Τετάρτη 27 Ιανουαρίου 2016

Η πιστή Πηνελόπη περιμένει καρτερικά είκοσι χρόνια την επιστροφή του Οδυσσέα


[[ δαμ- ων ]]

Α΄ μέρος
Η γυναικεία μορφή που κυριαρχεί στο δεύτερο μεγάλο έργο του επικού μας ποιητή Όμηρου, την Οδύσσεια, είναι η κόρη βασιλιά των Αμυκλών Ικάριου και της Περίβοιας, η αγαπημένη γυναίκα του Οδυσσέα, η Πηνελόπη. Ο Όμηρος την παρουσιάζει σαν πρότυπο συζυγικής πίστης, μητρικής στοργής, γυναικείας σωφροσύνης, καρτερίας, αξιοπρέπειας, και ευψυχίας. Χαρακτηρίζεται ωραία σαν την Άρτεμη ή την Αφροδίτη, με «αγαθάς φρένας», άμεμπτη και συνετή.
Το βασιλικό ζευγάρι της Ιθάκης έζησε μόλις ένα χρόνο μαζί, προτού ο Οδυσσέας φύγει για την Τροία. Στο χρονικό αυτό διάστημα γεννήθηκε ο γιός τους, ο Τηλέμαχος. Η Πηνελόπη, όπως την παρουσιάζει ο Όμηρος, είναι η φρόνιμη και πιστή σύζυγος, η οποία, μόνη αυτή απ’ όλες τις γυναίκες των ηρώων που πήραν μέρος στην εκστρατεία κατά της Τροίας, νίκησε όλους τους πειρασμούς. Πειρασμούς της σάρκας, των συναισθημάτων και της σκέψης. Σφραγισμένη από το πρώτο συνθετικό του όνοματός της («πήνη» σημαίνει υφάδι), υφαίνει την καρτερία της δουλεύοντας τάχα το σάβανο του πεθερού της του Λαέρτη, και ξεγλιστράει από τους μνηστήρες με πανουργία όμοια με αυτήν του άντρα της του πολύτροπου Οδυσσέα.
Ετυμολογικά το όνομα Πηνελόπη (πήνη: υφάδι και πλ. πανί + λέπω: χτυπάω ή αφαιρώ τον φλοιό, ξελεπίζω, ξεφλουδίζω) παραπέμπει στην καλλιτέχνιδα υφάντρα που την ημέρα ύφαινε (χτυπούσε το υφάδι) και τη νύχτα χάλαγε το πανί. Επομένως η Πηνελόπη με καρτερικότητα περίμενε την επιστροφή του Οδυσσέα στην Ιθάκη και είχε ακράδαντη πίστη πως κάποτε η επιστροφή θα γινόταν πραγματικότητα. Γιατί η Πηνελόπη έδειξε ανυπακοή στα λόγια του άντρα της, που της είχε ζητήσει να ξαναπαντρευτεί αν δεν επέστρεφε. Αντίθετα, αυτή τον περίμενε καρτερικά για είκοσι ολόκληρα χρόνια, ακόμα και όταν όλοι τον θεωρούσαν νεκρό.

Η συνέχεια >>> VagiaBlog…

Σχετικά με τον γάμο του Οδυσσέα με την Πηνελόπη αναφέρονται δύο εκδοχές. Σύμφωνα με την πρώτη, ο πατέρας της Ικάριος, επειδή πολλοί νέοι ζητούσαν την κόρη του για γυναίκα, αυτός για να μην αδικήσει κανέναν προκήρυξε αγώνα δρόμου. Σ’ αυτόν τον αγώνα κέρδισε ο Οδυσσέας κι έτσι έγινε ταίρι της Πηνελόπης.
Σύμφωνα με τη δεύτερη εκδοχή, ο Οδυσσέας βοήθησε τον Τυνδάρεω να παντρέψει την Ελένη. Αυτός από υποχρέωση έπεισε τον αδελφό του Ικάριο να δώσει την ομορφοθυγατέρα του στον Οδυσσέα.
Ας δούμε τον τώρα τον μύθο του βασιλικού ζευγαριού της Ιθάκης:
Η μοίρα το ’θελε το βασιλικό ζευγάρι της Ιθάκης ν’ αποχωριστεί για είκοσι χρόνια. Όμως η πιστή βασίλισσα δεν μόλυνε τη συζυγική κλίνη κι ο ρήγας άντρας της στο κέντρο του μυαλού του είχε της επιστροφής τη μέρα, που θα ’σμιγε και πάλι με την αγαπημένη του γυναίκα. Αιτία του μακρόχρονου αποχωρισμού ήταν μια άλλη γυναίκα, η ωραιότερη σ΄ όλη τη γη, η κόρη του Δία και της Λήδας, η Ελένη.
Η παράδοση, όπως μας τη μεταφέρει ο Ευριπίδης, μας λέει ότι ο βασιλιάς των θεών και των ανθρώπων, ο βροντορίχτης Δίας, μεταμορφωμένος σε κύκνο, δήθεν καταδιωκόταν από έναν αϊτό, στον οποίο είχε μεταμορφωθεί ο συνεργός του Ερμής, και βρήκε καταφύγιο στην αγκαλιά της ανύποπτης Λήδας. Έτσι βρήκε την ευκαιρία να ενωθεί μαζί της στις όχθες του Ευρώτα. Η θεογονιμοποιμένη Λήδα αντί για βρέφος γέννησε ένα μεγάλο αυγό, από το οποίο βγήκε στον κόσμο η Ελένη (*1). Από πολύ μικρή έγινε ξακουστή σ’ όλον τον κόσμο για την ομορφιά της. Μέχρι και ο βασιλιάς της Αθήνας, ο ξακουστός ήρωας Θησέας, την λαχτάρησε, και γι’ αυτό την άρπαξε από το ιερό της Αρτέμιδας Ορθίας, με τη βοήθεια του φίλου του Πειρίθου. Τότε ήταν η Ελένη μόλις δώδεκα χρονών, ίσως και δέκα. Μα, τα αδέλφια της, οι Διόσκουροι Κάστορας και Πολυδεύκης την πήραν πίσω. Ο άντρας την μητέρας της, ο Λακεδαιμόνιος Τυνδάρεος, μετά απ’ αυτήν την περιπέτεια θέλησε να την παντρέψει. Ήρθαν πλήθος υποψήφιοι μνηστήρες, θέλοντας τη θεόμορφη κόρη για γυναίκα τους. Όμως αυτός διάλεξε τον Μενέλαο, αδελφό του άλλου γαμπρού του Αγαμέμνονα, που είχε πάρει την άλλη κόρη του, την Κλυταιμήστρα, την οποία είχε αποχτήσει από τη Λήδα. Ο πολυμήχανος Οδυσσέας τον συμβούλεψε, πριν την εκλογή του γαμπρού, να βάλει τους υποψήφιους μνηστήρες να ορκιστούν, πως αν κάποιος επιχειρούσε με τη βία να στερήσει την Ελένη απ’ αυτόν, που έμελλε να γίνει άντρα της, να τον βοηθήσουν να την πάρει πίσω. Έτσι όταν ο Πάρης ( ή Αλέξανδρος ) (*2) από την Τροία εκμεταλλεύτηκε την φιλοξενία του Μενέλαου, που στο μεταξύ είχε αναλάβει το θρόνο της Σπάρτης, κατά την αναχώρησή του για λίγο στην Κρήτη, κι άρπαξε την Ελένη, θησαυρούς και δούλους, ο όρκος των μνηστήρων τους έκανε να πάρουν μέρος στην εκστρατεία κατά της Τροίας. Οι Έλληνες θεώρησαν προσβολή την αρπαγή της γυναίκας και με πολυάριθμο στρατό και πλοία ταξίδεψαν στα παράλια της Μ. Ασίας κάνοντας τον δεκαετή πόλεμο για λόγους τιμής (*3). Μέρες πολλές αρμένιζαν για τόπους μακρινούς όπου πολλοί θ’ άφηναν τα κόκαλά τους, γιατί θίχτηκε το φιλότιμό τους. Κι έγιναν πράγματα θαυμαστά, τα οποία ο θείος Όμηρος μας εξιστορεί στο διαχρονικό του έπος “Ιλιάδα”.
Αφού για χρόνια μάχονταν Αχαιοί και Τρώες, για να μη σκοτώνονται άδικα, οι δύο αντίπαλοι για χάρη της Ελένης, ο Μενέλαος και ο Πάρης, συμφώνησαν να μονομαχήσουν, κι ο νικητής να πάρει την Ελένη.
Ας δούμε πως ο Όμηρος μας εξιστορεί αυτό το επεισόδιο:
[[ Τρώες, αντρείοι Αχαιοί, ακούστε από μένα
τι είπε ο Αλέξανδρος, της έχθρας μας αιτία.
Οι Τρώες κι όλοι οι Αχαιοί να αποθέσουν λέει
τα όμορφα τα όπλα τους στη γη την πολυθρόφα
κι ο μαχητής Μενέλαος κι ο ίδιος πια στη μέση
για της Ελένης τ’ αγαθά, για εκείνη να παλέψουν·
κι όποιος φανεί πιο δυνατός, τον άλλο όποιος νικήσει
ας πάει στο σπίτι τ’ αγαθά όλα και τη γυναίκα·
οι άλλοι ας συμφιλιωθούν, όρκους πιστούς ας κάμουν. ]] ( “Ιλιάδα”, ραψ.Γ’, 86-94)
Έτσι παλικαρίσια διεκδικούσαν τις γυναίκες οι αρχαίοι Έλληνες! Δε δείλιαζαν κι ούτε έβαζαν τον εαυτό τους πάνω από τους άλλους. Στη ζωή τους κυριαρχούσαν οι έννοιες της αρετής και της τιμής. Οι πρόγονοί μας είχαν φιλότιμο!
Είναι πολύ συγκινητικός ο διάλογος ανάμεσα στην Ανδρομάχη και τον Έκτορα, που πρώτος ορμούσε στον κίνδυνο, αψηφώντας το θάνατο.
[[ Η Ανδρομάχη στάθηκε κοντά του δακρυσμένη,
το χέρι του του έσφιξε, του μίλησε και είπε:
« Η ορμή σου το θάνατο, άμοιρε, θα σου φέρει·
το μωρό σου δε συμπονάς, την άμοιρη εμένα,
που χήρα γοργά θα μείνω· όλοι γοργά ορμώντας
πάνω σου θα σε σκοτώσουν· αν στερηθώ εσένα,
ν’ ανοίξει η γη και να χωθώ καλύτερα για μένα.
Δε θα έχω άλλη ζεστασιά, αν τώρα εσύ πεθάνεις,
μα βάσανα· και δε μου ζουν πατέρας και μητέρα….
Για μένα είσαι, Έκτορα, και μάνα και πατέρας
και αδερφός και δυνατός της κλίνης σύντροφός μου.
Έλα τώρα, σπλαχνίσου μας και μείνε εδώ στον πύργο,
το γιο μην κάνεις ορφανό και χήρα τη γυναίκα….»
Ο λοφοσείστης Έκτορας της μίλησε έτσι τότε:
« Για όλα τούτα νοιάζομαι, γυναίκα, μα τους Τρώες,
τις μακρόπεπλες ντρέπομαι της χώρας μας γυναίκες
μακριά από τον πόλεμο σαν το δειλό να φύγω·
και δεν το θέλει η καρδιά, γιατί έμαθα να είμαι
αντρείος και να πολεμώ ανάμεσα στους πρώτους
τη φήμη του πατέρα μου κρατώντας, τη δική μου…»]] ( “Ιλιάδα”, ραψ. Ζ’ 405-413, 429-432, 440-446).
Είχαν τσίπα, λοιπόν, οι Έλληνες- το ίδιο και οι Τρώες, των οποίων οι γενάρχες ξεκίνησαν από τον ελλαδικό χώρο- γι’ αυτό η φήμη τους κρατιέται μέχρι σήμερα. Θα ήταν πέρα από κάθε αρχή του Έλληνα το να μην υπερασπιστεί τη γυναίκα του, γιατί οι αγώνες του ήσαν « υπέρ βωμών κι εστιών ». Δηλ. για τη θρησκεία του και το σπιτικό του, πρώτα την οικογένειά του και μετά τα υπάρχοντά του. Ποτέ δε θα έβαζε πάνω από την οικογένειά του την επιθυμία ν’ αποκτήσει πλούτη! Μα προπάντων σέβονταν τον αντίπαλο, κι ήταν ντροπή η δειλία Όταν ο Αγαμέμνονας ζήτησε να διακόψουν τον πόλεμο και να πάρουν του γυρισμού το δρόμο, ο Οδυσσέας τον επιτίμησε:
[[ Ο Οδυσσέας ο σοφός λοξοκοιτώντας είπε:
« Ποιος λόγος απ’ τα χείλη σου έχει ξεφύγει, Ατρείδη;
Κακότυχε, άλλο στρατό δειλό ας κυβερνούσες,
σε μας να μην αφέντευες, που έχει δώσει ο Δίας
να κλώθουμε απ’ τα νιάτα μας κι ως τα γεράματά μας
πολέμους ανυπόφορους, ωσότου να χαθούμε.
Έτσι λοιπόν επιθυμείς ν’ αφήσουμε την πόλη
των Τρώων την πλατύδρομη, όπου πάθαμε τόσα;
Σώπα, μην άλλος Αχαιός το λόγο αυτό ακούσει….»]] ( “Ιλιάδα”, ραψ. Ξ’ 82-90)
Δέκα χρόνια κράτησε η πολιορκία της Τροίας, κι όταν την κούρσεψαν και πήραν την Ελένη, βγάζοντας από πάνω τους της αρπαγής τη ντροπή, μπήκαν στα καράβια και της επιστροφής πήραν την πορεία. Πολλοί γνώρισαν νέες περιπέτειες από τον θαλασσοσείστη Ποσειδώνα, που αντάριασε τα νερά της θάλασσας, βάζοντας νέους κινδύνους στους κουρσευτές του Ιλίου. Τις περισσότερες περιπέτειες γνώρισε ο Οδυσσέας, κάνοντας άλλα δέκα χρόνια να παλιννοστήσει. Έτσι βρέθηκε είκοσι συνολικά χρόνια μακριά από την αγκαλιά της Πηνελόπης.
Όπως μας αναφέρει ο Όμηρος, στην περιπλάνησή του ο ήρωας δύο φορές έσμιξε ερωτικά με άλλες γυναίκες, όχι θνητές, αλλά θεές, την Κίρκη και την Καλυψώ. Δεν θα υποστηρίξουμε πως έμεινε πιστός στην Πηνελόπη. Εξάλλου ήταν αδύνατο άντρας, με τα μεγαλείο του Οδυσσέα, ν’ απέχει ερωτικά για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα.
Η Κίρκη ήταν κόρη του Ήλιου και της Πέρσης, αδελφή του Αιήτη. Ζούσε στο νησί Αιαία, όπου έφτασε ο βασιλιάς της Ιθάκης με τους συντρόφους του. Σαν έφτασαν στο νησί και θέλησαν να το εξερευνήσουν, χωρίστηκαν στα δύο και οι μισοί με αρχηγό τον Ευρύλοχο προχώρησαν στο εσωτερικό του νησιού, όπου συνάντησαν το παλάτι της Κίρκης. Αυτή για τα καλωσορίσματα τους πρόσφερε ένα ποτό με μαγικά βοτάνια και τους μεταμόρφωσε σε χοίρους. Ο Οδυσσέας, όταν είδε να μη γυρνούν οι συντρόφοι, κίνησε να τους αναζητήσει. Ο Ερμής ήρθε από του Όλυμπου τα μέρη για να του πει να προσέξει τη μάγισσα. Για να τον προφυλάξει του έδωσε το βοτάνι, που οι θεοί το έλεγαν μώλυ, ώστε να μη τον πιάσουν τα μάγια. Τη στιγμή που η θεά τον χτύπησε με το μαγικό ραβδί της, ο Οδυσσέας τράβηξα από το θηκάρι το σπαθί του και χύθηκε καταπάνω της, δήθεν να τη χτυπήσει, όπως τον είχε δασκαλέψει ο Αργοφονιάς Ερμής. Εκείνη ταραγμένη έπεσε στα γόνατα, αναγνωρίζοντας τον θαλασσοδαρμένο Οδυσσέα και τον κάλεσε να ανέβει στο κρεβάτι της και να χαρούν του έρωτα τη γλύκα. Ο Όμηρος μας μεταφέρει τα λόγια της:
[[ Αλλ’ έλα, βάλε το σπαθί μέσα στη θήκη·
στην κλίνη ας ξαπλώσουμε, τον πόθο να χαρούμε,
μ’ αγάπη να κερδίσουμε κι οι δυο εμπιστοσύνη. ]] ( “Οδύσσεια”, ραψ. κ΄, 333-335)
Αυτή η ερωτική συνεύρεση ήταν κάλεσμα της φύσης. Της φύσης που οδηγεί στο σμίξιμο του αρσενικού με το θηλυκό, φτάνοντάς τους στον έβδομο ουρανό της ευτυχίας.
Η άλλη γυναίκα, που συνάντησε στο μακρινό ταξίδι της επιστροφής ο Οδυσσέας, ήταν η Καλυψώ, μια νύμφη αθάνατη, κόρη του Άτλαντα, η οποία ζούσε στο απόμακρο νησί της Ωγυγίας, αποκομμένη από θεούς κι ανθρώπους. Σ’ αυτό το μακρινό νησί έριξε ο Δίας τον Οδυσσέα ξέπνοο, αφού στης μαύρης θάλασσας το αντάριασμα έχασε όλους τους συντρόφους. Εκεί η πεντάμορφη νύμφη για σπίτι είχε μια σπηλιά. Σ’ αυτήν δέχτηκε με πολλή αγάπη το ναυαγό, τον περιποιήθηκε και έγινε δική του. Κάτω από τη φροντίδα της όμορφης νύμφης ο Οδυσσέας πέρασε όμορφες μέρες, μα τον έπιασε η νοσταλγία της επιστροφής. Η Καλυψώ, που πρώτα ζούσε στη μοναξιά, και τώρα είχε βρει συντροφιά κι άντρα να της δίνει τις χαρές του έρωτα, προσπάθησε με γλυκά λόγια να τον πλανέψει και την υπόσχεση να τον κάνει αγέραστο κι αθάνατο, αν δεχόταν για πάντα κοντά της να μείνει. Μα, αυτός καθημερινά στην ακρογιαλιά καθόταν κι ήθελε να δει καπνό να βγαίνει από τις καμινάδες των σπιτιών στην μακρινή Ιθάκη.
Ας αφήσουμε, εδώ, τον Όμηρο να μας διηγηθεί ποιητικά τα όσα ειπώθηκαν ανάμεσα στη θεά και τον θνητό:
[[ Στην ακροθαλασσιά εκεί να κάθεται τον βρήκε·
τα μάτια του δε στέγνωναν, έλιωνε η ζωή του
με θρήνους για το γυρισμό· τη θεά δε χαιρόταν·
τις νύχτες μέσα στη σπηλιά κοντά της απ’ ανάγκη
πλάγιαζε· αυτή ήθελε, δεν ήθελε εκείνος·
τις μέρες στην ακρογιαλιά καθόταν και στα βράχια
με δάκρυα, λύπες, στεναγμούς σπαράζοντας τα στήθη·
την άκαρπη τη θάλασσα δακρύζοντας κοιτούσε.
Στάθηκε δίπλα του η θεά και του μιλούσε έτσι:
« Δύστυχε, μη θρηνείς εδώ, μη φθείρεις τη ζωή σου·
γιατί πια ολοπρόθυμη θα σε ξεπροβοδίσω.
Έλα, μαδέρια μακριά κόψε, πλατιά σχεδία
κάνε και κάρφωσε ψηλά πλατιές απ’ άκρη σ’ άκρη
σανίδες, σ’ ανταριασμένες θάλασσες να σε πάει.
Κι εγώ ψωμί, νερό, κρασί που την καρδιά ευφραίνει
θα βάλω μέσα της πολύ, την πείνα να σου διώξουν·
θα σου δώσω φορέματα, πρίμο αέρα,
για να γυρίσεις άβλαβος στη γη την πατρική σου…»
…………………………………………………………
Σαν χόρτασαν του φαγητού και του ποτού τον πόθο,
η Καλυψώ, λαμπρή θεά, πρώτη μιλούσε τότε:
« Αρχοντικέ, Λαέρτη γιε, πολύτεχνε Οδυσσέα,
τόσο πολύ επιθυμείς στη γη την πατρική σου,
στο σπίτι σου να ξαναπάς; Ας είναι, γεια χαρά σου!
Μόνο αν ήξερες καλά τα βάσανα που η μοίρα
να πάθεις σου ετοίμασε, στον τόπο σου πριν φτάσεις,
αυτό το σπήλαιο μένοντας θα φύλαγες μαζί μου,
θα ήσουν και αθάνατος, κι ας έχεις τόσο πόθο
το ταίρι σου να ξαναδείς που λαχταράς κάθε ώρα.
Νομίζω πως κατώτερη δεν είμαι απ’ εκείνη
στο σώμα και στ’ ανάστημα, και ούτε καν ταιριάζει
να παραβγούν θνητές μ’ εμάς στο σώμα και στην όψη. »
Γύρισε ο πολύσοφος ο Οδυσσέας κι είπε:
« Θεά αφέντρα μου, σ’ αυτό μη μου θυμώνεις· ξέρω
καλά πως δεν μπορεί ποτέ με σένα η Πηνελόπη
η συνετή να παραβγεί στην ομορφιά, στο σώμα·
αθάνατη κι αγέραστη συ, θνητή αυτή είναι.
Παρ’ όλα αυτά επιθυμώ κι ελπίζω κάθε ώρα
να ξαναπάω στο σπίτι μου και γυρισμό να έχω. ]] ( “Οδύσσεια”, ραψ. ε΄, 151-168, 201- 220 )
Αν και η Καλυψώ του ’ταξε, πως θα τον κάνει αθάνατο κι αιώνια νέο, ο Οδυσσέας δεν πλανήθηκε, κι ούτε ξέχασε τους δικούς του, που τον καρτερούσαν στης Ιθάκης τα ιερά χώματα. Πέρασε πολλές περιπέτειες ακόμη ο πολύπαθος της Ιθάκης βασιλιάς, μέχρι που ναυαγό τον έριξαν τα κύματα στον Φαιάκων κάποιο ακρογιάλι. Εκεί τον βρήκε η Ναυσικά, του Αλκίνοου η βασιλοκόρη σε άθλια εμφάνιση από τις κακουχίες. Όταν, όμως, λούστηκε, αλείφτηκε με λάδι και ντύθηκε ο ξένος, έκανε την καρδιά της παρθένας Ναυσικάς να σκιρτήσει. Στράφηκε προς τις βάγιες της που την συνόδευαν και είπε:
[[ Ακούστε, κάτι να σας πω, βάγιες μου λευκοχέρες.
Όχι χωρίς τη θέληση των θεών του Ολύμπου
στους ισόθεους Φαίακες ήρθε αυτός ο άντρας∙
ενώ πρωτύτερα άσχημος μου φάνηκε πως είναι,
τώρα μου μοιάζει με θεούς του ουρανού αφέντες.
Τέτοιος που είναι, άντρας μου μακάρι να γινόταν
ζώντας εδώ στα μέρη μας∙ ας ήθελε να μείνει! ]] ( “Οδύσσεια”, ραψ. ζ΄, 239- 245)
Τελικά τον οδήγησε στο παλάτι, όπου πρόθυμα ο βασιλιάς οργάνωσε το ταξίδι του γυρισμού του πολύπαθου Οδυσσέα στην Ιθάκη. Στο παλάτι η βασιλοκόρη ζητάει από τον ναυαγό, στον οποίο πρόσφερε φιλοξενία, με μια δόση πλατωνικού έρωτα, να μην την λησμονήσει:
[[ Κι η Ναυσικά που απ’ τους θεούς την ομορφιά της είχε,
στης καλοκάμωτης σκεπής στάθηκε πλάι το στύλο
και θαμπωμένη κοίταξε γλυκά τον Οδυσσέα∙
και λόγια ανεμάρπαστα μίλησε και του είπε:
«Γεια σου, χαρά σου, ξένε μου! Στη χώρα σου σαν φτάσεις,
κι εμένα φέρνε με στο νου, που πρώτη σ’ έχω σώσει.»
Γύρισε ο πολύσοφος ο Οδυσσέας κι είπε:
«Ναυσικά του Αλκίνοου του αντρειωμένου κόρη,
ας δώσει ο Δίας, ο άντρας ο βροντερός της Ήρας,
να πάω στη χώρα μου, να δω του γυρισμού τη μέρα∙
θα σε δοξάζω σαν θεά όσο θα ζω στον κόσμο,
γιατί συ μου ξανάδωσες, κοπέλα, τη ζωή μου.»]] ( “Οδύσσεια”, ραψ. θ΄, 457- 468)
Στο νησί των Φαιάκων ο πολύπαθος Οδυσσέας, λίγο πριν πάρει του γυρισμού τη ρότα, είπε τα ακόλουθα λόγια:
[[ H Καλυψώ μ’ εμπόδισε στις βαθουλές σπηλιές της,
θεά έξοχη, θέλοντας να με κρατήσει γι’ άντρα·
το ίδιο και η δολερή η Κίρκη με βαστούσε
κει στην Αιαία, θέλοντας να με κρατήσει γι’ άντρα.
Όμως δεν άλλαξα ποτέ ό,τι είχα στα στήθη.
Γιατί δεν είναι πιο γλυκό από γονείς, πατρίδα
τίποτε, ακόμα κι αν ζεις και κατοικείς σε σπίτι
σε ξένη χώρα πλούσιο μακριά απ’ τους δικούς σου. ]] ( “Οδύσσεια”, ραψ. ι΄, 29-36)
Τι να έκανε σ’ όλο αυτό το χρονικό διάστημα της απουσίας του η Πηνελόπη;
Με περισσή φροντίδα ανάθρεψε τον μοναχογιό Τηλέμαχο, που έγινε ένα γενναίο παλικάρι. Για την Πηνελόπη ο γιος της είναι ό,τι πολυτιμότερο είχε. «Γλυκερόν φάος», τον αποκαλεί, δηλ. «γλυκό μου φως» και είναι το φως μέσα στο σκοτάδι της ζωή της. Ταυτόχρονα διόλου δεν έσβησε η ελπίδα της επιστροφής του Οδυσσέα. Έτσι καρτερικά περίμενε να χωθεί στην αγκαλιά και ν’ ακουμπήσει στο δυνατό στήθος του αγαπημένου της άντρα. Άλλον άντρα δεν έβαλε στη ζωή της. Κι αφού μαθεύτηκε πως έπεσε της Τροίας το κάστρο, που οι Αχαιοί το κούρσεψαν και με πλούσια λάφυρα μπήκαν στα καράβια για να γυρίσουν στην πατρίδα, με λαχτάρα περίμενε να δει τα πανιά των καραβιών του καλού της. Μα, στέγνωσαν τα μάτια της, εκεί στου παλατιού τον εξώστη. Καράβι με πανί, που είχε του παλατιού το σήμα, τα μάτια της δεν αντίκριζαν. Μέρα με τη μέρα πλήθαιναν τα λόγια του κόσμου, που λέγανε πως τάχα ο κύρης της χάθηκε στα πελώρια κύματα, τα οποία τα καράβια του έκαναν κομμάτια. Κι αυτή έκλεινε τ’ αυτιά της να μη τη σουβλίζουν τα φαρμακερά τα λόγια. Στων θεών τ’ αγάλματα καθημερινά γονάτιζε και τα χείλη της τρεμουλιαστά ψιθύριζαν ικετήριες προσευχές για το σωσμό του αγαπημένου, μα κι όλων των συντρόφων, γιατί κι αυτούς τους καρτερούσαν κυρτωμένες μάνες και τρυφερές γυναίκες.

----------------------------------------------------------------------------------------
(*1) Για τη γέννηση της Ελένης υπάρχουν διάφορες παραλλαγές. Όταν η Λήδα ενώθηκε ερωτικά με το Δία, την ίδια νύχτα ενώθηκε και με τον άντρα της Τυνδάρεο. Η Λήδα γέννησε δύο αυγά. Από το πρώτο βγήκαν ο Πολυδεύκης και η Ελένη, που ήταν από τον Δία, κι από το δεύτερο ο Κάστορας και η Κλυταιμήστρα, που ήταν παιδιά του Τυνδάρεου. Τα παιδιά ανατράφηκαν χωρίς διάκριση από τον Τυνδάρεο, ο οποίος όλα τα θεωρούσε δικά του. Από τα αγόρια ο Πολυδεύκης ήταν αθάνατος, ενώ ο Κάστορας θνητός. Για τον μύθο των αγοριών θα αναφερθούμε αργότερα σε άλλη αντιπαραβολή.

(*2) Την απαγωγή της ωραίας Ελένης την προκάλεσαν οι θεοί. Στον γάμο του θνητού Πηλέα με τη Νηρηίδα Θέτιδα, που έγινε στο Πήλιο, διασκέδασαν μαζί οι θεοί με τους ανθρώπους. Μόνο την Έριδα δεν είχαν καλέσει. Αυτή θυμωμένη πήγε στο γλέντι κι έριξε ένα τραγανό κι ευωδιαστό μήλο, με την προτροπή να δοθεί στην ομορφότερη. Όλες τις καλεσμένες τρεις θεές ζήτησαν να το πάρουν, η Ήρα, η Αθηνά και η Αφροδίτη, προβάλλοντας τον εαυτό τους σαν την ωραιότερη. Ο Δίας για να μη τις κακοκαρδίσει με την εκλογή του, πρόσταξε τον Ερμή να τις οδηγήσει στον Πάρη, τον γιο του Πρίαμου, του βασιλιά της Τροίας, για να κρίνει την αξιότερη να πάρει το πρωτείο. Μπροστά στο βασιλόπουλο η καθεμιά θεά εκθείασε τις αρετές της και τις ευεργεσίες που θα έχει ο νέος αν δώσει σ΄ αυτήν το μήλο. Η Ήρα υποσχέθηκε να τον κάνει κυρίαρχο σ’ όλη την Ασία, η Αθηνά να τον κάνει δυνατό πολεμιστή και η Αφροδίτη να του δώσει την ομορφότερη γυναίκα του κόσμου, την ξακουστή Ελένη. Ο Πάρης προτίμησε το δώρο της Αφροδίτης, δυσαρεστώντας τις άλλες δύο. Έτσι η θεά της ομορφιάς, η Κύπριδα, οδήγησε τον Πάρη στην απαγωγή. Αυτή τον καθοδήγησε να ναυπηγήσει μερικά καράβια κι όταν έφτασε ο νέος στη Σπάρτη έκανε την καρδιά της Ελένης να σκιρτήσει για το ωραίο βασιλόπουλο. Η Αφροδίτη έκανε τις περιστάσεις που οδήγησαν στο σμίξιμο της Ελένης με τον Πάρη και στη συνέχεια στην απαγωγή.

(*3). Υπάρχει, όμως, και η παραλλαγή του μύθου της Ελένης, που μας λέει πως η Ελένη δεν απάτησε τον άντρα της κι ούτε πήγε στην Τροία. Ο Πάρης δεν άρπαξε την Ελένη, αλλά ομοίωμά της, πλασμένο από σύννεφο από την Ήρα, που ήθελε να πάρει εκδίκηση για την εκλογή του Πάρη, ο οποίος την αγνόησε κι έδωσε το μήλο στην Αφροδίτη. Ο Ερμής είχε πάρει την πραγματική Ελένη από την Σπάρτη και την οδήγησε στον Πρωτέα, που ήταν βασιλιάς στην Αίγυπτο, με την εντολή να τη φυλάξει αμόλυντη μέχρι να φτάσει ο άντρας της Μενέλαος αναζητώντας της, όταν έφτανε το πλήρωμα του χρόνου. Γιατί ήταν από τους θεούς καθορισμένο να γίνει τρομερός πόλεμος, μ’ αφορμή την απαγωγή της, ώστε ν΄ αλαφρώσει η Γη από το μεγάλο πλήθος των ανθρώπων.
Όταν πέθανε ο Πρωτέας, θέλησε ο γιος του Θεοκλύμενος, που τον διαδέχτηκε στο θρόνο, να κάνει την Ελένη δική του. Αυτή αναγκάστηκε να καταφύγει στον τάφο του Πρωτέα για να βρει άσυλο. Ένας ταξιδευτής από την Ελλάδα, την πληροφόρησε για το τέλος του Τρωϊκού πόλεμου και την άλωση της Τροίας, και πως, αν κι είχαν περάσει επτά χρόνια από τότε, ο Μενέλαος δεν είχε ακόμα επιστρέψει στην πατρίδα κι όλοι τον θεωρούσαν νεκρό. Έτσι η Ελένη, πιστή στη μνήμη του, πήρε την απόφαση να τον ακολουθήσει στο μαύρο σκοτάδι του Άδη. Τότε η κόρη του Πρωτέα, η μάντισσα Θεονόη, την πληροφορεί πως ζει ο Μενέλαος και μάχεται με τα κύματα παραδέρνοντας σε ξένες χώρες. Μετά από πολλά βάσανα ο βασιλιάς της Σπάρτης φτάνει στην Αίγυπτο, μεταφέροντας το είδωλο της Ελένης, που το νόμιζε σαν πραγματική γυναίκα του, όπου συναντάει την πραγματική Ελένη, νομίζοντας πως έχει μπροστά το φάντασμά της! Αυτή προσπαθεί να τον πείσει πως είναι η πραγματική, οπότε φτάνει κάποιος από τους ναύτες του και τον πληροφορεί πως το ομοίωμα εξανεμίστηκε. Έτσι έσμιξαν ξανά το ζευγάρι κι αναχώρησε για την Σπάρτη.

Δεν υπάρχουν σχόλια: