Τετάρτη 8 Φεβρουαρίου 2017

Ο μύθος του Κυπάρισσου

[[ δαμ- ων ]]

Ένα δέντρο αρκετά διαδεδομένο στην πατρίδα μας είναι το κυπαρίσσι. Δεσπόζει στις άκρες των αγρών που είναι σε λόφους, σαν φυσικό σύνορο, ενώ το συναντάμε σε όλα τα κοιμητήρια της χώρας μας. Τα κυπαρίσσια συνδέονται με την τελευταία φάση της επίγειας ζωής των ανθρώπων.
Ο Όμηρος στην “Οδύσσεια” τον αναφέρει ως «ευώδη κυπάρισσο». Περιγράφει τη σπηλιά, όπου κατοικούσε η θεά Καλυψώ και συζούσε με τον Οδυσσέα για τρία χρόνια, όπως την είδε ο Ερμής, ο αγγελιοφόρος των θεών, που της μετέφερε το μήνυμα ν’ αφήσει το βασιλιά της Ιθάκης να επιστρέψει στο νησί του:
« Ξύλα περίσσια στη γωνιά, κέδροι και θυές σκισμένες,
που μοσκοβόλαε το νησί παντού απ’ τη μυρουδιά τους.
Στον αργαλειό της ομπροστά γλυκοτραγούδαε εκείνη,
και το πανί της έφαινε με τη χρυσή σαγίτα,
Τριγύρω δάσια φουντωτά με σκλήθρες και με λεύκες,
και μυρωδάτα ανάμεσα στεκόνταν κυπαρίσσια.
Λογής πυκνόφτερα πουλιά κουρνιάζανε στα δέντρα,
γκιώνηδες, και γεράκια, και φωναχτερές κουρούνες
της θάλασσας, που χαίρουνται να ζούνε στα νερά της.
και γύρω στις βαθιές σπηλιές της νύφης απλωνόταν
ήμερο κλήμα θαλερό σταφύλια φορτωμένο‡
αράδα βρύσες τέσσερες άσπρο νεράκι χύναν,
κοντά κοντά, μα καθεμιά κι αλλού κατρακυλούσε.
Πλάγι λιβάδια μαλακά με σέλινα και βιόλες,
που αθάνατος κι αν ήρχουνταν σε τέτοιες πρασινάδες,
με θαμασμό θα κοίταζε και θ΄ άνοιγε η καρδιά του.» ( Όμηρος, “Οδύσσεια”, ε΄, 59- 74)

Η συνέχεια >>> VagiaBlog…

Από κυπαρισσόξυλο ήταν φτιαγμένοι οι παραστάτες στο ανάκτορο του Οδυσσέα στην Ιθάκη, όπως μα αναφέρει ο Όμηρος:
« Σε λίγο στο ανάκτορο μπήκε ο Οδυσσέας,
που ήταν όμοιος με λερό και ζαρωμένο γέρο
κι είχε ραβδί στα χέρια του και πάνω του κουρέλια.
Μπροστά στις πύλες κάθισε στο φράξιμο κατώφλι∙
στον παραστάτη έγειρε που έκαμε τεχνίτης
από κυπαρισσόξυλο ξύνοντας, σιαχνοντάς τον.» ( Όμηρος, “Οδύσσεια”, ρ΄, 336-341)
Πριν γίνει το κωνοφόρο δέντρο με τα σκουροπράσινα λεπτά φύλλα, η μυθική μας παράδοση αναφέρει πως ήταν ένας πανέμορφος νέος. Σύμφωνα με τη μυθολογία μας ο Κυπάρισσος ήταν από την νήσο Κέα (Τζια), γιος του Τήλεφου και εγγονός του ημίθεου Ηρακλή. Ο έφηβος Κυπάρισσος απέκτησε την εύνοια του θεού Απόλλωνα, ο οποίος του χάρισε ένα εξημερωμένο ιερό ελάφι για συντροφιά. Ο Κυπάρισσος δέθηκε πολύ με το ελάφι, που του χάρισε ο θεός, και καθημερινά στόλιζε τα κέρατά του με λουλούδια για να το βγάλει βόλτα στο δάσος. Συχνά, διέσχιζε τα λιβάδια καβάλα στην ράχη του.
Μια ζεστή καλοκαιρινή μέρα ο Κυπάρισσος είχε βγει για κυνήγι στο δάσος. Το ελάφι ζαλισμένο από την ζέστη τρύπωσε για να κοιμηθεί σε κάτι χαμόκλαδα και χάθηκε από τα μάτια του αφέντη του. Ο νεαρός κυνηγός είδε από μακριά ένα ζώο ανάμεσα στα χορτάρια, οπότε ύψωσε το κοντάρι του και σημάδεψε το θήραμά του, χωρίς να αντιληφθεί ότι επρόκειτο για το αγαπημένο του ελάφι. Όταν πλησίασε το θανάσιμα τραυματισμένο ζώο και το είδε να ψυχορραγεί έχοντας καρφωμένο το κοντάρι στα πλευρά του και δάκρυα πόνου να θολώνουν τα μάτια του , αναγνώρισε το λάθος του και ξέσπασε σε κλάματα, αγκαλιάζοντάς το.
Απαρηγόρητος και απελπισμένος πια παρακάλεσε τους θεούς να πεθάνει και εκείνος, μην μπορώντας να αντέξει την θλίψη και το βάρος του χαμού του αγαπημένου του συντρόφου, ενώ ζήτησε τα δάκρυα του να κυλούν αιώνια.
Ο Απόλλωνας μάταια προσπάθησε να μεταπείσει τον αγαπημένο του Κυπάρισσο, αλλά εκείνος απαρηγόρητος ήθελε να δώσει τέλος στη ζωή του. Ο θεός λυπήθηκε τον πονεμένο νέο και αποφάσισε να τον ανακουφίσει από την δυστυχία του. Τον μεταμόρφωσε λοιπόν σε κυπαρίσσι, από το οποίο αιώνια θα βγαίνουν τα πένθιμα δάκρυα σαν σταγόνες ρετσινιού. Η σουβλερή μύτη του κυπαρισσιού που καρφωνόταν στον ουρανό, θα θύμιζε το κοντάρι με το οποίο πέθανε το ιερό ελάφι.
Το δένδρο αφιερώθηκε στον Πλούτωνα, τον θεό των νεκρών και έγινε σύμβολο πένθους. Οι αρχαίοι Έλληνες μετά τον θάνατο ενός αγαπημένου τους προσώπου, κρεμούσαν κλωνάρια κυπαρισσιού έξω από τις πόρτες τους, στόλιζαν με αυτά τα σώματα των νεκρών ή έκαιγαν πάνω τους τις νεκρικές σωρούς. Επίσης, κυπαρίσσια φυτεύονταν δίπλα σε τάφους και ναούς, αλλά και στα ιερά άλση, μια συνήθεια που διατηρείται μέχρι και σήμερα. Ο χυμός του δένδρου αυτού σχηματίζει σταγόνες όμοιες με δάκρυα πάνω στον κορμό του.
Άλλη παραλλαγή του μύθου θέλει τον Κυπάρισσο να κατάγεται από τη Χίο και να είναι το μικρότερο από τα παιδιά του βασιλιά Μινύα.
Ο Οβίδιος στο βιβλίο των “Μεταμορφώσεων” εξιστορεί το πάθημα του Κυπάρισσου και την μεταμόρφωσή του σε. δέντρο. Τελειώνουμε τον μύθο παραθέτοντας το αντίστοιχο απόσπασμα:
« Απ’ την παρέα δεν έλειπε κωνόσχημο το κυπαρίσσι,
που δέντρο ‘ναι τώρα, μα πρωτύτερα αγόρι του θεού αγαπημένο
εκείνου που της κιθάρας τις χορδές και τις χορδές του τόξου του λυγάει.
Ήταν, που λέτε, για τις νεράιδες στα μέρη της Καρθαίας ιερό
πελώριο ελάφι, και με κέρατα που απλώνονταν μακριά
στην κεφαλή του ίσκιο παχύ επρόσφερε το ίδιο.
Στα κέρατά του άστραφτε ο χρυσός και κρεμασμένο ως τα πλευρά του
έπεφτε απ’ τον λαιμό του περιδέραιο με πετράδια.
Δίχως κανένα φόβο κι έχοντας τον φυσικό τρόμο
αποβάλλει , στα σπίτια γύρναγε και τον χαδιάρικο λαιμό του
ακόμα και σε χέρια άγνωστα συνήθιζε να παραδίνει.
Μα απ’ όλους πιο πολύ εσύ, που απ’ τους Τζιώτες εξεχώρισες στο κάλλος,
Κυπάρισσε, το αγάπαγες εσύ! Εσύ σε νέα το ελάφι
βοσκοτόπια οδηγούσες, σε διάφανα πηγής νερά εσύ,
μόνο εσύ τα κέρατα με άνθη του στεφάνωνες πολύχρωμα,
και καβαλάρης στα νώτα καθιστός, χαρούμενος εδώ κι εκεί
με πορφυρά καπίστρα του ‘δενες τη μαλακή μουσούδα.
Ήτανε μεσημέρι θερινό, και η ζέστη του ήλιου
τα μπράτσα τα κυρτά του αιγιάλιου έφλεγε Καρκίνου.
Απόκαμε κι απόθεσε στη γη τη χλοερή το σώμα του
το ελάφι και στη σκιά των δέντρων τη δροσιά χαιρόταν.
Απρόσεχτο ο Κυπάρισσος αγόρι με δόρυ μυτερό
το κάρφωσε και, όταν με τραύμα φριχτό το είδε να πεθαίνει,
αποφάσισε πως θέλει και ο ίδιος να πεθάνει. Τι λόγια
παρηγόριας δεν του είπε ο Φοίβος!
και μήπως λιγότερο να κλαίει και του λόγου αναλόγως
δεν τον συμβουλεύει; Θρηνεί εκείνος και χάρη τελευταία
απ’ τους θεούς γυρεύει, εις τον αιώνα τον άπαντα να κλαίει.
Μα από το κλάμα το πολύ του στέρεψε το αίμα,
και πράσινα αρχινήσανε τα γίνονται τα μέλη,
και τα μαλλιά που στο λευκό, το μέτωπό του πέφταν,
φύλλα πυκνά γινήκαν και σκληρύναν,
κατ α τον έναστρο ουρανό με τη λεπτή κορφή τους πια κοιτάζουν.
Θλιμμένος αναστέναξε ο θεός και είπε: «Θα σε θρηνούμε εμείς,
Κι άλλους εσύ θε να θρηνείς κι όσους πενθούν θα συντροφεύεις». (Οβίδιος, “Μεταμορφώσεις”, βιβλ. Χ, 106-142)

Δεν υπάρχουν σχόλια: