Κυριακή 3 Ιανουαρίου 2016

Η εκδίκηση της Εκάβης

[[ δαμ- ων ]]

Γ΄ μέρος
Η αντίδραση της Εκάβης στη σφαγή του Πολύδωρου είναι πολύ διαφορετική.Είναι εκρηκτική, ασυγκράτητη, βίαιη και στο τέλος αδίστακτη, δαιμονικά εκδικητική. Η πρώην βασίλισσα του Ιλίου προστρέχει ικέτις στους ανθρώπους που σκότωσαν την κόρη της ζητώντας τη συνδρομή τους στο εκδικητικό της σχέδιο. Η Εκάβη, δηλαδή, συνεργάζεται με τους αυτουργούς του πρώτου εγκλήματος, προκειμένου να εκδικηθεί αυτόν που διέπραξε το δεύτερο. Η σφοδρότητα της αντίδρασής οφείλεται σε μια συνειδητοποίηση: τώρα πλέον χάθηκαν όλα για την βασιλική δυναστεία. Όσο ζούσε ο Πολύδωρος, ζούσε μέσα της και η ελπίδα πως υπήρχε η μαγιά για να αρχίσει μια νέα περίοδος για την Τροία. Διάδοχος υπήρχε, υπήρχε και χρυσάφι, που ήσαν σε θέση να σηματοδοτήσουν μια νέα αρχή. Ο νέος βασιλιάς να μαζέψει τους σκορπισμένους Τρώες και όλοι μαζί να κάνουν μια νέα αρχή. Ο θάνατος, όμως, του τελευταίου γιου της, της εξανεμίζει και το τελευταίο ίχνος ελπίδας Έτσι της αφαιρεί κάθε αυτοέλεγχο. Ο πόνος της απώλειας, μετατρέπεται σε ανεξέλεγκτο μίσος. Μίσος προς αυτόν που τις γκρέμισε όχι μόνον την οικογένεια, αλλά και την ύστατη ελπίδα! Στο πρόσωπό του θα εκδικηθεί όχι μόνον τον χαμό των παιδιών της, αλλά κι ολάκερης της Τροίας. Πριν, όμως, το χώμα σκεπάσει τα κορμιά της Πολυξένης και του Πολύδωρα, θα πρέπει να έχει ποτιστεί από το αίμα της οικογένειας εκείνου που έβαλε την ταφόπετρα στην Τροία, του Θρακιώτη βασιλιά. Γι’ αυτό η Εκάβη, με τόνο ύστατης βασιλικής προσταγής και συνάμα παράκλησης, λέει στον Αγαμέμνονα:
« …… Αγαμέμνονα, σταμάτα
την ταφή της σφαγμένης Πολυξένης,
κι έτσι τα δυό αδέρφια σε μια φλόγα
-διπλός πόνος και θλίψη για τη μάνα-
μαζί το ίδιο χώμα ας τα σκεπάσει. » ( Ευριπίδης, “Εκάβη”, 878-881 )

Η συνέχεια >>>VagiaBlog…

Ο ευγενής θάνατος της Πολυξένης τονίζει το αδούλωτο φρόνημα των ηττημένων. Η Εκάβη τον δέχεται με καρτερία. Ο θάνατος, όμως, του Πολύδωρα είναι ακατανόητος γι’ αυτήν. Δεν μπορεί να αναχθεί σε κανέναν ηθικό κανόνα, άρα ενισχύει την αίσθηση της απόλυτης ηθικής εκτροπής. Τιμωρώντας τον φόνο του Πολύδωρα με τη δαιμονική σφοδρότητα μιας Ερινύας και εκδικούμενη στο πρόσωπο του νεότερου παιδιού της όλα τα εγκλήματα που προηγήθηκαν, από την άλωση της Τροίας μέχρι τον φόνο του μικρού γιού της, η Εκάβη εμφανίζεται να επιχειρεί να αποκαταστήσει κάποιου είδους δικαιοσύνη. Ο φόνος του Πολύδωρα είναι συγχρόνως προδοσία και προσβολή του δικαίου. Ο Πολυμήστορας πρόδωσε την φιλία και την εμπιστοσύνη, που του έδειξαν οι Πρίαμος και Εκάβη, αναθέτοντας την φύλαξη του μικρότερου γιού τους. Πρόδωσε τον θεσμό της φιλοξενίας. Πρόσβαλε το θεϊκό δίκαιο, γιατί προχώρησε από το πάθος στο χρυσάφι σε έναν φόνο διαπράττοντας ανοσιούργημα. Για τους προγόνους μας όσιον είναι ό,τι ικανοποιεί το αίσθημα του δικαίου τόσο για τους θνητούς, όσο και για τους θεούς.
Η απόφασή της για εκδίκηση, έστω και αν η είναι ηθικά προβληματική, θα μπορούσε να ιδωθεί σαν μια ύστατη και απελπισμένη προσπάθεια να περισωθεί ό,τι είναι δυνατόν από την παλαιά ηθική του ηρωικού κόσμου. Να μπει μια ηθική τάξη στο χάος που είχε δημιουργηθεί από τις φρικαλεότητες του πολέμου. Μπροστά στην επιμονή της δόλιας μάνας δεν άντεξε παρά να στέρξει ο Αγαμέμνονας στην απόδοση της δικαιοσύνης, γιατί: « τον μεν κακόν κακόν τι πάσχειν, τον δε χρηστόνευτυχείν ». Mε τη συγκατάθεση του Αγαμέμνονα η Εκάβη κάλεσε τον Πολυμήστορα στο στρατόπεδο των Ελλήνων, στήνοντάς του μεθοδικά την παγίδα της.
Αν η Εκάβη αρχικά βρισκόταν σε αμφιβολία για την απόφασή της για εκδίκηση, τα ψέματα και η υποκρισία του Πολυμήστορα την εδραίωσαν. Αυτήν την υποκρισία του φονιά μας δίνει ο Ευριπίδης, που τον παρουσιάζει να λέει κατά τη συνάντηση με την χιλιοχτυπημένη από τη μοίρα Εκάβη:
« Ω! Πρίαμε ακριβέ μου μέσα σ’ όλους,
κι εσύ, Εκάβη, πολυαγαπημένη,
βουρκώνουν τα μάτια μου όταν βλέπω
εσένα και την πόλη, κι ετούτην
την κόρη σου που λίγο πριν έσφαξαν.
Αλίμονο∙
τίποτα σταθερό δε στέκει, μήτε
η δόξα, μήτε πάλι δε θα σ’ έβρουν
μέρες κακές, αν είσαι ευτυχισμένος.
Αυτά οι θεοί τ’ ανακατεύουν
μπρος πίσω κι έτσι γυρίζουν,
για να μην ξέρουμε τι μας προσμένει
και να ‘χουμε γι’ αυτούς σέβας και φόβο.
Μα τι χρειάζονται για τούτα οι θρήνοι,
αφού όσα γίναν δε θα τα γιατρέψουν;
Παράπονο, γιατί έλειπα, αν μου έχεις,
μη μου πεις. Έτυχε να βρισκόμουν
στα σύνορα της Θράκης όταν ήρθες
εδώ∙ σαν ξαναγύρισα, κι ενώ ήμουν
έτοιμος απ’ το σπίτι μου να φύγω,
μ’ αντάμωσεν η σκλάβα σου και μου είπε
τα λόγια σου, κι ως άκουσα ήρθα αμέσως. » ( Ευριπίδης, “Εκάβη”, 939- 954 )
Υποκρισία εισπράττει κι ο φονιάς ως αντίδωρο από την Εκάβη, που του απαντάει:
« Ντρέπομαι, Πολυμήστορα, στην όψη
να σε κοιτάξω, τώρα που με ζώνουν
τέτοια δεινά. Γι’ αυτόν που ‘χει γνωρίσει
την πρώτη μου ευτυχία, η τωρινή μου
κατάντια μια βαθιά ντροπή μου φέρνει
και δε μπορώ καθόλου μες στα μάτια
να σ’ αντικρίσω… » ( Ευριπίδης, “Εκάβη”, 955- 959) )
Κι έτσι άρχισε η συζήτηση. Στην αρχή του έκανε ερωτήσεις για το πώς περνά ο γιος της και αν τον φροντίζει ο Θρακιώτης βασιλιάς, σαν φίλος που ήταν. Ο φονιάς με ψέματα θέλησε να εξαπατήσει την μάνα, που, όμως, γνώριζε την ανόσια πράξη του. Ας δούμε τον διάλογο Εκάβης- Πολυμήστορα, όπως τον παρουσιάζει ο Ευριπίδης:
« ΕΚ.: Kαι πρώτα πες μου αν ζει ο Πολύδωρός μου,
το τέκνο μου που πήρες από μένα
και το γονιό του, να το προστατέψεις
στο σπίτι σου• μετά ρωτάω για τ’ άλλα.
ΠΟ.: Και βέβαια, σ’ αυτό είσαι ευτυχισμένη.
ΕΚ.: Ωραία τα όσα λες και σου ταιριάζουν.
ΠΟ.: Τι άλλο θέλεις από με να μάθεις;
ΕΚ.: Εμένα που τον γέννησα αν θυμάται.
ΠΟ.: Ναι, κι ήθελε κρυφά να ’ρθει εδωπέρα.
ΕΚ.: Υπάρχει το χρυσάφι που ’χε πάρει;
ΠΟ.: Υπάρχει, το φυλάω καλά στο σπίτι.
ΕΚ.: Να το φυλάς, μη θες τα ξένα πλούτη.
ΠΟ.: Καθόλου• μόνο ας χαίρομαι όσα έχω.
ΕΚ.: Τι θα σας πω λοιπόν τάχα το ξέρεις;
ΠΟ.: Δεν πάει ο νους μου, εσύ φανέρωσέ το.
ΕΚ.: Ω! εσύ που θέλω το καλό σου, υπάρχει…
ΠΟ.: Τι πράμα, για να ξέρω εγώ κι οι γιοι μου;
ΕΚ.: Μέσα στη γης του Πρίαμου χρυσάφι.
ΠΟ.: Και θέλεις να το πεις αυτό στο γιο σου;
ΕΚ.: Ναι, και με σένα, που θεούς φοβάσαι.
ΠΟ.: Γιατί χρειάζονται και τα παιδιά μου;
ΕΚ.: Κάλλιο κι αυτά να ξέρουν, αν πεθάνεις.
ΠΟ.: Εμίλησες σωστά, πιο φρόνιμο είναι.
ΕΚ.: Το ναό της Αθηνάς στην Τροία τον ξέρεις;
ΠΟ.: Εκεί ’ναι ο θησαυρός; Ποιο το σημάδι;
ΕΚ.: Μια μαύρη πέτρα βγαίνει από το χώμα.
ΠΟ.: Και τι άλλο θες γι’ αυτά να φανερώσεις;
ΕΚ.: Τα πλούτη που έχω φέρει να φυλάξεις.
ΠΟ.: Πού είναι; Ή μες στα ρούχα σου τα κρύβεις;
ΕΚ.: Μαζί με τ’ άλλα λάφυρα στις τέντες.
ΠΟ.: Σε τούτες; Είναι οι τέντες των Ελλήνων.
ΕΚ.: Ξεχωριστές σκηνές έχουν οι σκλάβες. » ( Ευριπίδης, “Εκάβη” 973-1003 )
O χορός από τις Τρωαδίτισσες, που χρησιμοποιεί ο τραγικός ποιητής, όταν ο αφελής βασιλιάς της Θράκης μπήκε στην σκηνή της Εκάβης, λέει τα ακόλουθα λόγια:
« Ακόμα δε σε βρήκε, μα θα σ’ έβρει
η δίκαιη τιμωρία• σαν κάποιος
που βούλιαξε στη θάλασσα
κι αλάργα από λιμάνι εχάθη,
έτσι κι εσύ θα σωριαστείς
χάνοντας τη ζωή σου.
Όπου το χρέος για τους θεούς
και για το δίκιο το καταφρονάνε,
τότες εκεί θανατερό,
θανατερό πέφτει κακό. Η ελπίδα
που ’χες το δρόμο τούτο παίρνοντας,
ψεύτρα θα βγει και στου θανάτου
θα σ’ οδηγήσει τον αφέντη, δύσμοιρε•
και κάποιο χέρι αμάθητο απ΄τον πόλεμο
θα σου στερήσει τη ζωή. » ( Ευριπίδης, “Εκάβη” 1010-1018 )
Στον δόλο του Πολυμήστορα η Εκάβη χρησιμοποίησε τον δικό της δόλο. Εκμεταλλεύεται την απληστία του Θρακιώτη και του αναφέρει πως έχει κι άλλο χρυσάφι μέσα στη σκηνή της. Έτσι τον παρασύρει στο εσωτερικό της σκηνής της για να πραγματοποιήσει το υποχθόνιο σχέδιό της. Εκεί σφάζουν τους γιούς του Πολυμήστορα και αφού με τα μάτια του είδε το φονικό των παιδιών του κι έζησε αυτό το μαρτύριο, με τις πόρπες του έβγαλαν και τα μάτια, ώστε το τελευταίο θέαμα, που είδαν να είναι ο θάνατος των βλασταριών του.
Και σαν έγινε το κακό μες στη σκηνή ρώτησαν οι γυναίκες τη βασίλισσά τους αν ο φονιάς πλήρωσε την ανομία του:
ΧΟ.: Στ’ αλήθεια έχεις νικήσει το Θρακιώτη,
κυρά μου, κι όσα λες, τα ‘καμες πράξη;
ΕΚ.: Τώρα θα τόνε δεις μπρος απ’ τις τέντες
τυφλό να σκουντουφλάει τυφλά, κι ακόμη
των παιδιών του τα κορμιά, που τα ’χω
σκοτώσει εγώ μαζί με τις γενναίες
Τρωαδίτισσες• μου πλέρωσε το δίκιο. » ( Ευριπίδης, “Εκάβη” 1031-1037 )
Η δικαιοσύνη αποδόθηκε. Ο Πολυμήστορας τιμωρήθηκε και για τον φόνο, αλλά και για το χειρότερο αμάρτημά του, να αφήσει άταφο τον νεκρό. Το χρέος προς τη δικαιοσύνη και τους θεούς ξοφλήθηκε.H Εκάβη δεν θεώρησε την πράξη της σαν πράξη εκδίκησης, αλλά σαν πράξη απόδοσης δικαιοσύνης, γιατί είπε: « δίκην δε μοι δέδωκε» και συμπλήρωσε: « δράσαντα δ’ αισχρά δεινά τἀπιτίμια ». Ο χορός έκανε την εξής επισήμανση: « συγγνώσθ’, όταν τις κρείσσον’ ή φέρειν κακά πάθη, ταλαίνης εξαλλάξαιζόης» [Όταν δεινά βαρύτερα παθαίνεις, απ’ όσα θα μπορούσες να βαστάξεις, τότε σου συχωριέται, μια για πάντα, τη μαύρη σου ζωή να παρατήσεις.]
Στη συνέχεια ο τραγικός μας ποιητής εμφανίζει στη σκηνή τον τυφλό πλέον Θρακιώτη βασιλιά να θρηνεί για τα δεινά του και να λέει:
« Αλίμονό μου, που να πάω,
που να σταθώ, που να τραβήξω;
Στα τέσσερα να πέσω σαν αγρίμι
βουνίσιο και να ψάχνω με το χέρι
τα χνάρια τους; Ποιο δρόμο
να πάρω, αυτόν ή εκείνον,
τις φόνισσες ν’ αρπάξω Τρωαδίτισσες
που μ’ αφανίσαν; Άθλιες
πανάθλιες γυναίκες της Φρυγίας,
α, οι κατραραμένες που μου ξέφυγαν,
σε ποιες γωνιές έχουν ζαρώσει;
Αχ, Ήλιε, να μου γιάτρευες
τα ματωμένα μάτια, να τα γιάτρευες
και να ξανάδινες το φως μου.
Αα, σώπα∙ ακούω τα κούφια
πατήματα των γυναικών.
Πού να ριχτώ και να χορτάσω
με κόκαλα και σάρκες
σαν άγριο θεριό σπαράζοντάς τες,
παίρνοντας έτσι πλερωμή
με το χαμό τους για τη συμφορά μου;
Α! ο δόλιος. Μα πού πάω
κι αφήνω τα παιδιά μου μοναχά τους,
στις βάκχες του Άδη να τα κομματιάσουν,
σφαχτάρια να τα ρίξουν στα σκυλιά,
προσφάι αιματοστάλαχτο στ’ ανήμερα
βουνίσια αγρίμια; » ( Ευριπίδης, “Εκάβη”, 1040-1062 )
Στα παράπονά του ο χορός του επισημαίνει:
« Δύστυχε, τι αβάσταχτα σε βρήκαν
δεινά∙ τα έργα σου φριχτά, για τούτο
φριχτή κι η τιμωρία που λαβαίνεις.
Κάποιος θεός απάνω σου έχει πέσει. » ( Ευριπίδης, “Εκάβη”, 1067-1069 )
Μετά εμφανίζεται ο Αγαμέμνονας, που αντικρίζει τον Πολυμήστορα μετά την φρικτή του τιμωρία. Γίνεται ο παρακάτω διάλογος:
«ΠΟ.: Ω, φίλε μου Αγαμέμνονα, τι αμέσως
ποιος είσαι το ‘χω νιώσει, τη φωνή σου
ακούγοντας∙ το τι παθαίνω βλέπεις;
ΑΓ.: Άα∙ δόλιε Πολυμήστορα, ποιος σ’ έχει
έτσι αφανίσει, ποιος σ’ έχει τυφλώσει
και στάζουν αίμα οι κόρες των ματιών σου;
Ποιος τα παιδιά σου σκότωσε; Στ’ αλήθεια
όποιος κι αν ήτανε, μεγάλο θα ‘χε,
βαρύ θυμό για σένα και τους γιους σου.
ΠΟ.: Μ’ αφάνισε η Εκάβη με τις σκλάβες
Κι όχι μονάχα αυτό, μα παραπάνω. » ( Ευριπίδης, “Εκάβη”, 1091- 1099)
O Ευριπίδης παρουσιάζει τον ψεύτη κι απατεώνα Πολυμήστορα, που δεν έβαλε μυαλό παρ’ όλο το κακό που τον βρήκε, να περιγράφει το πάθημά του στον Αγαμέμνονα. Ακόμη και τώρα δεν έχει συνετιστεί, αλλά το άρρωστο μυαλό του επινοεί άλλο ψέμα εξαπάτησης του Αχαιού αρχιστράτηγου :
« Μιλάω• από τους Πριαμίδες ήταν
κάποιος Πολύδωρος, γιος της Εκάβης,
ο πιο μικρός• αυτόν από την Τροία
τον έστειλε ο πατέρας του σε μένα
σπίτι μου να τον θρέψω, τι φοβόταν
ο Πρίαμος το πάρσιμο της πόλης.
Αυτόν τον σκότωσα• άκου για ποιο λόγο,
πόσο καλά και φρόνιμα έχω πράξει.
Φοβήθηκα ο εχθρός σου, αυτό τ’ αγόρι
Μη μείνει ζωντανό και ξαναχτίσει,
μαζεύοντας λαό, πάλι την Τροία
και μήπως οι Αχαιοί μαθαίνοντάς το,
πως κάποιο ζει απ’ του Πρίαμου τα τέκνα,
ξανάρχονταν στη χώρα της Φρυγίας
με στόλο αρματωμένο, και τους κάμπους
ερήμαζαν κουρσεύοντας της Θράκης.
Και τότε εμείς οι γείτονες της Τροίας
θα πάσχουμε, όπως τώρα, βασιλιά μου.
Η Εκάβη, μόλις έμαθε του γιου της
την τύχη τη θανάσιμη, εδωπέρα
μ’ αυτήν την αφορμή μ’ έχει ξεσύρει,
για να μου πει πως τάχα μες στην Τροία
του Πρίαμου χρυσάφι ήταν κρυμμένο
σε θήκες• μοναχό με τα παιδιά μου
με μπάζει μες τις τέντες, να μη μάθει
γι’ αυτά κανένας άλλος. Στο κρεβάτι
καθίζω• Τρωαδίτισσες κοντά μου,
δεξιά κι αριστερά, καθίσαν πλήθος
σα να ’μουν φίλος• παίνευαν της Θράκης
τον αργαλειό τα ρούχα μου κοιτώντας•
άλλες τα δυο θρακιώτικα κοντάρια
βλέποντας, απ’ αυτά με ξαμαρτώσαν.
Όσες ήταν μανάδες, τα παιδιά μου
θαυμάζοντας τα παίζανε στα χέρια
κι η μια στην άλλη τα ’δινε, ώσπου φτάσαν
να βρίσκονται μακριά από το γονιό τους.
Κι ύστερα από τις ήσυχες κουβέντες
βγάλανε – πώς σου φαίνεται; - μαχαίρια
που τα ’χαν μες στα πέπλα τους κρυμμένα.
Κι άλλες τους γιους μου αμέσως μαχαιρώνουν,
άλλες, θαρρείς κι ήταν εχθροί, μου πιάνουν
χέρια και πόδια και μου τα βαστάνε•
ζητώντας να συντρέξω τα παιδιά μου,
αν προσπαθούσα να σηκώσω το κεφάλι,
μου πιάναν τα μαλλιά και με κρατούσαν•
κι αν πάσκιζα τα χέρια να κουνήσω,
από το πλήθος τους ο δόλιος δεν μπορούσα
να καταφέρω τίποτα. Στο τέλος,
η πιο μεγάλη συμφορά μου απ’ όλες,
φριχτό κακό μου κάναν• με περόνες
τις κόρες διατρυπάνε των ματιών μου
και τα ματώνουν• ύστερα το σκάσαν
απ’ τις σκηνές• Εγώ πηδώντας πάνω
σαν θεριό τις σκύλες κυνηγάω
τις φόνισσες, γκρεμίζοντας, χτυπώντας.
Αυτά έχω πάθει, θέλοντας να κάνω
καλό, Αγαμέμνονα, σε ‘σένα, δικό σου
σκοτώνοντας εχθρό. Για να μην πάνε
τα λόγια μου σε μάκρος, αν κανένας
ή πριν, ή τώρα, ή αύριο τις γυναίκες
κακολογήσει, εγώ μα δυο κουβέντες
μόνο θα πω όλα αυτά…. » ( Ευριπίδης, “Εκάβη” 1111-1159 )
Τους παραπάνω ισχυρισμούς τους απορρίπτει, όπως είναι φυσικό, η Εκάβη. Αποκαλύπτει με επιχειρήματα της την πανουργία του τυφλού πλέον φονιά. Όσα ισχυριζόταν στον Αγαμέμνονα για να δικαιολογήσει το φονικό ο ανόσιος βασιλιάς καταρρίπτονται σαν αχυρένιος πύργος στο πρώτο φύσημα του αέρα. Μεταξύ των άλλων η πρώην υπερήφανη βασίλισσα λέει στον φονιά:
« Για εξήγησέ μου αυτό∙ σαν ευτυχούσε
η Τροία κι ολοτρόγυρα στην πόλη
βάσταε γερά το κάστρο της, και ζούσε
ο Πρίαμος, και του Έκτορα το δόρυ
βασίλευε στη μάχη, πώς τη χάρη
δεν ήθελες σ’ αυτόν να κάνεις τότε
και πώς δεν έσφαξες το γιο μου που ‘χες
κι έτρεφες στο σπίτι σου ή ακόμη
και στους Αργίτες ζωντανό δεν τον επήγες;
Μα όταν μας αφάνισαν οι εχθροί μας
κι η πόλη το ΄δειξε με τους καπνούς της,
τον ξένο που ‘ρθε σπίτι σου σκοτώνεις.
Άκου κι αυτά, για να φανεί πόσο είσαι
κακός. Στους Αχαιούς αν ήσουν φίλος,
θα ‘πρεπε το χρυσάφι, που δικό σου
δεν είναι καθώς λες, μα αυτού εδωπέρα,
να τους το πας, αφού υποφέραν τόσο
πολύν καιρό μακριά από την πατρίδα. » ( Ευριπίδης, “Εκάβη” 1187-1200 )
Η χαροκαμένη στον μονόλογό της είπε και την διαχρονική διαπίστωση: «εν τοις κακοίς γαρ αγαθοί σαφέστατοι φίλοι∙ τα χρηστά σ’ αύθ’ έκαστ’ έχει φίλους.» [ξεχωρίζουν οι φίλοι οι αληθινοί στις δυστυχίες∙ σαν ευτυχείς, υπάρχουν πάντα φίλοι]. O Έλληνας ρήγας δεν πείστηκε από τα απατηλά λόγια του Θρακιώτη. Τονίζει πως για τους Έλληνες είναι ανόσια πράξη ο φόνος του φιλοξενούμενου. Οι πρόγονοί μας θεωρούσαν ιερή την φιλοξενία και ανέπτυσσαν φιλίες από φιλοξενία, που κρατούσαν για πολλές γενιές. Έτσι, δεν του δίνει δίκιο και του λέει:
« Είναι βαρύ για με να βγάλω κρίση
για ξένες αδικίες, όμως πρέπει•
γιατί θα ’ταν ντροπή μου να τ’ αφήσω,
μια κι έχω αυτό το ζήτημα αναλάβει.
Λοιπόν, για να το ξέρεις, δε νομίζω
πως έσφαξες τον ξένο σου για χάρη
δική μου ή των Ελλήνων, μα για να ’χεις
σπίτι σου το χρυσάφι. Αυτά λες τώρα,
στις συμφορές σου γιατί σε συμφέρει.
Μπορεί για σας τους βάρβαρους ο φόνος
του ξένου που φιλεύετε στο σπίτι
να ’ναι εύκολος, μα οι Έλληνες μια τέτοια
πράξη κι αισχρή κι ανόσια τη λογιάζουν•
την κατηγόρια πώς θα την ξεφύγω,
αν κρίνω πως δεν φταις; Αφού δεν είχες
θάρρος να κάμεις το καλό, θα πρέπει
και το κακό που σου ΄ρθε να τ’ αντέξεις. » ( Ευριπίδης, “Εκάβη” 1219-1230 )
Στο τέλος ο Αγαμέμνονας, αφού δικαίωσε την Εκάβη για την πράξη της, την προτρέπει να βιαστεί να θάψει τους νεκρούς της:
« ………………… Δόλια Εκάβη,
τους δυο νεκρούς σου σύρε να τους θάψεις∙
κι εσείς οι Τραδίτισσες θα πρέπει
να πάτε στις σκηνές των αφεντάδων,
γιατί φυσάει, βλέπω, ο αγέρας πρίμα.
Με το καλό να πάμε στην πατρίδα
κι όλα καλά στο σπίτι να τα βρούμε,
μια και γλιτώσαμε απ’ τους μόχθους τούτους. » ( Ευριπίδης, “Εκάβη” 1268-1273 )

Δεν υπάρχουν σχόλια: