Δευτέρα 25 Απριλίου 2016

Αναμνήσεις των παιδικών χρόνων για τη Μεγάλη Εβδομάδα…

[[ δαμ-ων ]]

Πάντα οι γιορτινές μέρες είναι μέρες αναμνήσεων. Από τα βάθη νου αναδύονται μνήμες, που έχουν χαραχθεί σαν τα γράμματα σε αρχαία επιγραφή. Και τα γράμματα είναι σαν να τα χάραξες χθες, νωπά και ανεξίτηλα. Γεγονότα περσινά έχουν σβήσει ή η ανάμνηση είναι θαμπή. Μα οι παιδικές μνήμες παραμένουν ζωντανές κι αμόλευτες.
Οι γραμματιζούμενοι λένε πως όλα αυτά έχουν καταγραφεί στο υποσυνείδητο. Το συνειδητό έχει ανάγκη να βυθίζεται στο υποσυνείδητο και να τρέφεται από αυτές τις αναμνήσεις. Τις χρησιμοποιεί όπως στα βιβλικά χρόνια οι οδοιπόροι στην έρημο, στο ταξίδι της επιστροφής στη γη τις επαγγελίας, χρησιμοποιούσαν το μάνας.
Καθώς μπήκαμε στη Μεγάλη Βδομάδα, θυμόμαστε τα έθιμα που έσβησαν από τα εκθαμβωτικά φώτα της φτιασιδωμένης κι εκπορνευμένης γκλαμουριάς. Μπορεί για τους νεοκουλτουριάρηδες να είχαν έναν πρωτόγονο χαρακτήρα, μα είχαν κι ένα προσδιοριστικό στοιχείο. Έδιναν τον “αριθμό” της ταυτότητάς μας. Δήλωναν πως είμαστε κάποιοι, πως υπήρχαν κάποιες ρίζες. Όσα αντικατέστησαν τα “τότε” δεν έχουν κανένα στοιχείο ταυτότητας. Είναι χαώδη κι ομιχλώδη, εισαγόμενα με ύποπτη και φαλκιδευμένη ετικέτα προέλευσης…
Αντικαθιστώ κάτι από κάποιο καλύτερο, ανθρωπινότερο, σοφότερο, ωφελιμότερο. Δεν το αντικαθιστώ με στοιχεία που με υποβιβάζουν ως άνθρωπο, που με παγκοσμιοποιούν και με δείχνουν ομογενοποιημένο κι απρόσωπο! Χάνουμε βαθμιαία την ταυτότητά μας, για να μην πω ότι την έχουμε ήδη χάσει. Αυτοί που μας οδήγησαν στον εθνικό ευτελισμό γνώριζαν – είχαν σχεδιάσει μεθοδικά το κάθε βήμα- με ποιο τρόπο θα αλλοίωναν την εθνική μας συνείδηση. Ποντάρισαν κυρίως στην έλλειψη παιδείας των νεοελλήνων και στην τάση να πιθηκίζουμε τα κακά της ευρωπαϊκής και αμερικάνικης μοντέρνας, δήθεν, ζωής.

Η συνέχεια >>> VagiaBlog…

Η κρίση της κοινωνίας μας είναι πρώτιστα ηθική και μετά οικονομική. Προηγήθηκε η ηθική πτώση, που οδήγησε την οικονομική καταβαράθρωση. Είχαμε και στα παιδικά μας χρόνια φτώχια. Μα είχαμε μια περηφάνια και μια ηθική παστράδα, που μας έκαναν να κρατάμε ψηλά το κεφάλι. Αυτά τα χρόνια έρχονται στο νου μας…
Κάποιοι λένε πως συχνές αναμνήσεις έχουν εκείνοι που το μαλλί τους παίρνει το χρώμα του χιονιού. Μπορεί και να ‘χουν δίκιο, όμως σημασία έχει πως αισθάνεται η καρδιά. Και η καρδιά είναι νιούτσικη και αναθυμάται τα παιδικά χρόνια, όχι γιατί φοβάται τα εξήντα ή τα εβδομήντα- έχουν κι αυτά μαθές τις χάρες τους- αλλά γιατί ήσαν χρόνια ανέμελα, αγνά, χωρίς κακίες και συμφέροντα. Έλαμπαν από ηθική παστράδα και τιμιότητα. Οι γονείς και οι παππούδες μας ορμήνευαν να είμαστε τίμιοι και ντόμπροι, μπεσαλήδες κι αξιοπρεπείς. « Η τιμή, τιμή δεν έχει και χαράς σ’ τον που την έχει » μας λέγανε. Και περηφανεύονταν για την τιμιότητά τους!
Φοράγαμε το διπλομπαλωμένο σακάκι, το μανταρισμένο παντελόνι και το πουκάμισο με τον τριμμένο γιακά, που μύριζε, όμως, σαπούνι και νιώθαμε καλά. Περπατούσαμε κι ακούγονταν ο μεταλλικός θόρυβος από τα πέταλα στα πολυσολιασμένα παπούτσια μας. Δε μας απασχολούσαν οι μεγάλες μάρκες και φίρμες. Δε γινόμασταν οι κινούμενες διαφημίσεις ξένων επώνυμων οίκων. Είχαμε το πενηνταράκι στη τσέπη, μπορεί και τη δραχμή κι αισθανόμασταν πασάδες σαν είχαμε το δίδραχμό ή σπάνια το χάρτινο πεντάδραχμο.
Περιμέναμε πως και πώς να έρθουν οι μέρες για τις πασχαλινές διακοπές. Πετάγαμε τις σάκες το Σάββατο του Λαζάρου και τις θυμόμασταν το βράδυ της Κυριακής του Θωμά. Όλη μέρα στ’ αλώνια για τόπι. Στα διαλύματα από το τόπι παίζαμε κλίτσ-κοπάν, βώλους ή ορμούσαμε στις μυγδαλιές για τσάγκουλα. Μα το βράδυ στην εκκλησία!
Στο μισοσκόταδο δέσποζε η φιγούρα του παπα-Λιωνίδα με τη μελωδική φωνή, που συναγωνιζόταν σε μελωδικότητα τον δεξιό ψάλτη από τον Καραντά, που μετά μας άφησε κι έγινε παπάς. Αριστερά ο μπαρμπα-Τάσος ο Μανάσης με βοηθό τον φάλτσο μπαρμπα-Γιώργη το Ζωγανά που μας έκανε παρατήρηση σαν μιλούσαμε και έλεγε αυτό το παράξενο σσσσσστ, που κάθε άλλο παρά ήταν συριστικό κι οδοντικό κι ερχόταν περισσότερο σε ουρανικό.
Το σκηνικό άνοιγε το Σάββατο του Λαζάρου. Μετά το μάθημα- γιατί τότε κάναμε μάθημα και το Σάββατο- τα κορίτσια βγαίναν με το πλεγμένο από καλάμια και λυγαριά κοφινάκι, το στολισμένο με λουλούδια και λίγο άχυρο στον πάτο για να πουν τα κάλαντα του Λαζάρου. Έτσι μάζευαν αρκετά αυγά, που είχε άφθονα κάθε σπιτικό από τις κότες, που ελεύθερες τριγυρνούσαν τσιμπολογώντας το κάθε τι στις αυλές και τους κήπους. Αυτά τα έβαφαν οι μανάδες τους την Μ. Πέμπτη κατά το έθιμο. Με τις λεπτές μελωδικές φωνούλες τους τραγουδούσαν:
« Ήρθε ο Λάζαρος, ήρθαν τα Βάγια,
ήρθε των Βαγιών η εβδομάδα.
Ξύπνα Λάζαρε και μην κοιμάσαι,
ήρθε η μέρα σου και η χαρά σου.
Πού ήσουν Λάζαρε; Πού ήσουν κρυμμένος;….
Σήκω Λάζαρε και μην κοιμάσαι,
ήρθε η μάνα σου απὸ την πόλη,
σου ῾φέρε χαρτὶ και κομπολόι…»
Την Μ. Πέμπτη μαζεύαμε τα ωραιότερα λουλούδια από τους κήπους και τους πηγαίναμε στην εκκλησία για να στολίσουν τον επιτάφιο. Δέσποζαν οι βιολέτες. Και το βράδυ τι κατάνυξη ήταν αυτή και τι συγκίνηση όταν ο ιερέας έβγαινε με τον σταυρό ψέλνοντας «Σήμερον κρεμάται επί ξύλου ο εν ύδασι την γην κρεμάσας…»
Μετά από την ακολουθία και την ανάγνωση των δώδεκα ευαγγελίων, κοπελιές και γυναίκες κάθονταν και με μεράκι στόλιζαν τον επιτάφιο. Έβαζαν όλη την καλλιτεχνική του επιδεξιότητα για να μην υστερήσουν σε σχέση με τον επιτάφιο της άλλης ενορίας.
Το πρωί της Μ. Παρασκευής- μεγάλη γιορτή για ‘μας- γινόταν η αποκαθήλωση του σταυρωμένου Χριστού και η απόθεση του σώματός Του στον επιτάφιο. Μετά προσκυνούσαμε και περνούσαμε σταυρωτά τρεις φορές κάτω από τν επιτάφιο. Το απόγευμα μαζευόμασταν νωρίς και κάναμε ομάδες και με τις ψιλές φωνές λέγαμε το « σήμερα μαύρος ουρανός, σήμερα μαύρη μέρα»… Πέρασαν πολλά χρόνια για να μάθω πως αυτό, που πιτσιρίκια λέγαμε για τον Χριστό, ήταν το μοιρολόι της Παναγιάς.
Αυτό το ξεχασμένο από τα σημερινά πιτσιρίκια έθιμο, να λένε το «σήμερα μαύρος ουρανός…» θέλησα να σας θυμίσω. Και συνάμα να θυμηθούμε τα λόγια που λέγαμε για το Χριστό, που βρισκόταν πεθαμένος στον επιτάφιο.
Θα προτάξουμε δυο λόγια για Μοιρολόι της Παναγιάς:
Είναι το μακρύ αφηγηματικό τραγούδι που διηγείται τα Πάθη του Χριστού έτσι όπως τα έζησαν η Παναγία και οι Μυροφόρες. Το συναντάμε σε όλες τις περιοχές του ελληνισμού, από την Κύπρο και τον Πόντο ως την Κάτω Ιταλία, σ' ένα πλήθος παραλλαγών. Διακόσιες πενήντα έξι (!) παραλλαγές παρουσιάσει ο Ελβετός ελληνιστής, καθηγητής του Πανεπιστημίου της Γενεύης Bertrand Bouvier στο βιβλίο του “Le Mirologue de la Vierge” (Γενεύη 1976), καρπό εισοσιπεντάχρονης έρευνας.
Με πηγή έμπνευσης τα επίσημα και απόκρυφα Ευαγγέλια και τα θεατρικά λειτουργικά δράματα του Μεσαίωνα (σε Ανατολή και Δύση), η λαϊκή μούσα και η προφορική παράδοση με το "Μοιρολόι της Παναγίας" διέσωσαν στους αιώνες ένα από τα συγκλονιστικότερα δείγματα της ελληνικής μουσικοποιητικής τέχνης: « Σήμερα μαύρος ουρανός σήμερα μαύρη μέρα,
σήμερα όλοι θλίβονται και τα βουνά λυπούνται …»
Σε μελωδίες που χρησιμοποιούνται και για τα πραγματικά μοιρολόγια (όπως απέδειξε η μελέτη του Samuel Baud-Bovy), οι γυναίκες με το τραγούδι αυτό συμμερίζονται τον πόνο της Παναγίας, καθώς αναδεικνύεται σε παγκόσμιο και διαχρονικό σύμβολο όλων των μανάδων που έχουν παραστεί στο μαρτύριο των παιδιών τους, βιώνοντας τον παραλογισμό αλλά και τη νομοτέλεια του θανάτου: « Άλλοι την εκλοτσούσανε κι άλλοι την εσκουντούσαν και άλλοι την εφτούσανε κι άλλοι τη δεκατούσαν …» H μελαγχολική διάθεση δεν δημιουργείται μόνο από τα γεγονότα που προηγήθηκαν της Σταύρωσης του Σωτήρα Χριστού, αλλά και από τις περιγραφές καιρικών συνθηκών και παραδόξων ουρανίων φαινομένων, που παρατηρούνται κατά την ημέρα της Σταύρωσης. (Μαύρος ουρανός, μαύρη μέρα, βροντές, αστραπές, ουρανός θαμπός, άστρα βουρκωμένα, ταραχές μεγάλες, σκοτείνιασμα ηλίου, πάσα η κτίση τρέμει, τα θεμέλια της γης δονούνται, του ναού το καταπέτασμα σχίζεται από πάνω έως κάτω, βράχοι ξεκολλούν, μνημεία ανοίγονται και νεκροί εκ των τάφων ανασταίνονται). Αλλά και από τη λύπη και την ταραχή των εμψύχων (άγγελοι, αρχάγγελοι, όλοι μαυροφορούν και όλοι σήμερα πάνε κι έρχονται στις Παναγιάς την πόρτα). Τα πάντα συμπάσχουν με τον «κτίσαντα τα πάντα». Όλα αυτά συμπεριλαμβάνονται στην αρχή της παρακάτω παραλλαγής:
« Σήμερα μαύρος ουρανός, σήμερα μαύρη μέρα,
σήμερ’ άγγελοι, αρχάγγελοι, όλοι μαυροφορούνε,
σήμερα όλοι θλίβονται και τα βουνά λυπούνται,
σήμερα πάνε κι’ έρχονται στης Παναγιάς την πόρτα.
Η Παναγιά η Δέσποινα καθόταν στο θρονί της,
την προσευχή της έκανε για το μονογενή της.
Ακούει βροντές, ακούει αστραπές και ταραχές μεγάλες,
προβάλλει, από τη θύρα της να δη στη γειτονιά της.
Βλέπει τον ουρανό θαμπό και τ’ άστρα βουρκωμένα
ακούει φωνή, ακούει λαλιά απ’ αρχαγγέλου στόμα:
“Σώσε, κερά μου Παναγιά, τούτηνε δα την ώρα
και τον Υγιό τον επιάσανε και στο σταυρό τον πάνε”. »
Το τραγούδι- μοιρολόι των παιδικών μας χρόνων, λοιπόν, έλεγε:
« Σήμερα μαύρος Ουρανός, σήμερα μαύρη μέρα,
σήμερα όλοι θλίβουνται και τα βουνά λυπούνται,
σήμερα έβαλαν βουλή οι άνομοι Οβραίοι,
οι άνομοι και τα σκυλιά κι' οι τρισκαταραμένοι
για να σταυρώσουν το Χριστό, τον Αφέντη Βασιλέα.
Ο Κύριος ηθέλησε να μπει σε περιβόλι
να λάβει δείπνον μυστικόν για να τον λάβουν όλοι.
Κι' η Παναγιά η Δέσποινα καθόταν μοναχή της,
τας προσευχάς της έκανε για το μονογενή της.
Φωνή τους ήρθ' εξ Ουρανού απ' Αρχαγγέλου στόμα:
-Φτάνουν κυρά μου οι προσευχές, φτάνουν κι' οι μετάνοιες,
το γυιό σου τον επιάσανε και στο φονιά τον πάνε
και στου Πιλάτου την αυλή εκεί τον τον τυραγνάνε.
-Χαλκιά-χαλκιά, φτιάσε καρφιά, φτιάσε τρία περόνια.
Και κείνος ο παράνομος βαρεί και φτάχνει πέντε.
-Συ Φαραέ, που τά 'φτιασες πρέπει να μας διδάξεις.
-Βάλε τα δυο στα χέρια του και τ' άλλα δυο στα πόδια,
το πέμπτο το φαρμακερό βάλε το στην καρδιά του,
να στάξει αίμα και νερό να λιγωθεί η καρδιά του.
Κι' η Παναγιά σαν τάκουσε έπεσε και λιγώθη,
σταμνί νερό της ρίξανε, τρία κανάτια μόσχο
για να της ερθ' ο λογισμός, για να της έρθει ο νους της.
Κι' όταν της ηρθ' ο λογισμός, κι' όταν της ηρθ' ο νους της,
ζητά μαχαίρι να σφαγεί, ζητά φωτιά να πέσει,
ζητά γκρεμό να γκρεμιστεί για το μονογενή της.
-Μην σφάζεσαι, Μανούλα μου, δεν σφάζονται οι μανάδες
Μην καίγεσαι, Μανούλα μου, δεν καίγονται οι μανάδες.
Λάβε, κυρά μ' υπομονή, λάβε, κύρά μ' ανέση.
-Και πώς να λάβω υπομονή και πώς να λάβω ανέση,
που έχω γυιο μονογενή και κείνον Σταυρωμένον.
Κι' η Μάρθα κι' η Μαγδαληνή και του Λαζάρου η μάνα
και του Ιακώβου η αδερφή, κι' οι τέσσερες αντάμα,
επήραν το στρατί-στρατί, στρατί το μονοπάτι
και το στρατί τους έβγαλε μες του ληστή την πόρτα.
-Άνοιξε πόρτα του ληστή και πόρτα του Πιλάτου.
Κι' η πόρτα από το φόβο της ανοίγει μοναχή της.
Τηράει δεξιά, τηράει ζερβά, κανέναν δεν γνωρίζει,
τηράει δεξιώτερα βλέπει τον Αϊγιάννη,
Αγιέ μου Γιάννη Πρόδρομε και βαπτιστή του γυιου μου,
μην είδες τον υγιόκα μου και τον διδάσκαλόν σου;
-Δεν έχω στόμα να σου πω, γλώσσα να σου μιλήσω,
δεν έχω χεροπάλαμα για να σου τόνε δείξω.
Βλέπεις Εκείνον το γυμνό, τον παραπονεμένο,
οπού φορεί πουκάμισο στο αίμα βουτηγμένο,
οπού φορεί στην κεφαλή αγκάθινο στεφάνι;
Αυτός είναι ο γυιόκας σου και με ο δάσκαλός μου!
Κι' η Παναγιά πλησίασε γλυκά τον αγκαλιάζει.
-Δε μου μιλάς παιδάκι μου, δε μου μιλάς παιδί μου;
-Τι να σου πω, Μανούλα μου, που διάφορο δεν έχεις∙
μόνο το μέγα-Σάββατο κατά το μεσονύχτι,
που θα λαλήσει ο πετεινός και σημάνουν οι καμπάνες,
τότε και συ, Μανούλα μου, θάχεις χαρά μεγάλη!
Σημαίνει ο Θεός, σημαίνει η γη, σημαίνουν τα Ουράνια,
σημαίνει κι' η Άγια Σοφία με τις πολλές καμπάνες.
Όποιος τ' ακούει σώζεται κι' όποιος το λέει αγιάζει,
κι' όποιος το καλοφουγκραστεί Παράδεισο θα λάβει,
Παράδεισο και λίβανο απ' τον Άγιο Τάφο. »
Αργότερα στα γυμνασιακά χρόνια σχηματίζαμε ομάδες και ψάλλαμε τα “εγκώμια”. «Η ζωή εν τάφω…», «Άξιον εστι μεγαλύνειν σε τον Ζωοδότην…», «Αι γενεαί νυν πάσαι ύμνον τη ταφή σου…» και τα υπόλοιπα εγκώμια δεν ήταν υπόθεση μόνο των ψαλτών. Πολλές ομάδες νεαρών και κορασίδων έρχονταν αρωγός τους γιατί συμμετείχαν στην μυσταγωγία. Δεν ήσαν απλοί θεατές…
Και μετά στην περιφορά του επιτάφιου γινόταν το κάψιμο του Ιούδα, του μαθητή που παρέδωσε τον Κύριο στους σταυρωτές Του. Κατασκευάζαμε ένα ομοίωμα ανθρώπου, παραγεμισμένο με άχυρα, το κρεμάγαμε από ένα καδρόνι και με κλαριά από ελιές ή κληματσίδες, που είχαν όλα τα σπίτια, ανάβαμε φωτιά και το ομοίωμα καιγόταν ξορκίζοντας το κακό της προδοσίας. Κατά την παράδοση, το κάψιμο του Ιούδα, μακρινός απόηχος των δρωμένων στα πλαίσια του μεσαιωνικού χριστιανικού θεάτρου, είναι η τιμωρία του προδότη, που δεν εξιλεώθηκε ούτε με τον αυτοχειριασμό του, αφού και αρχαία παράδοση που αναφέρουν οι Πράξεις των Αποστόλων (α' 18) λέει ότι ούτε η γη δεν τον δέχθηκε, όταν έσπασε το κλαδί της αγχόνης «και πρηνής γενόμενος, ελάκησε μέσος και εξεχύθη πάντα τα σπλάγχνα αυτού...», ενώ ο τόπος εκείνος ονομάστηκε «Ακελδαμά», τουτέστιν χωρίον αίματος. Κατά τον Πάπιο μάλιστα το κουφάρι του Ιούδα «επρήσθη τοσούτον την σάρκα, ώστε μηδέ οπόθεν άμαξα ραδίως διέρχεται εκείνον δύνασθαι διελθείν, αλλά μηδέ αυτόν μόνον τον της κεφαλής όγκον αυτού».
Η περιφορά του επιτάφιου έκλεινε με την επιστροφή στην εκκλησία, όπου ο επιτάφιος βασταζόταν προ της θύρας και όλο το εκκλησίασμα περνούσε από κάτω.
Τελειώνοντας αυτές τις αναμνήσεις από έθιμα που χάθηκαν, θα κάνω τις ευχές μου:
Φίλοι μου, Καλήν Ανάσταση! Είθε το φως της Ανάστασης να σκορπίσει όλων των ειδών τα σκοτάδια και να φέρει ελπίδα, χαρά κι αγαλλίαση στις καρδιές μας. Μακάρι να επανέλθουμε στις ρίζες μας που χάσαμε…

Δεν υπάρχουν σχόλια: