,
που ξεπληρώσαν έτσι τα δεινά μου.
………………………………………………..
ΟΡ.: Φοίβε, με σκοτεινούς χρησμούς
προφήτεψες το δίκαιο, μα οι πόνοι
είναι ολοφάνεροι που μου ‘δωσες.
Όρισες να ‘χω μοίρα ματωμένη
μακριά από την Ελλάδα. Σε ποιαν άλλη
χώρα θα πάω; Ποιος άντρας θεοφοβούμενος,
ποιος φίλος θα γυρίσει ν’ αντικρίσει
εμένα που έσφαξα τη μάνα μου;
ΗΛ.: Ω! συμφορά μου, συμφορά. Κι εγώ σε ποιες
γιορτές θα πάω; Σε ποιους γάμους; και ποιος άντρας
θα με δεχτεί σε νυφικό κρεβάτι;
………………………………………………………
ΟΡ.: Είδες πώς έβγαλεν η δύσμοιρη
τα πέπλα της και μου ‘δειξε τα στήθη
την ώρα της σφαγής;
Αχ! πώς γονάτισε στο χώμα!
Κι εγώ από τα μαλλιά…
ΧΟ.: Ξέρω· σε σπάραξεν ο πόνος όταν άκουσες
Τη θλιβερή κραυγή της μάνας που σε γέννησε.
ΟΡ.: Μέσα στο βόγγο της μου φώναζε,
Απλώνοντας τα χέρια στο σαγόνι μου:
« Παιδί μου, σε ικετεύω ».
Γαντζώθηκε απ’ τα γένια μου
κι έτσι απ’ το χέρι μου έπεσε το ξίφος.
ΧΟ.: Η άμοιρη, πώς βάσταξες να δεις
της μάνας σου να χύνεται το αίμα
καθώς ψυχομαχούσε;
ΟΡ.: Με το μανδύα σκεπάζοντας τα μάτια μου
την εθυσίασα, το μαχαίρι
μπήγοντας στο λαιμό της.
ΗΛ.: Κι εγώ σου ‘δωσα θάρρος
και κράτησα μαζί σου το σπαθί.
ΧΟ.: Φριχτότατο έκανες κακούργημα.
ΟΡ.: Έλα, με πέπλα σκέπασε της μάνας το κορμί
και κλείσε τις πληγές της. Να λοιπόν,
εγέννησες παιδιά για να σε σφάξουν.
ΗΛ.: Αγαπημένη εσύ και μισημένη,
μ’ αυτά τα πέπλα σε σκεπάζουμε. » ( Ευριπίδης, “Ηλέκτρα”, αποσπάσματα 1177- 1230 )
Οι Διόσκουροι, αδερφοί της Κλυταιμήστρας, αφού έγιναν αγαθοποιές θεότητες, εμφανίζονται στο θεολογείο, για να δώσουν την πρέπουσα λύση. Δικαιολογούν το έγκλημα του Ορέστη και του προβλέπουν τα μελλοντικά δεινά. Μετά τον συμβουλεύουν πώς πρέπει να ενεργήσει για να μπορέσει να καθαρθεί και ν’ απαλλαγεί από τις ενοχές. Επιπλέον φροντίζουν και για την τύχη της Ηλέκτρας. Λένε, λοιπόν:
« Βλαστάρι του Αγαμέμνονα, άκουσέ μας·
σου μιλούνε της μητέρας σου τ’ αδέρφια
οι Διόσκουροι, ο Κάστορας και τούτος
ο αδερφός μου ο Πολυδεύκης. Μόλις
εγαληνέψαμε τρανή φουρτούνα
για το καλό ενός καραβιού και στο Άργος
ήρθαμε, καθώς είδαμε το φόνο
της αδερφής μας που μητέρα σου είναι.
Ετούτη δίκαια τιμωρήθηκε, μα δίκαια
δεν έπραξες εσύ. Ο Φοίβος, ναι ο Φοίβος,
- όμως αφέντης μου είναι, δε μιλάω-
αν και σοφός, δε σου ‘δωσε μαντείες
σοφές. Ωστόσο πρέπει να δεχτούμε
τις εντολές του. Πράξε αυτά που ορίσαν
για σένα ο Δίας και η Μοίρα (*22). Δώσε
γυναίκα στον Πυλάδη την Ηλέκτρα
σπίτι του να την πάρει κι εσύ φύγε
απ’ τ’ Άργος· τι δεν πρέπει να πατήσεις
στην πόλη αυτή, μια κι είσαι μητροκτόνος.
Οι φοβερές θεές, οι σκυλομάτες
οι Κήρες θα σε κυνηγήσουν, όπως
τρελός θα τριγυρίζεις από τόπο
σε τόπο. Κι όταν φτάσεις στην Αθήνα,
το άγιο ξόανο της Παλλάδας ν’ αγκαλιάσεις·
θα τις τρομάξει εκείνη, δε θ’ αφήσει
με τα φριχτά τους φίδια να σ’ αγγίξουν,
βάζοντας πάνωθέ σου την ασπίδα
που της Γοργόνας έχει το κεφάλι.
Υπάρχει εκεί του Άρη κάποιος βράχος,
όπου οι θεοί καθίσαν να δικάσουν
πρώτη φορά το φόνο, όταν εκείνος
τον Αλιρρόθιο (*23) σκότωσε ο σκληρόψυχος,
του πελαγίσιου αφέντη το βλαστάρι,
μανία γεμάτος για της κόρης του
το βιασμό. Γι’ αυτό το λόγο, είναι το μέρος
όπου ψηφίσαν, ιερότατο και σίγουρο.
Στον τόπο αυτόν κι εσύ πρέπει να τρέξεις
να κρίνουνε το φόνο που ‘χεις κάνει.
Κι η ισοψηφία που θα βγει στη δίκη,
θα σε γλιτώσει απ’ το χαμό. Γιατί ο Λοξίας
το φταίξιμό σου απάνω του θα πάρει,
αφού σ’ οδήγησεν αυτός στο φόνο
της μάνας σου με το χρησμό του. Κι έτσι
για τις γενιές που θα ‘ρθουνε κατόπι
θα μπει τούτος ο νόμος: σε ίσες ψήφους
αθώος να βγαίνει πάντα όποιον δικάζουν.
Κι οι φοβερές θεές, θυμό γεμάτες,
Κοντά σ’ αυτό το βράχο θα χωθούνε,
σ’ ένα χάσμα της γης, που ιερό θα γίνει
μαντείο για τους πιστούς. Εσύ σε πόλη
αρκαδική πρέπει να κατοικήσεις,
στο ρέμα του Αλφειού και στου Λυκαίου
του Δία το ιερό σιμά… » ( Ευριπίδης, “Ηλέκτρα” 1238- 1274 )
Ο Ορέστης έκανε δυο εγκλήματα, με σοβαρότερο τη μητροκτονία. Τα ήθη αυτής της εποχής απαιτούσαν να τιμωρήσει τους φονιάδες του γονιού του. Δεν ξεκίνησε θερμοκέφαλος και ζεοαίματος να πάρει εκδίκηση. Πήγε πρώτα στο μαντείο των Δελφών να ρωτήσει ποιο ήταν το θέλημα των θεών. Δεν οδηγήθηκε από νεανική παρόρμηση στους φόνους. Ο Απόλλωνας του ανέθεσε να προχωρήσει στην τιμωρία των φονιάδων του πατέρα του. Δεν μπορούσε ο νέος να κάνει αλλιώς. Από τη μια είχε θεϊκή εντολή κι από την άλλη ο θεός του είχε τονίσει τις βαριές τιμωρίες του αν δεν εκτελούσε τις εντολές. Επομένως ο Ορέστης δεν είχε τη δυνατότητα της επιλογής. Μονόδρομος ανοιγόταν μπροστά του, κι ούτε μπορούσε να πισωγυρίσει. Ο ηθικός νόμος επιτακτικά οδηγούσε στο έγκλημα, μα και γι’ αυτό είχε επιπτώσεις. Ναι, θα απέδιδε δικαιοσύνη, αλλά κι αυτός σαν φονιάς δεν θα έμενε ατιμώρητος. Είναι πολύ παράξενος ο “νόμος της ανταπόδοσης”! Μα πολύ σοφά θεσμοθετημένος από το Θεό. Γι΄ αυτό οι πρόγονοί μας έλεγαν:
« Ουκ έστιν ουδέν δεινόν ώδ’ ειπείν έπος « Δεν υπάρχει κακό, όπως λέει ο λόγος
ουδέ πάθος ουδέ ξυμφορά θεήλατος μήτε βάσανο, μήτε δυστυχία
ής ουκ αν αραιτ’ άχθος ανθρώπου φύσις. » θεοσταλμένη, που του ανθρώπου η φύση
να μην μπορεί ν’ αντέξει. »
Στα πλαίσια της θείας δικαιοσύνης λειτουργεί ο “νόμος της ανταπόδοσης” ή “νόμος του κάρμα”(*24), καθορίζοντας και “οικογενειακό κάρμα” καθώς και “φυλετικό κάρμα”. Έτσι εκτός από την ατομική ευθύνη, υπάρχει και η συλλογική ευθύνη, που οδηγεί τις ψυχές στην κάθαρση πάνω στο μακρύ ταξίδι τους στην τελείωση και την επιστροφή στον “οίκο του Πατρός”. Η ψυχή “αποκαθαίρεται” και σταδιακά οδηγείται στην τελείωσή της, αποβάλοντας κάθε είδους σκουριά κι έρμα, από μόνη της. Δεν περιμένει κάποια εξωτερική λύτρωση, να έρθει ο “λυτρωτής” (*25) με οποιοδήποτε όνομα, αλλά το πετυχαίνει με τον αγώνα της. Γνωρίζει πως για κάθε ατόπημα: « ροπή δ’ επισκοτεί δίκας ταχεία τοις μεν εν φάει, τα δ’ εν μεταιχμίω σκότου μένει χρονίζοντ’ άχη βρύει τους δ’ άκραντος έχει νύξ.» [ όμως η Δίκη άλλους γοργά προφταίνει στο φως, γι’ άλλους τα βάσανα πληθαίνουν κρυφά κι αργούν να ‘ρθουνε, κι άλλους ατέλειωτη, πυκνή σκεπάζει νύχτα ]. Κι αγωνίζεται, γιατί, κάπου βαθιά μέσα της, γνωρίζει πως ξεκίνησε από πολύ χαμηλά, από το ορυκτό βασίλειο, με τον αγώνα της πέρασε στο φυτικό βασίλειο, από ‘κει στο ζωικό για να φτάσει στο ανθρώπινο. Κι εδώ δεν την περιμένει καμιά “κρίση νεκρών” ή “Δεύτερη παρουσία”, παρά αγώνας να πάει ακόμα πιο ψηλά, άγγελος ή αρχάγγελος για να σταθεί “ενώπιον του θρόνου του Θεού”.
Ίσως να ξεστρατήσαμε, ας γυρίσουμε στον Ορέστη. Ο μύθος συνεχίζει. Να δούμε την συνέχεια.

--------------------------------------------------------------------------------
(*21). Νύμφες: Γυναικείες θεότητες, προσωποποιήσεις των θεϊκών δυνάμεων της φύσης. Ήσαν ωραίες και νέες γυναίκες, που αγαπούσαν το τραγούδι, την μουσική και το τραγούδι. Θεωρούνταν αγαθοποιά και καλοπροαίρετα πνεύματα που έκαναν τα γεννήματα να βλασταίνουν, βοηθούσαν τους κυνηγούς και συμπαραστέκονταν στους ασθενείς. Ακόμη μπορούσαν να εμφυσήσουν στους ανθρώπους ποιητική ή προφητική δύναμη. Θεωρούνταν κόρες του Δία, αλλά δεν ήσαν αθάνατες. Λογίζονταν ως ημίθεες ή θνητές που ζούσαν όμως πάρα πολλά χρόνια. Ανάλογα με τον τόπο της κατοικίας τους έπαιρναν και το όνομά τους. Έχουμε Νύμφες των πηγών, των ποταμών, γενικότερα του νερού ( Ναϊάδες, Ποταμηίες, Κρηνίδες, Υδριάδες, Κασταλίδες, Αχελωίδες κ.α.); Νύμφες των βουνών ( Ορεστιάδες, Παρνασίδες, Νυσιάδες κ.α.), Νύμφες των αγρών και των λειμώνων ( Λειμωνιάδες), Νύμφες των δασών, των άλσεων και των δέντρων ( Αλσηίδες, Δρυάδες, Αμαδρυάδες, Ναπαίαι κ.α.). Συχνά ερωτεύονταν θνητούς κι αποκτούσαν μαζ’ί τους απογόνους.

(*22). Μοίρα: Η προσωποποίηση της δύναμης που καθορίζει το πεπρωμένο του κάθε ανθρώπου. Η λέξη απαντά στον Όμηρο και είναι συνώνυμη με τις λέξεις “αίσα” και “δαίμων”, ως δύναμη που άλλοτε κατευθύνει τις πράξεις των ανθρώπων και άλλοτε τους αφήνει ελεύθερη βούληση. Στα ομηρικά έπη, οι θεοί είναι αυτοί που γνέθουν το νήμα της ζωής του ανθρώπου. Άλλοτε όμως η μοίρα παρουσιάζεται ανώτερη της θέλησης τωνθεών, ακόμη και του Δία, ο οποίος, αν και θα μπορούσε, δεν έρχεται ποτέ σε αντίθεση μ’ αυτήν.

(*23). Αλιρρόθιος: Ήρωας της αθηναϊκής μυθικής παράδοσης, γιος του Ποσειδώνα και της νύμφης Ευρύτης ή κατ’ άλλους της Βαθύκλειας. Ο Αλιρρόθιος προσπάθησε να βιάσει την κόρη του Άρη και της Αγραύλου, την Αλκίππη, κοντά στην πηγή του ιερού του Ασκληπιού στη νότια πλαγιά της Ακρόπολης. Τον συνέλανε όμως επ’ αυτοφώρω ο Άρης και τον σκότωσε. Ο Ποσειδώνας οργίστηκε και ζήτησε την τιμωρία του από τους Ολύμπιους θεούς, που συγκρότηταν το πρώτο δικαστήριο στο Άρειο Πάγο και αθώωσαν τον Άρη.

(*24) Κάρμα: Η ρίζα του είναι « κρι », που στα σανσκριτικά σημαίνει “πράττω’ ή “ενεργώ”. Κάρμα σημαίνει η πράξη ή γενικότερα το σύνολο των πράξεων. Aν οι πράξεις είναι καλές, καλοί θα είναι και οι καρποί τους, αν, όμως, είναι κακές, κακοί θα είναι και οι καρποί επίσης. Το κάρμα συνδέεται με το Νόμο της Ανταπόδοσης ή την Ειμαρμένη.

(*25) Εδώ, αγαπητέ αναγνώστη μας παρακινεί η επιθυμία να μεταφέρουμε τα παρακάτω αποσπάσματα από το βιβλίο του Ν. Καζαντζάκη “Αναφορά στον Γκρέκο”:
[[ - Δεν καταλαβαίνω, Δάσκαλε, είπε ο Σαριπούτο· πάλι μιλάς με παραβολές.
- Θα καταλάβεις στο γυρισμό, Σαριπούτο, είπε ο Βούδας. Τώρα, σας είπα, είναι πολλά ενωρίς. Χρόνια ζω τη ζωή και τον πόνο του ανθρώπου, χρόνια μεστώνω· ποτέ δεν είχα φτάσει, σύντροφοι, σε τόση ελευτερία. Γιατί; Γιατί πήρα μια με γάλη απόφαση.
- Μια μεγάλη απόφαση, Δάσκαλε; έκαμε ο Άναντα κι ανασήκωσε το κεφάλι, έσκυψε, φίλησε την άγια πατούσα του Βούδα·ποια απόφαση;
- Δε θέλω να πουλήσω την ψυχή μου στο Θεό, σε αυτό που λέτε εσείς Θεό· δε θέλω να πουλήσω την ψυχή μου στον Πειρασμό, αυτό που λέτε εσείς Πειρασμό· δε θέλω να πουληθώ σε κανένα. Είμαι λεύτερος! Χαρά σε αυτόν που ξεφεύγει από τα νύχια του Θεού και του Πειρασμού, αυτός, μονάχα λυτρώνεται.
- Λυτρώνεται από τι; έκαμε ο Σαριπούτο κι ο ιδρώτας έτρεχε από το μέτωπό του· λυτρώνεται από τι; Ένας λόγος απόμεινε στα χείλια σου, Δάσκαλε, και σε καίει.
Αργά, βαριά, σαν ένα κορμί στην άβυσσο, έπεσε από τα σφιγμένα χείλια του Βούδα ο λόγος:
- Από τη λύτρωση.
- Από τη λύτρωση; λυτρώνεται από τη λύτρωση; ξεφώνισε ο Σαριπούτο. Δάσκαλέ μου, δεν καταλαβαίνω!
- Καλύτερα, Σαριπούτο, καλύτερα· αν καταλάβαινες, θα τρόμαζες. Όμως, μάθετέ το, σύντροφοι, ετούτη είναι η λευτεριά η δικιά μου· λυτρώθηκα από τη λύτρωση!
Ο Άναντα έμεινε ακίνητος· ο Βούδας τον κόχεψε ευχαριστημένος.
- Εγώ θα μείνω μαζί σου, Δάσκαλέ μου, είπε και κατακοκκίνησε.
- Άναντα αγαπημένε, έκαμε ο Βούδας, από φόβο;
- από αγάπη, Δάσκαλέ μου.
- Δεν φτάνει πια η αγάπη, πιστέ μου σύντροφε· δε φτάνει.
- Το ξέρω, Δάσκαλέ μου· την ώρα που μιλούσες είδα μια φωτιά ν’ αγλείφει το στόμα σου.
- Δεν ήταν φωτιά, Άναντα , δεν ήταν φωτιά, ήταν ο λόγος. Καταλαβαίνεις εσύ, μικρέ μου, πιστέ μου φίλε, τον περάνθρωπο τούτο λόγο;
- Κατά λαβαίνω, θαρρώ· γι’ αυτό κι απόμεινα μαζί σου.
- Τι κατάλαβες;
- Όποιος λέει πως υπάρχει λύτρωση είναι σκλάβος· γιατί την πάσα στιγμή φλωροζυγιάζει κάθε του λόγο, κάθε του πράξη και τρέμει: Θα σωθώ; Δε θα σωθώ; Θα πάω στον ουρανό; Θα πάω στην κόλαση; Πώς μπορεί να ‘ναι λεύτερη μια ψυχή που ελπίζει; Όποιος ελπίζει, φοβάται τη ζωή τούτη, φοβάται τη ζωή την άλλη, κρέμεται μετέωρος και περιμένει την τύχη ή το έλεος του Θεού.
Ο Βούδας έβαλε την απαλάμη του στα μαύρα μαλλιά του Άναντα.
- Μείνε, είπε.
Κάμποση ώρα έμειναν αμίλητοι κάτω από το ανθισμένο δέντρο. Ο Βούδας χάδεψε αργά, πονετικά, τα μαλλιά του αγαπημένου μαθητή.
- Σωτηρία θα πει να λυτρωθείς απ’ όλους τους σωτήρες· αυτή ‘ναι η ανώτερη λευτερία, η πιο αψηλή, όπου με δυσκολία αναπνέει ο άνθρωπος. Αντέχεις;
Ο Άναντα είχε σκύψει το κεφάλι και δε μιλούσε.
- Καταλαβαίνεις λιοπόν τώρα πιος είναι ο τέλεειος Λυτρωτής…
Σώπασε, και σε λίγο, παίζοντας ανάμεσα στα δάχτυλά του έναν ανθό που ‘χε πέσει από το δέντρο:
- Ο Λυτρωτής που θα λυτρώσει τους ανθρώπους από τη λύτρωση. ]]
Συγχωρείστε μας τα λόγια, που φαντάζουν εωσφορικά, μα θέλουμε να μοιραστούμε μαζί σας, τις μύχιες σκέψεις μας. Η Δεύτερη Παρουσία του Χριστού μας δεν θα είναι για να μας κρίνει. Θα έρθει για να πάει παραπέρα τη διδασκαλία του. Να μας μάθει να στηριζόμαστε στα πόδια μας, τα πνευματικά μας πόδια. Στις δυνάμεις μας, με τις οποίες ο Θεός μας προίκισε. Να πάρουμε το ανώτερο μάθημα, που τότε θα μπορούμε, ενώ την πρώτη φορά που ήρθε δεν μπορούσαμε, να μην περιμένουμε τη λύτρωση από κανένα. Μόνοι μας θα λυτρωθούμε και μόνοι μας θα θεωθούμε. Αυτός μες δείχνει το δρόμο… Εμείς πρέπει να το πετύχουμε με την προσπάθειά μας, με τον πνευματικό μας αγώνα…Το σκουλήκι από μόνο του γίνεται πεταλούδα και πετάει…
Και ο Κρητικός στοχαστής, που δεν άρεσε στο ιερατείο, συνεχίζει στο ίδιο βιβλίο, λίγι παρακάτω:
[[ Όμως για ένα ήμουν, σε όλη μου τη ζωή βέβαιος: πως ένας δρόμος μονάχα, οδηγάει στο Θεό, ο ανήφορος. Ποτέ ο κατήφορος, ποτέ ο δρόμος ο στρωτός· ο ανήφοροας μονάχα. Πολλές φορές δίστασα, δεν μπόρεσα καθαρά να ξεχωρίσω τι περιεχόμενο έχει η πολυμεταχειρισμένη, η πολυμολεμένη από τους ανθρώπους λέξη Θεός· ποτέ δε δίστασα για το δρόμο που οδηγάει ως το Θεό- θέλω να πω ως την ανώτατη κορυφή της λαχτάρας του ανθρώπου.
Κι ακόμα ετούτο: Τρία πλάσματα του Θεού με μαύλιζαν κι ένιωθα πάντα μαζί τους μια μυστική ενότητα· σαν σύμβολο μου φάνταζαν πάντα και συμβόλιζαν την πορεία της ψυχής μου: το σκουλήκι που γίνεται πεταλούδα, το χελιδονόψαρο που τινάζεται από τα νερά μοχτώντας να ξεπεράσει τη φύση του, κι ο μεταξοσκούληκας που κάνει το σπλάχνο του μετάξι…Η λαχτάρα του σκουληκιού να γίνει πεταλούδα στάθηκε για μένα το πιο επιτακτικό και συνάμα το πιο νόμιμο χρέος του σκουληκιού και του ανθρώπου. Να σε κάμει ο Θεός σκουλήκι, κι εσύ με τον αγώνα σου να γίνεις πεταλούδα. ]]

Δεν υπάρχουν σχόλια: