Δευτέρα 11 Ιανουαρίου 2016

Η αγάπη του Λέανδρου για την Ηρώ

[[ δαμ- ων ]]

Ένα μυθολογικό δράμα, που συγκίνησε πολύ όσους το διάβασαν είναι αυτό που αναφέρεται στην αγάπη του Λέανδρου για την Ηρώ. Ο μύθος της Ηρώς και του Λέανδρου προκάλεσε ρίγη συγκίνησης στους ‘Ελληνες όλων των εποχών. Ενέπνευσε σε όλες τις εποχές ποιητές, ζωγράφους και γλύπτες. Σ’ αυτόν τον έρωτα αναφέρεται ένα από τα δημοφιλέστερα ποιήματα, που έγραψε ο Μουσαίος, και το οποίο χρησιμοποιήσαμε σαν βάση αυτού του δημοσιεύματος. Σε μετάφραση θα το διαβάσουμε ολόκληρο στο τέλος.
Η Σηστός ήταν αρχαία πόλη της Θράκης, κτισμένη στα παράλια του Ελλησπόντου στο πιο στενότερο μέρος του. Σ’ αυτή την πόλη ζούσε η Ηρώ. Πάνω σε έναν απόκρημνο βράχο της παραλίας της Σηστού υψωνόταν ο ναός της Αφροδίτης. Ιέρεια του Ναού η νεαρή και πανέμορφη Ηρώ. Η Άβυδος επίσης ήταν αρχαία πόλη και αυτή των Θρακών, κτισμένη στην άλλη πλευρά του Ελλησπόντου, απέναντι από τη Σηστό. Στην Άβυδο ζούσε ο Λέανδρος.
Κάθε χρόνο την άνοιξη τελούνταν στο ναό η γιορτή της Αφροδίτης και του Άδωνη. Προσκυνητές έρχονταν πολλοί κάθε χρόνο. Έφθαναν πιστοί από την Ήπειρο, την Κύπρο, από τα Κύθηρα, ακόμα κι από το Λίβανο. Αλλά κι από τη γειτονική Φρυγία και την Άβυδο που βρισκόταν στην άλλη όχθη του Ελλησπόντου. Γυναίκες και άντρες. Κι οι γυναίκες μπορεί να πήγαιναν για να τιμήσουν τη θεά, μα οι άντρες «όπου ακουστεί γιορτή, είναι πάντα πρώτοι, όχι τόσο τα πρόσφορα να πάνε στους αγίους, όσο για των ομορφονιών τα μαζωμένα κάλλη»..
Κάποτε στη μεγάλη γιορτή της θεάς μαζεύτηκε κόσμος πολύς από μακρινά μέρη. Σε εκείνη τη γιορτή εμφανίστηκε για πρώτη φορά η Ηρώ στο πλήθος. Όλοι θαμπώθηκαν από την ομορφιά της. «Κι άστραψε φως η όψη της η τρισχαριτωμένη, καθώς η λευκοπρόσωπη Σελήνη που προβαίνει και τα χιονάτα μάγουλα ν' εροδοκοκκινίζαν σα ρόδο, σαν τριαντάφυλλον, ακράνοιχτο και δίχρο». Μα καθώς ήταν ιέρεια της Αφροδίτης κανένας δεν τόλμησε ούτε καν να σκεφτεί να την πλησιάσει.

Η συνέχεια >>> Vagiablog…

Για πρώτη του φορά ήρθε προσκυνητής και ένας ωραίος νεαρός από την Άβυδο, ο Λέανδρος. Στη διάρκεια της γιορτής διασταυρώθηκαν τα βλέμματα των δύο νέων. Αστραπές άναψαν ευθύς και η φωτιά του έρωτα πυρπόλησε τις καρδιές τους. Και είναι τόσο σφοδρός και ακατανίκητος ο πόθος τους, ώστε υπερπήδησε κάθε ανθρώπινο και ιερό φραγμό. Η Ηρώ την ιεροσύνη της, ο Λέανδρος την ιερότητα της παρθένου.
Ο Λέανδρος, κυριευμένος από τον έρωτα, νίκησε τη συστολή του και την ώρα που ο ήλιος έδυε κι ανέτειλε ο αποσπερίτης, πλησίασε την Ηρώ, της έπιασε το χέρι και κεντρωμένος βαριά από τις σαϊτιές του μικρού θεού, άρχισε να αναστενάζει. Όντας σεμνή εκείνη τον απέκρουσε αμέσως και με το σώμα, που τραβήχτηκε απότομα απ` τ` άγγιγμά του, αλλά και με λόγια αυστηρά. «Μα σαν άκουσ' ο Λέανδρος τα τόσα πείσματά της, ένιωσε τα καμώματα των κορασιών που θέλουν, γιατί όταν ομορφόπαιδα μαλώνουν οι γυναίκες, φιλιά είναι τα μαλώματα και χάδια είν' οι φοβέρες.»
Άρχισε λοιπόν να της μιλά επιστρατεύοντας όλη τη ευγλωττία του παράφορα ερωτοχτυπημένου και σιγά σιγά «τα λόγια αγάπη γέννησαν και πήρε την καρδιά της».
Έτσι η Ηρώ αν και θεραπαινίδα της Κύπριδας που έπρεπε να μείνει παρθένα, ενέδωσε. Δέχτηκε να τον παντρευτεί. Όμως τού είπε ότι ο γάμος τους έπρεπε να μείνει κρυφός. Τότε εκείνος την καθησύχασε λέγοντας:
«Κόρη, για την αγάπη σου περνώ και τ' άγριο κύμα κι ούτε φουρτούνα ούτε βοήν της θάλασσας τρομάζω.»
Της υποσχέθηκε λοιπόν ότι κάθε βράδυ από τις ακτές της Αβύδου θα έπεφτε -ερωτοκάραβον σωστό- στη θάλασσα και θα διέσχιζε τον Ελλήσποντο και θα έφτανε μέχρι απέναντι στη Σηστό για να βρεθεί στην αγκαλιά της. Μόνος οδηγός του σε αυτή τη ρότα της αγάπης, δεν θα ήταν ούτε η Πούλια, ούτε τα άλλα άστρα του ουρανού, μα ο λύχνος που θα κρατούσε εκείνη για να τού δείχνει το δρόμο μέχρι τον όρμο όπου υψώνονταν ο ναός της εύπλοιας Αφροδίτης.
Αλλά θα έπρεπε να έχει το νου της στους δυνατούς ανέμους «μήν τόνε σβήσουν και με μιας χάσω κι εγώ τη νιότη, το λύχνο σου, της δόλιας μου ζωής το φωτοδότη».
Αφού συμφωνήσανε να κρυφοπαντρευτούνε, «και στην κρυφή τους τη χαρά και στο κρυφό του γάμου το λύχνο βάλαν μαρτυριά ως βάζει ο κόσμος άστρο» με δυσκολία αποχωρίστηκαν ο ένας απ` τον άλλον. Ο Λέανδρος επέστρεψε στην Άβυδο με τους άλλους προσκυνητές και την επόμενη νύχτα, την πρώτη που θα περνούσαν μαζί, περίμενε μεσ` το σκοτάδι μπροστά στη θάλασσα να διακρίνει τον λύχνο απέναντι. Κι όταν είδε να τον καλεί, αψηφώντας τη λύσσα του αέρα και την παραφορά των κυμάτων γδύθηκε και ξεκίνησε• αυτός κουπί, αυτός πανί, αυτός ταχύ καράβι. Η Ηρώ με μόνη βοηθό την πιστή τροφό της, άναβε μία λάμπα κάθε νύχτα στην κορυφή του πύργου της, για να τον οδηγεί, και όταν έφθανε ασθμαίνων η ίδια τον υποδεχόταν στην ακτή.
Η Ηρώ, καρτερούσε με το λύχνο στα χέρια και κάθε φορά που ο αέρας πήγαινε να τον σβήσει, έστηνε απάγκιο την ποδιά της πλάι στη φλόγα του. Με χίλια βάσανα κατάφερνε να βγει ο Λέανδρος στην άλλη όχθη. «Και σαν ακόμ' αφρόσταζε και σαν αγκομαχούσε, τον πήγε μες στο νυφικό παρθενοθάλαμό της και το κορμί του το `λουσε και μοσχομύρισέ τον με λάδι, με ροδόλαδο και του `σβησε την άρμη.» Εκείνη τη νύχτα έσμιξαν για πρώτη φoρά. Ενάντια στο νόμο της Κύπριδας, χωρίς τις πρέπουσες γαμήλιες τιμές στην Ήρα, κρυφά κι από τους γονείς τους. Χωρίς ευχές, χωρίς χορούς, χωρίς τραγούδια. Κρυφά, στα σκοτεινά• ανεύλογη χαρά. Μόνο το φως του λύχνου -παραστάτης και μάρτυρας, φάρος της αγάπης τους. «Και την αυγή πάλι κατά την Άβυδον εξανακολυμπούσε και μύριζε ο αχόρταγος νυχταγκαλιές ακόμα. Για να επιστρέψει την επόμενη. Κι όλες τις νύχτες στη σειρά». Έτσι η Ηρώ, «κοράσι ήταν ολημερίς κι ολυνυχτίς γυναίκα». Κι οι δυο τους παρακαλούσαν κάθε μέρα να βασιλέψει ο ήλιος, να πέσει το σκοτάδι, να ανάψει ο λύχνος, να ριχτεί στη θάλασσα ο Λέανδρος για να πάει να ανταμώσει τη γυναίκα του που τον καλούσε: «Εμπρός, τον ίδρο σου άφησε μες στους δικούς μου κόρφους». Και πριν το ξημέρωμα να πάρει πάλι το θαλασσινό δρόμο της επιστροφής.
Ήρθε, όμως, η άσχημη εποχή του Χειμώνα- έφτασε η βαρυχειμωνιά που ξεσέρνει τα καράβια στις αμμουδιές για να γλυτώσουν κι αυτά κι οι ναύτες τους απ` «τ' αγριόκαιρα και τες ανεμοζάλες»- και οι δύο σύντροφοι αναγκάστηκαν πρόσκαιρα να χωρίσουν με την αμοιβαία υπόσχεση να ξαναβρεθούν στις αρχές της επόμενης Άνοιξης. Σε κάθε ύβρη των θνητών έρχεται η Νέμεση να αποκαταστήσει τη θεία τάξη. Οι δύο ερωτευμένοι ατίμασαν τη θεά Αφροδίτη. Μπορεί να ήταν η θεά του έρωτα, αλλά η Ηρώ όφειλε να παραμείνει παρθένα. Έτσι, ο Λέανδρος βρίσκεται αντιμέτωπος με τη Νέμεση που έρχεται με την οργή του Ποσειδώνα…που αναλαμβάνει να αποκαταστήσει την ύβρη που έγινε στην όμορφη Αφροδίτη… Το επόμενο βράδυ, λοιπόν, συνέβη το μοιραίο. Μπορεί οι θείες δυνάμεις να έκαναν την Ηρώ να λησμόνησε τις υποσχέσεις της και να ήθελε πάλι τον Λέανδρο κοντά της. Μπορεί και η γριά τροφός να παρασύρθηκε από τη συνήθεια. Ό,τι κι αν συνέβη, το γεγονός είναι πως καθώς καθόταν μελαγχολικός ο Λέανδρος στην αντικρινή ακτή και σκεφτόταν πόσο του λείπει η αγκαλιά της αγαπημένης του, μέσα στο σκοτάδι είδε το γνωστό το φως του λύχνου να τον καλεί. Ο Λέανδρος όταν τον είδε από την Άβυδο νόμισε πως η αγαπημένη του τον καλούσε.
Το είδε ο Λέανδρος κι ο φόβος της ανταριασμένης θάλασσας δεν τον κράτησε στην Άβυδο, γιατί της είχε τάξει «ούτε φουρτούνα ούτε βοήν της θάλασσας τρομάζω». Μεμιάς ρίχτηκε και πάλι στα νερά του Ελλήσποντου. Ενώ όμως εκείνος πάλευε με τα κύματα ο άνεμος έσβησε τον λύχνο, οπότε έχασε τον προσανατολισμό του. «Τότε πηδούσε το νερό, κύμα στο κύμα εκύλα κι ο ουρανός κι η θάλασσα τότε γινήκαν ένα κι από παντού σηκώθη αχός που μάχονται οι ανέμοι.» Παρασυρμένος ο Λέανδρος από το ρεύμα, παρακαλούσε την ποντιάδα Αφροδίτη, τον Ποσειδώνα που ορίζει τα πελάγη και τον Αίολο να τον συνδράμουν. Κανείς τους δεν τον άκουσε, μα ούτε ο Έρωτας έτρεξε να τον σώσει.
Κι έφτασε στην απελπισία του, βλέποντας πως σίγουρα αφανίζεται, να εκλιπαρούσε τα κύματα: «Αφήστε με να φτάσω εκεί και στο γυρισμό η οργή σας, ας πάρει τη ζωή μου.» Μα ούτε τα κύματα έστρεξαν. Τον έδερναν, τον έπαιρναν κι η δύναμή τους θεριεμένη έσβηνε τη δική του. «Άξαφνα εχύθη και νερό καμπόσο στο λαιμό του, κι ήπιε ποτόν ανώφελο, ποτόν άρμη γεμάτο, κι άνεμος έσβησε πικρός τον άπιστο το λύχνο και την ψυχή κι αγάπη του του θλιβερού Λεάνδρου.»
Η Ηρώ άγρυπνη, γεμάτη αγωνία τον περίμενε όλη τη νύχτα και κοίταζε τον πόντο με την ελπίδα να της φέρει τον αγαπημένο της. Το πρωί το πτώμα του ξεβράστηκε στη ακτή της Σηστού. Αλλοφρονημένη η Ηρώ όταν έμαθε το θλιβερό μαντάτο έτρεξε και ρίχθηκε στη θάλασσα αγκαλιάζοντας τον νεκρό αγαπημένο της. Καθώς όμως δεν ήξερε κολύμπι παρασύρθηκε από τα κύματα, που την εγκλώβισαν στην παγωμένη αγκαλιά τους. «Κι απάνω απέθαν' η Ηρώ στον άψυχό της άντρα, κι απόμειναν αγκαλιαστά τα δυό τα λείψανά τους.»
Αργότερα οι τραγικοί αυτοί εραστές εκβράσθηκαν αγκαλιασμένοι στην ακτή. Οι κάτοικοι της Σηστού αναζητώντας την ιέρεια, βρίκαν δύο πτώματα στα βράχια, το ένα κοντά στο άλλο. Ήσαν τα σώματα των δύο αγαπημένων, της Ηρώς και του Λέανδρου. Συγκινημένοι έθαψαν και τους δυο στον ίδιο τάφο…
Κι ο ευαίσθητος Ελληνικός λαός- που αν και προσδιόρισε τον νόμο και την ύβρη, δεν είχε κανένα πρόβλημα να το παραβαίνει για χάρη της αγάπης- θρήνησε στα δημοτικά του τραγούδια:
«…στο’ να φυτρώνει κάλαμος
και στ’ άλλο κυπαρίσι…
για δέστε τα βαριόμοιρα
για δέστε τα καημένα
σαν δεν φιλιούνται ζωντανά
φιλιούνται πεθαμένα…»
Η τραγική ιστορία του Λέανδρου και της Ηρώς εντάσσεται στις Αλεξανδρινές παραδόσεις που περιέχουν θέματα που δεν τα συναντούμε στο μυθολογικό υλικό παλιότερης εποχής.
Τα θέματα των αλεξανδρινών παραδόσεων είναι συχνά νεοπλασίες πάνω σε γνωστά μυθικά θέματα ή διασκευές τους και φορτίζονται με συμπιλήματα από λαϊκά παραμυθικά στοιχεία.Ο συγκεκριμένος μύθος φαίνεται ότι είναι επίνοια της ρομαντικής διάθεσης του ελληνιστικού κόσμου που αρεσκόταν να πλάθει διηγήσεις για ιδανικά ζευγάρια που ριχνόταν σε τρομερές περιπέτειες ώσπου να ευοδωθεί το πάθος τους. Όπως δείχνουν πολυάριθμες παραστάσεις σε ανάγλυφα, σε ζωγραφιές και σε νομίσματα, ο μύθος πρέπει να ήταν εξαιρετικά δημοφιλής στην αρχαιότητα.
Σας παραθέτουμε και ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα από την μπαλάντα του Σίλλερ ‘’Ηρώ και Λέανδρος’’. Αξίζει να αναφερθεί ότι κατά την γνώμη πολλών μελετητών ο Διονύσιος Σολωμός εμπνεύστηκε το έργο του ‘’Κρητικός’’ από αυτήν την μπαλάντα.
«Σίγουρα, αχ, αυτός, που ουδέποτε δειλιά,
θα επιχείρησε ότι ετόλμησε συχνά,
γιατί κραταιός θεός του δίνει θάρρος.
Σαν χωρίσαμε μου’ ταξε πίστη αιώνια.
Στην αγάπη μας ιερό όρκο μου ορκίστη
τα δεσμά αυτά θα λυγίσει μόνο ο χάρος.
Αχ! Ετούτη τη στιγμή ακριβώς εκείνος
θα παλεύει με της θύελλας το κύμα
και του Πόντου το ξεσηκωμένο κύμα
στο βυθό με βία θα τον τραβά ολόισα…»
Αυτή την παραμυθική ιστορία εξύμνησαν κορυφαίοι ποιητές όπως ο Μουσαίος στο επιγραφόμενο αριστούργημά του "Τα καθ΄ Ηρώ και Λέανδρον",ο Βιργίλιος, ο Οβίδιος, ο Μαρτιάλης κ.ά.
Κλείνουμε αυτή την μυθολογική εξιστόρηση με το ποίημα του Μουσαίου:
« Πές μου το λύχνο, δέσποινα, που είδε κρυφές αγάπες
της νύχτας τον κολυμπητή, που για γαμπρός πρυμίζει
για γάμο πες το σκοτεινό, που δεν είδ' η Αυγούλα,
και τη Σηστό, που της Ηρώς ενυχτογίνη ο γάμος.
Να κολυμπάει το Λέανδρον ακούω και μαζί του
το λύχνο τα μηνύματα να λέει της Αφροδίτης,
τον καλεστή και στολιστή της νυχτοπαντρεμένης
το λύχνο, τ' αναγάλλιασμα των δυών αγαπημένων.
Για τα νυχτέρια του έπρεπε μες στ' άστρα να τον πάρει
ο άγιος θεός και να τον πει "τ' αστέρι των ερώτων"
τι στης αγάπης τους καημούς κι αυτός σύντροφος ήταν
και φύλαξε το μυστικό του γάμου του ακοιμήτου
προτού φυσήξει ο άνεμος την άπονη πνοή του.
Έλα θεά, τραγούδα μου, να πούμε το 'να τέλος
του λυχναριού που απόσβησε και του παιδιού που εχάθη.
Αντικρινές γειτόνισσες Σηστός και Άβυδος ήταν
κατάγιαλα. Το τόξο του τάνυσ' επάνω ο Έρως
και μες στις χώρες και τις δυό μιάν τόξεψε σαγίτα
και μια κορασιάν έκαψε και νιό 'να παληκάρι.
Λέανδρο τον ομορφονιό κι Ηρώ την κόρη ελέγαν.
Η Ηρώ στη Σηστόν έμενε, στην Άβυδο ο νιός ήτον.
Άστρα κι οι δυό γλυκόφωτα στις δυό μέσα τις χώρες
άστρα πανόμοια. Μόνο εσύ αν τύχει και περάσεις,
ζήτα μου ένα γερόπυργο, που έναν καιρό με λύχνο
στεκόταν και το Λέανδρον η Ηρώ ξεπροβοδούσε
ζήτα τ' ολόβογγο στενό της πρωτινής Αβύδου
ακόμα μπορεί τη θανή να κλαίει του Λεάνδρου!
Μα τώρα πως ο Λέανδρος από την Άβυδο του
στον πόθον ήρθε της Ηρώς κι αυτή στον πόθο εδέθη;
Ήτον πεντάμορφη η Ηρώ κι ήτο βασιλοπούλα,
και κορασιά λειτούργισσα της Αφροδίτης ήτον
και σ' έναν πύργο έμενε μακριά των γονικών της,
γειτόνισσα της θάλασσας, άλλη θεά Αφροδίτη.
Απο ντροπή δεν έσμιγε ποτέ μ' άλλες γυναίκες,
ούτ' έστησε χορό όμορφο με τις συνήλικές της,
να λείπει από την θηλυκή γλωσσοφαγιά και ζήλια
τι είναι για κάλλη κι ομορφιές ζηλιάρες οι γυναίκες.
Συχνά την μεγαλόχαρην εδόξαζε Αφροδίτη
κι έταζε και στον Έρωτα και τον καλοκρατούσε
τι με την μάνα του έτρεμε το φλογερό του τόξο.
Μα πάλι δεν εξέφυγε τα πυροκάλαμά του.
Της Αφροδίτης μια φοράν ήρθε γιορτή μεγάλη
μες στη Σηστό στη χάρη της έκάμναν πανηγύρι
κι απο παντού πιόν έτρεχαν στην άγια μέρα να 'θρουν
όσοι τ' αφροστεφάνωτα νησάκια εκατοικούσαν
κι απο την Ήπειρον αυτοί κι από την Κύπρο εκείνοι
γυναίκα μια δεν έμεινε στο βράχο των Κυθήρων
και στου Λιβάνου ούτε ψυχή τα κορφοβούνια απάνω
κι από γειτόνους στη γιορτή δεν έλειψε κανένας
από την Άβυδο κοντά, μήδ' από τη Φρυγία,
μηδέ και γυναικάρεσκο κανένα παληκάρι.
Θωρείς εκείνοι, όπου ακουστεί γιορτή, είναι πάντα πρώτοι
όχι τόσο τα πρόσφορα να πάνε στους αγίους,
όσο για των ομορφονιών τα μαζωμένα κάλλη.
Και να σου και στην εκκλησιάν η κόρη Ηρώ προβάλλει
κι άστραψε φως η όψη της η τρισχαριτωμένη,
καθώς την λευκοπρόσωπη Σελήνη που προβαίνει
και τα χιονάτα μάγουλα ν' εροδοκοκκινίζαν
σα ρόδο, σαν τριαντάφυλλον, ακράνοιχτο και δίχρο
και θα 'λεγες πως ροδωνιά στα μέλη της εφάνη
τι ρόδιζε το χρώμα της και στο περπάτημά της
οι φτέρνες ρόδ' ανέφαιναν της ασπροφόρας κόρης
και μύριες χάρες έτρεχαν απ' όλα της τα μέλη
τι ψέματα είπαν οι παλιοί πως τρείς οι Χάρες είναι
κάθε της μάτι γελαστό κι εκατό χάρες μέσα!
Η Αφροδίτη ταιριαστή λειτούργισσά της ήβρε.
Έτσι ο ανθός της ομορφιάς, το παίνεμα της νιότης,
της Αφροδίτης καλογριά, άλλη Αφροδίτη εφάνη
κι εχώθη στων παληκαριών τες άπραγες καρδιές τους
και ποιός δεν μυριορέγετο γυναίκα να την έχει;
Όπου κινάει στην εκκλησιά την καλοθρεμελιούσαν
καρδιές και μάτια των ανδρών και νους ακολουθούσαν.
Κι ένας μικρός κι ελεύθερος εθαύμαζε κι ελάλει:
"Και μες στην Σπάρτην έκαμα τρείς χρόνους και τρείς μήνες
που πανηγύρι ακούομε των ομορφιών πως είναι,
μα τέτοια νιά δεν έχω δει, δε γνώρισα ποτέ μου.
Καμιάν απο τες Χάριτες η Αφροδίτη θα'χει
να καμαρώνω απόστασα, μα χορτασιά δεν ήβρα.
Καλέ, σα πεθάνω μονομιάς, καθώς την αγκαλιάσω
Μη σώσω κι αν θέλω θεός στον Όλυμπο εγώ να'μαι
γυναίκα μου άμα την Ηρώ την έχω στην αυλή μου.
Μ' αφού δικήν σου καλογριά δεν γίνεται ν' αγγίσω,
Παφίτισσά μου, τέτοια νιά σύντροφο χάρισέ μου".
Αυτά ένας μικρός τα'λεγε κι άλλοθεν άλλος πάλι
εκαρδιοσφάζετο άλαλος απο τες ομορφιές της.
Σύ μόνο, άμοιρε Λέανδρ, τη ζηλεμένη ως είδες,
δεν ήθελες κρυφάγκαθο να σου κεντά τη φτέρνα
και μια που πήρες άξαφνα φωτιά στα φυλλοκάρδια,
χωρίς την παιγνιδόματη δεν ήθελες να ζήσεις.
Με τες ματιές εθέριεψε κι η φλόγα της αγάπης,
κι απο μια λαύρ' ανίκητην επάφλαζε η καρδιά του
τι οι ομορφιές οι ξακουστές κοπέλας παινεμένης
βαθύτερ' απο τ' άρματα πληγώνουν τους ανθρώπους
το μάτι δρόμος γίνεται κι απο τ' ανάβλεμμά της
η σπίθα φεύγει και γλιστρά μες στην καρδιά του ανθρώπου.
Θάμπος εκεί τον έπιασε, ντροπή, αντροπιά, λαχτάρα,
έτρεμε μέσα του η καρδιά και να πιαστεί ντροπή είχε
κι εθάμποωνέ του η ομορφιά, μα συνεπήρ' ο Έρως
τη συστολή κι ολόθαρρος με μιας αποδιαντράπη.
Αχνάρι αχνάρι περπατεί, κατάματά της στέκει,
λοξά θωρεί και δολερά τες κόρες του τες παίζει
με τ' άφωνα γνεψίματα να τήνε ξελογιάσει.
Η νιά πάλι σαν ένιωσε τον πονηρό του πόθο,
πρώτο το πήρε απάνω της κι ύστερ' αγάλια αγάλι
κι αυτή του συχνοκάμμυσε το μάτι παιγνιδάτα,
με τα κρυφά γνεψίματα να του το μολογήσει
και πάλι του ακρογέλασε κι αυτός αναγαλλιάζει
πως ένιωσε τον πόθο του και δεν της κακοφάνη.
Ως τόσον όσ' ο Λέναδρος ζητούσε ώρα κλεφτάτη,
το φέγγος του χαμήλωσε και βούτησεν ο Ήλιος,
και στα ουράνια ανέφανε λαμπρός Αποσπερίτης,
Τότε κοντοσωρεύεται με θάρρος στην κοπέλα
σαν είδε πως αρνίνησε το φως να μολυβιάζει
και πιάνοντας γλυκά γλυκά τα δάχτυλα της κόρης
βαθιά βαθιά αναστέναζε χωρίς μίλημα εκείνη
σαν κακιωμένη απόσπασε το ροδαλό της χέρι.
Ο νιός, ότι κατάλαβε τη ντροπαλή της κλίση,
θαρρε΄τα δράχνει και τραβά τ' ολόπλουμό της ρούχο
και στο ιερό της εκκλησιάς παράμερα την πάγει.
Με στανικό πόδ' η Ηρώ κοντοβαρεί ξοπίσω,
σαν τάχα να μην ήθελε, και κάμνει του Λεάνδρου,
με λόγια κοριτσίστικα για να τον αποπάρει:
"Ξένε, γιατί μωρεύεσαι; γιατί κόρην με σέρνεις
σύρ' άλλον δρόμον κι αφές μου, κακόμοιρε, το ρούχο
πρόσεχε μήπως θυμηθούν οι πρόκριτοι οι γονιοί σμου
Ιέρεια της Παφίτισσας δεν σου περνά να'γγίσεις
για να πειράξεις κορασιάν, είσα μικρός και λίγος".
Με τούτα τον εμάλωσε των κορασιών τα λόγια
μα σαν άκουσ' ο Λέανδρος τα τόσα πείσματά της,
ένιωσε τα καμώματα των κορασιών που θέλουν
γιατί όταν ομορφόπαιδα μαλώνουν οι γυναίκες
φιλιά είναι τα μαλώματα και χάδια είν' οι φοβέρες
Και το λαιμό της φίλησε, το μοσχομυρισμένο
και τέτοιο λόγον είπε της ερωτοπληγωμένος:
"Άλλη Αφροδίτη στη θωρία, άλλη Αθηνά στη γνώση
γιατ' ίσα με του κόσμου εσέ γυναίκες δε σε βάζω
με θυγατέρες μόνο εγώ του Διός συγκρίνω εσέων
χαρά στον όπου σ' έκαμε, χαρά στην που σε γέννα
κι όποια σ' εκοιλοπόνησε, καλή της ώρα, κόρη.
Μόν' άκουσε το λόγο μου, τον πόνο μου στοχάσου.
Της Αφροδίτης ιέρεια, σαν Αφροδίτη κάμε.
Έλα, ευλόγα το γάμο σου, σα θέλει η δέσποινά σου
κοράσι να τη λειτουργά τη θεά Αφρώ δεν πρέπει
δεν καλοβλέπει κορασιές η χάρη της αν θέλεις
να ξέρεις ποιό είναι της θεάς το θέλημα, είν' ο γάμος
κι εσύ τώρ' αν την αγάπης την Αφροδίτη αλήθεια
και την αγάπη αγάπησε, που'ναι γλυκιά σα μέλη
κι ελέησέ με το φτωχό και πάρε με άντρ' αν θέλεις
οπού σου τον ετόξεψε με τ' άρματά του ο Έρως,
σαν ο γοργός επήγ' ο Ερμής με το χρυσό ραβδί του
τον ανδρειωμένων Ηρακλή για σκλάβο της Ομφάλης.
Εδώ δε μ' έφερε ο Ερμής, με πέμπει η Αφροδίτη
και θα΄χεις κάποτε ακουστή τη νιά την Αταλάντη,
που ξέφυγε το Μελανό, τον αγαπητικό της,
κόρη να μείνει μα καθώς πεισμώθη η Αφροδίτη,
κείνον που δεν ποθούσε πριν, απο καρδιάς τον πήρε.
Ακουε και σύ, ω αγάπη μου, τη τη θεα θυμώσεις".
Με τούτα πλάνησε το νού της κόρης άθελά της
τα λόγια αγάπη γέννησαν και πήρε την καρδιά της
Αμίλητα, τα μάτια της έγειρε η κόρη κάτω,
τα μάγουλα, που ντροπαλά κοκκίνιζαν, να κρύψει
κι έξυνε με τ' ακρόχναρο τη γη και ντροπιασμένη
όλα και το χιτώνι της εμάζευε στους ώμους.
Τούτα θα πουν πως άρχισε μια κόρη να συγκλίνει
αγκαλιάν μόνον και φιλί σου τάζει η σιωπή κείνη.
Τώρα και το γλυκόπικρο κεντρί του Πόθου εδέχθη
κι άναψ' η κόρη απο γλυκιά φωτιά μες στην καρδιά της,
και του Λεάνδρου οι ομορφιές την εψυχομαράναν.
Κείνος, όσο την όψη της σκυφτή κατά γης είχε,
τόσο και δεν εχόρταινε με λιγωμένα μάτια
της κόρης το χιονόλαιμο ν' ακριβοκαμαρώνει
ώσπου άνοιξε το στόμα της και γλυκαπηλογήθη
και κοκκινάδι απόσταζε ντροπής το πρόσωπό της.
"Ξένε, εσύ με τα λόγια σου θ' ανάγερνες και πέτρα,
Ποιός σ' έμαθε να λες αυτά τα πλανερά λογάκια;
Ποιός (συμφορά μου) σ' έφερε μες στο δικό μου τόπο;
Μόν όλα τα'πες άδικα τι πώς, καλέ, περάτης,
άνθρωπος ξένος κι άπραχτος μαζί μ' εμέ θα σμίξεις;
Να παντρευτούμε φανερά με γάμο τιμημένο
δεν ημπορούμε να στο πω: δε θέλουν οι γονιοί μου.
Αν πάλι θέλεις στη Σηστό να πολυμπαινοβγαίνεις,
δε δύνεσαι παραχωστά να κρύβεις την αγάπη
του κόσμου η γλώσσα το κακό πάντ' αγαπάει να λέει
κι ό,τι σιγά κάμει κανείς μες στα στενά τ' ακούει.
Μα χάρισέ μου τ' όνομα και τον καλό σου τόπο
μη μου το κρύψεις πως με λέν εμένα Ηρώ το ξεύρεις
Μόνη μου ουρανοκόλλητος και βοερός πύργος είναι
και μέσα εκεί μονόψυχη με μιάν κάθομαι βάγια
περίγιαλα και ξέχωρα κι έχω γειτόνισσά μου
τη θάλασσα όπως ήθελαν οι άσπλαχνοι οι γονιοί μου.
Δε μου είν' εκεί συνήλικες, ουδέ χοροί δεν είναι,
κι ολήμερα κι ολόνυχτα πάντα δονά στ' αυτιά μου
το βογγητό της θάλασσας, της ανεμοδαρμένης".
ΌΣσο και τα'πεν, έκρυψε την όψη στην ποδιά της
τι ξαναντράπη μόνη της και καταγνώνει ό,τι είπε.
Ο Λέανδρος βαρύκαρδος, του πόθου κεντρωμένος,
συλλογισμένος έστεκε πως να την καταφέρει.
Μόν Έρωτας ο πίβουλος τον άνθρωπο πληγώνει
και πάλι ο ίδιος τηνπληγή του ανθρώπου τη γιατρεύει
αυτός νικά κάθε θνητό, μα και το ορμηνεύει
αυτός του παραστάθηκε και τότε του Λεάνδρου
και τέλος αναστέναξε κι έξυπνο λόγον είπε:
"Κόρη, για την αγάπη σου περνώ και τ' άγριο κύμα,
κι αν κοχλακίζει απο φωτιά κι αν αναξίδευτό 'ναι
φτάνει κοντά σου να'ρχομαι, να σε σφιχταγκαλιάζω,
κι ούτε φουρτούνα ούτε βοήν της θάλασσας τρομάζω.
Κάθε βραδί θα φέρνομαι το ταίρι σου βρεμένο,
θα κολυμπάω το γάργαρο το ρέμα του Ελλησπόντου,
γιατί μακρία δεν κάθομαι, στην Άβυδο αντικρύ σου.
Μόν ένα λύχνο δείχνε μου απ' το ψηλό το κάστρο
μες στο σκοτάδι αντίπερα, για να θωρώ και να'μαι
ερωτοκάραβον εγώ και το λυχνάρι σου άστρο.
Και τούτο τ' άστρο άμα τηρώ, τ' άλλα άστρα τι τα θέλω;
Ούτε την Πούλια θα θωρώ, ούτ' Άμαξα θα βλέπω,
όσο να φτάσω στο γλυκό της Αφροδίτης όρμο
μόνο φυλάξου αγάπη μου, τους βαρετούς ανέμους
μήν τόνε σβήσουν και με μιας χάσω κι εγώ τη νιότη,
το λύχνο σου, της δόλιας μου ζωής το φωτοδότη
Τώρ' αν αλήθεια θες και συ να μάθεις τ' όνομά μου,
τ' όνομά μ' είναι Λέναδρος Ηρώς της κάλλιος άντρας.
Έτσι συβάστηκαν οι δύο να κρυφοπαντρευτούσι
και στην κρυφή τους τη χαρά και στο κρυφό του γάμου
το λύχνο βάλαν μαρτυριά ως βάζει ο κόσμος άστρο
αυτή να του προβάλλει φως κι αυτός να κολυμπήσει
Και σαν αποσυφώνησαν τους ακοιμήτους γάμους,
αθέλητα ξεχώρισαν απο τον ενα ο άλλος
κείνη κατά τον πύργο της και τούτος άμα πήρε,
μην πλανηθεί μεσάνυχτα, του πύργου τα σημάδια,
στην Άβυδον επέρασε την βαθυτειχισμένη.
Μα τες ολόνυχτες χαρές και τα κρυφά εποθούσαν
και να'ρθει η ώρα η νυφική συχνοπαρακαλούσαν.
Τώρα ξαπλώθη της νυχτός το σύμπυκνο σκοτάδι
κι ύπνο στον κόσμο έφερε, μόν όχι του Λεάνδρου
Αυτός μπροστά στη θάλασσα την πολυκυματούσα
απρόσμενε το μήνυμα του γάμου του να φέξει
του λύχνου, του κακόλυχνου τη μαρτυριά εκαρτέρα
και της κρυφής του παντρειάς τον καλεστή απο πέρα!
Οτ' είδε το λιγόφεγγο σκοτείνιασμα της νύχτας,
το λύχνον άναψε η Ηρώ και στ' άναμμά του λύχνου
έφλεξ' ο Έρως την καρδιά του ακράτητου Λεάνδρου.
Έκαιγε ο λύχνος και μαζί κι ο Λέναδρος σωκαιότουν.
Στο παραγιάλι άμ' άκουσε τη λύσσα των κυμάτων
έτρεμε πρώτα, ερήγησε, μα 'πειτα θάρρος πήρε
κι έλεγε της καρδούλας του και την παραμυθούσε.
"Είναι κι η αγάπη φοβερή κι η θάλασσα τρομάρα
μόν' είν' η θάλασσα νερό κι είναι φωτιά η αγάπη!
Πάρε, καρδιά μου, τη φωτιά και το νερό μην τρέμεις
έλα να πάμε στην Ηρώ, τι κύματα ξανοίγεις;
Δεν ξέρεις πως η θεά Αφρώ θαλασσογέννητη είναι
και κυβερνάει τα κύματα και τους δικούς μας πόνους;"
Είπε κι εγδύθη τα λινά απο τ' ακριβά του μέλη
κι αφού τα χέρια του τα δυό τα σφίγγει στο κεφάλι,
κι εκεί που ο λύχνος έλαμπεν, ολόισ' αυτός τραβούσεν
αυτός κουπί, αυτός πανί, αυτός ταχύ καράβι!
Η Ηρώ στον πύργον έστεκε ψηλά φωτοβαστούσε,
κι όποτ' αγέρας έπαιρνε κι αγέρας εφυσούσε,
με την ποδιά συχνόσκεπε το λύχνο, ώσπου στο μώλο
με τα πολλά τα βάσανα ο Λέανδρος εβγήκε.
Στον πύργο τον ανέβασε κι ευθύς απο την πόρτα
τον άντρα της αγκάλιασε χωρίς να του μιλήσει.
Και σαν ακόμ' αφρόσταζε και σαν αγκομαχούσε,
τον πήγε μες στο νυφικό παρεθνοθάλαμό της
και το κορμί του το'λουσε και μοσχομύρισέ τον
με λάδι, με ροδόλαδο και του'σβησε την άρμη.
Ακόμ' ανάσαινε, κι αυτή μες στα βαθιά στρωσίδια
στο ταίρι της εχύθηκε και τουυ περιλαλούσε:
"Αντρούλη μου, είδες κι έπαθες όσα δεν έπαθ' άλλος,
σε φτάνει η ψαρομυρωδιά της θάλασσας της μαύρης.
Εμπρός, τον ίδρο σου άφησε μες στους δικούς μου κόρφους.
Είπε, κι εκείνος άνοιξε της κορασιάς τα στήθη
και της χρυσής Παφίτισσας το θέλημα ν'ε γίνη.
Και γάμος, μονο αχόρευτος, χαρά, μ' ανεύλογη, ήταν!
Την ήρα δεν εδόξασε τραγουδιστής ή ψάλτης,
δεν άστραψε λαμπάδας φως στο νυφικό κρεβάτι
κι ουδέ κανείς δεν έσυρε χορό λυγεροπάτη
το γάμο δεν τραγούδησεν ο κύρης ουδ' η μάνα
μόν έστρωσε το στρώμα της την ώρα της χαράς της
η Σιωπή, κι η Σκοτεινιά την ενυφοστολούσε
και γάμος ήταν, μα χωρίς του γάμου τα τραγούδια.
Η Νύχτα ήταν παράνυμφη και δεν είδ' η Αυγούλα
γαμπρό ποτέ το Λέανδρο στη γνώριμή του κλίνη
γιατί κατά την Άβυδον εξανακολυμπούσε,
σαν μύριζε ο αχόρταγος νυχταγκαλιές ακόμα!
Πάλι η πεντάμορφη η Ηρώ κρυφά απο τους γονιούς της
κοράσι ήταν ολημερίς κι ολυνυχτίς γυναίκα.
Πόσες φορές κι οι δυό 'λεγαν να βασιλέψει ο Ήλιος.
Με τούτα εκρύβαν την πολλήν ανάγκη της αγάπης
κι ενυχτοξημερώνονταν με τα κρυφά παιγνίδια.
Μόνο λιγόμερα έζησαν τα δυό τ' αγαπημένα
δε χάρηκαν το γάμο τους, τον πολυπαθιασμένο.
Σαν ήρθε η βαρυχειμωνιά, σαν ήρθε η μαύρη η ώρα,
που φέρνει τ' αγριόκαιρα και τες ανεμοζάλες,
που τα βαθά και τ' αχαμνά της θάλασσας θεμέλια
χτυπάν τα και φυσομανάν χειμωνικοί οι ανέμοι,
κι όλο τον πόντο δέρνουν τον και τόνε ξαναδέρνουν
που το μαυροκαράβι του στην αμμουδιά ξωσέρνει,
απο μες τ' άπιστα νερά για να γλιτώσει ο ναύτης,
και τότε δεν κράτησε της θάλασσας ο φόβος,
απότολμε σε, Λέανδρε! Παραγγελιά του πύργου,
που σου θυμίζει λαμπερή τον ταχτικό σου γάμο,
το μανιωμένο πέλαγος μην το ψηφάς, προστάζει.
Έπρεπε η άμοιρη η Ηρώ, έπρεπε η δόλια κόρη
μες στο χειμώνα απόμακρα να μείνει του Λεάνδρους
και τ' άστρο το λιγόφωτο να μην το ξανανάψει
Μόν έσπρωξε το χέρι της η μοίρα κι η αγάπη
και του θανάτου ανέφανε λαμπάδα, όχι του γάμου!
Νύχτα ήτον, που οι αέρηδες χειρότερα μανίζουν
και πιο φυσάν και πιο χτυπάν και πιότερο δριμύζουν
κι απάνω στ' ακροθάλασσα μαζί σύγκρατοι πέφτου.
Τότε κι ο Λέανδρος να βρει την ακριβή του νύφη,
με το γιαλό τον άπονο φριχτά χαροπαλεύει.
Τότε πηδούσε το νερό, κύμα στο κύμα εκύλα
κι ο ουρανός κι η θάλασσα τότε γινήκαν ένα
κι απο παντού σηκώθη αχός που μάχονται οι ανέμοι,
ο Εύρος με το Ζέφυρο, με το Βοριάν ο Νότος
και δώσ' του χτύπος άπαυτος της βροντοκυματούσας.
Ο Λέανδρος βαρύπαθος ανάμεσα στο ρέμα
πολλές φορές παρακαλεί τη θαλασσαφροδίτη
πολλές φορές το βασιλιά, που ορίζει τα πελάγη
δεν ξέχασε και το Βοριά, το νιό το διωγματάρη.
Μα δεν εβοήθησε κανείς και δεν έφτασε ο Έρως
να τόνε σώσει απο παντού το φουσκωμένο κύμα
τον έδερνε, τον έπαιρνε, του σύντριβε τα πόδια
και των χεριών του η δύναμη ασάλευτη πιόν ήταν.
Άξαφνα εχύθη και νερό καμπόσο στο λαιμό του,
κι ήπιε ποτόν ανώφελο, ποτόν άρμη γεμάτο,
κι άνεμος έσβησε πικρός τον άπιστο το λύχνο
και την ψυχή κι αγάπη του του θλιβερού Λεάνδρου
Ελείνη όσ' έβλεπε ν' αργεί μ' ολάγρυπνα τα μάτια
έστεκε, κι απ' τες έννιες της σαν κύμα έδερνε ο νούς της.
Ήρθ' η Αυγούλα, μόν η Ηρώ δεν είδε τον καλό της!
και πάντοθ' έριχνε ματιές στης θάλασσας τα πλάτια
μήπως και δει τον άντρα της να παραδέρνει κάπου,
αφότοου ο λύχνος έσβησε. Μόν άμα ομπρός στο μώλο
νεκρό είδε τον στου πύργου της τα βράχια να χτυπιέται,
εξέσκισε το κεντητό χιτώνι της στα στήθη
κι ερρίχτη κατακεφαλής, απο τον όρθιο πύργο
κι απάνω απέθαν' η Ηρώ στον άψυχό της άντρα,
κι απόμειναν αγκαλιαστά τα δυό τα λείψανά τους.
(Μετάφραση: Σιμ. Μενάρδος)

Δεν υπάρχουν σχόλια: