Τετάρτη 3 Φεβρουαρίου 2016

Τα όπλα του Ηρακλή


[[ δαμ- ων ]]

Α΄ μέρος
«Αρχή ην ο μύθος. Και ο μύθος ην προς τους θεούς
Και οι θεοί ήσαν ο λόγος ο πρώτος.»
Ο κάθε μύθος εμπεριέχει ένα κρυφό νόημα. Αυτό που έχει μεγάλη αξία είναι να μην μείνουμε στο μύθο, αλλά να ανασύρουμε τα πέπλα του για να βρούμε το κρυμμένο νόημα. Κι αν δεν τα καταφέρουμε, μόνο και μόνο η προσπάθεια, η αναζήτηση, το παίδεμα του νου, θα είναι ένα πολύτιμο μάθημα. Αυτό θα προσπαθήσουμε. Να πάρουμε ένα μικρό απόσπασμα από τον λαμπρό μύθο του Ηρακλή, και να πασχίσουμε να διακρίνουμε τι υπάρχει πίσω από τις λέξεις. Ο μυθοπλόκος μύστης, που επινόησε τον μύθο, ποιο μήνυμα στέλνει στις ψυχές μας;
Η μορφή του Ηρακλή κυριαρχεί στην Ελληνική μυθολογία. Στο πρόσωπό του συγκεντρώνονται τα χαρακτηριστικά και τα προσόντα του ήρωα που έθεσε τον εαυτό του στην υπηρεσία του κόσμου, του ευεργέτη της ανθρωπότητας, ο οποίος ως αντιμισθία έλαβε μια θέση δίπλα στους Ολύμπιους θεούς, δηλαδή κέρδισε τη θέωση. Στον Θηβαίο ήρωα αποκρυσταλλώνεται το πρότυπο του ισχυρού, άφοβου, ακατάβλητου άντρα που είναι ο εξολοθρευτής ολέθριων τεράτων, ο εκδικητής κάθε αδικίας κι ο αντίποδας του κακού. Είναι ένας από τους πρώτους Δάσκαλους της ανθρωπότητας, που μας δείχνει το δρόμο προς τον Όλυμπο. Μας διδάσκει με τον τρόπο που έζησε πως η θέωση επιτυγχάνεται όταν γίνουμε εξυπηρετητές των συνανθρώπων μας, όταν θέσουμε τον εαυτό μας στην υπηρεσία των πολλών. Πως πρέπει ν’ ακολουθήσουμε τον δύσκολο και κακοτράχαλο “δρόμο της αρετής”. Αυτός ο δρόμος δεν θα μας δώσει υλική εξουσία και δόξα- που είναι προσωρινή- αλλά δόξα πνευματική- που είναι αιώνια- όπως αιώνια μνημονεύεται το όνομά του σ’ όλη την οικουμένη.
Ο μεγαλύτερος ήρωας όλων των εποχών, ο ημίθεος Ηρακλής, είναι ο πρεσβύτερος αδελφός μας που μας δίδαξε με τις πράξεις του, τους άθλους του, τι πρέπει να κάνουμε στη ζωή μας και ποιο δρόμο πρέπει να ακολουθήσουμε για να οδηγηθούμε στον Όλυμπο της πνευματικής μας προόδου! Αυτός ο υιός των ανθρώπων, που ήταν και υιός του Θεού, ήταν ο μεγάλος πρόδρομος, που προετοίμασε τις καρδιές και τις διάνοιες των ανθρώπων, για να δεχθούν αρκετούς αιώνες αργότερα τη διδασκαλία του Υιού του Θεού, του Χριστού! Ο Ηρακλής αποτέλεσε έναν κοσμοσωτήρα που έσωσε τους ανθρώπους της εποχής του από ορισμένα κακά στο εξωτερικό πεδίο, και συγχρόνως στο εσωτερικό πεδίο τους δίδαξε ότι μ’ έναν διαρκή αγώνα κι ανιδιοτελή υπηρεσία μπορούν να φτάσουν στη θέωση, προετοιμάζοντας έτσι το δρόμο για το έργο του Μεγάλου Κοσμοσωτήρα.

Η συνέχεια>>> VagiaBlog…

Ο άνθρωπος έχει σημαντική θέση στο Κοσμικό Σχέδιο. Μέσα από διαδοχικές ακούσιες κι εκούσιες μυήσεις προχωρεί στην ατραπό της εξέλιξης. Από «εικόνα» γίνεται «ομοίωση», από υιός του ανθρώπου γίνεται Υιός του Θεού. Σιγά- σιγά ωριμάζει πνευματικά περνώντας μέσα από τις Πύλες του Ζωδιακού. Σ’ αυτές τις Πύλες αναφέρεται συμβολικά η Αλίκη Μπέιλη στην εισαγωγή της στο βιβλίο “Οι άθλοι του Ηρακλή”. Περιγράφει ουσιαστικά μια τελετή μύησης:
[[ Ο Μέγας Προεστός στήριζε τις ελπίδες του στους υιούς των ανθρώπων, που είναι οι Υιοί του Θεού. Είδε το φως τους και το σημείο που στέκονταν στ Δρόμο, που επαναφέρει στην καρδιά του Θεού. Ο Δρόμος εκτείνεται κυκλικά μέσα από τις δώδεκα μεγάλες Πύλες. Οι Πύλες ξανάνοιξαν περιστροφικά και οι Πύλες έκλεισαν. Οι Υιοί του Θεού, που είναι και υιοί των ανθρώπων, προχωρούν.
Στην αρχή το φως είναι αμυδρό. Είναι εγωιστική η τάση της ανθρώπινης προσδοκίας και τα γεγονότα που ακολουθούν είναι σκοτεινά. Οι άνθρωποι παίρνουν την μάθηση αργά, και μαθαίνοντας, αργά περνούν και ξαναπερνούν από τις στήλες των Πυλών. Πλήξη και ανία φέρνει η κατανόηση. Στις αίθουσες όμως της Πειθαρχίας, που βρίσκονται σε κάθε τμήμα της κυκλικής κοσμικής έκτασης, σιγά- σιγά κατανοείται η Αλήθεια. Το μάθημα που χρειάζεται κατακτάται. Η φύση εξαγνίζεται και διδάσκεται έως ότου φανεί ο Σταυρός- αυτός ο σταθερός Σταυρός που μας περιμένει, ο σταυρός που σταυρώνει τους υιούς των ανθρώπων, επεκτείνεται στους σταυρούς εκείνους που υπηρετούν και σώζουν.
Έξω από το πλήθος των ανθρώπων, ένας άνθρωπος στάθηκε στις αρχαίες ημέρες και αντιλήφθηκε το παρατηρητικό μάτι του μεγάλου Πρεσβύτη και Προεστού, εκείνου που αιώνια προΐσταται στην Αίθουσα του Συμβουλίου του Κυρίου. Στράφηκε σ’ εκείνον που στεκότανε μπροστά του και του είπε:
- Ποια είναι η ψυχή αυτή στο Δρόμο της Ζωής, τώρα που το φως μπορεί να φανεί αμυδρά;
Η απάντηση δόθηκε γρήγορα:
- Αυτή είναι η ψυχή, που πάνω στο Δρόμο της Ζωής αποκτά εμπειρία και αναζητεί το καθαρό φως που λάμπει από τον Υψηλό Τόπο.
- Ας προχωρήσει στο δρόμο του. Παρακολούθησε όμως τα βήματά του.
Οι αιώνες που γρήγορα περνούν, διατρέχουν την τροχιά τους. Ο μεγάλος τροχός γύρισε, και γυρίζοντας έφερε την ερευνητική ψυχή πάνω στο Δρόμο. Αργότερα έφτασε η μέρα που ο Μέγας Προεστός, μέσα από το Δώμα του Συμβουλίου του Κυρίου, τράβηξε στον κύκλο της ακτινοβόλου ζωής του την ερευνητική ψυχή.
- Τίνος είναι η ψυχή πάνω στο Δρόμο της μεγάλης προσπάθειας που η ακτινοβολία της φωτίζει αμυδρά;
Η απάντηση δόθηκε:
- Είναι μια ψυχή που ζητάει το φως της κατανόησης. Είναι μια ψυχή που αγωνίζεται.
- Πες της εκ μέρους μου, να στραφεί στον άλλο δρόμο και έπειτα να κάνει τον γύρο του κύκλου. Τότε θα βρει εκείνο που ζητεί. Παρακολούθησε τα βήματά της και όταν αποκτήσει καρδιά με κατανόηση, πρόθυμο νου και επιδέξιο χέρι, φέρε την σε μένα.
Οι αιώνες ξαναπέρασαν. Ο μεγάλος τροχός γύρισε και το γύρισμά του έφερνε όλους τους υιούς των ανθρώπων, που είναι και υιοί του Θεού, πάνω στο Δρόμο του. Και καθώς οι αιώνες περνούσαν, πρόβαλε ένας όμιλος ανθρώπων, που αργά γύριζαν στον άλλο δρόμο. Βρήκαν τον Δρόμο. Πέρασαν από τις Πύλες και αγωνίστηκαν στις βουνοκορφές και στον τόπο του θανάτου και της θυσίας. Ο Δάσκαλος που παρακολουθούσε είδε έναν άνθρωπο να ξεπετάγεται από το πλήθος, να ανεβαίνει στον σταθερό Σταυρό, ζητώντας να κάνει έργα, να προσφέρει υπηρεσία στον Θεό και τον άνθρωπο και με προθυμία να βαδίσει στον Δρόμο του Θεού. Στάθηκε μπροστά στον μεγάλο Προεστό που εργάζεται μέσα στο Δώμα του Συμβουλίου του Κυρίου και άκουσε μια φωνή:
- Υπάκουσε τον Δάσκαλο στον Δρόμο. Ετοιμάσου για ύστατες δοκιμασίες. Πέρασε μέσα από κάθε Πύλη και στην σφαίρα, που την αποκαλύπτουν και φυλάνε, εκτέλεσε τον άθλο, που ταιριάζει σ’ αυτήν. Μάθε έτσι το μάθημα και άρχισε να υπηρετείς με αγάπη τον άνθρωπο της γης.
Έπειτα ακούστηκε για τον δάσκαλο ο τελικός λόγος.
- Ετοίμασε τον υποψήφιο, καθόρισε τους άθλους που θα εκτελέσει και βάλε το όνομά του στις πινακίδες του Δρόμου της Ζωής. ]]
Οι άνθρωποι παίρνουν τη μάθηση αργά, μας λέει ο Δάσκαλος. Πρέπει να την αφομοιώσουν. Για να γίνει, όμως, η αφομοίωση, πρέπει να την πάρει σταδιακά, σε μικρές δόσεις, σε σταδιακές μυήσεις. Όπως ο ασθενής δεν παίρνει μεμιάς όλο το μπουκάλι με το φάρμακο, έτσι και η γνώση δεν δίνεται μια και έξω! Μα η σημαντικότερη γνώση είναι να γνωρίσει ο άνθρωπος τον εαυτό του. Η προτροπή του μαντείου είναι διαχρονική: «Άνθρωπε, γνώθι σ’αυτόν»! Γνωρίζοντας τον εαυτό του, θα γνωρίζει ολόκληρο το Σύμπαν. Κυρίως, όμως, θα αναγνωρίσει αυτό, που είπε ο Ιησούς: «ἐγὼ καὶ ὁ πατὴρ ἕν ἐσμεν» (Ιωάννης, ι΄, 30). Η γνώση της πραγματικής φύσης του ανθρώπου ήταν το έργο, που εκτέλεσε ο Ηρακλής. Οι άθλοι του εκφράζανε την ώθηση προς την πνευματική πραγματικότητα.
Ο Ηρακλής έχει πατέρα τον Δία και μητέρα την Αλκμήνη, γυναίκα του βασιλιά της Θήβας Αμφιτρύωνα. Έτσι ο Ηρακλής συμβολίζει τον δυισμό του ανθρώπου, που είναι θείος- έχει πνεύμα, αλλά και γήινος- έχει υλικό σώμα. Σύμφωνα με το μύθο ο Δίας ενώθηκε με την Αλκμήνη παίρνοντας τη μορφή του Αμφιτρύωνα, που έλειπε σε μάχη, και η ένωσή τους διήρκησε μια νύχτα, που ισοδυναμούσε με τρεις πραγματικές νύχτες, γιατί ο Δίας παρακάλεσε τον Ήλιο να μη βγει για τρεις μέρες. Γι’ αυτό στη σύλληψη του ήρωα σε τρεις πραγματικές μέρες έχουμε ότι η προσωπικότητα του ανθρώπου, το κατώτερο τμήμα της οντότητας άνθρωπος, στο οποίο ενοικεί το πνεύμα- η μία φαινομενική νύχτα- αποτελείται από τρία σώματα , το φυσικό ( αιθεροφυσικό ), το σώμα των συναισθημάτων ( αστρικό ) και το σώμα των σκέψεών του ( νοητικό σώμα )- οι τρεις νύχτες.
Ο Δίας δεν ενώθηκε με την Αλκμήνη από σεξουαλική επιθυμία, αλλά γιατί ήθελε να κάνει μαζί της τον πιο δυνατό και τον πιο γενναίο ανάμεσα στους θνητούς, που θα γινόταν λυτρωτής των ανθρώπων από τα δεινά. Από την αρχή επομένως ο Ηρακλής ήταν προορισμένος για λυτρωτής, για Κοσμοσωτήρας.
Ο Θηβαίος ήρωας έχει πατέρα θεό και μητέρα θνητή, οπότε έχουμε τον πρώτο συμβολισμό: Ο άνθρωπος είναι πνεύμα, το Πνεύμα Θεού που « ενοικεί » στο σώμα, στην ύλη. Έτσι είναι αθάνατος, όμοιος με τον Πατέρα, όπου θα πρέπει να επιστρέψει το Πνεύμα, αλλά και φθαρτός- θνητός, όμοιος με τη Μητέρα- Ύλη, όπου θα επιστρέψει το σώμα μετά από το λεγόμενο θάνατο, στον οποίο γίνεται διαχωρισμός πνεύματος- σώματος. Ο συνδετικός τους κρίκος είναι η ψυχή. Η ψυχή που αγωνίζεται να κυριαρχήσει στην ύλη και να ενωθεί με το Πνεύμα, να θεωθεί. Επομένως ο Ηρακλής συμβολίζει την εξελισσόμενη ανθρώπινη ψυχή.
Τo μωρό γαλουχείται από τη Ήρα, στην οποία με πονηριά το δίνει η Αθηνά για να το θηλάσει. Πίνει λίγες μόνο γουλιές, γιατί η Ήρα καταλαβαίνει το δόλο, και απωθεί το βρέφος. Όμως ο ήρωας έχει κιόλας επωφεληθεί από το δώρο τη; Ήρας. Η σύντροφος του Δία ( πνεύματος ) αντιπροσωπεύει τη ψυχή, και το βρέφος πήρε την πρώτη του ψυχική τροφή. Κατορθώνει λοιπόν να υπερνικήσει τις αρχικές του ανθρώπινες αδυναμίες. Αυτές που τον κρατούν δέσμιο της ύλης και έχουν συντελέσει στην αποπνευματοποίησή του. Αυτό είναι το γνωστό μας “προπατορικό αμάρτημα”.
Το αρχικό του όνομα ήταν Αλκείδης ή Αλκαίος, από τον παππού του. Θα ονομαστεί στη συνέχεια Ηρακλής, που σημαίνει το κλέος- η δόξα της Ήρας. Πραγματικά ο Ηρακλής με το έργο του θα αποτελέσει τη δόξα της ψυχής. Της ψυχής που κυριάρχησε στους πειρασμούς της σάρκας και της ύλης και ενώθηκε με το πνεύμα, κερδίζοντας μια θέση δίπλα στους θεούς στον πνευματικό Όλυμπο.
Ο προορισμός του ήρωα είναι να διεκπεραιώσει ατομικά τον αγώνα του για την απελευθέρωση της ψυχής από τα δεσμά των απολαύσεων, των κατώτερων συναισθημάτων και των αρνητικών σκέψεων και ταυτόχρονα να χαράξει το μονοπάτι, που σχηματίζουν τα βήματά του, ώστε όλη η ανθρωπότητα να το βαδίσει.
Ήταν ακόμη βρέφος στην κούνια, όταν η Ήρα έστειλε δυο φίδια για να το πνίξουν. Τα δυο φίδια συμβολίζουν τη ματαιοδοξία και τη διαστρέβλωση της διάνοιας ή την ύλη και την πλάνη. Χωρίς να φοβηθεί, αν και ήταν βρέφος, τα ‘πιασε με τα δυο του χέρια και τα ‘πνιξε. Έτσι η φυσική δύναμη του ανθρώπου, η έμφυτη δύναμη επιτρέπει στον αγαπημένο γιο του πνεύματος να πνίξει από την αρχή της ζωής του αυτά τα δύο φοβερά ελαττώματα, να μην υποκύψει στο φίδι της ύλης και στο φίδι της πλάνης.
Στα 18 του χρόνια κάνει το πρώτο του κατόρθωμα σκοτώνοντας το λιοντάρι του Κιθαιρώνα. Η ηλικία αυτή των 18 είναι χαρακτηριστική για τον άνθρωπο. Το 18 είναι ένας σημαντικός αριθμός. Αποτελείται από το 10, την ιερά τετρακτύ του Πυθαγόρα ( 1+2+3+4=10 ), που είναι ο αριθμός της τελειότητας της προσωπικότητας και τον αριθμό 8 ( 2x2x2=8, δηλ. 2 εις την τρίτη μας κάνει οκτώ) που λέγεται ότι είναι ο αριθμός δύναμης του Χριστού.
Στα 18 χρόνια ολοκληρώνεται η σωματική ανάπτυξη του ανθρώπου, η ανάπλαση της προσωπικότητας και ο άνθρωπος μπορεί ν’ αρχίσει ν’ ασχολείται με τα πνευματικά θέματα. Μπορεί σιγά- σιγά να δομήσει μια γέφυρα με τον ανώτερο εαυτό του. Μπορεί σιγά- σιγά να αναλάβει ευθύνες, να θέσει τον εαυτό του στην υπηρεσία των άλλων, να γίνει ένας εξυπηρετητής της ανθρωπότητας.
Ο ήρωας πριν αρχίσει το έργο του καταφεύγει σ’ ένα ερημικό μέρος για να σκεφθεί, να διαλογιστεί το τεράστιο χρέος που αναλαμβάνει. Κι άλλοι πνευματικοί άνδρες αποσύρθηκαν μακριά από τους ανθρώπους, στη σιγή του ανώτερου εαυτού τους, για να διαλογιστούν, να έρθουν σε επαφή με το πνεύμα του ζώντος Θεού μέσα τους, να λάβουν τις οριστικές τους αποφάσεις και μετά ν’ αρχίσουν την προσφορά έργου στην ανθρωπότητα. Όπως ο Ηρακλής, έπραξε αργότερα και ο Βούδας και μερικούς αιώνες αργότερα ο Ιησούς, που αποσύρθηκε στην έρημο για 40 μέρες.
Εμφανίζονται στον ήρωα δύο γυναίκες. Η μία προκλητική- αισθησιακή, που του υπόσχεται δύναμη- εξουσία- καλοπέραση- απολαύσεις- ικανοποίηση όλων των πόθων του. Το όνομά της Ευδαιμονία ή Κακία. Η άλλη απλή- σεμνή που του ζητά φρόνηση- υπομονή- αρετή και μόχθο για να καταξιωθεί στη συνείδηση των συνανθρώπων του, να τον ευσπλαχνιστούν οι θεοί και ν’ αποκτήσει τιμή και δόξα. Το όνομά της Αρετή.
Ο ήρωας βρίσκεται στο μεγάλο δίλλημα, στο οποίο βρίσκονται όλοι αυτοί που αναλαμβάνουν πνευματικό έργο. Κάτι ανάλογο έχουμε με τους τρεις πειρασμούς του Ιησού στην έρημο. Όπως ο Ιησούς απαρνήθηκε την εξουσία και διάλεξε το δύσκολο δρόμο της σωτηρίας των ανθρώπων, έτσι αιώνες πριν απ’ αυτόν και ο Ηρακλής απαρνιέται τον πειρασμό της κυριαρχίας, και υποταγμένος στη θέληση του Ευρυσθέα, θα εκτελέσει τους άθλους του, σύμβολο εξαγνισμού και πνευματικής εξέλιξης.
Κάποτε στη ζωή μας, σε μια κρίσιμη καμπή, εμφανίζονται οι δυο γυναίκες. Πρέπει με σύνεση να κάνουμε την εκλογή μας.
Λέγεται ότι όταν ο Ηρακλής προετοιμαζόταν για τούς άθλους, ο Ερμής του δώρισε ένα σπαθί κι ο Απόλλων ένα τόξο και λειόκορμα βέλη στολισμένα με φτερά αετού. Ο Ήφαιστος του χάρισε χρυσό θώρακα και η Αθηνά φορεσιά. Ή ότι η Αθηνά του έδωσε το θώρακα, ενώ ο Ήφαιστος του χάρισε χάλκινες περικνημίδες και ένα κράνος σκληρό σαν διαμάντι. Προσθέτουν ακόμα ότι η Αθηνά και ο Ήφαιστος βοήθησαν τον Ηρακλή προσπαθώντας να ξεπεράσουν ο ένας τον άλλον : η Αθηνά του έδωσε τη χαρά των ειρηνικών απολαύσεων ο Ήφαιστος του χάρισε προστασία από τούς κινδύνους του πόλεμου. Το δώρο του Ποσειδώνα ήταν δύο άλογα, του Δία μια θαυμάσια αδιαπέραστη ασπίδα. Στην επιφάνειά της είχαν δουλευτεί πολλές ιστορίες με σμάλτο, ελεφαντόδοντο, ήλεκτρο, χρυσό και λαζούρι , δώδεκα φιδοκέφαλα ήταν χαραγμένα στο κέντρο της και όποτε βρισκόταν στη μάχη ο Ηρακλής, πρότειναν τα φαρμακερά δόντια τους και κατατρόμαζαν τούς αντίπαλους. Ωστόσο η αλήθεια είναι ότι ο Ηρακλής περιφρονούσε το θώρακα, ακόμα και δόρυ σπάνια κουβαλούσε ύστερα από τον πρώτο Άθλο. Του έφτανε το ρόπαλο, το τόξο και η φαρέτρα γεμάτη βέλη. Ακόμα και το ρόπαλο πού του είχε χαρίσει ο Ήφαιστος με τη χάλκινη άκρη μόλις πού το χρησιμοποίησε, προτιμώντας να κόβει μόνος του ρόπαλο από αγριελιά: πρώτα στον Ελικώνα, ύστερα στη Νεμέα. Το δεύτερο ρόπαλο αργότερα το αντικατέστησε με ένα τρίτο, πάλι από αγριελιά, πού το έκοψε στην παράλια του Σαρωνικού. Αυτό το ρόπαλο είχε ακουμπήσει στο άγαλμα του Ερμή όταν επισκέφτηκε την Τροιζήνα. Το ρόπαλο φύτρωσε στη γη, βλάστησε και έγινε επιβλητικό δέντρο.
Ο Βοιωτός ποιητής Ησίοδος, περιγράφει την ασπίδα του Ηρακλή και τ’ άλλα όπλα που του χάρισαν οι θεοί, με τα οποία αντιμετώπισε τον θηριόμορφο Κύκνο:
« Έτσι είπε και κνημίδες απ’ ορείχαλκο λαμπρό,
του Ήφαιστου δώρα ξακουστά, γύρω απ’ τις κνήμες βάζει.
Κι ύστερα γύρω στα στήθη φόρεσε το θώρακα,
ωραίο, χρυσό, πολυποίκιλτο, που η Αθηνά Παλλάδα
του τον έδωσε, του Δία η κόρη, τότε που έμελλε
πρώτη φορά του να ριχτεί στους πολυστένακτους τους άθλους.
Γύρω στους ώμους έβαλε το σιδερένιο ξίφος προστάτη από τον όλεθρο,
ο φοβερός ο άντρας. Πλατιά φαρέτρα γύρω στα στήθη φόρεσε
και πίσω στην πλάτη του την έριξε. Κι ήτανε μέσα της βέλη πολλά,
που φέρνουν ρίγος και δίνουν θάνατο που τη μιλιά την κόβει.
Μπροστά είχαν το θάνατο και δάκρυα στάζανε,
στη μέση ήταν σκαλιστά και μακρουλά, και πίσω τους
είχανε κάλυμμα φτερά από μαυραετό φλογάτο.
Πήρε και δυνατό κοντάρι με αιχμή από χαλκό που αστράφτει,
καλοφτιαγμένη περικεφαλαία επάνω στο ρωμαλέο κεφάλι του έβαλε,
πλουμιστή, από αδάμαντα, στερεωμένη στους κροτάφους του,
που του Ηρακλή του θεϊκού την κεφαλή προστάτευε.
Στα χέρια του ασπίδα πήρε πολυποίκιλτη, που κανείς ποτέ
χτυπώντας δεν την έσκισε, ούτε την έσπασε, θαυμάσια να τη βλέπεις.
Γύρω- γύρω ολόκληρη με τίτανο, άσπρο ελεφαντόδοντο,
με ήλεκτρο κρυφόλαμπε και με λαμπρό χρυσό
άστραφτε, και ζώνες από κύανο τη διατρέχανε.
Στο κέντρο της υπήρχε ο Φόβος αδαμάντινος, ακατανόμαστος,
που λοξοκοίταζε με μάτια λαμπρά απ’ τη φωτιά.
Το στόμα του γεμάτο δόντια κάτασπρα,
δεινά, απλησίαστα, και πάνω στο βλοσυρό του μέτωπο
η Έριδα η φοβερή πετούσε, τον τάραχο της μάχης των αντρών ξεσήκωνε,
η σκληρή. Αυτή το νου και το μυαλό κυρίευε όσων αντρών
σηκώνανε αγώνα κατά πρόσωπο δτο γιο του Δία.
Εκείνων οι ψυχές χώνονται στη γη, στον Άδη μέσα,
ενώ τα οστά στη μαύρη γη σαπίζουν,
αφού το δέρμα λιώσει γύρω τους ο φλογερός ο Σείριος.
Κι ήταν ακόμη δουλεμένη επάνω της η Καταδίωξη, το Πισωγύρισμα,
φλεγόταν η Βοή, ο Φόνος, η Ανδροκτονία,
ορμούσε η Έριδα κι η Ταραχή, και η ολέθρια του θανάτου Μοίρα
άλλον βαστώντας ζωντανό, που μόλις τραυματίστηκε, άλλον απλήγωτο,
άλλον νεκρό, από τα πόδια έσερνε στο θόρυβο της μάχης μέσα.
Κι ήταν το ρούχο της στους ώμους ματωμένο από το αίμα των ανδρών,
καθώς κοιτούσε φοβερά και με κραυγές βρυχιόταν.
Ήταν επάνω και δώδεκα φιδιών κεφάλια, φοβερών, ακατανόμαστων,
που τρέπαν σε φυγή στη γη τα πλήθη των ανθρώπων,
όσων σηκώνανε αγώνα κατά πρόσωπο στο γιο του Δία.
Τρίζαν τα δόντια τους, σαν πολεμούσε ο γιος
του Αμφιτρύωνα. Κι αυτά τα θαυμαστά στολίδια φλέγονταν.
Κάτι κηλίδες φαίνονταν να δεις στα φοβερά τα φίδια επάνω,
που ήταν στη ράχη κυανά και μαύρα στα σαγόνια.
Εκεί κι αγέλες κάπρων άγριων βρίσκονταν και λιονταριών
που αλληλοκοιτάζονταν κι ορμούσαν οργισμένα.
Κινούσαν οι γραμμές τους μαζικά, καμιά από τις δυο πλευρές
δε δείλιαζε απ’ το φόβο, μα ανόρθωναν τις χαίτες τους στο σβέρκο.
Κιόλας ένα λιοντάρι μέγα κείτονταν και γύρω του δυο κάπροι,
έχοντας χάσει τις ζωές τους. Και μαύρο αίμα έσταζε απ’ αυτούς
κατάχαμα. Κι αυτοί με τους λαιμούς στη γη πεσμένους
κείτονταν σκοτωμένοι από τα βλοσυρά λιοντάρια.
Μα και οι δυο πλευρές, οι άγριοι κάπροι και τα λιοντάρια με τα λαμπρά
τα μάτια, ακόμη περισσότερο διεγείρονταν για μάχη οργισμένα.
Ήταν εκεί και μάχη δοριμάχων Λαπιθών
γύρω από τον Καινέα, το βασιλιά τους, το Δρύαντα και τον Πειρίθοο,
τον Οπλέα, τον Εξάδιο, τον Φάληρο, τον Πρόλοχο,
το Μόψο, γιο του Άμπυκα, όμοιο με τους αθανάτους.
Από ασήμι ήταν κι είχαν τα όπλα γύρω από το κορμί τους χάλκινα.
Οι Κένταυροι απ’ την άλλη ενάντιοι συγκεντρώνονταν
γύρω απ’ το μέγα Πετραίο και τον οιωνοσκόπο Άσβολο,
τον Άρκτο, τον Ούρειο, το Μίμαντα με τη μαύρη χαίτη,
και τους δυο του Πευκέα γιους, τον Περιμήδη και τον Δρύαλο,
ασημένιοι, έλατα χρυσά στα χέρια τους κρατώντας.
Κι όλοι μαζί ορμητικά, σαν να ‘ταν ζωντανοί,
από κοντά με απλωμένα δόρατα κι έλατα πολεμούσαν.
Στέκανε εκεί και τα γοργόποδα άλογα του βλοσυρού του Άρη,
χρυσά, εκεί κι ο ίδιος ο λαφυροφόρος ο ολέθριος Άρης.
Δόρυ στα χέρια κράταγε, ενθάρρυνε τους πεζομάχους,
από το αίμα κόκκινος, σαν να φονεύει ζωντανούς.
Μέσα σε δίφρο επέβαινε. Δίπλα του έστεκαν ο Δείμος και ο Φόβος,
με πόθο στη μάχη να χωθούνε των ανθρώπων.
Ήταν εκεί και του Δία η κόρη που το στρατό οδηγάει, η Τριτογένεια,
όμοια σαν να ‘θελε να ξεσηκώσει μάχη.
Δόρυ στο χέρι κράταγε και περικεφαλαία φόραγε χρυσή
και την αιγίδα της στους ώμους γύρω. Μες τη σκληρή τη μάχη πορευόταν.
Ήταν εκεί και ιερός χορός των αθανάτων. Στη μέση
εράσμια κιθάριζε του Δία ο γιος και της Λητώς
με τη χρυσή τη φόρμιγγα. Και των θεών η έδρα ήταν κει, ο άγιος Όλυμπος.
Εκεί και η συνέλευσή τους, κι ολόγυρα ωσάν στεφάνι κύκλωνε
χαρά ατέλειωτη των αθανάτων τη συγκέντρωση. Και στο τραγούδι αρχή
οι θεές, οι Πιερίδες Μούσες, κάνανε και μοιάζανε να τραγουδούν γλυκά.
Μα και λιμάνι μ’ όρμους καλούς ήτανε σκαλισμένο εκεί
σε θάλασσα ακατάβλητη, κυκλικό, από κασσίτερο ολοκάθαρο,
ίδιο σαν να τρυκύμιζε. Πλήθος δελφίνια μέσα του
τρέχαν εδώ να πιάσουν ψάρια,
ίδια σαν να κολύμπαγαν. Δυο δελφίνια αργυρά
αναφυσώντας άλαλα ψάρια τάραζαν.
Και από κάτω τους ψάρια χαλκά τρέπονταν σε φυγή. Μα στις ακτές
καθότανε ψαράς και παραμόνευε: είχε στα χέρια
δίχτυ για ψάρια κι έμοιαζε να το ρίξει έτοιμος.
Ήταν εκεί και της καλλίκομης Δανάης ο γιος, ο ιππότης ο Περσέας,
κι ούτε ακουμπούσε την ασπίδα με τα πόδια του, ούτε και μακριά της ήταν,
μα και θαύμα μέγα να το στοχαστείς: εκείνος πουθενά δε στηριζόταν!
Αφού έτσι τον έφτιαξε αυτόν με τις παλάμες του ο ξακουστός Χωλός,
χρυσό. Κι είχε στα πόδια του ολόγυρα πέδιλα φτερωτά.
Ξίφος σε μαύρη θήκη στους ώμους του κρεμότανε
με τελαμώνα χάλκινο. Κι εκείνος όπως η σκέψη πέταγε.
Κι όλη την πλάτη του την κάλυπτε τέρατος φοβερού η κεφαλή:
ήτανε της Γοργώς. Μες σε ταγάρι αργυρό ήτανε τυλιγμένο, πράγμα θαυμάσιο
να το βλέπεις. Κρόσσια του κρέμονταν λαμπρά, χρυσά.
Και η φοβερή στου βασιλιά τους κρόταφους ολόγυρα
του Άδη βρισκόταν η καλύπτρα με το φρικτό της νύχτας ζόφο.
Ο ίδιος ο Περσέας, της Δανάης ο γιος, σαν άνθρωπος που βιάζεται
και τρέμει, έτρεχε μ’ όλη του τη δύναμη.
Πίσω του ορμούσαν οι Γοργόνες, απλησίαστες κι ακατανόμαστες,
να τον αρπάξουνε ποθώντας. Κι όπως επάνω στο χλωρό αδάμαντα
πατούσανε, ηχούσε η ασπίδα με μεγάλο ορυμαγδό,
διαπεραστικά και έντονα. Πάνω στις ζώνες τους δυο φίδια
κρέμονταν και τα κεφάλια τους καμπύλωναν.
Γλύφανε με τις γλώσσες τους και με οργή τα δόντια τους ακόνιζαν
κοιτώντας φοβερά. Και στα κεφάλια επάνω των Γοργόνων
μεγάλος σηκωνόταν φόβος. Κι άντρες πέρα απ’ αυτές
όπλα πολεμικά φορώντας μάχονταν:
η μια πλευρά υπεράσπιζε την πόλη της και τους γονείς
απ’ την καταστροφή, η άλλη είχε πόθο να τους κυριέψει.
Πολλοί ‘χανε πέσει καταγής, μα πιο πολλοί κρατώντας τον αγώνα
πολεμούσαν. Και οι γυναίκες σε καλόχτιστους επάνω πύργους,
χάλκινους, βοούσαν δυνατά και κατάσχιζαν τα μάγουλά τους,
σαν να ΄ταν ζωντανές, έργα του ξακουστού Ηφαίστου.
Άντρες γέροντες, που τα γεράματα τους είχαν πιάσει,
αθρόοι στέκονταν έξω απ’ τις πύλες κι ανασηκώνανε τα χέρια τους
προς τους μακάριους θεούς, φοβούμενοι για τα παιδιά τους.
Κι εκείνα πάλι πολεμούσαν. Πίσω τους
οι μαύρες Κήρες, τ’ άσπρα τους δόντια τρίζοντας,
με μάτια άγρια, βλοσυρές και ματωμένες, άπληστες,
μαλώναν μεταξύ τους για όσους πέφτανε. Όλες τους
αίμα να πιουν ποθούσαν μαύρο. Σαν πιάναν κάποιον
που κειτόταν ή έπεφτε φρεσκοτραυματισμένος, τον γραπώναν
μ’ όλα μαζί τα νύχια τα μεγάλα. Στον Άδη κατέβαινε η ψυχή του
στον κρυερό τον Τάρταρο. Κι εκείνες, σαν χόρταιναν οι καρδιές τους
μ’ αίμα ανθρώπου, αυτόν πίσω τους πέταγαν
και πίσω στο θόρυβο, στης μάχης τον αγώνα τρέχαν.
Η Κλωθώ κι η Λάχεση στέκανε στο πλάι τους. Και η κοντύτερη Άτροπος
δεν έμοιαζε με θεά μεγάλη, μα ήτανε στ’ αλήθεια
ανώτερη και πιο ηλικιωμένη από τις άλλες.
Κι όλες από έναν άντρα γύρω μάχη δριμεία είχαν στήσει.
Και φοβερά η μια την άλλη κοίταζαν στα μάτια οργισμένες,
κι εξίσου τα νύχια και τα χέρια τα ορμητικά απλώνανε η μια πάνω στην άλλη.
Στο πλάι στεκότανε κι η Καταχνιά, ελεινη και φοβερή,
ωχρή, ξερή, από την πείνα ζαρωμένη,
με γόνατα παχιά. Νύχια μακριά στα χέρια τους φωλιάζαν.
Απ’ τα ρουθούνια της της τρέχαν μύξες κι από τα μάγουλα
έσταζε αίμα καταγής. Στεκότανε εκείνη κι έδειχνε με μορφασμό τα δόντια
ακατάπαυστα, κι άφθονη σκόνη κατέβαινε στους ώμους της,
στα δάκρυα μουσκεμένη. Δίπλα υπήρχε ανθρώπων πόλη
με ωραίους πύργους. Πύλες εφτά την κλείνανε χρυσές στ’ ανώφλια τους
καλόκλειστες. Κι ό κόσμος σε πανηγύρια και χορούς
χαιρόταν. Άλλοι σε αμάξια μ’ ωραίους τροχούς
γυναίκα στο σπίτι του γαμπρού οδηγούσανε και το
νυφιάτικο τραγούδι ζωηρό υψωνόταν.
Μακριά απ’ τα φλεγόμενα δαδιά το φως τους στριφογύρναγε,
σαν τα κρατάγανε στα χέρια τους οι δούλες. Κι εκείνες, με τη γιορτή χαρούμενες,
πηγαίναν μπρος και πίσω τους ακολουθούσαν παίζοντας χοροί.
Οι άντρες κάτω απ’ τον ήχο των γλυκόφωνων συρίγγων αφήνανε φωνή
απ’ τα απαλά τους στόματα και γύρω τους η ηχώ σκορπούσε.
Και οι γυναίκες κάτω απ’ τις φόρμιγγας τον ήχο εράσμιο έσερναν χορό.
Από άλλο μέρος πάλι νέοι γλεντώντας τριγυρνούσαν με τον ήχο των αυλών.
Και τούτοι πάλι με χορούς και με τραγούδια παίζοντας,
άλλοι πάλι γελώντας πλάι στον αυλητή ο καθένας τους
προχώραγαν. Κι όλη η πόλη τραπέζια και χοροί
και γλέντια την είχαν κυριέψει. Άλλοι, μπροστά στην πόλη,
καβάλα στις ράχες των αλόγων όρμαγαν. Ενώ οι γεωργοί
οργώνανε τη θεία γη και μαζεμένους τους χιτώνες τους ψηλά
φορούσαν. Όμως υπήρχε και αγρός που ‘χε τα στάχυα του ψηλά. Κι άλλοι
με κοφτερά δρεπάνια θέριζαν τις καλαμιές που γέρνανε βαριές
στο στάχυ. Κι έμοιαζε αυτό σαν να ‘ταν πράγματι ο καρπός της Δήμητρας.
Άλλοι δέναν τα στάχυα με σχοινιά και τ’ άπλωναν στ’ αλώνι.
Κι άλλοι τρυγούσανε τ’ αμπέλια και στα χέρια τους κρατούσαν κλαδευτήρια.
Άλλοι μες σε κοφίνια κουβαλούσαν απ’ τους τρυγητές
σταφύλια μαύρα και λευκά από μακριές σειρές κλημάτων
που ‘ταν βαριά απ’ τα φύλλα και τις αργυρές ψαλίδες.
Κι άλλοι μες σε κοφίνια κουβαλούσαν τα σταφύλια. Δίπλα τους
σειρά με κλήματα ήτανε χρυσή, του φρόνιμου Ήφαιστου έργο ξακουστό,
άλλοι χόρευαν στου αυλητή τους ήχους ο καθένας τους,
που σειόταν στα φύλλα και στις ασημένιες βέργες,
βαριά απ’ τα σταφύλια. Είχαν μαυρίσει πια εκείνα.
Άλλοι τα πάταγαν κι άλλοι το γλεύκος τράβαγαν. Άλλοι αγωνίζονταν
με γροθιές και με τραβήγματα. Άλλοι έπιαναν γοργοπόδαρους λαγούς,
άντρες κυνηγοί. Σκύλοι με δόντια κοφτερά πήγαιναν μπρος
με πόθο να τους πιάσουν, ενώ οι λαγοί ποθούσαν να ξεφύγουν.
Δίπλα σ’ αγώνα κόπιαζαν αρματοδρόμοι, για το βραβείο
είχαν μόχθο κι έριδα. Πάνω σε άρματα καλόδετα
ανεβασμένοι οι ηνίοχοι τ’ άλογα αμολούσαν τα γοργά,
τα ηνία χαλαρώνοντας. Και τ’ άρματα καλόφτιαχτα
πετάγανε με κρότο και μαζί οι τρύπες των τροχών βροντούσαν δυνατά.
Κι ήταν ο αγώνας δίχως τελειωμό κι ούτε ποτέ τη νίκη τους
ολοκληρώνανε, μα δίχως να κριθεί έμενε το βραβείο.
Εμπρός τους, στο χώρο του αγώνα μέσα, κειτόταν έπαθλο τρίποδας μέγας,
χρυσός, του φρόνιμου Ήφαιστου έργο ξακουστό.
Γύρω στον κύκλο της ασπίδας έρεε ο Ωκεανός ωσάν πλημμυρισμένος,
Που όλη την ασπίδα έκλεινε την πολυποίκιλτη. Στα μέρη του
Κύκνοι φωνάζαν δυνατά καθώς ψηλά πετούσαν, μα οι πιο πολλοί
Απάνω στο νερό κολύμπαγαν. Δίπλα χοροπηδούσαν ψάρια.
Έργο θαυμάσιο κι ο Δίας να το βλέπει ακόμη ο βαρύβροντος,
που με δική του θέληση έφτιαξε ο Ήφαιστος τη μεγάλη και στιβαρή ασπίδα,
αφού με τις παλάμες τη συνάρμοσε. Και την ασπίδα τούτη
του Δία ο ρωμαλέος γιος ορμητικά την έσειε….» ( Ησίοδος, “Η ασπίδα του Ηρακλή”, 122- 321)

Δεν υπάρχουν σχόλια: